Του Άγγελου ΗΡΑΚΛΕΙΔΗ*
Στον Τύπο έχουν δημοσιευτεί σοβαρές αναλύσεις που καταδεικνύουν πως η σημερινή κρίση είναι μια δομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, μάλιστα από τις πιο σοβαρές της ιστορίας του. Δυστυχώς, μια ματιά μόνο στο παρελθόν θα μας πείσει πως καμία σοβαρή κρίση στον καπιταλισμό δεν έχει ξεπεραστεί χωρίς ανυπολόγιστες καταστροφές για την ανθρωπότητα. Σήμερα η πρωτοφανής κρίση χρέους των κρατών (με αποκορύφωμα την ελληνική περίπτωση βέβαια) οδηγεί σε μακροχρόνιες πολιτικές λιτότητας, οι οποίες με τη σειρά τους θα προετοιμάσουν αναπόφευκτα μια νέα βαθιά κρίση στο όχι μακρινό μέλλον. Τα παραπάνω αποτελούν «συνταγή» για την όξυνση της ταξικής πάλης παγκοσμίως, σε επίπεδα πρωτόγνωρα για όλες τις γενιές που στελεχώνουν τη σημερινή αριστερά. Κι όμως, πολλοί σύντροφοι ακόμα υπερασπίζονται αντιλήψεις που αναπτύχθηκαν κατά την περίοδο της σημαντικότατης μεταπολεμικής οικονομικής ανάπτυξης του καπιταλισμού. Μια περίοδο στην οποία η κοινωνική επανάσταση στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ είχε βγει εκτός προγράμματος, περιοριζόμενη στον αποικιακό κόσμο, ενώ παράλληλα συντελούνταν η (αναμενόμενη για τους μαρξιστές) κάμψη και κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» (δηλαδή του σταλινισμού – όποιος έχει αμφιβολία επ’ αυτού δεν έχει παρά να μελετήσει προσεκτικά την «Προδομένη Επανάσταση» του Λέων Τρότσκι – 1936).
Σήμερα το φάντασμα του κομμουνισμού επιστρέφει μαζί με την επιστροφή της εργατικής τάξης στο προσκήνιο. Επιστρέφει μαζί και το φάντασμα του Μαρξ και προπαντός η μέθοδός του. Αυτό από μόνο του θα έπρεπε να μας ταρακουνήσει ιδεολογικά. Ποια όμως, αλήθεια, πολιτικά συμπεράσματα έχει βγάλει η αριστερά σε αυτή τη σπουδαία ιστορική περίοδο; Νομίζω όχι πολλά. Η ανανεωτική πτέρυγα αναζητά το χαμένο «αριστερό ευρωπαϊσμό», σε μια εποχή μάλιστα που οι ίδιες οι δυνάμεις που διαχειρίζονται την τύχη της Ευρώπης αμφισβητούν στην πράξη τη βιωσιμότητα μιας ένωσης ανταγωνιζόμενων μεταξύ τους καπιταλισμών – επιβεβαιώνοντας πανηγυρικά τις αναλύσεις των μαρξιστών κατά τη δεκαετία του ’10 και του ’20. Αλήθεια, δεν πρέπει να ανακαλέσουμε το ζήτημα των «Ηνωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης» ως της μόνης εφικτής ενωμένης Ευρώπης κατά την περίοδο της διεθνούς κυριαρχίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου; Μα αυτή ήταν εξάλλου η θέση των πρώτων συνεδρίων της Κομμουνιστικής Διεθνούς μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’20, οπότε με τον σταλινικό εκφυλισμό της η θεμελιώδης αυτή θέση εγκαταλείφθηκε.
Πολλοί σύντροφοι σε κείμενά τους συνδέουν ιστορικά τον σταλινισμό με τον επαναστατικό μαρξισμό. Αυτό είναι απαράδεκτο. Ας μελετήσουμε επιτέλους την ιστορία του κινήματός μας και εκεί θα βρούμε πλούσιες απαντήσεις για το σήμερα. Αυτό θα ήταν πολύ χρησιμότερο από το να ψάχνουμε θολές, δήθεν "νέες" φόρμουλες για να επιτευχθεί κάποιου είδους εξισορρόπηση μεταξύ των κομματικών τάσεων, όπως κάνει σήμερα το κείμενο της πλειοψηφίας.
Αλλά να επιστρέψω στις θέσεις της αριστεράς για την κρίση. Ενώ πολλοί πλέον έχουν αποδεχτεί το δομικό χαρακτήρα της κρίσης, υποστηρίζουν πως οι προτάσεις της αριστεράς δε θα πρέπει να συνδέουν το άμεσο ζήτημα – δηλαδή τη χρεοκοπία του ελληνικού κράτους – με το μακροπρόθεσμο, που δε μπορεί να είναι άλλο από την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Επιμένουν πως οι προτάσεις μας πρέπει να είναι «ρεαλιστικές», «να απαντάνε στο σήμερα», να σέβονται το σημερινό συσχετισμό ταξικών δυνάμεων. Έχουν όμως πραγματική βάση αυτές οι αιτιάσεις ή μήπως αποτελούν υπεκφυγές; Νομίζω το δεύτερο. Αλήθεια, πώς ακριβώς θα δημιουργηθεί ο κατάλληλος συσχετισμός δυνάμεων, αν η αριστερά δεν αποκαλύπτει στο λαό τις επιδιώξεις της, που προκύπτουν από τις δυνατότητες που προσφέρει η περίοδος για ανατροπή του καπιταλισμού σε διεθνές επίπεδο; Πώς θα χτίσουμε το κόμμα μας χωρίς σαφή στόχο;
Πιστεύω πως γίνεται μια συστηματική παρανόηση. Είναι πολύ διαφορετικό πράγμα να διατυπώνει κανείς άμεσα αιτήματα (ανεργία, μισθοί, συντάξεις, υγεία κ.ο.κ.) – ακριβώς αυτά είναι που θα συνδέσουν την αριστερά με τα πλατιά στρώματα των εργαζομένων – από το να προτείνει οριστική «βιώσιμη» λύση εντός του συστήματος (τέτοια λύση δεν υπάρχει). Τα άμεσα αιτήματα θα πρέπει να συνδέονται παντοιοτρόπως με το πρόγραμμα για τη σοσιαλιστική αλλαγή, η οποία περνάει μέσα από την εθνικοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των βασικών παραγωγικών μονάδων. Κάποιοι απαντάνε σε αυτό το πρόγραμμα με τη μομφή του «αριστερισμού». Αυτό διαστρέφει το νόημα των λέξεων και το ιστορικό τους βάρος.