Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΘεωρία - ΙστορίαΠώς ο υπονομευμένος από τις σταλινικές εκκαθαρίσεις Κόκκινος Στρατός συνέτριψε τον ναζισμό...

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Πώς ο υπονομευμένος από τις σταλινικές εκκαθαρίσεις Κόκκινος Στρατός συνέτριψε τον ναζισμό – Μέρος 1ο

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Τεντ Γκραντ «Ρωσία: από την επανάσταση στην αντεπανάσταση». Με αφορμή την επέτειο της στρατιωτικής συντριβής του ναζισμού (9 Μάη 1945).

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν η συνέχεια του Πρώτου ιμπεριαλιστικού πολέμου. Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός χρειαζόταν να επιβάλει το ξαναμοίρασα του κόσμου. Σύμφωνα με τη ρήση του Κλαούζεβιτς «ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα (βίαια) μέσα».

Από νωρίς, από το 1931, ο Τρότσκι προέβλεψε ότι όταν ο Χίτλερ ανέβει στην εξουσία θα κηρύξει τον πόλεμο ενάντια στη Σοβιετική Ένωση. Παρά την ένταξη στην «Κοινωνία των Εθνών» (αυτή την «κουζίνα των κλεφτών», όπως την αποκαλούσε ο Λένιν), οι διπλωματικές προσπάθειες του Στάλιν να κλείσει μια συμφωνία με της «Δυτικές δημοκρατίες», κατέληξαν στο τίποτα.

Μετά τη συμφωνία του Μονάχου το 1938 (1) και με ένα μίνιμουμ δυνάμεων, το 1938 μέσω του Anschluss (2) με την Αυστρία, ο Χίτλερ προσάρτησε την Σουδητία και μετά κατέλαβε την Τσεχοσλοβακία, τον Μάρτιο του 1939. Σε μια απελπισμένη απόπειρα να αποφύγει τον πόλεμο με την Γερμανία, ο Στάλιν, με μια στροφή 180 μοιρών, υπέγραψε ένα «Σύμφωνο μη Επίθεσης» με τον Χίτλερ, στις 23η Αυγούστου 1939 (σ.τ.μ: γνωστό και ως «Σύμφωνο Μολότωφ-Ρίμπεντροπ από τα ονόματα των υπουργών Εξωτερικών ΕΣΣΔ και Γερμανίας). Μάλιστα λίγο καιρό πριν, για να διευκολύνει τις σχέσεις με τη ναζιστική κυβέρνηση, ο Στάλιν αντικατέστησε τον Επίτροπο Εξωτερικών Υποθέσεων Μαξίμ Λιντβίνωφ, ο οποίος ήταν Εβραίος, με τον Βιατσεσλάβ Μολότωφ.

«Πράγματι» ανέφερε ο Τρότσκι, «η υπογραφή του συμφώνου με τον Χίτλερ παρείχε μόνο μια επιπλέον ένδειξη για το μέγεθος του εκφυλισμού της σοβιετικής γραφειοκρατίας και της περιφρόνησης της διεθνούς εργατικής τάξης, συμπεριλαμβανομένης της Κομιντέρν» (Τρότσκι «Στην Υπεράσπιση του Μαρξισμού», σελ 4-5, Νέα Υόρκη, 1970). Συμπληρωματικά στο Σύμφωνο, υπογράφτηκε και ένα «Πρόσθετο Μυστικό Πρωτόκολλο», με το οποίο η Πολωνία διαμελίστηκε σε Γερμανική και Σοβιετική σφαίρα επιρροής και έπαψε να υπάρχει σαν ενωμένη χώρα. Αυτή η πολιτική ήταν προφανέστατα ντροπιαστική για το Πολωνικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Ευτυχώς για τον Στάλιν, το Πολωνικό ΚΚ είχε διαλυθεί το 1938, με το πρόσχημα ότι είχε υποστεί διείσδυση από τους φασίστες! Σχεδόν όλοι οι ηγέτες του, εξόριστοι στη Μόσχα, δολοφονήθηκαν.

Στις 9 Σεπτεμβρίου του 1939, ο σοβιετικός υπουργός Εξωτερικών έστειλε το ακόλουθο μήνυμα στον πρεσβευτή της Ναζιστικής Γερμανίας στη Μόσχα: «Έχω δεχθεί την πληροφορία σχετικά με την εισβολή των Γερμανικών στρατευμάτων στη Βαρσοβία. Σας παρακαλώ διαβιβάστε τα συγχαρητήριά μου και τους χαιρετισμούς μου στην κυβέρνηση του Γερμανικού Ράιχ. Μολότωφ».

Η Βρετανία και η Γαλλία ήταν έτοιμες να αποδεχτούν τη γερμανική επιθετικότητα, από τη στιγμή που το ενδιαφέρον του γερμανικού ιμπεριαλισμού θα στρεφόταν προς ανατολάς. Η γερμανική επίθεση στην Πολωνία, παρ’ όλα αυτά, προκάλεσε πόλεμο με αυτές τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

Ο Τρότσκι είχε προβλέψει ότι ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος θα αποφάσιζε τη μοίρα της Σοβιετικής Ένωσης: είτε θα οδηγούταν σε μια επιτυχημένη πολιτική επανάσταση ενάντια στο σταλινικό καθεστώς, είτε στη νίκη της καπιταλιστικής αντεπανάστασης. Η πρώτη πιθανότητα θα προέκυπτε από την επαναστατική αναταραχή που θα προκαλούταν από τον πόλεμο – όπως συνέβη και το 1917. Η δεύτερη, θα ήταν πιθανή αν οι καπιταλιστικές δυνάμεις επιτύγχαναν να καταλάβουν τη Ρωσία.

Αυτή η πρόγνωση διαψεύστηκε από την απρόβλεπτη πορεία εξέλιξης του πολέμου, η οποία προήλθε από τη μεγαλειώδη νίκη του Κόκκινου Στρατού. Η εξελικτική διαδικασία ήταν πολύ πιο πολύπλοκη από ό,τι ακόμα μπορούσε να προβλέψει και μια ιδιοφυία σαν τον Τρότσκι. Η επαναστατική πλημμυρίδα που ακολούθησε τον πόλεμο, ξεστράτισε από τους σταλινικούς και ρεφορμιστές ηγέτες.

Παρά τις βρωμερές συκοφαντίες ενάντια στον Τρότσκι από τον σταλινικό Τύπο, που τον κατηγορούσε μαζί με τους υποστηρικτές του, ότι είναι «φασίστες πράκτορες», ο Τρότσκι δεν τηρούσε καθόλου ουδέτερη στάση στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Ενώ υπεράσπιζε την πολιτική επανάσταση για την ανατροπή της σταλινικής γραφειοκρατίας, έθετε την ανάγκη για μια χωρίς όρους υπεράσπιση της ΕΣΣΔ στην περίπτωση μιας ιμπεριαλιστικής επίθεσης.

Ορισμένοι ηγετικοί Αμερικάνοι Τροτσκιστές, πιο χαρακτηριστικά, οι υποστηρικτές της θεωρίας του «γραφειοκρατικού κολεκτιβισμού», ο Μαξ Σάχτμαν και ο Τζέιμς Μπάρναμ, αντιτάχθηκαν στην υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης. Αντανακλούσαν τις πιέσεις της μικροαστικής κοινής γνώμης, η οποία στράφηκε κατά του σταλινισμού μετά την υπογραφή του Συμφώνου Χίτλερ – Στάλιν. Ο Μπάρναμ λίγο αργότερα, εγκατέλειψε εντελώς το τροτσκιστικό κίνημα, υποστηρίζοντας στο βιβλίο του «Διευθυντική Επανάσταση», ότι ο κόσμος κινείται προς μια νέα μορφή κοινωνίας κυριαρχούμενης από μια διευθυντική ελίτ, της οποίας ο Σταλινισμός, ο Ναζισμός και το «Νιού Ντηλ» (σ.τ.μ: η οικονομική πολιτική του Ρούσβελτ στις ΗΠΑ μετά τη Μεγάλη Ύφεση) ήταν απλώς «διαφορετικά στάδια ανάπτυξης της διευθυντικής ιδεολογίας».

Στις 25 Σεπτεμβρίου 1939, ένα μήνα μετά την υπογραφή του Συμφώνου και την έναρξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Τρότσκι έκανε την θέση του απόλυτα ξεκάθαρη: «Ας υποθέσουμε ότι ο Χίτλερ στρέφει τα όπλα του στην ανατολή και εισβάλλει σε εδάφη κατειλημμένα από τον Κόκκινο Στρατό. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, οι μαχητές της Τέταρτης Διεθνούς, χωρίς να αλλάζουν με κανέναν τρόπο τη στάση τους σχετικά με την ολιγαρχία του Κρεμλίνου, θα θέτουν στην πρώτη γραμμή ως το πιο επείγον καθήκον της περιόδου, τη στρατιωτική αντίσταση ενάντια στον Χίτλερ. Οι εργάτες θα πουν: “Δεν μπορούμε να εκχωρήσουμε στον Χίτλερ την ανατροπή του Στάλιν: αυτή είναι το δικό μας καθήκον. Κατά τη διάρκεια του στρατιωτικού αγώνα ενάντια στον Χίτλερ, οι επαναστάτες εργάτες θα προσπαθήσουν να δημιουργήσουν τις στενότερες δυνατές συντροφικές σχέσεις με τους απλούς αγωνιστές του Κόκκινου Στρατού. Ενώ με τα όπλα στα χέρια θα επιφέρουν χτυπήματα στον Χίτλερ, οι Μπολσεβίκοι – Λενινιστές την ίδια στιγμή θα διεξάγουν προπαγάνδα ενάντια στον Στάλιν προετοιμάζοντας την ανατροπή του σε ένα επόμενο και πιθανά πολύ κοντινό στάδιο… Πρέπει να διαμορφώσουμε τα συνθήματά μας με έναν τέτοιο τρόπο, που οι εργάτες να κατανοήσουν ξεκάθαρα ότι εμείς υπερασπίζουμε την ΕΣΣΔ (κρατική ιδιοκτησία και σχεδιασμένη οικονομία), και ότι διεξάγουμε έναν σκληρό αγώνα ενάντια σε αυτήν (την παρασιτική γραφειοκρατία της ΕΣΣΔ) και την Κομιντέρν της (σ.τ.μ: Κομμουνιστική Διεθνής). Πρέπει σήμερα να μη χάνουμε ούτε μια στιγμή από τα μάτια μας, το γεγονός ότι το ζήτημα της ανατροπής της σοβιετικής γραφειοκρατίας για μας, υποτάσσεται στο ζήτημα της προστασίας της κρατικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής στην ΕΣΣΔ» (Λ. Τρότσκι, Στην Υπεράσπιση του Μαρξισμού, σελ. 20,21, η έμφαση στο πρωτότυπο).

Το Σύμφωνο Χίτλερ – Στάλιν, το οποίο ο Τρότσκι είχε προβλέψει νωρίς, από το 1934, ήταν αδιαμφισβήτητα μια προδοσία της διεθνούς εργατικής τάξης. Αλλά το «θίξιμο» των κυβερνήσεων του Λονδίνου και του Παρισιού ήταν πλήρως υποκριτικό. Ο καθένας που μελετά τα διπλωματικά έγγραφα αυτής της περιόδου, θα δει με μια ματιά ότι η πολιτική του Βρετανικού και Γαλλικού ιμπεριαλισμού ήταν να απομονώσουν τη Σοβιετική Ένωση και να κάνουν παραχωρήσεις στον Χίτλερ στην Ανατολή (Τσεχοσλοβακία), με την ελπίδα ότι αυτός θα ξεχάσει τους ίδιους και θα επιτεθεί στη Ρωσία. Ονειρεύονταν μια κατάσταση, όπου η Γερμανία και η ΕΣΣΔ θα αλληλοεξοντωθούν, ώστε να τελειώσουν εύκολα και με τις δύο. Ο Στάλιν υπογράφοντας το Σύμφωνο με το Βερολίνο, ελευθέρωσε τα χέρια του Χίτλερ για να στραφεί προς τη Δύση.

Μιλώντας γενικότερα, ακόμα και ένα υγιές εργατικό κράτος θα πρέπει να προβαίνει σε τακτικούς ελιγμούς απέναντι στα καπιταλιστικά κράτη, κάνοντας επιδέξια χρήση των αντιθέσεων μεταξύ τους. Για να αποφύγει έναν πόλεμο, ίσως θα ήταν αναγκαίο να υπογράψει μια συμφωνία ακόμα και τα πιο αντιδραστικά καθεστώτα, την ώρα όμως που θα υποστηρίζει και να ενθαρρύνει το κίνημα για να τα ανατρέψει. Αυτή ήταν η τακτική για παράδειγμα, στην περίπτωση της Συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ το 1918 (3). Αλλά καταρχάς, ήταν οι πολιτικές του Στάλιν που επέτρεψαν στον Χίτλερ να έρθει στην εξουσία και να θέσει την ΕΣΣΔ σε μεγάλο κίνδυνο. Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο ο Στάλιν εφάρμοσε αυτή την πολιτική δεν έχει τίποτα κοινό με τις διεθνιστικές μεθόδους του Λένιν. Για μια ακόμα φορά, η διεθνής εργατική τάξη θυσιάστηκε για τα στενά συμφέροντα της Ρωσικής γραφειοκρατίας.

Επιπρόσθετα, όπως θα δούμε, αυτή η τακτική δεν θα σώσει τη Σοβιετική Ένωση, αλλά μόνο θα τη θέσει σε έναν ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο. Ο Ίλια Έρενμπουργκ (4) στις αναμνήσεις του ανέφερε την έκπληξη που αισθάνθηκε κατά την επιστροφή του στη Μόσχα από την Γαλλία, όταν ανακάλυψε πως κάθε επικριτική αναφορά στους Ναζί είχε καταδικαστεί και ότι αναμενόταν να δώσει κάποιες διαλέξεις στις εγκαταστάσεις της Γερμανικής πρεσβείας. Εκεί τίποτα δεν ειπώθηκε για τις αγριότητες των Ναζί. Το εμπόριο με τη Γερμανία εκτοξεύθηκε στα ύψη και στον καθένα δόθηκε να καταλάβει ότι οι σχέσεις με τη Γερμανία ήταν καλές και φιλικές. (Βλέπε Αλεξάντερ Νοβ, «Σταλινισμός και Μετά», 1976, σελ.81).

Από το Φθινόπωρο του 1939 υπήρξε ένα πλήρες σταμάτημα της αντιφασιστικής προπαγάνδας στην ΕΣΣΔ. Γαλλία και Βρετανία τώρα έγιναν οι εχθροί. Όπως ο Μολότωφ έθεσε ξεκάθαρα: «Κατά την διάρκεια των τελευταίων λίγων μηνών εκφράσεις όπως “επιθετικότητα” και “επιτιθέμενος” είχαν προσλάβει ένα νέο συγκεκριμένο περιεχόμενο, είχαν λάβει ένα άλλο νόημα.. Τώρα ήταν η Γερμανία που προσπαθούσε για ένα γρήγορο τέλος στον πόλεμο, για ειρήνη, ενώ η Αγγλία και η Γαλλία, που μόλις χτες φέρονταν να έκαναν καμπάνια ενάντια στην επιθετικότητα, τώρα ήταν υπέρ της συνέχισης του πολέμου και ενάντια στη σύναψη ειρήνης. Οι ρόλοι, όπως βλέπετε, άλλαξαν.. Έτσι, δεν ήταν πλέον μόνο ανόητο, αλλά και εγκληματικό να διεξάγεται ένας πόλεμος για την “καταστροφή του Χιτλερισμού” κάτω από την ψεύτικη σημαία του αγώνα για τη δημοκρατία» (Αναφέρεται στο βιβλίο του Ρόι Μεντβέντεφ, «Ας κρίνει η Ιστορία», 1972, σελ. 730).

Ο Στάλιν και η κλίκα του, έφθασαν στο απίστευτο σημείο να συνδεθούν στενά με το Βερολίνο. Το ακόλουθο απόσπασμα από το ημερολόγιο ενός Γερμανού διπλωμάτη που περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο γιορτάστηκε η υπογραφή του Συμφώνου Χίτλερ – Στάλιν, δείχνει την έκταση στην οποία ο τελευταίος ήταν έτοιμος να συμφιλιωθεί με τον Χίτλερ: «Στην πορεία των συζητήσεων, ο Χερ Στάλιν, αυθόρμητα πρότεινε στον Χίτλερ τα ακόλουθα: ξέρω πολύ καλά πόσο πολύ το γερμανικό έθνος αγαπάει τον Φύρερ του. Γι’ αυτό θα ήθελα να πιούμε στην υγεία του. Ο Χερ Μολότωφ ήπιε στην υγεία του Υπουργού Εξωτερικών του Ράιχ και του πρεσβευτή του, Κόμη φον ντερ Σούλενμπουργκ. Ο Χερ Μολότωφ σήκωσε το ποτήρι του στον Στάλιν, παρατηρώντας ότι ήταν ο Στάλιν αυτός που – μέσω της ομιλίας του τον Μάρτιο αυτού του χρόνου και η οποία είχε κατανοηθεί καλά στη Γερμανία – είχε ταχθεί υπέρ της αντιστροφής στης πολιτικές σχέσεις. Οι κύριοι Μολότωφ και Στάλιν ήπιαν επανειλημμένα στο Σύμφωνο Μη Επίθεσης, στη νέα εποχή των Γερμανο-Ρωσικών σχέσεων και στο Γερμανικό έθνος. Ο υπουργός Εξωτερικών (Ρίμπεντροπ) μετά, πρότεινε μια πρόποση στην υγεία του Χερ Στάλιν, στην υγεία της Σοβιετικής κυβέρνησης και σε μια ευνοϊκή ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ της Γερμανίας και της Σοβιετικής Ένωσης.. Μόσχα, 24 Αυγούστου, 1939. Χένκε» (Ναζί διπλωμάτης.). («Οι σχέσεις σοβιετικής και ναζιστικής κυβέρνησης», σελ.75,76, παρατίθεται στο έργο του Ρόμπερτ Μπλακ «Σταλινισμός στη Βρετανία», σελ. 130).

Όλα αυτά πηγαίνουν πολύ πέρα από ό,τι είναι επιτρεπτό για μια γνήσια Λενινιστική κυβέρνηση στις σχέσεις της με ένα ξένο, αντιδραστικό καθεστώς για το σκοπό της αυτοάμυνας. Πολύ χειρότερα όμως, ήταν αυτά που ακολούθησαν. Για να δείξει την «καλή του θέληση», ο Στάλιν παρέδωσε Γερμανούς αντι-φασίστες, Εβραίους και Κομμουνιστές στο έλεος της Γκεστάπο. Τουλάχιστον μια από αυτούς, η Μάργκαρετ Μπάμπερ Νόημαν, επέζησε σαν «από θαύμα» και έγραψε βιβλία συγκρίνοντας τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Στάλιν με αυτά του Χίτλερ. Ο Λαβρέντι Μπέρια, επικεφαλής των Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΣΣΔ, έδωσε μια κρυφή διαταγή στη διοίκηση των γκουλάνγκ να απαγορεύει στους φρουρούς να αποκαλούν τους πολιτικούς κρατούμενους «φασίστες»! Αυτό αναθεωρήθηκε μόνο μετά την εισβολή του Χίτλερ στην ΕΣΣΔ το 1941. Όλα αυτά, δεν ήταν ασφαλώς οι κατάλληλοι τρόποι για να προετοιμαστεί ο Σοβιετικός λαός και οι εργάτες του κόσμου για την τρομερή σύγκρουση που πλησίαζε.

Με κάτι που ήταν ξεκάθαρα μια αμυντική κίνηση για να διασφαλίσει τα Δυτικά της σύνορα, η Σοβιετική Ένωση γρήγορα κινήθηκε να ενσωματώσει την Εσθονία, τη Λετονία, τη Λιθουανία, τη Βεσαραβία και τη Βόρεια Μπουκοβίνα. Αλλά απέτυχε να πάρει τη Φινλανδία σε μια καταστροφική εκστρατεία, η οποία αποκάλυψε σε όλο τον κόσμο το πόσο ο Κόκκινος Στρατός είχε αποδυναμωθεί από τις σταλινικές Εκκαθαρίσεις. Ο Χίτλερ είχε επισημάνει αυτό το γεγονός, σχολιάζοντάς το μάλιστα και στους στρατηγούς του. Ήταν ήδη έτοιμος να επιτεθεί στη Ρωσία. Αλλά ο Στάλιν αρνήθηκε να παραδεχθεί αυτή τη βέβαιη προοπτική, αποκλείοντάς την ακόμα και ως πιθανότητα και συνέχισε να συνεργάζεται με τη Γερμανία.

Όταν μάλιστα ο Χίτλερ βάδισε ενάντια στη Γιουγκοσλαβία, ο Στάλιν έκλεισε της πρεσβείες της Γιουγκοσλαβίας, της Ελλάδας και του Βελγίου, δείχνοντας την επιδοκιμασία του στις Γερμανικές αρχές.

Όταν δε, η Γερμανία εισέβαλε στη Γαλλία το 1940, ο Στάλιν ήταν πεπεισμένος ότι ο ελιγμός του είχε ωθήσει τον Χίτλερ να στραφεί στη Δύση αντί να επιτεθεί στη Σοβιετική Ένωση. Ο Μολότωφ έστειλε ακόμα και μήνυμα στον Φύρερ με συγχαρητήρια!

Όλα τα τμήματα της Κομιντέρν διατάχθηκαν να ακολουθήσουν την ίδια γραμμή. Αυτή η πολιτική οδήγησε τους ηγέτες του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος να ελπίζουν για μια νόμιμη ύπαρξη και έκδοση της «Ουμανιτέ» στην κατεχόμενη Γαλλία. Αυτό εγκαταλείφθηκε μόνο όταν μέλη του ΚΚΓ συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν μαζικά. Εν τω μεταξύ, η «Πράβδα» παρέθεσε δηλώσεις από το ναζιστικό Τύπο που έλεγαν ότι η συμφωνία με τη Ρωσία είχε επιτρέψει στη Γερμανική «επίθεση στη Δύση να αναπτυχθεί επιτυχώς» («Πράβδα», 26/8/1940).

Οι αφέντες του Κρεμλίνου, σκέφτονταν στ’ αλήθεια, ότι θα μπορούσαν να καθίσουν αναπαυτικά και να απολαύσουν το θέαμα των γρονθοκοπημάτων μεταξύ Γερμανίας και Βρετανίας. Έχοντας εγκαταλείψει κάθε πίστη σε μια επαναστατική, διεθνιστική προοπτική, μέθυσαν με αυταπάτες, ενώ ο Χίτλερ ήταν έτοιμος να επιφέρει ένα καταστροφικό χτύπημα εναντίον τους. Αυτή η τακτική αφόπλισε τη Σοβιετική Ένωση προς όφελος του πιο τρομερού της εχθρού.

Απογορευμένα βιβλία από τον Στάλιν

Η διάλυση του Κόκκινου Στρατού από τις Εκκαθαρίσεις

Το 1941, η ΕΣΣΔ ήταν σε μια πολύ δυσχερή κατάσταση για έναν πόλεμο. Οι δίκες των Εκκαθαρίσεων είχαν εξολοθρεύσει το κύριο τμήμα του γενικού επιτελείου, συμπεριλαμβανομένων των πιο ταλαντούχων αξιωματικών. Αλλά η ζημιά που έκαναν οι εκκαθαρίσεις δεν περιορίστηκε στο στρατιωτικό δυναμικό της ΕΣΣΔ. Επέφεραν ένα τρομερό χτύπημα στην οικονομία επίσης. Αυτό πλέον, αναγνωρίζεται ακόμα και από αυτούς που χθες δικαιολογούσαν τις Εκκαθαρίσεις και κάθε τι άλλο που έκανε ο Στάλιν.

