Ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών της Γαλλίας, στον οποίο ο Εμανουέλ Μακρόν ήρθε πρώτος και έλαβε 27,8% και 9.785.578 ψήφους, εξελίχθηκε όπως ο ίδιος προσδοκούσε και όπως είχε προετοιμαστεί εδώ και πολύ καιρό. Το 2017 ο Μακρόν κέρδισε το 66% των ψήφων ενάντια στη Λεπέν στον δεύτερο γύρο. Εκατομμύρια ψηφοφόροι που είχαν ψηφίσει τον Μελανσόν ή τον Αμόν εκείνη την εποχή στον πρώτο γύρο, κινητοποιήθηκαν για να «μπλοκάρουν την ακροδεξιά» στον δεύτερο γύρο. Εδώ και πέντε χρόνια ο αρχηγός του κράτους σκοπεύει στην επανάληψη αυτού του σεναρίου.
Τώρα ο Μακρόν μπορεί να πει στον εαυτό του: «Μέχρι στιγμής όλα καλά». Για δύο εβδομάδες θα πασχίσει να ενσαρκώσει τον ρόλο του μετριοπαθούς, του ανεκτικού, του ανθρωπιστή κ.λπ. υποψηφίου μπροστά στην αντιδραστική, ρατσιστική και εθνικιστική δημαγωγία της Μαρίν Λεπέν, η οποία ήρθε δεύτερη, λαμβάνοντας 23,1% και 8.136.369 ψήφους. Ο Μακρόν θα βοηθηθεί σε αυτό το έργο από την τεράστια χορωδία των «αριστερών» ηγετών που – έχοντας σαπουνίσει το σχοινί για τον Ζαν Λικ Μελανσόν, ο οποίος ήρθε τρίτος, λαμβάνοντας 22% και 7.714.949 ψήφους– τώρα «στρατεύονται» για να βοηθήσουν τη Δημοκρατία, καλώντας επίσημα σε ψήφο για να «ηττηθεί η Λεπέν».
Είναι πιθανό αυτό να λειτουργήσει, αλλά δεν είναι και καθόλου σίγουρο. Στην πραγματικότητα, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ένα πολύ πιο σφιχτό αποτέλεσμα από το 2017. Και για καλό λόγο: από το 2017, ο υποψήφιος της «ασπίδας κατά της ακροδεξιάς» (Μακρόν) εφαρμόζει μια εξαιρετικά αντιδραστική, αντικοινωνική, φιλοκαπιταλιστική, ακροδεξιά πολιτική, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης ρατσιστικής δημαγωγίας. Η φήμη του ως «ανθρώπου-ασπίδα κατά της ακροδεξιάς» έχει δεχθεί μεγάλο πλήγμα. Κατά συνέπεια, ο αριθμός των αριστερών ψηφοφόρων που θα απέχουν στον δεύτερο γύρο θα είναι μεγαλύτερος από ό,τι το 2017.
Επιπλέον, η Λεπέν θα κερδίσει την ψήφο μεγάλης μερίδας όσων ψήφισαν υπέρ της επικεφαλής των Ρεμπουμπλικάνων (η γκωλική Δεξιά), Βαλερί Πεκρές που έλαβε ποσοστό μόλις 4,8% και 1 .679.470 ψήφους και του ακροδεξιού Ερίκ Ζεμούρ που έλαβε 7,1% και 2.485.935 ψήφους. Τέλος, σε μια προσπάθεια να κινητοποιήσει τους απέχοντες από τον πρώτο γύρο (ακόμη και αριστερούς ψηφοφόρους), η αρχηγός της RN (Rassemblement National, «Εθνική Συσπείρωση») θα ρίξει στο πρόσωπό του Μακρόν τις καταστροφικές κοινωνικές συνέπειες της θητείας του. Δεδομένου του πόσο κακή φήμη έχει ο Μακρόν μεταξύ των πιο εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων στρωμάτων της κοινωνίας, δεν αποκλείεται η Λεπέν να πετύχει τον στόχο της.
Ενάντια στο «Δημοκρατικό Μέτωπο»!
Οι σύντροφοι της Révolution (της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης στη Γαλλία) δεν ζήτησαν ψήφο για τον Σιράκ το 2002 (κατά του πατέρα της Λεπέν), ούτε για τον Μακρόν το 2017 (εναντίον της ίδιας της Λεπέν) – και σίγουρα δεν ζητάμε ψήφο για τον Μακρόν σε δύο εβδομάδες. Το λεγόμενο «Δημοκρατικό Μέτωπο», στο οποίο καλούμαστε από πολλούς «αριστερούς» ηγέτες, είναι μια θλιβερή πολιτική ταξικής συνεργασίας. Αντί να κινητοποιήσουμε τη νεολαία και τους εργάτες σε έναν σοβαρό αγώνα ενάντια σε όλες τις αντιδραστικές δυνάμεις (συμπεριλαμβανομένης της «La République En Marche» του Μακρόν), οι εκκλήσεις να ψηφίσουμε υπέρ του Μακρόν μπερδεύουν, θολώνουν τις ταξικές γραμμές και αποστρατεύουν το στρατόπεδό μας – με λίγα λόγια, ενισχύουν τους αντιπάλους μας.
Φυσικά, η Λεπέν είναι εχθρός της τάξης μας. Το κόμμα της και η κοινωνική του βάση αποτελούνται από υπεραντιδραστικά στοιχεία, που ονειρεύονται να «εκκαθαρίσουν» τους μετανάστες και τους αριστερούς ακτιβιστές. Πίσω από τη γελαστή μάσκα του «μετριοπαθούς» πολιτικού, το μυαλό της Μαρίν Λεπέν είναι γεμάτο ρατσιστικές, σεξιστικές προκαταλήψεις και άλλα ημιφεουδαρχικά σκουπίδια. Αλλά τα σκουπίδια που γεμίζουν το μυαλό της – και το μυαλό των πιο πιστών υποστηρικτών της – είναι ένα πράγμα. Η πραγματική ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των τάξεων είναι εντελώς άλλο πράγμα.
Αυτή η ισορροπία δυνάμεων αποκλείει εντελώς κάθε πιθανότητα μιας βοναπαρτιστικής δικτατορίας βραχυπρόθεσμα, για να μην αναφέρουμε ένα φασιστικό καθεστώς. Για όσους διακηρύττουν ότι προελαύνει ο φασισμός, ας θυμηθούμε ότι ένα τέτοιο καθεστώς σημαίνει την καταστροφή όλων των οργανώσεων του εργατικού κινήματος, απλά και ξεκάθαρα. Θα έπρεπε κανείς να παρατηρεί την πολιτική και κοινωνική κατάσταση από έναν πλανήτη πολύ μακριά από τον δικό μας για να ισχυριστεί ότι υπάρχει τέτοιος κίνδυνος στη Γαλλία.
Τα τελευταία πέντε χρόνια, το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» και άλλες μαζικές κινητοποιήσεις έδωσαν μια ένδειξη της συλλογικής δύναμης της τάξης μας μόλις αρχίσει αυτή να κινείται. Επιπλέον, αυτή η συλλογική δύναμη θα είχε εκδηλωθεί με πολύ πιο ξεκάθαρο τρόπο αν δεν παρεμποδιζόταν συστηματικά από την παθητικότητα και τις προδοσίες των επίσημων ηγετών του εργατικού κινήματος, ξεκινώντας από τους ηγέτες των συνδικάτων.
Ας μην ξεχνάμε τη σκανδαλώδη στάση του Λορέν Μπερζέ (της εργατικής ομοσπονδίας CFDT) – αυτού του συνειδητού πράκτορα των εργοδοτών μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα – μπροστά στην ηφαιστειακή έκρηξη των «κίτρινων γιλέκων» το 2018. Και ας μην ξεχνάμε τη στάση του Φιλίπ Μαρτίνεθ (της εργατικής συνομοσπονδίας CGT) εκείνη την εποχή, που δεν ήταν καθόλου καλύτερη. Το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» ήταν μια εκρηκτική και αυθόρμητη κινητοποίηση των πιο φτωχών στρωμάτων της τάξης μας. Άνοιγε το ενδεχόμενο της ανατροπής της κυβέρνησης Μακρόν, υπό έναν όρο: να αδράξουν την ευκαιρία οι ηγέτες της Αριστεράς και του συνδικαλιστικού κινήματος. Για να το πούμε απλά: δεν την άρπαξαν. Μάλιστα την απώθησαν με όλη τους τη δύναμη.
Εάν η Μαρίν Λεπέν κερδίσει τις εκλογές, θα πρέπει να προσπαθήσει να συνάψει συμμαχίες με ένα τμήμα της Δεξιάς προκειμένου να έχει την πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση. Αν υποθέσουμε ότι θα τα καταφέρει, αυτό θα βάλει την αντιδραστική πολιτική που χρειάζεται η γαλλική αστική τάξη στην κορυφή της ατζέντας. Αυτό περιλαμβάνει αντικοινωνικές, αντι-εργατικές, φιλοκαπιταλιστικές πολιτικές, ένα πρόγραμμα δραστικών αντιμεταρρυθμίσεων – με μια λέξη: μια μακρονιστική πολιτική. Αναδεικνύοντας την έκταση της ρατσιστικής δημαγωγίας της κυβέρνησης, δύσκολα θα ήταν απαραίτητο να αλλάξει ο σημερινός υπουργός Εσωτερικών, Ζέραλντ Νταρμανίν: κάνει ήδη αυτή τη δουλειά τέλεια.
Η εκλογή της Μαρίν Λεπέν δεν θα σήμαινε την αρχή μιας βοναπαρτιστικής δικτατορίας. Από την άλλη, θα ολοκλήρωνε την «κανονικοποίησή» της – την επίσημη μεταμόρφωσή της σε μια κοινότοπη, αστή πολιτικό που, υπερασπιζόμενη τα συμφέροντα των μεγαλοεπιχειρηματιών, είναι υποχρεωμένη να λαμβάνει υπόψη της την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των τάξεων. Δεν θα έβαζε τους ηγέτες των συνδικάτων στη φυλακή· θα τους καλούσε στα Ηλύσια Πεδία για μια «Κοινωνική Διάσκεψη», όπως έκανε ο Μακρόν, και θα τους σέρβιρε ακόμη και πτι-φουρ όπως συνηθίζεται όταν «διαπραγματεύονται» οπισθοδρομικές κοινωνικές πολιτικές με τους ηγέτες των συνδικάτων.
Η ήττα του Μελανσόν
Θα κάνουμε μια λεπτομερή ανάλυση των αιτιών και των συνεπειών της ήττας του Ζαν-Λικ Μελανσόν, τον οποίο η Révolution (Επανάσταση) υποστήριξε κριτικά, σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Προς το παρόν, απλώς σημειώνουμε ότι τα αίτια αυτής της ήττας δεν πρέπει να αναζητηθούν μόνο στον ρόλο της ηγεσίας της La France Insoumise (Ανυπότακτη Γαλλία) και στην πολιτική της τα τελευταία πέντε χρόνια. Πρέπει επίσης να δούμε τον ρόλο των ηγεσιών των άλλων αριστερών κομμάτων.
Ο καθένας με τον τρόπο του συνέβαλε σε αυτή την ήττα, συμπεριλαμβανομένων των υποψηφιοτήτων του PS (Σοσιαλιστικό Κόμμα), των Πρασίνων, του PCF (Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα), του NPA (Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα) και της Lutte Ouvrière (Εργατική Πάλη). Τέλος, ας μην ξεχνάμε την ευθύνη των συνδικαλιστών. Στο όνομα της «συνδικαλιστικής ανεξαρτησίας» (αυτό το μέρος της περιβόητης υποκρισίας), δεν κατάφεραν να κάνουν τίποτα για να κινητοποιήσουν τους εργαζόμενους γύρω από τον μοναδικό υποψήφιο που θα μπορούσε να νικήσει τον Μακρόν και τη Λεπέν, δηλαδή: τον Μελανσόν.
Αν η Δεξιά και η ακροδεξιά έχουν πλειοψηφία στις κάλπες σήμερα, δεν είναι επειδή η εργατική τάξη είναι πρόθυμη για αντιμεταρρυθμίσεις και αντίδραση. Είναι επειδή οι επίσημοι ηγέτες της τάξης μας –όλοι τους ανεξαιρέτως– δεν μπόρεσαν να κατευθύνουν την αυξανόμενη οργή και την απογοήτευση των μαζών προς μια εκλογική νίκη της Αριστεράς. Το θεμελιώδες πρόβλημα εντοπίζεται εδώ και πουθενά αλλού. Αυτό είναι το πρόβλημα που πρέπει επομένως να αντιμετωπιστεί, γιατί θα ανακύψει ξανά τα επόμενα χρόνια – όχι μόνο στο εκλογικό επίπεδο, αλλά επίσης (και κυρίως) στο επίπεδο των κοινωνικών αγώνων.
Όποια και αν είναι η σύνθεση της επόμενης κυβέρνησης –είτε θα ηγηθεί η Λεπέν είτε ο Μακρόν– μεγάλοι αγώνες θα υπάρχουν στην ημερήσια διάταξη. Οι νέοι και οι εργαζόμενοι δεν θα επιτρέψουν να τους κλέψουν χωρίς να πουν λέξη. Ενώ οι επαγγελματίες σκεπτικιστές και οι κυνικοί θρηνούν για το λεγόμενο «χαμηλό επίπεδο συνείδησης» των εργαζομένων, οι εργαζόμενοι θα απαντήσουν, αργά ή γρήγορα, με ισχυρές κινητοποιήσεις. Δεν τρέφουμε την παραμικρή αμφιβολία γι’ αυτό το γεγονός. Αλλά την ίδια στιγμή, γνωρίζουμε ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να πάρει την εξουσία και να βάλει τέλος στην πηγή όλων των δεινών της –το καπιταλιστικό σύστημα– χωρίς να έχει ένα επαναστατικό κόμμα, ένα κόμμα αποφασισμένο να ξεκινήσει τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Στην οικοδόμηση ενός τέτοιου κόμματος δεσμεύεται η Διεθνής Μαρξιστική Τάση, στη Γαλλία και διεθνώς. Για να μας βοηθήσετε σε αυτό το επείγον και ουσιαστικό έργο, ελάτε μαζί μας!
Révolution – Γαλλικό τμήμα της IMT
Μετάφραση: Σταμάτης Καραγιαννόπουλος, Κωνσταντίνος Αυγέρος
Το πρωτότυπο εδώ