Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΔιεθνήΟι εξελίξεις και οι προοπτικές στην παγκόσμια οικονομία

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Οι εξελίξεις και οι προοπτικές στην παγκόσμια οικονομία

Τι δείχνουν οι τελευταίες τάσεις στην παγκόσμια οικονομία; Ξεπερνιέται η καπιταλιστική κρίση; Τεκμηριωμένες απαντήσεις στην ανάλυση που ακολουθεί.

Τα πρόσφατα οικονομικά δεδομένα έφεραν ευπρόσδεκτες ειδήσεις για τις καταδικασμένες επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο. Ο δείκτης IHS, ο οποίος δίνει μια ένδειξη για το εάν οι εταιρείες ξοδεύουν περισσότερο ή λιγότερο, έχει αυξηθεί από τα ιστορικά χαμηλά επίπεδα του προηγούμενου διαστήματος. Έτσι, ενώ ο δείκτης IHS στις ΗΠΑ ήταν 27 τον Απρίλιο και 37 τον Μάιο, ανέρχεται πλέον στο 47. Αυτό σημαίνει πως ο δείκτης πλησιάζει το 50 – και οτιδήποτε πάνω από το 50 ερμηνεύεται ως ανάπτυξη και όχι ως συρρίκνωση της οικονομίας. Τα στοιχεία είναι παρόμοια για άλλες χώρες, με τον δείκτη να είναι αυξητικός για όλες τις μεγάλες οικονομίες.

Ομοίως, η αγορά εργασίας φαίνεται να βελτιώνεται, με το ποσοστό ανεργίας να μειώνεται στο 13,3% στις ΗΠΑ από 14,7% τον Απρίλιο (που ήταν ρεκόρ μετά τον πόλεμο). Οι καταναλωτικές δαπάνες αυξάνονται και τώρα είναι χαμηλότερες μόνο κατά 8,9%, σε σύγκριση με περίπου 33% τον Απρίλιο. Αυτά τα στοιχεία δεν μας λένε πολλά για τη γενική υγεία της οικονομίας. Μια ορισμένη ανάκαμψη είναι αναπόφευκτη, δεδομένου ότι η καραντίνα σήμαινε μια αναγκαστική μείωση του οικονομικού αποτελέσματος.

Κατά κάποιο τρόπο, οι χρηματιστηριακές αγορές κατάφεραν να σημειώσουν άνοδο τις τελευταίες εβδομάδες, ενθαρρυμένες από τη χαλάρωση της καραντίνας και τα πρόσφατα στοιχεία. Ωστόσο, το γεγονός αυτό απλώς αποκαλύπτει πόσο πολύ έχει διαχωριστεί η κίνηση του χρηματιστηρίου από τις εξελίξεις στην πραγματική οικονομία. Το ερώτημα δεν είναι αν η οικονομία θα δει αύξηση του ΑΕΠ, των καταναλωτικών δαπανών κ.λπ., μετά την άρση των μέτρων κλειδώματος της οικονομίας, αλλά πόσο γρήγορα και σε ποιο βαθμό θα ανακάμψει η οικονομία. Ακόμη κι αν σημειωθεί κάποια ανάκαμψη στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, τα νούμερα θα είναι ακόμα και τότε φρικτά.

Το ΔΝΤ κυκλοφόρησε την έκθεσή του για την Παγκόσμια Οικονομία (World Economic Outlook) στις 24 Ιουνίου, όπου οι προσδοκίες για την ανάπτυξη αναθεωρήθηκαν σημαντικά προς τα κάτω από την έκθεση του Απριλίου (σχολιάσαμε την έκθεση του Απριλίου εδώ). Ενώ τον Απρίλιο το ΔΝΤ προέβλεπε μια συρρίκνωση του παγκόσμιου ΑΕΠ της τάξης του 3%, τώρα προβλέπει μια συρρίκνωση κοντά στο 5%, η οποία είναι η χειρότερη από τη δεκαετία του 1930. Σύμφωνα με αυτήν την πρόβλεψη, οι προηγμένες οικονομίες θα επηρεαστούν χειρότερα, με τη πτώση να φτάνει στο 8%. Η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία αναμένεται να συρρικνωθούν κατά 13%. Οι αριθμοί είναι πολύ χειρότεροι από το 2009, οι οποίοι από μόνοι τους προκαλούν ένα τεράστιο σοκ. Η κρίση αυτή, όπως την αποκαλεί το ίδιο το ΔΝΤ, είναι μια «κρίση χωρίς προηγούμενο».

Ευσεβείς Πόθοι

Ωστόσο, είναι σαφές από τις προβλέψεις και την ανάλυσή τους ότι το ΔΝΤ αντιλαμβάνεται εσφαλμένα ότι αυτή η κρίση οφείλεται στον κοροναϊό. Επομένως, προβλέπουν επίσης μια ανάκαμψη μόλις αρθούν τα μέτρα καραντίνας: βασικά μια επιστροφή στη τάξη των μεγεθών ανάπτυξης που είδαμε πριν από την παρούσα ύφεση. Προβλέπουν αύξηση 5,4% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2021 που είναι σχεδόν διπλάσιο από το ρυθμό ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας το 2019 και μεγαλύτερο από την ανάκαμψη το 2010, μετά την ύφεση του 2009. Βασικά, το ΔΝΤ προβλέπει ότι η οικονομία θα έχει ανακάμψει στο επίπεδο του 2019 κάποια στιγμή μέχρι το τέλος του 2021. Αυτή η ιδέα, ότι επιστρέφουμε στην κανονικότητα, ανεξάρτητα από τα επιμέρους στοιχεία, είναι μάλλον ευσεβείς πόθοι.

Μια σειρά από παράγοντες συνηγορούν πλέον ενάντια στην άποψη μια γρήγορη ανάκαμψη. Στη συνέντευξη Τύπου, η επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, Γκίτα Γκόπιναθ, ήταν γεμάτη εμπιστοσύνη στο σημαντικό περιθώριο ελιγμών τόσο στη δημοσιονομική όσο και στη νομισματική πολιτική. Ωστόσο, στην πραγματικότητα οι κεντρικές τράπεζες έχουν πολύ περιορισμένες δυνατότητες τόνωσης της οικονομίας με τα επιτόκια να είναι σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Στις περισσότερες προηγμένες καπιταλιστικές οικονομίες το επιτόκιο δανεισμού της κεντρικής τράπεζας είναι τώρα στο μηδέν ή λίγο πάνω από το μηδέν. Η μόνη διέξοδος είναι η ποσοτική χαλάρωση. Το πρόγραμμα αντιμετώπισης της πανδημίας της ΕΚΤ, για παράδειγμα, ανέρχεται ήδη στα 1,35 δισεκατομμύρια ευρώ: σχεδόν διπλάσιο από τα αρχικά προγραμματισμένα 750 δισεκατομμύρια ευρώ. Αυτή τη στιγμή, οι καταναλωτικές και εταιρικές δαπάνες έχουν χτυπηθεί σημαντικά και ο κίνδυνος πληθωρισμού είναι περιορισμένος, αλλά καθώς οι περιστάσεις αλλάζουν, υπάρχει ένα συγκεκριμένο όριο στο ποσό των χρημάτων που μπορεί κάποιος να εκτυπώσει προτού δημιουργήσει πληθωρισμό.

Ο άλλος μοχλός που το κράτος μπορεί να χρησιμοποιήσει για να βελτιώσει την οικονομία, η δημοσιονομική πολιτική, χρησιμοποιείται ήδη σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με την τελευταία κρίση. Τότε, ο Γκόρντον Μπράουν ανακοίνωνε με υπερηφάνεια ότι οι G20 θα δαπανούσαν 5 τρισεκατομμύρια δολάρια για την τόνωση της οικονομίας. Αυτή τη φορά, η G20 έχουν ήδη ανακοινώσει δαπάνες 10 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ή περίπου 12 τοις εκατό του (παγκόσμιου) ΑΕΠ. Απαντώντας σε έναν Κινέζο δημοσιογράφο, η Γκόπιναθ προειδοποίησε ότι υπάρχουν όρια στο πόσα χρήματα μπορούν να ξοδέψουν οι κυβερνήσεις προτού η κατάσταση γίνει μη βιώσιμη. Πράγματι, χωρίς τις κεντρικές τράπεζες, ιδίως την ΕΚΤ, να αγοράσουν κρατικά ομόλογα, ο δανεισμός των κυβερνήσεων θα είχε ήδη φτάσει σ’ αυτό το ανώτατο όριο. Για τις πρώην αποικιακές χώρες με αδύναμα νομίσματα, αυτή η μέθοδος είναι αδύνατη και 70 χώρες έχουν ήδη ζητήσει βοήθεια από το ΔΝΤ.

Το έλλειμμα του προϋπολογισμού των ΗΠΑ προβλέπεται να είναι 24 τοις εκατό του ΑΕΠ φέτος και 12 τοις εκατό το επόμενο έτος, μια επιστροφή στο «κανονικότητα». Το συνολικό χρέος των προηγμένων οικονομιών θα είναι 131 τοις εκατό του ΑΕΠ στο τέλος του έτους, με τις ΗΠΑ στο 141 τοις εκατό. Πόσο καιρό μπορεί να διατηρηθεί; Όσο οι κεντρικές τράπεζες παρέχουν συνεχή ροή χρημάτων, θα είναι μια χαρά, αλλά αν σταματήσουν, οι αγορές θα ξεμείνουν πολύ γρήγορα. Στην πραγματικότητα, η οικονομία έχει εθιστεί πλήρως σε φτηνές πιστώσεις, χωρίς τις οποίες δεν θα μπορούσε πλέον να λειτουργεί.

Το πρόβλημα των κρατικών χρεών

Η πραγματικότητα, όπως τη χαρακτήρισε η Κριστίν Λαγκάρντ, επικεφαλής της ΕΚΤ, την περασμένη Πέμπτη σε μια συνάντηση με Ευρωπαίους ηγετικούς επιχειρηματίες, είναι: «αυτή είναι η πιο έντονη και βαθύτερη ύφεση που έχει καταγραφεί ποτέ σε περίοδο ειρήνης», μετά από πτώση του ΑΕΠ της τάξης του 16 τοις εκατό στη ζώνη του ευρώ, για τα δύο πρώτα τρίμηνα του τρέχοντος έτους. Είπε ότι η ανάκτηση θα είναι ελλιπής. και οι αεροπορικές εταιρείες, ο τομέας του τουρισμού και η ψυχαγωγία πιθανότατα θα πληγούν ανεπανόρθωτα. Επισήμανε επίσης το δείκτη μεταβλητότητας του χρηματιστηρίου, ο οποίος παρόλο που μειώθηκε από τον Απρίλιο, παραμένει σε υψηλό επίπεδο.

Στην ίδια συνάντηση, ο Μάρτιν Γουλφ έδωσε επίσης μια απαισιόδοξη αξιολόγηση της κατάστασης:

«Θα καταλήξουμε σε εξαιρετικά μεγάλους ισολογισμούς των κεντρικών τραπεζών. Νομίζω ότι η κατάσταση θα είναι διαχειρίσιμη, αλλά νομίζω ότι θα είναι μόνιμη, ή τουλάχιστον θα διαρκέσει για πολύ καιρό. Θα αρχίσουμε να μοιάζουμε περισσότερο με την Ιαπωνία και αυτό είναι σημαντικό γεγονός.»

Με άλλα λόγια, η ποσοτική χαλάρωση δεν θα σταματήσει, αλλά πρόκειται να μετατραπεί σε μόνιμο χαρακτηριστικό, καθώς το εργαλείο των επιτοκίων έχει καταστεί άχρηστο και η οικονομία είναι πολύ πιεσμένη για να επιτρέψει στις κεντρικές τράπεζες να αποσύρουν τα περιουσιακά τους στοιχεία.

«Σχεδόν σίγουρα θα υπάρξει μόνιμο οικονομικό κόστος. Δηλαδή, οι οικονομίες μας συλλογικά και ατομικά θα είναι μικρότερες, πιθανώς σημαντικά μικρότερες λίγα χρόνια από τώρα από ό, τι πιστεύαμε το 2019.»

Αυτό πρέπει να εξεταστεί υπό το φως των ζημιών που έχουν ήδη προκύψει ως αποτέλεσμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Με τον υποτιμητικό ύφος των οικονομολόγων, όταν ασχολούνται με την ταξική πάλη:

«Και ήδη είχαμε υποστεί μια μεγάλη μόνιμη απώλεια, ιδιαίτερα στη Δύση από την οικονομική κρίση και αυτές οι απώλειες είναι πραγματικές και σημαντικές και θα πρέπει να αντιμετωπιστούν από τους ανθρώπους και το ερώτημα ποιος θα τις φέρει θα είναι ένα κεντρικό πολιτικό ζήτημα».

Και ακόμα:

«Τα δημόσια οικονομικά θα είναι μόνιμα χειρότερα, θα έχουμε πολύ μεγαλύτερο χρέος και θα βγούμε από αυτό, κατά τη γνώμη μου, με σημαντικά διαρθρωτικά δημοσιονομικά ελλείμματα. Η διαχείρισή τους θα είναι ένα από τα κεντρικά πολιτικά ζητήματα του μέλλοντος και δεν θα είναι εύκολο».

Δηλαδή, ο τρόπος αντιμετώπισης του χρέους (δηλαδή ποιος θα πληρώσει) θα είναι ένα κεντρικό πολιτικό ζήτημα. Αυτή είναι μια προειδοποίηση για την άρχουσα τάξη: δώστε προσοχή σε αυτό το θέμα. Θυμίζει την περίοδο πριν από τις γαλλικές και αγγλικές επαναστάσεις, όταν το φεουδαρχικό κράτος είχε συσσωρεύσει ένα τεράστιο ποσό χρέους, το οποίο προσπαθούσε να το «μεταφέρει» στην αστική τάξη. Αλλά δεν είναι μόνο το κράτος που έχει συσσωρεύσει τεράστια χρέη, όπως επεσήμανε η Λαγκάρντ: «Το επίπεδο του χρέους πρόκειται να αυξηθεί μαζικά, και όχι μόνο σε επίπεδο κρατών, αλλά και σε εταιρικό επίπεδο».

Αυτό αποτελεί για τις κεντρικές τράπεζες ένα πραγματικό πρόβλημα. Τα επιτόκια πρέπει να παραμείνουν χαμηλά. Ο Γουλφ τονίζει και πάλι το κρίσιμο ζήτημα, όταν επισημαίνει ότι τα πραγματικά επιτόκια στις περισσότερες μεγάλες χώρες είναι αρνητικά και συνεπώς δεν δημιουργούν άμεσα προβλήματα στις κυβερνήσεις. Ωστόσο, εάν αυτό αλλάξει, θα υπάρξουν τεράστια προβλήματα πολύ γρήγορα:

«Εάν υπάρξει συνέχιση στα επόμενα δέκα χρόνια αυτού του [κρατικού] χρέους, με πραγματικά επιτόκια δύο ή τρία τοις εκατό, νομίζω ότι θα έχουμε απίστευτα μεγάλο πρόβλημα. Και επομένως, αυτό απλά δεν μπορεί να συμβεί.»

Το κλειδί για αυτόν είναι ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να εκδώσουν ομόλογα 20 έως 50 ετών για να κλειδώσουν τα χαμηλά επιτόκια, αλλά παρόλο που αυτό μπορεί να λειτουργήσει για τις κυβερνήσεις της Γερμανίας, της Βρετανίας ή των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν θα λειτουργούσε για την Ιταλία και την Ισπανία, ενώ οι εταιρείες και οι καταναλωτές, γενικά, δεν έχουν τις ίδιες δυνατότητες. Έτσι, για να αποτραπεί η κατάρρευση της οικονομία από το «γκρεμό», το κόστος δανεισμού πρέπει να παραμείνει εξαιρετικά χαμηλό. Αυτή είναι η κληρονομιά των τεράστιων ποσών χρέους που έχει συσσωρευτεί τα τελευταία 40 χρόνια, και η διευθέτηση του δημόσιου χρέους θα είναι ένα εκρηκτικό ζήτημα τα επόμενα χρόνια.

Ο Covid19 συνεχίζει να εξαπλώνεται

Φαίνεται ότι οι χρηματοοικονομικές αγορές και διάφοροι σχολιαστές πίστευαν ότι το πρόβλημα του ιού είχε πλέον επιλυθεί. Ωστόσο, ο αριθμός των περιστατικών στις ΗΠΑ έχει εκτοξευθεί μετά την άρση της καραντίνας, συμπεριλαμβανομένων και των πιο πυκνοκατοικημένων πολιτειών: Καλιφόρνια, Τέξας και Φλόριντα. Στις περισσότερες περιοχές στα νότια και δυτικά της χώρας, ο ρυθμός μόλυνσης επιταχύνεται. Για να αποφευχθεί η ανεξέλεγκτη εξάπλωση, πολλές πολιτείες έχουν πλέον αναγκαστεί να θέσουν εκ νέου μέτρα καραντίνας για να προσπαθήσουν να περιορίσουν την ασθένεια. Επιπλέον, η επιδημία μόλις έχει ξεκινήσει σε πολλά μέρη του κόσμου.

Η οικονομική επίπτωση από τον ιό δεν είναι απλώς αποτέλεσμα των μέτρων που λαμβάνονται από το κράτος, αλλά η εξάπλωση του ιού έχει, ανεξάρτητα απ’ αυτά, επιβραδυντική επίδραση στην κατανάλωση. Είναι σαφές ότι οι άνθρωποι που ανησυχούν να μη μολυνθούν από τον ιό, θα αποφύγουν τα ίδια μέρη που θα μπορούσαν ενδεχομένως να κλείσουν οι αρχές. Ως αποτέλεσμα, οι καταναλωτικές δαπάνες σε εκείνες τις πολιτείες των ΗΠΑ όπου ο ιός εξαπλώνεται γρήγορα παραμένουν στάσιμες ή ακόμη και μειώνονται τις τελευταίες δύο εβδομάδες, παρά τη σταδιακή χαλάρωση των περιορισμών. Αυτό αντικατοπτρίζεται επίσης στον αριθμό των ωρών εργασίας, ο οποίος μειώνεται από τα μέσα Ιουνίου σε ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ. Οπότε, με καραντίνα ή χωρίς καραντίνα, η οικονομία θα πληγεί σοβαρά.

Μια έντονη κρίση υπερπαραγωγής

Το γεγονός ότι η χαμηλή κατανάλωση προϊόντων και υπηρεσιών απειλεί ολόκληρη την οικονομία με κατάρρευση, είναι απόδειξη του παραλογισμού του καπιταλισμού. Σε οποιαδήποτε άλλη κοινωνία, η πλεονασματική παραγωγή θα ήταν κάτι θετικό, αφού θα μπορούσε να οδηγήσει είτε σε αποταμίευση για μια «κακή» περίοδο ή σε αύξηση του ελεύθερου χρόνου. Στον καπιταλισμό όμως είναι καταστροφή.

Δεν είναι μόνο ότι τα αφεντικά απαιτούν τώρα οι εργάτες να βγουν για να εργαστούν (οι περισσότεροι εργαζόμενοι συνέχισαν να εργάζονται κατά τη διάρκεια της πανδημίας σε κάθε περίπτωση), αλλά πρέπει επίσης να πάνε να καταναλώσουν. Ανησυχούν πολύ ότι οι εργαζόμενοι εξοικονομούν τώρα πάρα πολλά, είτε από έλλειψη ευκαιριών για κατανάλωση είτε από ανησυχίες για το μέλλον. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τα ποσοστά αποταμίευσης αυξήθηκαν κατά 136% στη ζώνη του ευρώ.

Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι χειρότερα αμειβόμενοι εργαζόμενοι είναι εκείνοι που συνεχίζουν να καταναλώνουν το μεγαλύτερο μερίδιο των μισθών τους. Εξάλλου, για αυτούς, πολύ περισσότερα χρήματα θα ήταν αναγκαία για καθημερινά είδη πρώτης ανάγκης, όπως φαγητό και στέγαση, και πολύ λιγότερα για εστιατόρια, διασκέδαση και διακοπές.

Για αρκετές δεκαετίες, η Ιαπωνία αντιμετωπίζει μια τέτοια συνεχή κρίση «υπερβολικής» εξοικονόμησης και μια αντίστοιχη στασιμότητα της οικονομίας (φτάνοντας μόνο το 1%, ακόμη και σε περιόδους ανάπτυξης), καθώς οι Ιάπωνες απλά δεν ξοδεύουν αρκετά. Ο Μάρτιν Γουλφ, σχολίασε επ’ αυτού σε σχέση με την σημερινή παγκόσμια κρίση:

«Η Ιαπωνία πάσχει από μια δομικά ανεπαρκή ζήτηση… Νομίζω ότι αυτό μπορεί να αποτελέσει, κατά μεγάλη πιθανότητα, τη παγκόσμια κατάσταση, οπότε δεν νομίζω ότι είναι αδιανόητο ότι θα φαινόμαστε ‘Ιάπωνες’ για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Δεν είναι σίγουρο, αλλά είναι πιθανό.»

Μια τέτοια εξέλιξη θα σήμαινε μια ολόκληρη μακρά περίοδο στασιμότητας για την παγκόσμια οικονομία και, όπως στην περίπτωση της Ιαπωνίας, μαζικά κρατικά χρέη, καθώς οι κυβερνήσεις θα προσπαθούν να αντισταθμίσουν την έλλειψη ζήτησης στην οικονομία. Παρά τις συνεχείς προτροπές τους σχετικά με την αρετή της αποταμίευσης για μια «κακή» μέρα, το καπιταλιστικό σύστημα απαιτεί από τους εργάτες να αναλάβουν ένα παράλογο ποσό χρέους: διαφορετικά ο καπιταλισμός δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί. Εάν το στρώμα της εργατικής τάξης που έχει κάποιες σχετικές δαπάνες επιλέξει να γίνει πιο λιτό, ο καπιταλισμός θα βρεθεί αντιμέτωπος με πολύ σοβαρά προβλήματα.

Το τέλος της παγκοσμιοποίησης

Ο Τεντ Γκραντ επισήμανε πολλές φορές το ρόλο που έπαιξε η επέκταση του παγκόσμιου εμπορίου στην ανάπτυξη της οικονομίας μετά τον πόλεμο. Το 1997, έγραψε:

«Στην πραγματικότητα, σε αυτή την περίοδο, το καπιταλιστικό σύστημα ξεπέρασε τα δικά του όρια, μέσω πίστωσης, χρέους, Κεϋνσιανής χρηματοδότησης ελλειμμάτων και ούτω καθεξής, και ιδίως μέσω της ανάπτυξης του παγκόσμιου εμπορίου που εν μέρει και για μια προσωρινή περίοδο επέτρεψε στους αστούς να ξεπεράσουν τα όρια του έθνους κράτους.» («Οι πρώτοι τριγμοί – Μια ανάλυση της παγκόσμιας οικονομικής κατάστασης»)

Τα δύο κύρια εμπόδια στην ανάπτυξη της οικονομίας είναι πράγματι η ατομική ιδιοκτησία και το έθνος – κράτος, το δεύτερο από τα οποία ξεπεράστηκε εν μέρει από την ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου. Αν και η παραπάνω πρόβλεψη καθυστέρησε, μέσω μιας συνεχούς μαζικής επέκτασης της πίστωσης, το παραπάνω κείμενο ήταν σωστό στις κατευθύνσεις που έβαζε και στις προβλέψεις του για μια περίοδο ύφεσης. Συνέχισε:

«Ωστόσο, μπαίνουμε τώρα σε μια νέα και πολύ διαφορετική περίοδο, μια περίοδο καταιγίδας και έντασης και σπασμωδικών κρίσεων στην οικονομία, την κοινωνία και την πολιτική. Όλοι οι παράγοντες που συνδυάστηκαν για την παραγωγή της ανοδικής σπείρας της ανάπτυξης θα μετατραπούν διαλεκτικά στο αντίθετό τους. Πάνω από όλα, το παγκόσμιο εμπόριο, το οποίο λειτούργησε ως ένα ισχυρό κίνητρο για την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, δεν έχει πλέον το ίδιο αποτέλεσμα.»

Αυτό ακριβώς φοβάται τώρα η αστική τάξη. Η Λαγκάρντ εξήγησε: «Είναι πιθανό το εμπόριο να μειωθεί σημαντικά και είναι πιθανό ως αποτέλεσμα η παραγωγικότητα να μειωθεί, εκτός εάν ωθηθεί από άλλους παράγοντες». Δηλαδή, ο διεθνής ανταγωνισμός οδηγεί σε επενδύσεις, οι οποίες αυξάνουν την παραγωγικότητα. Επομένως, αν δεν υπάρξουν άλλοι παράγοντες – και δεν φαίνεται να έχει προτάσεις για τους παράγοντες αυτούς – η παραγωγικότητα θα σταματήσει να αυξάνεται, ή θα αρχίσει να μειώνεται σαν αποτέλεσμα της πτώσης του παγκόσμιου εμπορίου.

Ο Μάρτιν Γουλφ συμφωνεί με την εκτίμηση της:

«Πιθανότατα θα δούμε μια μόνιμη αλλαγή στο βαθμό ανοίγματος της παγκόσμιας οικονομίας, μια στροφή ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, τουλάχιστον σε επίπεδο αγαθών. Για διάφορους λόγους: ασφάλεια, η φύση του οικονομικού σοκ, η άνοδος του προστατευτισμού και ούτω καθεξής… Είναι, λογικά, σαφές ότι ο κόσμος στον οποίο θα αναδυθούμε… θα μοιάζει πολύ διαφορετικός από τον κόσμο που πιστεύαμε ότι θα ήταν πριν από ένα χρόνο ή ακόμα και πριν από τέσσερις ή πέντε μήνες.»

Ο κορονωϊός έχει ιδιαίτερα καταστροφικές συνέπειες στο διεθνές εμπόριο, αλλά απλώς επιτάχυνε μια εξέλιξη που προβλέπαμε εδώ και αρκετό καιρό, συμπεριλαμβανομένου του Μαΐου του περασμένου έτους, όταν αναλύσαμε λεπτομερώς τα προστατευτικά μέτρα που πάρθηκαν από τις κύριες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Προφανώς οι απολογητές του καπιταλισμού θα ήθελαν να ξεχάσουν ότι όλα αυτά συνέβαιναν πριν από τον κορονωϊό, με την ελπίδα ότι θα μπορούσε η κατάσταση να αλλάξει κάπως, μετά την πανδημία. Ωστόσο, όπως είδαμε, οι πιο διορατικοί παραδέχονται ότι τα πράγματα δεν θα επιστρέψουν στην πρότερη κατάσταση, χωρίς ωστόσο να βγάζουν τα απαραίτητα συμπεράσματα.

Η νέα κανονικότητα

Αν διαβάσει κανείς τα σχόλια πολιτικών, οικονομολόγων και αναλυτών, τουλάχιστον των πιο σοβαρών, είναι ξεκάθαρο ότι μπαίνουμε σε μια νέα περίοδο. Το ΔΝΤ αναφέρεται σε μία παροδική ανάπτυξη. Η Κριστίν Λαγκάρντ μιλάει για «συγκρατημένη» ανάκαμψη. Στο σημείο που όλοι συμφωνούν είναι ότι η ανάκαμψη δε θα είναι γρήγορη, και τα πράγματα δε θα επιστρέψουν στη πρότερη κατάσταση, ούτε καν όπως ήταν πριν έξι μήνες.

Με κάθε νέο πλήγμα στην παγκόσμια οικονομία, μας ζητείται να μειώσουμε τις προσδοκίες μας για το τι μπορεί να επιτύχει ο καπιταλισμός. Τώρα, ο Μάρτιν Γουλφ μιλά για μια παγκόσμια κατάσταση όπως αυτή της Ιαπωνίας, με χρόνια χαμηλή ανάπτυξη, τόσο χαμηλή που είναι δύσκολο να τη διακρίνουμε από τη στασιμότητα. Το να υποπέσει μια χώρα σε αυτή τη κατάσταση είναι αρκετά κακό, αλλά όταν πρόκειται ολόκληρη τη παγκόσμια οικονομία, είναι καταστροφή.

Ο μόνος τρόπος για να δικαιολογήσει ο καπιταλισμός την ύπαρξή του είναι να αναπτύσσει συνεχώς τις παραγωγικές δυνάμεις, αυξάνοντας συνεχώς την παραγωγικότητα: δηλαδή αυξάνοντας το παραγωγικό δυναμικό της οικονομίας. Διαφορετικά, δεν είναι παρά ένα ολοσχερώς σάπιο σύστημα, όπως αναγνώρισε ο Τζον Μέιναρντ Κέινς, όταν τον συνέκρινε με τη Σοβιετική Ένωση τη δεκαετία του 1920. Θα μπορούσε να διατηρείται όσο είναι σε θέση, φαινομενικά τουλάχιστον, είναι ικανός να βελτιώνει το βιοτικό επίπεδο, τουλάχιστον στις ιμπεριαλιστικές χώρες.

Τώρα αυτό έχει τελειώσει. Ο χειρισμός της πανδημίας ήταν μια καταστροφή, με πάνω από μισό εκατομμύριο νεκρούς, καθώς οι κυβερνήσεις, η μία μετά την άλλη, απέφυγαν και καθυστέρησαν την υιοθέτηση μέτρων, και η κατάσταση εξακολουθεί να επιδεινώνεται. Όμως, το οικονομικό σύστημα δεν ήταν απλώς ανίκανο να αποτρέψει τη διάδοση της λοίμωξης, αλλά έχει επίσης προετοιμάσει μια οικονομική καταστροφή που θα μπορούσε να αποτραπεί.

Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να δώσει τίποτα στην εργατική τάξη, εκτός από περικοπές. Τώρα, η μαζική ανεργία χτυπά την πόρτα, ξεκινώντας από τον τομέα των υπηρεσιών. Οι εργοδότες θα ζητήσουν από τους εργαζόμενους να αποδεχθούν περικοπές στους όρους εργασίας τους, προκειμένου να σώσουν προβληματικές (αλλά και όχι τόσο προβληματικές) επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα, ό,τι έχει απομένει από το κράτος πρόνοιας, θα υποστεί αδιάκοπη επίθεση, καθώς οι κυβερνήσεις θα προσπαθούν να εξοφλήσουν τα τεράστια χρέη που έχουν συγκεντρώσει στηρίζοντας το σύστημα. Αυτό αναπόφευκτα θα προκαλέσει ένα άνευ προηγουμένου κύμα ταξικής πάλης, το οποίο θα θέσει υπό αμφισβήτηση το καπιταλιστικό σύστημα στο σύνολό του. Το ερώτημα θα τεθεί καθαρά: σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα. Και αυτή είναι η απόφαση που η ανθρωπότητα καλείται να πάρει.

Νίκλας Άλμπιν Σβένσον

Μετάφραση από την ιστοσελίδα www.marxist.com: Μάριος Καλομενόπουλος

Δημοσιεύθηκε την 1/7/2020

Επιμέλεια μετάφρασης : Άγγελος Ηρακλείδης

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα