Η συμφωνία που υπέγραψε η ελληνική κυβέρνηση με την κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας απορρέει από τους σημερινούς συσχετισμούς δύναμης ανάμεσα στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στα Βαλκάνια και αποτυπώνει το συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στην καπιταλιστική Ελλάδα και το προαναφερθέν γειτονικό της κράτος.
Η αιτία επιτάχυνσης και ολοκλήρωσης της διαδικασίας της συμφωνίας, μετά από πολλά χρόνια απουσίας ουσιαστικής προόδου στις διαπραγματεύσεις, πήγαζε από την ανάγκη των βασικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ να εντάξουν τη Δημοκρατία της Μακεδονίας στους κόλπους του, ως μέσο για να σταθεροποιηθεί η κυριαρχία τους στα Βαλκάνια έναντι των επίσης ιμπεριαλιστικών βλέψεων της Ρωσίας. Ήταν οι πιέσεις του ΝΑΤΟ η αιτία που έκανε την – αποδεδειγμένα δουλική στο δυτικό ιμπεριαλισμό – κυβέρνηση Τσίπρα να επιδιώξει εναγωνίως τη λύση αυτού του «χρόνιου προβλήματος» και όχι φυσικά μια κάποια αόριστη «αίσθηση πολιτικής ευθύνης» όπως αυτή που δημαγωγικά επικαλείται αυτές τις μέρες.
Από την άλλη πλευρά, οι Νατοϊκοί σχεδιασμοί μέσα στους οποίους είναι «βουτηγμένη» βαθιά η ελληνική αστική τάξη και η σημερινή κυβέρνηση, έδωσαν σ’ αυτές τη δυνατότητα να κλείσουν με έναν «αξιοπρεπή» τρόπο μια ντε φάκτο χαμένη για την ελληνική διπλωματία υπόθεση, όπως η απόπειρα απαγόρευσης του εθνικού αυτοπροσδιορισμού σ’ έναν ολόκληρο λαό. Γιατί, εκτός από τους τρέχοντες Νατοϊκούς σχεδιασμούς, ποτέ δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι το μακεδονικό ζήτημα τα τελευταία 26 χρόνια είναι ζήτημα καταπίεσης του στοιχειώδους δικαιώματος των Μακεδόνων στον εθνικό αυτοπροσδιορισμό από το ελληνικό κεφάλαιο και τους πολιτικούς και κυβερνητικούς εκφραστές του, συνεχίζοντας μια άθλια παράδοση καταπίεσης αυτού του λαού από τις ισχυρές εθνικές αστικές τάξεις των Βαλκανίων (ελληνική, βουλγαρική και σερβική) και όχι μόνο, για πάνω από έναν αιώνα.
Από την ίδια τη φύση της, η συμφωνία, αλλά και η ίδια η διαδικασία διαπραγμάτευσης, συνιστά σκάνδαλο: ένα κράτος διαπραγματεύεται και συμφωνεί με ένα άλλο κράτος για το πώς θα ονομάζεται το δεύτερο, πώς θα ονομάζεται η γλώσσα που θα μιλούν οι κάτοικοί του, τι ιθαγένεια θα δηλώνουν και τι θα γράφει το Σύνταγμά του. Η φύση μιας τέτοιας συμφωνίας είναι πέρα για πέρα αντιδραστική κι αυτό δεν είναι ένα συμπέρασμα που προκύπτει από τη συνεπή προλεταριακή διεθνιστική οπτική γωνία, με την οποία οφείλουν να τοποθετούνται σε τέτοια ζητήματα οι κομμουνιστές, αλλά από τη σκοπιά της ίδιας της ανάγκης για σεβασμό των στοιχειωδέστερων δημοκρατικών – ή ακριβέστερα αστικοδημοκρατικών – δικαιωμάτων ενός λαού.
Η ύπαρξη αυτής της συμφωνίας είναι η καλύτερη απόδειξη για το πόσο αντιδραστική είναι η ελληνική άρχουσα τάξη και η σημερινή κυβέρνηση, που διαχειρίζεται τις υποθέσεις της, πόσο υποταγμένη στις απειλές και τους εκβιασμούς του ελληνικού κράτους και της ιμπεριαλιστικής Δύσης είναι η άρχουσα τάξη της Δημοκρατίας της Μακεδονίας και, βέβαια, πόσο υποκριτική και ξένη προς κάθε έννοια δικαίου και δημοκρατικών δικαιωμάτων είναι η ιμπεριαλιστική Δύση που σύσσωμα «χαιρέτησε» τη «θετική κατάληξη των διαπραγματεύσεων».
Σε ό,τι αφορά την ουσία της, το σημαντικότερο στοιχείο της συμφωνίας είναι και αυτό που συνδέεται με την βασική ανάγκη που επιτάχυνε τη διαμόρφωσή της: στο άρθρο της με αριθμό 2, διαβάζουμε ότι η Ελλάδα δε θα αντιταχθεί στην ένταξη της «γείτονος» υπό το νέο όνομα και τις ορολογίες σε «διεθνείς, πολυμερείς και περιφερειακούς οργανισμούς και θεσμούς που η Ελλάδα είναι μέλος». Αυτό σημαίνει ότι η χώρα μπορεί πλέον άμεσα να μπει στο ΝΑΤΟ. Όλα τα υπόλοιπα στοιχεία της συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένου του ονόματος του κράτους, είναι απλή αποτύπωση του συσχετισμού δύναμης ανάμεσα στην πάντοτε ισχυρή σε βαλκανικό επίπεδο (παρά το διεθνή ξεπεσμό της λόγω της κρίσης) καπιταλιστική Ελλάδα και την αναιμική οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά, καπιταλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας, μέσα στις δοσμένες συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί στο διεθνές διπλωματικό πεδίο για το συγκεκριμένο θέμα.
Η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα της Ελλάδας και της Μακεδονίας δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα από τη συμφωνία. Οι βασικοί ωφελημένοι είναι το ΝΑΤΟ και τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που το συγκροτούν, καθώς και η ελληνική αστική τάξη που, επιβάλλοντας όνομα και ταυτότητα στο γειτονικό κράτος και τους κατοίκους του (παρότι δεν κατάφερε να εξαλείψει τη λέξη «Μακεδονία» και την αναγνώριση της μακεδονικής γλώσσας), ολοκλήρωσε την πολύχρονη εκβιαστική της εκστρατεία με μια αξιοπρεπή για το γόητρό της κατάληξη. Από κοντά, ωφελούνται και τα ιδιαίτερα πολιτικά συμφέροντα της κυβέρνησης Τσίπρα, η οποία πλέον δικαιούται ακόμα περισσότερο να εμφανίζεται στην ελληνική άρχουσα τάξη ως ένας αποτελεσματικός πολιτικός υπηρέτης των συμφερόντων της. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση μπορεί να παρουσιαστεί στα πιο καθυστερημένα και αποπροσανατολισμένα από τη διαχρονική πατριωτική-εθνικιστική προπαγάνδα τμήματα του ελληνικού λαού ως μια «υπεύθυνη αλλά πατριωτική πολιτική δύναμη».
Η άποψη που υποστηρίζεται από ορισμένες δυνάμεις μέσα στην Αριστερά, ότι η συμφωνία αυτή λύνει ή έστω εξομαλύνει το μακεδονικό ζήτημα και βοηθά τον αγώνα υπέρ των συμφερόντων των εργατικών τάξεων των Βαλκανίων είναι μια πολύ επικίνδυνη αυταπάτη. Καμία τέτοιου είδους συμφωνία δεν μπορεί να υπηρετήσει τον αγώνα της εργατικής τάξης, πόσο μάλλον αυτή η συγκεκριμένη συμφωνία, που είναι το προϊόν εκβιασμών της ελληνικής άρχουσας τάξης και ευνοεί τα σχέδια του δυτικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή. Ο αγώνας των εργατικών τάξεων των Βαλκανίων ενάντια στις ιμπεριαλιστικές παρεμβάσεις και τον καπιταλισμό μπορεί να υπηρετηθεί μόνο μέσα από την κοινή δράση των μαζικών εργατικών οργανώσεων των βαλκανικών κρατών ενάντια στα συμφέροντα εκείνων ακριβώς που ωφελούνται από αυτή τη συμφωνία.
Από την άλλη πλευρά, είναι απολύτως απαράδεκτη και ασυμβίβαστη με τα εργατικά συμφέροντα κάθε εναντίωση στη συμφωνία από μια «πατριωτική» και «εθνική» σκοπιά. Αυτή η άποψη αποσιωπά τον αντιδραστικό ρόλο της ελληνικής άρχουσας τάξης, των εκβιασμών και των «εθνικών» της διεκδικήσεων και, στην πράξη, διαμορφώνει όρους ενότητας και «ομοψυχίας» των εργαζόμενων της χώρας με τους στυγνούς εκμεταλλευτές τους, τους Έλληνες αστούς. Ταυτόχρονα, απομακρύνει από το ελληνικό εργατικό κίνημα και την Αριστερά το μακεδονικό εργαζόμενο λαό, υπονομεύοντας τους δεσμούς ταξικής αλληλεγγύης που πρέπει να οικοδομηθούν μαζί του. Αυτή η στάση, παρότι επικαλείται ως άλλοθι την εναντίωση στο ΝΑΤΟ, στην πραγματικότητα, αποδυναμώνει την υπόθεση του κοινού αγώνα όλων των εργαζόμενων λαών της περιοχής για την εκδίωξη του ΝΑΤΟ από τα Βαλκάνια.
Δυστυχώς, η ηγεσία του ΚΚΕ, παρά την ορθή μαρξιστική–διεθνιστική στροφή του κόμματος σε ορισμένα σημαντικά ζητήματα τα τελευταία χρόνια, με την «πατριωτική», «εθνική» σκοπιά πολιτικής τοποθέτησης στο Μακεδονικό, προσφέρει πολύ κακές υπηρεσίες στο εργατικό κίνημα, αλλά και στο ίδιο το κόμμα. Αυτό το γεγονός υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη το κόμμα να υιοθετήσει μια γνήσια και συνεπή λενινιστική, διεθνιστική στάση στα λεγόμενα «εθνικά θέματα». Το ΚΚΕ είναι το ισχυρότερο κομμουνιστικό κόμμα της Βαλκανικής και χωρίς μια προλεταριακή–διεθνιστική πολιτική από την πλευρά του, η προοπτική για έναν αποτελεσματικό αντι–ιμπεριαλιστικό και αντικαπιταλιστικό αγώνα στην περιοχή καθίσταται πολύ προβληματική.
Η συμφωνία, φυσικά, έχει σοβαρές, άμεσες πολιτικές συνέπειες. Η δημαγωγική ανταρσία των ΑΝΕΛ ενάντια στη συμφωνία, που επιχειρεί να διασώσει το μικρό κυβερνητικό εταίρο από μια επερχόμενη εκλογική πανωλεθρία, κάνει τη συνοχή της κυβέρνησης πολύ επισφαλή. Το νέο κεντροαριστερό κόμμα (ΚΙΝ.ΑΛ) είναι ήδη ντε φάκτο διασπασμένο με αφορμή αυτό το ζήτημα, ενώ και η ΝΔ αντιμετωπίζει σοβαρό επικοινωνιακό πρόβλημα, αφού η υποκρισία της στα εθνικά θέματα, κατ’ αντανάκλαση της γενικότερης αστικής υποκρισίας, έρχεται με έναν εντυπωσιακό τρόπο στην επιφάνεια. Όλοι οι νοήμονες παρατηρητές της πολιτικής της ΝΔ αντιλαμβάνονται ότι αν στη θέση του Τσίπρα ήταν ο Μητσοτάκης θα επεδίωκε να κλείσει μια ανάλογη συμφωνία, αφού στην πραγματικότητα κατανοεί πως αυτή είναι προς όφελος της ελληνικής άρχουσας τάξης και δε θα υπήρχε ούτε μια περίπτωση στο εκατομμύριο ο ίδιος να αντισταθεί στις πιέσεις του ΝΑΤΟ. Οι πατριωτικές αντιπολιτευτικές κορώνες από την πλευρά της ηγεσίας της ΝΔ έναντι της συμφωνίας απλώς αποτελούν ένα ακόμα δείγμα ακραίας δημαγωγίας και, ταυτόχρονα, μια προσπάθεια να μην υπάρξει αφορμή για την ενίσχυση των εθνικιστών εσωκομματικών της αντιπάλων και των πολιτικών δυνάμεων που βρίσκονται στα δεξιά της ΝΔ.
Σε κάθε περίπτωση, το Μακεδονικό θα συνεχίζει να βρίσκεται στο προσκήνιο και τα επόμενα χρόνια. Θα αποτελεί προνομιακό πεδίο δημαγωγίας για τη Δεξιά και την Άκρα Δεξιά και θα συνιστά συνολικά για την ελληνική άρχουσα τάξη ένα πολιτικό και ιδεολογικό εργαλείο για τη μόλυνση των εργατικών μαζών με το δηλητήριο του πατριωτισμού-εθνικισμού και των «εξωτερικών εχθρών». Γι’ αυτόν το λόγο, είναι σήμερα ζωτικής υπόθεσης ζήτημα το να κερδίσει έδαφος μέσα στο εργατικό κίνημα και την Αριστερά μια γνήσια προλεταριακή-διεθνιστική τοποθέτηση, που θα ξεκινά από το σεβασμό στα στοιχειώδη εθνικά-δημοκρατικά δικαιώματα των Μακεδόνων και θα προβάλλει την ανάγκη για τη μόνη αποτελεσματική εναντίωση στο ΝΑΤΟ και τους εθνικισμούς στα Βαλκάνια, που είναι ο κοινός, αδελφικός αγώνας των εργατικών τάξεων της περιοχής για την ανατροπή του καπιταλισμού και τη δημιουργία μιας Βαλκανικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας.
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος