Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΘεωρία - ΙστορίαΠροδομένη Επανάσταση: Κοινωνικές αιτίες του Θερμιδώρ

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Προδομένη Επανάσταση: Κοινωνικές αιτίες του Θερμιδώρ

Το κλασικό έργο του Τρότσκι «Η Προδομένη Επανάσταση» εκδόθηκε τον Σεπτέμβριο του 1936. Αποτελεί τη συστηματικότερη προσπάθεια ανάλυσης των αιτιών του γραφειοκρατικού εκφυλισμού του σοβιετικού καθεστώτος από μαρξιστική σκοπιά και γι' αυτό πρέπει να μελετηθεί από κάθε επαναστάτη. Εδώ δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από το έργο, στο οποίο ο Τρότσκι εξηγεί τις κοινωνικές αιτίες εμφάνισης και εδραίωσης του γραφειοκρατικού καρκινώματος πάνω στις κοινωνικές βάσεις που εγκαθίδρυσε η μεγάλη επανάσταση του Οκτώβρη του 1917. «Θερμιδώρ» είναι ο μήνας, Ιούλιος σύμφωνα με το ημερολόγιο που καθιέρωσε στα πρώτα της βήματα η Γαλλική Επανάσταση. Κατά την 9η Θερμιδώρ, ανατράπηκε το καθεστώς της αριστερής πτέρυγας των «Ιακωβίνων», με ηγέτη τον Ροβεσπιέρο, και στην εξουσία ανέβηκαν οι αντιδραστικοί μεγαλοαστοί...

Ορίσαμε το σοβιετικό Θερμιδώρ σαν νίκη της γραφειοκρατίας πάνω στις μάζες. Προσπαθήσαμε να δείξουμε τις ιστορικές συνθήκες αυτής της νίκης. Απ’ την επαναστατική πρωτοπορία του προλεταριάτου, ένα μέρος απορροφήθηκε μέσα στις υπηρεσίες του κράτους και σιγά-σιγά εξαχρειώθηκε, ένα άλλο μέρος της χάθηκε στον εμφύλιο πόλεμο κι άλλο ένα μέρος της εξοβελίστηκε και τσακίστηκε από τη γραφειοκρατία. Οι μάζες, κουρασμένες και απογοητευμένες, αδιαφορούσαν ολότελα για ό,τι γινόταν στους κυβερνητικούς κύκλους. Οι συνθήκες αυτές, όσο κι αν είναι σημαντικές, δε φτάνουν να μας εξηγήσουν πώς η γραφειοκρατία κατόρθωσε να υψωθεί πιο πάνω από την κοινωνία και να πάρει για πολύ καιρό στα χέρια της τις τύχες αυτής της κοινωνίας. Όπως και να ‘χει το πράμα, η επιθυμία μόνο της γραφειοκρατίας δε θα ήταν αρκετή για αυτό. Ο σχηματισμός ενός διευθυντικού στρώματος πρέπει να έχει βαθύτερες κοινωνικές αιτίες.

Η κούραση των μαζών και η εξαχρείωση των επαναστατικών στελεχών συντέλεσαν και το 18ο αιώνα στη νίκη των Θερμιδωριανών πάνω στους Ιακωβίνους. Κάτω όμως από τα φαινόμενα αυτά, προσωρινά, στην ουσία, γινόταν μια οργανική και ιστορική μεταβολή βαθύτερη. Οι Ιακωβίνοι είχανε τα στηρίγματά τους στα κατώτερα στρώματα της μικροαστικής τάξης που τα ξεσήκωνε δυνατό κύμα. Η επανάσταση, όμως, στο 18ο αιώνα, ανάλογα με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, στο τέλος-τέλος δεν μπορούσε παρά να φέρει στην εξουσία την μεγαλοαστική τάξη. Το Θερμιδώρ ήταν μόνο ένας από τους σταθμούς της αναπόφευκτης αυτής εξέλιξης. Ποια λοιπόν κοινωνική ανάγκη εκφράζει το σοβιετικό Θερμιδώρ;

Σε προηγούμενο κεφάλαιο, προσπαθήσαμε να δώσουμε μια προκαταβολική εξήγηση για το θρίαμβο του χωροφύλακα. Τώρα, πρέπει να συνεχίσουμε εδώ την ανάλυση για τις συνθήκες του περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό και για το ρόλο που παίζει σε αυτό το πέρασμα το κράτος. Ας παραβάλουμε για άλλη μια φορά τη θεωρία με την πραγματικότητα. «Είναι ανάγκη ακόμη να καταναγκάζουμε την μπουρζουαζία – έγραφε ο Λένιν το 1917 μελετώντας την περίοδο που θα ακολουθούσε την κατάληψη της εξουσίας – αλλά το όργανο του καταναγκασμού είναι τώρα πια η πλειοψηφία του πληθυσμού και όχι η μειοψηφία όπως ήταν πάντοτε ως τώρα… Μ’ αυτή την έννοια το κράτος αρχίζει να σβήνει…» Με τι εκφράζεται αυτό το σβήσιμο; Πρώτα με το αντί να υπάρχουν «ειδικές αρχές», που ανήκουν στην «προνομιούχα μειονοψηφία» (προνομιούχοι υπάλληλοι του κράτους, διοίκηση του μόνιμου στρατού), η πλειονοψηφία να μπορεί μόνη της να «εκτελέσει» τις λειτουργίες του καταναγκασμού. Ο Λένιν διατυπώνει πιο κάτω μια θέση που στην αξιωματική της μορφή δε χωρεί συζήτηση. «Όσο πιο πολύ οι λειτουργίες γίνονται λειτουργίες όλου του λαού τόσο πιο λίγο χρειάζεται αυτή η εξουσία». Η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής εξαφανίζει το κυριότερο καθήκον του κράτους που διαμόρφωσε η ιστορία: την υπεράσπιση των προνομίων της μειοψηφίας ενάντια στην πολύ μεγάλη πλειοψηφία.

Η εξαφάνιση του κράτους αρχίζει, κατά τον Λένιν, από την άλλη μέρα κιόλας της απαλλοτρίωσης των απαλλοτριωτών, δηλαδή πριν το νέο καθεστώς καταπιαστεί με τα οικονομικά και εκπολιτιστικά του καθήκοντα. Κάθε επιτυχία στην εκτέλεση αυτών των καθηκόντων είναι κι ένα νέο στάδιο στην απορρόφηση του κράτους μέσα στη σοσιαλιστική κοινωνία. Ο βαθμός αυτής της απορρόφησης είναι ο καλύτερος δείκτης για το βάθος και για την αποτελεσματικότητα της σοσιαλιστικής ανοικοδόμησης. Μπορούμε να διατυπώσουμε ένα κοινωνιολογικό θεώρημα σαν τούτο: ο καταναγκασμός που εξασκούν οι μάζες μέσα στο εργατικό κράτος είναι ανάλογος με τις δυνάμεις που τείνουν στην εκμετάλλευση ή στην παλινόρθωση του καπιταλισμού και αντιστρόφως ανάλογος με την κοινωνική αλληλεγγύη και την αφοσίωση στο νέο καθεστώς. Η γραφειοκρατία – με άλλα λόγια, «οι προνομιούχοι κρατικοί υπάλληλοι και η διοίκηση του μόνιμου στρατού» – αντιστοιχεί σε μια ιδιαίτερη ποικιλία του καταναγκασμού, που οι μάζες δεν μπορούν ή δε θέλουν να εφαρμόσουν και που έτσι κι αλλιώς εξασκείται ενάντια στις μάζες. Αν τα δημοκρατικά σοβιέτ είχαν διατηρήσει ίσα με σήμερα τη δύναμή τους και την ανεξαρτησία τους, αλλά ταυτόχρονα ήταν υποχρεωμένα να καταφεύγουν στον καταναγκασμό στον ίδιο βαθμό, που το έκαναν τα πρώτα χρόνια, αυτό θα ήταν αρκετό να μας ανησυχήσει σοβαρά. Πόσο πιο μεγάλη πρέπει να είναι η ανησυχία μας μπροστά σε μια κατάσταση όπου τα μαζικά σοβιέτ έχουν οριστικά εγκαταλείψει τη σκηνή αφήνοντας τις καταπιεστικές τους λειτουργίες στους Στάλιν, Γιάκοντα και σία. Και τι καταπιεστικές λειτουργίες! Και για να αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε ποια κοινωνική αιτία έχει αυτή η πεισματική ζωτικότητα του κράτους και πάνω από όλα της χωροφυλακοποίησής του; Η σπουδαιότητα αυτού του ερωτήματος είναι μονάχη της ολοφάνερη. Σύμφωνα με την απάντηση που θα του δώσουμε, θα πρέπει να αναθεωρήσουμε ριζικά τις πατροπαράδοτες ιδέες μας για τη σοσιαλιστική κοινωνία γενικά ή να απορρίψουμε το ίδιο ριζικά τις εκτιμήσεις για την ΕΣΣΔ.

Ας πάρουμε το πρόσφατο φύλλο μιας μοσχοβίτικης εφημερίδας το στερεότυπο χαρακτηριστικό του τωρινού σοβιετικού καθεστώτος, έναν από εκείνους τους χαρακτηρισμούς που τους ξανάλενε κάθε μέρα και τους μαθαίνουν οι μαθητές απ’ έξω. «Οι παρασιτικές τάξεις των καπιταλιστών, των γαιοκτημόνων και των πλουσίων χωρικών διαλύθήκαν για πάντα στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Όλη η εθνική οικονομία έχει γίνει σοσιαλιστική και το κίνημα Σταχάνωφ που μεγαλώνει προετοιμάζει τους όρους για το πέρασμα από το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό» (Πράβντα, 4 Απριλίου 1936). Ο παγκόσμιος Τύπος της Κομμουνιστικής Διεθνούς δε λέει τίποτα διαφορετικό φυσικά. Αν όμως έβαλαν τέρμα «για πάντα» στην εκμετάλλευση, αν η χώρα έχει πραγματικά μπει στο δρόμο του σοσιαλισμού, δηλαδή στην κατώτερη φάση του κομμουνισμού, που οδηγεί στην ανώτερη φάση, δεν απομένει στην κοινωνία τίποτα άλλο παρά να πετάξει κάτω επιτέλους το ζουρλομανδύα του κράτους. Αντί για αυτό – κι εδώ είναι μια δυσκολονόητη αντίφαση!- το σοβιετικό κράτος παίρνει όψη γραφειοκρατική και ολοκληρωτική.

Μπορούμε να βρούμε την ίδια τη μοιραία αντίφαση, αν θυμηθούμε την τύχη του κόμματος. Το ζήτημα μπαίνει πάνω-κάτω έτσι: γιατί το 1917 – 1921, όταν οι παλιές κυρίαρχες τάξεις αντιστέκονταν με το όπλο στο χέρι, όταν οι κουλάκοι αρματωμένοι σαμποτάριζαν την άμυνα και τον επισιτισμό της χώρας, γιατί τότε μπορούσαν να συζητούν άφοβα μέσα στο κόμμα όλα τα σοβαρότερα ζητήματα της πολιτικής; Γιατί σήμερα, μετά το τέλος της επέμβασης, μετά την ήττα των εκμεταλλευτικών τάξεων, μετά τις αναμφισβήτητες επιτυχίες της εκβιομηχάνισης, την κολεκτιβοποίηση της μεγάλης πλειοψηφίας των χωρικών, γιατί δεν μπορούν να δεχτούν την παραμικρή επίκριση στους αμετάθετους κυβερνήτες; Γιατί κάθε μπολσεβίκος που θα κοιτούσε, σύμφωνα με το καταστατικό του κόμματος, να ζητήσει τη σύγκληση ενός συνεδρίου θα διαγραφόταν αμέσως από το κόμμα; Κάθε πολίτης, που θα διατύπωνε με ακουστή φωνή αμφιβολίες για το αλάθητο του Στάλιν, θα τον μεταχειρίζονταν πάνω-κάτω σαν έναν που θα είχε πάρει μέρος σε μια τρομακτική συνωμοσία; Πώς εξηγείται η τρομερή αυτή, η τερατώδης, η ανυπόφορη δύναμη καταπίεσης και αστυνομικού μηχανισμού; Η θεωρία δεν είναι καμιά συναλλαγματική, για να μπορεί κανείς να εξαργυρώνει κάθε στιγμή. Αν βρέθηκε να έχει ελλείψεις, σωστό είναι να την αναθεωρήσουμε και να γεμίσουμε τα κενά της. Ας σηκώσουμε το πέπλο και ας φανερώσουμε τις πραγματικές κοινωνικές δυνάμεις που έκαναν να γεννηθεί η αντίφαση ανάμεσα στη σοβιετική πραγματικότητα και στον πατροπαράδοτο μαρξισμό. Όπως και αν έχει, δεν μπορούμε να παραδέρνουμε στα σκοτάδια, ξαναλέγοντας ολοένα τις τελετουργικές φράσεις, που είναι ίσως χρήσιμες στο γόητρο των αρχηγών, αλλά που είναι χαστούκι στη ζωντανή πραγματικότητα. Θα το δούμε αμέσως με ένα πειστικό παράδειγμα.

Ο πρόεδρος του συμβουλίου των επιτρόπων του λαού δήλωνε, το Γενάρη του 1936, στην Εκτελεστική ότι: «Η εθνική οικονομία έχει γίνει σοσιαλιστική (χειροκροτήματα). Ωστόσο, το παρελθόν μας αφήνει ακόμα “στοιχεία βασικώς εχθρικά”, απομεινάρια των τάξεων που ήταν άλλωστε κυρίαρχες. Εκτός από αυτά, βρίσκουμε στους εργαζόμενους στα “κολχόζ”, στους κρατικούς υπάλληλους, κάποτε μάλιστα ανάμεσα στους εργάτες, “μικροκερδοσκόπους”, “διασπαθιστές των κτημάτων του κράτους και των κολχόζ”, “διαδοσίες αντισοβιετικών φλυαριών” κλπ. κλπ. Από αυτά, πηγάζει η ανάγκη να δυναμώσουμε τη δικτατορία. Αντίθετα με ό,τι περίμενε ο Ένγκελς, το εργατικό κράτος αντί να “νεκρώνεται” πρέπει να γίνεται όλο και πιο άγρυπνο».

Ο πίνακας που μας ζωγραφίζει ο αρχηγός του σοβιετικού κράτους θα ήταν στον πιο μεγάλο βαθμό καθησυχαστικός, αν δεν έκρυβε μέσα του μια θανάσιμη αντίφαση. Ο σοσιαλισμός έχει ουσιαστικά εγκαθιδρυθεί στη χώρα. «Από την άποψη αυτή», οι τάξεις έχουν εκμηδενισθεί (αν έχουν εκμηδενισθεί από την άποψη αυτή, έχουν εκμηδενισθεί και από κάθε άλλη άποψη!). Βέβαια, η κοινωνική αρμονία ταράζεται κάπου-κάπου από τις σκουριές και τα απομεινάρια του παρελθόντος. Δεν μπορεί, ωστόσο, να φανταστεί κανείς ότι άνθρωποι σκόρπιοι, χωρίς εξουσία και χωρίς ιδιοκτησία που ονειρεύονται την παλινόρθωση του καπιταλισμού, μπορούν με κάτι «μικροκερδοσκόπους» (δεν είναι ούτε καν κερδοσκόποι απλά και καθαρά!) να ανατρέψουν την αταξική κοινωνία. Όλα, καθώς φαίνεται, πάνε προς το καλύτερο. Μα κι άλλη φορά ακόμη, γιατί τότε η σιδερένια δικτατορία της γραφειοκρατίας;

Οι αντιδραστικοί ονειροπόλοι χάνονται σιγά-σιγά, πρέπει να το πιστέψουμε. Σοβιέτ πέρα για πέρα δημοκρατικά θα τα έβγαζαν μια χαρά πέρα με τους «μικροκερδοσκόπους» και τους «διαδοσίες». «Δεν είμαστε ουτοπιστές», απαντούσε ο Λένιν το 1917 στους αστούς και στους ρεφορμιστές θεωρητικούς του γραφειοκρατικού κράτους, «δεν αμφισβητούμε πως είναι δυνατό και αναπότρεπτο να διαπράξουν ορισμένα άτομα καταχρήσεις, ούτε ακόμα αμφισβητούμε την ανάγκη να καταστείλουμε αυτές τις καταχρήσεις… Μα για το σκοπό αυτό, καθόλου δεν είναι ανάγκη να καταστείλουμε αυτές τις καταχρήσεις… Μα για το σκοπό αυτό, καθόλου δεν είναι ανάγκη να έχουμε έναν ειδικό μηχανισμό καταπιεστικό, ο οπλισμένος λαός θα είναι αρκετός για να κάνει αυτή τη δουλειά άλλο τόσο άνετα και εύκολα όσο ένα πλήθος από πολιτισμένους ανθρώπους χωρίζει άτομα που ετοιμάζονται να χτυπηθούν ή δεν αφήνει να προσβάλουν μια γυναίκα». Τα λόγια αυτά φαίνεται σαν να τα προόριζε ο Λένιν, για να ανασκευάσει τη γνώμη ενός από τους διαδόχους του στην αρχηγία του κράτους. Μελετούν τον Λένιν στα σχολεία της ΕΣΣΔ, είναι όμως φανερό ότι δεν τον μελετούν στο Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού. Διαφορετικά, δεν μπορεί να εξηγήσει κανείς την τόλμη του Μολότωφ, όταν, χωρίς να το συλλογιστεί, χρησιμοποιεί τα ίδια επιχειρήματα που ίσα-ίσα ο Λένιν ο Λένιν ενάντιά τους κατεύθυνε το πιο κοφτερό του όπλο. Κατάφωρη αντίφαση ανάμεσα στο θεμελιωτή και στους επιγόνους του!

Ενώ ο Λένιν πίστευε πως είναι δυνατή δίχως γραφειοκρατικό μηχανισμό κι αυτή ακόμα η διάλυση των εκμεταλλευτικών τάξεων, ο Μολότωφ, για να δικαιολογήσει μετά τη διάλυση των τάξεων το πνίξιμο κάθε λαϊκής πρωτοβουλίας από τη γραφειοκρατική μηχανή, δε βρίσκει να επικαλεστεί τίποτα καλύτερο από τα απομεινάρια των διαλυμένων τάξεων! Καταντά όμως δύσκολο να θρέφονται με αυτά τα «απομεινάρια», τόσο δυσκολότερο όσο, κατά τις ομολογίες των πιο υπεύθυνων αντιπροσώπων της γραφειοκρατίας, οι χτεσινοί ταξικοί εχθροί αφομοιώθηκαν με επιτυχία από τη σοβιετική κοινωνία. Ο Ποστίσιεφ, ένας από τους γραμματείς της Κεντρικής Επιτροπής, έλεγε στο συνέδριο της Κομμουνιστικής Νεολαίας, τον Απρίλη του 1936: «Πολυάριθμοι σαμποταριστές μετανόήσαν ειλικρινά… και ξαναγύρισαν στους κόλπους του σοβιετικού λαού…» Και δεν είναι αυτό μονάχα: «Κι ο ίδιος ο κουλάκος δε χωρεί αμφιβολία πως δεν πιστεύει πια σήμερα ότι θα μπορέσει να ξαναπάρει τη θέση του εκμεταλλευτή στο χωριό». Είχε το λόγο της η κυβέρνηση, όταν άρχισε να καταργεί τους νομικούς περιορισμούς, που πηγάζουν από την κοινωνική προέλευση! Αν όμως οι διαβεβαιώσεις του Ποστίσιεφ, εγκεκριμένες δίχως επιφύλαξη από τον Μολότωφ, έχουν κάποιο νόημα, αυτό ένα μόνο μπορεί να είναι: η γραφειοκρατία έχει καταντήσει τερατώδης αναχρονισμός και ο κρατικός καταναγκασμός δεν έχει κανένα σκοπό στη χώρα των σοβιέτ. Ούτε ο Μολότωφ, όμως, ούτε ο Ποστίσιεφ δέχονται αυτό το αυστηρά λογικό συμπέρασμα. Προτιμούν να κρατούν την εξουσία, ας είναι και αντιφάσκοντας με τον εαυτό τους.

Η αλήθεια είναι πως δεν μπορούν να την παρατήσουν. Με αντικειμενικούς ορισμούς, η σημερινή σοβιετική κοινωνία δεν μπορεί να κάνει χωρίς το κράτος, δεν μπορεί να κάνει μάλιστα ούτε και χωρίς γραφειοκρατία, ως ένα ορισμένο μέτρο. Και την κατάσταση αυτή τη δημιουργούν όχι τα άθλια απομεινάρια του παρελθόντος, αλλά οι ισχυρές τάσεις του παρόντος. Η δικαιολογία του σοβιετικού κράτους σαν μηχανισμού καταναγκαστικού είναι ότι η τωρινή μεταβατική περίοδος είναι γεμάτη από κοινωνικές αντιφάσεις, που στη σφαίρα της κατανάλωσης, την πιο κοντινή και πιο αισθητή για όλους, παίρνουν χαρακτήρα εξαιρετικά σοβαρό, απειλώντας κάθε στιγμή να παρουσιαστούν στη σφαίρα της παραγωγής. Να γιατί τη νίκη του σοσιαλισμού δεν μπορούμε να την πούμε ούτε οριστική ούτε εξασφαλισμένη.

Η γραφειοκρατική εξουσία έχει για βάση τη φτώχεια σε είδη κατανάλωσης και την πάλη όλων ενάντια σε όλους, που πηγάζει από αυτή τη φτώχεια. Όταν στο κατάστημα υπάρχουν αρκετά εμπορεύματα, οι πελάτες μπορούν να έρθουν όποτε θέλουν. Όταν τα εμπορεύματα είναι λιγοστά, οι αγοραστές είναι υποχρεωμένοι να κάνουν ουρά στην πόρτα. Μόλις η ουρά γίνει πολύ μεγάλη, η παρουσία ενός αστυνομικού επιβάλλεται για την τήρηση της τάξης. Από εδώ ξεκινάει η σοβιετική γραφειοκρατία. Αυτή ξέρει σε ποιον να δώσει και ποιος πρέπει να κάνει υπομονή.

Η βελτίωση της υλικής και πνευματικής κατάστασης θα έπρεπε στην πρώτη ματιά να λιγοστέψει την ανάγκη των προνομίων, να στενέψει την περιοχή του «αστικού δικαίου» και με αυτά ακριβώς να αφαιρέσει το έδαφος κάτω από τα πόδια της γραφειοκρατίας, που είναι ο φρουρός αυτών των δικαιωμάτων και των προνομίων. Και όμως έγινε το αντίστροφο: η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων συνοδεύτηκε ως τώρα από μια εξαιρετική ανάπτυξη όλων των ειδών της ανισότητας και των προνομίων, καθώς και της γραφειοκρατίας. Ούτε και τούτο είναι χωρίς λόγο.

Το σοβιετικό καθεστώς, στην πρώτη του περίοδο, είχε χωρίς αμφιβολία χαρακτήρα πιο σύμφωνο με την ισότητα και λιγότερο γραφειοκρατικό από σήμερα. Η ισότητά του, όμως, ήταν η ισότητα της κοινής αθλιότητας όλων. Οι πόροι της χώρας ήτανε τόσο περιορισμένοι που δεν επέτρεπαν να αποσπαστούν από τις μάζες ούτε και πολλοί λιγοστοί προνομιούχοι. Ο «ίσος» μισθός, καταργώντας το ατομικό κίνητρο, έγινε εμπόδιο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η σοβιετική οικονομά έπρεπε να βγει κάπως από τη φτώχεια της, για να μπορέσουν να συσσωρευτούν οι λιπαρές της ύλες και τέτοιες είναι τα προνόμια. Η σημερινή κατάσταση της παραγωγής είναι ακόμα πολύ μακριά από το να εξασφαλίζει σε όλους το απαραίτητο. Επιτρέπει όμως τώρα να παραχωρούν σημαντικά πλεονεκτήματα στη μειονοψηφία και να κάνουν την ανισότητα ένα μέσο, για να κεντρίζουν την πλειοψηφία. Αυτό είναι ο πρώτος λόγος που το μεγάλωμα της παραγωγής δυνάμωσε ως τώρα τα αστικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα και όχι τα σοσιαλιστικά του κράτους.

Ο λόγος αυτός δεν είναι ο μόνος. Δίπλα στον οικονομικό παράγοντα, που στην τωρινή φάση επιβάλει επιτακτικά να καταφεύγουν επιτακτικά στις καπιταλιστικές μέθοδες ανταμοιβής της εργασίας, ενεργεί ο πολιτικός παράγοντας που ενσαρκώνεται στην ίδια τη γραφειοκρατία. Αυτή, από τη φύση της δημιουργεί, και υπερασπίζει προνόμια. Ξεπηδά ευθύς από την αρχή σαν το αστικό όργανο της εργατικής τάξης. Θεσπίζοντας και διατηρώντας τα προνόμια της μειονοψηφίας, κρατάει φυσικά για τον εαυτό της το καλύτερο μερίδιο. Αυτός που μοιράζει τα αγαθά ποτέ ως τώρα δε ζημίωσε τον εαυτό του. Έτσι, από την ανάγκη της κοινωνίας γεννιέται ένα όργανο που, ξεπερνώντας πολύ την αναγκαία κοινωνική του λειτουργία, καταντά παράγοντας αυτόνομος και ταυτόχρονα πηγή μεγάλων κινδύνων για όλο τον κοινωνικό οργανισμό.

Η σημασία του σοβιετικού Θερμιδώρ αρχίζει να παίρνει ξεκάθαρο περίγραμμα μπροστά μας. Η φτώχεια και η απολίτιστη κατάσταση των μαζών ενσωματώνονται ακόμα μια φορά με την απειλητική μορφή του αρχηγού, που είναι οπλισμένος με ένα χοντρό ρόπαλο. Διωγμένη και στιγματισμένη άλλοτε η γραφειοκρατία, έγινε από υπηρέτρια της κοινωνίας κυρία της. Με το να γίνει τέτοια απομακρύνθηκε από τις μάζες κοινωνικά και ηθικά τόσο πολύ, που δεν μπορεί να δεχτεί κανέναν έλεγχο στις πράξεις της και στα εισοδήματά της. Ο φόβος της γραφειοκρατίας, που στην αρχή είναι μυστικοπαθής, μπροστά στους αστούς «μικρο-κερδοσκόπους», τους «ασυνείδητους» και τους «διαδοσίες» βρίσκει τη φυσική του εξήγηση.

Επειδή η σοβιετική οικονομία δεν είναι ακόμα ικανή να ικανοποιήσει στοιχειώδεις ανάγκες του πληθυσμού, γεννά σε κάθε βήμα της τις τάσεις προς την κερδοσκοπία και την ιδιοτελή απάτη. Από την άλλη μεριά, τα προνόμια της νέας αριστοκρατίας σπρώχνουν τις μάζες να δίνουν αυτί πρόθυμο στις «αντισοβιετικές διαδόσεις», δηλαδή σε κάθε επίκριση, ας είναι και πνιχτά διατυπωμένη για τις αυθαίρετες και αχόρταγες αρχές. Δεν πρόκειται λοιπόν για φαντάσματα από το παρελθόν, για απομεινάρια από κείνο που δεν υπάρχει πια, με ένα λόγο για το περσινό χιόνι, αλλά για νέες και δυνατές τάσεις, που ακατάπαυστα ξαναγεννιούνται προς την προσωπική συσσώρευση. Το πρώτο κύμα της ευημερίας, πολύ αδύνατο, ίσα-ίσα εξαιτίας της αδυναμίας του, δεν εξασθένησε παρά ενίσχυσε αυτές τις φυγόκεντρες τάσεις. Οι μη προνομιούχοι, ωστόσο, ένιωσαν να μεγαλώνει η κρυφή επιθυμία τους να μετριάσουν αλύπητα τις ορέξεις της νέας αριστοκρατίας. Η κοινωνική πάλη οξύνεται και πάλι. Αυτές είναι οι πηγές της δύναμης για τη γραφειοκρατία. Από εδώ όμως πηγάζουν και οι κίνδυνοι που απειλούν αυτή τη δύναμη.

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα