Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΘεωρία - ΙστορίαΘρησκεία και διανοητική εξέλιξη του ανθρώπου

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Θρησκεία και διανοητική εξέλιξη του ανθρώπου

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το σημαντικό έργο των Άλαν Γουντς και Τεντ Γκραντ «Η Διαλεκτική σε αντεπίθεση» (Reason in Revolt) που εκδόθηκε το 1995 και κατάφερε να προσεγγίσει αξεπέραστα τις σύγχρονες επιστημονικές ανακαλύψεις από τη σκοπιά του διαλεκτικού υλισμού, της φιλοσοφίας του μαρξισμού.

«Ο άνθρωπος είναι τρελός. Δε γνώριζε τον τρόπο με τον οποίο να δημιουργήσει μια κάμπια και δημιούργησε θεούς με την ντουζίνα» (Montaigne).

«Ολόκληρη η μυθολογία υπερβαίνει, κυριαρχεί και μορφοποιεί τη δύναμη της φύσης στη φαντασία και με τη φαντασία: κατά συνέπεια εξαφανίζεται με την έλευση της πραγματικής κυριαρχίας πάνω σε αυτή» (Μαρξ).

Τα ζώα δεν έχουν θρησκεία και στο παρελθόν λεγόταν πως αυτό αποτελούσε την κυρίαρχη διαφορά μεταξύ ανθρώπου και «κτήνους». Αλλά, αυτός είναι απλά ένας άλλος τρόπος για να πούμε ότι μόνο οι άνθρωποι κατέχουν συνείδηση, με την πλήρη σημασία της λέξης. Τα τελευταία χρόνια έχει υπάρξει μια αντίδραση ενάντια στην ιδέα του Ανθρώπου ως ένα ειδικό και μοναδικό Δημιούργημα. Αυτό είναι αναμφισβήτητα σωστό, με την έννοια ότι οι άνθρωποι εξελίχθηκαν από τα ζώα και σε ένα μεγάλο βαθμό παραμένουν ζώα. Όχι μόνο μοιραζόμαστε πολλές από τις σωματικές μας λειτουργίες με άλλα ζώα, αλλά η γενετική διαφορά μεταξύ ανθρώπων και χιμπατζήδων είναι μικρότερη από 2%. Αυτή είναι μια συντριπτική απάντηση στις ανοησίες των οπαδών της Δημιουργίας.

Οι τελευταίες έρευνες με τους χιμπατζήδες μπονόμπο απέδειξαν, πέρα από κάθε αμφιβολία, πως τα πρωτεύοντα που βρίσκονται πιο κοντά στους ανθρώπους είναι ικανά για κάποιο επίπεδο διανοητικής δραστηριότητας, παρόμοιας από κάποια σκοπιά με εκείνη ενός ανθρώπινου παιδιού. Αυτή είναι μια εκπληκτική απόδειξη της συγγένειας μεταξύ των ανθρώπων και των πιο αναπτυγμένων πρωτευόντων, αλλά εδώ η αναλογία αρχίζει να καταρρέει. Παρ’ όλες τις προσπάθειες των πειραματιστών, οι αιχμαλωτισμένοι μπονόμπο δεν μπόρεσαν να μιλήσουν, ούτε να κατασκευάσουν ένα πέτρινο εργαλείο που να μοιάζει έστω και ελάχιστα με το απλούστερο εργαλείο που δημιούργησαν τα πρώιμα ανθρωποειδή. Η γενετική διαφορά του 2% μεταξύ ανθρώπων και χιμπατζήδων σηματοδοτεί το ποιοτικό άλμα από τα ζώα προς τον άνθρωπο. Αυτό πραγματοποιήθηκε όχι από κάποιο Δημιουργό, αλλά από την ανάπτυξη του εγκεφάλου μέσω της χειρωνακτικής εργασίας.

Η δεξιότητα για την κατασκευή ακόμα και του απλούστερου πέτρινου εργαλείου εμπεριέχει μια πολύ υψηλού επιπέδου διανοητική ικανότητα και αφηρημένη σκέψη. Την ικανότητα της επιλογής του σωστού τύπου πέτρας και της απόρριψής άλλων, την επιλογή της σωστής γωνίας, για να χτυπήσεις, και την εφαρμογή της σχεδόν σωστής ποσότητας δύναμης – όλα αυτά είναι ιδιαίτερα σύνθετες διανοητικές λειτουργίες. Εμπεριέχουν ένα βαθμό σχεδιασμού και πρόβλεψης που δε συναντάται ούτε στα πιο ανεπτυγμένα πρωτεύοντα. Παρ’ όλα αυτά, η χρήση και η κατασκευή των πέτρινων εργαλείων δεν ήταν το αποτέλεσμα του συνειδητού σχεδιασμού, αλλά ήταν κάτι το οποίο επιβλήθηκε στους μακρινούς προγόνους του ανθρώπου από την αναγκαιότητα. Δεν ήταν η συνείδηση που δημιούργησε την ανθρωπότητα, αλλά ήταν οι αναγκαίες συνθήκες της ανθρώπινης ύπαρξης εκείνες που οδήγησαν στην ανάπτυξη του εγκεφάλου, του λόγου και του πολιτισμού, συμπεριλαμβάνοντας και τη θρησκεία.

Η ανάγκη για την κατανόηση του κόσμου συνδεόταν πολύ στενά με την ανάγκη της επιβίωσης. Εκείνα τα πρώιμα ανθρωποειδή που ανακάλυψαν τη χρήση των πέτρινων ξέστρων, για να κατακρεουργήσουν νεκρά ζώα με παχιά δέρματα, απέκτησαν ένα σχετικά μεγάλο πλεονέκτημα έναντι εκείνων, οι οποίοι αρνούνταν την πρόσβαση σε αυτή την πλούσια πηγή λίπους και πρωτεϊνών. Εκείνοι που τελειοποίησαν τα πέτρινα εργαλεία τους και ερεύνησαν το που να βρίσκουν τα καλύτερα υλικά, απέκτησαν μεγαλύτερες πιθανότητες επιβίωσης έναντι εκείνων που δεν το έκαναν. Με την ανάπτυξη της τεχνικής ήρθε και η επέκταση του μυαλού και η ανάγκη να εξηγηθούν τα φαινόμενα της φύσης, τα οποία καθόριζαν τις ζωές τους.

Η αφηρημένη σκέψη

Για εκατομμύρια χρόνια, μέσω του πειραματισμού και του λάθους, οι πρόγονοί μας άρχισαν να δημιουργούν σχέσεις μεταξύ των αντικειμένων. Άρχισαν να κάνουν αφηρημένες σκέψεις, δηλαδή να γενικεύουν μέσα από την εμπειρία και την πράξη.

Για αιώνες, το κεντρικό ζήτημα της φιλοσοφίας ήταν η σχέση της σκέψης με την ύπαρξη. Οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν τις ζωές τους χωρίς την παραμικρή αναγνώριση αυτού του προβλήματος. Σκέφτονται και πράττουν, περπατούν και εργάζονται χωρίς την παραμικρή δυσκολία. Επιπρόσθετα, δε θα μπορούσαν ποτέ να θεωρήσουν ως ασύμβατες τις δύο πιο βασικές ανθρώπινες δραστηριότητες, που είναι στην πράξη απόλυτα συνδεδεμένες μεταξύ τους. Ακόμα και η πιο στοιχειώδης δραστηριότητα, αν εξαιρέσουμε τις βιολογικά καθορισμένες απλές αντιδράσεις, απαιτεί κάποια σκέψη, Ως ένα βαθμό, αυτό είναι αλήθεια όχι μόνο για τους ανθρώπους αλλά και για τα ζώα επίσης, όπως μια γάτα η οποία κάθεται περιμένοντας ένα ποντίκι. Στον άνθρωπο παρόλα αυτά, το είδος της σκέψης και του σχεδιασμού έχει έναν ποιοτικά ανώτερο χαρακτήρα από οποιανδήποτε διανοητική δραστηριότητα ακόμα και του πιο προχωρημένου πιθήκου.

Αυτό το γεγονός συνδέεται απόλυτα με την ικανότητα για αφηρημένη σκέψη, η οποία δίνει στους ανθρώπους την ικανότητα να προχωρήσουν πέρα από το άμεσο περιβάλλον, το οποίο τους δίνεται από τις αισθήσεις τους. Μπορούμε να οραματιζόμαστε καταστάσεις όχι μόνο από το παρελθόν (τα ζώα έχουν επίσης μνήμη, όπως ένας σκύλος ο οποίος μαζεύεται στη θέα του ραβδιού) αλλά και για το μέλλον. Μπορούμε να προβλέψουμε σύνθετες καταστάσεις, να σχεδιάσουμε και κατά συνέπεια να καθορίσουμε το αποτέλεσμα και ως ένα βαθμό να καθορίσουμε την δική μας μοίρα. Αν και δε σκεφτόμαστε συνήθως γι’ αυτό το πράγμα, αυτό αποτελεί μια κολοσσιαία κατάκτηση, η οποία διαχωρίζει το ανθρώπινο είδος από την υπόλοιπη φύση. «Εκείνο το οποίο είναι ξεχωριστό στον ανθρώπινο συλλογισμό», λέει ο καθηγητής Gordon Childe, «είναι ότι μπορεί να πάει πάρα πολύ μακριά από την παρούσα κατάσταση απ’ όσο οποιαδήποτε άλλη λογική σκέψη κάποιου ζώου έχει πάει ποτέ». Από αυτή την ικανότητα απορρέουν όλα τα απλά δημιουργήματα του πολιτισμού, της κουλτούρας, της τέχνης, της μουσικής, της λογοτεχνίας, της επιστήμης, της φιλοσοφίας, της θρησκείας. Εμείς θεωρούμε επίσης δεδομένο ότι όλα αυτά δεν έχουν πέσει από τον ουρανό, αλλά είναι το αποτέλεσμα των εκατομμυρίων ετών της εξέλιξης.

Ο Έλληνας φιλόσοφος Αναξαγόρας (500-428π.Χ), κάνοντας μια θαυμάσια αφαίρεση, είπε πως η διανοητική ανάπτυξη του Ανθρώπου εξαρτήθηκε από την απελευθέρωση των χεριών. Σε ένα από τα πιο σημαντικά άρθρα του, «Ο Ρόλος της Εργασίας στην Εξανθρώπιση του Πιθήκου», ο Ένγκελς έδειξε τον ακριβή τρόπο με τον οποίο γίνεται αυτή η μετάβαση. Απέδειξε πως η όρθια στάση, η απελευθέρωση των χεριών για εργασία, η μορφή των χεριών και η θέση του αντίχειρα απέναντι στα δάχτυλα που επέτρεψε το πιάσιμο, ήταν οι φυσιολογικές προϋποθέσεις για την κατασκευή των εργαλείων, οι οποίες με τη σειρά τους ήταν η βασική κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη του εγκεφάλου. Η ίδια η ομιλία, η οποία είναι αδιαχώριστη από την σκέψη, προέκυψε από τις απαιτήσεις της κοινωνικής παραγωγής και από την ανάγκη κατανόησης πολύπλοκων λειτουργιών μέσω της συνεργασίας.

Αυτές οι θεωρίες του Ένγκελς έχουν επιβεβαιωθεί πλήρως από τις πρόσφατες ανακαλύψεις της παλαιοντολογίας, που έδειξαν πως οι ανθρωποειδείς πίθηκοι εμφανίστηκαν στην Αφρική πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι νόμιζαν μέχρι τώρα και πως είχαν εγκεφάλους που δεν ήταν μεγαλύτεροι απ’ αυτούς ενός σύγχρονου χιμπατζή. Και αυτό σημαίνει ότι η ανάπτυξη του εγκεφάλου συνέβη μετά την εποχή της παραγωγής των εργαλείων και ήταν το αποτέλεσμα της. Έτσι δεν είναι σωστό το «εν αρχή ην ο λόγος», αλλά, όπως διακήρυξε ο Γερμανός ποιητής Goethe, «εν αρχή ην η πράξη».

Η ικανότητα σύλληψης της αφηρημένης σκέψης είναι αξεχώριστη από την ομιλία. Ο διάσημος μελετητής της ιστορίας Gordon Childe παρατηρεί: «Η λογική και όλα εκείνα τα οποία ονομάζουμε σκέψη, συμπεριλαμβανόμενων και των χιμπατζήδων ακόμα, πρέπει να εμπεριέχουν διανοητικές λειτουργίες αυτών που οι ψυχολόγοι ονομάζουν είδωλα. Ένα οπτικό είδωλο, για παράδειγμα, μια διανοητική εικόνα μιας μπανάνας είναι πάντα αναγκαίο να είναι η εικόνα μιας συγκεκριμένης μπανάνας σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Αντίθετα, μια λέξη είναι πολύ πιο γενική και αφηρημένη έννοια, όπως εξηγήσαμε, έχοντας αποκλείσει όλες τις τυχαίες ιδιότητες, οι οποίες δίνουν μοναδικότητα σε οποιαδήποτε πραγματική μπανάνα. Τα διανοητικά είδωλα των λέξεων (εικόνες του ήχου ή των μυϊκών κινήσεων που συνεπάγονται από την άρθρωση του) σχηματίζουν πολύ βολικούς μετρητές, με τους οποίους σκεφτόμαστε. Με τη βοήθειά τους, η σκέψη εμπεριέχει απαραίτητα και εκείνη την ποιότητα της αφαιρετικότητας και της γενικότητας, η οποία φαίνεται να λείπει από τη σκέψη των ζώων. Οι άνθρωποι μπορούν να σκέφτονται όπως και να μιλούν για την τάξη των αντικειμένων τα οποία ονομάζονται μπανάνες. Ο χιμπατζής δεν πάει ποτέ παραπέρα από την σκέψη “αυτή η μπανάνα σε εκείνο το τσαμπί”. Με αυτό τον τρόπο, το κοινωνικό εργαλείο που λέγεται ομιλία έχει συνεισφέρει σε αυτό που μεγαλόστομα περιγράφεται “απελευθέρωση του ανθρώπου” από το περιορισμένο προς το συγκεκριμένο».

Οι πρώιμοι άνθρωποι, ύστερα από μια μεγάλη χρονική περίοδο, δημιούργησαν τη γενική εικόνα ενός φυτού ή ενός ζώου. Αυτό προέκυψε από την συγκεκριμένη παρατήρηση πολλών φυτών και πολλών ζώων. Όταν φτάσουμε στην γενική αντίληψη του «φυτού», δε βλέπουμε μπροστά μας αυτό ή εκείνο το λουλούδι ή θάμνο, αλλά αυτό που είναι κοινό σε όλα αυτά. Αντιλαμβανόμαστε την ουσία ενός φυτού, την εσωτερική του υπόσταση. Σε σύγκριση με αυτό, οι ασυνήθιστες ιδιότητες του κάθε φυτού ξεχωριστά, φαίνονται δευτερογενείς και ασταθείς. Αυτό το οποίο είναι μόνιμο και γενικό για όλα, εμπεριέχεται στην γενική αντίληψη. Δεν μπορούμε ποτέ να δούμε πραγματικά ένα φυτό σαν τέτοιο σε σχέση με συγκεκριμένα λουλούδια ή θάμνους. Είναι μια αφαίρεση του μυαλού. Αλλά, παρ’ όλα αυτά, είναι μια βαθύτερη και πιο αληθινή έκφραση εκείνου το οποίο είναι ουσιώδες στη φύση του φυτού, όταν απογυμνωθεί από όλες τις δευτερογενείς του ιδιότητες.

Ο Θεός στους πρωτόγονους

Παρ’ όλα αυτά, οι αφαιρετικές σκέψεις των πρώιμων ανθρώπων απείχαν πολύ από το να έχουν έναν επιστημονικό χαρακτήρα. Ήταν ανιχνευτικές εξερευνήσεις, όπως οι εντυπώσεις ενός παιδιού – εικασίες και υποθέσεις μερικές φορές λανθασμένες, αλλά πάντα τολμηρές και επινοητικές. Για τους μακρινούς μας προγόνους, ο ήλιος ήταν ένα μεγάλο ον που μερικές φορές τους ζέσταινε και μερικές φορές τους έκαιγε. Η γη ήταν ένας κοιμισμένος γίγαντας. Η φωτιά ήταν ένα άγριο ζώο που τους χτυπούσε όποτε την άγγιζαν. Οι πρώιμοι άνθρωποι είχαν την εμπειρία των κεραυνών και των αστραπών. Αυτό θα πρέπει να τους είχε φοβίσει, όπως φοβίζει ακόμα και τα ζώα και τους ανθρώπους. Αλλά, σε αντίθεση με τα ζώα, οι άνθρωποι αναζήτησαν μια γενική εξήγηση αυτού του φαινομένου. Με δεδομένη την απουσία της οποιασδήποτε επιστημονικής γνώσης, η εξήγηση ήταν μόνιμα μια υπερφυσική εξήγηση – κάποιος Θεός που χτυπάει ένα αμόνι με το σφυρί του. Για τα δικά μας μάτια, τέτοιες ερμηνείες φαίνονται απλά αστείες, όπως οι απλοϊκές ερμηνείες των παιδιών. Παρ’ όλα αυτά, σε εκείνη την περίοδο ήταν πολύ σημαντικές υποθέσεις – μια προσπάθεια να βρεθεί μια λογική αιτία για το φαινόμενο, την οποία οι άνθρωποι διέκριναν από την άμεση εμπειρία και ήταν κάτι τελείως ξεχωριστό από αυτή.

Η πιο χαρακτηριστική μορφή της πρώιμης θρησκείας είναι ο ανιμισμός – η αντίληψη πως τα πάντα, ζωντανά ή μη, έχουν ένα πνεύμα. Βλέπουμε το ίδιο είδος αντίδρασης σε ένα παιδί που χαστουκίζει ένα τραπέζι, επειδή χτύπησε επάνω το κεφάλι του. Με τον ίδιο τρόπο, οι πρώιμοι άνθρωποι, ακόμα και μερικές φυλές μέχρι σήμερα, θα ζητήσουν από το πνεύμα ενός δέντρου να τους συγχωρήσει πριν το κόψουν. Ο ανιμισμός ανήκει σε μια περίοδο, όπου το ανθρώπινο είδος δεν είχε πλήρως διαχωρίσει τον εαυτό του από το ζωικό βασίλειο και από την φύση γενικά.

Η συγγένεια των ανθρώπων με τον κόσμο των ζώων πιστοποιείται από τη φρεσκάδα και την ομορφιά της τέχνης των σπηλαίων, όπου τα άλογα, ελάφια και βίσονες απεικονίζονται με τέτοια φυσικότητα, που δεν μπορεί πλέον να συλληφθεί από ένα σύγχρονο καλλιτέχνη. Είναι η παιδικότητα του ανθρώπινου είδους, η οποία έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Μπορούμε μόνο να φανταστούμε την ψυχολογία αυτών των πολύ μακρινών προγόνων μας. Αλλά, συνδυάζοντας τις ανακαλύψεις της παλαιοντολογίας και της ανθρωπολογίας, είναι δυνατό να αναπαραστήσουμε, τουλάχιστον σε γενικές γραμμές, τον κόσμο από τον οποίο προήλθαμε.

Στην κλασσική ανθρωπολογική μελέτη για την προέλευση της μαγείας και της θρησκείας ο Sir James Frazer γράφει:

«Ένας άγριος δύσκολα συλλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ του φυσικού και του υπερφυσικού, που συχνά αντιλαμβάνονται οι πιο προχωρημένοι άνθρωποι. Γι’ αυτόν, ο κόσμος σε μεγάλο βαθμό έχει δημιουργηθεί από υπερφυσικούς παράγοντες, πράγμα που σημαίνει από όντα που λειτουργούν με παρορμήσεις και κίνητρα σαν και τα δικά του. Σε έναν κόσμο τόσο φανταστικό δε βλέπει κανένα όριο στην δυνατότητα επηρεασμού των πηγών της φύσης για δικό του όφελος. Προσευχές, υποσχέσεις ή απειλές μπορεί να του εξασφαλίσουν καλό καιρό και μια επαρκή σοδειά από τους θεούς. Και αν τότε δε χρειάζεται να κάνει έκκληση σε κανένα ανώτερο ον, αυτός ο άγριος κρατάει για τον εαυτό του όλες τις απαραίτητες δυνάμεις για να εξασφαλίσει την καλή διαβίωση του εαυτού του και των πιστών».

Η ιδέα της ψυχής

Η αντίληψη πως η ψυχή υπάρχει χωριστά και έξω από το σώμα από το σώμα προέρχεται από την πλέον πρώιμη περίοδο της αγριότητας. Η βάση γι’ αυτή την αντίληψη είναι αρκετά καθαρή. Όταν κοιμόμαστε η ψυχή φαίνεται να φεύγει από το σώμα και να περιπλανιέται στα όνειρα. Προεκτείνοντας κάτι τέτοιο, η ομοιότητα μεταξύ θανάτου και ύπνου («ο δεύτερος εαυτός του θανάτου», όπως ονόμασε τον ύπνο ο Σαίξπηρ) πρόκρινε την ιδέα πως η ψυχή θα μπορούσε να συνεχίσει να υπάρχει και μετά το θάνατο. Έτσι, οι πρώτοι άνθρωποι συμπέραναν πως υπάρχει κάτι μέσα τους που είναι ξεχωριστό από το σώμα τους. Αυτή είναι η ψυχή, η οποία διατάζει το σώμα και μπορεί να κάνει όλων των ειδών τα απίστευτα πράγματα, ακόμα και αν το σώμα κοιμάται. Παρατήρησαν επίσης πως λόγια σοφίας βγαίνουν από τα στόματα των ηλικιωμένων ανθρώπων και συμπέραναν πως, αν και το σώμα φθείρεται, η ψυχή εξακολουθεί να ζει. Για τους ανθρώπους, οι οποίοι ήταν συνηθισμένοι στην ιδέα της μετανάστευσης, ο θάνατος φαινόταν σαν η μετανάστευση της ψυχής, η οποία χρειαζόταν τροφή και τα απαραίτητα για το ταξίδι.

Στην αρχή, αυτά τα πνεύματα δεν είχαν καμιά συγκεκριμένη κατοικία. Απλώς περιπλανιόνταν, κάνοντας συνήθως φασαρία, κάτι που υποχρέωνε τους ζωντανούς να προχωρούν σε ασυνήθιστες αποστάσεις, ώστε να τα ικανοποιήσουν. Εδώ βρίσκεται η προέλευση των θρησκευτικών τελετών. Τελικά, κυριάρχησε η άποψη πως η βοήθεια προς αυτά τα πνεύματα μπορεί να εξασφαλιστεί μέσω της προσευχής. Σε αυτό το στάδιο, η θρησκεία (μαγεία), η τέχνη και η επιστήμη δεν ήταν καθόλου διαφοροποιημένες.

Οι πρώιμοι άνθρωποι, μην έχοντας τα μέσα για να εξασφαλίσουν πραγματική ισχύ πάνω στο περιβάλλον τους, προσπάθησαν να πετύχουν τους σκοπούς τους, μέσω των μαγικών σχέσεων με τη φύση και έτσι να της υποβάλουν τη θέληση τους. Η στάση των πρωίμων ανθρώπων προς τα πνεύματα – θεούς και προς τα «φετίχ» ήταν τελείως πρακτική. Οι προσευχές είχαν σκοπό να φέρουν αποτελέσματα. Ένας άνθρωπος θα μπορούσε να φτιάξει ένα είδωλο με τα ίδια του τα χέρια και να πέσει μπρούμυτα να το προσκυνήσει. Αλλά αν δεν ερχόταν το αναμενόμενο αποτέλεσμα, θα μπορούσε να το καταραστεί ή να το χτυπήσει, έτσι ώστε να καταφέρει δια της βίας αυτό που απέτυχε να καταφέρει με τα παρακάλια. Σε αυτόν τον παράξενο κόσμο των ονείρων και των φαντασμάτων, αυτό τον κόσμο της θρησκείας, το πρωτόγονο μυαλό έβλεπε οτιδήποτε γινόταν σαν το αποτέλεσμα αόρατων πνευμάτων. Κάθε θάμνος και ρυάκι ήταν ένα ζωντανό πλάσμα, φιλικό ή εχθρικό. Κάθε τυχαίο γεγονός, όνειρο, πόνος ή αίσθηση οφειλόταν σε ένα πνεύμα. Οι θρησκευτικές ερμηνείες κάλυπταν το κενό που άφηνε η απουσία της γνώσης των νόμων της φύσης. Ακόμα και ο θάνατος δε γινόταν αντιληπτός ως μια φυσική κατάσταση, αλλά σαν το αποτέλεσμα κάποιας επίθεσης από κάποιον Θεό.

Για το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της ύπαρξης του ανθρώπινου γένους, τα μυαλά των ανθρώπων ήταν γεμάτα από τέτοιου είδους πράγματα. Και όχι μόνο σε αυτό που ο κόσμος αρέσκεται να περιγράφει με τον όρο πρωτόγονες κοινωνίες. Παρομοίου είδους δεισιδαιμονίες συνεχίζουν να υπάρχουν, με ελάχιστα διαφοροποιημένο προσωπείο, μέχρι και σήμερα. Κάτω από τη λεπτή επίστρωση του πολιτισμού, καραδοκούν πρωτόγονες και παράλογες τάσεις και ιδέες, οι οποίες έχουν τις ρίζες σε ένα μακρινό παρελθόν που έχει μισοξεχαστεί, αλλά δεν έχει ακόμα ξεχαστεί. Ούτε και θα μπορέσει τελικά να ξεριζωθεί από την ανθρώπινη συνείδηση, μέχρι οι άνθρωποι να κατακτήσουν τον πλήρη έλεγχο πάνω στις συνθήκες της ύπαρξης τους.

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα