του Δημήτρη Α. Κατσορίδα
Οι Θέσεις της Κ.Ε. του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό, εν όψει του 18ου Συνεδρίου, προσφέρουν μια ευκαιρία για συζήτηση των ζητημάτων που αφορούν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση και την εξουσία της εργατικής τάξης, αλλά και για τη στάση του ΚΚΕ απέναντι τόσο στη δική του διαδρομή όσο και σε αυτή του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και ιδιαίτερα για τη στήριξη που παρείχε στην ΕΣΣΔ και τα άλλα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης.
Κατ’ αρχάς, ως ένα πρώτο γενικό συμπέρασμα που μπορούμε να διατυπώσουμε, σχετικά με τη ρωσική Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση του 1917, είναι ότι η μόνη επιλογή που έχει η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα για να επιλύσουν τα προβλήματά τους είναι να πάρουν την τύχη στα χέρια τους, καταλαμβάνοντας την εξουσία. Επιπροσθέτως, ένα από τα θετικά αποτελέσματα της Οκτωβριανής Επανάστασης είναι ότι εμφανίστηκαν και ενισχύθηκαν τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, αποσυντέθηκε η αποικιοκρατία και ξεκίνησαν μια σειρά από μεταρρυθμίσεις στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες.
Παρ’ όλ’ αυτά, η Οκτωβριανή Επανάσταση έμεινε ημιτελής. Η μετάβασή της από τον καπιταλισμό προς τον σοσιαλισμό μπλόκαρε εξαιτίας των ηττών της επανάστασης στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, προκαλώντας την ασφυκτική απομόνωση του πρώτου εργατικού κράτους, σε μια φτωχή οικονομικά και πολιτιστικά χώρα, όπως ήταν τότε το σοβιετικό κράτος. Αυτά όλα συνέτειναν με τη σειρά τους στην ανάπτυξη του προνομιούχου παρασιτικού στρώματος της γραφειοκρατίας, στην απονέκρωση της εργατικής δημοκρατίας, στην εξουσία των «ειδικών» στις κρατικές επιχειρήσεις,[1] στην αποστέωση των σοβιέτ, στη γιγάντωση του κράτους και στη μαζική καταστολή. Και όλ’ αυτά, επενδύθηκαν θεωρητικά μέσω της αντίληψης που ανέπτυξε ο Στάλιν, του «σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα», αντί της απονέκρωσης του κράτους, της σοσιαλιστικής δημοκρατίας και της διεθνιστικής δράσης των εργατών για την επικράτηση της επανάστασης και σε άλλες χώρες.
Το καθεστώς που σταθεροποιήθηκε μετά τον θάνατο του Λένιν, ενώ στη θεωρία διακήρυσσε τον σοσιαλισμό, η πρακτική του όμως ήταν ασύμβατη με τον σοσιαλισμό. Κατήργησε τις πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες× την εξουσία σφετερίστηκε η γραφειοκρατία, αφαιρώντας την από την εργατική τάξη× καταργήθηκε το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση× το κόστος της υποχρεωτικής κολεκτιβοποίησης και εκβιομηχάνισης ήταν υπερβολικό, με αποτέλεσμα τον βίαιο ξεριζωμό εκατομμυρίων αγροτών από τις εστίες τους. Όλ’ αυτά δυσφήμησαν τα ιδανικά του σοσιαλισμού.
Όμως, αυτές ήταν οι εσωτερικές αντιφάσεις που το 1989 οδήγησαν στην κατάρρευση της ΕΣΣΔ και των άλλων κρατών του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού. Αντίθετα, οι Θέσεις της Κ.Ε. του ΚΚΕ για τον Σοσιαλισμό δεν λένε τίποτε για την αντιγραφειοκρατική πάλη των μαζών στην ΕΣΣΔ και στα άλλα μετακαπιταλιστικά κράτη, ούτε για την ιδεολογική πάλη που διεξαγόταν στο εσωτερικό αυτών των χωρών, αλλά και στο εσωτερικό των Κομμουνιστικών Κομμάτων.[2] Απεναντίας αποκαθιστούν τον σταλινισμό ως «Το συνεπές ρεύμα της μαρξιστικής διανόησης και πολιτικής…» (Θέση 17), χαρακτηρίζοντας ως οπορτουνιστικές ομάδες μέσα στο ΚΚ των μπολσεβίκων, τους τροτσκιστές και τους μπουχαρινικούς (Θέση 27), χωρίς να μπαίνουν καν στον κόπο να παρουσιάσουν τις απόψεις των αντιπολιτευόμενων τάσεων. Ουσιαστικά, οι Θέσεις της Κ.Ε., για πρώτη φορά, υιοθετούν απόψεις, οι οποίες αποτελούν θέσεις του μ-λ (βλέπε μαοϊκού) κινήματος.
Σ’ αυτό το σημείο είναι αναγκαίο να επισημάνουμε ότι η πτώση των εν λόγω καθεστώτων δεν είναι αποτέλεσμα κάποια ήττας πολεμικής, ούτε πολιτικών επαναστάσεων σοσιαλιστικής κατεύθυνσης στο εσωτερικό αυτών των κρατών. Αντίθετα, τα καθεστώτα αυτά κατέρρευσαν για τους εξής δύο βασικούς λόγους:
Πρώτον, η γραφειοκρατική διοίκηση ενός τεράστιου οικονομικού κρατικού οργανισμού δεν έδινε τη δυνατότητα στην εργατική τάξη και γενικά στο λαό να έχει λόγο στις αποφάσεις που τον αφορούσαν. Η ΕΣΣΔ και τα υπόλοιπα καθεστώτα των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης ήταν αλλοτριωτικά και οι εργαζόμενοι ήταν αποξενωμένοι από την εργασία τους. Δεν κατάργησαν τις κοινωνικές σχέσεις εκμετάλλευσης, εφόσον το κοινωνικό υπερπροϊόν εξακολουθούσε να το ιδιοποιείται η άρχουσα γραφειοκρατία. Κατά συνέπεια, δεν είχε καταργηθεί ούτε η ταξική συγκρότηση της κοινωνίας και άρα ούτε η αντίθεση μεταξύ πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας. Με λίγα λόγια η εργατική τάξη είχε χάσει την εξουσία.
Ο δεύτερος λόγος ήταν εξαιτίας της πίεσης που δέχονταν από το καπιταλιστικό περιβάλλον και τις επαφές που ανέπτυξαν με τον καπιταλιστικό κόσμο μέσω του οικονομικού κόστους των εξοπλισμών, των νέων τεχνολογιών, της υψηλότερης παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας του καπιταλισμού και την πληθώρα καταναλωτικών αγαθών της Δύσης.
Από τα προαναφερθέντα μπορούμε κατ’ αρχάς να διαπιστώσουμε πόσο λαθεμένη ήταν η θεωρία του «χτισίματος του σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα» και πόσο ορθή ήταν η κριτική που άσκησε η Αριστερή Αντιπολίτευση, προβλέποντας και προειδοποιώντας ταυτόχρονα, πως αν η ΕΣΣΔ παραμείνει απομονωμένη και δεν υπάρξει νίκη του προλεταριάτου στη Δύση, ως τη μόνη ικανή να προφυλάξει τη Σοβιετική Ένωση από την αστική παλινόρθωση και να της εξασφαλίσει τη δυνατότητα να φέρει εις πέρας τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, αργά ή γρήγορα θα απορροφηθεί από τον καπιταλιστικό περίγυρο. Ο Τρότσκι, κάνοντας κριτική στις βασικές θέσεις του σχεδίου Προγράμματος του 6ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς, έλεγε τα εξής: «Με τους αριθμούς των εξαγωγών και των εισαγωγών, ο καπιταλιστικός κόσμος μας δείχνει πως έχει κι άλλα μέσα για να αντιδράσει εκτός από τη στρατιωτική επέμβαση. Αφού η παραγωγικότητα της εργασίας και του κοινωνικού συστήματος στο σύνολό του μετριέται με τους όρους της αγοράς με βάση τις τιμές, η σοβιετική οικονομία απειλείται περισσότερο από μια επέμβαση φτηνών καπιταλιστικών εμπορευμάτων παρά από μια στρατιωτική επέμβαση.
...τότε διερωτάται κανείς: είναι δυνατό να συντριβούμε από μια στρατιωτική επέμβαση; Ναι, γιατί ο εχθρός είναι άπειρα πιο ισχυρός από τεχνική άποψη. Ο Μπουχάριν δεν αποδέχεται την υπεροχή των παραγωγικών δυνάμεων παρά μόνο από την τεχνικο-στρατιωτική τους πλευρά. Δε θέλει να καταλάβει ότι το τρακτέρ του Φορντ είναι το ίδιο επικίνδυνο όσο και το κανόνι του Κρεζώ, με τη διαφορά ότι το τελευταίο δεν μπορεί να δράσει παρά από χρόνο σε χρόνο, ενώ το πρώτο εξασκεί μια αδιάκοπη πίεση πάνω μας. Κι επιπλέον το τρακτέρ γνωρίζει πως έχει πίσω του σαν τελευταία αφετηρία το κανόνι».[3]
Στην πραγματικότητα, το κριτήριο που έθετε η Αριστερή Αντιπολίτευση, όσον αφορά την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, είναι η διαρκής αύξηση των σοσιαλιστικών στοιχείων στην κοινωνία, η οποία προέκυπτε από την ανάγκη να ενισχυθεί η εκβιομηχάνιση, έτσι ώστε να δυναμώσει η βάση της εργατικής εξουσίας στη Σοβιετική Ένωση. Δηλαδή, έβλεπε την επανάσταση εκτεταμένη σε μεγάλη χρονική περίοδο, μέχρις ότου δημιουργηθούν οι σοσιαλιστικές βάσεις στην κοινωνία (υλικοτεχνική υποδομή, πολιτιστικό επίπεδο, ανάπτυξη της εργατικής δημοκρατίας). Όμως, αυτό θα γινόταν μ’ έναν τρόπο σταδιακό και πάνω απ’ όλα, κάτω από τη δημοκρατική εξουσία των εργαζομένων.
Αντίθετα, η λύση που εφαρμόστηκε και εμπεριεχόταν στο πρώτο Πεντάχρονο Πλάνο, το οποίο εγκρίθηκε την άνοιξη του 1929 από το συνέδριο του ΚΚΣΕ και από το 5ο Συνέδριο των Σοβιέτ, προέβλεπε έναν αρκετά υψηλό ρυθμό βιομηχανικής ανάπτυξης άνω του 20%. Έτσι, το φθινόπωρο του ίδιου έτους ο Στάλιν επιβάλλει την πολιτική της εκβιομηχάνισης και της βίαιης κολεκτιβοποίησης της γεωργίας. Ο ρυθμός αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής ανέβηκε από 20% σε 30-40%, ενώ ταυτόχρονα στη σφαίρα της κολεκτιβοποίησης αποφασίστηκε να ολοκληρωθεί το Πεντάχρονο Πλάνο σε ενάμιση χρόνο. Σε σύνδεση μ’ αυτό ανακηρύχτηκε μια νέα πολιτική για την ύπαιθρο: η μετάβαση προς την εξαφάνιση των κουλάκων ως τάξης, η οποία εφαρμόστηκε με πολλή σκληρότητα. Ο Στάλιν, δίνοντας υπόσταση στην πολιτική του «μεγάλου άλματος» στη βιομηχανική ανάπτυξη, υπολόγιζε στην απόσπαση «συνεισφορών» από την αγροτιά ώστε να δημιουργηθεί η βιομηχανία μεγάλης κλίμακας.[4] Όπως ήταν λογικό να συμβεί σ’ αυτήν την περίπτωση, η εν λόγω πολιτική δεν μπορούσε παρά να συνοδεύεται από τη μεγάλη εντατικοποίηση της χρήσης καταναγκασμού και βίας απέναντι σε ολόκληρο τον πληθυσμό. Από εκεί απορρέει και η θέση του Στάλιν περί αναπόφευκτης εντατικοποίησης της ταξικής πάλης και ότι η Αντιπολίτευση ασκείται από πλευράς των ταξικών εχθρών.
Οι διαβόητες Δίκες της Μόσχας, την περίοδο 1936-38, ήταν το αποκορύφωμα του σταλινισμού να κόψει κάθε δεσμό με τις μπολσεβίκικες παραδόσεις. Σε αυτές τις δίκες κατηγορήθηκε για προδοσία και εκτελέστηκε όλη η παλιά γενιά των μπολσεβίκων που συμμετείχε στην Οκτωβριανή Επανάσταση (Ζηνόβιεφ, Κάμενεφ, Μπουχάριν, Ρίκοφ, Τόμσκι, Ράντεκ, Ρακόφσκι, Πιατακόφ, Σμιρνόφ, Κίροφ, Αντόνοφ-Οβσέγενκο, ο Τρότσκι, ο στρατηγός Τουχατσέφσκι και πολλοί άλλοι). Στους κατηγορούμενους συμπεριλαμβάνονταν όλα τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου επί εποχής Λένιν. Ο εισαγγελέας Βισίνσκι, ο οποίος μέχρι το 1921 ανήκε στη δεξιά πτέρυγα του κόμματος των Μενσεβίκων, έστειλε στο εκτελεστικό απόσπασμα χιλιάδες αγωνιστές, με μόνο κατηγορητήριο τις ψεύτικες ομολογίες, οι οποίες αποσπάστηκαν κατόπιν άσκησης φυσικής και ψυχολογικής βίας. Ακόμη και στενοί συνεργάτες του Στάλιν, όπως ο Ορτζονικίτζε, οδηγήθηκε στην αυτοκτονία, στις 18/2/1937, αφού προηγουμένως ο Στάλιν είχε τουφεκίσει τον αδελφό του. Επιπλέον, το 70% των μελών της Κεντρικής Επιτροπής που είχε εκλεγεί τον Ιανουάριο του 1934, εξοντώθηκε, ενώ στις αρχές του 1937 υπήρχαν πάνω από 1.500.000 παλιά μέλη του κόμματος που είχαν διαγραφεί από το 1922 και μετά, κυρίως κατά τη δεκαετία του 1930.
Έτσι, η εκκαθάριση του κόμματος άνοιξε τον δρόμο σε μια νέα γενιά της νομενκλατούρας, η οποία όχι μόνο δεν είχε καμιά σχέση με τις μπολσεβίκικες παραδόσεις και την Οκτωβριανή Επανάσταση, αλλά συνόδευσε και διεύρυνε σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας τις ανατροπές που γέννησε η βίαιη εκβιομηχάνιση και κολεκτιβοποίηση. Όταν, λοιπόν, πραγματοποιήθηκε το 18ο Συνέδριο του κόμματος, το 1939, αυτό έγινε στα ερείπια του παλιού μπολσεβίκικου κόμματος. Από τα 1.589.000 μέλη, μόνο το 0,3% από αυτά, δηλαδή περίπου 5.000 μέλη είχαν προσχωρήσει πριν από το 1917, ενώ 1% (δηλαδή, 16.000 μέλη) προσχώρησαν το 1917 και ένα 10% των μελών προσχώρησαν τα έτη 1918-1920.[5]
Κατά συνέπεια, για να μην υπονομευθεί η σοσιαλιστική οικονομία στη μεταβατική περίοδο, οι σχέσεις της αγοράς θα πρέπει να παρακολουθούνται και να ελέγχονται από τους ίδιους τους εργαζόμενους. Το συγκεντρωτικό μοντέλο απέδειξε ότι δεν έχει δυνατότητες επιτυχίας. Αντίθετα, η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, όπου η ιδιοκτησία ανήκει σε όλη την κοινωνία, και συνακόλουθα η γενικευμένη κοινωνική αυτοδιαχείριση σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, [6] προωθούν τις δυνάμεις της σοσιαλιστικής επανάστασης. Διότι, πρεσβεύουν τη βαθμιαία μεταμόρφωση όλων των κοινωνικών σχέσεων και βλέπουν την ουσία του σοσιαλισμού στην πρωτοβουλία των λαϊκών δυνάμεων και στην απελευθέρωση της εργασίας.
Ο σοσιαλισμός καλείται να δημιουργήσει μια νέα ποιοτική μεταβολή. Έναν διαφορετικό πολιτισμό. Μια νέα κουλτούρα, νέα κοινωνική ηθική, πρωτοφανέρωτες μορφές ευτυχισμένης ζωής. Η κατάργηση του κράτους είτε αστικού είτε γραφειοκρατικού είναι πρωταρχικό στοιχείο. Διότι, η ολοκληρωτική εξαφάνιση των εμπορευματικών σχέσεων θα συμβεί παράλληλα με την εξαφάνιση του κράτους, δηλαδή με την εδραίωση του σοσιαλισμού παγκοσμίως.
Ο σοσιαλισμός που οραματιζόμαστε είναι αντίθετος με αυτόν που γνωρίσαμε, ο οποίος διαιώνιζε την αλλοτρίωση της εργατικής τάξης, ταύτιζε το κόμμα με το κράτος, καθιέρωσε το μονοκομματικό σύστημα διακυβέρνησης, απομάκρυνε την εργατική τάξη από τις αποφάσεις για την παραγωγή, τη διανομή της υπεραξίας και την οργάνωση της οικονομίας και υπέτασσε τους εργαζόμενους σε ένα απρόσωπο κράτος, καταδικάζοντάς τους σε παθητικότητα για τη λήψη των αποφάσεων που αφορούσαν τη ζωή τους.
Αυτό που γνωρίσαμε δεν ήταν σοσιαλισμός. Ήταν ο σφετερισμός της εξουσίας της εργατικής τάξης από την άρχουσα γραφειοκρατία. Η καπιταλιστική παλινόρθωση προωθήθηκε από την ίδια την άρχουσα γραφειοκρατική κάστα και ήταν το αποτέλεσμα της ίδιας της φύσης αυτού του καθεστώτος: της στενότητας των αγαθών και της κατάπνιξης της εργατικής δημοκρατίας. Τα πάντα διευθύνονταν από το κόμμα και το κράτος, από την παραγωγή μέχρι τα ζητήματα του πολιτισμού, τα οποία είχαν το μονοπώλιο των αποφάσεων στο όνομα της εργατικής τάξης.
Γι’ αυτό ακριβώς οι λαοί δεν υπερασπίστηκαν αυτά τα καθεστώτα. Και αυτό είναι ένας επιπρόσθετος λόγος της κατάρρευσής τους: το γεγονός, δηλαδή, ότι στα μάτια των λαών ταυτίστηκε ο σοσιαλισμός με αυτόν που επικρατούσε στη Σοβιετική Ένωση και αλλού, συμπαρασύροντας μαζί του κάθε φωνή που μιλούσε στο όνομα του πραγματικού σοσιαλισμού.
Υπό αυτές τις συνθήκες η ανασυγκρότηση της Αριστεράς γίνεται έργο δύσκολο επειδή οι σοσιαλιστικές ιδέες δυσφημίστηκαν τόσο από τη σοσιαλδημοκρατία όσο και από τον σταλινισμό. Έργο δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο, επειδή οι μηχανισμοί της αγοράς, οι ιδιωτικοποιήσεις, η ανεργία, η φτώχεια, η οικολογική κρίση και ο καταναλωτισμός θα τείνουν να δημιουργούν καινούρια ταξικά συμφέροντα, υποχρεώνοντας το πιο πρωτοπόρο τμήμα να αναζητήσει, ξανά, τις γνήσιες σοσιαλιστικές ιδέες και να συνδεθεί με το νήμα και το νόημα της Οκτωβριανής Επανάστασης.
* Το εν λόγω κείμενο δημοσιεύτηκε στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση (ΚΟΜΕΠ), Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2009, τεύχος 1, σελ. 236-243, ενόψει του προσυνεδριακού διαλόγου του ΚΚΕ για το 18ο Συνέδριο.
[1] Οι διευθυντές, ενώ υποτίθεται ότι ήταν εκλεγμένοι από τα σοβιέτ στις συνελεύσεις των εργοστασίων, στην πράξη ήταν ανώτερα κομματικά στελέχη που διορίζονταν κατόπιν κομματικής υπόδειξης. Επειδή, τα πενταετή πλάνα χρειάζονταν εξειδικευμένα και έμπειρα κομματικά στελέχη για τη διοίκηση των κρατικών επιχειρήσεων, ήδη, σχεδόν 10 χρόνια μετά την επανάσταση είχε δημιουργηθεί η νέα νομενκλατούρα. Ανάλογη εξέλιξη υπήρξε και στα αντίστοιχα σοβιέτ των στρατιωτών και των αγροτών.
2] Σχετικά με αυτά, ενδεικτικά αναφέρω τα εξής βιβλία: α) Αλεξάνδρα Κολοντάι, Η Εργατική Αντιπολίτευση, εκδόσεις Άρδην, Αθήνα 2008, β) Η Πλατφόρμα της Ενωμένης Αντιπολίτευσης (1927), εκδόσεις «Αλλαγή», Αθήνα 1985, γ) Μιχαήλ Ράιμαν, Εν ονόματι του Μαρξ. Έντεκα ντοκουμέντα που άλλαξαν την πορεία του αληθινού σοσιαλισμού, εκδόσεις Γλάρος, Αθήνα 1983, δ) Σ. Μπετελέμ, Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ 1917-1930, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2005, τόμοι δύο.
[3] Τρότσκι Λ., Η Τρίτη Διεθνής μετά τον Λένιν, εκδόσεις Αλλαγή, Αθήνα 1979, τόμος πρώτος, σελ. 64-65.
[4] Βλέπε Βολομπούγιεφ Π., «Η Σοβιετική Ένωση στη δεκαετία του 1930: Το πείραμα του εκσυγχρονισμού της κοινωνίας από τον Στάλιν». Εισήγηση στη δεύτερη σύνοδο του «Συμποσίου ’90», το οποίο πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις 22-27 Οκτώβρη 1991.
[5] Για περισσότερα δες το βιβλίο του Jean-Jacques Marie, Στάλιν, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, σελ. 447-548, από όπου αντλήθηκαν τα προαναφερθέντα στοιχεία. Επίσης, το βιβλίο του Μίκλος Κουν, Μπουχάριν. Από την ηγεσία των Μπολσεβίκων στο εκτελεστικό απόσπασμα, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2007.
[6] Δες Μ. Ράπτης, Αυτοδιαχείριση-Σοσιαλισμός, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2006.