Στις 21 Αυγούστου 1940, ο μεγάλος ηγέτης της Οκτωβριανής Επανάστασης και της Κομμουνιστικής Διεθνούς, Λέον Τρότσκι, άφηνε την τελευταία του πνοή δολοφονημένος στο Κογιοακάν, προάστιο της Πόλης του Μεξικού. Η απόπειρα δολοφονίας εναντίον του είχε λάβει χώρα την προηγούμενη ημέρα (20 Αυγούστου 1940) με φυσικό αυτουργό τον Καταλανό σταλινικό και πράκτορα της σοβιετικής μυστικής αστυνομίας (NKVD – GUGB), Ραμόν Μερκαντέρ (Χαιμέ Ραμόν Μερκαντέρ ντελ Ρίο). Με την απεχθή αυτή πράξη, ο νους που διέταξε τη δολοφονία, ο επικεφαλής της αντεπαναστατικής γραφειοκρατικής κάστας που σφετερίστηκε την εξουσία στη Σοβιετική Ένωση, Ιωσήφ Στάλιν, κορύφωνε μια πολύχρονη εκστρατεία πολιτικών διώξεων και φυσικής εξόντωσης ενάντια σε κάθε συνεπή μπολσεβίκικη-λενινιστική φωνή στην ΕΣΣΔ και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.
Δολοφονώντας άνανδρα τον αρχηγό του Κόκκινου Στρατού, τον άνθρωπο που ο Λένιν στην περίφημη «Διαθήκη» του χαρακτήριζε ως τον «ικανότερο μέσα στην Κεντρική Επιτροπή των Μπολσεβίκων», ο Στάλιν φιλοδοξούσε να απαλλαγεί από την ακούραστη πολιτική και θεωρητική δουλειά του Τρότσκι. Ενός επαναστάτη ηγέτη ο οποίος έμεινε ως το τέλος ασυμβίβαστος πολέμιος της σταλινικής γραφειοκρατίας και κατόρθωσε, μέσα στις δυσκολότερες δυνατές συνθήκες, να κρατήσει ψηλά τη σημαία του επαναστατικού μαρξισμού, εμπνέοντας και εκπαιδεύοντας με το έργο και το παράδειγμά του χιλιάδες κομμουνιστές σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η δολοφονία του Τρότσκι ήταν η τελευταία πράξη σ’ έναν κύκλο πρωτοφανών και ξένων προς κάθε μπολσεβίκικη-λενινιστική παράδοση, σταλινικών διώξεων εναντίον του, ο οποίος είχε ξεκινήσει το 1928 με την εκτόπισή του στην Άλμα Άτα του Kαζακστάν. Το 1929 με διαταγή του Στάλιν, ο Τρότσκι απελάθηκε στην Tουρκία και το νησί Πρίγκηπος.
Ο Στάλιν δεν τόλμησε να δολοφονήσει τον Τρότσκι από τότε, διότι η προσωπική, ολοκληρωτική εξουσία του στο κόμμα και το σοβιετικό κράτος ακόμα δεν είχε σταθεροποιηθεί, αλλά επίσης και γιατί οι μνήμες από τον καθοριστικό ρόλο που διαδραμάτισε ο Τρότσκι στην Οκτωβριανή Επανάσταση και την εδραίωση του σοβιετικού κράτους ήταν ακόμα πολύ νωπές και το κύρος του στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα παρέμενε τεράστιο.
Aπό την εξορία, ο Τρότσκι διεξήγαγε συστηματικό αγώνα για τη συγκρότηση των δυνάμεων της Διεθνούς Αριστερής Αντιπολίτευσης. Αυτό το γεγονός πολλαπλασίασε την οργή της σταλινικής κλίκας εναντίον του. Το 1933, ο Τρότσκι κατέφυγε στη Γαλλία όπου έζησε σε καθεστώς «επιτήρησης», αρχικά στο Σεν Παλέ, κοντά στις ακτές του Aτλαντικού και έπειτα στην Mπαρμπιζόν, έξω από το Παρίσι. Αλλά σύντομα, η κυβέρνηση Νταλαντιέ, κάτω από την ασφυκτική πίεση του Στάλιν, εξέδωσε διαταγή απέλασης του Τρότσκι. Ταυτόχρονα, εκείνος είχε να αντιμετωπίσει και την έμπρακτη εχθρότητα του σταλινικού ΚΚ Γαλλίας, αλλά και τρομοκρατικές απόπειρες από τους φασίστες, οι οποίοι όπως αναμενόταν είχαν βάλει στο στόχαστρο αυτόν τον παλιό, επιφανή μπολσεβίκο ηγέτη.
Το 1935 ο Τρότσκι κατέφυγε στη Nορβηγία, απ’ όπου αναχώρησε το 1937, επίσης ως αποτέλεσμα των επίσημων σοβιετικών πιέσεων, οι οποίες κορυφώθηκαν με ένα οργισμένο τελεσίγραφο του υπουργείου Εξωτερικών της ΕΣΣΔ προς τη νορβηγική κυβέρνηση. Περιπλανώμενος χωρίς διαβατήριο, ο Τρότσκι βρήκε τελικά καταφύγιο στην Πόλη του Mεξικού, φιλοξενούμενος αρχικά στο σπίτι του ζωγράφου Ντιέγκο Ριβέρα, και αργότερα, διαμένοντας σε ένα φρουρούμενο (πλημμελώς όπως αποδείχθηκε) σπίτι στο Κογιοακάν, όπου και δολοφονήθηκε.
Η δολοφονία, ο δολοφόνος και η δράση του σταλινικού δικτύου
Ο δολοφόνος του Τρότσκι, ο Ραμόν Μερκαντέρ, δεν ήταν καθόλου ένας «φανατικός σταλινικός που έδρασε με προσωπική βούληση», όπως υποστηρίζουν συχνά οι διάφοροι απολογητές του Στάλιν και του σταλινισμού. Ο Στάλιν είχε δημιουργήσει ένα ολόκληρο δολοφονικό δίκτυο πρακτόρων ενάντια στο τροτσκιστικό κίνημα, κατορθώνοντας να διεισδύσει μέχρι και στο πολύ κοντινό περιβάλλον του Τρότσκι, όπως χαρακτηριστικά περιγράφει στο διάσημο έργο του με τίτλο «O άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά» (Εκδόσεις Kαστανιώτης 2011) ο Κουβανός συγγραφέας Λεονάρδο Παδούρα.
Το 1938, το δίκτυο αυτό οργάνωσε τη δολοφονία του μεγαλύτερου γιου του Τρότσκι και ηγετικού στελέχους της Διεθνούς Αριστερής Αντιπολίτευσης στην Ευρώπη, Λέον Σεντώφ, σε μια κλινική στο Παρίσι μετά από μια χειρουργική επέμβαση σκωληκοειδίτιδας. Σχεδόν ταυτόχρονα, το ίδιο δίκτυο δολοφόνησε, και πάλι στο Παρίσι, τον γραμματέα του Tρότσκι, Pούντολφ Kλέμεντ και στη Βαρκελώνη τον Γραμματέα της Tέταρτης Διεθνούς, Έρβιν Bολφ.
Στις 24 Μαΐου 1940 είχαμε την πρώτη απόπειρα δολοφονίας του Τρότσκι. Μια πάνοπλη ομάδα υπό την καθοδήγηση του σταλινικού ζωγράφου Νταβίντ Σιγκουέιρος, στελέχους του Κ.Κ Μεξικού, εισέβαλε με στολές αστυνομικών στο σπίτι στο Κογιοακάν και «γάζωσε» με πολυβόλα το δωμάτιο του Τρότσκι και της γυναίκας του, Ναταλίας. Ο Τρότσκι σώθηκε, ενώ ο 14χρονος εγγονός του, γιος της κόρης του Ζηναΐδας, Βζεβόλοντ (Εστέμπαν) Βολκόφ, τραυματίστηκε στο πόδι.
