Στην πρόσφατη συνεδρίαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT) στο Τορίνο της Ιταλίας, συναντήσαμε το ιστορικό στέλεχος του βρετανικού τροτσκισμού, τον πρώην οργανωτικό Γραμματέα της μαρξιστικής τάσης του «Μίλιταντ» κατά τη δεκαετία του 1980 και σημερινό διευθυντή έκδοσης της εφημερίδας “Socialist Appeal”, Ρομπ Σιούελ, ο οποίος μας παραχώρησε την ακόλουθη εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέντευξη σχετικά την οικονομική και πολιτική κατάσταση στη Βρετανία.
«Ε»: Ποιες θα είναι οι οικονομικές συνέπειες του Brexit για τη Βρετανία; Τι σκέφτεται γι’ αυτό η βρετανική άρχουσα τάξη;
Ρ. Σ: Για να βρούμε μια τέτοια περίοδο κρίσης θα πρέπει να ψάξουμε πίσω στη δεκαετία του 1940. Στα 40 χρόνια σύνδεσης της Βρετανίας με την ΕΟΚ και την ΕΕ, πάνω από το 50% των βρετανικών εξαγωγών κατευθύνονται προς τα εκεί. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας, οι προμήθειες, η βιομηχανία, όλα είναι σε άμεση σύνδεση με την ευρωπαϊκή αγορά. Ένα «σπάσιμο» των υπαρχουσών οικονομικών σχέσεων με την Ευρώπη θα φέρει σοβαρή κρίση, θα φέρει ύφεση χειρότερη από εκείνη του 2008.
Η έξοδος από την ΕΕ που τυπικά θα γίνει στις 29 Μάρτη έχει φέρει πανικό στην άρχουσα τάξη, οι Βρετανοί αστοί αισθάνονται ότι έχασαν τον έλεγχο στην κατάσταση. Πρόσφατα, μια αντιπροσωπεία διευθυντών μεγάλων εταιρειών πήγαν να συναντήσουν στη Μέι για συζήτηση, ζητώντας ένα ξεκαθάρισμα του τι συμβαίνει με το Brexit, αλλά δεν πήραν καμία σαφή απάντηση. Η Μέι αντιμετωπίζει πλέον το εξής δίλημμα: είτε να σώσει τον βρετανικό καπιταλισμό επιβάλλοντας ένα «σοφτ» Brexit, πιθανά ακόμα και ένα «μη Brexit» μέσα από ένα νέο δημοψήφισμα, είτε να σώσει το κόμμα της από τη διάσπαση.
«Ε»: Πως είναι η κατάσταση μέσα στο Συντηρητικό κόμμα;
Ρ. Σ: Το Συντηρητικό κόμμα έχει ρίξει λάδι στη φωτιά σε αυτή την κρίση. Αντανακλά τον εκφυλισμό του βρετανικού καπιταλισμού. Τα μέλη του είναι εκκεντρικοί αντιδραστικοί γέροντες, ξεμωραμένοι με το όραμα της αναβίωσης της Βρετανικής αυτοκρατορίας. Ο μέσος ηλικιακός όρος των μελών είναι 70 χρονών.
Μέχρι πρόσφατα, η ηγεσία δεν επιλεγόταν από αυτούς, αλλά απευθείας από τις μεγάλες επιχειρήσεις. Αλλά μετά τη Θάτσερ για να ενισχύσουν επικοινωνιακά το κόμμα, υιοθέτησαν τη μέθοδο ο πρόεδρος να εκλέγεται από τη βάση. Έτσι ενισχύθηκε ο ρόλος μια βάσης που δεν αντανακλά τα παρόντα συμφέροντα των Βρετανών αστών, αλλά τη μελαγχολική αναπόληση του δοξασμένου μακρινού παρελθόντος. Αυτό έφερε μεγάλη αναταραχή στο κόμμα, πάνω απ’ όλα στο ζήτημα της Ε.Ε, στο πλαίσιο μιας αναπτυσσόμενης ξενοφοβικής αντίληψης τύπου Τραμπ, με συνθήματα του είδους «Να ξανακάνουμε την Αγγλία και πάλι μεγάλη».
Έτσι, τα τελευταία 20 χρόνια το ζήτημα της ΕΕ και η δυνατότητα μιας εξόδου από αυτήν δηλητηρίασε το κόμμα. Ο Κάμερον για να λύσει το γόρδιο δεσμό προσπάθησε με την υπόσχεση για δημοψήφισμα να «κατευνάσει τα πνεύματα», αλλά όπως είδαμε αντί να λύσει το πρόβλημα συνοχής της άρχουσας τάξης κινδυνεύει να καταστρέψει τον βρετανικό καπιταλισμό.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος όπως εξηγούσαμε ήταν ένα σοβαρό χαστούκι στη βρετανική άρχουσα τάξη, εξέφραζε τη βαθιά δυσαρέσκεια των μαζών για τις πολιτικές της άρχουσα τάξης. Η «μετριοπαθής» υποστηρίκτρια του Brexit, Τερέζα Μέι, διαδέχθηκε τον Κάμερον και ξόδεψε 2 χρόνια διαπραγμάτευσης με την Κομισιόν, ενώ μέσα στο κόμμα των Συντηρητικών κλιμακώθηκε ο εμφύλιος. Για ένα μεγάλο τμήμα του κόμματος, η έξοδος χωρίς συμφωνία είναι καλύτερη από την έξοδο με μια κακή συμφωνία και έτσι αυτή η πτέρυγα, με ηγέτες τους Μπόρις Τζονσον και Τζέικομπ Ρης – Μογκ, προσπαθούν να επιβάλουν ένα «σκληρό Brexit». Έχουν την αυταπάτη ότι αν γίνει αποχώρηση χωρίς συμφωνία, θα υπάρξουν επωφελέστερες μονομερείς εμπορικές συμφωνίες με ευρωπαϊκά κράτη.
Όταν πριν τα Χριστούγεννα, λοιπόν, ήρθε στη Βουλή ένα σχέδιο συμφωνίας, με ένα Brexit μόνο κατ’ όνομα, η Μέι υπέστη ήττα με την μεγαλύτερη διαφορά ψήφων στην ιστορία της Βρετανίας. Σε κανονικές περιόδους, η κυβέρνηση θα έπρεπε να έχει παραιτηθεί. Ο Ρης Μογκ έφτασε μάλιστα να πει ότι η συμφωνία αυτή «ήταν η μεγαλύτερη προδοσία από την εποχή που ο Βασιλιάς Ιωάννης υπέγραψε τη Συνθήκη του Λε Γκουλέτ, τον Μάιο του 1200 με τον βασιλιά Φίλιππο της Ισπανίας!» (Σημ. «Ε»: Συνθήκη που παραχωρούσε τη Γαλλία στην επικυριαρχία του τελευταίου). Αυτή η φράση δείχνει το πόσο τρελοί είναι αυτοί οι τύποι: Δεν αντιπροσωπεύουν πραγματικά τη σημερινή αστική τάξη, που έχει χάσει τον έλεγχο στο κόμμα. Η Μέι τώρα ό,τι και να κάνει δεν μπορεί να διασφαλίσει την ενότητα και κάπως έτσι βαδίζουμε ολοταχώς για μια ανοικτή διάσπαση του παλαιότερου καπιταλιστικού κόμματος στη Βρετανία.
«Ε»: Που προσανατολίζεται η κυβέρνηση μετά την απόρριψη του σχεδίου συμφωνίας στη Βουλή και τι επιδιώκει τώρα η άρχουσα τάξη;
Ρ. Σ: Μετά την ήττα στη Βουλή, η Μέι υποσχέθηκε νέα συμφωνία, ιδιαίτερα σχετικά με το Ιρλανδέζικο “Back Stop” που είναι μισητό από τους οπαδούς του Brexit, γιατί εμμέσως θα κρατήσει τη Βρετανία μέσα στην τελωνειακή ένωση με την ΕΕ, αφού “Back Stop” σημαίνει ότι ότι και να γίνει με τη συμφωνία για το Brexit, η Βόρειος Ιρλανδία θα είναι συνδεδεμένη εμπορικά με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, δηλαδή ουσιαστικά πάλι με την ΕΕ.
Για τους Βρετανούς αστούς είναι πολύ σημαντικό να αποφύγουν ένα Brexit χωρίς συμφωνία. Έτσι υπάρχει μεγάλη πίεση από την άρχουσα τάξη για να υπάρξει κάποια συμφωνία. Η Μέι πιέζεται να φέρει κάτι από την Κομισιόν που θα πείθει τους «σκληρούς», αλλά θα διατηρεί την οικονομική σύνδεση με την ΕΕ. Επίσης, η Μέι προσπαθεί για λογαριασμό των καπιταλιστών, με μια επαναδιαπραγμάτευση να απαλλαγούν από την ισχύ της ευρωπαϊκής εργατικής νομοθεσίας, ώστε να μπορούν να επιτεθούν πιο ελεύθερα στη βρετανική εργατική τάξη.
Από την απελπισία τους, κάποιοι προτείνουν για να κερδηθεί χρόνος να παραταθεί το άρθρο 50, δηλαδή η προσωρινή παραμονή.
Ιδιαίτερα οι μπλερικοί, δηλαδή η δεξιά πτέρυγα στο Εργατικό Κόμμα διεξάγουν καμπάνια για νέο δημοψήφισμα, αλλά αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει μια νέα μεγάλη πολιτική αστάθεια. Σε κάθε περίπτωση, είναι αδύναμη η κυβέρνηση και βαδίζουμε προς εθνικές εκλογές, με ήττα των Συντηρητικών και αλλαγή ηγεσίας. Αλλά ποιος θα είναι ο διάδοχος της Μέη; Οι εκκεντρικοί Ρης Μογκ και Τζόνσον, εμφανίζονται ως επικρατέστεροι διάδοχοι! Έτσι, καταλαβαίνουμε ότι μπροστά στους αστούς βρίσκεται το πλήρες αδιέξοδο.
«Ε»: Ποια είναι η κατάσταση στο Εργατικό Κόμμα;
Ρ. Σ: Το ΕΚ είναι πλέον ένα εντελώς νέο κόμμα μετά την εκλογή Κόρμπιν στην προεδρία.
Όλα ξεκίνησαν από την υποτίμηση του «κινδύνου Κόρμπιν» από τους μπλερικούς. Άφησαν τον Κόρμπιν να κατέβει υποψήφιος για πρόεδρος πιστεύοντας ότι θα συντριβεί. Αλλά αμέσως μετά την αναγγελία της υποψηφιότητάς του, μισό εκατομμύριο άνθρωποι μπήκαν στο κόμμα για να τον ψηφίσουν!
Από τότε, οι δεξιοί αποπειράθηκαν ξανά και ξανά να τον διώξουν με διάφορα «πραξικοπήματα», με επίκεντρο την κοινοβουλευτική ομάδα. Τους νίκησε ξανά το 2016 και το 2017 στις εκλογές, ενώ το ΕΚ βρισκόταν 20 μονάδες πίσω στα γκάλοπ, μέσα από μια ριζοσπαστική καμπάνια με μαζικές συγκεντρώσεις και ενθουσιασμό, το κόμμα ανέκαμψε και κέρδισε το 40%, που είναι το μεγαλύτερο ποσοστό εδώ και 20 χρόνια. Η άρχουσα τάξη έχασε οριστικά τον έλεγχο του ΕΚ. Και τότε χρησιμοποιήθηκαν από τους μπλερικούς βουλευτές προβοκάτσιες, όπως ο υποτιθέμενος αντισιμητισμός του Κόρμπιν, οι κατηγορίες του για χρηματοδότηση από τον Μαδούρο κ.λπ.
Αλλά η αριστερά πλέον ελέγχει το κόμμα. Οι αντιπρόσωποι στα συνέδρια, πλειοψηφικά είναι πλέον υπέρ του Κόρμπιν. Η πλειοψηφία της Εκτελεστικής Επιτροπής του κόμματος ελέγχεται από αυτόν, οι παλιοί μπλερικοί γραφειοκράτες εκκαθαρίστηκαν από την επέμβαση της αριστερής βάση. Γενική γραμματέας του κόμματος έγινε ένα παλιό στέλεχος του «Μίλιταντ», η Τζένη Φόρμπι, ο γραμματέας του κόμματος Λονδίνου είναι επίσης ένας πρώην υποστηρικτής του «Μίλιταντ». Στο πρόσφατο συνέδριο, το 90% της βάσης τάχθηκε υπέρ της δυνατότητας για ανάκληση των δεξιών βουλευτών.Αυτό τρομοκράτησε τους μπλερικούς που αντιμετωπίζουν το φάσμα της μαζικής άρσης εμπιστοσύνης από τις τοπικές οργανώσεις τους. Γι’ αυτό, παντού συνωμοτούν.
Είναι έτοιμοι να διασπάσουν το Εργατικό Κόμμα και να φτιάξουν το «κόμμα του Κέντρου». Αυτή η συζήτηση ξεκίνησε με την εκλογή Μακρόν στη Γαλλία, τώρα όμως μετά τα Κίτρινα Γιλέκα, αυτή η συζήτηση δεν είναι καθόλου ελκυστική.
Μία αριστερή κυβέρνηση του ΕΚ, θα είναι η αναπόφευκτη προοπτική το επόμενο διάστημα. Το εκλογικό μανιφέστο του 2017 ήταν το πιο ριζοσπαστικό των τελευταίων δεκαετιών, καθώς περιείχε επανεθνικοποιήσεις βιομηχανιών, σιδηροδρόμων κ.λπ. Το επόμενο αναμένεται να είναι ακόμα πιο ριζοσπαστικό. Η επικείμενη εκλογή των Εργατικών στην κυβέρνηση θα δώσει μια αδύναμη κυβέρνηση, μέσα σε μια νέα βαθιά ύφεση. Αυτή θα μοιάζει με την κυβέρνηση Εργατικών της περιόδου 1929-1931, που κατέρρευσε όταν ο πρωθυπουργός, Ράμσεϊ Μακ Ντόναλντ αποφάσισε να σχηματίσει κυβέρνηση με τους Συντηρητικούς. Από την πρώτη μέρα η κυβέρνηση Κόρμπιν θα αντιμετωπίσει την απεργία του κεφαλαίου και σαν αποτέλεσμα αυτής της πίεσης θα είναι πολύ πιθανό να σπρωχτεί πιο πέρα από τις προθέσεις της, προς την κατεύθυνση πολύ ριζοσπαστικών μέτρων. Σε κάθε περίπτωση, η εκλογή μιας αριστερής κυβέρνησης Κόρμπιν θα αποτελέσει το επίσημο πέρασμα της Βρετανίας σε μια προεπαναστατική περίοδο.
Μετάφραση – επιμέλεια: Σταμάτης Καραγιαννόπουλος