Το εργατικό κίνημα μπροστά στην ολομέτωπη επίθεση του κεφαλαίου
Οι κατακτήσεις της εργατικής τάξης σφυροκοπούνται λυσσαλέα. Η κυβέρνηση εφαρμόζει τα σκληρότερα αντεργατικά μέτρα από την μεταπολίτευση. Ποια είναι όμως συγκεκριμένα η σημερινή φάση του εργατικού κινήματος μπροστά σε αυτή την ολομέτωπη επίθεση του κεφαλαίου;
Η κρίση αιφνιδίασε τους εργαζομένους και δημιούργησε σκεπτικισμό και αμηχανία στις τάξεις τους. Η εκτόξευση της ανεργίας σε επίπεδα ρεκόρ και η γενικευμένη ανασφάλεια, ήταν φυσικό να «παγώσουν» προσωρινά το εργατικό κίνημα.
Ο εργαζόμενοι στράφηκαν σε πρώτη φάση στο εκλογικό πεδίο, για να διώξουν τη μισητή κυβέρνηση της ΝΔ. Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, ελλείψει μιας ορατής λύσης εξουσίας από τ’ αριστερά, ήταν για τους εργαζόμενους «το μικρότερο κακό». Η νέα «σοσιαλιστική» κυβέρνηση όμως, φρόντισε να σκορπίσει γρήγορα τις όποιες αναιμικές ελπίδες για μια φιλολαϊκή πολιτική.
Το πρόβλημα πλέον για την κυβέρνηση είναι, ότι δεν μπορεί να κρύψει τον ξεκάθαρο ταξικό χαρακτήρα των νέων μέτρων. Ακόμη και οι εργαζόμενοι με τις μεγαλύτερες αυταπάτες για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, καταλαβαίνουν πλέον ότι οι θυσίες που καλούνται να κάνουν, γίνονται αποκλειστικά για να ικανοποιηθεί η ακόρεστη πείνα των «αγορών» και των κερδοσκόπων για κέρδη. Γι αυτό ακριβώς το λόγο, αμέσως μετά την ανακοίνωση των πιο πρόσφατων μέτρων, η δημοτικότητα της κυβέρνησης σημείωσε ελεύθερη πτώση, ενώ παράλληλα ενισχύθηκε η διάθεση συμμετοχής σε απεργιακές κινητοποιήσεις. Χαρακτηριστικά, όπως έδειξαν οι σχετικές δημοσκοπήσεις, η υποστήριξη στην Γενική Απεργία του Μάρτη, ξεπέρασε το 60% στον γενικό πληθυσμό, κάτι που σημαίνει ότι το ποσοστό ήταν ακόμη μεγαλύτερο ανάμεσα στους εργαζομένους.
Η ίδια η μαζική συμμετοχή στις Γενικές Απεργίες του Φλεβάρη και του Μάρτη ήταν ξεκάθαρος δείκτης μιας αλλαγής στην ψυχολογία της τάξης.
Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ
Παρά το μέγεθος της επίθεσης που δέχεται η εργατική τάξη, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ δεν προσπαθεί να οργανώσει με ένα σοβαρό τρόπο τον αγώνα. Με την συμμετοχή της στον «κοινωνικό διάλογο» επί 3 μήνες σύγχυσε και αποπροσανατόλισε το εργατικό κίνημα, με αποτέλεσμα η ολομέτωπη επίθεση να το βρει απροετοίμαστο. Οι γενικές απεργίες που έχει καλέσει μέχρι στιγμής κάτω από την πίεση της βάσης, έμειναν χωρίς κλιμάκωση. Αυτή η μέθοδος των σποραδικών γενικών απεργιών, που δεν εντάσσονται σε ένα συγκεκριμένο μακρόπνοο σχέδιο πάλης, είναι αναπόφευκτο να μην οδηγεί σε αποτέλεσμα και να λειτουργεί εκτονωτικά.
Οι εργαζόμενοι έχουν κάνει ήδη αρκετές θυσίες συμμετέχοντας σε ένα μεγάλο αριθμό απεργιών τα τελευταία χρόνια. Τώρα μέσα σε συνθήκες κρίσης και μαζικής ανεργίας, όπου η συμμετοχή στους αγώνες συνιστά μεγαλύτερο ρίσκο, περιμένουν να δουν ένα ξεκάθαρο πρόγραμμα για κλιμάκωση του αγώνα και μια ηγεσία αποφασισμένη να φτάσει «μέχρι τέλους».
Στην πραγματικότητα οι ηγεσίες της ΠΑΣΚΕ και της ΔΑΚΕ παίζουν σήμερα το ρόλο του απόλυτου φρένου για το εργατικό κίνημα. Το κύριο καθήκον των δυνάμεων της Αριστεράς στα συνδικάτα είναι μέσα από την υπομονετική εξήγηση να κερδίσουν την υποστήριξη της πλειοψηφίας της βάσης των συνδικάτων σε ένα μακρόπνοο πρόγραμμα πάλης και να θέσουν έτσι τις βάσεις για να αλλάξουν οι συσχετισμοί μέσα στο εργατικό κίνημα.
Η «πρώτη ύλη» υπάρχει, καθώς ένα όλο και μεγαλύτερο τμήμα των εργαζομένων βλέπει με ανοιχτή εχθρότητα την ηγεσία της ΓΣΕΕ. Στις τελευταίες κινητοποιήσεις φάνηκε ξεκάθαρα ότι μεγαλώνει η απόσταση ανάμεσα στην ηγεσία και τη βάση. Και στις δύο Γενικές Απεργίες ο κόσμος συγκεντρώθηκε γύρω από το Μουσείο, όπου βρίσκονταν οι δυνάμεις της Αριστεράς, δείχνοντας φανερή περιφρόνηση στους κύριους ομιλητές στην εξέδρα της ΓΣΕΕ. Ακόμα και το γεγονός της παγερής αδιαφορίας των εκατοντάδων παρευρισκόμενων μπροστά στην – απόλυτα απαράδεκτη και καταδικαστέα – απόπειρα λιντσαρίσματος του προέδρου της ΓΣΕΕ στο Σύνταγμα, ήταν ένας ξεκάθαρος δείκτης της οργής που επικρατεί στους εργαζόμενους για την ηγεσία.
Η αναπτυσσόμενη δυσαρέσκεια για την τακτική της ηγεσίας όμως, δεν βρήκε την έκφρασή της στο πρόσφατο συνέδριο της ΓΣΕΕ, στο οποίο δεν είχαμε αξιοσημείωτες αλλαγές συσχετισμών. Αυτό συνέβη αφενός γιατί οι αλλαγές που συντελούνται στην βάση καθυστερούν πάντα να εκφραστούν στην ηγεσία, αφετέρου όμως, λόγω της αδυναμίας της Αριστεράς να πείσει με την στάση της τους συνδικαλισμένους εργαζόμενους, αλλά και να συσπειρώσει νέους εργαζόμενους στα συνδικάτα. Από τη μία πλευρά οι δυνάμεις της «Αυτόνομης Παρέμβασης» είναι πολύ αδύναμες για να παίξουν καθοριστικό ρόλο, από την άλλη οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ συνεχίζουν τις διασπαστικές πρακτικές και καθυστερούν με αυτό τον τρόπο την κίνηση των συνδικάτων προς τ’ αριστερά.
Ειδικά η χρεοκοπία της ηγετικής πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ δεν έχει ωφελήσει μέχρι τώρα τις δυνάμεις του ΠΑΜΕ για έναν απλό λόγο: οι εργαζόμενοι αποστρέφονται την διάσπαση των γραμμών τους, ιδιαίτερα σήμερα που κινδυνεύουν οι πιο θεμελιώδεις τους κατακτήσεις.
Το ΠΑΜΕ και η συνδικαλιστική αριστερά
Η ηγεσία του ΚΚΕ όμως, επιμένει στις χωριστές κινητοποιήσεις και στις κατ’ ουσία κομματικές συγκεντρώσεις. Αυτή η τακτική είναι διπλά επιζήμια, γιατί από τη μία πλευρά εξαντλεί και απογοητεύει την πρωτοπορία και από την άλλη, αδυνατίζει το μέτωπο των εργαζομένων.
Κλασσικό παράδειγμα ήταν η απόπειρα τον Απρίλιο να οργανωθεί η 48ωρη γενική απεργία μόνο με την συγκατάθεση της ηγεσίας μια μικρής μερίδας σωματείων και Ομοσπονδιών που ελέγχει το ΠΑΜΕ. Το αποτέλεσμα ήταν μια κινητοποίηση χωρίς μεγάλη συμμετοχή και ενθουσιασμό, που αντί να δώσει αυτοπεποίθηση επέτεινε την απογοήτευση, καθώς ήταν προϊόν απόφασης της ηγεσίας του ΚΚΕ και όχι γνήσιων μαζικών διεργασιών υπέρ των θέσεων του ΠΑΜΕ μέσα στο κίνημα.
Καθήκον των δυνάμεων της Αριστεράς στα συνδικάτα είναι να διασφαλίσουν τη μεγαλύτερη δυνατή ενότητα των εργαζομένων απέναντι στην επίθεση της κυβέρνησης και του κεφαλαίου. Πρέπει να παλέψουν για τη συγκρότηση ενός ενιαίου μετώπου αγώνα όλων των μαζικών συνδικαλιστικών και πολιτικών οργανώσεων της εργατικής τάξης που θέλουν να συμμετάσχουν στον αγώνα. Ταυτόχρονα, οι δυνάμεις του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ στο εργατικό κίνημα πρέπει να πάρουν την πρωτοβουλία για τη συγκρότηση κοινού αριστερού μετώπου, με στόχο την αλλαγή των συσχετισμών στα συνδικάτα σε βάρος της σημερινής ηγεσίας της ΠΑΣΚΕ και της ΔΑΚΕ.
Η έκκληση για ένα τέτοιο μέτωπο, θα δημιουργούσε αφόρητες πιέσεις στην συνδικαλιστική γραφειοκρατία, θα ενεργοποιούσε χιλιάδες εργαζόμενους και θα έδινε προοπτική νίκης. Αυτός είναι και ο ασφαλέστερος δρόμος για την αλλαγή των συσχετισμών και όχι οι τακτικές περιχαράκωσης και η «επαναστατική γυμναστική» στην οποία επιδίδεται η ηγεσία του ΠΑΜΕ.
Οι δυνάμεις της Αριστεράς στα συνδικάτα πρέπει άμεσα να πρωτοστατήσουν στην άσκηση πίεσης προς την ηγεσία της ΓΣΕΕ για την εκπόνηση ενός μακρόπνοου προγράμματος δράσης, με Γενικές Απεργίες που θα κλιμακώνονται σε 48ωρες και διαρκείας μέχρι να παρθούν πίσω τα νέα μέτρα.
Οι απεργίες όμως όσο μαχητικές και αν είναι δεν αρκούν για να δώσουν οριστική λύση στα προβλήματα της εργατικής τάξης. Και οι ίδιες αυτές οι απεργιακές μάχες θα δίνονται με διαφορετική ψυχολογία από τους εργαζόμενους, αν εκείνοι γνωρίζουν ότι έχουν μια δική τους πολιτική λύση εξουσίας από την Αριστερά. Γι αυτό το σκοπό, οι ηγεσίες του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ οφείλουν να δημιουργήσουν μια πολιτική συμμαχία που βασισμένη απαραίτητα σε ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα θα διακηρύξει σαν στόχο την εκλογή της στην εξουσία.
Ηλίας Κυρούσης