Η πρώτη αυτή επίθεση, οργανώθηκε από τον Πάβελ Σουντοπλάτωφ, αναπληρωτή διευθυντή του τμήματος Εξωτερικού της NKVD (Patenaude, Bertrand Stalin’s Nemesis: The Exile and Murder of Leon Trotsky, Faber & Faber, London UK, 2009, σελ. 138). Στα απομνημονεύματά του μάλιστα, ο Σουντοπλάτωφ (Special Tasks: The Memoirs of an Unwanted Witness, Warner, 1994), ανέφερε ότι τον Μάρτιο του 1939 κλήθηκε από τον αρχηγό των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών Λαβρέντι Μπέρια να συναντήσει για τον σκοπό αυτό προσωπικά τον Στάλιν, ο οποίος χαρακτηριστικά του ανέφερε τα εξής: «Δεν υπάρχουν σημαντικές πολιτικές προσωπικότητες στο τροτσκιστικό κίνημα εκτός από τον ίδιο τον Τρότσκι. Αν ο Τρότσκι τελειώσει η απειλή θα εκλείψει».
Μετά την αποτυχημένη απόπειρα του Μαΐου του 1940, την κεντρική ευθύνη για την επόμενη απόπειρα ανέλαβε ο συνταγματάρχης και διοικητής πλέον του «Ειδικού Τμήματος Τρότσκι» της NKVD, Ναούμ Ισαάκοβιτς Έιτινγκον, ο οποίος είχε αναμιχθεί προσωπικά στην απαγωγή, τον βασανισμό και τη δολοφονία του Αντρέου Νίν, πρώην τροτσκιστή και κατοπινού ηγέτη του κεντριστικού κόμματος POUM, στην Ισπανική επανάσταση. Ο Έιτινγκον χρησιμοποιούσε τα ονόματα «Λεοντίεφ» και «Ραμπίνοβιτς» και εμφανιζόταν κατά διαστήματα στην πόλη του Μεξικού, σε μια κατοικία πολύ κοντά στο σπίτι του Τρότσκι, επίσημα κυκλοφορώντας ως εκπρόσωπος του σοβιετικού Ερυθρού Σταυρού.
Αυτά τα γεγονότα επιβεβαιώθηκαν από τα πορίσματα της έρευνας που δημοσίευσε ο σοβιετικός ιστορικός Nικολάι Βασέτσκι στη σοβιετική εβδομαδιαία εφημερίδα «Literaturnaya Gazeta» στις 4 Ιανουαρίου του 1989 (The New Trotsky: No Longer a Devil By CRAIG R. WHITNEY, Special to the New York Times, 16 Ιανουαρίου 1989). Ο Βασέτσκι μάλιστα, ανέφερε ότι στον δολοφόνο του Τρότσκι δόθηκαν από τον Έιτινγκον 5.000 δολάρια και ένα ψεύτικο διαβατήριο. Σ΄ αυτό το σημείο, θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο Βασέτσκι δεν ήταν καθόλου φιλικά διακείμενος έναντι του Τρότσκι και των ιδεών του. Αντίθετα, υποστήριζε μαζί με άλλους σύγχρονούς του σοβιετικούς ιστορικούς την ανόητη και ουσιαστικά ανιστόρητη άποψη ότι το κίνητρο της δράσης του μπολσεβίκου ηγέτη ήταν «η προσωπική του φιλοδοξία».
Ο δολοφόνος του Τρότσκι, ο Ραμόν Μερκαντέρ, σύμφωνα με τα πορίσματα της παραπάνω ιστορικής έρευνας, στρατολογήθηκε στις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες κατά τη διάρκεια του Ισπανικού εμφυλίου πολέμου από τον ίδιο τον Έιτινγκον. Στην αυτοβιογραφία του Σουντοπλάτωφ που ήδη αναφέραμε, ο συγγραφέας αναφέρει ότι εκείνος προσωπικά είχε επιλέξει τον Ραμόν Mερκαντέρ για την εκτέλεση του Τρότσκι. Η ομάδα συνεργατών στην επιχείρηση δολοφονίας, σύμφωνα με τον Σουντοπλάτωφ, περιλάμβανε εκτός από τον Μερκαντέρ και τη μητέρα του, την Καριδάδ Ντελ Ρίο Χερνάντεζ, η οποία ήταν ήδη πράκτορας της NKVD.
Το 1938 ο Μερκαντέρ, ενώ σπούδαζε στη Σορβόνη, με τη βοήθεια του πράκτορα της NKVD Μαρκ Ζμπορόφσκι, γνωρίστηκε με τη Σίλβια Αγγέλωφ, μια νεαρή Αμερικανίδα τροτσκίστρια, στην οποία παρουσιάστηκε ως Καναδός επιχειρηματίας με το όνομα «Φρανκ Τζάκσον». Κατείχε επίσης την ταυτότητα κάποιου «Ζακ Μορνάρ», υποτιθέμενου γιου ενός Βέλγου διπλωμάτη. Αργότερα, η Αγγέλωφ γύρισε στη γενέτειρά της, το Μπρούκλιν και ο Μερκαντέρ, που είχε συνάψει ήδη ερωτικές σχέσεις μαζί της, τη συνάντησε εκεί ταξιδεύοντας με Καναδέζικο διαβατήριο ως «Φρανκ Τζάκσον» (Hansen, J. “With Trotsky to the End” in Fourth International, Volume I, Οκτώβριος 1940, σελ. 115-123).
Τον Οκτώβριο του 1939 ο Μερκαντέρ, ως «Τζάκσον» πάντα, εγκαταστάθηκε στην πόλη του Μεξικού μαζί με την Αγγέλωφ και ενώ ο Τρότσκι ζούσε με την οικογένειά του στο Κογιοακάν. Μέσω της Αγγέλωφ, ο Μερκαντέρ μπόρεσε να αποκτήσει πρόσβαση στην κατοικία του Τρότσκι. Κέρδισε την εμπιστοσύνη των φρουρών κάνοντας μικροεξυπηρετήσεις, με αποτέλεσμα, σύμφωνα με μαρτυρία του εγγονού του Τρότσκι, Εστέμπαν Βολκόφ, να μπορεί να κυκλοφορεί συχνά μέσα στο σπίτι.
Για να έρθει πιο κοντά στον Τρότσκι, ο Μερκαντέρ τον παρακάλεσε να διορθώσει ένα άρθρο του, το οποίο και του έδειξε σε μια ειδική τυπικά γι’ αυτόν τον σκοπό επίσκεψη στο σπίτι στο Κογιοακάν, στις 17 Αυγούστου 1940. Ο Τρότσκι του έκανε αρκετές υποδείξεις για αλλαγές. Όπως ανέφερε η σύζυγός του, Ναταλία, ο Τρότσκι της είπε ότι το πόνημα του Τζάκσον ήταν «χωρίς κανένα ενδιαφέρον».
Στις 20 Αυγούστου, ο Μερκαντέρ επέστρεψε στο σπίτι του Τρότσκι πάλι με το άρθρο του, φορώντας μάλιστα ένα αδιάβροχο. Ο Τρότσκι διάβασε το άρθρο καθισμένος στο γραφείο του και ο δολοφόνος, ηθικά συνεπής με τα κίνητρα της πράξης του, τον χτύπησε πισώπλατα στο κεφάλι με μια ορειβατική αξίνα. Ο Τρότσκι πρόλαβε να αρπάξει τον δολοφόνο φωνάζοντας στους φρουρούς του: «Μην τον σκοτώνετε! Πρέπει να μιλήσει!». Εκείνοι τον παρέδωσαν στην αστυνομία. Ο Έιτινγκον και άλλος ένας συνεργάτης στη δολοφονία, περίμεναν τον δολοφόνο σ’ ένα αυτοκίνητο κοντά στο σπίτι, μαζί με τη μητέρα του Μερκαντέρ, Κλαριντάντ. Όταν τελικά κατάλαβαν ότι ο Μερκαντέρ συνελήφθη, τράπηκαν σε φυγή και αναχώρησαν εσπευσμένα από το Μεξικό.
Την ίδια μέρα, ο Τρότσκι χειρουργήθηκε, αλλά το τραύμα του ήταν πολύ βαρύ. Έτσι ξεψύχησε την επομένη το απόγευμα. Ο δολοφόνος Ραμόν Μερκαντέρ καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλάκιση. Πολύ λίγο καιρό μετά τη δολοφονία, το 1941, ο Στάλιν απένειμε στη μητέρα του Μερκαντέρ το «Παράσημο Λένιν» για τη συμμετοχή της στην επιχείρηση δολοφονίας του Τρότσκι (Don Levine, Isaac, 1960, The Mind of an Assassin, D1854 Signet Book, σελ. 109-110, 173).
Ο Μερκαντέρ αποφυλακίστηκε στις 6 Μαΐου 1960. Αμέσως παρελήφθη από Τσέχους πράκτορες που τον οδήγησαν στην Κούβα, όπου τον δέχθηκε η κυβέρνηση Κάστρο. Το 1961 ο δολοφόνος του Τρότσκι πήγε στην Σοβιετική Ένωση, όπου ανακηρύχτηκε επίσημα «ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης», προσωπικά από τον επικεφαλής της KGB, Αλεξάντερ Σελέπιν. Το υπόλοιπο της ζωής του Μερκαντέρ μοιράστηκε μεταξύ Κούβας και Σοβιετικής Ένωσης. Πέθανε από καρκίνο στις 18 Οκτωβρίου 1978 στην Αβάνα. Αποτεφρώθηκε και η τέφρα του μεταφέρθηκε στη Μόσχα όπου και θάφτηκε στο νεκροταφείο του Κούντσεβο με το όνομα Ραμόν Ιβάνοβιτς Λόπεζ.
Παντοτινός οδηγός μας στον αγώνα για τον κομμουνισμό
Ο Λέον Τρότσκι, όπως κάθε καλόπιστος κομμουνιστής αγωνιστής μπορεί να διαπιστώσει μέσα από μια στοιχειώδη επαφή με το έργο του, υπήρξε ο σημαντικότερος μαρξιστής θεωρητικός και ο σπουδαιότερος επαναστάτης ηγέτης μετά τον θάνατο του Λένιν. Ταυτόχρονα όμως, υπήρξε και ο μεγαλύτερος μάρτυρας της υπόθεσης του κομμουνισμού από καταβολής του κομμουνιστικού κινήματος. Υπεράσπισε πιστά και με ενθουσιασμό μέχρι το τραγικό τέλος του τις γνήσιες κομμουνιστικές ιδέες, έχοντας βιώσει μαρτύρια απίστευτα και αβάσταχτα για κάθε άνθρωπο.
Ο Τρότσκι είδε σχεδόν ολόκληρη την οικογένειά του και τους πιο πιστούς του συνεργάτες να ξεκληρίζονται από τον σταλινισμό, ενώ την ίδια τύχη είχαν και χιλιάδες υποστηρικτές των ιδεών του στη Σοβιετική Ένωση, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο ακόλουθος τραγικός κατάλογος που συμπεριλαμβάνει μόνο τα πιο κοντινά μέλη της οικογένειάς του, είναι απόλυτα ενδεικτικός:
Αδέλφια του Λέον Τρότσκι
Αλεξάντερ: εκτελέστηκε το 1938.
Όλγα: εκτελέστηκε το 1941.
Σύζυγοι του Λέον Τρότσκι
Αλεξάντρα Σοκολόφσκαγια: εκτελέστηκε το 1938 (Η δεύτερη σύζυγός του, Ναταλία Σέντοβα, τον ακολούθησε στην παρατεταμένη εξορία και τις άλλες κακουχίες και πέθανε από φυσικά αίτια).
Παιδιά του Λέον Τρότσκι
Ζηναΐδα: εξωθήθηκε στην αυτοκτονία το 1933, αφού της αφαίρεσαν την κηδεμονία του παιδιού της. Ο πρώτος άντρας της, Ζαχάρ Μπορίσοβιτς Μογκλίν, εκτελέστηκε το 1937. Ο δεύτερος άντρας της, Πλάτων Ιβάνοβιτς Βολκόφ, εκτελέστηκε το 1936.
Λεον Σεντώφ: δολοφονήθηκε στο Παρίσι το 1938.
Σεργκέι: εκτελέστηκε το 1937. Η γυναίκα του, Εριέτα, πέρασε 10 χρόνια στη φυλακή (Μόνο η κόρη του Νίνα πέθανε από φυσικά αίτια το 1928).
Εγγόνια του Λέον Τρότσκι
Αλεξάνδρα Ζαχάροβνα Μογκλίνα: πέθανε το 1989, ύστερα από πολλά χρόνια στην φυλακή και την εξορία.
Εστέμπαν Βολκόφ: πυροβολήθηκε στην πρώτη απόπειρα δολοφονίας κατά του Τρότσκι τον Μάιο του 1940 και τραυματίστηκε ελαφρά στο πόδι. Ζει ακόμα στο Μεξικό.
Λεβ Νέβελσον: θύμα απαγωγής και εξαφάνισης το 1937.
Βολίνα Νέβελσον: θύμα απαγωγής και εξαφάνισης το 1937.
Λεβ Λιόβιτς Σεντώφ: απήχθη και εξαφανίστηκε το 1937.
Τζούλια Ρουμπινστάιν: εξόριστη από το 1951 έως το 1955.
Αυτού του είδους τα ανείπωτα μαρτύρια δεν μπόρεσαν να σβήσουν τις ιδέες και την κολοσσιαία προσφορά του Τρότσκι στο κομμουνιστικό κίνημα. Το έργο και το παράδειγμά του, συνεχίζουν αμείωτα να εμπνέουν χιλιάδες επαναστάτες σε ολόκληρο τον κόσμο. Προσκαλούν εκατομμύρια άλλους αγωνιστές να τα γνωρίσουν και να εμπνευστούν για τις μεγάλες επαναστατικές μάχες που βρίσκονται μπροστά μας. Ο τροτσκισμός, δηλαδή ο γνήσιος επαναστατικός μαρξισμός της εποχής μας, αναπόφευκτα θα τείνει να γίνει η σημαία αυτών των μαχών.
Την ίδια στιγμή, ο σταλινισμός, έχοντας ολοκληρώσει θλιβερά τα εγκλήματά του με τη νίκη της καπιταλιστικής αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ, την Ανατολική Ευρώπη και την Κίνα, βρίσκεται σε μια διαρκή και παρατεταμένη κρίση. Έχει χάσει τα παλιά του ισχυρά ερείσματα μέσα στις μάζες τις παγκόσμιας εργατικής τάξης, τα οποία οφείλονταν στον επίσημο σφετερισμό των συμβόλων της μεγάλης Οκτωβριανής επανάστασης. Η απαίσια μορφή του δικτάτορα και μαζικού εξολοθρευτή του γνήσιου μπολσεβικισμού, Ιωσήφ Στάλιν έχει (εκτός από ασήμαντες εξαιρέσεις) σταματήσει εδώ και καιρό να αποτελεί πολιτικό σημείο αναφοράς για τη συντριπτική πλειονότητα της νεότερης γενιάς αντικαπιταλιστών αγωνιστών.
Όπως προέβλεψε ο Λέον Tρότσκι, η επερχόμενη παγκόσμια επανάσταση, αναπόφευκτα «θα ανοίξει όλα τα μυστικά συρτάρια, θ’ αναθεωρήσει όλες τις δίκες, θα αποκαταστήσει τους συκοφαντημένους, θα στήσει μνημεία στα θύματα, θα ρίξει αιώνιο ανάθεμα στους δήμιους». (Λ. Tρότσκι, «Tα Eγκλήματα του Στάλιν», σελ. 311, εκδ. «Aλλαγή»). Το δικό μας χρέος σήμερα είναι, με όπλο τις ιδέες του και αντλώντας έμπνευση από το μεγαλειώδες παράδειγμά του, να αφιερώσουμε όλες μας τις δυνάμεις για να συντομέψουμε τον ερχομό αυτής της ιερής στιγμής.
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος