Αντί προλόγου
Τίποτα, ίσως, δεν είναι πιο επίκαιρο στις μέρες μας από τα έργα και την επαναστατική σκέψη του Μαρξ και πρώτα απ’ όλα το ανεπανάληπτο έργο του, το τρίτομο «ΚΕΦΑΛΑΙΟ», μαζί με τους τόμους των «Θεωριών για την Υπεραξία» και το «Grundrisse».
Όσοι έχουν την τύχη αυτή την περίοδο, κατά την οποία διανύουμε μια από τις μεγαλύτερες οικονομικές καπιταλιστικές κρίσεις, ίσως τη μεγαλύτερη και τη συνθετότερη, να προστρέξουν ή να ανατρέξουν στα αυθεντικά γραπτά της οικονομικής σκέψης του Μαρξ, θα νιώσουν, με τρομερή έκπληξη μαζί και ειλικρινή απορία, ότι οι αναλύσεις αυτές μοιάζουν τόσο σύγχρονες και τόσο διεισδυτικές στο σήμερα, λες και γράφτηκαν ειδικά για την περίοδο που ζούμε και ειδικότερα για να προβληματίσουν και να παρακινήσουν σε επαναστατικούς δρόμους διεξόδου από τη σημερινή κρίση.
Στο φόντο αυτό είναι εξαιρετική η επιλογή της «ΙΣΚΡΑ» να παραθέσει ένα μικρό απόσπασμα από τις αρχικές σελίδες του έργου του Μαρξ «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία, 1848-1850». Και είναι εξαιρετική η επιλογή για δύο λόγους.
Πρώτον, γιατί το μικρό μαρξικό έργο «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία, 1848-1850» μαζί με το άλλο δίδυμο βιβλίο του Μαρξ «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη» αποτελούν θαυμάσιες απόπειρες να αποτυπωθούν τα επίκαιρα πολιτικά γεγονότα και οι πολιτικές εξελίξεις με ένα νέο ποιοτικά τρόπο: σε σύνδεση με τις βαθύτερες οικονομικές αιτίες τους, τις επιδιώξεις των διαφόρων τάξεων της κοινωνίας και τις μεταξύ αυτών των τάξεων συμμαχίες και αντιπαραθέσεις, οι οποίες, ορισμένες στιγμές, κορυφώνονται σε επαναστατικές συγκρούσεις, με συχνά ένοπλο τρόπο.
Δεύτερον, και ιδιαίτερα χαρακτηριστικό, όσον αφορά τη συγκεκριμένη επιλογή των συγκεκριμένων σελίδων από τους «Ταξικούς αγώνες στη Γαλλία», αποτελούν οι αναφορές στην καταλήστευση της Γαλλίας εκείνης της εποχής από τους τραπεζίτες και τους ραντιέριδες του χρήματος μέσω και με αφορμή την εκτόξευση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων.
Αυτές οι σελίδες, έστω και «φαινομενικά», προσομοιάζουν καταπληκτικά με τις σημερινές συνθήκες της τοκογλυφικής καταλήστευσης του ελληνικού λαού από την πολιτική ελίτ, το εγχώριο και διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο.
Η κυριαρχία των τραπεζιτών και της χρηματιστικής αριστοκρατίας επί Λουδοβίκου Φιλίππου, που τόσο «μοιάζει» με τα σημερινά τεκταινόμενα στη χώρα μας, την οποία αναλύει και σαρκάζει ο Μαρξ στις πρώτες σελίδες του (και ενάντιά της ξεδιπλώθηκε η νικηφόρα δημοκρατική επανάσταση του 1848), μπορεί να ήταν ένα πρώιμο στάδιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης στη Γαλλία, πριν από την επέλαση και την κυριαρχία της βιομηχανικής αστικής τάξης.
Σήμερα, στην εποχή του υπερανεπτυγμένου καπιταλισμού και της νεοφιλελεύθερης ιμπεριαλιστικής «παγκοσμιοποίησης», η ιστορία «επαναλαμβάνεται». Επανέρχεται σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο και με ένα εντελώς διαφορετικό τρόπο, η κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου και ειδικότερα του τραπεζικού κεφαλαίου στον καπιταλισμό των καιρών μας. (Βλέπε εκτόξευση του τζίρου στην παγκόσμια αγορά συναλλάγματος στα 4 τρισ. δολάρια την ημέρα, με ένα ετήσιο παγκόσμιο ΑΕΠ 58 τρισ. δολάρια!)
Οι νικηφόρες επαναστάσεις της εποχής μας δε θα στρέφονται μόνο ενάντια σε μια αριστοκρατία του χρήματος και το πολιτικό υπηρετικό προσωπικό της, όπως κατά κύριο λόγο έκανε η νικηφόρα επανάσταση του 1848. Επίσης, οι «βέβαιες» επαναστάσεις που θα γνωρίσουμε, δε θα αποκαθιστούν μόνο την «τυπική» δημοκρατία της «βιομηχανικής» αστικής τάξης ενάντια στην εργατική τάξη. Οι σύγχρονες επαναστάσεις του 21ου αιώνα θα ρίχνουν στο παρελθόν μια απέραντη «σαβούρα» και «σαπίλα» χιλιετηρίδων. Θα είναι επαναστάσεις που, ενώ θα έχουν ως αιχμή το χρηματιστικό κεφάλαιο, θα ανατρέπουν μια ολόκληρη κεφαλαιακή τάξη πραγμάτων και θα προωθούν μια νέα δημοκρατία, που στην εποχή μιας νέας τεχνολογικής έκρηξης, θα γράφει στις σημαίες της την άμεση πρωτογενή συμμετοχή ώσπου η ίδια να καταστεί περιττή!
Παναγιώτης Λαφαζάνης
Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος ΣΥΡΙΖΑ
«Από δω και μπρος θα κυριαρχούν οι τραπεζίτες»*
Η επανάσταση του Φλεβάρη του 1848 κατά της χρηματικής αριστοκρατίας*
Του Καρλ Μαρξ
Αν εξαιρέσουμε λίγα μόνο κεφαλαία, κάθε σημαντικό μέρος από τα χρονικά της επανάστασης απ΄ το 1848 ως το 1849 έχει τον τίτλο: Ήττα της Επανάστασης!
Σ’ αυτές τις ήττες δεν υπέκυπτε η επανάσταση. Υπέκυπταν οι προεπαναστατικές πατροπαράδοτες επιβιώσεις, αποτελέσματα των κοινωνικών σχέσεων που δεν είχαν ακόμα οξυνθεί σε έντονες ταξικές αντιθέσεις – πρόσωπα, αυταπάτες, παραστάσεις, σχέδια από τα οποία το επαναστατικό κόμμα δεν ήταν απαλλαγμένο πριν την επανάσταση του Φλεβάρη και από τα οποία δε μπορούσε να το απαλλάξει η νίκη του Φλεβάρη, μα μονάχα μια σειρά από ήττες.
Με δυο λόγια: η επαναστατική πρόοδος άνοιξε το δρόμο της όχι με τις άμεσες κωμικοτραγικές κατακτήσεις της, αλλά αντίθετα με τη δημιουργία μιας σφιχτοδεμένης ισχυρής αντεπανάστασης, με τη δημιουργία ενός αντίπαλου που μονάχα με τον αγώνα εναντίον του το κόμμα της ανατροπής ωρίμασε σ’ ένα πραγματικά επαναστατικό κόμμα.
Έργο των σελίδων πού ακολουθούν, είναι να το αποδείξουν αυτό.
*
Ύστερα από την επανάσταση του Ιούλη, όταν ο φιλελεύθερος τραπεζίτης Λαφίτ οδηγούσε στο δημαρχείο θριαμβευτικά τον Compère του (σ.σ: γαλλική λέξη με διφορούμενη έννοια: κουμπάρος ή συνεργός σε κάποια μηχανορραφία ή περιπέτεια), το δούκα της Ορλεάνης (σ.σ: Ο δούκας της Ορλεάνης ανέβηκε στο θρόνο της Γαλλίας με το όνομα Λουδοβίκος Φίλιππος) άφησε να του ξεφύγουν οι λέξεις: «Από δω και μπρος θα κυριαρχούν οι τραπεζίτες». Ο Λαφίτ είχε προδώσει το μυστικό της επανάστασης.
Στην εποχή του Λουδοβίκου Φιλίππου, δεν κυριαρχούσε η γαλλική αστική τάξη, αλλά μόνο μια ομάδα της, τραπεζίτες, βασιλιάδες του χρηματιστηρίου, βασιλιάδες των σιδηροδρόμων, ιδιοκτήτες ορυχείων, κάρβουνου και σίδερου, ιδιοκτήτες δασών, ένα μέρος των τσιφλικάδων πού συνενώθηκαν μ’ αυτούς – η λεγόμενη αριστοκρατία του χρήματος. Αυτή κάθισε στο θρόνο, αυτή υπαγόρευε τους νόμους στις βουλές, αυτή μοίραζε τις δημόσιες θέσεις, από το υπουργείο ως τα γραφεία των καπνών.
Η καθαυτό βιομηχανική αστική τάξη αποτελούσε ένα μέρος της επίσημης αντιπολίτευσης, δηλαδή δεν αντιπροσωπευόταν στις βουλές παρά σαν μειοψηφία. Η αντιπολίτευσή της πρόβαλλε τόσο πιο αποφασιστικά, όσο πιο ξεκάθαρα αναπτυσσόταν η αποκλειστική κυριαρχία της αριστοκρατίας του χρήματος κι όσο περισσότερο αυτή η ίδια θεωρούσε εξασφαλισμένη την κυριαρχία της πάνω στην εργατική τάξη, ύστερα από τις πνιγμένες στο αίμα εξεγέρσεις του 1832, 1834 και 1839. Ο Γκραντέν, εργοστασιάρχης από τη Ρουέν, το πιο φανατικό όργανο της αστικής αντίδρασης, τόσο μέσα στη συντακτική όσο και στη νομοθετική εθνοσυνέλευση, ήταν, μέσα στη βουλή, ο δριμύτερος αντίπαλος του Γκιζό. Ο Λεόν Φωσέ, γνωστός αργότερα για τις ανήμπορες προσπάθειές του να αναδειχθεί σε Γκιζό της γαλλικής αντεπανάστασης, έκανε στο τελευταίο διάστημα της βασιλείας του Λουδοβίκου Φίλιππου δημοσιογραφικό αγώνα υπέρ της βιομηχανίας, ενάντια στην κερδοσκοπία και στο τσιράκι της, τη κυβέρνηση. Ο Μπαστιά προπαγάνδιζε στο όνομα του Μπορντώ κι όλης της οινοπαραγωγικής Γαλλίας ενάντια στο σύστημα που κυριαρχούσε.
Η μικροαστική τάξη σ’ όλες τις διαβαθμίσεις της, όπως και η αγροτική τάξη, είχαν αποκλειστεί ολότελα από την πολιτική εξουσία.
Τέλος, μέσα στην επίσημη αντιπολίτευση ή ολότελα έξω από το «pays légal» (σ.σ: «pays légal»: ο κύκλος των ανθρώπων που είχαν εκλογικό δικαίωμα. Έτσι ονόμαζαν στο καθεστώς της μοναρχίας του Ιούλη την άρχουσα μειοψηφία που είχε δικαίωμα ψήφου, σε αντίθεση με τις πλατιές μάζες του πληθυσμού που είχαν στερηθεί αυτό το δικαίωμα) βρίσκονταν οι ιδεολογικοί εκπρόσωποι και τα φερέφωνα των πιο πάνω τάξεων, οι σοφοί τους, οι δικηγόροι τους, οι γιατροί τους κλπ, με μια λέξη: Οι λεγόμενες «αξίες» τους.
Τα κρατικά ελλείμματα αντικείμενο της κερδοσκοπίας – κύρια πηγή πλουτισμού της αριστοκρατίας του χρήματος
Δημοσιονομικές δυσχέρειες έκαναν τη μοναρχία του Ιούλη να είναι από την αρχή εξαρτημένη από τη μεγαλοαστική τάξη και η εξάρτησή της από τη μεγαλοαστική τάξη έγινε μια αστείρευτη πηγή για το μεγάλωμα των δημοσιονομικών δυσχερειών. Ήταν αδύνατο να υποταχθεί η διοίκηση του κράτους στο συμφέρον της εθνικής παραγωγής χωρίς να αποκατασταθεί το ισοζύγιο στον προϋπολογισμό, το ισοζύγιο ανάμεσα στις κρατικές δαπάνες και τα κρατικά έσοδα. Και πώς να αποκατασταθεί αυτό το ισοζύγιο δίχως την περιστολή των κρατικών δαπανών, δηλαδή δίχως να θιχτούν συμφέροντα που αποτελούσαν ισάριθμα στηρίγματα του συστήματος που κυριαρχούσε και χωρίς να ξαναρυθμιστεί η κατανομή των φόρων, δηλαδή χωρίς να ριχτεί ένα σημαντικό μέρος του φορολογικού βάρους στους ώμους της ίδιας της μεγαλοαστικής τάξης;
Η μοναρχία του Ιούλη «μετοχική εταιρία» για την εκμετάλλευση του γαλλικού εθνικού πλούτου
Η άρχουσα τάξη εκμεταλλευόταν την κατασκευή των σιδηροδρομικών γραμμών με τον ίδιο τρόπο που εκμεταλλευόταν τις κρατικές δαπάνες γενικά και τα κρατικά δάνεια. Οι βουλές φόρτωναν στο κράτος τα κύρια βάρη και εξασφάλιζαν στην κερδοσκοπική αριστοκρατία του χρήματος τους χρυσούς καρπούς. Όλοι θυμούνται τα σκάνδαλα στη βουλή, όταν τυχαία ήρθε στο φως ότι στις ίδιες τις επιχειρήσεις των σιδηροδρομικών γραμμών ήταν μέτοχοι όλα τα μέλη της πλειοψηφίας μαζί κι ένα μέρος από τους υπουργούς, που φρόντισαν ύστερα σαν νομοθέτες να εκτελεστούν οι γραμμές αυτές με έξοδα του κράτους.
Η μοναρχία του Ιούλη δεν ήταν τίποτα άλλο από μια μετοχική εταιρεία για την εκμετάλλευση του γαλλικού εθνικού πλούτου, που τα μερίσματά της μοιράζονταν ανάμεσα στους υπουργούς, τις βουλές, τους 240.000 εκλογείς και τα τσιράκια τους. Ο Λουδοβίκος Φίλιππος ήταν ο διευθυντής αυτής της εταιρίας: ο Ροβέρτος Μακέρ στο θρόνο (σ.σ: Robert Macaire, τύπος διαβολεμένου επιχειρηματία που αποθανατίστηκε στις γελοιογραφίες του Ονορέ Ντομιέ. Η μορφή του Ροβέρτου Μακέρ ήταν μια τσουχτερή σάτιρα για την κυριαρχία της αριστοκρατίας του χρήματος στην περίοδο της μοναρχίας του Ιούλη). Το εμπόριο, η βιομηχανία, η γεωργία, η ναυτιλία, τα συμφέροντα της βιομηχανικής αστικής τάξης, δε μπορούσαν παρά να μπαίνουν σε κίνδυνο και να ζημιώνουν διαρκώς κάτω απ’ αυτό το σύστημα. Γι’ αυτό, η βιομηχανική αστική τάξη στις μέρες του Ιούλη είχε γράψει στη σημαία της: Φτηνή κυβέρνηση (gouvernement à bon marché).
Ενώ η αριστοκρατία του χρήματος έκανε τους νόμους, διεύθυνε το κράτος, είχε στη διάθεση της όλες τις οργανωμένες δημόσιες εξουσίες, και με βάση αυτά τα ίδια τα γεγονότα και με τον τύπο εξουσίαζε την κοινή γνώμη και ενώ σ’ όλες τις σφαίρες από την αυλή ως το Café Borgne (σ.σ: έτσι ονομάζουν στο Παρίσι τα κακόφημα καφενεία και καπελειά) συνεχιζόταν η ίδια πορνεία, η ίδια ξετσίπωτη απάτη, η ίδια μανία πλουτισμού όχι με την παραγωγή, αλλά με το επιτήδειο τσέπωμα του ετοίμου πλούτου των άλλων, ξέσπασαν, ιδιαίτερα στις κορυφές της αστικής κοινωνίας, και επικράτησαν αχαλίνωτα νοσηρές και έκλυτες ορέξεις πού κάθε στιγμή έρχονταν σε σύγκρουση με τους ίδιους τους αστικούς νόμους – ορέξεις όπου πλούτος που προερχόταν απ’ το παιχνίδι γύρευε φυσικά την ικανοποίησή του εκεί που η απόλαυση γίνεται ακολασία, εκεί που γίνονται ένα το χρήμα, η βρωμιά και το αίμα. Η χρηματική αριστοκρατία, με τον τρόπο πλουτισμού της, όπως και με τις απολαύσεις της, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αναγέννηση του κουρελοπρολεταριάτου στα ανώτατα στρώματα της αστικής κοινωνίας.
Και οι ομάδες της γαλλικής αστικής τάξης, που δε βρίσκονταν στην εξουσία, φώναζαν: «Διαφθορά!». Κι όταν το 1847, στις πιο υψηλές βαθμίδες της αστικής κοινωνίας παρουσίαζαν δημόσια τις ίδιες εκείνες σκηνές που οδηγούν κανονικά το κουρελοπρολεταριάτο στα πορνεία, στα φτωχοκομεία, στα τρελοκομεία, μπρος στο δικαστή, στα κάτεργα και στην κρεμάλα, ο λαός φώναζε: «Κάτω οι μεγάλοι κλέφτες, κάτω οι δολοφόνοι!». Η βιομηχανική αστική τάξη έβλεπε τα συμφέροντά της να κινδυνεύουν, η μικροαστική τάξη ήταν γεμάτη από ηθική αγανάκτηση, η λαϊκή φαντασία ήταν ξαναμμένη, το Παρίσι ήταν πλημμυρισμένο με λίβελους – «η δυναστεία των Ρότσιλντ», «οι τοκογλύφοι είναι βασιλιάδες της εποχής » κλπ. – με τους οποίους, με περισσότερο ή λιγότερο πνεύμα, κατάγγελλαν και στιγμάτιζαν την κυριαρχία της αριστοκρατίας του χρήματος.
Τα δύο γεγονότα που οδήγησαν στην επανάσταση του Φλεβάρη
Η αρρώστια της πατάτας και οι κακές σοδειές του 1845 και του 1846 μεγάλωσαν το γενικό αναβρασμό στο λαό. Η ακρίβεια του 1847 προκάλεσε στη Γαλλία, όπως και στη λοιπή ηπειρωτική Ευρώπη αιματηρές συγκρούσεις. Μπρος στα αναίσχυντα όργια της αριστοκρατίας του χρήματος, είχαμε την πάλη του λαού για τα πιο στοιχειώδη τρόφιμα! Στο Μπυζανσέ εκτελούσαν τους εξεγερμένους από την πείνα, ενώ στο Παρίσι η βασιλική οικογένεια αποσπούσε από τα δικαστήρια παραχορτάτους λωποδύτες.
Το δεύτερο μεγάλο οικονομικό γεγονός πού επέσπευσε το ξέσπασμα της επανάστασης ήταν μια γενική εμπορική και βιομηχανική κρίση στην Αγγλία. Η κρίση αυτή – που την προμηνούσε ακόμα απ’ το φθινόπωρο του 1845 η μαζική χρεωκοπία των κερδοσκόπων πάνω στις μετοχές των σιδηροδρόμων και αναχαιτίστηκε το 1846 από μια σειρά τυχαία περιστατικά, όπως από την επικείμενη κατάργηση των δασμών του σταριού – ξέσπασε τέλος το φθινόπωρο του 1847 με τις χρεοκοπίες των μεγαλεμπόρων αποικιακών προϊόντων του Λονδίνου, που τις ακολούθησαν κατά πόδας οι πτωχεύσεις των γεωργικών τραπεζών και το κλείσιμο των εργοστασίων στις εγγλέζικες βιομηχανικές περιοχές. Ο αντίκτυπος της κρίσης αυτής δεν είχε ακόμα εξαντληθεί στην ηπειρωτική Ευρώπη, όταν ξέσπασε η επανάσταση του Φλεβάρη.
Το ρήμαγμα του εμπορίου και της βιομηχανίας από την οικονομική επιδημία έκανε ακόμα πιο αφόρητη την αποκλειστική κυριαρχία της αριστοκρατίας του χρήματος. Η αντιπολιτευτική αστική τάξη ξεσήκωσε σ’ όλη τη Γαλλία την εκστρατεία των συμποσίων για την εκλογική μεταρρύθμιση που θα της επέτρεπε να κατακτήσει την πλειοψηφία στις βουλές και να ανατρέψει την κυβέρνηση του χρηματιστηρίου. Στο Παρίσι, η βιομηχανική κρίση είχε ακόμα σαν ειδική συνέπεια να ρίξει στο εσωτερικό εμπόριο ένα πλήθος εργοστασιάρχες και μεγαλέμπορους που, κάτω από τις συνθήκες της στιγμής εκείνης, δε μπορούσαν πια να κάνουν καμία επιχείρηση στην αγορά του εξωτερικού. Ίδρυσαν μεγάλα καταστήματα που ο συναγωνισμός τους ρήμαζε κατά μάζες τους μπακάληδες και τους μαγαζάτορες.
Το παρισινό προλεταριάτο οδηγεί τη χώρα στη δημοκρατία
Η προσωρινή κυβέρνηση που πρόβαλε από τα οδοφράγματα του Φλεβάρη καθρέφτιζε αναγκαστικά στη σύνθεση της τα διάφορα κόμματα που μοιράστηκαν τη νίκη. Δεν μπορούσε να είναι τίποτα άλλο παρά ένας συμβιβασμός ανάμεσα στις διάφορες τάξεις που μαζί είχαν ανατρέψει το θρόνο του Ιούλη, που τα συμφέροντά τους όμως συγκρούονταν. Τη μεγάλη πλειοψηφία της την αποτελούσαν αντιπρόσωποι της αστικής τάξης. Η δημοκρατική μικροαστική τάξη αντιπροσωπευόταν από τον Λεντρύ-Ρολλέν και το Φλοκόν, η δημοκρατική αστική τάξη από τους ανθρώπους της «Νασιονάλ» (σ.σ: «National»: Η εφημερίδα που έβγαινε στο Παρίσι στα 1830-1851, όργανο του αστικού δημοκρατικού κόμματος) η δυναστική αντιπολίτευση από τους Κρεμιέ, Ντυπόν ντε λ’ Έρ κλπ. Η εργατική τάξη είχε δυο μόνο αντιπροσώπους, τον Λουί Μπλάν και τον Αλμπέρ. Τέλος, η συμμετοχή του Λαμαρτίνου στην προσωρινή κυβέρνηση δεν υποστήριζε άμεσα κανένα πραγματικό συμφέρον, καμιά ορισμένη τάξη: ήταν η ίδια η επανάσταση του Φλεβάρη, η κοινή εξέγερση με τις αυταπάτες της, την ποίησή της, το χιμαιρικό περιεχόμενό της και τις φράσεις της. Κατά τ’ αλλά, ο εκπρόσωπος της επανάστασης του Φλεβάρη, σύμφωνα με τη θέση του και τις απόψεις του, άνηκε στην αστική τάξη.
Το μεσημέρι της 25 του Φλεβάρη, η δημοκρατία δεν είχε ακόμα ανακηρυχθεί, ενώ αντίθετα είχαν κιόλας μοιραστεί όλα τα υπουργεία ανάμεσα στα αστικά στοιχεία της προσωρινής κυβέρνησης κι ανάμεσα στους στρατηγούς, τους τραπεζίτες και τους δικηγόρους της «Νάσιοναλ». Οι εργάτες όμως τη φορά αυτή ήταν αποφασισμένοι να μην ανεχθούν καμιάν απάτη σαν εκείνη του Ιούλη του 1830. Ήταν έτοιμοι να ξαναρχίσουν τον αγώνα και να επιβάλουν τη δημοκρατία με τη βία των οπλών. Μ’ αυτό το μήνυμα, ο Ρασπάιγ πήγε στο δημαρχείο. Στο όνομα του παρισινού προλεταριάτου πρόσταξε την προσωρινή κυβέρνηση να ανακηρύξει τη δημοκρατία. Αν δεν εκτελούσαν μέσα σε δυο ώρες την προσταγή αυτή του λαού, θα επέστρεφε επικεφαλής 200.000 ανδρών. Τα πτώματα αυτών που είχαν πέσει δεν είχαν καλά-καλά κρυώσει, τα οδοφράγματα δεν είχαν παραμεριστεί, οι εργάτες δεν είχαν αφοπλιστεί και η μοναδική δύναμη που μπορούσε να τους αντιμετωπίσει ήταν η εθνοφρουρά. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες εξαφανίστηκαν ξαφνικά οι σοφοί πολιτικοί δισταγμοί και οι νομικοί ενδοιασμοί της προσωρινής κυβέρνησης. Η δίωρη προθεσμία δεν είχε ακόμα λήξει και στους τοίχους του Παρισιού άστραφταν κιόλας οι γιγάντιες ιστορικές λέξεις:
Γαλλική Δημοκρατία! Ελευθερία! Ισότητα! Αδερφοσύνη!
*Οι τίτλοι και υπότιτλοι είναι της ΙΣΚΡΑ για το συγκεκριμένο απόσπασμα από το έργο του Καρλ Μαρξ «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία», 1848-1850)