1. Είναι αυτονόητο ότι χωρίς παραγωγή δεν υπάρχει κατανομή. Παράλληλα «ο χειρόμυλος μας δίνει τη φεουδαρχική κοινωνία, ο ατμόμυλος την κοινωνία των βιομηχανικών καπιταλιστών» (Μαρξ). Το πρώτο ερώτημα λοιπόν είναι ποια πρέπει να είναι τα αντίστοιχα του σοσιαλισμού – κομμουνισμού, υλικοτεχνικά χαρακτηριστικά της οικονομικής βάσης. Μήπως η εκμηχανισμένη – αυτοματοποιημένη και στον κομμουνισμό πλέρια αυτοματοποιημένη παραγωγή;
Αν ναι, τότε θα πρέπει να υπάρχει για τη χώρα μας αναφορά α) στα χαρακτηριστικά της βιομηχανίας, στις συνέπειες που απορρέουν απ’ τη συμμετοχή της στο διεθνή καταμερισμό εργασίας β) στους τρόπους αντιμετώπισης της οικονομικής εξάρτησης, των συνεπειών της απουσίας βαριάς βιομηχανίας. Στόχος, η προβολή των δυνατοτήτων ανάπτυξης των μέσων παραγωγής, στο πλαίσιο σύνδεσης της εντατικής διευρυμένης αναπαραγωγής με την εργατική συμμετοχή και την προστασία ανθρώπου-περιβάλλοντος.
Μόνο στη βάση ανάλυσης της υφιστάμενης τεχνικοοικονομικής παραγωγικής δομής και της σκιαγράφησης των δυνατοτήτων της μελλοντικής είναι δυνατή η εξαγωγή συμπερασμάτων για τις δυνατότητες, διαδικασίες, μεγέθη, μορφές και ρυθμούς ανάπτυξης α) της πραγματικής κοινωνικοποίησης και όχι τυπικής β) του κεντρικού σχεδιασμού γ) της συμμετοχής των εργαζομένων στη διοίκηση κατ’ αρχάς του παραγωγικού μηχανισμού, και τέλος για το ρυθμό απονέκρωσης του νόμου της αξίας και των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων.
Πρόκειται επί της ουσίας, ανεξάρτητα από αδυναμίες, για το οικονομικό πρόγραμμα που το κόμμα απ’ το ’70 αντιστοιχούσε στη «δημοκρατία του λαού» και είχε ως στόχο την αντιμετώπιση της οικονομικής εξάρτησης, της στρεβλής καπιταλιστικής ανάπτυξης. Στην εισήγηση της ΚΕ στο 15ο Συνέδριο αναφερόταν ότι η αντιμετώπιση των συνεπειών της εξάρτησης «δεν μπορεί να γίνει από οποιαδήποτε κυβέρνηση, εκτός από την εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της» (Ντοκουμέντα 15ου σελ. 31.) Όμως, η απουσία σχετικών οικονομικών αναλύσεων και καθηκόντων, ιδιαίτερα στις Θέσεις για το 18ο, στερεί την υλική βάση για όλες τις υπόλοιπες εκτιμήσεις, προσδίδοντάς τους βολουνταριστικό χαρακτήρα.
Από πού αντλεί η ΚΕ τη σιγουριά (σελ. 40) ότι με την «υλοποίηση του πρώτου κρατικού σχεδίου, ήδη περιορίζεται η λειτουργία των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων»;
Πρόκειται για ευχή ή πραγματική δυνατότητα; Αν πρόκειται για δυνατότητα, η ΚΕ θα έπρεπε να εξηγεί, βασιζόμενη σε επιστημονικές μελέτες, τι είδους τιμές θα μπορούσε να καθορίσει ο κεντρικός σχεδιασμός, όταν το μεγαλύτερο μέρος του μηχανολογικού εξοπλισμού της βιομηχανίας και μέρος των καυσίμων, είναι εισαγόμενο. Αν πρόκειται για υπόθεση του μακρινού μέλλοντος, ποια είναι τα συγκεκριμένα άμεσα μέτρα που θα έπρεπε να πάρει μια εργατική εξουσία, προκειμένου να καταστούν εφαρμόσιμες όλες οι υπόλοιπες επιδιώξεις; Πάντως, η άποψη στην ίδια παράγραφο, ότι ο συνεχής περιορισμός τους «…συνδέεται με τη σχεδιασμένη επέκταση των κομμουνιστικών σχέσεων σε όλη την παραγωγή και την κατανομή…» μας επαναφέρει στην αρχή, καθώς η «επέκταση των κομμουνιστικών σχέσεων» συνδέεται με την ανάπτυξη των Π.Δ. Το πρόβλημα είναι ότι εκτός μιας αοριστολογίας (σελ. 38), σχετικές αναφορές απουσιάζουν και μάλιστα για την υποδιαίρεση Ι.
Η εργατική τάξη δεν επιλέγει ελεύθερα τις Π.Δ. της, αντιστοιχώντας τους τις Π.Σ. που επιθυμεί, και οι νέες Π.Σ. αποτελούν μορφή ανάπτυξης των Π.Δ. μόνο όταν αρχικά, μετατρέπουν υπάρχουσες δυνατότητες σε υλική δύναμη.
Μόνο οικοδομώντας σταδιακά μια αντίστοιχη του σοσιαλισμού οικονομική βάση αποκτούν νόημα οι αναφορές στον άμεσο κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας καθώς και στην ολοκληρωτική κατάργηση των άλλων μορφών ιδιοκτησίας. Όταν δηλαδή εξαλείφεται σταδιακά ο κατακερματισμός της παραγωγικής δραστηριότητας και η σοσιαλιστική οργάνωση της εργασίας αποδεικνύει έμπρακτα την ικανότητά της να ικανοποιεί τις αυξανόμενες ανάγκες του πληθυσμού, μέσω ενός βασικού κριτηρίου: της ανόδου της παραγωγικότητας (αύξηση αποδοτικότητας εργασίας, χρήσης μηχανολογικού εξοπλισμού, εξοικονόμησης πόρων, με μείωση εργάσιμου χρόνου, προστασία ανθρώπου-περιβάλλοντος).
Σε γενικές γραμμές και σε ό,τι αφορά τα ζητήματα κατανομής και του νόμου της αξίας, η ΚΕ θέτει ζητήματα που δεν μπορεί να λύσει, αν πρώτα δεν καταπιαστεί με τη μελέτη των χαρακτηριστικών της υλικοτεχνικής βάσης του σοσιαλισμού – κομμουνισμού. Φαίνεται ότι οι Θέσεις βρίσκονται πίσω και από την ελλιπή-μονόπλευρη αναφορά του κομματικού προγράμματος: «Η σοσιαλιστική εξουσία υπολογίζει την επίδραση της λειτουργίας του νόμου της αξίας, αξιοποιεί τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις στα πλαίσια της σχεδιασμένης παραγωγικής και της κοινωνικής ιδιοκτησίας…» (Ντοκουμέντα 15ου σελ. 128).
2. Η συμμετοχή των εργαζομένων αποτελεί ηθικο-πολιτική υποχρέωση απέναντι στην εργατική τάξη ή υλική αναγκαιότητα;
Η νέου τύπου ανάπτυξη του παραγωγικού μηχανισμού δημιουργεί προϋποθέσεις για την αναβάθμιση του ρόλου του εργαζόμενου, την αλλαγή του χαρακτήρα της εργασίας, δρομολογώντας τη σταδιακή κατάργηση του καταμερισμού εργασίας μεταξύ εκτελεστικών και διευθυντικών καθηκόντων. Η αξιοποίηση των προϋποθέσεων αυτών απαιτεί για την ανάπτυξη του ανθρώπου, της κύριας Π.Δ., τη διαμόρφωση ενός πλέγματος πολιτικών συνθηκών που θα διασφαλίζει την ολόπλευρη μόρφωση και ενημέρωσή του για όλες τις δημόσιες υποθέσεις, την ελευθερία έκφρασης. Αυτό αποτελεί αντικειμενική συνθήκη για την ουσιαστική και όχι τυπική συμμετοχή των εργαζομένων στην άσκηση εργατικού και κοινωνικού ελέγχου. Αποτελεί υλική ανάγκη για τη διαμόρφωση ενός νέου τύπου παραγωγού.
Όσο περισσότερο η αναζήτηση, η μελέτη πληροφοριών και εκτιμήσεων, η αντιπαράθεση και η εξαγωγή συμπερασμάτων απορρέει από το ίδιο το αντικείμενο ή πεδίο εργασίας, όσο περισσότερο η εργασία αποκτά επιστημονικό χαρακτήρα, ή πρέπει να αποκτήσει, τόσο πιο αναγκαία γίνεται η παραπάνω συνθήκη.
Οι Θέσεις σελ. 42 αναφέρουν: «Πυρήνες της εργατικής εξουσίας θα είναι οι παραγωγικές μονάδες.. στους οποίους θα ασκείται και ο εργατικός και κοινωνικός έλεγχος της διεύθυνσης… Θεσμοθετείται και πρακτικά εξασφαλίζεται η άσκηση του εργατικού και κοινωνικού ελέγχου, η απρόσκοπτη άσκηση κριτικής σε αποφάσεις… που εμποδίζουν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, η καταγγελία υποκειμενικών (;) αυθαιρεσιών… παρεκκλίσεων από τις σοσιαλιστικές – κομμουνιστικές αρχές».
Όμως, α) Ο έλεγχος περιορίζεται στη διεύθυνση της ξεχωριστής μονάδας, αφού δεν αναφέρει και όλες τις δημόσιες υποθέσεις.
β) Χωρίς ενημέρωση, διαφάνεια όλων των δημόσιων υποθέσεων, εξασφάλιση της ελεύθερης έκφρασης, συμμετοχής των εργαζομένων στις πολιτικές διαδικασίες, τα παραπάνω αποτελούν κενό γράμμα.
γ) Άλλες «κομμουνιστικές αρχές» είχε το ΚΚΣΕ τη δεκαετία του ’20 άλλες τη δεκαετία του ’30 και ’60. Όποιος θεωρούσε ότι αυτές οι αρχές δεν ήταν κομμουνιστικές επιδιώκοντας να ασκήσει κριτική, τι «πρακτικές» δυνατότητες είχε και θα έχει;
Οι Θέσεις βρίσκονται πίσω απ’ το πρόγραμμα, το οποίο αναφέρει: «η σοσιαλιστική δημοκρατία θα κατοχυρώνει την ύπαρξη των κομμάτων που δρουν μέσα στα πλαίσια του σοσιαλιστικού συντάγματος. Κοινωνικοπολιτικές ενώσεις (…) αναπτύσσουν το δικό τους σημαντικό ρόλο (…) ιδιαίτερα τα εργατικά συνδικάτα είναι οι φορείς με τους οποίους η εργατική τάξη ελέγχει το κράτος της, προστατεύεται από κινδύνους (…) απόσπασης από το γενικό συμφέρον» (Ντοκουμέντα σελ. 126).
«Πού είναι η αναφορά στο ρόλο των εργατικών ενώσεων; Εδώ όμως φαίνεται και η αποσιώπηση των σοβαρών παραβιάσεων της εσωκομματικής και σοσιαλιστικής δημοκρατίας καθ’ όλη σχεδόν την περίοδο οικοδόμησης του σοσιαλισμού (Κεφάλαιο Γ.).
Το ΚΚ για να συμβάλει στη δημιουργία ολόπλευρα ανεπτυγμένων προσωπικοτήτων πρέπει ήδη κατά την περίοδο οικοδόμησης των βάσεων του σοσιαλισμού, να προσελκύει ενεργά το σύνολο των εργαζομένων στις υποθέσεις της νέας κοινωνίας, θεωρώντας την αντιπαράθεση και σύγκρουση ιδεών κινητήρια δύναμη της πνευματικής ανάπτυξης, αφού αυτή σε γενικές γραμμές αντανακλά λίγο ή πολύ πραγματικά προβλήματα στα οποία προσκρούουν οι εργαζόμενοι στην καθημερινή τους ζωή και απορρέουν από τις αντικειμενικές αντιφάσεις της υλικής τους αναπαραγωγής. Ο περιορισμός αυτής της ελευθερίας αποσύνθεσε στις σοσιαλιστικές χώρες την πολιτική συγκρότηση της εργατικής τάξης, την απονέκρωσε πνευματικά, μετατρέποντάς τη σε άβουλο χειροκροτητή της κάθε κομματικής ηγεσίας και του πολιτικού προγράμματος που αυτή εκπροσωπούσε.
Η κριτική αντίληψη, η επαγρύπνηση, η τόλμη, η ετοιμότητα για ανάληψη δράσης για την υπεράσπιση και ανάπτυξη του σοσιαλισμού, η ανιδιοτέλεια και γενικά η ηθική ακεραιότητα είναι ιδιότητες που αναπτύσσονται, μόνο στο βαθμό που ασκούνται. Αποτελούν τη μόνη εγγύηση για την επιβίωση του σοσιαλισμού, για τη διατήρηση και ανάπτυξη του πρωτοπόρου ρόλου ενός κομμουνιστικού κόμματος.
Παναγιώτης Λίτσας
ΚΟΒ Άνω Κυψέλη