Ο προσυνεδριακός διάλογος στο έκτακτο Συνέδριο, φέρνει στην επιφάνεια κρίσιμα πολιτικά και οργανωτικά ζητήματα του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ. Το θέμα της κρίσης και η ολομέτωπη επίθεση της «τρόϊκας» (κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ) στα θεμελιώδη δικαιώματα των εργαζόμενων αποτελεί το κεντρικό πολιτικό ζήτημα και αναδεικνύει την αναγκαιότητα επανεξέτασης πλευρών της στρατηγικής μας, τόσο σε σχέση με την ΕΕ και ευρωζώνη, όσο σε σχέση με την προοδευτική έξοδο από την κρίση και συνακόλουθα την επεξεργασία φερέγγυας πολιτικής συμμαχιών και αποτελεσματικότερης λειτουργίας και δράσης του ΣΥΝ.
Η βαθιά οικονομική κρίση αποκάλυψε το σαθρό οικοδόμημα της ΟΝΕ και τη συμμετοχή της Ελλάδας με όρους «ονομαστικής» αντί «πραγματικής σύγκλισης» (ανάπτυξης, παραγωγικότητας, απασχόλησης, μισθών, συντάξεων, κοινωνικών παροχών, κά). Έφερε επίσης στην επιφάνεια μια δημοσιονομική κρίση (ελλείμματα, δημόσιο χρέος) που συμπυκνώνει τις συνέπειες του νεοφιλελεύθερου μοντέλου διαχείρισης του ελληνικού καπιταλισμού από τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ στην εικοσαετία 1990-2010. Τέλος ο λεγόμενος «μηχανισμός στήριξης» της Ελλάδας και των οικονομιών της ευρωζώνης από την ΕΕ-ΔΝΤ-ΕΚΤ, αποτελεί ένα ακόμα βήμα (μετά τη «μεταρρυθμιστική συνθήκη» Λισσαβόνας) επιβολής ακραίων νεοφιλελεύθερων μέτρων και κατάργησης θεμελιωδών δικαιωμάτων (εργασιακών, ασφαλιστικών, κοινωνικών, κά), «αυστηροποίησης» Συμφώνου Σταθερότητας, επιβολής ελέγχων στους εθνικούς προϋπολογισμούς, εξαφάνισης υπολειμμάτων λαϊκής κυριαρχίας, κά. Στην ουσία ο «μηχανισμός στήριξης» σπρώχνει την ευρωπαϊκή ενοποίηση σε αντιδραστικότερη κατεύθυνση και σε πλήρη αντίθεση με τα οράματα και προσδοκίες των λαών και εργαζόμενων της Ευρώπης.
Συνεπώς ο αγώνας κατά της νεοφιλελεύθερης ολοκλήρωσης πρέπει να στοχεύει όχι απλά στην απόκρουση των αρνητικών συνεπειών αλλά στην ανατροπή της κυριαρχίας του χρηματιστικού κεφαλαίου και το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Το γνωστό σύνθημα «από Ευρώπη του κεφαλαίου σε Ευρώπη των λαών και εργαζόμενων» χρειάζεται επαναπροσδιορισμό από άποψη στρατηγικής και τακτικής στις νέες συνθήκες. Αν στο παρελθόν με την ύπαρξη των δομών του «κράτους πρόνοιας» και των κατακτήσεων του εργατικού κινήματος σε πολλούς υποστηρικτές της ΟΝΕ υπήρχε η προσδοκία ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση θα μπορούσε να βελτιώσει τη θέση των εργαζόμενων, αφήνοντας μάλιστα κάποια περιθώρια θετικών μεταρρυθμίσεων, η δεκάχρονη εμπειρία της ΟΝΕ διέψευσε οικτρά αυτές τις ελπίδες. Τα βήματα που έγιναν ήταν στην αντίθετη κατεύθυνση, παρακάμπτοντας μάλιστα πολλές φορές τη βούληση των λαών (αλλεπάλληλα δημοψηφίσματα για την επιβολή τελικά της θέλησης του διευθυντηρίου των Βρυξελλών). Άρα η προοπτική πολιτικής ενοποίησης («περισσότερη Ευρώπη»), δεν δίνει καμιά προοπτική στο αριστερό κίνημα και ούτε στους ευρωπαϊκούς λαούς. Αντίθετα τους εγκλωβίζει στα όρια της νεοφιλελεύθερης αρχιτεκτονικής της ΟΝΕ.
Από την άλλη η ιδέα της υπέρβασης του νεοφιλελεύθερου οικοδομήματος σε όλες μαζί τις χώρες, αμφισβητεί τη δυνατότητα ριζοσπαστικών αλλαγών σε μια χώρα ή μια ομάδα χωρών, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως καταλύτης στο σύνολο της Ευρώπης. Το επιχείρημα ότι στις σημερινές συνθήκες δεν είναι ρεαλιστική η προοπτική ριζοσπαστικών αλλαγών σε μια μόνο χώρα λόγω των δυσκολιών, δεν αποτελεί απόδειξη και μάλιστα ρεαλιστικότερη έναντι του επιχειρήματος για ταυτόχρονη ωρίμανση των προϋποθέσεων στο σύνολο των 27 χωρών. Αν σωστά κατανοούμε το νόμο της ανισόμετρης οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης του καπιταλισμού, θα πρέπει να αφήσουμε ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα ανατροπής του νεοφιλελευθερισμού σε μια, δυο, τρεις ή περισσότερες χώρες. Η καθήλωση του λαϊκού κινήματος σε μια χώρα σε θέση αναμονής μέχρι να ωριμάσουν οι προϋποθέσεις σε όλες μαζί τις χώρες (για κατάργηση Συμφώνου Σταθερότητας, αλλαγή χαρακτήρα ΕΚΤ, δημόσιο έλεγχο χρηματοπιστωτικών συστημάτων, κά), οδηγεί στην εγκατάλειψη και τελικά εγκλωβισμό του αγώνα στα όρια ανοχής της ΟΝΕ. Αν υποθέσουμε ότι είχαμε ομοσπονδιακή συγκρότηση της ΕΕ (τύπου Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής), θα είχε ίσως βάση ο κοινός αγώνας των εργαζόμενων όλων των «πολιτειών» (χωρών) για ριζοσπαστικές αλλαγές στο σύνολο της ομοσπονδίας. Όμως τέτοια κατάσταση δεν υπάρχει. Κατά συνέπεια η πλατφόρμα των 30 στελεχών του ΑΡ δίνει σαφήνεια στόχου και προοπτικής στον αγώνα για προοδευτική διέξοδο από την κρίση, με υπέρβαση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο.
Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η θέση για επαναδιαπραγμάτευση του δημόσιου χρέους. Εδώ υπάρχουν δύο κρίσιμα ζητήματα. Το πρώτο αφορά το περιεχόμενο της διαπραγμάτευσης (όχι με νεοφιλελεύθερους αλλά φιλολαϊκούς όρους) και ταυτόχρονη εξασφάλιση ευνοϊκών συσχετισμών δύναμης για την επίτευξη της. Ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι κανένας δανειστής δεν θέλει να χαρίσει χρέη στον οφειλέτη, χρειάζεται να δούμε πως αυτό μπορεί να επιτευχθεί. Όπως στην καθημερινή ζωή έτσι κι εδώ, αν κάποιος δηλώσει «παύση πληρωμών» αντικειμενικά έχει μεγαλύτερα περιθώρια πίεσης για εξασφάλιση ευνοϊκής ρύθμισης. Βεβαίως οι δανειστές, κυρίως ξένες τράπεζες, θα αντιδράσουν. Όμως δεν φαίνεται άλλος τρόπος να κάνουν «έκπτωση» στις αξιώσεις τους.
Το δεύτερο θέμα αφορά τη δημιουργία ισχυρού λαϊκού κινήματος ως μοχλού πίεσης για αποτελεσματικότερη διαπραγμάτευση. Ασφαλώς η κοινή δράση των λαών, κινημάτων ακόμα και κυβερνήσεων έχει μεγάλη σημασία. Ωστόσο το κύριο βάρος αντικειμενικά θα το σηκώσουν εκείνοι που έχουν το πρόβλημα. Άρα προτεραιότητα αποκτά το εσωτερικό μέτωπο. Κι εδώ οι εμπειρίες (θετικές και αρνητικές) άλλων χωρών (Αργεντινή, Ισημερινός, κά) μπορεί να αποδειχτούν πολύτιμες. Σε κάθε περίπτωση η λύση της «ελεγχόμενης χρεοκοπίας» που ακολουθεί η «τρόϊκα» είναι καταστροφική για τους εργαζόμενους και τη χώρα. Εξυπηρετεί αποκλειστικά τους δανειστές και όχι μόνο δεν λύνει αλλά επιδεινώνει το πρόβλημα.
Κρίσιμο επίσης ζήτημα στην αντιμετώπιση του χρέους είναι και η ριζική στροφή στην ασκούμενη οικονομική πολιτική. Η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος (οι ενισχύσεις στις τράπεζες είναι πολλαπλάσιες από το μετοχικό τους κεφάλαιο), η αξιοποίηση των λαϊκών αποταμιεύσεων σε προγράμματα ανάπτυξης και απασχόλησης, η στήριξη της αγοραστικής δύναμης μισθών-συντάξεων, ο στρατηγικός ρόλος του δημόσιου τομέα στην αναπτυξιακή διαδικασία, η ριζοσπαστική φορολογική μεταρρύθμιση, η δραστική μείωση των εξοπλιστικών δαπανών, κά, αποτελούν βασικά στοιχεία προοδευτικής εξόδου από την κρίση. Όλα αυτά φέρνουν στο προσκήνιο την ανάγκη αλλαγής του χαρακτήρα της κυβερνητικής εξουσίας άρα και της δημιουργίας των κοινωνικών και πολιτικών προϋποθέσεων για την επίτευξη της.
Στο 4ο και 5ο συνέδριο απορρίφθηκε η «κεντροαριστερά» ως πλαίσιο πολιτικής συμμαχιών και υιοθετήθηκε η ιδέα του ΣΥΡΙΖΑ. Παρά τα θετικά βήματα της περιόδου 2004-2008, σειρά από λάθη και παραλήψεις μας έφεραν σήμερα σε οριακό σημείο. Θα πρέπει να ξαναπιάσουμε το νήμα μιας σημαντικής πρωτοβουλίας που πήραμε πριν δέκα χρόνια για δημιουργία «χώρου διαλόγου και κοινής δράσης της αριστεράς» (ΧΔΚΔΑ) ο οποίος γέννησε δύο εκδοχές του ΣΥΡΙΖΑ, 2004 και 2007. Η κοινωνική γείωση της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας (Κοινωνικό Φόρουμ, κίνημα άρθρου 16, κά) έδωσε το ελπιδοφόρο εκλογικό αποτέλεσμα του 2007 και αργότερα τα υψηλά δημοσκοπικά ποσοστά. Όμως αν κάτι δεν πήγε καλά τα δύο τελευταία χρόνια, οφείλεται κυρίως σε λάθη τακτικής και αρνητικές συμπεριφορές ηγετικών στελεχών (ΣΥΝ και ΣΥΡΙΖΑ) μαζί και ελλείμματα αποτελεσματικής εκπροσώπησης του ΣΥΝ στο ΣΥΡΙΖΑ.
Η διέξοδος βρίσκεται όχι στην εγκατάλειψη της ιδέας του ΧΔΚΔΑ αλλά άπλωμα της και σε άλλες δυνάμεις (από την εξωκοινοβουλευτική αριστερά, το ΚΚΕ, τη ριζοσπαστική οικολογία μέχρι και τις δυνάμεις του σοσιαλιστικού χώρου που αντιμάχονται το νεοφιλελευθερισμό), για την προώθηση κοινών στόχων πάλης με διατήρηση της πολιτικής, οργανωτικής και ιδεολογικής τους αυτοτέλειας. Κατά συνέπεια είναι αναγκαία η επαναδιατύπωση της συμφωνίας με το ΣΥΡΙΖΑ και η αποσαφήνιση των ζητημάτων τριβής. Καθοριστικό ρόλο προς αυτήν την κατεύθυνση θα παίξει και η εξασφάλιση ενιαίας έκφρασης του ΣΥΝ (ως κόμμα) στην «πολιτική συμμαχία», αντί της διγλωσσίας και διαφοροποιημένης πολιτικής συμπεριφοράς στελεχών και τάσεων του ΣΥΝ.
Τέλος όσον αφορά το ζήτημα της λειτουργίας του κόμματος, υπάρχουν χρόνια προβλήματα (παραβιάσεις καταστατικού, απουσία κώδικα δεοντολογίας στα «μ.μ.ε.», συμπεριφορές τάσεων ως «κόμμα μέσα στο κόμμα», κά). Δυστυχώς οι ευθύνες κυρίως της «ανανεωτικής πτέρυγας» είναι πολύ μεγάλες και δεν υπήρξε η δέουσα αποφασιστικότητα από την πλειοψηφία της ΚΠΕ για εξασφάλιση σεβασμού των αποφάσεων. Παρ’ ότι η σύγκλιση του έκτακτου Συνεδρίου έγινε κυρίως στο όνομα της αντιμετώπισης της κατάστασης (επίλυσης λειτουργικών προβλημάτων και καταστατικών ρυθμίσεων), η πλειοψηφία που εισηγήθηκε έκτακτο συνέδριο, αποφάσισε στην προτελευταία συνεδρίαση της ΚΠΕ να μη θέσει θέμα ρυθμίσεων, μεταθέτοντας το ζήτημα σε ειδικό καταστατικό συνέδριο μετά από ένα χρόνο.
Δηλαδή ενώ αρνήθηκε την αναβολή του συνεδρίου για οκτώ μήνες (απολύτως αναγκαία λόγω παρέμβασης στη κρίση και έγκαιρης προετοιμασίας στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές), από την άλλη μεταθέτει τη συζήτηση του κύριου θέματος ένα χρόνο, στο όνομα του οποίου έγινε σύγκλιση έκτακτου συνεδρίου.!! Αν το ζητούμενο είναι να δημιουργηθεί μια βολική πλειοψηφία περί τον πρόεδρο ας ειπωθεί καθαρά.! Ωστόσο ο ΣΥΝ στα είκοσι χρόνια λειτουργίας έδειξε ότι δεν έχει έλλειμμα «προεδροκεντρισμού» αλλά πλεόνασμα. Σε αυτό που έχει έλλειμμα είναι η συλλογικότητα, συνοχή, σεβασμός αποφάσεων, αποτελεσματική δράση, κά. Η πολιτική συμπεριφορά των τριών πρώην προέδρων του ΣΥΝ (κατά τα άλλα αξιόλογων στελεχών), δείχνει ότι κυριότερη αιτία ήταν ο «προεδροκεντρικός» χαρακτήρας του κόμματος. Γιαυτό κρίνονται αναγκαίες οι καταστατικές ρυθμίσεις που να καθορίζουν μεταξύ άλλων εκλογή προέδρου από την ΚΠΕ, όρια λειτουργίας των τάσεων, συλλογική και αποτελεσματική λειτουργία επιτελικών οργάνων και εξασφάλιση στήριξης τους μαζί και του προέδρου.
Ο ΣΥΝ μέχρι σήμερα δυστυχώς δεν έχει βρει το ισοζύγιο μεταξύ «δημοκρατίας» και «αποτελεσματικότητας». Η ελεύθερη έκφραση των απόψεων στα κομματικά όργανα και μέσα ενημέρωσης, ο σεβασμός των αποφάσεων, η λειτουργία των «τάσεων», η εξωστρεφής κινηματική δράση, ο σεβασμός των συμφωνηθέντων στα πλαίσια του ΣΥΡΙΖΑ, κά, μπορούν να δώσουν αναζωογόνηση και ανάκτηση της πολιτικής του αξιοπιστίας. Όσο εκπέμπουμε στην κοινωνία εικόνα «πολυγλωσσίας», γκρίνιας και αντιπαραθέσεων, μοιραία θα ακυρώνουμε ότι θετικό κατακτούμε στην αγωνιστική μας δράση.
Ανάλογα πρόβληματα με ορισμένες ιδιαιτερότητες έχουμε και στο ΣΥΡΙΖΑ. Το πλαίσιο «πολιτικής συμμαχίας» προϋποθέτει την κοινή δράση σε όσα συμφωνούμε, διατήρηση πολιτικής, οργανωτικής και ιδεολογικής αυτοτέλειας των συνιστωσών, κοινές εκδηλώσεις ΣΥΡΙΖΑ και δικαίωμα σε κάθε συνιστώσα αυτοτελών εκδηλώσεων, άνοιγμα «πολιτικής συμμαχίας» σε νέες συλλογικότητες από το χώρο της ευρύτερης αριστεράς και ριζοσπαστικής οικολογίας, γόνιμος διάλογος σε ζητήματα που υπάρχουν διαφορές απόψεων και ενίσχυση του «ενιαίου λόγου», σεβασμός ιδιαίτερης φυσιογνωμίας των συνιστωσών, κά. Με αυτό το πλαίσιο και πνεύμα συνεργασίας μπορούμε να ξαναζωντανέψουμε το ΣΥΡΙΖΑ μαζί και την ελπίδα ότι η Αριστερά αποτελεί το μέλλον για τη νέα γενιά και την ελληνική κοινωνία.