Θα προσπαθήσουμε να δείξουμε, μέσα στα όρια του περιορισμένου χώρου, ότι η μεθοδολογία που ακολούθησε η ΚΕ είναι, όχι μόνο προβληματική και ανεπαρκής αλλά και ανίκανη να αναλύσει τα προβλήματα της ιστορικής διαδρομής της μετεπαναστατικής Ρωσίας και της ΕΣΣΔ, βασίζεται σε σχηματοποιήσεις που παραβλέπουν σημαντικά και παραδεδεγμένα ιστορικά δεδομένα ή γίνεται μία επιλεκτική χρήση αυτών. Το έργο της κριτικής είναι δύσκολο, διότι το κείμενο δεν παρέχει μία συνεκτική και σαφή δομή της επιχειρηματολογίας του. Αντίθετα, σε πολλά σημεία συγχέεται το μεγάλο με το μικρό, το γενικό με το ειδικό, παρέχονται λεπτομέρειες των οποίων η αξία για την κατανόηση των επιχειρημάτων είναι αμφίβολη (για παράδειγμα ότι «ο Μολότοφ τάχθηκε κατά της επέκτασης στα παρθένα και χέρσα εδάφη» [sic]), παρατίθεται σε μια – δύο σελίδες ένα ποτ-πουρί των οικονομικών μέτρων στρατηγικής σημασίας που πήρε ένα τεράστιο κράτος όπως η ΕΣΣΔ σε μία περίοδο 35 ετών (χωρίς να έχει εμφανιστεί ποτέ πριν στα κομματικά έντυπα μία σχετική εμπεριστατωμένη και λεπτομερής ανάλυση) και με βάση το οποίο ο αναγνώστης, υποτίθεται ότι, πρέπει να οδηγηθεί στα συμπεράσματα του κειμένου περί των αιτιών της καπιταλιστικής παλινόρθωσης…
Τα κυριότερα προβλήματα των θέσεων είναι:
α) Γίνεται εξαρχής αποδεκτή και μη συζητήσιμη η άποψη ότι στην ΕΣΣΔ οικοδομούνταν ο σοσιαλισμός και ότι η καπιταλιστική παλινόρθωση ήταν αποτέλεσμα ανατροπής. Ουσιαστικά πρόκειται για βασικές προτάσεις των οποίων η αλήθεια θα έπρεπε να δειχτεί και όχι να τεθεί αξιωματικά! Δεδομένου ότι οι αυτουργοί των γεγονότων 1989-91 προέρχονταν εξ ολοκλήρου από τα ηγετικά στρώματα του ΚΚΣΕ και του κρατικού μηχανισμού, ο όρος ανατροπή δεν είναι ταιριαστός και φέρνει αμηχανία. Είναι φανερό ότι η ανατροπή προϋποθέτει ένα εξωτερικό αίτιο ως προς το σώμα που ανατρέπεται… Οι λεγόμενες «συνεπείς δυνάμεις» του ΚΚΣΕ για τις οποίες γίνεται λόγος στο κείμενο δεν κατονομάζονται ούτε ορίζονται, πολύ περισσότερο που η παρουσία τους δε διαπιστώθηκε στην πράξη! Δε γίνεται καμία σοβαρή προσπάθεια να εξηγηθεί η παντελής έλλειψη λαϊκής, εργατικής αντίδρασης στην αντεπαναστατική διαδικασία της υποτιθέμενης ανατροπής. Οι αναφορές περί προδοσίας λίγη χρηστική αξία έχουν στη μελέτη του ιστορικού φαινομένου (αν δε συσκοτίζουν) όταν η μελέτη γίνεται με τη μαρξιστική μέθοδο.
β) Χρησιμοποιείται ο όρος της «σοσιαλιστικής συσσώρευσης» όταν γίνεται αναφορά στην εκβιομηχάνιση της ΕΣΣΔ. Ο όρος αυτός θα ήταν δόκιμος στην περίπτωση που η μετεπαναστατική Ρωσία είχε κληρονομήσει ένα προχωρημένο στάδιο καπιταλιστικής ανάπτυξης, το οποίο θα συνίστατο στην ύπαρξη εκτεταμένης βιομηχανίας, σε πλήρη ανάπτυξη της πόλης, διαμορφωμένη υψηλής ειδίκευσης εργατική δύναμη, μαζική εκπαίδευση κλπ. Είναι, ωστόσο, γνωστό ότι η περίπτωση της Ρωσίας του 1917 ήταν εντελώς διαφορετική, αφού είχε ανάγκη εξηλεκτρισμού (!) και βασικής βιομηχανίας. Επιπλέον, η ιστορική μελέτη πρέπει να είναι πολύ προσεχτική με τα στοιχεία που χρησιμοποιεί και ιδιαίτερα επιφυλακτική στην επιλογή των πηγών. Ας μας επιτραπεί το ερώτημα: τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών, πώς θα κρίνονταν τα ενδεχόμενα συμπεράσματα γύρω από τη γέννηση και την ανάπτυξη του νεοελληνικού έθνους – κράτους κατά το 19ο αιώνα βασισμένα κατά κόρον στην ιστορία του ελληνικού έθνους του Κ. Παπαρρηγόπουλου;
γ) Στις Θέσεις υπάρχει ο ισχυρισμός ότι το αφετηριακό σημείο της αργής καπιταλιστικής παλινόρθωσης αποτελεί το 20ό Συνέδριο. Δεδομένου ότι, σύμφωνα με το κείμενο πάλι, η εποχή της σταλινικής ηγεσίας χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη και τη σφυρηλάτηση των σοσιαλιστικών δομών, δύο τινά είναι δυνατά: είτε οι Θέσεις ακυρώνουν ένα βασικό θεώρημα του ιστορικού υλισμού, σύμφωνα με το οποίο οι κυρίαρχες ιδέες και οι νόμοι αποτελούν την αποκρυσταλλωμένη έκφραση των βασικών αλληλεπιδράσεων των υλικών δυνάμεων μίας ιστορικής εποχής και είναι αποτέλεσμα και όχι η αιτία τους, είτε κάποιος από τους δύο προαναφερθέντες ισχυρισμούς είναι εσφαλμένος. Μια «λεπτομέρεια»: το αναποδογύρισμα των συσχετισμών στα ηγετικά κλιμάκια του κόμματος είναι, πλέον, γνωστό ότι συνάπτεται με τη μαζική πολιτική εκκαθάριση μέρους της σταλινικής ηγεσίας αλλά και με τη φυσική εξόντωση κάποιων άλλων… Η ιστορική μελέτη, απ’ όσο είναι γνωστό, δεν αποδίδει κανένα ρόλο στο λαϊκό παράγοντα σε σχέση με αυτές τις όχι τόσο «κοινότοπες» πολιτικές εξελίξεις στην πορεία ενός κράτους. Αραγε, αυτό δε φαίνεται παράξενο στους συντάκτες των Θέσεων;
Γίνεται αντιληπτό ότι η μεθοδολογία που ακολούθησαν οι συντάκτες των Θέσεων οδηγεί σε λογικές αντιφάσεις, δεν εξηγεί πολλά ιστορικά δεδομένα, τα οποία δυστυχώς, είναι «ξεροκέφαλα», όπως συνήθιζε να λέει ο Λένιν.
Είναι επιτακτικό να ξεκινήσει μία συστηματική και συνεπής με τα ιστορικά δεδομένα ανάλυση, αξιολόγηση και μελέτη της πορείας της μετεπαναστατικής Ρωσίας (μακριά από τις θριαμβικές σχηματοποιήσεις της «επίσημης» απόδοσης της ιστορίας) που να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαίτερες αντικειμενικές δυσκολίες στην προσπάθεια να εξηγήσει και όχι, απαραίτητα, να δικαιολογήσει. Σε μια τέτοια κατεύθυνση, και πολύ επιγραμματικά, πρέπει να μελετηθούν:
— Η δομή λειτουργίας του εργοστασίου: με σκοπό την αντιμετώπιση της πλήρους αποδιοργάνωσης της παραγωγής λόγω των δεινών του εμφυλίου πολέμου βασίστηκε στην «ενός ανδρός αρχή» με παράλληλη κατάργηση του ρόλου των εργατικών επιτροπών (βλ. IX (1920) και XI (1922) συνέδριο των μπολσεβίκων καθώς και V συνέδριο των συνδικάτων (1922) όπου γίνεται αποδεκτή η απόλυτη εξουσία του διευθυντή στο εργοστάσιο). Στα επόμενα χρόνια η διεύθυνση αναλαμβάνεται από την «τρόικα», δηλ. το διευθυντή, το γραμματέα της κομματικής οργάνωσης και τον πρόεδρο του συνδικάτου. Βασική και εκτεταμένη πρακτική είναι η ανάθεση των θέσεων διεύθυνσης και διαχείρισης. Οσον αφορά το επίπεδο της εργατικής δημοκρατίας, το παράδειγμα είναι χαρακτηριστικό: το IX πανσοβιετικό συνέδριο των συνδικάτων συνέρχεται το 1932, το επόμενο, Χ συνέδριο, συνήλθε 17 χρόνια μετά, το 1949.
— Η πολιτική μισθών και οι πολιτικές διαμάχες γύρω από αυτό το ζήτημα κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και 1930. Είναι αναγκαίο να μελετηθούν οι συνέπειες του τεράστιου ανοίγματος της «ψαλίδας» των μισθών μεταξύ ανειδίκευτης και ειδικευμένης εργατικής δύναμης, μεταξύ των θέσεων διεύθυνσης (στα συνδικάτα, στο κράτος και στο κόμμα) και των δυνάμεων της παραγωγικής εργασίας, καθώς και το πολύπλοκο σύστημα μικρών ή μεγάλων προνομίων το οποίο εκφραζόταν είτε σε αγαθά και υπηρεσίες, είτε και σε χρήμα (έπειτα από το 1934 και τη σταθεροποίηση του ρουβλιού). Επίσης, πρέπει να αξιολογηθεί η τεράστια διάδοση του συστήματος της πληρωμής με το κομμάτι (απόφαση του 7/1931).
— Η ιστορία της πολιτικής διαμάχης τόσο μεταξύ του κόμματος των μπολσεβίκων και των άλλων οριζόμενων ως μη αστικών σχηματισμών και κομμάτων καθώς και οι διαμάχες μέσα στους κόλπους του κόμματος κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920. Επιπλέον, να τεθεί σε αξιολόγηση η επιλογή για μονοκομματική διακυβέρνηση μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, τόσο στις κρατικές υποθέσεις, όσο και στη διεύθυνση των συνδικάτων (από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1920 κι έπειτα).
— Να γίνει μία τίμια αξιολόγηση της πολιτικής καταπίεσης και εκκαθάρισης (πολιτικής και «φυσικής») στις γραμμές του κόμματος και στα συνδικάτα που οδήγησε στον αφανισμό ενός μεγάλου μέρους της επαναστατικής γενιάς. Επίσης, να αξιολογηθούν οι συνέπειες στην πολιτική κουλτούρα του σοβιετικού λαού. Για παράδειγμα, πώς πρέπει να αξιολογηθεί το γεγονός ότι στα μέσα της δεκαετίας του 1930, ινστιτούτα, εργοστάσια, πόλεις βαπτίζονταν με το όνομα των μελών του ΠΓ;
— Να προχωρήσει η διεξοδική μελέτη της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής εξέλιξης στην ΕΣΣΔ, των θεσμών και της λειτουργίας τους, του ρόλου της κομματικής και κρατικής γραφειοκρατίας ως το καλούπι της (βραδέως) εκκολαπτόμενης νέας αστικής τάξης.
Πέτρος Δημόπουλος
Φυσικός