Οι αντιδραστικές εποχές σαν τη δική μας όχι μόνο αποσυνθέτουν και εξασθενίζουν την εργατική τάξη και απομονώνουν την πρωτοπορία της, αλλά και χαμηλώνουν το γενικό ιδεολογικό επίπεδο του κινήματος και ρίχνουν πίσω την πολιτική σκέψη σε στάδια από καιρό ξεπερασμένα. Σ’ αυτές τις συνθήκες, το καθήκον της πρωτοπορίας, είναι, πάνω απ’ όλα, να μην αφήσει τον εαυτό της να παρασυρθεί από το ποτάμι της οπισθοδρόμησης: πρέπει να κολυμπήσει ενάντια στο ρεύμα. Αν κάποιος δυσμενής συσχετισμός των δυνάμεων την εμποδίσει να κρατήσει τις πολιτικές θέσεις που έχει κερδίσει, πρέπει τουλάχιστον να διατηρήσει τις ιδεολογικές της θέσεις, γιατί σ’ αυτές εκφράζεται η ακριβοπληρωμένη εμπειρία του παρελθόντος. Οι ανόητοι θα θεωρήσουν αυτή την πολιτική «σεχταριστική». Στην πραγματικότητα, είναι ο μοναδικός τρόπος προετοιμασίας για μια νέα τεράστια εξόρμηση με την ερχόμενη ιστορική πλημμυρίδα.
Η αντίδραση ενάντια στο μαρξισμό και τον μπολσεβικισμό
Οι μεγάλες πολιτικές ήττες προκαλούν μια αναθεώρηση των αξιών, που γενικά εκδηλώνεται προς δυο κατευθύνσεις. Από τη μια μεριά, η πραγματική πρωτοπορία, εμπλουτισμένη από την εμπειρία της ήττας, υπερασπίζει με νύχια και με δόντια την κληρονομιά της επαναστατικής σκέψης, και πάνω σε αυτήν τη βάση παλεύει να εκπαιδεύσει νέα στελέχη για τους επερχόμενους μαζικούς αγώνες. Από την άλλη, οι ρουτινιάριδες, οι κεντριστές και οι ερασιτέχνες, τρομαγμένοι από την ήττα, κάνουν ότι μπορούν για να καταστρέψουν το κύρος της επαναστατικής παράδοσης και γυρνάνε πίσω, ψάχνοντας για μια «Νέα Θεωρία».
Θα μπορούσε κανείς να δείξει πάμπολλα παραδείγματα ιδεολογικής αντίδρασης, που τις πιο πολλές φορές παίρνουν τη μορφή της κατάπτωσης. Όλη η φιλολογία της Δεύτερης και της Τρίτης Διεθνούς, καθώς και των δορυφόρων τους του Γραφείου του Λονδίνου, αποτελείται ουσιαστικά από τέτοια παραδείγματα. Ούτε ίχνος μαρξιστικής ανάλυσης. Ούτε μια σοβαρή προσπάθεια για να εξηγήσουν τα αίτια της ήττας. Για το μέλλον, ούτε μια καινούρια λέξη.
Τίποτε άλλο από κλισέ, συμβιβασμούς, ψέματα και πάνω από όλα φροντίδα για τη δικιά τους γραφειοκρατική αυτοσυντήρηση. Είναι αρκετό να μυρίσει κανείς δέκα γραμμές από κάποιον Χίλφερντιγκ ή κάποιον Ότο Μπάουερ για να καταλάβει αυτή τη σαπίλα. Οι θεωρητικοί της Κομμουνιστικής Διεθνούς δεν αξίζουν ακόμα και να τους αναφέρει κανείς. Ο περιβόητος Δημητρόφ είναι το ίδιο αμαθής και κοινότοπος όσο και ένας μαγαζάτορας μπροστά σ’ ένα ποτήρι μπύρα. Το μυαλό αυτών των ανθρώπων είναι πολύ τεμπέλικο για να απαρνηθεί το μαρξισμό: απλά τον εκπορνεύει. Αλλά για την ώρα αυτοί δεν μας ενδιαφέρουν. Ας γυρίσουμε στους «νεωτεριστές».
Ο πρώην Αυστριακός κομμουνιστής, Βίλι Σλαμ, έχει αφιερώσει ένα μικρό βιβλίο στις Δίκες της Μόσχας με τον εκφραστικό τίτλο, Η Δικτατορία της Ψευτιάς. Ο Σλαμ είναι ένας ταλαντούχος δημοσιογράφος, με κύριο ενδιαφέρον την επικαιρότητα. Η κριτική του για τη σκηνοθεσία της Μόσχας και το ξεσκέπασμα του ψυχολογικού μηχανισμού των «αυθόρμητων ομολογιών» είναι εξαιρετικά. Όμως, δεν περιορίζεται σ’ αυτά: θέλει να δημιουργήσει μια νέα θεωρία του σοσιαλισμού, που θα μας εξασφαλίζει από τις ήττες και τις σκηνοθεσίες στο μέλλον. Επειδή, όμως, ο Σλαμ δεν είναι καθόλου ένας θεωρητικός και προφανώς όχι πολύ εξοικειωμένος με την ιστορία της ανάπτυξης του σοσιαλισμού, ξαναγυρίζει εξολοκλήρου στον προμαρξιστικό σοσιαλισμό και κυρίως στο γερμανικό, δηλαδή στην πιο οπισθοδρομική, αισθηματική και απλοϊκή ποικιλία του. Ο Σλαμ αποκηρύσσει τη διαλεκτική και την ταξική πάλη, για να μην αναφέρουμε τη δικτατορία του προλεταριάτου. Το πρόβλημα της μεταμόρφωσης της κοινωνίας ανάγεται γι’ αυτόν στην πραγματοποίηση μερικών «αιώνιων» ηθικών αληθειών με τις οποίες θα διαπότιζε την ανθρωπότητα, ακόμα και κάτω από τον καπιταλισμό. Η προσπάθεια του Βίλι Σλαμ να σώσει το σοσιαλισμό με την μεταμόσχευση του ηθικού αδένα, χαιρετίζεται με χαρά και περηφάνια από την επιθεώρηση του Κερένσκι, «Νόβαγια Ρόσια» («Νέα Ρωσία» –μια παλιά επαρχιακή ρωσική επιθεώρηση που τώρα εκδίδεται στο Παρίσι). Όπως δικαιολογημένα συμπεραίνουν οι συντάκτες της, ο Σλαμ κατάληξε στις αρχές του αληθινού ρωσικού σοσιαλισμού, που πολύ πριν αντέταξε τις ιερές εντολές της πίστης, της ελπίδας και της φιλανθρωπίας στην αυστηρότητα και την σκληρότητα της ταξικής πάλης. Η «καινοφανής» θεωρία των Ρώσων «Σοσιαλ-Επαναστατών» δεν αντιπροσωπεύει, στις «θεωρητικές» αρχές της, παρά μια επιστροφή στη Γερμανία της εποχής πριν από τον Μάρτη (1848!). Ωστόσο, θα ήταν άδικο να απαιτήσει κανείς από τον Κερένσκι μια πιο βαθιά γνώση της ιστορίας των ιδεών απ’ ό,τι από τον Σλαμ. Πολύ πιο σπουδαίο είναι το γεγονός, ότι ο Κερένσκι, που είναι αλληλέγγυος με τον Σλαμ, όταν ήταν επικεφαλής της κυβέρνησης, υπήρξε ο υποκινητής των διώξεων των Μπολσεβίκων σαν πρακτόρων του Γερμανικού Γενικού Επιτελείου: οργάνωσε, δηλαδή, τις ίδιες σκηνοθεσίες ενάντια στις οποίες ο Σλαμ κινητοποιεί τώρα τα σαρακοφαγωμένα μεταφυσικά απόλυτά του.
Ο ψυχολογικός μηχανισμός της ιδεολογικής αντίδρασης του Σλαμ και των ομοίων του, δεν είναι καθόλου πολύπλοκος. Για ένα διάστημα οι άνθρωποι αυτοί συμμετείχαν σε ένα πολιτικό κίνημα που ορκιζόταν στην ταξική πάλη και επικαλούνταν, στα λόγια αν όχι στην σκέψη, τον διαλεκτικό υλισμό. Και στην Αυστρία και στην Γερμανία, η υπόθεση κατάληξε σε καταστροφή. Ο Σλαμ βγάζει ένα συνολικό συμπέρασμα: αυτά είναι τα αποτελέσματα της διαλεκτικής και της ταξικής πάλης! Και επειδή η εκλογή των αποκαλύψεων περιορίζεται από την ιστορική εμπειρία και… από την προσωπική γνώση, ο μεταρρυθμιστής μας, στην αναζήτηση του λόγου, πέφτει πάνω σ’ ένα δεμάτι κουρέλια που με γενναιότητα τα αντιτάσσει όχι μόνο στο μπολσεβικισμό, αλλά και στο μαρξισμό.
Με την πρώτη ματιά, η μάρκα της ιδεολογικής αντίδρασης του Σλαμ φαίνεται πολύ πρωτόγονη (από τον Μαρξ… στον Κερένσκι!), για να σταματήσει κανείς σ’ αυτήν. Αλλά πραγματικά είναι πολύ διδακτική: ακριβώς στον πρωτογονισμό της αντιπροσωπεύει τον κοινό παρονομαστή όλων των άλλων μορφών αντίδρασης, ιδιαίτερα εκείνων που εκφράζονται με την αποκήρυξη ολόκληρου του μπολσεβικισμού.
«Πίσω στο μαρξισμό»;
Ο μαρξισμός βρήκε την υψηλότερη ιστορική του έκφραση στον μπολσεβικισμό. Κάτω από το λάβαρο του μπολσεβικισμού κατορθώθηκε η πρώτη νίκη του προλεταριάτου και εγκαθιδρύθηκε το πρώτο εργατικό κράτος. Καμιά δύναμη δεν μπορεί να σβήσει αυτά τα γεγονότα από την Ιστορία. Αλλά μια και η Οκτωβριανή Επανάσταση οδήγησε στην τωρινή φάση στο θρίαμβο της γραφειοκρατίας, με το σύστημα της καταπίεσης, της λεηλασίας, και της διαστρέβλωσης – στη «δικτατορία της ψευτιάς», για να χρησιμοποιήσουμε την πετυχημένη έκφραση του Σλαμ – πολλά φορμαλιστικά και επιπόλαια μυαλά καταλήγουν σε ένα συνοπτικό συμπέρασμα: δεν μπορεί κανείς να παλέψει ενάντια στο σταλινισμό χωρίς να απαρνηθεί τον μπολσεβικισμό. Ο Σλαμ, όπως ήδη γνωρίζουμε, πηγαίνει πιο μακριά: ο μπολσεβικισμός, που εκφυλίστηκε σε σταλινισμό, βγήκε ο ίδιος από το μαρξισμό. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί κανείς να παλέψει το σταλινισμό όσο παραμένει στις βάσεις του μαρξισμού.
Υπάρχουν άλλοι, λιγότερο συνεπείς, αλλά πιο πολλοί, που, αντίθετα, λένε: «πρέπει να επιστρέψουμε από τον μπολσεβικισμό στο μαρξισμό». Πώς; Σε ποιο μαρξισμό; Πριν ο μαρξισμός «χρεοκοπήσει» με την μορφή του μπολσεβικισμού, είχε ήδη καταρρεύσει με τη μορφή της σοσιαλδημοκρατίας. Τότε το σύνθημα «πίσω στο μαρξισμό» σημαίνει ένα πήδημα πάνω από τις περίοδες της Δεύτερης και της Τρίτης Διεθνούς… στην Πρώτη Διεθνή; Αλλά και αυτή χρεοκόπησε στον καιρό της. Έτσι, σε τελευταία ανάλυση, μπαίνει ζήτημα επιστροφής… στα «Άπαντα» των Μαρξ και Ένγκελς.
Μπορεί κανείς να κάνει το ηρωικό αυτό πήδημα χωρίς να αφήσει το γραφείο του και ακόμα δίχως να βγάλει τις παντούφλες του. Αλλά πώς μπορούμε να πάμε από τους κλασικούς μας (ο Μαρξ πέθανε το 1883, ο Ένγκελς το 1895) στα καθήκοντα της νέας εποχής, παραλείποντας αρκετές δεκαετίες θεωρητικών και πολιτικών αγώνων, και ανάμεσά τους τον Μπολσεβικισμό και την Οκτωβριανή Επανάσταση; Κανείς απ’ αυτούς που προτείνουν να απαρνηθούμε τον μπολσεβικισμό, σαν μια ιστορικά «χρεοκοπημένη» τάση, δε μας υπέδειξε κάποιον άλλο δρόμο. Έτσι, το ζήτημα περιορίζεται σε μια απλή σύσταση για μελέτη του Κεφαλαίου. Δεν έχουμε καμιά αντίρρηση γι’ αυτό. Αλλά και οι μπολσεβίκοι μελέτησαν το Κεφάλαιο και μάλιστα όχι πρόχειρα. Όμως, αυτό δεν εμπόδισε τον εκφυλισμό του σοβιετικού κράτους και το στήσιμο των Δικών της Μόσχας. Τότε τι πρέπει να κάνουμε;
Ο μπολσεβικισμός είναι υπεύθυνος για τον σταλινισμό;
Είναι αλήθεια πως ο σταλινισμός είναι το νόμιμο προϊόν του μπολσεβικισμού, όπως υποστηρίζουν όλοι οι αντιδραστικοί, όπως δηλώνει ο ίδιος ο Στάλιν, όπως πιστεύουν οι μενσεβίκοι, οι αναρχικοί, και ορισμένοι αριστεροί θεωρητικοί που θεωρούν τους εαυτούς τους μαρξιστές; «Το είχαμε πάντα προβλέψει αυτό, λένε. Αρχίζοντας με την απαγόρευση των άλλων σοσιαλιστικών κομμάτων, την καταστολή των αναρχικών, και την εγκαθίδρυση της μπολσεβίκικης δικτατορίας στα Σοβιέτ, η Οκτωβριανή Επανάσταση δεν μπορούσε παρά να καταλήξει στη δικτατορία της γραφειοκρατίας. Ο Στάλιν είναι η συνέχεια και μαζί η χρεοκοπία του λενινισμού».
Το λάθος σ’ αυτόν το συλλογισμό αρχίζει με την σιωπηρή ταύτιση του μπολσεβικισμού, της Οκτωβριανής Επανάστασης και της Σοβιετικής Ένωσης. Το ιστορικό προτσές της πάλης των εχθρικών δυνάμεων έχει αντικατασταθεί από την εξέλιξη του μπολσεβικισμού στο κενό. Ο μπολσεβικισμός, όμως, δεν είναι παρά μια πολιτική τάση στενά συνδεδεμένη με την εργατική τάξη, αλλά όχι ταυτόσημη μ’ αυτήν. Και πέρα από την εργατική τάξη, υπάρχουν στη Σοβιετική Ένωση, εκατό εκατομμύρια χωρικοί, διάφορες εθνότητες, και μια κληρονομιά καταπίεσης, αθλιότητας και αμάθειας. Το κράτος που χτίστηκε από τους μπολσεβίκους αντανακλά όχι μόνο τη σκέψη και τη θέληση του μπολσεβικισμού, αλλά και το πολιτιστικό επίπεδο της χώρας, την κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού, την πίεση ενός βάρβαρου παρελθόντος και ενός όχι λιγότερο βάρβαρου παγκόσμιου ιμπεριαλισμού. Το να παρουσιάζει κανείς το προτσές του εκφυλισμού του σοβιετικού κράτους σαν την εξέλιξη του καθαρού μπολσεβικισμού, είναι σαν να αγνοεί την κοινωνική πραγματικότητα, στο όνομα ενός από τα στοιχεία της, απομονωμένου με την καθαρή λογική. Αρκεί να αποκαλέσει κανείς με το πραγματικό του όνομα το στοιχειώδες αυτό λάθος, για να εξαφανιστεί κάθε ίχνος του.
Όπως και να ‘χει, ο μπολσεβικισμός δεν ταυτίστηκε ποτέ με την Οκτωβριανή Επανάσταση ή με το σοβιετικό κράτος που προέκυψε απ’ αυτήν. Ο μπολσεβικισμός θεωρούσε τον εαυτό του σαν έναν από τους παράγοντες της Ιστορίας, τον «συνειδητό της» παράγοντα –έναν πολύ σπουδαίο, αλλά όχι τον αποφασιστικό παράγοντα. Ποτέ δεν πέσαμε στο αμάρτημα του ιστορικού υποκειμενισμού. Είδαμε τον αποφασιστικό παράγοντα –πάνω στην υπάρχουσα βάση των παραγωγικών δυνάμεων– στην ταξική πάλη, όχι μόνο σε εθνική, αλλά σε διεθνή κλίμακα.
Όταν οι μπολσεβίκοι έκαναν παραχωρήσεις στην τάση των χωρικών για ατομική ιδιοκτησία, έβαλαν αυστηρούς κανόνες για την είσοδο μελών στο Κόμμα, ξεκαθάρισαν το Κόμμα από τα ξένα στοιχεία, απαγόρεψαν τα άλλα κόμματα, εισήγαγαν τη ΝΕΠ, κάνανε εκχωρήσεις σ’ ότι αφορά τις επιχειρήσεις ή κλείσανε διπλωματικές συμφωνίες με ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις, έβγαλαν μερικά συμπεράσματα από το βασικό γεγονός που τους ήταν θεωρητικά καθαρό από την αρχή: ότι η κατάκτηση της εξουσίας, όσο σπουδαία και αν είναι από μόνη της, με κανέναν τρόπο δεν μεταμορφώνει το Κόμμα σε έναν κυρίαρχο ρυθμιστή του ιστορικού προτσές. Έχοντας πάρει στα χέρια του το κράτος, το Κόμμα είναι ικανό, βέβαια, να επηρεάσει την ανάπτυξη της κοινωνίας με μια δύναμη που προηγούμενα του ήταν απρόσιτη.
Αλλά, με τη σειρά του, εκθέτει τον εαυτό του κάτω από την επίδραση όλων των άλλων στοιχείων της κοινωνίας – μια επίδραση δέκα φορές μεγαλύτερη. Μπορεί το Κόμμα, με μια άμεση επίθεση των εχθρικών δυνάμεων, να απομακρυνθεί από την εξουσία. Με έναν πιο βραδύ ρυθμό ανάπτυξης, μπορεί να εκφυλιστεί εσωτερικά, ενώ θα κρατιέται στην εξουσία. Είναι ακριβώς αυτή η διαλεκτική του ιστορικού προτσές που δεν κατανοείται από εκείνους τους σεχταριστές γνωσιολόγους που προσπαθούν να ανακαλύψουν στην παρακμή της σταλινικής γραφειοκρατίας ένα συντριπτικό επιχείρημα ενάντια στον μπολσεβικισμό.
Στην ουσία αυτοί οι κύριοι λένε: το επαναστατικό κόμμα που δεν εμπεριέχει μέσα του καμιά εγγύηση ενάντια στον εκφυλισμό του είναι κακό. Με ένα τέτοιο κριτήριο, ο μπολσεβικισμός είναι φυσικά καταδικασμένος: δεν έχει κανένα φυλαχτό. Αλλά το ίδιο το κριτήριο είναι λαθεμένο. Η επιστημονική σκέψη απαιτεί μια συγκεκριμένη ανάλυση: πώς και γιατί εκφυλίστηκε το Κόμμα; Μέχρι τώρα, κανείς άλλος, πέρα από τους ίδιους τους μπολσεβίκους, δεν έδωσαν μια τέτοια ανάλυση. Για να το κάνουν αυτό δεν χρειάστηκε να σπάσουν από τον μπολσεβικισμό. Αντίθετα, βρήκαν στο οπλοστάσιό του όλα όσα χρειάζονταν για να εξηγήσουν την μοίρα του. Κι έβγαλαν τούτο δω το συμπέρασμα: είναι βέβαιο ότι ο σταλινισμός «βγήκε» από τον μπολσεβικισμό, ωστόσο, όχι λογικά, αλλά διαλεκτικά, όχι σαν μια επαναστατική θέση, αλλά σαν μια θερμιδοριανή άρνηση. Κι αυτό δεν είναι καθόλου το ίδιο.
Η βασική πρόγνωση του μπολσεβικισμού
Οι μπολσεβίκοι δε χρειάστηκε, παρ’ όλα αυτά, να περιμένουν τις Δίκες της Μόσχας για να εξηγήσουν τους λόγους της αποσύνθεσης του κυβερνητικού Κόμματος της ΕΣΣΔ. Πολύ πριν προείδαν και μίλησαν για τη θεωρητική δυνατότητα αυτής της ανάπτυξης. Ας θυμηθούμε την πρόγνωση των μπολσεβίκων, όχι μόνο στις παραμονές της Οκτωβριανής Επανάστασης, αλλά χρόνια πριν. Η ειδική διάταξη των δυνάμεων στο εθνικό και στο διεθνές πεδίο μπορεί να επιτρέψει στο προλεταριάτο να αρπάξει την εξουσία πρώτα σε μια καθυστερημένη χώρα όπως η Ρωσία. Αλλά η ίδια αυτή διάταξη των δυνάμεων αποδείχνει από τα πριν ότι δίχως μια λίγο πολύ γρήγορη νίκη του προλεταριάτου στις αναπτυγμένες χώρες, η εργατική κυβέρνηση στη Ρωσία δεν θα επιζήσει. Αφημένο μόνο του, το σοβιετικό καθεστώς πρέπει είτε να πέσει είτε να εκφυλιστεί. Ακριβέστερα, πρώτα θα εκφυλιστεί κι ύστερα θα πέσει. Εγώ ο ίδιος έγραψα γύρω από αυτό περισσότερο από μια φορά, αρχίζοντας από το 1905. Στην Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης, (βλ. «Παράρτημα» στον τελευταίο τόμο: «Σοσιαλισμός σε μια Μόνη Χώρα») είναι συγκεντρωμένες όλες οι δηλώσεις των μπολσεβίκων ηγετών πάνω στο ζήτημα, από το 1917 μέχρι το 1923. Όλες σημαίνουν το εξής: δίχως μια επανάσταση στη Δύση, ο μπολσεβικισμός θα λικβινταριστεί, είτε από εσωτερική αντεπανάσταση, είτε από εξωτερική επέμβαση, είτε από έναν συνδυασμό και των δύο. Ο Λένιν τόνιζε ξανά και ξανά ότι η γραφειοκρατικοποίηση του σοβιετικού καθεστώτος δεν είναι ένα τεχνικό ή οργανωτικό ζήτημα, αλλά η δυνητική αρχή του εκφυλισμού του εργατικού κράτους.
Στο Ενδέκατο Συνέδριο του Κόμματος, το Μάρτη του 1922, ο Λένιν μίλησε για την υποστήριξη που πρόσφεραν στη Σοβιετική Ρωσία, στην περίοδο της ΝΕΠ, ορισμένοι αστοί πολιτικοί, ιδιαίτερα ο φιλελεύθερος καθηγητής Ουστριάλοφ: «Υποστηρίζω τη σοβιετική εξουσία στη Ρωσία», έλεγε ο Ουστριάλοφ – αν και ήταν ένας Καντέ, ένας αστός, ένας υποστηρικτής της επέμβασης – «γιατί έχει πάρει το δρόμο που οδηγεί πίσω σε ένα κανονικό αστικό καθεστώς». Ο Λένιν προτιμά την κυνική φωνή του εχθρού από «τις γλυκανάλατες κομμουνιστικές ανοησίες». Σοβαρά και σκληρά προειδοποιεί το Κόμμα για τον κίνδυνο:
«Πρέπει να πούμε ειλικρινά ότι αυτά που λέει ο Ουστριάλοφ είναι δυνατά. Η Ιστορία γνωρίζει όλων των ειδών τις μεταμορφώσεις. Το να βασίζεσαι καθαρά σε πεποιθήσεις, στην πίστη και σε άλλες θαυμάσιες ηθικές ιδιότητες μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από μια σταθερή στάση στην πολιτική. Μια χούφτα άνθρωποι μπορεί να είναι προικισμένοι με εξαίρετες ηθικές ιδιότητες, αλλά τα ιστορικά ζητήματα αποφασίζονται από γιγάντιες μάζες, που, αν οι λίγοι δεν τους κάνουν, ενδέχεται κάποια στιγμή να μην τους μεταχειριστούν και τόσο ευγενικά».
Με μια λέξη, το Κόμμα δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας της εξέλιξης και σε μια μεγαλύτερη ιστορική κλίμακα δεν είναι ο αποφασιστικός παράγοντας.
«Ένα έθνος κατακτά ένα άλλο, συνέχισε ο Λένιν στο ίδιο συνέδριο, το τελευταίο στο οποίο πήρε μέρος… Αυτό είναι απλό και κατανοητό από όλους. Αλλά τι συμβαίνει με την κουλτούρα αυτών των εθνών; Εδώ τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Αν το έθνος—κατακτητής είναι πιο πολιτισμένο από το έθνος που κατακτήθηκε, το πρώτο επιβάλλει την κουλτούρα του πάνω στο δεύτερο. Αν συμβαίνει, όμως, το αντίθετο, το έθνος που έχει κατακτηθεί επιβάλλει την κυριαρχία του πάνω στο έθνος-κατακτητή. Κάπως έτσι δεν συνέβη με την πρωτεύουσα της ΣΟΣΔΡ; 4.700 κομμουνιστές (μια ολόκληρη σχεδόν μεραρχία, και όλοι τους άριστοι) δεν επηρεάστηκαν από την ξένη κουλτούρα;», (βλ. «Άπαντα», τόμ. 45, σελ. 95-96).
Αυτά ειπώθηκαν στις αρχές του 1922, και όχι για πρώτη φορά. Η Ιστορία δεν γίνεται από τους λίγους, έστω και τους «καλύτερους». Κι όχι μόνο αυτό: αυτοί οι «άριστοι» μπορούν να εκφυλιστούν στο πνεύμα μιας ξένης, δηλαδή, μιας αστικής κουλτούρας. Όχι μόνο το σοβιετικό κράτος μπορεί να εγκαταλείψει το δρόμο προς το σοσιαλισμό, αλλά και το Μπολσεβίκικο Κόμμα μπορεί, κάτω από δυσμενείς ιστορικές συνθήκες, να χάσει τον μπολσεβικισμό του.
Από την καθαρή κατανόηση αυτού του κινδύνου προήλθε η Αριστερή Αντιπολίτευση, που σχηματίστηκε οριστικά το 1923. Καταγράφοντας μέρα με τη μέρα τα συμπτώματα του εκφυλισμού, προσπάθησε να αντιτάξει στο αναπτυσσόμενο θερμιδόρ τη συνειδητή θέληση της προλεταριακής πρωτοπορίας. Ωστόσο, αυτός ο υποκειμενικός παράγοντας αποδείχτηκε ότι ήταν ανεπαρκής. Οι «γιγάντιες μάζες» που, σύμφωνα με τον Λένιν, αποφασίζουν για το αποτέλεσμα της πάλης, απηύδησαν από τις εσωτερικές στερήσεις και την αναμονή, για πάρα πολύ, της παγκόσμιας επανάστασης. Η διάθεση των μαζών έπεσε. Η γραφειοκρατία πήρε την πάνω βόλτα. Κυνήγησε την επαναστατική πρωτοπορία, ποδοπάτησε το μαρξισμό, εκπόρνευσε το Μπολσεβίκικο Κόμμα. Ο σταλινισμός νίκησε. Με τη μορφή της Αριστερής Αντιπολίτευσης, ο μπολσεβικισμός έσπασε από τη σοβιετική γραφειοκρατία και την Κομμουνιστική Διεθνή της. Αυτή ήταν η πραγματική πορεία της εξέλιξης.
Είναι βέβαιο ότι, με μια τυπική έννοια, ο σταλινισμός προήλθε από τον μπολσεβικισμό. Ακόμα και σήμερα, η μοσχοβίτικη γραφειοκρατία συνεχίζει να αποκαλεί τον εαυτό της Μπολσεβίκικο Κόμμα. Απλά χρησιμοποιεί την παλιά ταμπέλα του μπολσεβικισμού για να εξαπατά καλύτερα τις μάζες. Έτσι γίνονται πιο αξιολύπητοι εκείνοι οι θεωρητικοί που περνάνε τη φλούδα για κουκούτσι και την εμφάνιση για πραγματικότητα. Με την ταύτιση του μπολσεβικισμού με το σταλινισμό, προσφέρουν την καλύτερη δυνατή υπηρεσία στους θερμιδοριανούς και ακριβώς έτσι παίζουν ένα καθαρά αντιδραστικό ρόλο.
Λαμβανομένου υπόψη του αποκλεισμού των άλλων κομμάτων από το πολιτικό προσκήνιο, τα ανταγωνιστικά συμφέροντα και οι τάσεις ποικίλων στρωμάτων του πληθυσμού, σε έναν μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, έπρεπε να βρουν την έκφρασή τους στο κυβερνητικό κόμμα. Στο βαθμό που το πολιτικό κέντρο βάρους μετατοπίστηκε από την προλεταριακή πρωτοπορία στη γραφειοκρατία, το Κόμμα άλλαξε την κοινωνική δομή του, όπως και την ιδεολογία του. Εξαιτίας της θυελλώδους πορείας ανάπτυξης, το Κόμμα υπέστη, τα τελευταία δέκα πέντε χρόνια, έναν πολύ πιο ριζικό εκφυλισμό απ’ ότι η σοσιαλδημοκρατία σε μισό αιώνα. Οι σημερινές εκκαθαρίσεις δεν χαράσσουν απλά μια αιμάτινη γραμμή ανάμεσα στον μπολσεβικισμό και το σταλινισμό, αλλά παρεμβάλλουν ένα ολόκληρο ποτάμι αίμα μεταξύ τους.
Η εξόντωση όλης της παλιάς γενιάς των μπολσεβίκων, ενός σημαντικού τμήματος της μεσαίας γενιάς που συμμετείχε στον εμφύλιο πόλεμο, και του τμήματος εκείνου της νεολαίας που κράτησε στα σοβαρά τις παραδόσεις των μπολσεβίκων, σημαδεύει όχι απλά μια πολιτική, αλλά μια βαθιά φυσική άβυσσο ανάμεσα στον μπολσεβικισμό και το σταλινισμό. Πώς μπορεί να το αγνοήσει κανείς αυτό;
Σταλινισμός και «κρατικός σοσιαλισμός»
Οι αναρχικοί από τη μεριά τους, προσπαθούν να δουν στο σταλινισμό το οργανικό προϊόν όχι μόνο του μπολσεβικισμού και του μαρξισμού, αλλά γενικά του «κρατικού σοσιαλισμού». Αυτοί θέλουν να αντικαταστήσουν την πατριαρχική «ομοσπονδία των ελεύθερων κοινοτήτων» του Μπακούνιν, με την πιο σύγχρονη ομοσπονδία των ελεύθερων Σοβιέτ. Αλλά, όπως άλλοτε, είναι ενάντια στην κεντρική κρατική εξουσία. Πραγματικά, ένας κλάδος του «κρατικού» μαρξισμού, η σοσιαλδημοκρατία, αφού ήρθε στην εξουσία έγινε το ανοιχτό πρακτορείο του ιμπεριαλισμού. Ο άλλος κλάδος γέννησε μια νέα προνομιούχα κάστα. Είναι φανερό ότι η πηγή του κακού βρίσκεται στο κράτος. Από μια πλατιά ιστορική άποψη, υπάρχει ένας κόκκος αλήθειας σ’ αυτό το συλλογισμό. Το κράτος, σαν καταπιεστικός μηχανισμός είναι αναμφίβολα μια πηγή πολιτικής και ηθικής μόλυνσης. Αυτό ισχύει, επίσης, όπως μας έδειξε η πείρα και για το εργατικό κράτος. Κατά συνέπεια, μπορεί να πει κανείς ότι ο σταλινισμός είναι ένα προϊόν μιας κοινωνικής κατάστασης, στην οποία η κοινωνία δεν είναι ακόμα ικανή να απαλλαγεί από τον ζουρλομανδύα του κράτους. Αλλά αυτή η θέση, που δεν συνεισφέρει τίποτε στην αξιολόγηση του μπολσεβικισμού ή του μαρξισμού, χαρακτηρίζει μόνο το γενικό επίπεδο πολιτισμού της ανθρωπότητας, και, πάνω απ’ όλα, το συσχετισμό των δυνάμεων ανάμεσα στο προλεταριάτο και την μπουρζουαζία. Συμφωνώντας με τους αναρχικούς ότι το κράτος, ακόμα και το εργατικό κράτος, είναι το τέκνο της ταξικής βαρβαρότητας και ότι η πραγματική ανθρώπινη ιστορία θα αρχίσει με την κατάργηση του κράτους, έχουμε ακόμα μπροστά μας ζωντανό το πρόβλημα: ποιος τρόπος και ποιες μέθοδες θα οδηγήσουν, τελικά, στην κατάργηση του κράτους; Η τελευταία εμπειρία αποδείχνει πάντως ότι δεν είναι οι μέθοδες του αναρχισμού.
Οι ηγέτες της Ισπανικής Εργατικής Ομοσπονδίας (CNT), της μόνης σημαντικής αναρχικής οργάνωσης στον κόσμο, έγιναν, στην πιο κρίσιμη στιγμή, αστοί υπουργοί. Δικαιολόγησαν την ανοιχτή προδοσία τους της θεωρίας του αναρχισμού με την πίεση «των εξαιρετικών περιστάσεων». Αλλά και οι ηγέτες της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας δεν επικαλέσθηκαν, στον καιρό τους, την ίδια δικαιολογία; Φυσικά, ο εμφύλιος πόλεμος δεν είναι μια ειρηνική και συνηθισμένη, αλλά μια «εξαιρετική περίσταση». Ωστόσο, κάθε σοβαρή επαναστατική οργάνωση, προετοιμάζεται ακριβώς για τις «εξαιρετικές περιστάσεις». Η πείρα της Ισπανίας μας έδειξε για μια ακόμα φορά ότι μπορεί κανείς να «αποκηρύσσει» το κράτος σε φυλλάδια που εκδίδονται σε «κανονικές καταστάσεις» με την άδεια του αστικού κράτους, αλλά οι συνθήκες της επανάστασης δεν αφήνουν χώρο για «αποκήρυξη» του κράτους: αντίθετα, απαιτούν την κατάκτηση του κράτους. Δεν έχουμε την παραμικρή πρόθεση να μεμφθούμε τους αναρχικούς γιατί δεν κατέστρεψαν το κράτος με ένα απλό χτύπημα της πένας. Ένα επαναστατικό Κόμμα, ακόμα και μετά την κατάληψη της εξουσίας (για την οποία οι αναρχικοί ηγέτες ήταν ανίκανοι, παρόλο τον ηρωισμό των αναρχικών εργατών), δεν παίζει καθόλου έναν κυριαρχικό ρόλο στην κοινωνία. Αλλά μεμφόμαστε πολύ αυστηρά την αναρχική θεωρία, που, σε καιρό ειρήνης, φαινόταν πολύ κατάλληλη, αλλά που πρέπει να εγκαταλειφθεί αμέσως μόλις έρθουν οι «εξαιρετικές περιστάσεις» της… επανάστασης. Στα παλιά τα χρόνια υπήρχαν ορισμένοι στρατηγοί –και πιθανόν και τώρα– που θεωρούσαν ότι το πιο βλαβερό πράγμα για έναν στρατό ήταν ο πόλεμος. Δεν είναι καλύτεροι οι επαναστάτες εκείνοι που διαμαρτύρονται γιατί η επανάσταση καταστρέφει τη θεωρία τους.
Οι μαρξιστές βρίσκονται σε πλήρη συμφωνία με τους αναρχικούς όσον αφορά τον τελικό σκοπό: τη διάλυση του κράτους. Οι μαρξιστές είναι «κρατιστές» μόνο στο βαθμό που κανείς δεν μπορεί να πετύχει τη διάλυση του κράτους απλά με το να το αγνοήσει. Η πείρα του σταλινισμού δεν αναιρεί τη διδασκαλία του μαρξισμού, αλλά την επιβεβαιώνει από την ανάποδη. Η επαναστατική θεωρία που διδάσκει το προλεταριάτο να προσανατολίζεται σωστά στις καταστάσεις και να επωφελείται δραστήρια απ’ αυτές, δεν αποτελεί φυσικά μια αυτόματη εγγύηση της νίκης. Αλλά η νίκη είναι δυνατή μόνο με την εφαρμογή αυτής της θεωρίας. Επιπλέον, η νίκη δεν πρέπει να νοηθεί σαν ένα απλό γεγονός. Πρέπει να ιδωθεί στην προοπτική μιας ιστορικής εποχής. Το εργατικό κράτος – σε μια χαμηλότερη οικονομική βάση και περικυκλωμένο από τον ιμπεριαλισμό – μεταμορφώθηκε σε χωροφύλακα του σταλινισμού. Αλλά ο γνήσιος μπολσεβικισμός ανέλαβε έναν αγώνα ζωής και θανάτου ενάντια στο χωροφύλακα. Για να διατηρηθεί ο σταλινισμός τώρα αναγκάζεται να διεξάγει έναν άμεσο εμφύλιο πόλεμο ενάντια στον μπολσεβικισμό, κάτω από το όνομα του «τροτσκισμού», όχι μόνο μέσα στην ΕΣΣΔ, αλλά και στην Ισπανία. Το παλιό Μπολσεβίκικο Κόμμα πέθανε, αλλά ο μπολσεβικισμός σηκώνει το κεφάλι του παντού.
Το να συμπεράνει κανείς ότι ο σταλινισμός βγαίνει από τον μπολσεβικισμό ή από τον μαρξισμό είναι, με ευρύτερη έννοια, το ίδιο σαν να συμπεραίνει ότι η αντεπανάσταση βγαίνει από την επανάσταση. Πάντοτε η φιλελεύθερη-συντηρητική και τελευταία η ρεφορμιστική σκέψη χαρακτηριζόταν από αυτό το κλισέ.
Λόγω της ταξικής δομής της κοινωνίας, οι επαναστάσεις πάντοτε προκαλούσαν αντεπαναστάσεις. Αυτό δεν δείχνει, ρωτά ο γνωσιολόγος, ότι υπάρχει κάποια εσωτερική ατέλεια στην επαναστατική μέθοδο; Ωστόσο, ούτε οι φιλελεύθεροι ούτε οι ρεφορμιστές έχουν πετύχει μέχρι τώρα, να ανακαλύψουν μια πιο «οικονομική» μέθοδο. Αλλά αν δεν είναι εύκολο να ορθολογικοποιήσει κανείς το ζωντανό ιστορικό προτσές, δεν είναι καθόλου δύσκολο να δώσει μια ορθολογική ερμηνεία στην εναλλαγή των κυμάτων του και, έτσι, με την καθαρή λογική, να συμπεράνει ότι ο σταλινισμός προέρχεται από τον «κρατικό σοσιαλισμό», ο φασισμός από το μαρξισμό, η αντίδραση από την επανάσταση –με μια λέξη, η αντίθεση από την θέση. Σ’ αυτόν τον τομέα, όπως και σε πολλούς άλλους, η αναρχική σκέψη είναι αιχμάλωτη του φιλελεύθερου ορθολογισμού. Η πραγματική επαναστατική σκέψη δεν είναι δυνατή χωρίς τη διαλεκτική.
Οι πολιτικές «αμαρτίες» του μπολσεβικισμού σαν πηγή του σταλινισμού
Τα επιχειρήματα των ορθολογιστών παίρνουν καμιά φορά, τουλάχιστο στην εξωτερική τους μορφή, έναν πιο συγκεκριμένο χαρακτήρα. Δεν εξάγουν το σταλινισμό από τον μπολσεβικισμό συνολικά, αλλά από τα πολιτικά του σφάλματα.
Οι μπολσεβίκοι – σύμφωνα με τον Γκόρτερ, τον Πάνεκεκ, ορισμένους Γερμανούς «Σπαρτακιστές» και άλλους – αντικατέστησαν τη δικτατορία του προλεταριάτου με τη δικτατορία του Κόμματος. Ο Στάλιν αντικατέστησε τη δικτατορία του Κόμματος με τη δικτατορία της γραφειοκρατίας. Οι μπολσεβίκοι κατέστρεψαν όλα τα κόμματα εκτός από το δικό τους. Ο Στάλιν στραγγάλισε το Μπολσεβίκικο Κόμμα για τα συμφέροντα μιας βοναπαρτιστικής κλίκας. Οι μπολσεβίκοι έκαναν συμβιβασμούς με την μπουρζουαζία. Ο Στάλιν έγινε σύμμαχος και υποστηρικτής της. Οι μπολσεβίκοι αναγνώρισαν την αναγκαιότητα της συμμετοχής στα παλιά συνδικάτα και στο αστικό κοινοβούλιο. Ο Στάλιν έγινε φίλος με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και την αστική δημοκρατία. Μπορεί κανείς να κάνει τέτοιες συγκρίσεις κατά βούληση. Αλλά, παρά τη φαινομενική αποτελεσματικότητά τους, αυτές είναι ολότελα κενές.
Το προλεταριάτο μπορεί να πάρει την εξουσία μόνο διαμέσου της πρωτοπορίας του. Η ίδια η ανάγκη για κρατική εξουσία απορρέει από το ανεπαρκές πολιτιστικό επίπεδο των μαζών και την ανομοιογένειά τους. Στην επαναστατική πρωτοπορία, την οργανωμένη σε ένα κόμμα, αποκρυσταλλώνεται η επιθυμία των μαζών να αποκτήσουν την ελευθερία τους. Χωρίς την εμπιστοσύνη της τάξης στην πρωτοπορία, χωρίς την υποστήριξη της πρωτοπορίας από την τάξη, δεν μπορείς να συζητάς για την κατάκτηση της εξουσίας. Μ’ αυτή την έννοια, η προλεταριακή επανάσταση και η δικτατορία είναι έργο ολόκληρης της τάξης, αλλά μόνο κάτω από την ηγεσία της πρωτοπορίας. Τα Σοβιέτ δεν είναι παρά η οργανωμένη μορφή του δεσμού ανάμεσα στην πρωτοπορία και την τάξη. Ένα επαναστατικό περιεχόμενο μπορεί να δοθεί σε αυτή τη μορφή μόνο από το Κόμμα. Αυτό αποδείχνεται τόσο από τη θετική εμπειρία της Οκτωβριανής Επανάστασης, όσο και από την αρνητική εμπειρία των άλλων χωρών (Γερμανία, Αυστρία και τελικά Ισπανία). Κανείς δεν έχει δείξει στην πράξη ούτε προσπάθησε να εξηγήσει με σαφήνεια στο χαρτί το πώς το προλεταριάτο μπορεί να πάρει την εξουσία δίχως την πολιτική ηγεσία του Κόμματος που ξέρει τι θέλει. Το γεγονός ότι το Κόμμα αυτό έχει υποτάξει πολιτικά τα Σοβιέτ στην ηγεσία του, έχει, αυτό καθεαυτό, καταργήσει το σοβιετικό σύστημα τόσο, όσο η κυριαρχία της συντηρητικής πλειοψηφίας έχει καταργήσει το βρετανικό κοινοβουλευτικό σύστημα.
Όσο για την απαγόρευση των άλλων σοβιετικών κομμάτων, αυτό δεν βγήκε από κάποια «θεωρία» του μπολσεβικισμού, αλλά ήταν ένα μέτρο άμυνας της δικτατορίας του προλεταριάτου σε μια καθυστερημένη και ερειπωμένη χώρα, περικυκλωμένη γύρω γύρω από εχθρούς. Για τους μπολσεβίκους ήταν από την αρχή καθαρό ότι αυτό το μέτρο, που συμπληρώθηκε αργότερα με την απαγόρευση των φραξιών μέσα στο ίδιο το κυβερνητικό Κόμμα, σήμαινε έναν τεράστιο κίνδυνο. Ωστόσο, η ρίζα του κινδύνου δεν βρισκόταν στη θεωρία ή στην τακτική, αλλά στην υλική αδυναμία της δικτατορίας, στις δυσκολίες της εσωτερικής και διεθνούς της θέσης. Αν η επανάσταση θριάμβευε, έστω και μόνο στην Γερμανία, η ανάγκη της απαγόρευσης των άλλων σοβιετικών κομμάτων αμέσως θα εξαφανιζόταν. Είναι εντελώς αναμφισβήτητο ότι η κυριαρχία ενός και μόνο κόμματος χρησίμευσε σαν η νομική αφετηρία για το σταλινικό ολοκληρωτικό σύστημα. Αλλά η αιτία γι’ αυτήν την εξέλιξη δε βρίσκεται ούτε στον μπολσεβικισμό ούτε στην απαγόρευση των άλλων κομμάτων, σαν ένα προσωρινό πολεμικό μέτρο, αλλά στον αριθμό των ηττών του προλεταριάτου στην Ευρώπη και την Ασία.
Το ίδιο ισχύει και για την πάλη με τον αναρχισμό. Στην ηρωική εποχή της επανάστασης, οι μπολσεβίκοι πήγαιναν χέρι χέρι με τους γνήσιους επαναστάτες αναρχικούς. Πολλοί απ’ αυτούς τραβήχτηκαν μέσα στις γραμμές του Κόμματος. Ο συγγραφέας αυτών των γραμμών συζήτησε με τον Λένιν περισσότερο από μια φορά τη δυνατότητα παραχώρησης στους αναρχικούς ορισμένων περιοχών, όπου, με τη συγκατάθεση του τοπικού πληθυσμού, θα μπορούσαν να κάνουν το ακρατικό πείραμά τους. Αλλά ο εμφύλιος πόλεμος, ο αποκλεισμός και η πείνα δεν άφησαν περιθώρια για τέτοια σχέδια. Και η εξέγερση της Κρονστάνδης; Μα η επαναστατική κυβέρνηση δεν μπορούσε φυσικά να «προσφέρει» στους επαναστατημένους ναύτες το φρούριο που προστάτευε την πρωτεύουσα μόνο και μόνο γιατί στην αντιδραστική ανταρσία των χωρικών—στρατιωτών πήραν μέρος λίγοι αμφίβολοι αναρχικοί. Μια συγκεκριμένη ιστορική ανάλυση των γεγονότων δεν αφήνει τον ελάχιστο χώρο για τους θρύλους, που βασίστηκαν πάνω στην άγνοια και το συναισθηματισμό, σ’ ό,τι αφορά την Κρονστάνδη, τον Μάχνο και άλλα επεισόδια της επανάστασης.
Εδώ δεν μένει παρά το γεγονός ότι οι μπολσεβίκοι από την αρχή χρησιμοποίησαν όχι μόνο την πειθώ, αλλά και τον εξαναγκασμό, και συχνά σε πολύ οξύ βαθμό. Είναι επίσης αναμφισβήτητο ότι αργότερα η γραφειοκρατία που αναπτύχθηκε από την επανάσταση μονοπώλησε το σύστημα των εξαναγκασμών στα δικά της τα χέρια.
Κάθε στάδιο της εξέλιξης, ακόμα και ένα τέτοιο καταστροφικό στάδιο όπως η επανάσταση και η αντεπανάσταση, πηγάζει από το προηγούμενο στάδιο, είναι ριζωμένο σ’ αυτό και φέρνει μερικά από τα χαρακτηριστικά του. Οι φιλελεύθεροι, κι εδώ περιλαμβάνονται και οι Γουέμπς, υποστήριζαν πάντα ότι η μπολσεβίκικη δικτατορία δεν αντιπροσώπευε παρά μια νέα έκδοση του Τσαρισμού. Κλείνουν τα μάτια τους μπροστά σε τέτοιες «λεπτομέρειες» όπως είναι η κατάργηση της μοναρχίας και των ευγενών, η παράδοση της γης στους αγρότες, η απαλλοτρίωση του κεφαλαίου, η εισαγωγή της σχεδιασμένης οικονομίας, η αθεϊστική εκπαίδευση, κλπ. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, η αναρχοφιλελεύθερη σκέψη κλείνει τα μάτια της στο γεγονός ότι η Μπολσεβίκικη Επανάσταση, με όλες τις καταπιέσεις της, σήμαινε μια άνοδο των κοινωνικών σχέσεων προς το συμφέρον των μαζών, ενώ η άνοδος του σταλινικού θερμιδόρ συνοδεύει την αναμόρφωση της σοβιετικής κοινωνίας για το συμφέρον μιας προνομιούχας μειοψηφίας. Είναι καθαρό ότι στην ταύτιση του σταλινισμού με τον Μπολσεβικισμό δεν υπάρχει ίχνος σοσιαλιστικού κριτηρίου.
Ζητήματα θεωρίας
Ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά του μπολσεβικισμού υπήρξε η αυστηρή, η ακριβής και ακόμα οριστική στάση του μπροστά στα ζητήματα της θεωρίας. Οι πενήντα τέσσερις τόμοι των έργων του Λένιν θα μείνουν για πάντα το πρότυπο μιας υπέρτατης θεωρητικής ευσυνειδησίας. Χωρίς τη θεμελιακή αυτή ποιότητα, ο μπολσεβικισμός δεν θα εκπλήρωνε ποτέ τον ιστορικό του ρόλο. Από αυτή την άποψη, ο σταλινισμός, χοντροκομμένος, αμαθής και πέρα για πέρα εμπειρικός, είναι το διαμετρικά αντίθετό του.
Η Αντιπολίτευση, πάνω από δέκα χρόνια πριν, δήλωνε στο πρόγραμμά της:
«Από το θάνατο του Λένιν ένα σύνολο από νέες θεωρίες έχουν δημιουργηθεί, που ο μόνος σκοπός τους είναι να δικαιώσουν το γλίστρημα της ομάδας του Στάλιν από το δρόμο της διεθνούς προλεταριακής επανάστασης».
Πριν λίγες μόνο μέρες ένας Αμερικανός συγγραφέας, ο Λίστον Μ. Όουκ, που είχε πάρει μέρος στην Ισπανική Επανάσταση, έγραφε:
«Οι σταλινικοί στην πραγματικότητα αποτελούν σήμερα την πρωτοπορία των αναθεωρητών του Μαρξ και του Λένιν – ο Μπέρνσταϊν δεν τόλμησε να φθάσει ούτε στα μισά του δρόμου που διάνυσε ο Στάλιν αναθεωρώντας τον Μαρξ».
Αυτό είναι απόλυτα αληθινό. Μόνο που πρέπει να προσθέσει κανείς ότι ο Μπέρνσταϊν πραγματικά αισθάνθηκε ορισμένες θεωρητικές ανάγκες: προσπάθησε ευσυνείδητα να εγκαθιδρύσει μια αντιστοιχία ανάμεσα στις ρεφορμιστικές πράξεις της σοσιαλδημοκρατίας και στο πρόγραμμά της.
Η σταλινική γραφειοκρατία, όμως, όχι μόνο δεν έχει τίποτε το κοινό με το μαρξισμό, αλλά και είναι γενικά ξένη σε οποιαδήποτε θεωρία ή σύστημα. Η «ιδεολογία» της είναι βαθιά διαποτισμένη από έναν αστυνομικό υποκειμενισμό, η πράξη της είναι ο εμπειρισμός της ωμής βίας. Πιστή στα ουσιώδη συμφέροντά της, η κάστα των σφετεριστών είναι εχθρική σε κάθε θεωρία: δεν μπορεί να δώσει μια εξήγηση του κοινωνικού της ρόλου ούτε στον εαυτό της ούτε σε κανέναν άλλο. Ο Στάλιν αναθεωρεί τον Μαρξ και τον Λένιν όχι με τη θεωρητική πένα, αλλά με το τακούνι της Γκε Πε Ου.
Ζητήματα ηθικής
Τα παράπονα για την «ανηθικότητα» του μπολσεβικισμού ακούγονται ιδιαίτερα από εκείνες τις καυχησιάρικες μηδαμινότητες που οι φτηνές τους μάσκες ξεσκίστηκαν από τον μπολσεβικισμό. Στους μικροαστικούς, διανοουμενίστικους, δημοκρατικούς, «σοσιαλιστικούς», φιλολογικούς, κοινοβουλευτικούς και άλλους κύκλους, υπερισχύουν οι συμβατικές αξίες ή μια συμβατική γλώσσα για να καλύψει την έλλειψη αξιών. Αυτή η μεγάλη και παρδαλή κοινωνία της αμοιβαίας προστασίας – «ζήσε και άφησε να ζήσουν» – δεν μπορεί να υποφέρει την επαφή του μαρξιστικού νυστεριού στο ευαίσθητο δέρμα της. Οι θεωρητικολόγοι, οι συγγραφείς και οι ηθικολόγοι, ταλαντευόμενοι ανάμεσα σε διαφορετικά στρατόπεδα, σκέπτονταν και συνεχίζουν να σκέπτονται ότι οι μπολσεβίκοι κακόβουλα διογκώνουν τις διαφορές, είναι ανίκανοι για «πιστή» συνεργασία και, με τις «μηχανορραφίες» τους, διασπούν την ενότητα του εργατικού κινήματος. Επιπλέον, ο ευαίσθητος και ευερέθιστος κεντριστής, πάντοτε σκέπτεται ότι οι μπολσεβίκοι τον «συκοφαντούν» –απλά επειδή του φέρνουν μέχρι το τέλος τις μισοαναπτυγμένες σκέψεις του: ο ίδιος δεν είναι ποτέ ικανός γι’ αυτό. Αλλά το γεγονός παραμένει ότι μόνο με κείνη την πολύτιμη ποιότητα, με μια ασυμβίβαστη στάση μπροστά σε όλα τα τρεναρίσματα και τις υπεκφυγές, μπορεί να εκπαιδευτεί ένα επαναστατικό κόμμα που δεν θα αιφνιδιαστεί από τις «εξαιρετικές περιστάσεις».
Οι ηθικές ιδιότητες κάθε κόμματος πηγάζουν, σε τελευταία ανάλυση, από τα ιστορικά συμφέροντα που αντιπροσωπεύει. Οι ηθικές ιδιότητες του μπολσεβικισμού, η αυταπάρνηση, η ανιδιοτέλεια, η τόλμη και η περιφρόνηση για κάθε είδους φτιασίδωμα και εξαπάτηση –οι υπέρτατες ιδιότητες της ανθρώπινης φύσης!– απορρέουν από την επαναστατική αδιαλλαξία στην υπηρεσία των καταπιεσμένων. Η σταλινική γραφειοκρατία, και σ’ αυτό τον τομέα, αντιγράφει τις λέξεις και επαναλαμβάνει τις χειρονομίες του μπολσεβικισμού. Αλλά όταν η «αδιαλλαξία» και η «ακαμψία» εφαρμόζονται από την αστυνομική μηχανή στην υπηρεσία μιας προνομιούχας μειοψηφίας, γίνονται μια πηγή εξαχρείωσης και γκαγκστερισμού. Μόνο περιφρόνηση μπορεί να αισθανθεί κανείς για όλους αυτούς τους κυρίους που ταυτίζουν τον επαναστατικό ηρωισμό των μπολσεβίκων με το γραφειοκρατικό κυνισμό των θερμιδοριανών.
Ακόμα και τώρα, παρ’ όλα τα δραματικά γεγονότα της τελευταίας περιόδου, ο μέσος φιλισταίος προτιμά να πιστεύει ότι η πάλη ανάμεσα στον μπολσεβικισμό («τροτσκισμό») και το σταλινισμό αφορά μια σύγκρουση προσωπικών φιλοδοξιών, ή, στην καλύτερη περίπτωση, μια διαμάχη ανάμεσα σε δυο «αποχρώσεις» του μπολσεβικισμού. Η πιο ωμή έκφραση αυτής της άποψης δόθηκε από τον Νόρμαν Τόμας, ηγέτη του Αμερικανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος: «Δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε», έγραφε («Σοσιαλιστική Επιθεώρηση», Σεπτέμβρης 1937, σελ. 6), «ότι αν είχε κερδίσει (!) ο Τρότσκι αντί του Στάλιν, θα έμπαινε ένα τέλος στη ραδιουργία, στις δολοπλοκίες και στη βασιλεία του φόβου στην Ρωσία».
Και αυτός ο άνθρωπος θεωρεί τον εαυτό του… μαρξιστή. Θα είχε κανείς εξίσου δίκιο να πει: «Δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι αν αντί του Πάπα Πίου του 11ου, την Αγία Έδρα την κατείχε ο Νόρμαν ο 1ος, η καθολική εκκλησία θα μετατρεπόταν σε ένα προπύργιο του σοσιαλισμού». Ο Τόμας δεν καταλαβαίνει ότι δεν είναι ζήτημα διαμάχης ανάμεσα στον Στάλιν και τον Τρότσκι, αλλά ζήτημα ανταγωνισμού ανάμεσα στη γραφειοκρατία και το προλεταριάτο. Σίγουρα, το κυβερνητικό στρώμα της ΕΣΣΔ αναγκάζεται ακόμα και τώρα να προσαρμόζεται στην κληρονομιά της επανάστασης που δεν έχει ακόμη εξολοκλήρου λικβινταριστεί, ενώ την ίδια στιγμή ετοιμάζει με τον άμεσο εμφύλιο πόλεμο (αιματηρές «εκκαθαρίσεις» –μαζική εξόντωση των δυσαρεστημένων) μια αλλαγή στο κοινωνικό καθεστώς. Αλλά στην Ισπανία, η σταλινική κλίκα ήδη ενεργεί ανοιχτά σαν το προπύργιο της μπουρζουαζίας ενάντια στο σοσιαλισμό.
Η πάλη ενάντια στη βοναπαρτιστική γραφειοκρατία μετατρέπεται μπροστά στα μάτια μας σε ταξική πάλη: δυο κόσμοι, δυο προγράμματα, δυο ηθικές. Αν ο Τόμας νομίζει πως η νίκη του σοσιαλιστικού προλεταριάτου πάνω στην ανήθικη κάστα των καταπιεστών δεν θα αναγεννήσει το σοβιετικό καθεστώς πολιτικά και ηθικά, μ’ αυτό αποδείχνει μονάχα ότι παρ’ όλες τις επιφυλάξεις, τις υπεκφυγές και τους ευσεβείς στεναγμούς του, είναι πολύ πιο κοντά στη σταλινική γραφειοκρατία παρά στους εργάτες. Όπως όλοι οι άλλοι που ξεσκεπάζουν την μπολσεβίκικη «ανηθικότητα», ο Τόμας απλά δεν έχει φτάσει στο επίπεδο της επαναστατικής ηθικής.
Οι παραδόσεις του μπολσεβικισμού και η Τέταρτη Διεθνής
Οι «αριστεροί» που προσπάθησαν να παραλείψουν τον μπολσεβικισμό στην «επιστροφή» τους στο μαρξισμό, περιορίζονται, γενικά, σε μεμονωμένες πανάκειες: μποϊκοτάρισμα των παλιών συνδικάτων, μποϊκοτάρισμα του κοινοβουλίου, δημιουργία «γνήσιων» Σοβιέτ. Όλα αυτά μπορούσαν να φαίνονται εξαιρετικά βαθιά στη φωτιά των πρώτων μεταπολεμικών ημερών. Αλλά τώρα, στο φως της πολύ πρόσφατης εμπειρίας, τέτοιες «παιδικές αρρώστιες» δεν έχουν πια ούτε καν το ενδιαφέρον του αξιοπερίεργου. Οι Ολλανδοί Γκόρτερ και Πάνεκεκ, οι Γερμανοί «Σπαρτακιστές», οι Ιταλοί μπορντιγκιστές, όλοι δείξανε την ανεξαρτησία τους από τον Μπολσεβικισμό μόνο παραφουσκώνοντας τεχνητά ένα από τα χαρακτηριστικά του και αντιτάσσοντάς το στα υπόλοιπα. Αλλά τίποτε δεν έχει μείνει είτε στην πράξη είτε στη θεωρία των «αριστερών» αυτών τάσεων: μια έμμεση αλλά σημαντική απόδειξη ότι ο μπολσεβικισμός είναι η μόνη δυνατή μορφή του Μαρξισμού σ’ αυτή την εποχή.
Το Μπολσεβίκικο Κόμμα συνδύασε στην πράξη το πιο υψηλό επαναστατικό θάρρος και τον πολιτικό ρεαλισμό. Εγκαθίδρυσε για πρώτη φορά την αντιστοιχία ανάμεσα στην πρωτοπορία και την τάξη, που μόνη της είναι αδύνατο να εξασφαλίσει τη νίκη. Απόδειξε με την πείρα ότι η συμμαχία ανάμεσα στο προλεταριάτο και τις καταπιεσμένες αγροτικές μάζες και τους μικροαστούς της πόλης είναι δυνατή μόνο μέσα από την πολιτική συντριβή των παραδοσιακών μικροαστικών κομμάτων. Το Μπολσεβίκικο Κόμμα έδειξε σ’ ολόκληρο τον κόσμο το πώς διεξάγεται η ένοπλη εξέγερση και η κατάληψη της εξουσίας. Εκείνοι που προτείνουν την αφαίρεση των Σοβιέτ από την κομματική δικτατορία, πρέπει να καταλάβουν ότι μόνο χάρη στην μπολσεβίκικη ηγεσία έγιναν τα Σοβιέτ ικανά να ξεκολλήσουν από τη λάσπη του ρεφορμισμού και να υψωθούν σε κρατική μορφή του προλεταριάτου. Το Μπολσεβίκικο Κόμμα κατόρθωσε στον εμφύλιο πόλεμο το σωστό συνδυασμό της στρατιωτικής τέχνης και της μαρξιστικής πολιτικής. Ακόμα κι αν η σταλινική γραφειοκρατία κατορθώσει να καταστρέψει τα οικονομικά θεμέλια της νέας κοινωνίας, η πείρα της σχεδιασμένης οικονομίας κάτω από την ηγεσία του Μπολσεβίκικου Κόμματος θα περάσει στην Ιστορία για πάντα σαν ένα από τα μεγαλύτερα διδάγματα της ανθρωπότητας. Αυτό, μόνο από τους σεχταριστές μπορεί να αγνοηθεί, που, προσβεβλημένοι από τα χτυπήματα που έχουν δεχτεί, στρέφουν την πλάτη τους στην πορεία της Ιστορίας.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό: το Μπολσεβίκικο Κόμμα στάθηκε ικανό να κατευθύνει την μεγαλειώδη «πρακτική» δουλειά του μόνο γιατί φωτίζονταν όλα του τα βήματα από τη θεωρία. Ο μπολσεβικισμός δε δημιούργησε αυτή τη θεωρία: του την πρόσφερε ο μαρξισμός. Αλλά ο μαρξισμός είναι η θεωρία της κίνησης, κι όχι της στασιμότητας. Μόνο γεγονότα τρομακτικής ιστορικής κλίμακας μπορούν να εμπλουτίσουν την ίδια τη θεωρία. Ο Μπολσεβικισμός έκανε μια ανεκτίμητη συνεισφορά στο μαρξισμό, με τις αναλύσεις του για την ιμπεριαλιστική εποχή σαν μια εποχή των πολέμων και των επαναστάσεων, για την αστική δημοκρατία στην εποχή της παρακμής του καπιταλισμού, για τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην γενική απεργία και την εξέγερση, για το ρόλο του Κόμματος, των Σοβιέτ και των συνδικάτων στην περίοδο της προλεταριακής επανάστασης, με την θεωρία του τού σοβιετικού κράτους, της μεταβατικής οικονομίας, του φασισμού και του βοναπαρτισμού στην εποχή της καπιταλιστικής παρακμής και, τέλος, με την ανάλυσή του τού εκφυλισμού του ίδιου του Μπολσεβίκικου Κόμματος και του σοβιετικού κράτους.
Ας κατονομάσει κανείς οποιαδήποτε άλλη τάση που πρόσθεσε κάτι το ουσιαστικό στα συμπεράσματα και τις γενικεύσεις του μπολσεβικισμού. Θεωρητικά και πολιτικά οι Βαντερβέλντε, οι Ντε Μπρουκέρ, οι Χίλφερντιγκ, οι Ότο Μπάουερ, οι Μπλουμ, οι Ζιρόμσκι, για να μην αναφέρουμε τον ταγματάρχη Άντλι και τον Νόρμαν Τόμας, ζουν με τα κουρελιασμένα απομεινάρια του παρελθόντος.
Ο εκφυλισμός της Κομμουνιστικής Διεθνούς εκφράζεται πιο ωμά από το γεγονός ότι έπεσε στο θεωρητικό επίπεδο της Δεύτερης Διεθνούς. Όλες οι ποικιλίες των ενδιάμεσων ομάδων (Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα Μεγάλης Βρετανίας, ΠΟΥΜ και οι όμοιοί τους) προσαρμόζουν κάθε βδομάδα και νέα σκόρπια αποσπάσματα του Μαρξ και του Λένιν στις τρέχουσες ανάγκες τους. Οι εργάτες δεν μπορούν να μάθουν τίποτε απ’ αυτούς τους ανθρώπους.
Μόνο οι ιδρυτές της Τέταρτης Διεθνούς, που έχουν κάνει κτήμα τους ολόκληρη την παράδοση του Μαρξ και του Λένιν, κρατούν μια σοβαρή θέση απέναντι στη θεωρία. Οι φιλισταίοι κοροϊδεύουν, ίσως, που είκοσι χρόνια μετά την Οκτωβριανή νίκη, οι επαναστάτες πάλι σύρθηκαν πίσω στην απλή προπαγανδιστική προπαρασκευή. Οι μεγάλοι καπιταλιστές είναι, σ’ αυτό το ζήτημα, όπως και σε πολλά άλλα, πολύ πιο διεισδυτικοί από τους μικροαστούς, που φαντάζονται τον εαυτό τους «σοσιαλιστή» ή «κομμουνιστή». Δεν είναι τυχαίο που το θέμα Τέταρτη Διεθνής δεν λείπει από τις στήλες του παγκόσμιου Τύπου. Η φλέγουσα ιστορική ανάγκη για επαναστατική ηγεσία υπόσχεται στην Τέταρτη Διεθνή έναν εξαιρετικά γοργό ρυθμό ανάπτυξης. Η μεγαλύτερη εγγύηση της παραπέρα επιτυχίας της βρίσκεται στο γεγονός ότι δεν εμφανίστηκε έξω από τον μεγάλο αυτό ιστορικό δρόμο, αλλά έχει αναπτυχθεί οργανικά από τον μπολσεβικισμό.
28 Αυγούστου 1937