Η επικράτηση του μεγαλοαστού δημαγωγού Στέφανου Κασσελάκη στον 1ο γύρο των εσωκομματικών εκλογών για την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ με μόλις 3 βδομάδες καμπάνιας και χωρίς ο ίδιος ουσιαστικά να έχει υπάρξει ποτέ, όχι μέλος της ηγεσίας, αλλά ούτε καν μέλος του κόμματος, ήταν η φυσική κατάληξη μιας πολυετούς πολιτικής πορείας που χαράχτηκε με ακραίο οπορτουνισμό και καριερισμό, διαρκείς δεξιές στροφές και «διευρύνσεις», αλλά και ανοικτές προδοσίες. Μιας πορείας που φέρει την «σφραγίδα» των πολιτικών επιλογών της τσιπρικής ηγεσίας, προεξάρχοντος ασφαλώς του ίδιου του «χαρισματικού» αρχηγού, ο οποίος τον περασμένο Ιούνιο αρνούμενος να κριθεί για τις ολέθριες επιλογές του σε συλλογικές κομματικές διαδικασίες, πήδηξε άρον άρον και χωρίς «χαρισματική» διακριτικότητα από το βυθιζόμενο καράβι για να σώσει την καριέρα του.
Στις εκλογές αναμετρήθηκαν 5 υποψήφιοι που αντιπροσωπεύουν θέσεις και πολιτικά πεπραγμένα ξένα με τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και τις σοσιαλιστικές ιδεολογικοπολιτικές ιδρυτικές αρχές της Αριστεράς (μπορείτε να διαβάσετε εδώ, εδώ, εδώ και εδώ την αναλυτική μας κριτική στις πλατφόρμες και την φύση κάθε υποψηφιότητας). Οι 3 πρώην υπουργοί που συνυπέγραψαν και εφάρμοσαν από καίρια υπουργεία τα μνημόνια άγριας λιτότητας των δανειστών και της αντιδραστικής ελληνικής άρχουσας τάξης (Αχτσιόγλου, Παππάς, Τσακαλώτος), ο πρώην υπουργός κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ οι οποίες στο βωμό της διαχείρισης του σάπιου ελληνικού καπιταλισμού έθαψαν και επίσημα τις σοσιαλιστικές διακηρύξεις της «3ης του Σεπτέμβρη» (Τζουμάκας) και ο φιλόδοξος νεόπλουτος δημαγωγός (Κασσελάκης), συγκρότησαν μια ομάδα υποψηφίων που κινούταν σε ένα φάσμα μεταξύ πολιτικού φίλου του αστικού κατεστημένου και «σάρκας από τη σάρκα» του.
Ήταν μεγάλη η συμμετοχή;
Παρά τις θριαμβολογίες της γραφειοκρατίας του ΣΥΡΙΖΑ περί μεγάλης συμμετοχής, τις οποίες ενίσχυσε και ο αστικός Τύπος με τις σχετικές του αναφορές, η συμμετοχή στις εσωκομματικές εκλογές δεν δικαιολογεί πανηγυρισμούς. Σύμφωνα με τις τελικές επίσημες ανακοινώσεις, στις εκλογές συμμετείχαν 148.821 μέλη. Παρότι αυτή τη φορά, σε σύγκριση με την επανεκλογή του Αλέξη Τσίπρα με την ίδια μέθοδο της «εκλογής από τη βάση» τον Μάη του 2022, είχαμε εσωκομματικές εκλογές με πραγματική και όχι συμβολική σημασία, με 5 και όχι έναν, μοναδικό και αδιαμφισβήτητο υποψήφιο, η συμμετοχή ήταν μικρότερη, καθώς, σύμφωνα με τις τότε επίσημες ανακοινώσεις, τον Μάη του 2022 είχαν συμμετάσχει «πάνω από 150.000 άτομα».
Αξίζει επίσης να θυμηθούμε, ότι όταν η ΝΔ είχε περάσει στην αντιπολίτευση μετά τη μεγάλη ήττα της στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, στον 1ο γύρο των δικών της εσωκομματικών εκλογών τον Δεκέμβριο του 2015, είχαν ψηφίσει 404.078 άτομα, δηλαδή πάνω από 250.000 περισσότερα άτομα από όσα πήγαν στην κάλπη του ΣΥΡΙΖΑ την περασμένη Κυριακή. Παρότι τότε και η ΝΔ, όπως σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ, ήταν σε δεινή πολιτική κατάσταση και με έντονη τη φημολογία για μια διάσπαση, κάποιος μπορεί να αντιτάξει εδώ το επιχείρημα ότι συγκρίνουμε δύο πολύ άνισα σε απήχηση πλέον μετά τις τελευταίες εκλογές, κόμματα. Όμως, εξίσου αποκαρδιωτικά είναι τα αποτελέσματα της σύγκρισης και με τις αντίστοιχες τελευταίες εσωκομματικές εκλογές του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, ενός κόμματος που έλαβε τον Ιούνιο αρκετά μικρότερο ποσοστό από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Έτσι, παρότι το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ στις εθνικές εκλογές του περασμένου Ιουνίου έλαβε συγκεκριμένα περίπου 325.000 ψήφους λιγότερες από τον ΣΥΡΙΖΑ, στις δικές του εσωκομματικές εκλογές τον Δεκέμβριο του 2021, είχαν ψηφίσει συνολικά 270.706 άτομα, δηλαδή, σχεδόν 122.000 περισσότερα από όσα ψήφισαν στις εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ την Κυριακή. Η σύγκριση αυτή είναι απόλυτα διαφωτιστική, γιατί μας βοηθά να κατανοήσουμε παραστατικά ότι ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζει σε απώλεια μαζικής επιρροής, κάτι χειρότερο από «ΠΑΣΟΚοποίηση».
Η μεγάλη μάζα των ψηφοφόρων της Κυριακής αποτελούταν από χαλαρούς, περιστασιακούς υποστηρικτές, στους οποίους έχει ανατεθεί από τη γραφειοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ ο παθητικός ρόλος του ψηφοφόρου στις εσωκομματικές κάλπες με σκοπό να επιβεβαιώνουν κάθε φορά τη δική της δύναμη. Η μέθοδος αυτή για την εκλογή προέδρου, η οποία εισήχθη στον ΣΥΡΙΖΑ μετά από πολύχρονη σχετική επιμονή της ομάδας του Τσίπρα και του ίδιου προσωπικά, όπως έχουμε επανειλημμένα τονίσει, δεν έχει καμία σχέση, όχι μόνο με την εσωκομματική δημοκρατία, αλλά και με την ίδια την έννοια του κόμματος.
Η έννοια του κόμματος προϋποθέτει μέλη ενεργά σε συστηματικά επαναλαμβανόμενες συλλογικές διαδικασίες συζήτησης και δράσης. Η γραφειοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ όμως, στην πραγματικότητα, εδώ και αρκετά χρόνια έχει διαλύσει το κόμμα και το έχει μετατρέψει σ’ έναν χαλαρό εκλογικό μηχανισμό. Με μία «βάση» που δεν καλείται συστηματικά για συζήτηση και κοινή δράση, και κινητοποιείται απλώς στις εκλογές, τα συνέδρια και την εκλογή του αρχηγού, δεν υπάρχει ούτε κόμμα, ούτε βέβαια – αφού δεν υπάρχει κόμμα – και εσωκομματική δημοκρατία. Αυτή η άθλια πολιτική χορηγία στην Αριστερά από την ομάδα Τσίπρα (ανάμεσα στις τόσες άλλες ανάλογες), αποτελεί μια πρακτική απευθείας δανεισμένη από τα αστικά κόμματα, οι ηγεσίες των οποίων λογοδοτούν μόνο στους καπιταλιστές και χρησιμοποιούν τη βάση τους, στην καλύτερη περίπτωση ως χειροκροτητές και πρωτοκολλητές αποφάσεων προειλημμένων στα κλειστά γραφεία των καπιταλιστικών ομίλων.
Η άκρως χαλαρή σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με τα «μέλη» του αποδείχθηκε την Κυριακή για δεύτερη φορά μέσα σε 1,5 χρόνο. Τον Μάη του 2022 δεν συμμετείχαν (ούτε καν) στην κωμικοτραγική διαδικασία επανεκλογής του Τσίπρα χωρίς αντίπαλο, τα 22.000 από τα 62.000 «μέλη» που είχε ως εκείνη τη μέρα ο ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή σχεδόν το 30%. Την Κυριακή το ποσοστό των «μελών» που αδιαφόρησαν απόλυτα μεγάλωσε, αφού παρά την ύπαρξη 5 υποψηφιοτήτων δεν προσήλθε στην κάλπη το 40,7% από τα 172.000 «μέλη» που συνολικά διέθετε ο ΣΥΡΙΖΑ μέχρι την Κυριακή, δηλαδή 70.000 άτομα, με τον αριθμό των ψηφοφόρων που εγγράφηκαν στους καταλόγους για πρώτη φορά να είναι 40.000.
Φυσικά δεν προκαλεί έκπληξη σε κανέναν το γεγονός ότι οι εκπρόσωποι της γραφειοκρατίας υπερτόνισαν την ύπαρξη των 40.000 νέων ψηφοφόρων-«μελών» και ούτε καν σημείωσαν εκείνη των 70.000 παλιότερων που αδιαφόρησαν. Αυτή όμως αντικειμενικά, δεν είναι η εικόνα ενός σφριγηλού κόμματος, αλλά εκείνη ενός «κόμματος» ή για να ακριβολογήσουμε, ενός χαλαρού και τελματωμένου εκλογικού μηχανισμού, ο οποίος βρίσκεται σε κατάσταση κρίσης και ραγδαίας αποδυνάμωσης της επιρροής του.
Τι έδειξαν τα αποτελέσματα για κάθε υποψήφιο
Τα τελικά αποτελέσματα των εκλογών ήταν τα ακόλουθα.
Ψήφισαν 148.821 μέλη. Έγκυρα ψηφοδέλτια: 147.821. Λευκά: 293. Άκυρα: 1.220.
Επί των εγκύρων ψηφοδελτίων τα αποτελέσματα ήταν:
• Στέφανος Κασσελάκης: 44,91%, 66.156 ψήφοι.
• Έφη Αχτσιόγλου: 36,18%, 53.292 ψήφοι.
• Ευκλείδης Τσακαλώτος: 8,93%, 13.156 ψήφοι.
• Nίκος Παππάς: 8,68%, 12.787 ψήφοι.
• Στέφανος Τζουμάκας: 1,3%, 1.917 ψήφοι.
Η νίκη του Στέφανου Κασσελάκη, αν και δεν υπάρχουν διαθέσιμα από κάποιο exit poll τα ακριβή σχετικά στοιχεία, βάσιμα μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στους ψηφοφόρους-«μέλη» που συμμετείχαν και εγγράφηκαν στους καταλόγους για πρώτη φορά. Το προφίλ των νέων αυτών ψηφοφόρων-«μελών» που επέλεξαν Κασσελάκη είναι ανομοιογενές, με μόνο κοινό παρανομαστή το γεγονός ότι δεν θα πήγαιναν στην κάλπη αν δεν υπήρχε η υποψηφιότητά του.
Πρόκειται για πολιτικά απελπισμένους, κυρίως μικροαστούς μεσήλικες, κατά βάση πολιτικούς θαυμαστές του Αλέξη Τσίπρα και της κατά φαντασίαν χαρισματικότητας του, οι οποίοι στο πρόσωπο του «αυτοδημιούργητου» καπιταλιστή Κασσελάκη αναζητούν έναν νέο πολιτικό Μεσσία για να τους βγάλει με έναν μαγικό, «χαρισματικό» τρόπο από το τέλμα που τους βυθίζει καθημερινά η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού.
Πλάι σ’ αυτούς, συνυπάρχουν πιο νεαρά, μορφωμένα και άσχετα ως σήμερα με την Αριστερά στοιχεία, προερχόμενα και αυτά κυρίως από τα μεσαία στρώματα, που φιλοδοξούν με όχημα το «ρεύμα» του Κασσελάκη να αναρριχηθούν μελλοντικά σε κρατικά πόστα, σε τοπικό ή κεντρικό επίπεδο. Σε όλους αυτούς τους νέους ψηφοφόρους, προστέθηκαν – και αναμένεται να προστεθούν ακόμα περισσότερα στον δεύτερο γύρο – υπάρχοντα μέλη που είναι συνδεδεμένα με βουλευτές ή κομματικούς γραφειοκράτες, οι οποίοι είχαν τη διορατικότητα να διακρίνουν σωστά το νικητή και να ταχθούν με αυτόν από ιδιοτέλεια.
Η ευκαιριακή και σαθρή αυτή φύση του «ρεύματος» Κασσελάκη που του απέφερε τη νίκη στον 1ο γύρο, είναι πιστός καθρέφτης του πολιτικού περιεχομένου της υποψηφιότητάς του, δηλαδή της κούφιας και προκλητικά ναρκισσιστικής, φιλοκαπιταλιστικής δημαγωγίας, (αδέξια) περιτυλιγμένης με φραστικές επιθέσεις στο «καθεστώς Μητσοτάκη», στο όνομα μιας «σύγχρονης Αριστεράς».
Αυτή η (ατάλαντη σε κάθε περίπτωση) δημαγωγία, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι δεν είναι ελκυστική και πειστική για τον μέσο εργαζόμενο και νέο, που ενώ κατανοεί την ανάγκη για μια πολιτική σύγκρουση με την κυβέρνηση της Δεξιάς, δεν βρήκε κανέναν σοβαρό λόγο να θυσιάσει λίγα λεπτά από ένα Κυριακάτικο πρωινό του για να συμμετάσχει στις εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, πρέπει να τονιστεί, ιδιαίτερα για να απαντηθεί ο γνωστός κυνισμός εκείνων των «αριστερών» που εκ συστήματος βιάζονται για κάθε νέο αντιδραστικό φαινόμενο να δυσφημίσουν και να ενοχοποιήσουν την εργατική τάξη και τη νεολαία, ότι το περιβόητο «ρεύμα Κασσελάκη» δεν έχει καμία ουσιαστική βάση ανάμεσα σ’ αυτά τα αληθινά προοδευτικά, πλειοψηφικά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας.
Στην πραγματικότητα, την Κυριακή δεν νίκησε αυτό το πολιτικά σαθρό «ρεύμα Κασσελάκη», αλλά πρωτίστως, έχασε η υποψηφιότητα που συσπείρωσε την παλιά τσιπρική γραφειοκρατία, αυτή της Έφης Αχτσιόγλου. Η δεύτερη θέση για όλους αυτούς τους μέχρι πρότινος νόμιμους ιδιοκτήτες του τσιπρικού, μνημονιακού νεο-ΣΥΡΙΖΑ, ήταν ένα ηχηρό χαστούκι που φανέρωσε τη μεγάλη τους απομόνωση από την εργατική τάξη και τη νεολαία, ακόμα και από τους εναπομείναντες ψηφοφόρους του κόμματος, ακόμα και από αυτά τα ίδια τα μέλη του!
Τα ποσοστά που έλαβαν οι άλλοι 3 υποψήφιοι ήταν ακόμα πιο αναμενόμενα. Όπως αποδείχθηκε, οι υποψηφιότητες των Τσακαλώτου και Παππά, είχαν ως στόχο τη μίνιμουμ εκλογική καταγραφή, ώστε να εξασφαλιστεί για τους ίδιους ένας κεντρικός ρόλος στην επόμενη μέρα του κόμματος. Οι θέσεις και η πολιτική τους παρουσία δεν δημιούργησαν ποτέ κάτι που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ρεύμα έξω από τα στενά τείχη της επιρροής των εσωκομματικών τους τάσεων (Ομπρέλα και δεξιότερο τμήμα των «τσιπρικών», αντίστοιχα). Οι ανερμάτιστες και υποκριτικές αριστερές ατάκες του υπουργού Οικονομικών που εφάρμοσε για 4 χρόνια όλα τα τροϊκανά μνημόνια και η διαρκής επίκληση της στοχοπροσήλωσης στον «κεντρώο χώρο» και τους «νοικοκυραίους» από έναν επίσης κορυφαίο υπουργό της ίδιας κυβέρνησης, απέσπασαν πολύ αδύναμα ποσοστά όπως φαίνεται ακόμα και ανάμεσα στα υπάρχοντα ως την Κυριακή μέλη του κόμματος.
Όσο για το αποτέλεσμα του παλιού υπουργού των κυβερνήσεων Ανδρέα Παπανδρέου και Κώστα Σημίτη, Στέφανου Τζουμάκα, αυτό επιβεβαίωσε πλήρως την πρόβλεψή μας ότι στο τέλος, λόγω της άτολμης και αοριστολόγας «προοδευτικής» του ρητορικής, που συνδύαζε τα χειρότερα εθνοκεντρικά στοιχεία της ανδρεοπαπανδρεϊκής παράδοσης με τον ευρωκεντρισμό (βλ. υποστήριξη και απολογητική της ιμπεριαλιστικής ΕΕ) του σημιτικού εκσυγχρονισμού, θα καταφέρει να μη βρίσκει ούτε την ψήφο του. Με το ακραία αναιμικό του ποσοστό, ο Τζουμάκας έδειξε ότι απέτυχε παταγωδώς να συσπειρώσει ακόμα και αυτά τα (σεβαστής ακόμα ποσότητας στην εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ) στοιχεία που έχουν ως σημείο αναφοράς το παλιό ΠΑΣΟΚ και έβλεπαν στον Τσίπρα έναν νέο Ανδρέα Παπανδρέου.
Τι θα γίνει στον 2ο γύρο, τι να περιμένουμε την επόμενη μέρα
Καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές ανακοινώθηκε η είδηση της στήριξης από τον Νίκο Παππά στον Στέφανο Κασσελάκη για τον 2ο γύρο. Αυτή η στάση ήταν πολιτικά αναμενόμενη από την πλευρά του υποψήφιου που αντικειμενικά παρουσίασε την δεξιότερη πλατφόρμα, του ανθρώπου που κατάφερε να παρουσιάσει δηλαδή, δεξιότερη πλατφόρμα και από εκείνη τον Κασσελάκη. Όμως ακόμα πιο καθοριστικό γεγονός για την έκβαση του 2ου γύρου είναι η καιροσκοπική τάση για μεταστροφή που εμφανίζεται ανάμεσα σε γνωστούς ηγετικούς παράγοντες του ΣΥΡΙΖΑ, από τη στήριξη στην Αχτσιόγλου σε εκείνη για τον Κασσελάκη, με απόλυτα ενδεικτική την «αλλαξοπιστία» της βουλευτή Επικρατείας, διάσημης «περσόνας» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και παλιάς δημοσιογράφου, Έλενας Ακρίτα.
Φυσικά, ενόψει του 2ου γύρου, τυπικά, για την Έφη Αχτσιόγλου, εκτός από την ήδη εκφρασμένη από το βράδυ της Κυριακής υποστήριξη του Ευκλείδη Τσακαλώτου, υπάρχει και η δεξαμενή των 70.000 χιλιάδων «μελών» που δεν ψήφισαν την Κυριακή. Όμως κανείς δεν μπορεί σοβαρά να πειστεί ότι ένα σημαντικό μέρος από τα 70.000 αυτά «μέλη» που αδιαφόρησαν επιδεικτικά στα καλέσματα της ΣΥΡΙΖΑϊκής γραφειοκρατίας για συμμετοχή στον 1ο γύρο, θα προστρέξει στον 2ο για να στηρίξει την υποψήφιά της. Για κάθε έναν ψηφοφόρο από αυτά τα κατεξοχήν πολιτικά απελπισμένα τμήματα της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ που θα καταφέρει με κόπο να φέρει στην κάλπη για να τη στηρίξει η Αχτσιόγλου, τουλάχιστον άλλος ένας θα φτάσει την Κυριακή σ’ αυτή για να εκφράσει την πολιτική απελπισία του ψηφίζοντας το νέο δημαγωγό Μεσσία, ενώ και άλλος ένας καιροσκόπος κεντρικός ή τοπικός γραφειοκράτης, ή απλώς μια επιρροή ενός τέτοιου, θα σπεύσει να κάνει το ίδιο. Η υπόθεση για την Έφη Αχτσιόγλου, αντικειμενικά, φαίνεται πλέον χαμένη.
Η σχεδόν βέβαιη επικράτηση του Στέφανου Κασσελάκη την ερχόμενη Κυριακή, θα αποτελέσει ένα ποιοτικά νέο στάδιο στον αστικό εκφυλισμό του ΣΥΡΙΖΑ. Ανεξάρτητα από το τι θα γίνει τελικά με το «Α» και τα κομματικά σύμβολα, το ποια στάση θα κρατήσει αυτός που ας μην ξεχνάμε επέβαλε τον Κασσελάκη στο ψηφοδέλτιο επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή ο Αλέξης Τσίπρας, και από το πόσοι από τους κομματικούς γραφειοκράτες τελικά θα τον προσκυνήσουν ή θα επιλέξουν τον δρόμο μιας (εξαρχής χρεοκοπημένης και χωρίς καμιά πιθανότητα μακροημέρευσης) διάσπασης, ο Κασσελάκης θα πρωταγωνιστήσει στην ολοκλήρωση του αστικού εκφυλισμού του ΣΥΡΙΖΑ, επιδιώκοντας την επανίδρυσή του ως κόμμα καθαρά αστικό, το οποίο θα έχει την όψη μιας «αριστερής» (απλώς από παράδοση), ελληνικής εκδοχής του «μακρονισμού» της Γαλλίας.
Αυτό το νέο κόμμα για να καταφέρει να ξανασυμμετάσχει στην κυβέρνηση θα προσβλέπει βασικά στη λαϊκή απελπισία από την καπιταλιστική κρίση και την αντιδραστική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αλλά και σε σενάρια σύμπλευσης ή ακόμα και μόνιμης συμπόρευσης – συγχώνευσης με τμήμα ή το σύνολο του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Όλα αυτά, αναπόφευκτα στο ερχόμενο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ θα σχηματοποιηθούν σ’ ένα πρόγραμμα πολύ δεξιότερο και πιο φιλοκαπιταλιστικό από το σημερινό, αλλά και σε επιλογές προσώπων για τη νέα ηγεσία και τα ψηφοδέλτια στις επόμενες εκλογικές δοκιμασίες, μπροστά στα οποία ο Ευάγγελος Αντώναρος πιθανά θα μοιάζει με ακροαριστερό.
Σε κάθε αριστερό εργαζόμενο και νέο που στήριξε στο παρελθόν τον ΣΥΡΙΖΑ και συνεχίζει να ενδιαφέρεται για τα τεκταινόμενα σ’ αυτόν, οι κομμουνιστές λέμε σήμερα ενόψει του 2ου γύρου: Ούτε με τον καπιταλιστή δημαγωγό, ούτε με την συστημική καριερίστρια! Ούτε με την επιθετική και κυνική απόπειρα εξαγοράς του μηχανισμού και του «brand name» ενός καταρρέοντος, πρώην αριστερού κόμματος από έναν αδίστακτο νεόπλουτο δημαγωγό, ούτε με τους πολιτικούς που συστηματικά του έστρωσαν τον δρόμο με τις επιλογές τους. Για τον ΣΥΡΙΖΑ στο εξής υπάρχει μόνο η αστική αποσύνθεση. Για τους εργαζόμενους και τη νεολαία υπάρχει μόνο η αληθινή ριζοσπαστική αριστερά: ο κομμουνισμός! Γίνε λοιπόν κομμουνιστής! Οργανώσου στο ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης!
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος