Κάποια Μαρξιστικά κόμματα στον κόσμο επιδιώκουν με μανία πολιτική και (όταν οι σοσιαλδημοκράτες τους έχουν ανάγκη), κυβερνητική συνεργασία με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Όταν δεν υπάρχει έδαφος συνεργασίας με τις ηγεσίες τους, εφευρίσκουν «αριστερές» πτέρυγες ή «αριστερά» στελέχη ή ακόμα καλύτερα «αριστερούς» βουλευτές της σοσιαλδημοκρατίας για να πραγματοποιήσουν την πολυπόθητη συνεργασία, πάντα για το «καλό» της εργατικής τάξης.
Αλλά ποια είναι η σοσιαλδημοκρατία; Υπήρξε ποτέ έστω και μια χώρα από αυτές που κυβέρνησε κάποιο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα στην οποία αυτό να προώθησε η έστω να υπεράσπισε τα συμφέροντα των εργατών απέναντι στο κεφάλαιο; Η απάντηση είναι ότι η διεθνής σοσιαλδημοκρατία από την πρώτη κιόλας πράξη της προδοσίας της το 1914,όταν συμμετείχε και ακόμα πρωτοστάτησε στην κήρυξη και διεξαγωγή του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, περίπου 100 χρόνια πριν, υπήρξε πάντα το πιο πιστό σκυλί στην υπηρεσία των καπιταλιστών και η πρωτοπορία της προδοσίας της εργατικής τάξης. Δεν υπήρξε ποτέ απολύτως καμία εξαίρεση σε αυτό τον κανόνα, σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου, με οποιοδήποτε πρόγραμμα η μορφή και να παρουσιαζόταν η σοσιαλδημοκρατία.
Χωρίς καμία απολύτως αμφιβολία οι σοσιαλδημοκράτες είτε βρίσκονταν στην κυβέρνηση, είτε στην αντιπολίτευση, είτε στα συνδικάτα, αποτέλεσαν πάντα τα μεγαλύτερα πολιτικά ανδρείκελα του κεφαλαίου. Η προδοσία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων κατέστη δυνατή εξαιτίας της διαφθοράς και του εκφυλισμού των ανώτερων και πιο προνομιούχων στρωμάτων των εργαζόμενων, έχοντας ως συνέπεια την πλήρη συμβιβασμό τους με τους καπιταλιστές και το αστικό κράτος και την προδοσία των συμφερόντων της εργατικής τάξης.
Η αποτυχία της σοσιαλδημοκρατίας είναι συγκλονιστική. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα διεθνώς δικαιολόγησαν και πρωτοστάτησαν στο μακελειό του πρώτου παγκοσμίου πολέμου για λόγους «εθνικής άμυνας», στην πραγματικότητα εθνικής άμυνας για το δικαίωμα των καπιταλιστών της πολυαγαπημένης τους πατρίδας να εκμεταλλεύονται την γη και τους εργάτες της χώρας τους και άλλων χωρών. Αυτό το μακελειό δεν οδήγησε μόνο στον θάνατο πάνω από δέκα εκατομμύρια ανθρώπους, αλλά επίσης οριοθέτησε ένα ρήγμα στην σύγχρονη ιστορία. Από αυτή τη στιγμή και πέρα άρχισαν να γίνονται αποδεκτά σε όλο και αυξανόμενη κλίμακα ο κρατικός μιλιταρισμός και η βία ως αναπόφευκτα, που τίποτα δεν μπορούσε να τα σταματήσει. Το τέλος αυτού του δρόμου είναι στρωμένο με τα φασιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, με τα εξαϋλωμένα σώματα της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, με την καμένη γη και τα εκατομμύρια νεκρούς του Βιετνάμ και της Ινδοκίνας, με την απειλή πυρηνικής ή οικολογικής εξόντωσης της ανθρώπινης φυλής και όλων των ειδών ζωής του πλανήτη.
Στα 1918-1919 η γερμανική σοσιαλδημοκρατία, ωθούμενη από το τυφλό μίσος της για τον κομμουνισμό, επέτρεψε και ακόμα παρότρυνε τους μιλιταριστές να δημιουργήσουν τα «Ελεύθερα Σώματα», από τα οποία προήλθαν τα SS. Οργάνωσε και συγκάλυψε τις δολοφονίες του Καρλ Λήμπκνεχτ, της Ρόζα Λούξεμπουργκ και χιλιάδων επαναστατών. Στραγγάλισε την δυνατότητα μιας σοσιαλιστικής Γερμανίας, που θα απέτρεπε την άνοδο του φασισμού και την απομόνωση και αργότερα εκφυλισμό της Σοβιετικής Ένωσης.
Εξαιτίας της πολιτικής μυωπίας της από το 1929 έως το 1931, καθώς και της επίμονης άρνησής της να οργανώσει μια ανατρεπτική γενική απεργία ενάντια στην κυβέρνηση του Χίτλερ, όταν αυτό ήταν ακόμα δυνατό να γίνει, η γερμανική σοσιαλδημοκρατία υπήρξε σε αποφασιστικό βαθμό υπεύθυνη για την επιβολή και εδραίωση της φασιστικής δικτατορίας.
Φυσικά τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα διεθνώς δεν μπορούσαν να μείνουν πίσω σε υπευθυνότητα και στην πλήρη στήριξη του ιμπεριαλιστικού δευτέρου παγκοσμίου πολέμου (αυτή την φορά μαζί με τα εκφυλισμένα κομμουνιστικά κόμματα), τώρα για «αντιφασιστικούς λόγους», στην πραγματικότητα για το δικαίωμα των καπιταλιστών των «δημοκρατικών» ιμπεριαλιστικών χωρών να εκμεταλλεύονται την γη και τους ανθρώπους των δικών τους και άλλων χωρών.
Οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις, ή αυτές όπου η σοσιαλδημοκρατία συμμετείχε, οργάνωσαν ή στήριξαν αποικιακούς πολέμους στην Ινδοκίνα, την Μαλαισία, την Ινδονησία και την Αλγερία. Οργάνωσαν ή στήριξαν τη χρήση βασανιστηρίων, με αποκορύφωμα την Αλγερία. Υποστήριξαν και βοήθησαν το σύστημα του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική. Η διεθνής σοσιαλδημοκρατία έλαβε μέρος στον ψυχρό πόλεμο για πολλές δεκαετίες. Ενέκρινε την εγκατάσταση πυρηνικών όπλων στην Ευρώπη. Υποστήριξε το ΝΑΤΟ. Διατήρησε την διάσπαση του εργατικού κινήματος για ευτελείς αντικομουνιστικούς λόγους. Μετείχε σε όλες τις ιμπεριαλιστικές προσπάθειες να διατηρηθούν οι οικονομικές δομές που χρησιμεύουν ως βάση για την απίστευτη καταλήστευση του τρίτου κόσμου. Υποστήριξε, αν δεν οργάνωσε, την συνεχή πολιτική λιτότητας από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 που είναι προς το συμφέρον των βιομήχανων για να αυξηθούν τα κέρδη τους και να μειωθεί το πραγματικό εισόδημα των εργατών, με παράλληλη αύξηση της ανεργίας. Υποστήριξαν τον εγκληματικό βομβαρδισμό του Ανωτάτου Σοβιέτ της Ρωσίας από τον Ρωσικό στρατό. Υποστήριξαν και συμμετείχαν ολόψυχα στην ιμπεριαλιστική επιδρομή του ΝΑΤΟ στην Σερβία.
Αλλά ένα από τα βαρύτερα εγκλήματα της σοσιαλδημοκρατίας είναι η ιστορική της αποτυχία να πραγματοποιήσει τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Μετά από μακροχρόνιους αγώνες για το δικαίωμα της καθολικής ψηφοφορίας και μέσα απ’ αυτό του δικαιώματος κατάληψης εδρών στο κοινοβούλιο, μετά από πύρινα λόγια του στυλ «δώστε μας τις ψήφους σας, θα πραγματοποιήσουμε τα αιτήματά σας», όπου υπήρξαν και υπάρχουν σοσιαλδημοκρατικές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, ο καπιταλισμός πορεύεται ακάθεκτος και ακόμα ενισχυμένος.
Στην Σουηδία, την χώρα πρώην «σύμβολο της σοσιαλδημοκρατίας», ο Όλαφ Πάλμε έλαβε μέρος στην τελευταία προεκλογική του εκστρατεία με το σύνθημα «Δώστε μας την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Αν όχι, οι δεκαπέντε οικογένειες που διευθύνουν την οικονομία, θα διευθύνουν και την κυβέρνηση». Μετά από μισό περίπου αιώνα σχεδόν αδιάκοπης σοσιαλδημοκρατικής διακυβέρνησης, αυτές οι δεκαπέντε οικογένειες διεύθυναν ακόμα την εθνική οικονομία της Σουηδίας. Αν δεν είναι αυτό αποτυχία, τότε ποιο γεγονός θα πρέπει να ονομάσουμε έτσι;
Στην Γαλλία, στις αρχές της δεκαετίας του ΄80, το σοσιαλιστικό και το κομμουνιστικό κόμμα κέρδισαν το 65% των εδρών στο κοινοβούλιο, από την μεγάλη πλειοψηφία των εκλογέων που πίστεψε στην υπόσχεση για αλλαγή. Η αλλαγή δεν ήρθε ποτέ. Η Γαλλία βγήκε από την εμπειρία της «Αριστερής Ενότητας» καπιταλιστική, όπως όταν μπήκε, και με περισσότερους άνεργους. Φυσικά δεν υπήρξε πάλι καμία απολύτως εξαίρεση σ’ αυτό τον κανόνα, σε οποιαδήποτε γωνιά του κόσμου.
Ακόμα και το διάσημο «κράτος ευημερίας» που οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις υποτίθεται δημιούργησαν, ήταν στην πραγματικότητα κάποιες προσωρινές οικονομικές και δημοκρατικές παραχωρήσεις της αστικής τάξης των ιμπεριαλιστικών χωρών και των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων – μαριονέτων τους στην εργατική τάξη των χωρών αυτών, που έγινε δυνατή μόνο μετά από πρωτοβουλία των καπιταλιστών των ιμπεριαλιστικών χωρών και μόνο κάτω από την πίεση και τον τρόμο που τους προκαλούσε η ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης και των άλλων χωρών σοσιαλιστικού τύπου, η οποία έκανε πραγματική την απειλή της σοσιαλιστικής επανάστασης στις καπιταλιστικές χώρες.
Πράγματι, η Οχτωβριανή Επανάσταση, ο Λένιν και το μπολσεβίκικο κόμμα άλλαξαν ριζικά τη μορφή αυτού του κόσμου, από την μία ως την άλλη άκρη της γης, παρά το γεγονός ότι η Οχτωβριανή Επανάσταση και ο σοσιαλισμός ηττήθηκαν προσωρινά μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και των άλλων χωρών σοσιαλιστικού τύπου.
Ο Λένιν έγραφε ότι η πολιτική ενότητα των Μαρξιστών επαναστατών με τους σοσιαλδημοκράτες θα σήμαινε στην πράξη υποταγή της εργατικής τάξης στην εθνική της αστική τάξη, θα σήμαινε την συμμαχία μαζί της για την υποδούλωση και την καταπίεση άλλων εθνών και λαών προς όφελος των ιμπεριαλιστικών χωρών και ταυτόχρονα θα σήμαινε διάσπαση και κατακομμάτιασμα του επαναστατικού προλεταριάτου όλων των χωρών.
Η εργατική τάξη δεν θα μπορέσει να εκπληρώσει την παγκόσμια επαναστατική αποστολή της χωρίς να διεξάγει έναν ανελέητο πόλεμο ενάντια στην σοσιαλδημοκρατία, αλλά και ενάντια σε εκείνους τους «Μαρξιστές» που επιδιώκουν την πολιτική ενότητα μαζί της. Πόσο αληθινές, πόσο αποδεδειγμένες από την ιστορία και πόσο σύγχρονες είναι αυτές οι ιδέες του Λένιν.
Ασφαλώς στο πλαίσιο της τακτικής του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου, ο Λένιν, ο Τρότσκι και η Κομμουνιστική Διεθνούς της πρώτης επαναστατικής της περιόδου, υπεράσπιζαν την ενότητα με τη σοσιαλδημοκρατία ενάντια στην επίθεση του κεφαλαίου πάνω στη βάση του κανόνα : «βαδίζουμε χωριστά – χτυπάμε μαζί». Αυτή ήταν μια απόλυτα σωστή τακτική, επιβεβλημένη από την ανάγκη της ενότητας των γραμμών της εργατικής τάξης στον αγώνα, σε περιόδους όπου η σοσιαλδημοκρατία διατηρεί μια μεγάλη επιρροή στις τάξεις των εργατών. Μάλιστα ο Λένιν σχετικά με την περίπτωση της σχέσης των Βρετανών κομμουνιστών με το σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα στις αρχές της δεκαετίας του 1920 και κατόπιν ο Τρότσκι στη δεκαετία του 1930, πρότειναν εκεί που οι μαρξιστές ήταν οργανωτικά αδύναμοι και διέθεταν πολύ μειοψηφική επιρροή στην εργατική τάξη συγκριτικά με εκείνη της σοσιαλδημοκρατίας, την προσχώρησή τους στις γραμμές σοσιαλιστικών – σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, αλλά πάντοτε στη βάση της υπεράσπισης του δικού τους, ανεξάρτητου επαναστατικού προγράμματος. Έτσι πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι η επιζήμια ενότητα με τη σοσιαλδημοκρατία στην οποία αναφερόμαστε σε αυτό το άρθρο, είναι η ενότητα πάνω στη βάση του προγράμματος κυβερνητικής διαχείρισης και «μεταρρύθμισης» του καπιταλισμού.
Η εξέργεση των Σπαρτακιστών
Εδώ αξίζει να θυμηθούμε την πρώτη κατάπνιξη εργατικής εξέγερσης από την σοσιαλδημοκρατία, της εξέγερσης των Σπαρτακιστών στην Γερμανία, το 1919.
Στις 4 Ιανουαρίου 1919 η κυβέρνηση του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (SPD) απέλυσε τον διοικητή της αστυνομίας του Βερολίνου Έμιλ Άιχορν, που ήταν μέλος του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (USPD), και ο οποίος κρατούσε σταθερή φιλική στάση απέναντι στην κινητοποιημένη εργατική τάξη.
Σε απάντηση, το USPD και το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD), στήριξαν το κάλεσμα του Άιχορν για διαδήλωση διαμαρτυρίας την επόμενη μέρα. Προς έκπληξη των διοργανωτών, η διαδήλωση συγκέντρωσε μεγάλα πλήθη. Πραγματικά, την Κυριακή 5 Ιανουαρίου, 250.000 άνθρωποι ξεχύθηκαν στο κέντρο του Βερολίνου, πολλοί απ’ αυτούς οπλισμένοι. Το απόγευμα οι σιδηροδρομικοί σταθμοί και τα γραφεία της Vorwarts (εφημερίδα του SPD) και άλλων εφημερίδων της αστικής τάξης καταλήφθηκαν από τους εξεγερμένους. Η εξέγερση των Σπαρτακιστών προήλθε μόνο εν μέρει από το KPD. Τα μέλη και οι οπαδοί του KPD ήταν μειοψηφία μεταξύ των εξεγερμένων. Οι διοργανωτές συγκεντρώθηκαν στο διοικητήριο της αστυνομίας και εξέλεξαν μια 53-μελή προσωρινή επαναστατική επιτροπή.
Ο Λίμπκνεχτ κάλεσε για την ανατροπή της κυβέρνησης και μαζί με την πλειοψηφία της επιτροπής υποστήριξαν την ένοπλη πάλη. H επαναστατική επιτροπή δήλωσε παράλληλα ότι αναλάμβανε η ίδια την εξουσία. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ όπως και η πλειοψηφία των ηγετών του KPD θεωρούσαν ότι η εξέγερση εκείνη τη στιγμή θα ήταν καταστροφή και τάχθηκαν ενάντια σ’ αυτήν. Με το ξέσπασμα όμως της εξέγερσης, η Ρόζα συμμετείχε σ’ αυτήν με όλες της τις δυνάμεις. Την επόμενη μέρα, 6 Ιανουαρίου, η επαναστατική επιτροπή κάλεσε σε γενική απεργία για τις 7 Ιανουαρίου. Εκείνη την ημέρα, 500.000 άνθρωποι κατέκλυσαν το κέντρο του Βερολίνου, πολλοί απ’ αυτούς οπλισμένοι.
Ενώ με διαταγές του Έμπερτ, πρωθυπουργού του SPD, όλο και περισσότερες στρατιωτικές μονάδες έμπαιναν στο Βερολίνο, ο ίδιος δέχτηκε μια πρόταση του USPD για συνομιλίες με την επαναστατική επιτροπή. Ως αντίδραση, το KPD έφυγε από την επιτροπή. Αργότερα εμφανίστηκε ένα φυλλάδιο του SPD που τιτλοφορούταν «Η ώρα της εκδίκησης πλησιάζει». Ύστερα απ’ αυτό, η επαναστατική επιτροπή διέκοψε τις διαπραγματεύσεις στις 8 Ιανουαρίου. Αυτή ήταν επαρκής δικαιολογία για τον Έμπερτ να χρησιμοποιήσει τις στρατιωτικές μονάδες που βρίσκονταν στο Βερολίνο και τα «Freicorps» (παραστρατιωτικές ένοπλες ομάδες θανάτου) ενάντια στους εξεγερμένους.
Το KPD κάλεσε τα μέλη του και τους οπαδούς του να πάρουν μέρος στην ένοπλη πάλη. Αρχίζοντας από τις 9 Ιανουαρίου, ύστερα από σκληρές μάχες ο στρατός και τα Freicorps διέλυαν τα οδοφράγματα και καταλάμβαναν ένα προς ένα όλα τα καταληφθέντα κτίρια, εκτελώντας τους επαναστάτες επί τόπου. Άλλοι παραδόθηκαν, αλλά πολλοί απ’ αυτούς επίσης εκτελέστηκαν. Στις 12 Ιανουαρίου, οι στρατιώτες καταλάμβαναν το τελευταίο οχυρό των επαναστατικών δυνάμεων, το διοικητήριο της αστυνομίας, στην Alexander Platz, στο Βερολίνο. Οι νεκροί επαναστάτες ήταν εκατοντάδες.
Ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ θεωρούνταν ηγέτες της εξέγερσης και κρύβονταν, και παρ’ ότι οι σύντροφοί τους προέτρεψαν να φύγουν από το Βερολίνο, αυτοί αρνήθηκαν. Το βράδυ της 15ης Ιανουαρίου 1919 η Ρόζα και ο Καρλ ανακαλύφθηκαν σ’ ένα διαμέρισμα στην συνοικία Wilmersdorf του Βερολίνου και συνελήφθησαν. Στρατιώτες τους χτύπησαν μέχρι αναισθησίας και τους εκτέλεσαν. Ο Λέο Γιόγκιχες, ηγετικό στέλεχος του KPD συνελήφθη και εκτελέστηκε τον Μάρτιο του 1919 από τον «σοσιαλιστικό» στρατό, ενώ ερευνούσε για την δολοφονία του Καρλ και της Ρόζας.
Ο Έμιλ Άιχορν πρόλαβε και το έσκασε με αεροπλάνο στο Μπράουνσβαϊγκ. Αργότερα εκλέχθηκε βουλευτής του USPD στην Συντακτική Συνέλευση. Έγινε μέλος του Ενωμένου Κομμουνιστικού Κόμματος στα 1920. Παρέμεινε βουλευτής του KPD στο Reichstag μέχρι τον θάνατό του, το 1925.
Ως επίλογο, παραθέτουμε ένα κομμάτι από το τελευταίο άρθρο της Ρόζα πριν από την δολοφονία της: «Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο. Ηλίθιοι δήμιοι. Η τάξη σας είναι χτισμένη πάνω στην άμμο. Η επανάσταση αύριο θα υψώσει τη βροντερή φωνή της ως τους ουρανούς. Τρομαγμένοι θ’ ακούσετε το νικητήριο σάλπισμά της. Ήμουν, είμαι και θα είμαι.»
{fcomment}