Λίγες έννοιες έχουν απασχολήσει τόσο έντονα τον ανθρώπινο νου όσο αυτή του χρόνου. Η έννοια του χρόνου και του χώρου απασχολεί την ανθρώπινη σκέψη χιλιάδες χρόνια. Με μια πρώτη ματιά, φαίνεται απλή και ευκολονόητη, επειδή είναι στενά συνδεδεμένη με την καθημερινή εμπειρία. Τα πάντα υπάρχουν μέσα στον χρόνο και στον χώρο, κι έτσι αυτοί μοιάζουν με έννοιες γνώριμες. Ωστόσο, το γνώριμο δεν είναι απαραιτήτως και κατανοητό. Εξετάζοντάς τα τα πιο προσεκτικά, βλέπουμε ότι οι έννοιες χρόνος και χώρος δεν κατανοούνται τόσο εύκολα. Τον πέμπτο αιώνα, ο Άγιος Αυγουστίνος παρατήρησε: «Τι, λοιπόν, είναι χρόνος; Αν δεν με ρωτήσει κάποιος, ξέρω τι είναι χρόνος. Αν θελήσω να το εξηγήσω σε εκείνον που με ρωτά, δεν ξέρω». Το λεξικό δεν μας βοηθά και πολύ εδώ. Ο χρόνος ορίζεται ως «περίοδος» και η περίοδος ορίζεται ως «χρόνος». Αυτό δεν μας οδηγεί κάπου. Ουσιαστικά, η φύση του χρόνου και του χώρου είναι πράγματι ένα περίπλοκο φιλοσοφικό πρόβλημα.
Οι άνθρωποι κάνουν σαφή διάκριση παρελθόντος και μέλλοντος. Η αίσθηση του χρόνου, ωστόσο, δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο των ανθρώπων ή ακόμη και των ζώων. Οι οργανισμοί διαθέτουν πολλές φορές ένα είδος «εσωτερικού ρολογιού», όπως τα φυτά που στρέφονται προς μια κατεύθυνση την ημέρα και προς μιαν άλλη τη νύχτα. Ο χρόνος είναι μια αντικειμενική έκφραση της μεταβαλλόμενης κατάστασης της ύλης. Αυτό φαίνεται ακόμη και από τον τρόπο με τον οποίο μιλάμε γι’ αυτόν. Συνηθίζουμε να λέμε ότι ο χρόνος «ρέει». Στην πραγματικότητα, μόνο τα υλικά ρευστά μπορούν να ρέουν. Η επιλογή αυτής ακριβώς της μεταφοράς δείχνει ότι ο χρόνος είναι αναπόσπαστος από την ύλη. Δεν είναι απλώς κάτι το υποκειμενικό. Είναι ο τρόπος με τον οποίο περιγράφουμε μια πραγματική διαδικασία που υπάρχει στον φυσικό κόσμο. Ο χρόνος είναι λοιπόν ακριβώς μια έκφραση του γεγονότος ότι η ύλη βρίσκεται σε μια κατάσταση αδιάκοπης μεταβολής. Προορισμός και ανάγκη καθετί υλικού είναι να μεταβληθεί σε κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι είναι. «Καθετί που υπάρχει αξίζει να αφανιστεί».
Ένα είδος ρυθμού διαπερνά τα πάντα: οι χτύποι της καρδιάς του ανθρώπου, ο ρυθμός του λόγου, η κίνηση των αστέρων και των πλανητών, η πλημμυρίδα και η άμπωτη της παλίρροιας, οι εναλλαγές των εποχών. Οι διαδικασίες αυτές είναι βαθιά χαραγμένες στην ανθρώπινη συνείδηση όχι ως αυθαίρετες φαντασιώσεις, αλλά ως πραγματικά φαινόμενα που εκφράζουν μια θεμελιώδη αλήθεια του Σύμπαντος. Η ανθρώπινη διαίσθηση εδώ δεν κάνει λάθος. Ο χρόνος είναι ένας τρόπος έκφρασης της αλλαγής κατάστασης και της κίνησης, οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστα χαρακτηριστικά της ύλης σε κάθε μορφή της. Στη γλώσσα έχουμε μέλλοντα, ενεστώτα και παρελθόντα χρόνο ρημάτων. Η τεράστια αυτή διανοητική κατάκτηση επέτρεψε στην ανθρωπότητα να απελευθερωθεί από τη σκλαβιά της χρονικής στιγμής, να ανυψωθεί πάνω από τη συγκεκριμένη κατάσταση και να είναι «παρούσα», όχι μόνο στο εδώ και τώρα, αλλά και στο παρελθόν και το μέλλον, τουλάχιστον νοητικά.
Ο χρόνος και η κίνηση είναι αδιαχώριστες έννοιες. Είναι ουσιώδεις για ολόκληρη τη ζωή και τη γνώση του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης κάθε εκδήλωσης σκέψης και φαντασίας. Η μέτρηση, ο ακρογωνιαίος λίθος όλης της επιστήμης, θα ήταν αδύνατη χωρίς τον χρόνο και τον χώρο. Η μουσική και ο χορός βασίζονται στον χρόνο. Οι εικαστικές τέχνες προσπαθούν να αποδώσουν μια αίσθηση χρόνου και κίνησης όχι μόνο στις απεικονίσεις της φυσικής ενέργειας, αλλά και στο ίδιο το σχέδιο. Τα χρώματα, τα σχήματα και οι γραμμές ενός πίνακα καθοδηγούν το μάτι πάνω στην επιφάνεια με συγκεκριμένο ρυθμό και ταχύτητα. Αυτό είναι που δίνει την ιδιαίτερη διάθεση, αντίληψη και συναίσθημα, τα οποία προκαλεί ένα έργο τέχνης. Η διαχρονικότητα (σ.: με την έννοια του αιώνιου, άχρονου) είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει έργα τέχνης, αλλά ουσιαστικά εκφράζει το αντίθετο απ’ ό,τι επιδιώκει. Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την έννοια απουσία χρόνου, διότι ο χρόνος είναι παρών στα πάντα.
Υπάρχει μια διαφορά μεταξύ χρόνου και χώρου. Ο χώρος μπορεί και αυτόςνα εκφράζει την αλλαγή, ως αλλαγή θέσης. Η ύλη υπάρχει και κινείται στον χώρο. Ο αριθμός όμως των τρόπων με τους οποίους μπορεί να γίνει αυτό είναι άπειρος: μπροστά, πίσω, πάνω ή κάτω, σε οποιοδήποτε βαθμό. Η κίνηση στον χώρο είναι αντιστρέψιμη. Η κίνηση στον χρόνο, είναι μη αντιστρέψιμη. Είναι δύο διαφορετικοί (και πράγματι αντίθετοι) τρόποι έκφρασης της ίδιας θεμελιώδους ιδιότητας της ύλης -της αλλαγής. Αυτή είναι το μοναδικό απόλυτο που υπάρχει.
Ο χώρος είναι η «ετερότητα» της ύλης, για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Χέγκελ, ενώ ο χρόνος είναι η διαδικασία κατά την οποία η ύλη (και η ενέργεια που είναι το ίδιο πράγμα) μεταβάλλεται αδιάκοπα. Ο χρόνος – «το πυρ στο οποίο καιγόμαστε όλοι» – θεωρείται γενικά καταστρεπτικός παράγοντας. Αποτελεί όμως την ίδια στιγμή την έκφραση μιας διαρκούς διαδικασίας αυτοδημιουργίας, μέσα από την οποία η ύλη αλλάζει διαρκώς, παίρνοντας αμέτρητες μορφές. Η διαδικασία αυτή παρατηρείται ξεκάθαρα στην ανόργανη ύλη και, πάνω απ’ όλα, στο υποατομικό επίπεδο.
Η έννοια της αλλαγής, όπως αποκαλύπτεται με το πέρασμα του χρόνου, διαπερνά έντονα την ανθρώπινη συνείδηση. Αποτελεί τη βάση του τραγικού στοιχείου στη λογοτεχνία, των συναισθημάτων λύπης για το ότι η ζωή περνάει, και αγγίζει τον πιο όμορφο λυρισμό στα σονέτα του Σαίξπηρ, όπως το παρακάτω που δίνει ζωντανά μια αίσθηση αέναης κίνησης του χρόνου:
«Σαν κύματα που σπάνε στα βότσαλα της ακτής,
έτσι στον θάνατό τους σπεύδουν οι στιγμές μας.
Παίρνοντας καθεμιά τη θέση της προηγούμενης,
με αδιάκοπο μόχθο κινούνται προς τα μπρός».
(Σονέτο 60)
Το μη αντιστρέψιμο του χρόνου δεν ισχύει μόνο για τα έμβια όντα. Δεν γεννιούνται και πεθαίνουν μόνο άνθρωποι, αλλά αστέρια και γαλαξίες επίσης. Η αλλαγή επηρεάζει τα πάντα, όχι όμως μόνο αρνητικά. Δίπλα στον θάνατο υπάρχει η ζωή, και τάξη δημιουργείται αυθόρμητα από το χάος. Οι δύο πλευρές της αντίθεσης είναι αναπόσπαστες. Χωρίς τον θάνατο, η ζωή θα ήταν αδύνατη. Κάθε άνθρωπος δεν έχει μόνο επίγνωση του εαυτού του, αλλά και της άρνησής του, του ορίου του. Προερχόμαστε από τη φύση και θα επιστρέψουμε σ’ αυτήν.
Οι θνητοί αντιλαμβάνονται ότι, ως πεπερασμένα όντα, η ζωή τους θα τελειώσει με τον θάνατο. Όπως μας θυμίζει το «Βιβλίο του Ιώβ»: «Ο εκ γυναικός γεννηθείς είναι ολίγων ημερών και πλήρης βασάνων. Ανθίζει και κόβεται, όπως ένα λουλούδι. Σαν σκιά δραπετεύει και δεν συνεχίζει». Τα ζώα δεν φοβούνται με τον ίδιο τρόπο τον θάνατο, γιατί δεν ξέρουν τι είναι. Τα ανθρώπινα όντα έχουν κάνει απόπειρες να αποφύγουν το πεπρωμένο τους, εφευρίσκοντας μια προνομιακή σχέση με μια φανταστική υπερφυσική ύπαρξη μετά τον θάνατο. Η ιδέα της αιώνιας ζωής είναι παρούσα, με τη μια ή την άλλη μορφή, σε όλες σχεδόν τις θρησκείες. Πρόκειται για το κίνητρο πίσω από την εγωιστική δίψα για μια φανταστική αθανασία, σε έναν ανύπαρκτο παράδεισο, σαν μια παρηγοριά για την «Κοιλάδα των Δακρύων» αυτής της αμαρτωλής Γης. Έτσι, οι άνθρωποι διδάσκονται, εδώ και αμέτρητους αιώνες, να υποτάσσονται πειθήνια στη δυστυχία και στη στέρηση πάνω στη Γη, με την προσδοκία μιας ευτυχισμένης ζωής – αφού πεθάνουν.
Το γεγονός ότι κάθε μεμονωμένος άνθρωπος πεθαίνει είναι γνωστό. Στο μέλλον, η ανθρώπινη ζωή θα παραταθεί πολύ πιο πέρα από τη «φυσιολογική» της διάρκεια. Παρ’ όλα αυτά, το τέλος πάντα θα επέρχεται. Ό,τι ισχύει όμως για κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, δεν ισχύει για το είδος. Συνεχίζουμε να ζούμε μέσα από τα παιδιά μας, μέσα από τις αναμνήσεις των φίλων μας και μέσα από τη συμβολή μας για το καλό της ανθρωπότητας. Αυτή είναι η μοναδική αθανασία στην οποία έχουμε δικαίωμα να αποβλέπουμε. Γενιές χάνονται, αλλά αντικαθίστανται από νέες, οι οποίες αναπτύσσουν και εμπλουτίζουν το πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας και γνώσης. Η ανθρωπότητα μπορεί να κατακτήσει τη Γη και να απλώσει τα χέρια της στους ουρανούς. Η ουσιαστική αναζήτηση της αθανασίας πραγματοποιείται με την ατέλειωτη διαδικασία της ανθρώπινης ανάπτυξης και τελειοποίησης, καθώς οι άνθρωποι δημιουργούνται ξανά και ξανά σε όλο και υψηλότερο επίπεδο. Ο μεγαλύτερος λοιπόν στόχος που μπορούμε να θέσουμε στον εαυτό μας δεν είναι να ανυπομονούμε για φανταστικούς παράδεισους στο υπερπέραν, αλλά να παλεύουμε για να δημιουργήσουμε τις κοινωνικές συνθήκες για την οικοδόμηση ενός παραδείσου σ’ αυτόν τον κόσμο.
Από τις πρώτες εμπειρίες μας, συνειδητοποιούμε τη σημασία του χρόνου. Είναι λοιπόν παράξενο που ορισμένοι έχουν θεωρήσει τον χρόνο αυταπάτη, μια σκέτη επινόηση του μυαλού. Αυτή η άποψη έχει διατηρηθεί μέχρι τη σημερινή εποχή. Στην πραγματικότητα, η ιδέα ότι ο χρόνος και η αλλαγή αποτελούν απλώς ψευδαισθήσεις δεν είναι καινούργια. Υπάρχει σε αρχαίες θρησκείες, όπως ο Βουδισμός, καθώς επίσης και σε ιδεαλιστικές φιλοσοφίες, όπως εκείνες του Πυθαγόρα, του Πλάτωνα και του Πλωτίνου. Ο σκοπός του Βουδισμού είναι να φτάσει κάποιος στη Νιρβάνα, μια κατάσταση στην οποία παύει να υπάρχει χρόνος. Ο πατέρας της Διαλεκτικής, Ηράκλειτος, ήταν εκείνος που συνέλαβε σωστά τη φύση του χρόνου και της αλλαγής, όταν έγραφε ότι «τα πάντα είναι και δεν είναι, γιατί τα πάντα ρέουν» και «μπαίνουμε και δεν μπαίνουμε στο ίδιο ποτάμι, και είμαστε και δεν είμαστε».
Η έννοια της κυκλικότητας της αλλαγής προέρχεται από μια αγροτική κοινωνία του παρελθόντος, εντελώς εξαρτημένη από την εναλλαγή των εποχών. Ο στατικός τρόπος ζωής που ενυπήρχε στους τρόπους παραγωγής των παλιότερων κοινωνιών βρήκε την έκφρασή του σε στατικές φιλοσοφίες. Η Καθολική Εκκλησία δεν μπορούσε να χωνέψει την κοσμολογία του Κοπέρνικου και του Γαλιλαίου, γιατί αμφισβητούσε την υπάρχουσα άποψη για τον κόσμο και την κοινωνία. Η ανάπτυξη της βιομηχανίας στην καπιταλιστική κοινωνία ήταν εκείνη που τελικά έσπασε τους παλιούς αργούς ρυθμούς της αγροτικής ζωής. Όχι μόνο καταργήθηκε η διαφορά μεταξύ των εποχών στην παραγωγή, αλλά ακόμη και η διαφορά μεταξύ νύχτας και μέρας, καθώς οι μηχανές λειτουργούν είκοσι τέσσερις ώρες την ημέρα, επτά μέρες την εβδομάδα, πενήντα δύο εβδομάδες τον χρόνο, με τεχνητό φωτισμό. Ο καπιταλισμός έφερε την επανάσταση στα μέσα παραγωγής και, μαζί τους, στα μυαλά των ανθρώπων. Ωστόσο, η πορεία των τελευταίων αποδείχτηκε πολύ πιο αργή από τα πρώτα. Ο συντηρητισμός του μυαλού αποκαλύπτεται από τη διαρκή προσπάθειά του να προσκολληθεί σε ξεπερασμένες ιδέες, παλιές βεβαιότητες που ο καιρός τους έχει περάσει προ πολλού, και τελικά, στην ελπίδα για μετά θάνατον ζωή.
Η άποψη ότι το Σύμπαν πρέπει να έχει αρχή και τέλος αναβίωσε τις τελευταίες δεκαετίες με τις κοσμολογικές θεωρίες της Μεγάλης Έκρηξης (Big Bang). Κάτι τέτοιο μοιραία εμπεριέχει ένα υπερφυσικό ον το οποίο δημιουργεί τον κόσμο σύμφωνα με ένα ανεξιχνίαστο σχέδιο από το τίποτα και τον διατηρεί σε ύπαρξη για όσο διάστημα Εκείνο θεωρεί αναγκαίο. Η αρχαία θρησκευτική κοσμολογία του Μωυσή, του Ησαΐα, του Τερτυλλιανού, και του «Τιμαίου» του Πλάτωνα επανεμφανίζεται με απίστευτο τρόπο στα γραπτά ορισμένων σύγχρονων κοσμολόγων και θεωρητικών φυσικών. Αυτό δεν είναι καθόλου νέο φαινόμενο. Κάθε κοινωνικό σύστημα που μπαίνει σε φάση αμετάκλητης παρακμής παρουσιάζει πάντα τον δικό του επερχόμενο θάνατο σαν το τέλος του κόσμου ή, ακόμη καλύτερα, του Σύμπαντος. Κι όμως, το Σύμπαν συνεχίζει να υπάρχει, άσχετα από τη μοίρα του ενός ή του άλλου προσωρινού κοινωνικού σχηματισμού πάνω στη Γη. Η ανθρωπότητα εξακολουθεί να ζει, να παλεύει και, παρά τις αντιξοότητες, να αναπτύσσεται και να εξελίσσεται, έτσι που κάθε περίοδος βρίσκεται σε υψηλότερο επίπεδο από το προηγούμενο. Και, από θέση αρχής, δεν υπάρχει όριο στη διαδικασία αυτή.