Ο Λευκός Οίκος δημοσίευσε ένα κείμενο με τίτλο «Το Κόστος ευκαιριών του Σοσιαλισμού» , όπου αναγνωρίζει την αυξανόμενη δημοτικότητα του σοσιαλισμού στις ΗΠΑ (ιδιαίτερα στη νέα γενιά) και προσπαθεί να υπερασπιστεί «επιστημονικά» τον καπιταλισμό. Ο αρχισυντάκτης της ιστοσελίδας “In Defence of Marxism” («Στην υπεράσπιση του Μαρξισμού», www.marxist.com), Άλαν Γουντς, απαντά στις συκοφαντίες του κειμένου αυτού και αναλύει τo γιατί οι σοσιαλιστικές ιδέες κερδίζουν έδαφος στις ΗΠΑ.
Πρόσφατα, μια ομάδα ειδικών από τον Λευκό Οίκο του Ντόναλντ Τραμπ παρουσίασαν μια έκθεση 76 σελίδων πάνω στον σοσιαλισμό, με την οποία ουσιαστικά αναγνωρίζουν την αυξανόμενη απειλή των σοσιαλιστικών ιδεών στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Οι συγγραφείς της έκθεσης είναι μέλη του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων (ΣΟΣ). Το συμβούλιο αυτό περιγράφει το ίδιο ως εξής:
«Το Συμβούλιο Οικονομικών Συμβούλων, ένας οργανισμός στο πλαίσιο του Εκτελεστικού Γραφείου του Προέδρου, είναι επιφορτισμένος να προσφέρει στον Πρόεδρο αντικειμενικές οικονομικές συμβουλές για τη διαμόρφωση τόσο της εγχώριας όσο και της διεθνούς οικονομικής πολιτικής. Το Συμβούλιο βασίζει τις συστάσεις και την ανάλυση του, στην οικονομική έρευνα και τα εμπειρικά δεδομένα, χρησιμοποιώντας τα καλύτερα διαθέσιμα στοιχεία για να υποστηρίξει τον Πρόεδρο στη χάραξη της οικονομικής πολιτικής του έθνους μας» (Η έμφαση δική μας).
Δεδομένου ότι οι πολιτικές που προωθούνται από τον τωρινό κάτοχο του Οβάλ Γραφείου αμφισβητούνται σε μεγάλο βαθμό από την οπτική γωνία πολλών στρατηγών του κεφαλαίου, κάποιος θα μπορούσε να υποψιαστεί ότι οι αντικειμενικές συμβουλές που δίνει το ΣΟΣ δεν είναι και της καλύτερης ποιότητας. Οι υποψίες αυτές επιβεβαιώνονται πλήρως αν διαβάσει κανείς την ανάλυση τους σε σχέση με τον σοσιαλισμό.
Αλλά ας μην βγάλουμε τα συμπεράσματα μας, πριν δούμε τουλάχιστον κάποια βασικά σημεία από αυτό το ενδιαφέρον κείμενο.
Οι γενναίοι μικροί ράφτες του Λευκού Οίκου
Στο παιδικό παραμύθι, ο γενναίος μικρός ράφτης – ο ήρωας, που ενοχλείται από τις μύγες που πετούν πάνω από το σάντουιτς μαρμελάδας του – τις χτυπάει με μια εφημερίδα ή κάτι παρόμοιο (δεν είμαστε σίγουροι αν υπήρχαν εφημερίδες την εποχή εκείνη), σκοτώνοντας επτά από τα μικρά έντομα. Περήφανος για το κατόρθωμα του, παρελαύνει στη πόλη με μια ζώνη που λέει «επτά με ένα χτύπημα». Ο κόσμος φυσικά θεωρεί ότι αναφέρεται σε επτά άντρες, όχι μύγες. Σαν αποτέλεσμα, η φήμη του αυξάνεται εκθετικά, αντιμετωπίζει και νικάει αρκετούς γίγαντες, παντρεύεται μια πριγκίπισσα, γίνεται βασιλιάς, και ζει αυτός καλά κι εμείς καλύτερα.
Τα κατορθώματα του ΣΟΣ (όπως θα το αποκαλούμε από εδώ και πέρα) είναι συγκρίσιμα με αυτά του γενναίου μικρού ράφτη, μόνο σε μεγαλύτερη κλίμακα. Οι διανοούμενοι (αν μπορούμε να τους αποκαλέσουμε πραγματικά έτσι) που αντιπροσωπεύουν τον Λευκό Οίκο δε προχωρούν στους δρόμους με μια ζώνη που περιγράφει τα κατορθώματα τους, αλλά δημοσιεύουν τις περιπέτειες τους στο κόσμο των ιδεών στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Αλλά παρά τις επιφανειακές ομοιότητες, υπάρχει μια διαφορά μεταξύ των δύο. Ενώ ο μικρός ράφτης της ιστορίας ήταν εντελώς ασυνείδητος για τις πράξεις του, οι άνθρωποι στον Λευκό Οίκο που συνέγραψαν το λυπηρό αυτό κείμενο καταφεύγουν εντελώς συνειδητά σε κάθε είδος συκοφαντίας για να δυσφημίσουν τις ιδέες του σοσιαλισμού. Αυτά τα κόλπα μπορεί μεν να χρησιμεύουν για να εξαπατήσουν κάποιους αφελείς ανθρώπους, αλλά όσους εξακολουθούν να έχουν ένα μυαλό με το οποίο σκέφτονται, η απάτη είναι τόσο ξεκάθαρη ώστε να καταντά να είναι κωμική, όπως κι όλα αυτά που παράγονται από τον Λευκό Οίκο αυτές τις μέρες.
Είναι πολύ σημαντικό ότι φτάσανε σε τέτοιο σημείο όπου προσπάθησαν με «επιστημονικό» τρόπο να καταρρίψουν τον σοσιαλισμό, αν και στη πραγματικότητα αυτό που περιγράφουν είναι μια καρικατούρα του. Φτιάξανε έναν αχυράνθρωπο, ώστε να τον καταστρέψουν στην συνέχεια. Το βασικό κόλπο είναι να εξισώνεις τον σοσιαλισμό είτε με το γραφειοκρατικό-ολοκληρωτικό μοντέλο του Σταλινισμού ή με το σοσιαλδημοκρατικό ρεφορμισμό. Και οι δύο αναλογίες είναι λάθος, όπως θα δείξουμε αμέσως τώρα.
Ο Μαρξ επέστρεψε!
Το κείμενο ξεκινάει με μία εντυπωσιακή δήλωση:
« Μαζί με την επέτειο από τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Καρλ Μαρξ, ο σοσιαλισμός επιστρέφει στην Αμερικανική πολιτική σκήνη» (Η έμφαση δική μας).
Η δήλωση αυτή δε μπορεί να παρερμηνευθεί. Η εκπληκτική επιτυχία της καμπάνιας του Μπέρνι Σάντερς, η ανάπτυξη των Δημοκρατών Σοσιαλιστών της Αμερικής και πολλά άλλα παραδείγματα αναδεικνύουν ότι έχει συντελεστεί μια σημαντική αλλαγή στη στάση των ανθρώπων στην Αμερική απέναντι στον σοσιαλισμό.
Όχι τόσο καιρό πριν, ο σοσιαλισμός στις ΗΠΑ εξισωνόταν με τον Κομμουνισμό, που με τη σειρά του ταυτιζόταν με τη Σταλινική Ρωσία, η οποία παρομοιαζόταν με μια Μοχθηρή Αυτοκρατορία, που όπως όλοι ξέρουμε, ισοδυναμούσε με τον Σατανά, τον Αντίχριστο και με οτιδήποτε ερχόταν σε αντίθεση με κάθε γνωστή Αμερικανική αξία.
Η προπαγάνδα αυτή γίνεται εδώ και δεκαετίες. Για αυτό το λόγο, τα ευρήματα κάποιων πρόσφατων δημοσκοπήσεων που φανερώνουν μια σημαντική αλλαγή στη στάση πολλών καθημερινών Αμερικάνων απέναντι στο σοσιαλισμό μπορεί να φανούν περίεργα σε πολλούς. Το γεγονός αυτό ανησυχεί ιδιαίτερα τους διάφορους συντηρητικούς σχολιαστές, και ανάμεσα σε αυτούς και τους συμβούλους του Ντόναλντ Τραμπ στο Λευκό Οίκο.
Οι φόβοι τους έχουν βάση. Υπάρχει μια πληθώρα ενδείξεων για την αυξανόμενη υποστήριξη σοσιαλιστικών ιδεών. Μερικά παραδείγματα είναι τα εξής: Σχεδόν τα μισά μέλη των Δημοκρατικών που ανήκουν στις νεαρότερες ηλικίες θεωρούν τους εαυτούς τους σαν σοσιαλιστές ή δημοκράτες σοσιαλιστές, σύμφωνα με μια νέα δημοσκόπηση . Το 48% δήλωσαν ότι είναι δημοκράτες σοσιαλιστές ή σοσιαλιστές, σε αντίθεση με ένα 39% που δήλωσε ότι δε ταυτίζεται με τίποτα από τα δύο.
Τα αντίστοιχα ποσοστά στους Ρεπουμπλικάνους είναι χαμηλότερα, όπως ήταν αναμενόμενο, αν και παραδόξως το 23% δηλώνουν επίσης ότι συμφωνούν με το χαρακτηρισμό δημοκράτες σοσιαλιστές ή σοσιαλιστές! Σχεδόν οι διπλάσιοι από τους ερωτηθέντες απάντησαν ότι τείνουν προς τους Δημοκρατικούς, έναντι των Ρεπουμπλικάνων, 48% έναντι 25%, ενώ ένα 19% δήλωσε ανεξάρτητο.
Σύμφωνα με μια μέτρηση της Γκάλουπ , για πρώτη φορά τη τελευταία δεκαετία, οι άνθρωποι που εντάσσουν τους εαυτούς στους υποστηρικτές των Δημοκρατικών έχουν πιο θετική εικόνα για τον σοσιαλισμό παρά για τον καπιταλισμό. Η στάση απέναντι στο σοσιαλισμό ανάμεσα στους Δημοκράτες δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά από το 2010, με το 57% να έχει σήμερα θετική γνώμη. Η βασική αλλαγή στους Δημοκρατικούς, ήταν μια πιο αρνητική στάση απέναντι στον καπιταλισμό, με τις θετικές απόψεις να φτάνουν φέτος το 47% – το χαμηλότερο ποσοστό από τις τρεις παραπάνω δημοσκοπήσεις, αν και οι Ρεπουμπλικάνοι παραμένουν αρκετά πιο θετικοί απέναντι στον καπιταλισμό, παρά στον σοσιαλισμό (16% είναι θετικοί απέναντι στον σοσιαλισμό), με μικρές αλλαγές σε σχέση με το 2010.
Ένα άρθρο που της «Νάσιοναλ Ριβιού» στις 18 Μαρτίου 2017, με τον ενδιαφέρον τίτλο: Η αυξανόμενη δημοτικότητα του Σοσιαλισμού απειλεί το μέλλον της Αμερικής, σχολιάζει τα εξής:
« ‘Το πιο ανησυχητικό αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον Τζορτζ Μπαρνά, ήταν ότι τέσσερις στους δέκα ενήλικες λένε ότι προτιμούν τον σοσιαλισμό στον καπιταλισμό’, ανέφερε η ACFI στο σχόλιό της για την ψηφοφορία. ‘Αυτή είναι μια μεγάλη μειοψηφία’, δήλωσε ο Μπαρνά, ‘και περιλαμβάνει την πλειονότητα των φιλελευθέρων – που θα πιέσουν για ένα εντελώς διαφορετικό οικονομικό μοντέλο για το έθνος μας. Αυτή είναι η βάση εμφύλιων πολέμων’. Το γεγονός ότι το 40% των Αμερικανών προτιμά τώρα τον σοσιαλισμό από τον καπιταλισμό, μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές αλλαγές στις πολιτικές που προωθούν οι νομοθέτες και οι πολιτικοί ηγέτες και στις ερμηνείες των δικαστών πάνω σε νέους και προϋπάρχων νόμους.»
Σε περίπτωση που κάποιος δεν έχει αντιληφθεί τη σοβαρότητα της κατάστασης, το άρθρο συμπληρώνεται και με τον εξίσου δραματικό υπότιτλο: Πολλοί από εμάς έχουν ξεχάσει τα μαθήματα του Ψυχρού Πολέμου. Το κείμενο του Λευκού Οίκου υπογραμμίζει:
«Λεπτομερείς πολιτικές προτάσεις από αυτό-αποκαλούμενους σοσιαλιστές κερδίζουν δημοτικότητα στο Κογκρέσο και ανάμεσα σε μεγάλα τμήματα των ψηφοφόρων».
Στο μέτρο που το έγγραφο αναφέρεται στο εκλογικό σώμα, (δηλαδή στον πληθυσμό γενικότερα), αυτή η παρατήρηση είναι σωστή. Αλλά η ιδέα ότι το Κογκρέσο των ΗΠΑ είναι γεμάτο με κόκκινους βουλευτές ξεπερνάει τη φαντασία ακόμα και του πιο ευφάνταστου νου. Προφανώς, αυτό που εννοούν οι σύμβουλοι του Λευκού Οίκου είναι ότι υπάρχουν μερικοί άνθρωποι στο Κογκρέσο που ευνοούν τέτοιες επαναστατικές ιδέες όπως το δικαίωμα του αμερικανικού λαού στην καθολική υγειονομική περίθαλψη, την ελεύθερη εκπαίδευση, το εγγυημένο ελάχιστο εισόδημα και άλλες τέτοιες παράδοξες προτάσεις που είναι σαφώς ριζοσπαστικές σε σχέση με τις αρχές της ελεύθερης αγοράς.
Δυστυχώς, δεν υπάρχει καμία απόδειξη που να υποστηρίζει την άποψη ότι οι Δημοκρατικοί στο Κογκρέσο είναι έτοιμοι να υψώσουν τη κόκκινη σημαία στο Καπιτώλιο. Οι μετριοπαθείς προτάσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω είναι μακράν από επαναστατικές, ή τουλάχιστον δε θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως τέτοιες σε μια σχετικά αναπτυγμένη κοινωνία. Κάποιες από αυτές εφαρμόζονται, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, στη Σκανδιναβία, στη Βρετανία, στη Γαλλία, και στη Γερμανία και δε φαίνεται ότι έχουν ταράξει τη καπιταλιστική τάξη ούτε στον ελάχιστο βαθμό.
Το γεγονός ότι υπάρχει τώρα μια χλιαρή υποστήριξη προς το «σοσιαλισμό» μεταξύ ορισμένων Δημοκρατών στο Κογκρέσο είναι προφανώς μια ένδειξη αλλαγής σε σύγκριση με σχεδόν μηδενική υποστήριξη στο παρελθόν. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν αντιπροσωπεύει μια ξαφνική στροφή των Δημοκρατικών προς τον γνήσιο σοσιαλισμό. Αυτό που δείχνει είναι μια αυξανόμενη πίεση στο Κογκρέσο από τα κάτω, από εκατομμύρια Αμερικανούς που είναι όλο και περισσότερο δυσαρεστημένοι με τους νόμους της ζούγκλας που κυριαρχούν στις ζωές τους μέχρι σήμερα.
Η έκθεση συνεχίζει: «Είναι ασαφές, βέβαια, τι ακριβώς έχει στο μυαλό του ένας τυπικός ψηφοφόρος όταν σκέφτεται το ‘σοσιαλισμό’ ». Αυτό είναι δυστυχώς αλήθεια. Αλλά ενώ μπορεί να ισχύει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ξέρουν ακριβώς τι θέλουν, είναι επίσης αλήθεια ότι γνωρίζουν πολύ καλά τι δεν θέλουν. Δεν επιθυμούν να ζουν σε μια κοινωνία όπου εκατομμύρια στερούνται στοιχειώδους υγειονομικής περίθαλψης, το οποίο θα έπρεπε να είναι το αναφαίρετο δικαίωμα όλων των ανθρώπων σε μια οποιαδήποτε ημι-πολιτισμένη κοινωνία. Δεν θέλουν να τους εκμεταλλεύονται καπιταλιστές εργοδότες που πληρώνουν τιποτένιους μισθούς για πολλές ώρες σκληρής εργασίας.
Ούτε θέλουν να κυβερνούνται από μια μικροσκοπική κλίκα πλούσιων τραπεζιτών και καπιταλιστών, οι οποίοι δεν παράγουν τίποτα, αλλά ελέγχουν τα πάντα. Δεν αντέχουν πια το παλιό σύστημα, στο οποίο οι ευκατάστατοι πολιτικοί – τόσο οι Ρεπουμπλικάνοι όσο και οι Δημοκράτες – βρίσκονται στον έλεγχο της Γουόλ Στριτ και κυβερνούν σύμφωνα με τα συμφέροντα της τάξης τους, εις βάρος των συμφερόντων της συντριπτικής πλειοψηφίας.
Δεκαετίες θυμού, αγανάκτησης και απογοήτευσης, που συσσωρεύονταν σταδιακά κάτω από την επιφάνεια, αρχίζουν τελικά να βγαίνουν στη φόρα. Με έναν ιδιαίτερο τρόπο, ακόμη και η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, αντανακλούσε αυτήν την οργή. Αλλά ο Τραμπ, ένας δισεκατομμυριούχος, δεν αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα της πλειοψηφίας, της αμερικανικής εργατικής τάξης. Στην ουσία, αντιπροσωπεύει τα ίδια ταξικά συμφέροντα με τη Χίλαρι Κλίντον: αυτά των τραπεζιτών και των καπιταλιστών, παρόλο που το κάνει αυτό με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο, που δεν είναι πάντοτε της αρεσκείας τους.
Λόγια, λόγια, λόγια…
Έχοντας περάσει τις εισαγωγές, το ΣΟΣ πιάνει πλέον δουλειά:
«[…] οι οικονομολόγοι γενικά συμφωνούν στο πως να ορίσουν τον σοσιαλισμό, και έχουν αφιερώσει πολύ χρόνο και χρήμα στο να μελετήσουν το κόστος και τα οφέλη του. Λαμβάνοντας υπόψιν τη πλούσια αυτή βιβλιογραφία, η έκθεση αυτή μελετά το ιστορικό όραμα του σοσιαλισμό, τις επιδιώξεις του, τα οικονομικά χαρακτηριστικά του, τις επιδόσεις του στον οικονομικό τομέα και τη σχέση του με τις πρόσφατες πολιτικές προτάσεις στις ΗΠΑ.»
Ένα από τα ατυχή χαρακτηριστικά του σύγχρονου καπιταλισμού και των γκουρού-διανοούμενων του είναι η συνεχής καταστροφή της αγγλικής γλώσσας. Οι έννοιες των λέξεων παραμορφώνονται πέρα από κάθε αναγνώριση, συχνά μετατρέποντας τες στα αντίθετά τους. Έτσι, κανείς στις μέρες μας δεν έχει προβλήματα, αλλά μόνο «ζητήματα». Οι άνθρωποι πλέον δεν σκοτώνονται, αλλά απλώς «χάνονται». Δεν υπάρχουν πια αθώα πολιτικά θύματα σε πολέμους, αλλά μόνο «παράπλευρες απώλειες». Τα παραδείγματα αυτά μετατρέπουν την επίσημη κρατική γλώσσα στο βιβλίο του Τζορτζ Όουργελ «1984» σε αθώα παρεκτροπή.
Οι συγγραφείς του προαναφερθέντος κειμένου έκαναν ότι καλύτερο μπορούσαν ώστε να συμβάλλουν στην τέχνη της γλωσσικής συσκότισης. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι οι έννοια που χρησιμοποιούν: «χαμένη ευκαιρία». Αλλά τουλάχιστον προσπαθούν να δώσουν έναν ορισμό στη χρήση της. Μια «χαμένη ευκαιρία» ορίζεται ως «η απώλεια ενός ενδεχόμενου κέρδους από άλλες εναλλακτικές, όταν μια άλλη εναλλακτική επιλέγεται».
Ότι έχουμε πολλές εναλλακτικές είναι φανερό ακόμα και σε ένα παιδί έξι χρονών. Αλλά για ποιες εναλλακτικές πραγματικά μιλάμε; Μία εναλλακτική είναι η σημερινή κοινωνία. Γνωστή κι ως καπιταλισμός. Σε πολύ απλά λόγια, καπιταλισμός σημαίνει: ένα οικονομικό σύστημα όπου όλα εξαρτώνται από ένα πράγμα: παραγωγή με σκοπό το κέρδος. Οι ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων στον καπιταλισμό καθορίζονται από το απλό αυτό γεγονός.
Όσο οι καπιταλιστές και οι τραπεζίτες αποκτούν αυτό που θεωρούν κατάλληλο επίπεδο κέρδους, συμπιέζοντας τους εργαζόμενους, θα συνεχίσουν να παράγουν, οι άνθρωποι θα έχουν δουλειά και μπορεί να πάρουν και μερικά ψίχουλα παραπάνω. Αλλά αν οι καπιταλιστές δεν παίρνουν αυτό που θεωρούν κατάλληλη ανταμοιβή για την «εργασία» τους (τι ακριβώς σημαίνει αυτό δεν είναι σίγουρο), θα κλείσουν τα εργοστάσια σαν να ήταν σπιρτόκουτα, πετώντας τους εργαζόμενους στους δρόμους χωρίς την παραμικρή αποζημίωση, καταστρέφοντας ολόκληρες κοινότητες και οδηγώντας μια ολόκληρη γενιά σε απελπισία.
Αυτό είναι που στην πραγματικότητα έχει συμβεί σε πολλούς Αμερικανούς εργάτες. Οι πρώην ευημερούσες περιοχές, όπου μεγάλες βιομηχανίες παρήγαγαν αγαθά σε τεράστια κλίμακα, έχουν περιοριστεί σε βιομηχανικές ερήμους. Στην Πενσυλβανία, στο Οχάιο και στο Μίσιγκαν, στη Βόρεια Ιντιάνα, στο ανατολικό Ιλλινόις και στο Ουισκόνσιν, τα μεταλλεία και τα εργοστάσια έχουν κλείσει, οι κοινότητες αποδεκατίζονται και εκατομμύρια Αμερικανών πολιτών έχουν οδηγηθεί σε επίπεδα φτώχειας, δυστυχίας και απελπισίας σαν τη δεκαετία του 1930.
Ήταν, σε μεγάλο βαθμό, η απόρριψη αυτής της λεγόμενης εναλλακτικής πίσω από την απελπισμένη αναζήτηση ενός άλλου δρόμου που ήταν πολύ σαφής κατά τη διάρκεια των τελευταίων προεδρικών εκλογών. Εκφράστηκε με την άνοδο του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος δημαγωγικά έκανε έκκληση στα εκατομμύρια των Αμερικανών που είχαν πεταχτεί στην άκρη από το καπιταλιστικό σύστημα. Η ρητορική του χτύπησε ακριβώς σε ένα ευαίσθητο σημείο που άλλοι πολιτικοί δεν κατάφεραν να παρατηρήσουν ή ούτε καν ανέφεραν. Ήταν αυτό, και όχι οποιαδήποτε «ρωσική παρέμβαση» που καθόρισε τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών.
Ο Τραμπ κι ο Σάντερς
Ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη πλευρά στο ζήτημα αυτό. Όταν ο Μπέρνι Σάντερς πρωτο-ανακοίνωσε την υποψηφιότητα του, πολλοί λίγοι τον γνώριζαν στην Αμερική. Αντιθέτως, όλοι γνώριζαν την Χίλαρι Κλίντον. Παρόλα αυτά, σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα ο Μπέρνι Σάντερς εκτοξεύτηκε στις δημοσκοπήσεις. Οι συγκεντρώσεις του μάζευαν δεκάδες χιλιάδες ενθουσιώδεις υποστηρικτές που αναζητούσαν μια εναλλακτική, κατά πλειοψηφία από την νέα γενιά.
Σε αυτές τις μαζικές συγκεντρώσεις, ο Σάντερς μίλησε για σοσιαλισμό, επιτέθηκε στους πλούσιους και ισχυρούς και μάλιστα μίλησε για την ανάγκη μιας πολιτικής επανάστασης εναντίον της τάξης των δισεκατομμυριούχων. Και οι ομιλίες χτύπησαν φλέβα, όχι μόνο ανάμεσα στους δικούς του υποστηρικτές, αλλά και σε πολλούς ανθρώπους που υποστήριξαν τον Ντόναλντ Τραμπ. Στην πραγματικότητα, ο Σάντερς ήταν ο μόνος υποψήφιος που θα μπορούσε να νικήσει τον Τραμπ. Τελικά, όπως ήταν αναμενόμενο, ο μηχανισμός του Δημοκρατικού Κόμματος έπαιξε βρώμικα εναντίον του. Εκείνος, δυστυχώς, το δέχθηκε και κάλεσε τους ψηφοφόρους να στηρίξουν τη Χίλαρι Κλίντον – που σωστά θεωρούνταν από πολλούς ως η υποψήφια της Γουολ Στριτ. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό.
Ο μεγάλος Αμερικανός συγγραφέας Γκορ Βίνταλ εξήγησε κάποτε ότι «η δημοκρατία μας έχει ένα κόμμα – το κόμμα ιδιοκτησίας – με δύο δεξιές πτέρυγες». Δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο που θα μπορούσε κάποιος να προσθέσει σε αυτόν τον αξιοθαύμαστο ορισμό της αμερικανικής πολιτικής. Το μεγάλο λάθος του Σάντερς ήταν να συνδέσει την εκστρατεία του με το Δημοκρατικό Κόμμα, το οποίο δεν είναι καθόλου λιγότερο καπιταλιστικό κόμμα σε σχέση με τους Ρεπουμπλικάνους.
Τι είναι Σοσιαλισμός;
Επιτέλους, οι συγγραφείς του κειμένου προσπαθούν να μας εξηγήσουν τι είναι τελικά ο σοσιαλισμός:
«Για τους οικονομολόγους, ο σοσιαλισμός δεν έχει μια απόλυτη περιγραφή. Το αν μια χώρα ή μια βιομηχανία είναι σοσιαλιστική είναι ένα ζήτημα που σχετίζεται με τον βαθμό (α) που τα μέσα παραγωγής, διανομής κι ανταλλαγής ανήκουν ή ρυθμίζονται από το κράτος; και (β) που το κράτος χρησιμοποιεί τον έλεγχο που κατέχει για να διανείμει τα διάφορα αγαθά που παράγονται χωρίς να λαμβάνει υπόψιν τη τελικά θέληση του καταναλωτή να πληρώσει ή να ανταλλάξει (δηλαδή με το να δίνει κάποια πράγματα ‘δωρεάν’). Όπως εξηγείται παρακάτω, ο ορισμός αυτός συμφωνεί με τις δηλώσεις και τις πολιτικές θέσεις ηγετικών μορφών του σοσιαλισμού, από τον Καρλ Μαρξ στον Λένιν, από τον Λένιν στον Μάο Τσε τουνγκ, κι από εκεί στους τωρινούς Αμερικάνους σοσιαλιστές».
Ο ορισμός του σοσιαλισμού που μας παρέχουν αυτοί οι ανώνυμοι οικονομολόγοι προέρχεται ακριβώς από τις εποχές του «Κόκκινου Τρόμου». Στον σοσιαλισμό, μας ενημερώνουν, όλα θα βρίσκονται στα χέρια του κράτους – αυτού του καταπιεστικού, γραφειοκρατικού τερατουργήματος που θέλει να ελέγχει κάθε πλευρά της ζωής μας και να μας καταντήσει δούλους. Ακόμα χειρότερα, σε μια οικονομία όπου η παραγωγή, η διανομή και η ανταλλαγή «γίνονται ή ελέγχονται από το κράτος», τα «διάφορα αγαθά» (οτιδήποτε κι αν σημαίνει αυτό) θα μοιράζονται «χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν η βούληση του καταναλωτή να πληρώσει». Με άλλα λόγια – ο χειρότερος εφιάλτης! – «τα αγαθά θα δίνονται δωρεάν».
Η ιδέα του να παρέχεται οτιδήποτε δωρεάν προκαλεί ανατριχίλα σε κάθε επιχειρηματία και τραπεζίτη που σέβεται τον εαυτό του από τη Φλόριντα έως την Αλάσκα. Αυτή η τερατώδης ιδέα θα σήμαινε το τέλος του πολιτισμού όπως το ξέρουμε! Αλλά ας αναλύσουμε το θέμα λίγο πιο λεπτομερώς. Πρώτα από όλα, ας δώσουμε τον δικό μας πολύ απλό ορισμό της θεμελιώδους διαφοράς ανάμεσα στον σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό. Ο Καπιταλισμός, όπως είπαμε, είναι η παραγωγή με σκοπό το ιδιωτικό κέρδος. Ο Σοσιαλισμός είναι η παραγωγή με σκοπό την κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών. Αν μείνουμε σε αυτές τις πολύ βασικές ιδέες, δεν υπάρχει καμιά περίπτωση σύγχυσης.
Ας πάρουμε για παράδειγμα την παρούσα κατάσταση. Τις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα, ζούμε σε έναν κόσμο όπου οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε, για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, μπορούμε ειλικρινά να πούμε ότι δεν υπάρχει λόγος να λιμοκτονεί κανείς, δεν χρειάζεται κανείς να είναι άστεγος, δεν υπάρχει λόγος να πεθάνει οποιοδήποτε παιδί από έλλειψη καθαρού νερού ή στοιχειώδους ιατρικής περίθαλψης και δεν υπάρχει λόγος να είναι κανείς αναλφάβητος.
Δεν υπάρχει ανάγκη για τίποτα από αυτά στον σύγχρονο κόσμο. Και όμως όλα αυτά είναι πραγματικότητα σε τεράστια κλίμακα, όχι μόνο σε αυτό που ονομαζόταν «Τρίτος Κόσμος» – Αφρική, Ασία και Λατινική Αμερική – αλλά και στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, της πλουσιότερης χώρας στη Γη.
«Βούληση για πληρωμή»
Υπάρχει ένα αδιαίρετο χάσμα που χωρίζει τη θεωρία της καπιταλιστικής «ελεύθερης οικονομίας της αγοράς» και την πρακτική της. Το έγγραφο μιλά για την «βούληση» των καταναλωτών να πληρώσουν. Αυτό που πραγματικά εννοούν είναι η ικανότητά τους να πληρώσουν. Όλοι θα ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν για ένα άνετο διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη ή στο Σαν Φρανσίσκο – αν βέβαια μπορούσαν. Το πρόβλημα είναι ότι η τερατώδης τιμή στέγασης στις μεγάλες αμερικανικές πόλεις θέτει ακόμα και μια τέτοια στοιχειώδη απαίτηση όπως μια κατοικία πέρα από την οικονομική δυνατότητα πολλών, αν όχι της πλειοψηφίας, των Αμερικανών.
Εδώ επιστρέφουμε στη θεμελιώδη διαφορά ανάμεσα στον σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό. Στον καπιταλισμό, τα εμπορεύματα παράγονται μόνο όταν υπάρχει ζήτηση για αυτά. Αλλά εδώ, η λέξη ζήτηση πρέπει να οριστεί σωστά. Υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ της αφηρημένης ζήτησης και του τι θεωρούν οι οικονομολόγοι ως αποτελεσματική ζήτηση. Υπάρχει προφανώς τεράστια ζήτηση για στέγαση στις ΗΠΑ, όπως συμβαίνει στη Βρετανία και σε όλες τις άλλες χώρες. Δυστυχώς, η αποτελεσματική ζήτηση είναι ένα άλλο πράγμα εντελώς.
Ο διάσημος Γάλλος συγγραφέας, Ανατόλ Φρανς, έγραψε κάποτε ότι: «Ο νόμος, στην αποκορύφωμα της ισότητας του, απαγορεύει στους πλούσιους και τους φτωχούς να κοιμούνται κάτω από τις γέφυρες, να ικετεύουν στους δρόμους και να κλέβουν ψωμί». Αυτό ισχύει στην παρούσα κατάσταση στις ΗΠΑ. Φυσικά, όλοι στον καπιταλισμό απολαμβάνουν ελευθερία επιλογής. Όμως, για τα εκατομμύρια φτωχών, η τόσο φημισμένη αυτή επιλογή, που προσφέρει η οικονομία της αγοράς, είναι να επιλέξει αν θα κοιμηθεί σε μια πόρτα ή κάτω από μια γέφυρα.
Το υψηλό κόστος στέγασης είναι ένα από τα κύρια σκάνδαλα της περιόδου στην οποία ζούμε. Τα εκατομμύρια των αστέγων που εκδηλώνουν την έντονη προθυμία να αποκτήσουν μια στέγη πάνω από τα κεφάλια τους, δυστυχώς δεν διαθέτουν τα μέσα για να μετατρέψουν αυτήν την αφηρημένη βούληση σε πραγματική αγορά.
Υπάρχει κίνητρο στο έδαφος του καπιταλισμού;
Το κείμενο συνεχίζει:
«Παρατηρούμε ότι οι ιστορικοί εκπρόσωποι των σοσιαλιστικών πολιτικών, αλλά και κάποιοι σύγχρονοι πολιτικοί στις ΗΠΑ έχουν κοινό όραμα και σκοπούς. Και οι δύο χαρακτηρίζουν τη διανομή τους εισοδήματος στις οικονομίες της αγοράς σαν το άδικο αποτέλεσμα ‘εκμετάλλευσης’, το οποίο πρέπει να διορθωθεί με εκτεταμένο κρατικό έλεγχο».
Παρατηρούμε ότι η λέξη εκμετάλλευση έχει μπει μέσα σε εισαγωγικά. Αυτό υπονοεί ότι η καπιταλιστική εκμετάλλευση στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Σύμφωνα με αυτό λοιπόν, τα κέρδη των καπιταλιστών έρχονται ουρανοκατέβατα. Η σχέση μεταξύ κεφαλαίου κι εργασίας είναι μια σχέση αρμονίας και ισότητας. Και ζήσαμε εμείς καλά, κι αυτοί καλύτερα.
Κάθε Αμερικανός εργαζόμενος γνωρίζει ότι αυτό είναι απλώς ένα παραμύθι. Οι σχέσεις μεταξύ εργαζομένων και καπιταλιστών δεν είναι καθόλου αρμονικές, αλλά εντελώς ανταγωνιστικές. Αυτό συμβαίνει, για τον απλό λόγο ότι τα κέρδη των καπιταλιστών προέρχονται από την απλήρωτη εργασία της εργατικής τάξης. Και δεν μπορούν να προέλθουν από τίποτα άλλο. Οι συντάκτες του εγγράφου απορρίπτουν την έννοια της «εκμετάλλευσης» ως μια «καταγγελία» από την αριστερά. Αναφέρονται ελαστικά στην «κατανομή του εισοδήματος στις οικονομίες της αγοράς». Αλλά δεν μας λένε ποια είναι αυτή η κατανομή. Ας κάνουμε μια παύση για να τους διαφωτίσουμε.
Οι στατιστικές δείχνουν ότι υπάρχει μια μακροπρόθεσμη αύξηση της ανισότητας μεταξύ των πλουσιότερων στρωμάτων της αμερικανικής κοινωνίας και των φτωχότερων. Μετά τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930, το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών περιορίστηκε. Τώρα μπορεί να δει κανείς την αντίθετη τάση. Σήμερα, το ένα τέταρτο των Αμερικανών εργαζομένων βγάζει λιγότερα από 10 δολάρια ανά ώρα, τα οποία είναι χαμηλότερα από το ομοσπονδιακό επίπεδο φτώχειας. Μεταξύ του 1979 και του 2007, το εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 275% για το πλουσιότερο 1% αυτών. Αυξήθηκε κατά 65% για το ανώτερο 5%. Για το φτωχότερο 5% αυξήθηκε κατά μόλις 18%.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του γραφείου Απογραφών των ΗΠΑ για το 2017, το 12,3% του πληθυσμού της Αμερικής (39,7 εκατομμύρια άνθρωποι) ζουν σε συνθήκες φτώχειας, όπως αυτή ορίζεται επίσημα στη χώρα. Η έρευνα αυτή αποστέλλεται στα σπίτια στις ΗΠΑ, οπότε οι εκτιμήσεις για τη φτώχεια δεν περιλαμβάνουν εκείνους που είναι άστεγοι. Οι αριθμοί αυτοί εξαιρούν επίσης το στρατιωτικό προσωπικό που δεν ζει με τουλάχιστον έναν ενήλικο πολίτη, καθώς και τους φυλακισμένους ενήλικες.
Άλλες εκτιμήσεις είναι ακόμη υψηλότερες. Σύμφωνα με το γραφείο Απογραφής, 18,5 εκατομμύρια άνθρωποι ανέφεραν μεγάλη φτώχεια, που σημαίνει εισόδημα κάτω από το 50% του κατώτατου ορίου φτώχειας του 2017. Τα άτομα αυτά αντιπροσωπεύουν περίπου το 5,7% όλων των Αμερικανών και το 46,7% αυτών που βρίσκονται στη φτώχεια. Οι περισσότεροι εργαζόμενοι με χαμηλές αμοιβές δεν λαμβάνουν από τους εργοδότες τους ιατρική ασφάλιση, άδεια ασθένειας ή συνεισφορές προς τη σύνταξη τους. Αυτοί οι εργαζόμενοι δεν έχουν την πολυτέλεια να είναι άρρωστοι και δεν έχουν καμία ελπίδα να συνταξιοδοτηθούν.
Μετάφραση: Μάριος Καλομενόπουλος