Σε μια μελέτη που δημοσιεύθηκε από το Πανεπιστήμιο του Γιέηλ για την ίδια περίοδο, η προσοχή επικεντρώθηκε στις επιζήμιες επιπτώσεις που είχαν οι Εκκαθαρίσεις στη σοβιετική οικονομία. Αυτό αναφέρθηκε χωρίς σχόλιο στην ημερήσια εφημερίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος Μεγάλης Βρετανίας, στις αρχές του της δεκαετίας του 1980: «Επιπρόσθετα, στις Εκκαθαρίσεις του 1937-38, πολλοί από τους πιο ικανούς διευθυντές και επιστήμονες της χημικής βιομηχανίας φυλακίστηκαν ή είχαν εκτελεστεί» γράφει ο Ρόμπερτ Άμαν. «Σε όσους δεν υπέφεραν άμεσα από τις Εκκαθαρίσεις, υπήρξε μια παραλυτική επίδραση. Οι ποινές για αποτυχίες ήταν τόσο ακραίες που όλες οι αποφάσεις περιείχαν ρίσκο και κάθε καινοτόμα, προσωπική πρωτοβουλία αποφευγόταν με κάθε κόστος.

«Θα ήταν δύσκολο να υπερβάλει κανείς με την έκταση στην οποία αυτές οι παρατεταμένες ενέργειες έχουν ασκήσει επιζήμια επίδραση στη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της χημικής βιομηχανίας και σε άλλους βιομηχανικούς τομείς. Δεν εξαιρέθηκε η αμυντική βιομηχανία. Από όλες τις πολιτικές του Στάλιν σχετικά με το σοβιετικό στρατό και τη βιομηχανία, οι Εκκαθαρίσεις και η καταστολή της δεκαετίας του 1930 αποδυνάμωσαν τρομερά τη Σοβιετική Ένωση και την ικανότητά της να υπερασπίσει τον εαυτό της.» (εφημερίδα «Morning Star», 5/8/82, η έμφαση δική μας).

Ο κύριος παράγοντας που υπονόμευσε την ικανότητα του Κόκκινου Στρατού να παλέψει από την αρχή του πολέμου ήταν η εξόντωση των καλύτερων στρατηγών και αξιωματικών κατά τις Εκκαθαρίσεις. Η Οκτωβριανή επανάσταση ανέδειξε ένα ολόκληρο στρώμα ταλαντούχων νέων αξιωματικών, κάποιοι από αυτούς όπως ο Τουχατσέφσκι, ο Γιακίρ και ο Γκαμίρ ήταν λαμπροί εκπρόσωποι της στρατιωτικής σκέψης.

Είναι γενικά όχι γνωστό, ότι η θεωρία του Blitzkrieg («Κεραυνοβόλος Πόλεμος») δεν ήταν μια γερμανική ανακάλυψη. Η Βέρμαχτ το αντέγραψε από τους Ρώσους. Πολύ πριν τον πόλεμο, όταν οι επικεφαλής του Βρετανικού και του Γαλλικού στρατού ακόμα θεωρούσαν ότι ο επόμενος πόλεμος θα είναι ένας πόλεμος θέσεων όπως ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος, η μεγαλοφυΐα του Τουχατσέφσκι, τον οδήγησε να συμπεράνει ότι ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος θα διεξαχθεί με τανκς και αεροπλάνα.

Όταν ο Τουχατσέφσκι και οι σύντροφοί του εκτελέστηκαν στις Εκκαθαρίσεις, στη θέση τους μπήκαν φίλοι του Στάλιν όπως ο Βοροσίλωφ, ο Τιμοσένκο και ο Μπούντγιονι, που πίστευαν ότι ο επερχόμενος πόλεμος θα διεξαχθεί με το ιππικό. Ο δευτεροκλασάτος και ανόητος Βοροσίλωφ, έγινε επικεφαλής του Επιτροπάτου της Άμυνας, περικυκλωμένος από άλλους του ίδιου είδους. Αυτά τα «δημιουργήματα» του Στάλιν, προωθηθήκαν σε θέσεις κλειδιά, όχι για τις προσωπικές ικανότητες, αλλά για τη δουλική πίστη τους στην άρχουσα κλίκα.

Ο πρώην στρατηγός Πέτρο Γκρικγορένκο, ο οποίος υπηρετούσε τότε σαν λέκτορας στην κεντρική Σοβιετική Στρατιωτική Ακαδημία, θυμάται την καταστροφική επίδραση που είχαν οι Εκκαθαρίσεις πάνω στην ποιότητα της στρατιωτικής εκπαίδευσης: «Όχι νωρίτερα από τότε που η Ακαδημία είχε κάνει τα πρώτα βήματά της, ξεκίνησαν και οι διεργασίες που οδήγησαν στην κατασκευασμένη δίκη των Τουχατσέφσκι, Ουμπόρεβιτς, Γιακίρ και άλλων. Ο Στάλιν είδε την ακαδημία ως “ένα αντισταλινικό στρατιωτικό κέντρο” και τα πογκρόμ ξεκίνησαν. Οι συλλήψεις άρχισαν τον Χειμώνα του 1936 και εντάθηκαν το 1937. Το ανώτερο ποιοτικά προσωπικό που είχε συγκεντρωθεί από τον Τουχατσέφσκι, εξολοθρεύτηκε σχεδόν ολοκληρωτικά.

Τις θέσεις τους πήραν ατάλαντοι και άπειροι άνθρωποι. Με τη σειρά τους, κάποιοι από τους νέους δασκάλους συνελήφθησαν, τρομάζοντας έτσι τους υπόλοιπους και αφήνοντάς τους χωρίς κανένα ενθουσιασμό στις νέες εργασίες τους. Κείμενα που είχαν γραφτεί από τους “εχθρούς του λαού”, τους πρώτους δασκάλους, τώρα δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν. Οι νέου δάσκαλοι έγραψαν βιαστικές περιλήψεις των κειμένων αυτών, αλλά φοβούμενοι ότι θα μπορούσαν να κατηγορηθούν ότι διακινούσαν απόψεις εχθρικές στον Στάλιν, γέμισαν τις διαλέξεις τους με ιδιότροπα δόγματα». Και προσθέτει: «Η θεωρία της μάχης σε βάθος, που είχαν επεξεργαστεί οι Τουχατσέφσκι, Γιεγκόροφ, Ουμπόρεβιτς, παραμερίστηκε.» (Π. Γκριγκορένκο, «Αναμνήσεις», σελ. 91-92).

Όλα αυτά, έγιναν παραδεκτά από τον Χρουστσώφ το 1956: «Πολύ θλιβερές συνέπειες, ιδιαίτερα αναφορικά με την αρχή του πολέμου, ακολούθησαν την εξόντωση πολλών στρατιωτικών επιτελών και αξιωματικών κατά τη διάρκεια της περιόδου 1937-1941 από τον Στάλιν, εξαιτίας της καχυποψίας του και των συκοφαντικών κατηγοριών που εκτόξευσε εναντίον τους. Κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων, ασκήθηκε καταπίεση ενάντια σε μεγάλα τμήματα στρατιωτικών στελεχών, ξεκινώντας από τους διοικητές των λόχων και των ταγμάτων και φτάνοντας μέχρι τα ανώτατα στρατιωτικά κέντρα. Σε αυτήν την περίοδο, τα ηγετικά στελέχη που είχαν κερδίσει στρατιωτική εμπειρία στην Ισπανία και την Άπω Ανατολή, σχεδόν ολοκληρωτικά εξολοθρεύτηκαν.

Η πολιτική της καταπίεσης μεγάλης κλίμακας ενάντια στα στρατιωτικά στελέχη, οδήγησε επίσης στην υπονόμευση της στρατιωτικής πειθαρχίας, επειδή για αρκετά χρόνια, αξιωματικοί όλων των βαθμίδων ακόμα και στρατιώτες, στο κόμμα και στους πυρήνες της Κομσομόλ διδάσκονταν να “ξεσκεπάζουν” τους ανωτέρους τους σαν «κρυφούς εχθρούς». Είναι φυσικό το ότι αυτά προκάλεσαν μια αρνητική επίδραση στην στρατιωτική πειθαρχία κατά την πρώτη περίοδο του πολέμου.

Και όπως ξέρετε, είχαμε πριν από τον πόλεμο εξαιρετικά στρατιωτικά στελέχη, τα οποία ήταν αδιαμφισβήτητα πιστά στο κόμμα και την Πατρίδα. Αρκεί να πούμε ότι όσοι από αυτούς κατάφεραν να επιζήσουν, παρά τα διάφορα βασανιστήρια τα οποία υπέστησαν στις φυλακές, είχαν δείξει από τις μέρες του πρώτου πολέμου ότι είναι αληθινοί πατριώτες και ότι πολέμησαν ηρωικά για τη δόξα της πατρίδας. Έχω στο μυαλό μου τέτοιους συντρόφους, όπως ο Ροκοσόφσκι (ο οποίος όπως ξέρετε έχει φυλακιστεί ), ο Γκορμπάτωφ, ο Μαρέτσκωφ (ο οποίος είναι αντιπρόσωπος στο παρόν συνέδριο), ο Πόντλας, (ήταν ένας εξαιρετικός αξιωματικός που εξοντώθηκε στο μέτωπο) και πολλοί, πολλοί άλλοι. Παρ’ όλα αυτά, πολλοί τέτοιοι διοικητές εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα και τις φυλακές και ο στρατός δεν τους ξαναείδε. Όλα αυτά προκάλεσαν την κατάσταση που υπήρξε στην αρχή του πολέμου και η οποία αντιπροσώπευε μια μεγάλη απειλή για την πατρίδα μας.» («Ειδική Έκθεση στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ από τον Ν.Σ. Χρουστσώφ», 24-25 Φεβρουαρίου 1956).

Υπάρχουν πολλές διαστρεβλώσεις για τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, ιδιαίτερα σχετικά με τον ρόλο του Στάλιν. Ο Άλεκ Νοβ (συνήθως αρκετά έξυπνος σχολιαστής σχετικά με τη Ρωσία) έγραψε: «Η κολοσσιαία δύναμη της Γερμανίας ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτήν της Ρωσίας και είχε στη διάθεσή της, τις βιομηχανίες της κατειλημμένης Ευρώπης. Οι στρατιές της ήταν καλά εξοπλισμένες και ο εξοπλισμός της δοκιμάστηκε στο πεδίο της μάχης. Παρά τις πολύ μεγάλες προσπάθειες και θυσίες κατά την προηγούμενη δεκαετία, η Σοβιετική Ένωση είδε τον εαυτό της οικονομικά αλλά και στρατιωτικά σε μειονεκτική θέση». (Αλ. Νοβ, «Η Οικονομική Ιστορία της ΕΣΣΔ», σελ. 273).

Στην πραγματικότητα, την ώρα της επίθεσης των Ναζί στη Σοβιετική Ένωση, η συνδυασμένη δύναμη πυρός του Κόκκινου Στρατού ήταν μεγαλύτερη από εκείνη της Βέρμαχτ. Αλλά οι Σοβιετικές δυνάμεις περικυκλώθηκαν γρήγορα και αποδεκατίστηκαν. Η δίχως προηγούμενο καταστροφή δεν ήταν το αποτέλεσμα της αντικειμενικής αδυναμίας, αλλά της κακής ηγεσίας. Έχοντας εξοντώσει τα καλύτερα στελέχη του Κόκκινου Στρατού, ο Στάλιν έδειξε τόσο τυφλή εμπιστοσύνη στον «έξυπνο» ελιγμό του έναντι του Χίτλερ (σ.τ.μ: Σύμφωνο «Μολότωφ- Ρίμπεντροπ») που αγνόησε πολυάριθμες αναφορές που έλεγαν ότι οι Γερμανοί ετοιμάζονται να επιτεθούν. Η οχυρωματική γραμμή του Μινσκ, μια ισχυρή αμυντική γραμμή, η οποία χτίστηκε στα δυτικά σύνορα της ΕΣΣΔ εν αναμονή μιας Γερμανικής επίθεσης, στην πραγματικότητα κατεδαφίστηκε με διαταγές του Στάλιν, πιθανά ως μια κίνηση καλής θέλησης προς το Βερολίνο.

Ο Γκριγκορένκο, ο οποίος είχε δουλέψει πριν τον πόλεμο σε αυτές τις οχυρώσεις, περιέγραψε τα αισθήματα της αγανάκτησης που ένιωσε όταν κατεδαφίστηκαν: «Αυτές οι οχυρώσεις υπήρχαν για να θωρακίζουν από την ανάπτυξη επιτιθέμενων ομάδων και για να αποτρέψουν κάθε απόπειρα από τον εχθρό να σπάσει την γραμμή άμυνας. Αν ο στρατός επετίθετο, οι οχυρωματικές γραμμές θα έπρεπε να υποστηρίξουν τα στρατεύματα με δύναμη πυρός. Αντιθέτως, τα δυτικά μας οχυρά δεν εκπλήρωσαν κανένα από αυτά τα καθήκοντα. Ανατινάχτηκαν χωρίς να έχουν πυροβολήσει ούτε μια φορά σε εχθρό.

Δεν ξέρω πως οι ιστορικοί του μέλλοντος θα εξηγήσουν αυτό το έγκλημα ενάντια στο λαό μας. Οι σύγχρονοι ιστορικοί το αγνοούν. Δεν μπορώ να παράσχω κάποια εξήγηση από μόνος μου. Η Σοβιετική κυβέρνηση απομύζησε δισεκατομμύρια ρούβλια (με τους υπολογισμούς μου όχι λιγότερο από 120 δισ.) από το λαό για να κατασκευαστούν απόρθητα οχυρά κατά μήκος ολόκληρης της δυτικής συνοριογραμμής, από τη Βαλτική μέχρι τη Μαύρη θάλασσα. Τότε, αμέσως πριν τον πόλεμο την Άνοιξη του 1941, ισχυρές εκρήξεις έγιναν σε ολόκληρα τα 1.200 χιλιόμετρα που ήταν το μήκος αυτών των οχυρώσεων. Με προσωπικές διαταγές του Στάλιν, χτισμένες με σκυρόδεμα οχυρώσεις, με μια, δύο ή τρεις πολεμίστρες, επιτελικές θέσεις, παρατηρητήρια – δεκάδες χιλιάδες μόνιμες οχυρώσεις –τινάχτηκαν στον αέρα. Κανένα καλύτερο δώρο δεν θα μπορούσε να δοθεί στο σχέδιο “Μπαρμπαρόσα” του Χίτλερ». (Γκριγορένκο, στο προαναφερόμενο έργο, σελ. 46-47, οι εμφάσεις από το πρωτότυπο).

Αν δεν υπήρχαν αυτές οι εγκληματικές πράξεις από τον Στάλιν, η ΕΣΣΔ δεν θα είχε πιαστεί στον ύπνο από τη Γερμανική επίθεση, όπως εξήγησε ο Χρουστσώφ: «Είχαμε χρόνο και δυνατότητες για τέτοιες προετοιμασίες; Ναι είχαμε και χρόνο και δυνατότητες. Η βιομηχανία μας ήταν ήδη τόσο αναπτυγμένη που ήταν ικανή να προμηθεύσει πλήρως το Σοβιετικό στρατό με ό,τι χρειαζόταν. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός πως – παρότι κατά τα διάρκεια του πολέμου χάσαμε τη μισή μας βιομηχανία και σημαντικές βιομηχανικές περιοχές και τις περιοχές με σημαντική παραγωγή τροφίμων σαν αποτέλεσμα της κατοχής από τον εχθρό στην Ουκρανία, τον Βόρειο Καύκασο και άλλα δυτικά τμήματα της χώρας – το Σοβιετικό έθνος ήταν ακόμα ικανό να οργανώσει το στρατιωτικό εφοδιασμό στα ανατολικά τμήματα της χώρας, να εγκαταστήσει εκεί τον εξοπλισμό που μεταφέρθηκε από τις δυτικές βιομηχανικές περιοχές και να προμηθεύσει τις ένοπλες δυνάμεις μας με οτιδήποτε ήταν αναγκαίο για να καταστραφεί ο εχθρός.

Αν η βιομηχανία μας είχε κινητοποιηθεί σωστά και στην ώρα της, με το αναγκαίο υλικό, οι απώλειές μας στον πόλεμο θα ήταν αποφασιστικά μικρότερες. Τέτοια κινητοποίηση δεν είχε γίνει παρ’ όλα αυτά. Και ήδη τις πρώτες μέρες του πολέμου, έγινε εμφανές ότι ο στρατός μας ήταν άσχημα εξοπλισμένος, ότι δεν είχαμε επαρκή αριθμό από πυροβόλα, τανκς και αεροπλάνα για να κάνουν τον εχθρό να υποχωρήσει.

Η Σοβιετική επιστήμη και τεχνολογία παρήγαγε εξαιρετικά μοντέλα από τανκς και πυροβόλα πριν τον πόλεμο. Αλλά η μαζική παραγωγή όλων αυτών δεν ήταν οργανωμένη και ως αποτέλεσμα αυτού, αρχίσαμε να εκσυγχρονίζουμε τον στρατιωτικό μας εξοπλισμό μόνο την παραμονή του πολέμου. Έτσι, τη στιγμή της εισβολής του εχθρού στη σοβιετική γη, δεν είχαμε επαρκείς ποσότητες παλιών ή νέων μηχανών για την παραγωγή εξοπλισμού.

Η κατάσταση με τα αντιαεροπορικά πυροβόλα ήταν ιδιαίτερα κακή. Δεν είχαμε οργανώσει την παραγωγή των αντιαρματικών πυροβόλων. Πολλές οχυρωμένες περιφέρειες αποδείχθηκαν ότι είναι ανυπεράσπιστες, επειδή τα παλιά όπλα είχαν αποσυρθεί και τα νέα δεν ήταν διαθέσιμα εκεί. Αυτό αφορούσε, δυστυχώς, όχι μόνο τα τανκς, τα πυροβόλα και τα αεροπλάνα. Κατά το ξέσπασμα του πολέμου δεν είχαμε επίσης, έναν επαρκή αριθμό τουφεκιών για να εξοπλίσουμε τις κινητοποιούμενες δυνάμεις.

Θυμάμαι ότι εκείνες τις μέρες τηλεφώνησα στον σύντροφο Μαλένκωφ από το Κίεβο και του είπα: “Εθελοντές έχουν τεθεί στη διάθεση του νέου στρατού και ζητούν όπλα. Πρέπει να μας στείλετε όπλα”. Ο Μαλένκωφ μου απάντησε: “Δεν μπορούμε να σας στείλουμε όπλα. Στέλνουμε όλα μας τα όπλα στο Λένινγκραντ, εσείς θα πρέπει μόνοι σας να εξοπλίσετε τους εαυτούς σας”. Αυτή ήταν η κατάσταση του εξοπλισμού» («Ειδική Έκθεση στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ από τον Ν.Σ. Χρουστσώφ», σελ. 24-25 Φεβρουάριος 1956.)

Παρά το γεγονός ότι η συνδυασμένη δύναμη πυρός του Κόκκινου Στρατού ήταν μεγαλύτερη από αυτή των Γερμανών, οι Εκκαθαρίσεις τον είχαν πλήξει αποτελεσματικά. Αυτό ήταν το αποφασιστικό στοιχείο που έπεισε τον Χίτλερ να επιτεθεί το 1941. Στις Δίκες της Νυρεμβέργης, ο στρατηγός Κάιτελ κατέθεσε ότι πολλοί Γερμανοί στρατηγοί είχαν προειδοποιήσει τον Χίτλερ να μην επιτεθεί στη Ρωσία, υποστηρίζοντας ότι ο Κόκκινος Στρατός ήτανε ένας καταπληκτικός αντίπαλος. Απορρίπτοντας αυτές τις προειδοποιήσεις, ο Χίτλερ ανέφερε στον Κάιτελ την αιτιολόγηση της θέσης του: “Οι πρώτης σειράς ανώτατοι αξιωματικοί εξοντώθηκαν από τον Στάλιν το 1937 και η νέα γενιά δεν μπορεί να παράσχει τα μυαλά που χρειάζονται”. Στις 9 Ιανουαρίου 1941, ο Χίτλερ ανέφερε σε μια συνάντηση στρατηγών για το σχεδιασμό της επίθεσης στη Ρωσία: «Δεν έχουν καλούς στρατηγούς». (Μεντβέντεφ: «Ας κρίνει η Ιστορία», σελ. 214).

«Η αρχική μας ήττα», γράφει ο Γκριγκορένκο, «προκλήθηκε από αυτούς που βρίσκονταν στις πολύ υψηλές θέσεις. Χιλιάδες ικανοί επιτελείς του στρατού εκκαθαρίστηκαν, οι συνοριακοί μας αεροδιάδρομοι ήταν φτωχά αναπτυγμένοι, είχαμε ανεπαρκή αντι-αεροπορική άμυνα, οι μονάδες τεθωρακισμένων και η αντι-αρματική άμυνα είχαν μειωθεί έντονα (σύμφωνα με την ιδιοτροπία του Στάλιν) αμέσως πριν τον πόλεμο, οι οχυρώσεις μας είχαν ανατιναχτεί και τα στρατεύματά μας είχαν εκπαιδευτεί στη λογική της ύπαρξης ειρήνης. Δεν ήμασταν προετοιμασμένοι. Πληρώσαμε γι’ αυτήν την εγκληματική έλλειψη προετοιμασίας, τόσο κατά τη διάρκεια του πολέμου, όσο και μετά από αυτόν. Σημείωσα ήδη τον Στάλιν ως κύριο ένοχο, αλλά επίσης θα πρέπει να αναφέρουμε και τον Βοροσίλωφ, τον Τιμοσένκο, τον Γκολόκωφ και τον Ζούκωφ. Οι αποτυχίες μας δεν θα πρέπει να αποδοθούν στους φασίστες, αλλά σε εμάς.» (Γκριγκορένκο, στο προαναφερόμενο, σελ. 332).

Συνεχίζεται

Σημειώσεις
(1) Συμφωνία που υπογράφτηκε στο Μόναχο στις 29 Σεπτεμβρίου 1938, μεταξύ της Γερμανίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας και της Ιταλίας.
(2) Anschluss (προφ. Άνσλους) : η ονομασία της προσάρτησης της Αυστρίας στο Γερμανικό Ράιχ το 1938.
(3) Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ: η Συνθήκη ειρήνευσης που αναγκάστηκε να υπογράψει το νεαρό σοβιετικό καθεστώς με τη Γερμανία λόγω της αδύναμης αρχικής του θέσης.
(4) Ίλια Έρενμπουργκ: σοβιετικός συγγραφέας και δημοσιογράφος, διανοούμενος της σταλινικής γραφειοκρατίας.

Απόσπασμα από το 5ο Μέρος του βιβλίου του Τεντ Γκραντ με τίτλο «Ρωσία: από την επανάσταση στην αντεπανάσταση» (εκδόσεις Wellred books, Λονδίνο 1997).

Μετάφραση-επιμέλεια: Σταμάτης Καραγιάννοπουλος

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα