Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΑναλύσειςΗ κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ και οι υποψήφιοι για την προεδρία – Μέρος...

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Η κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ και οι υποψήφιοι για την προεδρία – Μέρος 1ο

Το πρώτο μέρος της κριτικής μας στις θέσεις των υποψηφίων για την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ. Οι πλατφόρμες της Έφης Αχτσιόγλου και του Νίκου Παππά.

Η κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ στις διαδοχικές εκλογές της 21ης Μάη και της 25ης Ιούνη, όπως εξηγήσαμε στις σχετικές μας αναλύσεις, ήταν το αποτέλεσμα της δεξιάς πορείας που ακολούθησε η ηγεσία του κόμματος υπό τον Αλέξη Τσίπρα, με πρώτο καθοριστικό σταθμό την προδοσία του «Όχι» στο δημοψήφισμα του 2015 και με μια ανάλογη συνέχεια, η οποία εκφράστηκε με την πιστή εφαρμογή των αντεργατικών-αντιλαϊκών Μνημονίων στην κυβέρνηση, αλλά και με την επίμονη άρνηση της ανάληψης ουσιαστικών, μαζικών και μαχητικών αντιπολιτευτικών πρωτοβουλιών ενάντια στην κυβέρνηση της ΝΔ κατά την προηγούμενη τετραετία.

Με τη στάση της μετά τις 25 Ιουνίου, η μέχρι χτες ξεχειλίζουσα από πολιτική αυτοϊκανοποίηση και ναρκισσισμό ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, αποδεικνύει πως είναι οργανικά ανίκανη να κατανοήσει τα πολιτικά αίτια της ήττας και να υιοθετήσει μια πολιτική ικανή να υπηρετήσει πραγματικά τα συμφέροντα και τα δικαιώματα των εργαζόμενων. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της στάσης ήρθε από τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα. Με την παραίτησή του – την απόφαση για την οποία μάλιστα, έλαβε χωρίς να συζητήσει για τα αίτια της ήττας σε κάποιο κομματικό όργανο ή σώμα αλλά μονάχα (κατά δήλωσή του) ύστερα «από σύσκεψη με το μαξιλάρι» του – ο «χαρισματικός» πρόεδρος εγκατέλειψε πανικόβλητος το τιμόνι του καραβιού, ακριβώς την ώρα που αυτό βουλιάζει. Ο προφανής σκοπός του είναι να διασώσει το (όποιο) μέλλον της πολιτικής του καριέρας, αδιαφορώντας για το ότι το καράβι βουλιάζει εξαιτίας επιλογών που έφεραν τη σφραγίδα της δικής του, «χαρισματικής» προεδρίας.

Μετά την παραίτηση Τσίπρα, η οργανική ανικανότητα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να αναγνωρίσει τα αληθινά αίτια της κατάρρευσης και τα πολιτικά καθήκοντα που αυτή θέτει, συνεχίζει να αποτυπώνεται έκδηλα στις δημόσιες πολιτικές τοποθετήσεις-πλατφόρμες των υποψήφιων (και των φερόμενων ως πιθανών υποψηφίων) για την προεδρία. Αυτές οδηγούν, όχι μόνο τη συντριπτική πλειονότητα των εργαζόμενων και των νέων γενικά, αλλά και την ίδια την πλειονότητα των εναπομεινάντων ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, στο συμπέρασμα ότι οι υποψηφιότητές τους δεν είναι σε θέση να εκφράσουν τις ανάγκες τους.

Στις γραμμές που ακολουθούν, θα προσεγγίσουμε κριτικά αυτές τις πλατφόρμες ανά περίπτωση υποψηφίου, με σημείο αναφοράς δύο απόλυτα ενδεικτικές πηγές: τις πολιτικές πλατφόρμες που κατέθεσαν στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής στις 15/7 και τα άρθρα-μανιφέστα των 4 ως τώρα υποψηφίων που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα ΕΠΟΧΗ στις 30/7.

Πριν όμως αναπτύξουμε αναλυτικά την κριτική μας, οφείλουμε να τονίσουμε ότι περισσότερο κι από τις τρέχουσες πολιτικές τοποθετήσεις των υποψηφίων προέδρων, αυτό που απογοητεύει τους εργαζόμενους και τους νέους που παρακολουθούν τις εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ είναι το ίδιο το πρόσφατο ή απώτερο (στην περίπτωση του Στέφανου Τζουμάκα) κυβερνητικό-υπουργικό τους παρελθόν και το γεγονός ότι όλοι τους συμμετείχαν ως επίλεκτα μέλη σε κυβερνήσεις που εφάρμοσαν αντεργατικές-αντιλαϊκές πολιτικές. Αυτό το γεγονός υπονομεύει εξαρχής την όποια πολιτική τους αξιοπιστία και τους καταγράφει στη συνείδηση των εργατικών μαζών ως αυθεντικούς εκπροσώπους των πολιτικών επιλογών που οδήγησαν τον ΣΥΡΙΖΑ στην εκλογική κατάρρευση.

Οι δύο διεκδικητές της πολιτικής παράδοσης Τσίπρα

α) Η υποψηφιότητα της Έφης Αχτσιόγλου

Η πρώτη υποψήφια πρόεδρος, σύμφωνα με τη χρονική σειρά με την οποία ανακοινώθηκαν οι υποψηφιότητες, η Έφη Αχτσιόγλου, εμφανίζεται από τα αστικά ΜΜΕ ως το «φαβορί» και αυτό επιβεβαιώνεται από τις πρώτες σχετικές δημοσκοπήσεις. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, η δήλωση προτίμησης στην Έφη Αχτσιόγλου από ένα τμήμα ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ στα γκάλοπ έναντι των άλλων υποψηφίων, δεν σημαίνει αυτόματα και την ύπαρξη κάποιας αξιόλογης λαϊκής υποστήριξης αυτής καθ’ αυτής της υποψηφιότητάς της και των θέσεων που εκφράζει.

Οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να ξεχάσουν τον ρόλο της Έφης Αχτσιόγλου ως υπουργού Εργασίας, στο πλαίσιο του οποίου εφάρμοσε πιστά, τόσο το τρίτο όσο και τα άλλα αντεργατικά Μνημόνια που προηγήθηκαν. Πιο συγκεκριμένα, δεν ξεχνούν ότι η Έφη Αχτσιόγλου εφάρμοσε για πρώτη φορά το 2019 τον μνημονιακό αντεργατικό νόμο 4172 που είχε ψηφιστεί το 2013 επί κυβέρνησης Σαμαρά, και μ’ αυτόν καταργήθηκαν μόνιμα οι συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον κατώτατο μισθό, με τον καθορισμό του να γίνεται με κυβερνητική απόφαση και κριτήριο την «ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας», δηλαδή τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Επίσης, δεν μπορούν να ξεχάσουν ότι επί των ημερών της υπουργίας της αυξήθηκε το ποσοστό της απαιτούμενης απαρτίας για τη λήψη απόφασης για απεργία από τα σωματεία, διευρύνθηκαν οι λόγοι για τους οποίους μια επιχείρηση μπορεί να απολύσει συνδικαλιστές, ενώ διευκολύνθηκε η επιβολή «λοκ άουτ» από τους εργοδότες σε περίπτωση κήρυξης απεργίας από τους εργαζόμενους.

Ας περάσουμε όμως, στα κεντρικά σημεία της «πλατφόρμας» που κατέθεσε η Έφη Αχτσιόγλου στην ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ στις 15/7. Σχετικά με τα αίτια της εκλογικής κατάρρευσης, η υποψήφια πρόεδρος υποστήριξε τα εξής: «Τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών» αντανακλούν «πολιτικές και ιδεολογικές μετατοπίσεις στην Ελλάδα που δεν αποτελούν εξαίρεση αλλά ακολουθούν τις διεθνείς τάσεις». Σημείωσε επίσης ως αιτίες την «αδυναμία μας να κατανοήσουμε στο απαιτούμενο βάθος πόσο σημαντική ήταν στην παρούσα φάση για την ελληνική κοινωνία η κυβερνητική σταθερότητα, που μετατράπηκε σχεδόν σε κοινωνικό αίτημα», την «πολυφωνία» και την «επικοινωνιακή μας υστέρηση», την αδυναμία «να αξιοποιήσουμε τη στρατηγική της διεύρυνσης», την «έλλειψη μιας αναγκαίας επάρκειας τεχνικού χαρακτήρα στον πολιτικό και προγραμματικό μας λόγο».

Αυτή η αποτίμηση των αιτιών της ήττας, στην πραγματικότητα ισοδυναμεί με απόπειρα συγκάλυψης και όχι με ειλικρινή απολογισμό. Μπορεί να συμπυκνωθεί στη γνωστή, αλλά ανυπόστατη και ανεπιβεβαίωτη από τα αποτελέσματα, εκτίμηση ότι για την εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ ευθύνεται η (ανύπαρκτη όπως έχουμε ήδη δείξει στη σχετική μας ανάλυση) «συντηρητικοποίηση» της κοινωνίας, ενώ συμπληρώνεται από τον ισχυρισμό ότι τα μόνα λάθη που έκανε η ηγεσία ήταν τεχνικού και επικοινωνιακού χαρακτήρα.

Έτσι, η πολιτική εξήγηση της ήττας από την πλευρά της Έφης Αχτσιόγλου ουσιαστικά απουσιάζει. Κι ο λόγος γι’ αυτή την απουσία δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί. Ως πολιτικός καριέρας που στήριξε από μια καίρια υπουργική θέση την παρατεταμένη δεξιά, μνημονιακή στροφή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, η υποψήφια πρόεδρος δεν μπορεί να παραδεχθεί ότι αυτή η στροφή ήταν η αιτία που τσάκισε την αξιοπιστία του κόμματος και το οδήγησε στην εκλογική κατάρρευση.

Είναι αλήθεια, ότι στο κείμενό της στην ΕΠΟΧΗ στις 30/7, η Έφη Αχτσιόγλου, κινούμενη σε πιο αυτοκριτικούς τόνους, αναφέρει, αν και πολύ αφηρημένα, τα ακόλουθα: «Χάσαμε, όμως, τη δυνατότητά μας να οραματιζόμαστε τις μεγάλες και ριζοσπαστικές τομές που απαιτεί η εποχή μας. Χάσαμε το νήμα που συνδέει τα μεγάλα συλλογικά οράματα της Αριστεράς με τις μικρές καθημερινές προσδοκίες των ανθρώπων». Όμως η υποψία αυτοκριτικής διάθεσης που δημιουργείται εδώ, ακυρώνεται, όταν αμέσως μετά στο ίδιο κείμενο, η υποψήφια πρόεδρος αρχίζει να κάνει λόγο για τον δρόμο που πρέπει να ακολουθηθεί, γράφοντας τα εξής: «Πρέπει, όμως, να δεσμευτούμε σε ένα νέο σχέδιο, που προϋποθέτει την αποδέσμευσή μας από έναν τρόπο σκέψης που δίνει υπερβολική έμφαση στις ταμπέλες και τους χαρακτηρισμούς, αλλά δεν επενδύει στο περιεχόμενο της πολιτικής. Το μεγάλο ερώτημα, λοιπόν, για το νέο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν είναι αν θα στρίψει προς τα αριστερά ή προς το κέντρο. Αυτή η αντιπαράθεση δεν φωτίζει τα ζητήματα στρατηγικής..».

Οι φράσεις αυτές, απλά επαναλαμβάνουν την άποψη που είχε υποστηρίξει η Έφη Αχτσιόγλου λίγες μέρες πριν, κατά την ανακοίνωση της υποψηφιότητάς της στη συνεδρίαση της ΚΕ της 15ης Ιουλίου, όπου ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής: «Θα το πω ευθέως: Μια από τις ευκολίες είναι η αντιπαράθεση, για το αν ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ πρέπει να κινηθεί προς τα αριστερά ή προς το Κέντρο. Είναι απλουστευτικό και λανθασμένο ερώτημα». Όμως, στην πραγματικότητα, αυτό το ερώτημα δεν είναι καθόλου απλουστευτικό και καθόλου λανθασμένο. Είναι ένα θεμελιώδες και καίριο ερώτημα, στο οποίο η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, συμπεριλαμβανομένης της Έφης Αχτσιόγλου, έχει ήδη εδώ και μία δεκαετία δώσει έμπρακτα μια συγκεκριμένη απάντηση, κινούμενη διαρκώς δεξιόστροφα. Το μόνο που κάνει η υποψήφια πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ με το να αρνείται τώρα να απαντήσει στο ερώτημα «προς τα κέντρο ή προς τ’ αριστερά;» είναι να δείχνει, εμμέσως πλην σαφώς, ότι δεν είναι διατεθειμένη να αλλάξει την παρατεταμένη, γενική δεξιόστροφη πορεία.

Έτσι λοιπόν, μετά από τη συχνά επαναλαμβανόμενη ανάλογη σχετική ρητορική της Ζωής Κωνσταντοπούλου, ένα ακόμα ηγετικό στέλεχος προερχόμενο από τον χώρο της ρεφορμιστικής Αριστεράς, εμφανίζεται να θεωρεί ότι η διάκριση «Δεξιά-Αριστερά» δεν έχει πολιτική σημασία (αν και χωρίς να φτάνει ως τη γενική άρνηση αυτής της διάκρισης όπως η πρώην συντρόφισσά της στον παλιό ΣΥΡΙΖΑ). Όμως κάθε πολιτικά συνειδητός εργαζόμενος κατανοεί ότι η συγκάλυψη μιας διάκρισης που υπάρχει από τότε που πρωτοεμφανίστηκαν οι πολιτικοί αγώνες μεταξύ εκμεταλλευομένων και εκμεταλλευτών, δεν είναι καθόλου αθώα, αλλά λειτουργεί πάντα μόνο προς το συμφέρον των τελευταίων, είναι δηλαδή μια θέση που αντικειμενικά ανήκει στο πολιτικό στρατόπεδο της Δεξιάς.

Για να διασκεδάσει κάπως τις εντυπώσεις από αυτήν την ένοχη (και βαθύτατα δεξιά, το ξανατονίζουμε) υπεκφυγή της, η Έφη Αχτσιόγλου στην (εξαιρετικά αφηρημένη και συνοπτική) πολιτική πλατφόρμα που κατέθεσε στη συνεδρίαση της ΚΕ στις 15 Ιουλίου, έκανε λόγο για «υπεράσπιση του κόσμου της εργασίας», «αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης», «υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα των υποδομών και του κοινωνικού κράτους, του δημόσιου πανεπιστημίου», «προοδευτική φορολογική μεταρρύθμιση», «διεκδίκηση εξαίρεσης από τους όποιους δημοσιονομικούς στόχους των δαπανών για την υγεία ή την πράσινη μετάβαση» στο πλαίσιο ενός αναπτυξιακού μοντέλου «συμπεριληπτικής ανάπτυξης». Όλες αυτές οι θέσεις αποτελούν τυπικό δείγμα προγραμματικής θολότητας και κενότητας.

Ο σκοπός της υπεράσπισης του «κόσμου της εργασίας», δηλαδή του εισοδήματος και των εργασιακών και άλλων δικαιωμάτων των εργαζόμενων, από τη φύση του δεν μπορεί να υπηρετηθεί από τόσο θολές και ανεπαρκείς θέσεις, οι οποίες δεν περιλαμβάνουν τίποτα συγκεκριμένο για τη ριζική καταπολέμηση της φτώχειας, της ακρίβειας, της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης.

Όσο για το μοντέλο της «συμπεριληπτικής ανάπτυξης», δηλαδή το μοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης που αφήνεται να εννοηθεί ότι εκτός από την κερδοφορία των αφεντικών μπορεί να συμπεριλαμβάνει και οφέλη για τους εργαζόμενους, αυτό αντιφάσκει με την αρχή «ούτε προς το κέντρο-ούτε προς τ’ αριστερά» πάνω στην οποία βασίζει την εκστρατεία της η υποψήφια πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί η υποστήριξη σ’ ένα τέτοιο ουτοπικό μοντέλο που θα ικανοποιεί ταυτόχρονα και τους εκμεταλλευόμενους και τους εκμεταλλευτές, συνιστά τον ορισμό της δεξιόστροφης, προς το κέντρο και όχι προς τ’ αριστερά, πολιτικής τοποθέτησης.

Πολύ αρνητική εντύπωση επίσης, δημιουργεί σε κάθε απλό αριστερό παρατηρητή των εξελίξεων στον ΣΥΡΙΖΑ η άποψη της Έφης Αχτσιόγλου στην πλατφόρμα που παρουσίασε στην ΚΕ στις 15/7 σχετικά με τους «δύο κορυφαίους σταθμούς υπό την ηγεσία του Αλέξη Τσίπρα». Έτσι, εκεί αναγνώρισε ως πρώτο κορυφαίο σταθμό το 2015, όταν «αναλάβαμε την ευθύνη να βγάλουμε την χώρα από το τέλμα της χρεοκοπίας» και ως δεύτερο, «τότε που πήραμε την απόφαση να διευρύνουμε τον ΣΥΡΙΖΑ και να τον μετατρέψουμε σε ένα μεγάλο μαζικό κόμμα». Σε αυτές τις φράσεις διακρίνεται ξεκάθαρα η πλήρης ταύτιση με τις βασικές – δεξιές – επιλογές της περιόδου Τσίπρα.

Το είδος του πρώτου κορυφαίου σταθμού που ξεχωρίζει για τον ΣΥΡΙΖΑ η υποψήφια πρόεδρος, δείχνει και την πρόθεσή της να εξαφανίσει εντελώς τον πραγματικά κρίσιμο σταθμό της προδοσίας του «Όχι» στο δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015, καθώς και το γεγονός ότι εμφανίζει την υποταγή της ηγεσίας Τσίπρα στην τρόικα (ακριβώς όπως συνήθιζε να κάνει κι εκείνος) ως μια δήθεν υπεύθυνη πράξη για να βγει η χώρα από τη χρεοκοπία, είναι στοιχεία που μιλούν εύγλωττα για την πολιτική αξιοπιστία της Έφης Αχτσιόγλου. Προσποιείται ότι ξέχασε πως το 2015, τόσο η προεκλογική δέσμευση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και η εντολή του λαού, δεν ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ να αναλάβει την ευθύνη να «βγάλει τη χώρα από τη χρεοκοπία» με νέα λιτότητα και νέο Μνημόνιο, αλλά αντίθετα, να βάλει ένα τέλος στη λιτότητα και τα Μνημόνια και να διαγράψει, μεγάλο μέρος έστω, του ληστρικού χρέους.

Αλλά και το είδος του δεύτερου κορυφαίου σταθμού που ξεχώρισε η Έφη Αχτσιόγλου, δηλαδή η «διεύρυνση προς το κέντρο», εκτός του ότι συνιστά μία ακόμα αναίρεση της δήλωσής της ότι δεν επιθυμεί να κινηθεί «ούτε προς τ’ αριστερά, ούτε προς το κέντρο», αποτελεί επίσης μια σαφή ένδειξη ότι δεν έχει καταλάβει τι πραγματικά συνέβη στις εκλογές του Μάη και του Ιούνη. Εκεί, κάθε άλλο παρά επιβραβεύθηκε η στρατηγική της διεύρυνσης  του ΣΥΡΙΖΑ προς το κέντρο (δηλαδή της δεξιάς στροφής), και επίσης, κάθε άλλο παρά επισφραγίστηκε η μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε «ένα μεγάλο, μαζικό κόμμα». Εκεί, με την κατάρρευση της εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ, συνέβη ακριβώς το αντίθετο: καταδικάστηκε η στρατηγική της «διεύρυνσης» και το (ήδη από το καλοκαίρι του 2012) «μεγάλο, μαζικό κόμμα» έδειξε ότι εξαιτίας της τείνει να ξαναγίνει ένα κόμμα μικρότερο από το ΠΑΣΟΚ.

Όλες οι προαναφερθείσες τοποθετήσεις της Έφης Αχτσιόγλου, σε συνδυασμό ασφαλώς με το ίδιο το υπουργικό της παρελθόν, προσδίδουν έναν ξεκάθαρο πολιτικό χαρακτήρα στην υποψηφιότητά της. Είναι η υποψηφιότητα μιας καριερίστριας σοσιαλδημοκράτη πολιτικού, που επιθυμώντας να αναβαθμιστεί από ηγετικό στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ σε πρόεδρός του, επιλέγει την «ασφάλεια» της συνέχειας της ήδη χρεοκοπημένης «τσιπρικής» πολιτικής, της απόπειρας το κόμμα να πατήσει ταυτόχρονα και στη βάρκα της «Αριστεράς» και σε εκείνη του κέντρου. Όμως η μόνη πορεία που μπορεί να εγγυηθεί με ασφάλεια αυτή η συνέχεια, είναι η πορεία συρρίκνωσης της επιρροής του κόμματος στην εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα.

Από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης λοιπόν, η υποψηφιότητα της Έφης Αχτσιόγλου και το πολιτικό της περιεχόμενο, αξίζουν μόνο την παγερή αδιαφορία. Από τη σκοπιά των συμφερόντων της άρχουσας τάξης όμως, η υποψηφιότητα ενός νέου Αλέξη Τσίπρα στην ελκυστική «συσκευασία» μια νεαρότερης από εκείνον, ευπαρουσίαστης καριερίστριας, η οποία μάλιστα έχει προλάβει ως υπουργός να δώσει διαπιστευτήρια «υπευθυνότητας» στο αστικό καθεστώς, είναι εξαιρετικά χρήσιμη. Αποτελεί εγγύηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, για όσο ακόμα διάστημα τουλάχιστον θα είναι σε θέση να διατηρεί μια αξιόλογη απήχηση στους εργαζόμενους, θα συνεχίσει να κινείται πάνω σε συστημικές ράγες.

β) Η υποψηφιότητα του Νίκου Παππά

Παρά τις προσπάθειες της Έφης Αχτσιόγλου να εμφανιστεί ως ο αυθεντικός συνεχιστής της (συστημικής και ακραία οπορτουνιστικής) παράδοσης του Αλέξη Τσίπρα, ο υποψήφιος που αντικειμενικά δικαιούται περισσότερο από κάθε άλλον αυτόν τον τίτλο, είναι ο Νίκος Παππάς. Σε κάθε στοιχειωδώς προσεκτικό παρατηρητή της πολιτικής πορείας του Αλέξη Τσίπρα στην προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ, έχει γίνει ξεκάθαρο ότι ο επιστήθιος φίλος και στενός συνεργάτης του, Νίκος Παππάς, υπήρξε ο βασικός σύμβουλος και «θεωρητικός» αυτής της πορείας. Όλοι οι σταθμοί της, φέρουν τη σφραγίδα της βαθιά οπορτουνιστικής και γραφειοκρατικής πολιτικής του σκέψης.

Η υποκατάσταση των ιδεολογικών και πολιτικών αρχών από ατέλειωτους καιροσκοπικούς τακτικισμούς με μοναδικό κριτήριο τη μακροημέρευση της «Αριστεράς» στη θέση του κυβερνητικού διαχειριστή του ελληνικού καπιταλισμού, είναι μια πολιτική της οποίας την «πατρότητα» δικαιούται να διεκδικεί ο Νίκος Παππάς στον ίδιο ακριβώς βαθμό με τον παραιτηθέντα «χαρισματικό» αρχηγό.

Η πιο χαρακτηριστική, συγκεκριμένα για τον ίδιο τον Νίκο Παππά, περίπτωση αποκάλυψης του αδιεξόδου αυτού ακραίου οπορτουνισμού, ήταν η άδοξη κατάληξη του «πολέμου» που υποτίθεται ότι διεξήγαγε ως υπουργός Επικρατείας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με τους καναλάρχες. Η επιλογή να δοθεί αυτός ο «πόλεμος», όχι με σκοπό τον κοινωνικό έλεγχο των συχνοτήτων που παράνομα κατείχαν αυτοί οι ολιγάρχες, αλλά με μια δημαγωγική απόπειρα, από τη μία πλευρά εκείνοι «να πληρώσουν κάτι στον κρατικό προϋπολογισμό» και από την άλλη να πλαισιωθούν από νέους, φιλικούς στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ «μιντιάρχες» τύπου Καλογρίτσα, αποκάλυψε πλήρως τον χαρακτήρα της ως σαπουνόφουσκα, η οποία μάλιστα απέφερε ως επιστέγασμα της παταγώδους αποτυχίας της και μια δικαστική καταδίκη για τον ίδιο τον Νίκο Παππά.

Η «πλατφόρμα» που κατέθεσε ο Νίκος Παππάς στη συνεδρίαση της ΚΕ στις 15/7 περιείχε την ακόλουθη βασική ιδέα: «Κάθε αναδίπλωση στη “φωλιά” της ριζοσπαστικής αριστεράς και μόνο θα ήταν μεγάλο λάθος». Με αυτή τη θέση, ο πρώην υπουργός Επικρατείας δεν διστάζει να γίνει ανοικτά ο εκφραστής εκείνων των στελεχών – ή ακριβέστερα εκείνων των γραφειοκρατών καριεριστών – που απαξιώνουν (ως μια κομψή απόδοση του «φτύνουν») το αριστερό παρελθόν του ΣΥΡΙΖΑ. Και επειδή ακόμα και η θολή αυτή έννοια της «ριζοσπαστικής Αριστεράς» είναι ασυμβίβαστη με την καριέρα του κυβερνητικού διαχειριστή του ελληνικού καπιταλισμού, όλοι αυτοί οι γραφειοκράτες καριερίστες που εκπροσωπεί ο Νίκος Παππάς προβαίνουν σε μια προκλητική διαστρέβλωση-παραχάραξη της ίδιας της ιστορικής πραγματικότητας, η οποία κατέγραψε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αντικατέστησε το ΠΑΣΟΚ σε επιρροή στους εργαζόμενους ακριβώς γιατί ήταν ένα κόμμα που εντασσόταν στη «φωλιά» της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Και η αντίστροφη πορεία που έφερε την εκλογική του κατάρρευση άρχισε όταν έφυγε από αυτήν τη «φωλιά» και κατέληξε στη «φωλιά» της μίζερης, κυβερνητικής διαχείρισης του ελληνικού καπιταλισμού.

Τα συμπεράσματα που έβγαλε ο Νίκος Παππάς από τις ήττες του Μάη και του Ιούνη, όπως τα αποτύπωσε στο κείμενό του στην ΕΠΟΧΗ στις 30/7, είναι επίσης ενδεικτικά για την οπορτουνιστική του τύφλωση. Ανέφερε λοιπόν εκεί, μεταξύ άλλων τα εξής: «Ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία απώλεσε ένα μεγάλο κομμάτι του εκλογικού σώματος από τμήματα των ψηφοφόρων που ονομάζουμε κεντρώα, κεντροαριστερά, μετριοπαθή, όπως και από τη νεολαία, τα οποία έρχονταν στην κάλπη μας, με συνέπεια, από το 2012». Αυτή η εκτίμηση δεν επιβεβαιώνεται από την πραγματικότητα που κατέγραψε η πιο πρόσφατη κάλπη, στις 25 Ιουνίου. Ο ΣΥΡΙΖΑ παρότι φέρει τον τίτλο ριζοσπαστικό-αριστερό κόμμα επιλέχθηκε από τον 1 στους 2 ψηφοφόρους που αυτοπροσδιορίζονται ως «κεντροαριστεροί». Αντίθετα, στους ψηφοφόρους που αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί μόλις 4 στους 10 επέλεξαν τον ΣΥΡΙΖΑ, αποδεικνύοντας ότι η μεγάλη «μαύρη τρύπα» στην απήχησή του προέρχεται από τους αυτοπροσδιοριζόμενους ως αριστερούς ψηφοφόρους.

Επιπλέον, η εγκατάλειψη του ΣΥΡΙΖΑ από τους νέους, δεν μπορεί να εξηγηθεί από τη θεωρία του Νίκου Παππά ότι τάχα έφταιξε η μη επαρκής μετακίνηση προς το κέντρο. Η καλύτερη απόδειξη για αυτό, είναι το γεγονός ότι τα άλλα 3 αριστερά ή προερχόμενα από την Αριστερά κόμματα, το ΚΚΕ, η Πλεύση και το ΜέΡΑ25, πήραν στους νέους 17-24 ετών διπλάσιο ποσοστό σε σύγκριση με τον Ιούλιο του 2019, την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε πάνω από το 1/3 της εκλογικής του απήχησης σε αυτούς.

Πάνω από όλα, ενώ ο Νίκος Παππάς δείχνει ως αιτία για την εκλογική ήττα τις διαρροές από μετριοπαθείς ψηφοφόρους της μεσαίας τάξης, οι μεγαλύτερες απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ (όπως ήδη τονίσαμε στην μετεκλογική μας ανάλυση) σημειώθηκαν στην εργατική τάξη. Αυτή άλλωστε, ήταν η κοινωνική τάξη που με την υποστήριξή της είχε μεταβάλει πριν από 10 χρόνια τον ΣΥΡΙΖΑ από ένα μικρό σε ένα μεγάλο κόμμα, τραβώντας μαζί της και τα εργαζόμενα μεσαία στρώματα. Αυτό σημαίνει ότι μόνο η ριζική εξάλειψη της μεγάλης αναξιοπιστίας που έχει πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ στην εργατική τάξη θα μπορούσε να τον κάνει να ανακάμψει. Αντίθετα, η στρατηγική της επικέντρωσης στη «μεσαία τάξη» και τους «μετριοπαθείς» κεντρώους ψηφοφόρους που προπαγανδίζει ο Νίκος Παππάς, δηλαδή αυτή της ακόμα πιο δεξιάς πορείας, είναι η συνταγή για την αύξηση της αναξιοπιστίας του στους εργαζόμενους και συνεπώς, είναι η κατάλληλη για την εμφάνιση μιας ακόμα μεγαλύτερης μελλοντικής εκλογικής ήττας.

Στην πολιτική πλατφόρμα που κατέθεσε στη συνεδρίαση της ΚΕ στις 15/7, ο Νίκος Παππάς έφθασε στο σημείο να αποδώσει τα αίτια της εκλογικής ήττας στο «φρένο», που υποτίθεται ότι μπήκε στη «διεύρυνση» του ΣΥΡΙΖΑ το 2019. Είναι απορίας άξιο το τι ακριβώς μπορεί να έχει στο μυαλό του ο πρώην υπουργός Επικρατείας όταν μιλά για φρένο στη «διεύρυνση», σε μια περίοδο κατά την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ, ακριβώς κινούμενος μέσα στο πλαίσιο της κλιμάκωσης αυτής της διαδικασίας, απέκτησε 110 χιλιάδες νέα μέλη και πραγματοποίησε «μεταγραφές» πολιτικών από τα δεξιά του κόμματος, που έφθασαν στο σημείο να φέρουν στα ψηφοδέλτιά του έναν πρώην υπουργό του Κ. Καραμανλή (Αντώναρος) και στην κορυφή της εκλογικής του καμπάνιας έναν «κεντρώο», αντικομμουνιστή συγγραφέα (Μαραντζίδης).

Ως προς το τι πρέπει να γίνει από εδώ και πέρα, οι προτάσεις του Νίκου Παππά περιέχουν ιδέες που δεν έχουν σχέση με ένα αριστερό κόμμα. Πιο συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι «η περίοδος της απλής αναλογικής έκλεισε», επαναλαμβάνοντας την προσχηματική επίκληση της απλής αναλογικής ως αιτία για την ήττα, μια «καραμέλα» που άρχισε να αναμασά από την επομένη της ήττας του Μαΐου ο Αλέξης Τσίπρας. Πρόκειται για μια βάναυση, πολιτικά ανήθικη μεταχείριση του πολιτικού αιτήματος της απλής αναλογικής, το οποίο αποτελεί ένα στοιχειώδες δημοκρατικό αίτημα που οφείλει να υπερασπίζει κάθε αριστερό κόμμα.

Από την «φιλοκεντρώα» (δηλαδή δεξιά) πολιτική πλατφόρμα του Νίκου Παππά δεν θα μπορούσε να λείψει και η ταύτιση με τις «εθνικές» διεκδικήσεις της ελληνικής άρχουσας τάξης με τον μανδύα του «πατριωτισμού», στο πλαίσιο της κυρίαρχης «εθνικής» αφήγησης, σύμφωνα με την οποία η καπιταλιστική Ελλάδα απειλείται από την Τουρκία που είναι «μια δύναμη αναθεωρητική». Και ενώπιον αυτής της απειλής, στο όνομα του «πατριωτισμού του αριστερού και προοδευτικού κόσμου», ο πρώην υπουργός τονίζει ότι πρέπει «να υπερασπιστούμε τα εθνικά μας συμφέροντα» αλλά και «την ειρήνη στην περιοχή». Έτσι η απάρνηση από τον Νίκο Παππά της «φωλιάς της ριζοσπαστικής αριστεράς» αποκαλύπτεται ότι έχει ως πολιτικό περιεχόμενο απόψεις δανεισμένες από τη «φωλιά» της εθνικιστικής κεντροδεξιάς.

Το αποκορύφωμα της πολιτικής υποκρισίας της δεξιάς πολιτικής πλατφόρμας της υποψηφιότητας Παππά, έρχεται με την ακόλουθη προτροπή που ο ίδιος απηύθυνε στην συνεδρίαση της ΚΕ στις 15/7: «Να πείσουμε, κάτι που δεν έχουμε καταφέρει ως τώρα, ότι οι πολύ σκληρές μνημονιακές πολιτικές, που μας επιβλήθηκαν, δεν ήταν δικό μας πρόγραμμα». Καταρχάς, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ένας από τους αρχιτέκτονες της ρεαλιστικής τάχα, πολιτικής της υποταγής στην τρόικα, παραδέχεται δημόσια ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εφάρμοσε πολύ σκληρές μνημονιακές πολιτικές. Επιπλέον, είναι ενδεικτικό για τη σύγχυση που χαρακτηρίζει τις τοποθετήσεις του Νίκου Παππά, το γεγονός ότι υποστηρίζει σοβαρά πως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι δυνατό να πείσει ότι διαθέτει ένα διαφορετικό πρόγραμμα από αυτό που εφάρμοσε η τελευταία του κυβέρνηση, επιλέγοντας μια (δεξιά) στροφή προς το κέντρο.

Πάνω απ’ όλα, αυτή η προτροπή του Νίκου Παππά αγνοεί τις εύλογες πιθανές αντιρρήσεις που θα μπορούσαν να εκφραστούν από έναν απλό εργαζόμενο ψηφοφόρο στο άκουσμα της άποψης ότι το κυβερνητικό πρόγραμμα που εφάρμοσε στην κυβέρνηση η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ «δεν ήταν δικό της». Ένας τέτοιος εργαζόμενος θα δικαιούταν να πει: «Ανεξάρτητα από το αν το πρόγραμμα αυτό ήταν ή δεν ήταν δικό σας, όλα τα βάσανα που απέρρεαν από την εφαρμογή του, έγιναν μόνο δικά μας, ενώ οι παχυλοί υπουργικοί μισθοί έγιναν μόνο δικοί σας». Απέναντι σε τέτοιου είδους λογικές αντιρρήσεις, ο πρώην υπουργός Επικρατείας δεν είναι σε θέση να διαθέτει στοιχειωδώς πειστικές απαντήσεις.

Από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης λοιπόν, και η υποψηφιότητα του Νίκου Παππά με τις δεξιόστροφες, συστημικές θέσεις που τη συνοδεύουν, αξίζει την παγερή αδιαφορία. Αλλά και μέσα στο στρατόπεδο των αντίθετων ταξικών συμφερόντων, παρότι ο Νίκος Παππάς προωθεί με επιμονή και ενθουσιασμό τη δημοφιλή στους αστικούς κύκλους στροφή του ΣΥΡΙΖΑ προς το κέντρο, το γεγονός ότι η υποψηφιότητά του έχει ασήμαντη απήχηση στην εκλογική βάση του κόμματος, φαίνεται ότι έχει ήδη καταστήσει αυτή την υποψηφιότητα επίσης παγερά αδιάφορη.

Συνεχίζεται

Σ.Ε: Τα 2 επόμενα μέρη του άρθρου θα δημοσιευθούν διαδοχικά 1/9 και 2/9, συμπεριλαμβάνοντας την κριτική μας στις θέσεις των υπολοίπων υπαρχόντων υποψηφίων ή και των πιθανών νέων.

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα