Ένα κείμενο που εξετάζει την διαλεκτική σχέση μεταξύ τέχνης κι επανάστασης ίσως φαντάζει λίγο παράταιρο στην παρούσα συγκυρία. Τι γίνεται, όμως, αν δούμε την τέχνη σαν ένα θεωρητικό εργαλείο, σαν ένα χώρο πολιτικής παρέμβασης, στο βαθμό που αναγνωρίζουμε ότι η τέχνη έστω κι επικουρικά μπορεί να διαπλάσει συνειδήσεις και σαν ένα μέσο έκφρασης της επαναστατικής αφύπνισης της εργατικής τάξης;
Εξετάζοντας τα καλλιτεχνικά ρεύματα, κυρίως των αρχών του 20ου αιώνα, διαπιστώνουμε την παράλληλη πορεία της τέχνης με την κοινωνική πραγματικότητα και την πολιτική εξουσία. Περισσότερο απ’ όλα αξίζει να σταθούμε σε δύο ρεύματα: τον ντανταϊσμό και τον υπερρεαλισμό.
Ο ντανταϊσμός, που αναπτύχθηκε κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου, πρώτος αποδοκιμάζει τις αστικές αξίες και αντιδρά στην καταπιεστική διανοητική αγκύλωση, τόσο στην καλλιτεχνική δημιουργία, όσο και στην καθημερινότητα.
Ακόμα περισσότερο αξίζει να σταθούμε στο απότοκο του ντανταϊσμού, τον υπερρεαλισμό. Ο Μπρετόν που εκτιμούσε τον Τρότσκι, με την συγγραφή του πρώτου Μανιφέστου για τον υπερρεαλισμό το 1924, εδραιώνει το ρεύμα και του προσθέτει έναν ξεκάθαρο πολιτικό κι επαναστατικό χαρακτήρα.
Πιο συγκεκριμένα, το πρώτο σουρεαλιστικό μανιφέστο (1924) κάνει λόγο για μια καλλιτεχνική δημιουργία χωρίς έλεγχο, απαλλαγμένη από ηθικούς προβληματισμούς με στόχο την απελευθέρωση του πνεύματος, ενώ η Διακήρυξη της 27ης Ιανουαρίου 1925 θέτει σαν στόχο την Επανάσταση.
«Ο σουρεαλισμός δεν είναι μια μορφή ποίησης. Είναι μια κραυγή του πνεύματος που ξαναγυρίζει στον εαυτό του με την απεγνωσμένη απόφαση να σπάσει τις αλυσίδες του. Και στη ανάγκη με υλικά σφυριά».
Τέχνη και ολοκληρωτισμός
Η προσπάθεια κατά καιρούς του περιορισμού, της υποκίνησης και του ελέγχου της καλλιτεχνικής δημιουργίας εν συνόλω, αλλά και των καλλιτεχνών μεμονωμένα, αρκεί για να επαληθεύσει την σημασία και τον ρόλο της τέχνης στην αφύπνιση των μαζών.
Τα ιστορικά παραδείγματα είναι αρκετά. Στην χιτλερική Γερμανία, αφού εξοντώθηκαν οι αντιφρονούντες καλλιτέχνες, οι εναπομείναντες αναγκάστηκαν να υμνολογήσουν το καθεστώς.
Αντίστοιχη προσπάθεια έγινε και στην ΕΣΣΔ, όπου η εξέλιξη της τέχνης είναι παράλληλη με αυτήν της επανάστασης. Χαρακτηριστικά, το 1934 δια νόμου επιβάλλεται ο «σοσιαλιστικός ρεαλισμός», που είχε σαν αποτέλεσμα τη φυσική ή πνευματική εξόντωση όλων των αριστερών καλλιτεχνών. Ένα ρεύμα που κάθε άλλο από «σοσιαλιστικός» και «ρεαλισμός» είναι, καθώς χρησιμοποιήθηκε περισσότερο για να παραχαράξει την ιστορία, με το πρόσχημα ότι αναπαριστά την προλεταριακή επανάσταση και να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της σταλινικής γραφειοκρατίας.
«Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός», θα γράψει ο Τρότσκι το 1938, «αποτελεί την πιο σαφή ένδειξη σοβαρού εκφυλισμού της προλεταριακής επανάστασης». Η τελευταία σταλινική περίοδος 1945 – 1956 χαρακτηρίζεται από την εδραίωση στην τέχνη της προσωπολατρίας του Στάλιν που εκφράζεται με την μαζική παραγωγή πορτρέτων, προτομών, αγαλμάτων, εργόχειρων με την μορφή του Στάλιν και την καθιέρωση της «καλλιτεχνικής μπριγάδας» στα πλαίσια του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, από ομάδες ζωγράφων που καλούνται να δημιουργήσουν μνημειώδη έργα για δημόσιους χώρους, μέθοδος η οποία εξαλείφει το προσωπικό στίγμα του καλλιτέχνη.
«Δεν χρειάζεται να πούμε πως δεν είμαστε καθόλου, ούτε για μια στιγμή, αλληλέγγυοι όποια κι αν είναι η τύχη του, με το σύνθημα «ούτε φασισμός, ούτε κομμουνισμός», σύνθημα που προσιδιάζει στη φύση του συντηρητικού και φοβισμένου φιλισταίου, που αρπάζεται από τα λείψανα του «δημοκρατικού» παρελθόντος. Η αληθινή Τέχνη, δηλαδή εκείνη που δεν αρκείται σε παραλλαγές προκαθορισμένων προτύπων, αλλά που προσπαθεί να εκφράσει τις εσωτερικές ανάγκες του ανθρώπου και της σημερινής ανθρωπότητας, δεν μπορεί παρά να είναι επαναστατική, δηλαδή να μην τείνει σε μια πλήρη και ριζική ανοικοδόμηση της κοινωνίας, αν όχι για τίποτε άλλο, για να απελευθερώσει την πνευματική δημιουργία από τις αλυσίδες που τη δεσμεύουν και για να επιτρέψει σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα να φτάσει σε ύψη που μόνο μεμονωμένες μεγαλοφυΐες έφτασαν στο παρελθόν. Ταυτόχρονα, αναγνωρίζουμε ότι μονάχα η κοινωνική επανάσταση μπορεί ν’ ανοίξει το δρόμο για μια καινούρια κουλτούρα. Αν όμως αρνούμαστε κάθε αλληλεγγύη με την κυρίαρχη σήμερα στην ΕΣΣΔ κάστα, είναι ακριβώς γιατί στα μάτια μας δεν αντιπροσωπεύει τον κομμουνισμό, αλλά τον πιο δόλιο και πιο επικίνδυνο εχθρό του».
«Αν για την ανάπτυξη των υλικών παραγωγικών δυνάμεων η επανάσταση είναι υποχρεωμένη να εγκαθιδρύσει ένα σοσιαλιστικό καθεστώς συγκεντρωτικής σχεδιοποίησης, για την πνευματική δημιουργία πρέπει εξαρχής να θεμελιώσει και να εξασφαλίσει ένα αναρχικό καθεστώς πνευματικής ελευθερίας. Καμιά επιβολή, κανένας καταναγκασμός, ούτε το παραμικρό ίχνος διαταγής» .
Τα παραπάνω σημειώνει ο Λέον Τρότσκι στο «Μανιφέστο για την καλλιτεχνική δημιουργία», το οποίο συνέγραψε από κοινού με τον Αντρέ Μπρετόν το 1938, δανειζόμενος το όνομα του Ντιέγκο Ριβιέρα.
Μερικά χρόνια πριν, το 1920, ο Ανατόλι Λουνατσάρκι, Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού της κυβέρνησης Λένιν, υποστήριξε ότι από την στιγμή που η τέχνη περιλαμβάνει πολλές τάσεις, καμία δεν θα πρέπει να κριθεί καταλληλότερη για το καθεστώς. Επιπλέον, υποστήριξε πως παράλληλα θα πρέπει να παρέχεται υποστήριξη στις νέες καλλιτεχνικές αναζητήσεις.
Τα ανωτέρω παρατίθενται για να γίνει κατανοητό το μέγεθος του εκφυλισμού της μαρξιστικής- λενινιστικής θεωρίας που ενείχαν οι πρακτικές της σταλινικής γραφειοκρατίες στον τομέα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, αλλά και για να γίνει αντιληπτός ο τρόπος με τον οποίο η πρωτοπορία των πρώτων ετών αντικαταστάθηκε από την αρτηριοσκλήρωση του σταλινικού καθεστώτος.
Ακόμα και το τι σοσιαλισμό θα χτίσουμε φαίνεται μέσα από την καλλιτεχνική δημιουργία και την ελευθερία έκφρασης και σκέψης που της παραχωρείται.
Ως αντίποδα στις πρακτικές του σταλινισμού, ο Τρότσκι στο «μανιφέστο για την καλλιτεχνική δημιουργία», τονίζει και τον αντιπολιτευτικό ρόλο που μπορεί να παίζει η τέχνη και οι εκπρόσωποί της φυσικά. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο καλεί τους καλλιτέχνες στη δημιουργία της Διεθνούς Ένωσης της Επαναστατικής Τέχνης (FIARI), με βασικά αιτήματα
– την ανεξαρτησία της Τέχνης – για την Επανάσταση
– την Επανάσταση – για την οριστική απελευθέρωση της Τέχνης.
Η τέχνη, όμως, σαν θεωρητικό εργαλείο δε συμβάλλει ενεργά μόνο στην προετοιμασία της επανάστασης, αλλά είναι και προϋπόθεση για το χτίσιμο μιας νέας κοινωνίας και για την ποιότητα αυτής.
«Ο κομμουνισμός χρειάζεται ανθρώπους με πολύ ανεπτυγμένο νου…(Η τέχνη) ικανή να δίνει τροφή στα συναισθήματα και να τα μορφώνει» (Λέον Τρότσκι – «Η κληρονομιά της πνευματικής κουλτούρας» 1926). Η τέχνη και γενικότερα η κουλτούρα, από όργανο ταξικής καταπίεσης μπορεί να μεταβληθεί σε όργανο σοσιαλιστικής απελευθέρωσης στα χέρια της εργατικής τάξης. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, είναι αναγκαία η προοπτική που θα απελευθερώσει την δημιουργία από τις αυταπάτες και τα δεσμά της αστικής ιδεολογίας!
Μαρία Κοτσώνη