ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΣΙΠΡΑ-ΠΑΠΑΡΗΓΑ ΜΕ ΣΑΜΑΡΑ : ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ
Εκατομμύρια εργαζόμενοι σε όλοι τη χώρα, παρακολούθησαν τις δύο προηγούμενες μέρες απορημένοι και προβληματισμένοι τους ηγέτες του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ να συναντώνται με τον πρόεδρο της Ν.Δ.
Η ηγεσία της Ν.Δ, που σύμφωνα με τα δικά της λόγια, καταψήφισε τα πρόσφατα κυβερνητικά μέτρα με βασικό σκοπό να μην αφήσει την Αριστερά να οικειοποιηθεί την λαϊκή δυσαρέσκεια, με αυτή τη συνάντηση επεδίωξε για λογαριασμό της άρχουσας τάξης να προσανατολίσει το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια κατεύθυνση «εθνικής συνεννόησης», δηλαδή ταξικής συναίνεσης στην απόπειρα του κεφαλαίου να ισοπεδώσει τα εργατικά εισοδήματα και δικαιώματα. Ότι ακριβώς ίσχυε με τα ταξικά κίνητρα της κυβερνητικής πρωτοβουλίας για την πρόσφατη συνάντηση των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που σωστά απέρριψαν οι αριστερές ηγεσίες, ίσχυσε και με τα αντίστοιχα κίνητρα της πρόσκλησης του Α. Σαμαρά προς την ηγεσία του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ. Δυστυχώς όμως, η στάση των ηγεσιών της Αριστεράς εδώ ήταν διαφορετική.
Ορισμένοι καλόπιστοι αριστεροί αγωνιστές θα μπορούσαν να αντιτείνουν : ποιο είναι το ουσιαστικό πρόβλημα που δημιουργεί μια διπλωματική συνάντηση αρχηγών, όταν η Αριστερά σε όλους τους τόνους έχει δηλώσει την εναντίωσή της στα αντεργατικά μέτρα; Θα ήταν πιο χρήσιμο να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, αφού πρώτα απαντηθεί από τις αριστερές ηγεσίες το αντίστροφό του : ποια είναι η σκοπιμότητα μιας τέτοιας «διπλωματικής» συνάντησης στις σημερινές συνθήκες; Αλλά οι ηγεσίες της Αριστεράς δεν μας έχουν διαφωτίσει ακόμα πάνω σε αυτό. Ο λόγος είναι προφανής. Η συνάντηση αυτή δεν είχε καμία χρησιμότητα για την Αριστερά και τους εργαζόμενους. Αντίθετα ήταν βαθειά επιζήμια για τους ακόλουθους πέντε λόγους.
1) Σύγχυσε τους εργαζόμενους και επηρέασε το ηθικό τους σε μια περίοδο που μέσα από μεγάλους απεργιακούς αγώνες παλεύουν σκληρά ενάντια στα κυβερνητικά αντεργατικά μέτρα. Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς το τι αισθάνεται ο εργάτης που θυσιάζει μεροκάματα και κατεβαίνει στις απεργιακές συγκεντρώσεις για να δείξει τη «γροθιά» του στην άρχουσα τάξη, όταν παρακολουθεί την ηγεσία της Αριστεράς να «συνεννοείται» – σε «καλό κλίμα», όπως ανέφεραν τα ρεπορτάζ των εφημερίδων – με τον αρχηγό του παραδοσιακού κόμματος του κεφαλαίου.
2) Διευκόλυνε την απόπειρα της άρχουσας τάξης να δημιουργήσει ένα «κλίμα εθνικής σύμπνοιας» σε μια περίοδο που έντρομη παρακολουθεί την όξυνση της ταξικής πάλης και της πολιτικής δυσαρέσκειας των μαζών για το σύστημά της.
3) Υπονομεύει την τάση για αυξανόμενη πολιτική απήχηση της Αριστεράς, που αναπόφευκτα θα εκφραστεί την επόμενη περίοδο κάτω από το βάρος της χρεοκοπίας του ελληνικού καπιταλισμού και των πολιτικών ηγεσιών που τον υπερασπίζονται. Επιπρόσθετα, κοιτώντας τους πολιτικούς ηγέτες της Αριστεράς να σπεύδουν αμέσως να «συνεννοηθούν» με τον πολιτικό ηγέτη της Δεξιάς, οι εργαζόμενοι είναι φυσικό αναρωτιούνται πώς είναι δυνατό να εμφανίζεται τόση προθυμία για μια τέτοια συνάντηση, την ώρα που η αναγκαία συνεννόηση ανάμεσα στις ίδιες της αριστερές ηγεσίες παραμένει ακόμα ένα ζήτημα «ταμπού».
4) Αναστηλώνει το καταρρακωμένο πολιτικό κύρος της ΝΔ, καθώς την καθιστά πολιτικό επίκεντρο της «εθνικής συνεννόησης» και συνομιλητή της Αριστεράς, συντελώντας έτσι στη συντήρηση των πολιτικών αυταπατών μικροαστικών στρωμάτων που συνεχίζουν να την υποστηρίζουν.
5) Εξυπηρετεί ευθέως την τρέχουσα πολιτική τακτική της ηγεσίας της Ν.Δ, που επιχειρεί να κερδοσκοπήσει δημαγωγικά πάνω στην γενικευμένη λαϊκή δυσαρέσκεια για τα αντεργατικά κυβερνητικά μέτρα.
Πώς εξηγείται αυτή η στάση;
Είναι πολύ δύσκολο να γίνει πιστευτό το ότι οι ηγεσίες της Αριστεράς δεν είναι σε θέση να συνειδητοποιήσουν τις συνέπειες της στάσης τους. Όμως απ’ ότι φαίνεται, υπάρχουν σοβαρά πολιτικά αίτια που τις ωθούν σε αυτή την λαθεμένη κατεύθυνση.
Η ηγεσία του ΚΚΕ τις προηγούμενες εβδομάδες μπήκε στο στόχαστρο της αστικής τάξης, στο πλαίσιο μιας άθλιας «εμφυλιοπολεμικής» υστερίας στα ΜΜΕ. Η επίθεση αυτή ενάντια στο ΚΚΕ δεν ήταν τυχαία. Εξέφρασε καθαρά τον βαθειά αντιδραστικό χαρακτήρα της αστικής τάξης, αλλά και τον τρόμο της για τις πολιτικές επιπτώσεις μιας επαναστατικής προοπτικής στην ελληνική κοινωνία. Μέσα από αυτή την επίθεση, η ηγεσία του ΚΚΕ σπρώχτηκε προς μια επαναστατική ρητορική, μιλώντας για πρώτη φορά με τόσο ξεκάθαρο τρόπο ενάντια στο αντιδραστικό αστικό καθεστώς και τα ταξικά συνταγματικά και κοινοβουλευτικά του φκιασίδια.
Η ρητορική αυτή ανέδειξε ένα διαφορετικό πολιτικό πρόσωπο από εκείνο που είχε δείξει η ηγεσία σε μια αντίστοιχη περίσταση κοινωνικής έντασης, τον Δεκέμβριο του 2008. Τότε το κόμμα εμφανιζόταν να μιλά μέσα από την ηγεσία του τη γλώσσα της «ευθύνης», στέκονταν καθαρά διαχωρισμένο από το κίνημα της νεολαίας και έσπευδε να συμμετάσχει στις κυβερνητικές πρωτοβουλίες «εθνικής συνεννόησης», επιβραβευμένο από τον αστικό Τύπο. Αντίθετα, τις τελευταίες βδομάδες, η εικόνα του κόμματος ήταν εκείνη της ταξικής αδιαλλαξίας, ενεργοποιώντας τα αντιδραστικά ένστικτα του αστικού πολιτικού κόσμου. Ιδιαίτερα μετά από την πρωτοφανή σε όγκο συγκέντρωση 70.000 κομμουνιστών στο κέντρο της Αθήνας το περασμένο Σάββατο, που αποτέλεσε μια έμπρακτη εναντίωση στην αντιδραστική στοχοποίηση του ΚΚΕ, η αστική τάξη χρειαζόταν ξανά μια γέφυρα σύνδεσης με την ηγεσία του, για να αντισταθμίσει την ριζοσπαστική πίεση των οργισμένων εργατικών μαζών επάνω της.
Η πρόσκληση Σαμαρά ήταν ακριβώς αυτή η γέφυρα. Αν η ηγεσία του ΚΚΕ αρνιόταν την πρόσκληση τότε το πολιτικό μήνυμα θα ήταν η κλιμάκωση της ταξικής αδιαλλαξίας. Αν όμως – όπως δυστυχώς συνέβη τελικά – δεχόταν, τότε αυτό θα αποτελούσε μια κίνηση καλής θέλησης έναντι της αστικής τάξης και μια έμπρακτη μετάνοια για τις ρητορικές «υπερβολές» έναντι του αστικού καθεστώτος. Δυστυχώς, η ηγεσία του ΚΚΕ απέδειξε ότι η πρόθεσή της είναι να μην ακολουθήσει με συνέπεια τον δρόμο της ταξικής αδιαλλαξίας και να διατηρήσει δεσμούς πολιτικής συνεννόησης με την άρχουσα τάξη.
Βέβαια όπως δήλωσε η Αλέκα Παπαρήγα εξερχόμενη από τη συνάντηση με τον πρόεδρο της Ν.Δ «είναι δεδομένες οι προγραμματικές διαφορές ανάμεσα στη ΝΔ και το ΚΚΕ». Όμως αυτό που θα έπρεπε πάνω από όλα να είναι δεδομένο σήμερα, είναι η συνεπής ταξική εναντίωση της ηγεσίας του ΚΚΕ στα σχέδια εθνικής συνεννόησης με τους αστούς. Με αυτή τη θέση δεν μπορεί παρά να συμφωνεί η συντριπτική πλειοψηφία των 70.000 κομμουνιστών που συγκεντρώθηκαν το περασμένο Σάββατο στο Πεδίο του Άρεως. Δυστυχώς λοιπόν, η ηγεσία του ΚΚΕ δεν αφουγκράστηκε τη δική τους φωνή και αντανακλώντας για άλλη μια φορά την παραδοσιακή «πατριωτική» οπτική του σταλινισμού, έσπευσε να ανταποκριθεί στα κελεύσματα «εθνικής ευθύνης» με τα οποία η απελπισμένη άρχουσα τάξη της χώρας θέλει να παγιδεύσει σήμερα την εργατική τάξη και την Αριστερά.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ από την δική της πλευρά, με την αποδοχή της πρόσκλησης για συνάντηση με τον Α. Σαμαρά ήρθε και αυτή σε πλήρη αντίθεση με το αίσθημα οργής ενάντια σε κάθε πολιτικό διαχειριστή της αστικής εξουσίας που κυριαρχεί στις τάξεις των εργαζόμενων μαζών. Ο λόγος για αυτή τη στάση είναι εσωκομματικός. Τις προηγούμενες εβδομάδες η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, σπρωγμένη από την διογκούμενη εργατική δυσαρέσκεια, ύψωσε τους τόνους ενάντια στην κυβέρνηση και τους διεθνείς καπιταλιστικούς της πάτρωνες και αρνήθηκε αρχικά να προσχωρήσει στη διαδικασία εθνικής συνεννόησης, απορρίπτοντας την πρόσκληση για τη συνάντηση πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Όμως αυτή της η άρνηση, πυροδότησε αντιδράσεις από την πλευρά της ηγεσίας της Ανανεωτικής Πτέρυγας (ΑΠ) του ΣΥΝ, σε μια περίοδο που η ηγετική ομάδα του Α. Τσίπρα πασχίζει να διαφυλάξει της παραλυτικές εσωκομματικές ισορροπίες ενόψει του έκτακτου συνεδρίου, δείχνοντας με την πολιτική στάση και τα κείμενά της ότι δεν επιθυμεί την κλιμάκωση της αριστερής στροφής του κόμματος. Έτσι η αποδοχή της πρόσκλησης Σαμαρά ήταν μια απόπειρα για έμπρακτη διάψευση της μομφής που της απέδωσε η ηγεσία της ΑΠ ότι εκφράζει την «Αριστερά που φυγομαχεί», δηλαδή την Αριστεράς που δεν επιθυμεί συναίνεση με τους αστούς.
Οι δηλώσεις του προέδρου του ΣΥΝ μετά από την συνάντηση με τον Α. Σαμαρά ήταν ενδεικτικές αυτής της πρόθεσης. Ο σ. Αλέξης Τσίπρας μίλησε για τους «θεσμούς και τη Δημοκρατία» με μια αταξική γλώσσα, παρόμοια με αυτή που αυθεντικά μιλούν οι ηγέτες της ΑΠ, κάνοντας λόγο για «θεσμική θωράκιση του πολιτικού μας συστήματος απέναντι στη διαφθορά και στη διαπλοκή πολιτικής και οικονομικής εξουσίας». Τα λόγια αυτά, είναι αταίριαστα με την δίκαιη οργή των εργαζόμενων για τους σάπιους θεσμούς του αστικού πολιτικού συστήματος και αντανακλούν – όχι μια μαχητική αριστερή τοποθέτηση – αλλά τις συνήθεις σοσιαλδημοκρατικές δοξασίες που επαναλαμβάνονται από την ηγεσία της ΑΠ στα κανάλια και εξοργίζουν χιλιάδες απλούς αγωνιστές του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ.
«Επιτέλους βρείτε τα!»
Οι ηγεσίες της Αριστεράς οφείλουν άμεσα να αναγνωρίσουν το λάθος τους και να ακούσουν τη φωνή της βάσης τους, αλλά και των πλατύτερων μαζών της εργατικής τάξης και της νεολαίας, που στέκονται με εχθρότητα και σκεπτικισμό μπροστά στα πλατωνικά τους «φλέρτ» με τους πολιτικούς εκπρόσωπους των καπιταλιστών και ζητούν εδώ και τώρα, άλλου είδους συναντήσεις και συνεννοήσεις. Εκείνες που θα υπηρετούν τα δικά τους συμφέροντα και θα προάγουν τους αγώνες τους. Συναντήσεις και συνεννοήσεις ανάμεσα στους δύο μαζικούς πόλους της Αριστεράς, το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ, σε επίπεδο ηγεσίας και βάσης, γύρω από τον άξονα της κοινής δράσης για να προωθηθεί η αναγκαία μαζική ενότητα των γραμμών του εργατικού κινήματος και να τεθούν θεμέλια για μια αριστερή σοσιαλιστική λύση εξουσίας στο άμεσο μέλλον.
Μόνο με την επιδίωξη αυτού του είδους της συνεννόησης μπορεί να ενισχυθεί η πολιτική απήχηση της Αριστεράς στην κοινωνία, να δημιουργηθεί ένας πολιτικός πόλος έλξης για τις απογοητευμένες μάζες της βάσης του ΠΑΣΟΚ και να ξυπνήσει το ταξικό ένστικτο των καθυστερημένων πληβειακών στρωμάτων που παραμένουν στην εκλογική βάση της Ν.Δ.
Αντί λοιπόν για την πολιτική συνεννόηση με τους αστούς, τα συνθήματά της Αριστεράς σήμερα πρέπει να είναι :
– Ενότητα ΣΥΡΙΖΑ – ΚΚΕ στη δράση για την υπεράσπιση των εργατικών συμφερόντων.
– Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο με ραχοκοκαλιά όλες τις μαζικές πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις και τάσεις που θέλουν να αγωνιστούν για τα εργατικά συμφέροντα.
– Κοινός, ενιαίος αγώνας όλης της Αριστεράς για μια αριστερή κυβέρνηση με σοσιαλιστικό πρόγραμμα.
Μόνο αυτός ο δρόμος μπορεί να δώσει «σάρκα και οστά» στην φαινομενικά απλοϊκή, αλλά πολιτικά σοφή και αναγκαία προτροπή που διατυπώνεται ολοένα και πιο έντονα προς τις ηγεσίες του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ από τους απλούς εργαζόμενους: «Επιτέλους, βρείτε τα!»
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος