Η πρόσφατη σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους παρουσιάζεται από τα κράτη μέλη του ως μια μεγάλη επιτυχία και ένα νέο βήμα στην πορεία ισχυροποίησης της στρατιωτικής συμμαχίας. Αλλά ήταν αναμενόμενο ότι θα το έλεγαν αυτό. Πρέπει να διαχωρίσουμε τα γεγονότα από τις δηλώσεις της συνέντευξης τύπου. Αν δείτε τα γεγονότα στα παρασκήνια, μπορεί να πάρετε μια γεύση από τις πραγματικές διαιρέσεις, τα ρήγματα και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η εν λόγω ιμπεριαλιστική οργάνωση.
Ένα από τα βασικά ζητήματα της Συνόδου του Βίλνιους ήταν η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Για εβδομάδες, ο πρόεδρος της Ουκρανίας Ζελένσκι ασκούσε πιέσεις στα μέλη του ΝΑΤΟ για να λάβει μια στέρεη δέσμευση και ένα σαφές χρονοδιάγραμμα για την ένταξη της χώρας του στη συμμαχία. Η στάση αυτή είχε επίσης την υποστήριξη των χωρών της Βαλτικής και του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά αντιμετώπισε την πλήρη αντίθεση των ΗΠΑ και της Γερμανίας.
Το τελικό κείμενο της δήλωσης της συνόδου ήταν πολύ απογοητευτικό για τον Ουκρανό πρόεδρο. Λέει, χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα αόριστους όρους: «Θα είμαστε σε θέση να απευθύνουμε πρόσκληση στην Ουκρανία για ένταξη στη Συμμαχία όταν συμφωνήσουν οι Σύμμαχοι και εκπληρωθούν οι προϋποθέσεις» [δικές μας εμφάσεις]. Έτσι, ενώ επισήμως έχει απομακρυνθεί η απαίτηση για ένα Ενταξιακό Σχέδιο Δράσης, στην πράξη προστέθηκαν επιπρόσθετες προϋποθέσεις που δεν είχαν αναφερθεί προηγουμένως. Επιπλέον, αυτές οι «προϋποθέσεις» δεν προσδιορίζονται, πέρα από τη γενική συζήτηση για «επιπρόσθετες δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις και μεταρρυθμίσεις στον τομέα της ασφάλειας που απαιτούνται».
Τι σημαίνει αυτό; Στη θεωρία, όλοι συμφωνούν ότι η Ουκρανία «θα γίνει μέλος του ΝΑΤΟ» – η αλήθεια είναι ότι αυτή είναι δέσμευση της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι… πριν από 15 χρόνια, το 2008! Στην πράξη, όπως τόνισε ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπάιντεν την παραμονή της συνάντησης, η Ουκρανία δεν μπορεί να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ ενώ διεξάγεται πόλεμος και ενώ μέρος της επικράτειάς της αμφισβητείται, καθώς αυτό θα οδηγούσε – σύμφωνα με το Άρθρο 5 της ιδρυτικής συνθήκης της συμμαχίας – σε μια άμεση σύγκρουση μεταξύ του ΝΑΤΟ και της πυρηνικά εξοπλισμένης Ρωσίας.
Αόριστες δεσμεύσεις
Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ για τις παρασκηνιακές συζητήσεις, ήταν οι ΗΠΑ και η Γερμανία εκείνες που επέμειναν να αμβλυνθεί η γλώσσα σχετικά με την ένταξη της Ουκρανίας, για να γίνει πιο ασαφής. Σύμφωνα με το Bloomberg: «Προηγούμενα προσχέδια του ανακοινωθέντος παρείχαν ένα πιο ξεκάθαρο μονοπάτι για την τελική ένταξη της Ουκρανίας, αλλά ο Μπάιντεν και ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς ήταν επιφυλακτικοί στον να προχωρήσουν πολύ μακριά. Οι ομάδες τους ζήτησαν αλλαγές τις τελευταίες ημέρες πριν από τη σύνοδο, αναστατώνοντας πολλά άλλα ευρωπαϊκά έθνη, καθώς και τους Ουκρανούς».
Στο άκουσμα των παραπάνω, ο Ζελένσκι βγήκε στο twitter για να επικρίνει τη διατύπωση της προτεινόμενης δήλωσης. «Η Ουκρανία αξίζει επίσης σεβασμό», είπε, «λάβαμε μηνύματα ότι συζητούνται χωρίς την Ουκρανία ορισμένες διατυπώσεις… για την πρόσκληση να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ, όχι για την ένταξη της Ουκρανίας». Αυτό, πρόσθεσε, είναι «πρωτοφανές και παράλογο όταν δεν ορίζεται το χρονικό πλαίσιο ούτε για την πρόσκληση ούτε για την ένταξη της Ουκρανίας». Σε πολύ θυμωμένο τόνο, επεσήμανε ότι «ταυτόχρονα προστίθεται αόριστη φρασεολογία περί “προϋποθέσεων” ακόμη και για την πρόσκληση της Ουκρανίας». Το συμπέρασμά του ήταν πως: «Φαίνεται ότι δεν υπάρχει καμία προθυμία ούτε να προσκληθεί η Ουκρανία στο ΝΑΤΟ ούτε να γίνει μέλος της Συμμαχίας».
Φυσικά, ο Ζελένσκι είναι μάστορας στη χρησιμοποίηση των ΜΜΕ και σε μεγάλο βαθμό αυτό το ξέσπασμα σχεδιάστηκε για να ασκήσει πίεση στα μέλη του ΝΑΤΟ να αλλάξουν τη δήλωση. Αλλά δεν το έκαναν. Από την άλλη, ο Ουκρανός πρόεδρος μάλλον προσπαθεί παράλληλα να δημιουργήσει και ένα προηγούμενο για το μέλλον. Αν εξωθηθεί από την πραγματικότητα του πολέμου σε μια κατάσταση στην οποία θα πρέπει να παραχωρήσει εδάφη ως τίμημα για κάποιο είδος ειρήνης ή «παγωμένης σύγκρουσης» (σ.: τερματισμός της σύγκρουσης χωρίς όμως σύναψη ειρήνης), μπορεί στη συνέχεια να γυρίσει και να πει: οι σύμμαχοι ήταν αυτοί που δεν μας έδωσαν τα μέσα να νικήσουμε τους Ρώσους.
Ο υπουργός Άμυνας του Ηνωμένου Βασιλείου Μπεν Γουάλας, που δεν είναι γνωστός για τους διπλωματικούς τρόπους του, αντέκρουσε τον Ζελένσκι λέγοντας ότι η Ουκρανία θα έπρεπε να δείχνει περισσότερη «ευγνωμοσύνη» και ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι «εταιρεία courier» τους για την παράδοση όπλων. Αυτή η δήλωση δείχνει, εκτός από την απουσία σπιρτάδας του κ. Γουάλας, την πραγματική αλαζονική στάση του ιμπεριαλισμού απέναντι στην Ουκρανία. «Παλεύετε για όλους μας και υπερασπίζεστε τις αξίες μας», τους λένε, «αλλά θα πρέπει να πείτε “ευχαριστούμε” για το προνόμιο να μπορείτε να στείλετε τα παιδιά σας να πεθάνουν στην πρώτη γραμμή για εμάς». Δηλαδή «σκάσε υπηρέτη και μάθε τη θέση σου».
Αυτό που είπε δημόσια ο Γουάλας, οι άλλοι δυτικοί ηγέτες το είπαν στον Ζελένσκι κατ’ ιδίαν. Σύμφωνα με το Bloomberg: «Κατά το δείπνο στο Βίλνιους… οι άλλοι ηγέτες παρέδωσαν ένα σαφές μήνυμα στον Ζελένσκι, σύμφωνα με ένα άτομο που ήταν παρόν. Πρέπει να ηρεμήσεις και να δεις ολόκληρο το πακέτο, είπαν στον Ζελένσκι». [δική μας έμφαση]
Έχοντας σπρώξει στο μακρινό μέλλον το ζήτημα της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, ο δυτικός ιμπεριαλισμός στη συνέχεια προχώρησε σε μερικές παραχωρήσεις σε άλλα μέτωπα για να μετριάσει το χτύπημα. Η G7 εξέδωσε μια δήλωση υποσχόμενη στην Ουκρανία εγγυήσεις ασφαλείας μετά τον πόλεμο. Αυτό, στην πραγματικότητα, ενισχύει το μήνυμα ότι η Ουκρανία δεν θα γίνει μέλος του ΝΑΤΟ, γιατί αν ήταν μέλος του ΝΑΤΟ θα καλύπτονταν αυτόματα από τη δέσμευση αμοιβαίας αυτοάμυνας του Άρθρου 5 της ιδρυτικής συνθήκης. Αυτές οι εναλλακτικές εγγυήσεις ασφαλείας έχουν παρομοιαστεί με εκείνες μεταξύ των ΗΠΑ και του Ισραήλ, όπου στο τελευταίο προσφέρεται στρατιωτική και οικονομική βοήθεια, αλλά δεν υπάρχει δέσμευση για εμπλοκή με στρατεύματα στο έδαφος σε έναν πραγματικό πόλεμο.
Ένα άλλο κόκαλο που πετάχτηκε στην Ουκρανία με προπαγανδιστικό σκοπό ήταν η δημιουργία και η πρώτη συνεδρίαση του Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ουκρανίας. Στην πραγματικότητα, αυτό δεν είναι τίποτα καινούργιο, αλλά απλώς μια αλλαγή επωνυμίας της Επιτροπής ΝΑΤΟ-Ουκρανίας, η οποία ιδρύθηκε το 1997. Μια περίπτωση παλιού κρασιού σε νέο δοχείο.
Σε σχέση με την πραγματική άμεση βοήθεια, υπάρχουν επίσης προβλήματα. Η Ευρώπη και οι ΗΠΑ δεν μπορούν να παράγουν πυρομαχικά αρκετά γρήγορα για να καλύψουν τις ανάγκες του ουκρανικού στρατού, ο οποίος βρίσκεται σε έναν πόλεμο φθοράς που συνεχίζεται για περισσότερες από 500 ημέρες. Από τότε που ξεκίνησε η ουκρανική αντεπίθεση, καταναλώνει πυρομαχικά με ακόμη ταχύτερους ρυθμούς, χωρίς να έχει πετύχει κάποιο σημαντικό προχώρημα. Οι στρατιωτικοί εργολάβοι είναι επιφυλακτικοί απέναντι σε μια επέκταση της παραγωγικής ικανότητας, εκτός εάν τα κράτη τους παρέχουν σταθερές μεσο-μακροπρόθεσμες συμβάσεις. Αλλά η τωρινή παραγωγική ικανότητα είναι στα όριά της.
Αυτό είναι που ώθησε τον Μπάιντεν να πάρει την απόφαση να παραδώσει βόμβες διασποράς στην Ουκρανία, τα μόνα πυρομαχικά από τα οποία υπάρχουν μεγάλα αποθέματα που δεν έχουν ακόμη αξιοποιήσει, για προφανείς πολιτικούς λόγους. Αυτό έχει προκαλέσει διχογνωμίες στα δύο αμερικανικά αστικά κόμματα και μεταξύ των ΗΠΑ και των Ευρωπαίων συμμάχων τους, με τη Γερμανία να εκφράζει τη δυσφορία της. Φυσικά, όλα αυτά είναι άκρως υποκριτικά. Πυρομαχικά διασποράς χρησιμοποιούνται στον πόλεμο της Ουκρανίας από την πρώτη μέρα, τόσο από την πλευρά της Ρωσίας όσο και από την πλευρά της Ουκρανίας. Για την ακρίβεια, σύμφωνα με την οργάνωση Human Rights’ Watch (Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων), το Κίεβο τα χρησιμοποιούσε και πριν τον τωρινό πόλεμο, μεταξύ άλλων σε πυκνοκατοικημένες περιοχές στο Ντόνετσκ το 2014. Ούτε οι ΗΠΑ, ούτε η Ρωσία, ούτε η Ουκρανία έχουν υπογράψει τις συνθήκες που απαγορεύουν τη χρήση τους.
Οι ΗΠΑ δεν δίστασαν ποτέ σε προηγούμενες ιμπεριαλιστικές επιχειρήσεις τους να χρησιμοποιήσουν όπλα που τεχνικά είναι «παράνομα». Το πραγματικό σημείο που αποκαλύπτεται από τη διαμάχη για τα πυρομαχικά διασποράς είναι η τεράστια πίεση που ασκείται στα αποθέματα όπλων και πυρομαχικών των δυτικών ιμπεριαλιστών από την παράταση του πολέμου στην Ουκρανία. Για μήνες, υποβαλλόμασταν καθημερινά στην επανάληψη της κασέτας ότι τα ρωσικά αποθέματα έχουν εξαντληθεί και ότι οι πολεμικές επιχειρήσεις της Ρωσίας επρόκειτο να καταρρεύσουν. Τώρα διαπιστώνουμε ότι, στην πραγματικότητα, είναι τα δυτικά αποθέματα εκείνα που εξαντλούνται.
Επιπρόσθετα, η αποστολή πυρομαχικών διασποράς είναι και λίγο μια πράξης απελπισίας από την πλευρά των ΗΠΑ. Είναι ένας πολύ αναξιόπιστος τύπος βόμβας. Σύμφωνα με έρευνα των New York Times, το ποσοστό αποτυχίας της φτάνει το 14%. Ακόμη και αφήνοντας κατά μέρος το μεγαλύτερο αριθμό απωλειών αμάχων που επιφέρουν οι βόμβες διασποράς, καθώς και το γεγονός ότι οι βόμβες που δεν έχουν εκραγεί παραμένουν στο έδαφος προκαλώντας θανάτους αμάχων για δεκαετίες αργότερα, δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε ότι, αν η Ουκρανία τις χρησιμοποιούσε ποτέ για να αποδυναμώσει σοβαρά οχυρωμένες ρωσικές άμυνες, όταν τελικά οι Ουκρανοί στρατιώτες καταφέρουν να προωθηθούν θα πρέπει να βαδίσουν πάνω σ’ ένα έδαφος γεμάτο με τέτοια πυρομαχικά που δεν έχουν εκραγεί.
Η αλήθεια είναι ότι η πολυδιαφημισμένη ουκρανική αντεπίθεση, που διανύει τώρα την έκτη βδομάδα, έχει πετύχει ελάχιστα. Η αντεπίθεση είναι σημαντική, όχι μόνο από καθαρά στρατιωτική, αλλά κυρίως από πολιτική σκοπιά. Είναι σαφές ότι ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί του δέχονται ολοένα και μεγαλύτερη πίεση για το κόστος του πολέμου. Αν η Ουκρανία δεν μπορεί να επιδείξει καμία εμφανή πρόοδο ή τουλάχιστον την προοπτική προόδου στο πεδίο της μάχης, η διάθεση για συνέχιση της παροχής δισεκατομμυρίων δολαρίων, λιρών και ευρώ σε εξοπλισμό, πυρομαχικά κλπ., θα στερέψει.
Ο Μπάιντεν εισέρχεται επίσης ήδη στον επόμενο εκλογικό κύκλο στις ΗΠΑ, όπου το ζήτημα των χρημάτων που δαπανώνται για να πολεμηθεί η Ρωσία στην Ουκρανία θα είναι σημαντικός παράγοντας. Αν δεν υπάρξουν σημαντικές αλλαγές στο μέτωπο πριν τον χειμώνα, τότε η πίεση για διαπραγματεύσεις θα ενταθεί ξανά.
Η απουσία δεσμεύσεων για ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ αλλά με διαρκή παροχή στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας, εν μέσω επαναλαμβανόμενων «παζαριών» για την αποστολή νέων τύπων όπλων, υπογραμμίζει ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό αυτής της σύγκρουσης. Οι στρατιωτικοί στόχοι των ΗΠΑ (να αποδυναμώσουν αποφασιστικά τη Ρωσία, αλλά να μην κλιμακώσουν σε μια ανοιχτή σύγκρουση ΝΑΤΟ-Ρωσίας) δεν είναι οι ίδιοι με τους δηλωμένους στόχους της Ουκρανίας (ολική στρατιωτική νίκη και εκδίωξη της Ρωσίας από όλα τα κατειλημμένα εδάφη, συμπεριλαμβανομένης της Κριμαίας). Σε κάποια φάση, αυτή η διαφορά μπορεί να μετατραπεί σε ανοιχτή σύγκρουση.
Προδοσία των Κούρδων
Το άλλο σημαντικό βήμα που έγινε στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ ήταν σε σχέση με την ένταξη της Σουηδίας. Από τότε που πρωτοανακοινώθηκε αυτό στη Σύνοδο της Μαδρίτης (βλ. «Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ: Η Κίνα στο στόχαστρο»), η Τουρκία είχε χρησιμοποιήσει το γεγονός ότι μια τέτοια απόφαση θα απαιτούσε ομοφωνία ως μοχλό για να αποσπάσει παραχωρήσεις από τους «εταίρους» της.
Πρώτα απ ‘όλα, ανάγκασε τη Σουηδία να συνεργαστεί στις τουρκικές διώξεις των κουρδικών οργανώσεων (εκείνων που συνδέονται τόσο με το PKK όσο και με το συριακό YPG). Δεύτερον, απαίτησε τον τερματισμό του εμπάργκο όπλων από τη Σουηδία στην Τουρκία. Και τέλος, ήθελε οι ΗΠΑ να ανανεώσουν τις πωλήσεις μαχητικών F16 και κιτ εκσυγχρονισμού των μαχητικών F16, οι οποίες ανεστάλησαν όταν η Τουρκία αγόρασε ρωσικά συστήματα αεράμυνας.
Ο Ερντογάν είναι επιδέξιος στους ελιγμούς και φρόντισε να καθυστερήσει τη διαδικασία όσο το δυνατόν περισσότερο, ώστε να ικανοποιηθούν όλες οι απαιτήσεις του… και μετά πρόσθεσε μία ακόμη: την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. Έτσι, την παραμονή της συνόδου, πραγματοποιήθηκε τριμερής συνάντηση μεταξύ ΝΑΤΟ, Σουηδίας και Τουρκίας, η οποία εξέδωσε μια ανακοίνωση που ενδίδει στον εκβιασμό του Ερντογάν. Η δήλωση αφενός είναι σκανδαλώδης και αφετέρου αξίζει να παρατεθεί εκτενώς.
«Από την τελευταία Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, η Σουηδία και η Τουρκία συνεργάστηκαν στενά για να αντιμετωπίσουν τις θεμιτές ανησυχίες της Τουρκίας σχετικά με την ασφάλεια. Ως μέρος αυτής της διαδικασίας, η Σουηδία τροποποίησε το σύνταγμά της, άλλαξε τους νόμους της, επέκτεινε σημαντικά την αντιτρομοκρατική συνεργασία κατά του PKK, και ξανάρχισε τις εξαγωγές όπλων στην Τουρκία, όλα βήματα που ορίζονται στο Τριμερές Μνημόνιο που συμφωνήθηκε το 2022» [δικές μας εμφάσεις].
Διαβάστε το ξανά αυτό. Η καλή, δημοκρατική, σκανδιναβική Σουηδία όχι μόνο πούλησε τους Κούρδους με αντάλλαγμα την ένταξη σε μια επιθετική στρατιωτική ιμπεριαλιστική συμμαχία, αλλά έφτασε στο σημείο να τροποποιήσει το σύνταγμά της (παραβλέποντας νομικές ενστάσεις και επισπεύδοντας τη διαδικασία) και να αλλάξει τους νόμους της. Αυτή είναι μια κλασική περίπτωση της προσέγγισης του Groucho Marx στο ζήτημα των αρχών: «αυτές είναι οι δικές μου αρχές, αλλά αν δεν σας αρέσουν έχω και άλλες».
Όσον αφορά τις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας, η δήλωση επίσης επιβάλλει υποχρεώσεις στη Σουηδία: «Η Σουηδία θα υποστηρίξει ενεργά τις προσπάθειες για την αναζωογόνηση της ενταξιακής διαδικασίας της Τουρκίας στην ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του εκσυγχρονισμού της Τελωνειακής Ένωσης ΕΕ-Τουρκίας και της χαλάρωσης του καθεστώτος έκδοσης βίζα».
Όλη αυτή η βρωμερή υπόθεση είναι πολύ διδακτική, στο βαθμό που αποκαλύπτει το πραγματικό περιεχόμενο της αστικής ιμπεριαλιστικής διπλωματίας. Επιφανειακά, για τις αποφάσεις που λαμβάνονται υπάρχει πάντα ένα δημοκρατικό, ανθρωπιστικό κάλυμμα με αναφορές στο διεθνές δίκαιο. Αλλά στην πραγματικότητα, κυριαρχεί το γυμνό συμφέρον, τα κέρδη και η υπεράσπιση του καπιταλισμού στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Η ΕΕ δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να έρθει σε συμφωνία με τον Ερντογάν για να αστυνομεύσει τα σύνορα της Ένωσης και να κρατήσει τους μετανάστες απ’ έξω. Η εθνική καταπίεση των Κούρδων στην Τουρκία δεν εισήλθε στους υπολογισμούς τους. Όταν ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τους Κούρδους της Συρίας για τους δικούς του σκοπούς, η εθνική καταπίεση αναφερόταν διαρκώς. Η Σουηδίας ακολούθησε πιστά. Όταν πια δεν της ήταν χρήσιμοι, εγκαταλείφθηκαν στη μοίρα τους με αντάλλαγμα μια συμφωνία με την ισχυρότερη Τουρκία. Αυτό θα πρέπει να λειτουργήσει και ως προειδοποίηση για όποιον τρέφει ψευδαισθήσεις ότι ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ υπερασπίζεται την εθνική ανεξαρτησία στον πόλεμο της Ουκρανίας.
Επιπλέον, δύο ημέρες πριν από την έναρξη της συνόδου, οι ΗΠΑ υποσχέθηκαν να πουλήσουν τα μαχητικά F16 και τα κιτ αναβάθμισης που ήθελε η Τουρκία, επισφραγίζοντας τη συμφωνία. Η άλλη πλευρά αυτού του αηδιαστικού παζαρέματος είναι ο τρόπος με τον οποίο η Τουρκία χρησιμοποιεί τον ανταγωνισμό μεταξύ διαφορετικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (στην προκειμένη περίπτωση ΗΠΑ και Ρωσίας) προσπαθώντας να αντιπαραβάλει τη μία ενάντια στην άλλη κατά τις διαπραγματεύσεις της, ώστε να πετύχει την καλύτερη δυνατή συμφωνία (συστήματα αεράμυνας από τη μία πλευρά έναντι μαχητικών αεροσκαφών από την άλλη, στην προκειμένη περίπτωση).
Η αντιμετώπιση Ρωσίας και Κίνας
Τέλος, αξίζει να αναφερθούμε σε ορισμένα σημεία της τελικής ανακοίνωσης της συνόδου, που πηγάζουν από τη νέα Στρατηγική Αντίληψη του ΝΑΤΟ που εγκρίθηκε στη Σύνοδο της Μαδρίτης. Χρησιμοποιώντας κυνικά μια ορολογία σχετικά με τις «δημοκρατικές αξίες», τα «ανθρώπινα δικαιώματα», τις «κοινές αξίες μας» και μια «παγκόσμια τάξη βασισμένη σε κανόνες», το ΝΑΤΟ λέει πολύ ξεκάθαρα: «Η Ρωσία και η Κίνα είναι εχθροί μας και πρέπει να εντείνουμε την προσπάθεια να τους αντιμετωπίσουμε». Για τόσο «καθαρά αμυντική» συμμαχία που «δεν αποτελεί απειλή» για κανέναν πρόκειται.
Ενώ το όνομα του οργανισμού αναφέρει τον Βόρειο Ατλαντικό, οι δηλώσεις της συνόδου απαριθμούν τις περιοχές του κόσμου που είναι σημαντικές για το ΝΑΤΟ ή «στρατηγικού ενδιαφέροντος», συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά, της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής, των περιοχών της Βόρειας Αφρικής και του Σαχέλ, του Ινδοειρηνικού, ακόμη και του διαστήματος! Όλες αυτές οι περιοχές θα καλύπτονται μάλλον από αυτό που το ΝΑΤΟ περιγράφει ως «προσέγγιση των 360 μοιρών». Με άλλα λόγια, κατά δική του παραδοχή, το ΝΑΤΟ θέλει να ελέγξει όλο τον πλανήτη (και όχι μόνο).
Επιδιώκοντας αυτό, έρχεται σε σύγκρουση με τη Ρωσία και την Κίνα. Για την πρώτη αναφέρεται ότι «αύξησε την πολύπλευρη στρατιωτική της συγκέντρωση και παρουσία στις περιοχές της Βαλτικής, της Μαύρης και της Μεσογείου Θάλασσας και διατηρεί σημαντικές στρατιωτικές δυνατότητες στην Αρκτική». Το ΝΑΤΟ διαμαρτύρεται για «την πιο διεκδικητική στάση, τις νέες στρατιωτικές δυνατότητες και τις προκλητικές δραστηριότητες της Ρωσίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων κοντά στα σύνορα του ΝΑΤΟ, καθώς και τις μεγάλης κλίμακας ασκήσεις χωρίς προειδοποίηση και τις έκτακτες ασκήσεις», οι οποίες, λένε, «συνεχίζουν να απειλούν την ασφάλεια της Ευρωατλαντικής περιοχής».
Με άλλα λόγια, το ΝΑΤΟ αναγνωρίζει τον ρωσικό ιμπεριαλισμό και την «πιο διεκδικητική στάση» του ως απειλή για τα δικά του ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, σε αρκετές περιοχές του κόσμου.
Αναφορικά με την Κίνα, το έγγραφο αναφέρει ότι «οι δηλωμένες φιλοδοξίες της και οι καταναγκαστικές πολιτικές της αμφισβητούν τα συμφέροντα, την ασφάλεια και τις αξίες μας». Η δήλωση προσθέτει ότι «η ΛΔΚ χρησιμοποιεί ένα ευρύ φάσμα πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών εργαλείων για να αυξήσει το παγκόσμιο αποτύπωμά της και να προβάλει την ισχύ της». Παρακάτω κατηγορεί την Κίνα ότι επιδιώκει «να ελέγξει βασικούς τεχνολογικούς και βιομηχανικούς τομείς, κρίσιμες υποδομές και στρατηγικά υλικά και αλυσίδες εφοδιασμού» και ότι χρησιμοποιεί «την οικονομική της ισχύ για να δημιουργήσει στρατηγικές εξαρτήσεις και να ενισχύσει την επιρροή της».
Αυτό που λέει το ΝΑΤΟ είναι: «Η Κίνα είναι μια ιμπεριαλιστική δύναμη. Ενεργεί με τον ίδιο τρόπο όπως εμείς, και δεν είμαστε διατεθειμένοι να το επιτρέψουμε». Ανησυχούν ιδιαίτερα για την αυξανόμενη συνεργασία Ρωσίας-Κίνας (η οποία έχει ενισχυθεί σημαντικά μετά τις δυτικές κυρώσεις στη Ρωσία): «Η εμβάθυνση της στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ η ΛΔΚ και η Ρωσίας και οι αμοιβαία ενισχυόμενες προσπάθειές τους να υπονομεύσουν τη βασισμένη σε κανόνες διεθνή τάξη αντίκεινται στις αξίες και τα συμφέροντά μας».
Σε περίπτωση που κάποιος ανησυχούσε για την επιθετική πολεμοχαρή γλώσσα της δήλωσης της συνόδου, οι σύμμαχοι σπεύδουν να προσθέσουν ότι θα «προωθήσουμε την ισότητα των φύλων και θα ενσωματώσουμε τις προοπτικές φύλου… σε ό,τι κάνουμε», καθώς και ότι θα είναι «αφοσιωμένοι στο να μειώσουμε σημαντικά τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από τις πολιτικές και στρατιωτικές δομές και εγκαταστάσεις του ΝΑΤΟ» και θα «συμβάλουμε στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής βελτιώνοντας την ενεργειακή αποδοτικότητα, με τη μετάβαση σε καθαρές πηγές ενέργειας». Τώρα μάλιστα! Ο δυτικός ιμπεριαλισμός πλέον θα ενσωματώνει τις προοπτικές φύλου όταν εισβάλλει σε μια ξένη γη και θα χρησιμοποιεί καθαρή ενέργεια όταν θα εμπλέκεται σε αλλαγές καθεστώτων! Τι παραπάνω να ζητήσει κανείς;
Το συμπέρασμα από όλα αυτά είναι ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να αυξήσουν τις στρατιωτικές δαπάνες ακόμη και πέρα από τον συμφωνημένο στόχο του 2% του ΑΕΠ: «σε πολλές περιπτώσεις, θα χρειαστούν δαπάνες πέραν του 2% του ΑΕΠ για να διορθωθούν οι υπάρχουσες ελλείψεις και να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις σε όλους τους τομείς που προκύπτουν από μια πιο έντονα αμφισβητούμενη ασφάλεια» [δική μας έμφαση].
Αυτή είναι η φωνή των ΗΠΑ που απαιτούν από τους εταίρους τους να συνεισφέρουν περισσότερο σε αυτήν την ιμπεριαλιστική πολιτική επανεξοπλισμού, για να συμβαδίσουν με τους ρυθμούς της Κίνας και της Ρωσίας. Η Αμερική δαπανά ήδη σχεδόν το 3,5% του ΑΕΠ της στην άμυνα, ενώ τα περισσότερα από τα άλλα μέλη του ΝΑΤΟ δαπανούν μόνο περίπου το 1,5%.
Εδώ μπορούμε να δούμε καθαρά ποιες είναι οι προτεραιότητες της καπιταλιστικής τάξης. Ο πρόσφατος προϋπολογισμός της Γερμανίας είναι ένα κραυγαλέο παράδειγμα, με τεράστιες περικοπές ύψους 31 δισεκατομμυρίων ευρώ, που πλήττουν ιδιαίτερα σκληρά την εκπαίδευση, την υγεία, την παιδική μέριμνα και άλλες κοινωνικές δαπάνες, αλλά όχι την άμυνα.
Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός, μέσω του ΝΑΤΟ, ετοιμάζεται να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των πολυεθνικών καπιταλιστικών εταιρειών του, σε ανταγωνισμό με τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα της Κίνας και της Ρωσίας. Η εργατική τάξη σε όλο τον κόσμο θα κληθεί να πληρώσει το τίμημα, ως συνήθως.
Ο μόνος τρόπος για να ξεφύγουμε από την εφιαλτική προοπτική της ενδοϊμπεριαλιστικής σύγκρουσης, των πολέμων και των επιθέσεων στο βιοτικό επίπεδο και στα κατακτημένα με αγώνες δικαιώματα των εργαζομένων είναι να βάλουμε ένα τέλος σε αυτό το σάπιο καπιταλιστικό σύστημα. Σε αυτούς που λένε «θέλουμε ειρήνη», απαντάμε «αγωνιστείτε για το σοσιαλισμό!».
Χόρχε Μαρτίν
Μετάφραση από την ιστοσελίδα marxist.com: Πάτροκλος Ψάλτης