Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΑναλύσειςΕπέτειος δημοψηφίσματος 2015: Πώς και γιατί φτάσαμε στην προδοσία

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Επέτειος δημοψηφίσματος 2015: Πώς και γιατί φτάσαμε στην προδοσία

Η ανάλυση των πολιτικών αιτιών που οδήγησαν την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στην προδοσία του περήφανου λαϊκού «Όχι» και μια αναδρομή στους βασικούς σταθμούς μέσω των οποίων αυτή αναπτύχθηκε και εκδηλώθηκε. Με αφορμή τη σημερινή επέτειο από το προδομένο δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015.

Με αφορμή τη σημερινή επέτειο από το προδομένο δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015, δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από το πολιτικό κείμενο που ψήφισε το συνέδριο της Κομμουνιστικής Τάσης (ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης-IMT) τον Ιούνιο του 2016. Αποτελεί μια συνοπτική μαρξιστική ανάλυση των πολιτικών αιτιών που οδήγησαν την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στην προδοσία του περήφανου λαϊκού «Όχι», περιλαμβάνοντας μια αναδρομή στους βασικούς σταθμούς μέσω των οποίων αυτή αναπτύχθηκε και εκδηλώθηκε. Το πλήρες κείμενο κυκλοφορεί με τη μορφή μπροσούρας από τις εκδόσεις «Μαρξιστική Φωνή».

Οι ρεφορμιστές στην κυβέρνηση: από την χρεοκοπία στην προδοσία*

Η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τον Γενάρη του 2015, που έλαβε τον χαρακτήρα ενός ισχυρού πλειοψηφικού ρεύματος στα μεγάλα αστικά κέντρα, τις εργατικές γειτονιές και τη νεολαία, ήταν το αποτέλεσμα της πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων από τη βαθειά κρίση του ελληνικού καπιταλισμού και την έκρηξη των ταξικών αγώνων της περιόδου 2010 – 2013. Παρά την άτολμη, σοσιαλδημοκρατική πολιτική της ηγεσίας του, η εκλογική νίκη ενός κόμματος προερχόμενου από το κομμουνιστικό κίνημα, που λίγα χρόνια πριν, συγκέντρωνε εκλογικά ποσοστά 3-4%, ήταν μια ξεκάθαρη αντανάκλαση των επαναστατικών διεργασιών που συντελούνται στην κοινωνία.

Αντίθετα προς το περιεχόμενο της ανόητης σχετικής φιλολογίας των αστών και των ρεφορμιστών, η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ δεν οφειλόταν στη δεξιά, «ρεαλιστική» στροφή της ηγεσίας του κόμματος από το 2012 και μετά, αλλά υπονομεύθηκε και περιορίστηκε από αυτήν. Εάν κατά την έναρξη της περιόδου των Μνημονίων και των μεγάλων ταξικών αγώνων που αυτή σηματοδότησε, στη θέση «του ΣΥΡΙΖΑ του 4%» βρισκόταν ένα γνήσιο επαναστατικό, μαρξιστικό κόμμα με τον ίδιο αριθμό μελών και την ίδια επιρροή σαν αφετηρία, τότε με όπλο την υπεράσπιση προγραμματικών θέσεων ικανών να δώσουν ριζική λύση στα προβλήματα των εργατικών μαζών, θα τις ενθουσίαζε και θα τις κινητοποιούσε. Θα εξασφάλιζε πολύ πιο ευρεία και σταθερή λαϊκή υποστήριξη μέσα στη χώρα από τον ρεφορμιστικό ΣΥΡΙΖΑ και θα είχε οδηγήσει την ίδια την εργατική τάξη στην εξουσία και μάλιστα, πιθανότατα αρκετά νωρίτερα από τον Γενάρη του 2015.

Ταυτόχρονα, ένα επαναστατικό κόμμα με μια γνήσια προλεταριακή διεθνιστική πολιτική, θα δημιουργούσε ισχυρά κύματα αλληλεγγύης και ριζοσπαστικοποίησης σε πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Η διεθνής επίδραση της ψοφοδεούς, σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, συγκρινόμενη με εκείνη που θα είχε μια επαναστατική μαρξιστική πολιτική, μοιάζει με την αδύναμη σπίθα μπροστά στην ανεξέλεγκτη πυρκαγιά.

Οι μαρξιστές ήμασταν οι μόνοι που δεν εκπλαγήκαμε από την ταχύτατη διαδικασία εκφυλισμού της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Νωρίτερα από κάθε άλλον, είχαμε εξηγήσει ότι οι ισχυρές αυταπάτες για τον καπιταλισμό και ο καριερισμός, θα ωθήσουν αναπόφευκτα τους ρεφορμιστές στην αγκαλιά της τρόικας και της άρχουσας τάξης, μετατρέποντάς τους, από «διαπρύσιους πολέμιους» των Μνημονίων σε απολογητές τους.

Η ανοικτή προδοσία των συμφερόντων της εργατικής τάξης βρίσκεται στην ουσία των ιδεών του ρεφορμισμού. Αυτές οι ιδέες, ας μην το ξεχνάμε, δεν αποτελούν προϊόν κάποιας «παρανόησης» του επιστημονικού σοσιαλισμού, αλλά την πολιτική έκφραση των ισχυρών πιέσεων του ταξικού εχθρού και των κυρίαρχων αντιλήψεων της αστικής κοινωνίας μέσα στο εργατικό κίνημα.

Η δημιουργία της κυβερνητικής συμμαχίας με τους ΑΝΕΛ και η υποστήριξη της υποψηφιότητας του Π. Παυλόπουλου για την προεδρία της Δημοκρατίας, αποτέλεσαν τις πρώτες «επίσημες» ενδείξεις υποταγής της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στην άρχουσα τάξη. Οι ΑΝΕΛ δεν μπήκαν στην κυβέρνηση σαν «αναγκαίο κακό» για να εξασφαλιστεί η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ούτε η προεδροποίηση του Παυλόπουλου ήταν μια απόπειρα να δημιουργηθεί διάσπαση στο στρατόπεδο της Ν.Δ, όπως καλόπιστα πίστεψαν πολλοί αγωνιστές παρασυρμένοι από τα δημόσια ψέματα της ηγεσίας. Ο αστικός συρφετός των ΑΝΕΛ ως κυβερνητικός σύμμαχος και ο δεξιός αστός στην Προεδρία της Δημοκρατίας, αποτέλεσαν τους «εγγυητές» που χρειαζόταν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στην απόπειρά της να διαβεβαιώσει την άρχουσα τάξη ότι θα υπερασπίσει πιστά τα ζωτικά συμφέροντα του ελληνικού καπιταλισμού.

Έτσι λοιπόν, η πορεία που κατέληξε στην προκλητική μετατροπή του «Όχι» του δημοψηφίσματος σε «Ναι», είχε ήδη ξεκινήσει από την επομένη κιόλας των εκλογών του Γενάρη του 2015, με τη μετατροπή της ξεκάθαρης λαϊκής εντολής για αριστερή κυβέρνηση σε «πράσινο φως» για τον σχηματισμό μιας κλασσικής κυβέρνησης ταξικής συνεργασίας ή σύμφωνα με την παλιά σταλινική ορολογία, μιας κυβέρνησης «Λαϊκού Μετώπου», αλλά και με την τοποθέτηση ενός πρώην υπουργού της Ν.Δ στο ανώτατο αξίωμα της ελληνικής αστικής δημοκρατίας. Με άλλα λόγια, από τις πρώτες κιόλας μέρες της ανόδου της στην κυβέρνηση, η κλίκα του Τσίπρα, με την πλήρη συναίνεση της σημερινής ηγεσίας της ΛΑΕ, έδειξε τι είναι ικανή να κάνει.

Το βασικό εφόδιο με το οποίο συμμετείχαν στην κυβέρνηση και οι δυο κύριες ομάδες της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν μια ανομολόγητη «υπόθεση εργασίας», που μοιράζονταν από κοινού, και που η ύπαρξή της, συνάγεται από την έμπρακτη πολιτική τους στάση. Τόσο οι «ευρωπαϊστές» ρεφορμιστές του Τσίπρα, όσο και οι πατριώτες ρεφορμιστές του Λαφαζάνη, θεωρούσαν ότι η απειλή της εξόδου από το ευρώ (διανθισμένη με ένα διπλωματικό «φλερτ» με τη Ρωσία, που ποτέ φυσικά δεν αποδείχθηκε ότι αντιπροσώπευε μια πραγματική εναλλακτική λύση χρηματοδότησης, παρά τις φιλορωσικές φαντασιώσεις της ηγεσίας του Αριστερού Ρεύματος) θα μπορούσε να αναγκάσει τους δανειστές, όχι ασφαλώς να δεχτούν το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» (κανένας από τους ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ δεν πίστεψε ποτέ σοβαρά σε αυτή την πιθανότητα), αλλά να προβούν σε ορισμένες ουσιαστικές παραχωρήσεις.

Και οι δύο ρεφορμιστικές ομάδες στην ηγεσία, εκτιμούσαν ότι με αυτό το «μέσο πίεσης» θα ήταν εφικτή η κατάκτηση μιας «ήπιας» λιτότητας, που σε συνδυασμό μ’ ένα «κούρεμα» χρέους, θα μπορούσε να ικανοποιήσει όλους τους «ενδιαφερόμενους»: τις τσακισμένες από τα Μνημόνια εργατικές μάζες, οι οποίες θα υποδέχονταν με ανακούφιση την αποδυνάμωση έστω, της επίθεσης στο βιοτικό τους επίπεδο, την (υπαρκτή μόνο στα μυαλά τους) «παραγωγική» – «εθνική» αστική τάξη που θα στήριζε την «πατριωτικά σκεπτόμενη κυβέρνηση», αλλά και τις «διεθνείς αγορές» που θα διαπίστωναν ότι ο καπιταλισμός στην Ελλάδα σταθεροποιείται και δεν κινδυνεύει από τους νέους «αριστερούς» διαχειριστές του.

Αυτές οι αυθαίρετες υποθέσεις συγκροτούσαν το κοινό, ανομολόγητο, «σχέδιο» των ρεφορμιστών. Και φυσικά αυτό το «σχέδιο», όπως είχαμε έγκαιρα προβλέψει, αποδείχθηκε πλήρως ανεδαφικό και μοιραίο για την εργατική τάξη. Οι ρεφορμιστές ηγέτες και των δυο πτερύγων του ΣΥΡΙΖΑ, πίστευαν ότι αφού τελειώσουν τη διαπραγμάτευση με το προαναφερόμενο αποτέλεσμα, θα μπορούσαν να επιτύχουν μια μακροημέρευση στην κυβέρνηση, ανάλογη με εκείνη που «απήλαυσαν» οι ρεφορμιστές ηγέτες του ΠΑΣΟΚ κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Η εμπιστοσύνη τους στον καπιταλισμό και η επιθυμία τους να τον διαχειριστούν (επικερδώς ασφαλώς) τους είχε τυφλώσει.

Όμως, όπως οι μαρξιστές υπομονετικά εξηγούμε από την αρχή της κρίσης, η παρούσα περίοδος είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη των κεϋνσιανών ή «ήπια νεοφιλελεύθερων» πολιτικών των δύο-τριών προηγούμενων δεκαετιών. Η κρίση και παρακμή του καπιταλισμού βρίσκεται σ’ ένα νέο, ακόμα πιο προχωρημένο στάδιο, που επιβάλει σκληρή και διαρκή επίθεση στο βιοτικό επίπεδο των εργατικών μαζών.

Τη δεκαετία του 1980, μ’ ένα ελληνικό κρατικό χρέος πολύ μικρότερο και με τον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο καπιταλισμό σε άνθηση, ορισμένες παραχωρήσεις από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, σε τμήματα έστω, της εργατικής τάξης και για περιορισμένα διαστήματα, ήταν εφικτές. Η «ασθμαίνουσα» παράταση της διεθνούς άνθησης κατά τη δεκαετία του 1990 και στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 2000, διατήρησε σ’ ένα βαθμό και τις δυνατότητες για ελιγμούς από τους δεξιούς ρεφορμιστές του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση (βλέπε απόσυρση από την κυβέρνηση Σημίτη του περιβόητου ασφαλιστικού νομοσχεδίου Γιαννίτση κάτω από την πίεση των γενικών απεργιών το 2001) και για την υιοθέτηση αργών ρυθμών στο «ξήλωμα» των παλιών παραχωρήσεων.

Οι συνθήκες όμως μεταβλήθηκαν διεθνώς ριζικά, από το 2008 και μετά. Όπως έδειξε η εμπειρία της πρώτης μνημονιακής κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου, από την οποία οι ρεφορμιστές του ΣΥΡΙΖΑ δεν διδάχτηκαν τίποτα, στις νέες συνθήκες της βαθιάς κρίσης, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παγκόσμια, η απόπειρα διαχείρισης του αστικού κράτους από τους ρεφορμιστές, έστω και για λίγους μήνες, συνεπάγεται και ανάληψη της υποχρέωσης για εφαρμογή σκληρών προγραμμάτων λιτότητας ενάντια στην εργατική τάξη. Η πορεία της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, με τις απανωτές υποχωρήσεις και παραβιάσεις όλων των «κόκκινων γραμμών» βδομάδα με τη βδομάδα, έμελε να επιβεβαιώσει περίτρανα αυτή τη διαπίστωση.

Για να μη συγκρουστεί με τους αστούς και να μη θέσει σε κίνδυνο την εύθραυστη σταθερότητα του ελληνικού καπιταλισμού και τη θέση του στην Ευρωζώνη, η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ανέβαλε επ’ αόριστο την εφαρμογή των προγραμματικών της δηλώσεων και έθεσε τα συμφέροντα του κεφαλαίου – με το μανδύα των «συμφερόντων του έθνους» – πάνω από τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Αλλά όπως είχαν προβλέψει οι μαρξιστές, αυτό δεν ήταν αρκετό. Το μπλοκ της άρχουσας τάξης και των δανειστών απαίτησε πλήρη υποταγή και ταπείνωση. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, δεν αρκούσε μόνο να αναβάλει την εφαρμογή του προγράμματός της. Θα έπρεπε να εφαρμόσει στην κυβέρνηση το ακριβώς αντίθετο πρόγραμμα. Θα έπρεπε, όχι μόνο να αφήσει τη θηλιά στο λαιμό του λαού, αλλά να τη σφίξει περισσότερο απ’ όσο την έσφιξαν οι προηγούμενες αστικές κυβερνήσεις.

Η απαίτηση αυτή, δεν προβλήθηκε μόνο για τους οικονομικούς λόγους που έχουμε ήδη εξηγήσει πιο πάνω και συνδέονται με την αδυναμία του ελληνικού καπιταλισμού και τη γενικότερη φάση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Επιβλήθηκε και για πολιτικούς λόγους. Ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να υποταχθεί και να ταπεινωθεί παραδειγματικά, για να σταλεί στις εργατικές μάζες όλης της Ευρώπης το μήνυμα να μείνουν μακριά από κάθε αριστερό κόμμα, στην πραγματικότητα, να μείνουν μακριά από κάθε δράση ή ιδέα που θα μπορούσε να αμφισβητήσει τα ζωτικά συμφέροντα του κεφαλαίου.

Οι αστοί κατανοούν πολύ καλύτερα από τους επαρχιώτικης πολιτικής αντίληψης ρεφορμιστές, την κολοσσιαία διεθνή επίδραση που θα μπορούσε να έχει το παράδειγμα της ρήξης μιας αριστερής κυβέρνησης στην Ελλάδα με την τρόικα και τον καπιταλισμό. Όπως οι μαρξιστές τονίζαμε υπομονετικά, ένα τέτοιο παράδειγμα ρήξης, με τα μάτια ολόκληρης της ανθρωπότητας να είναι σταθερά στραμμένα στην κρίση στην Ελλάδα και στα βάσανα του ελληνικού λαού από τα απανωτά Μνημόνια λιτότητας, θα δημιουργούσε ταχύτατα μεταδιδόμενα διεθνή κύματα υποστήριξης και αλληλεγγύης, που θα επιδρούσαν καταλυτικά στους ταξικούς και πολιτικούς συσχετισμούς, τουλάχιστον σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Στην πραγματικότητα, όπως έχουν δείξει χαρακτηριστικά τους τελευταίους μήνες μια σειρά από σημαντικά φαινόμενα όπως τα μαζικά αριστερά ρεύματα που αναπτύχθηκαν γύρω από τον Κόρμπιν στη Βρετανία και τον Σάντερς στις ΗΠΑ, η εκλογική επιτυχία του «Podemos» τον περασμένο Δεκέμβρη στην Ισπανία και το ξέσπασμα του μαζικού κινήματος ενάντια στον «εργασιακό νόμο» στη Γαλλία, σε ολόκληρο τον ανεπτυγμένο κόσμο (ασφαλώς με αντιφάσεις και χωρίς ευθύγραμμη και ενιαία πορεία) εξελίσσεται η ίδια τάση πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης των μαζών.

Αν ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, ακόμα και χωρίς ένα επεξεργασμένο επαναστατικό πρόγραμμα, εμφάνιζε γνήσια πρόθεση αντίστασης στις πιέσεις της τρόικας και του κεφαλαίου και καλούσε τη διεθνή εργατική τάξη σε ενεργή συμπαράσταση, τότε τα παραπάνω ρεύματα και κινήματα θα ενισχύονταν ακόμα πιο πολύ, αποκτώντας ένα ισχυρό πολιτικό σημείο αναφοράς. Αλλά οι Έλληνες ρεφορμιστές απέδειξαν ότι δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για τέτοιες «μακρινές» υποθέσεις. Έτσι μετά από μια μικρή περίοδο ταλαντεύσεων, επέλεξαν να δείξουν ολοκληρωτική αφοσίωση στην «άμεση» υπόθεση της διάσωσης της διεθνούς θέσης του ελληνικού καπιταλισμού.

Πως και γιατί όμως, ο Τσίπρας οδηγήθηκε στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου; Όπως είχαμε προβλέψει με αρκετή δόση ακρίβειας πριν ακόμα την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, όταν η ηγεσία του θα διαπίστωνε ότι δεν θα είχε κανένα περιθώριο για παραχωρήσεις από τους δανειστές, θα προσέφευγε σ’ ένα δημοψήφισμα για να βγάλει από πάνω της την ευθύνη της υποταγής και να τη μεταθέσει στις πλάτες του λαού.
Παρασυρμένοι από την αστική φιλολογία περί «ισχυρής υποστήριξης του ευρώ από τον ελληνικό λαό» και υποτιμώντας τις ριζοσπαστικές διαθέσεις της εργατικής τάξης, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων και της νεολαίας, οι ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ κατέφυγαν στο δημοψήφισμα προσδοκώντας ένα αποτέλεσμα που θα τους βοηθούσε να νομιμοποιήσουν τη συνθηκολόγηση.

Προκηρύσσοντας το δημοψήφισμα, ο Τσίπρας δεν θα μπορούσε να λάβει καμία άλλη θέση πέρα από εκείνη της δημόσιας υποστήριξης του «Όχι». Οτιδήποτε διαφορετικό θα διασπούσε αυτόματα τον ΣΥΡΙΖΑ και θα διέλυε την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος με τη συντριπτική επικράτηση του «Όχι» ήταν εντελώς ανέλπιστο για την κλίκα του Τσίπρα. Το βράδυ της 5ης Ιουλίου συνειδητοποίησε τρομοκρατημένη ότι απειλείται να βρεθεί ενώπιον μιας ανοικτά επαναστατικής κατάστασης. Η εντολή των μαζών – που είχε ήδη αποτυπωθεί στις μεγάλες συγκεντρώσεις της 3ης Ιουλίου – ήταν σαφής: «Προχωρήστε σε ρήξη, βγάλτε τη θηλιά των Μνημονίων και θα σας στηρίξουμε πάση θυσία!». Όμως η υπακοή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτή την εντολή θα ισοδυναμούσε με απόφαση να ηγηθεί σε μια επαναστατική σύγκρουση, την οποία προσπάθησε από την αρχή της κυβερνητικής της θητείας να αποφύγει με κάθε τρόπο.

Το δίλημμα που οι μαρξιστές προειδοποιούσαν ότι θα τεθεί αναπόφευκτα στο προσκήνιο, όταν οι ρεφορμιστές, κοιμίζοντας τις μάζες και τον εαυτό τους, το θεωρούσαν «μαξιμαλιστικό εφεύρημα», τελικά εμφανίστηκε «φαρδύ – πλατύ» και έγινε εφιάλτης για την κλίκα του Τσίπρα: επαναστατική ρήξη ή ταπεινωτική υποταγή. Ήδη πριν από το δημοψήφισμα, διάφοροι παράγοντες της αστικής τάξης είχαν ευθέως απειλήσει τον Τσίπρα με «ειδικά δικαστήρια» στην περίπτωση που η χώρα χρεοκοπούσε και έβγαινε από το ευρώ. Σαν αυθεντικός καριερίστας ρεφορμιστής, ο Τσίπρας δεν είχε καμία διάθεση να μπει σε τέτοιου είδους περιπέτειες. Έτσι έτρεξε γρήγορα στην αγκαλιά της άρχουσας τάξης, καλώντας έκτακτο Συμβούλιο πολιτικών αρχηγών και αμέσως μετά, πριν ακόμα οι μάζες προλάβουν καλά – καλά να συνειδητοποιήσουν τι συμβαίνει, έσπευσε να υπογράψει το τρίτο Μνημόνιο.

Η πηγή του εκφυλισμού

Το φαινόμενο που εξέπληξε χιλιάδες ανθρώπους του μόχθου, δεν ήταν τόσο οι διαρκείς υποχωρήσεις του Τσίπρα από τις προεκλογικές δεσμεύσεις, όσο το ότι έφτασε στο σημείο να αναλάβει ο ίδιος τον ρόλο του δήμιου του εργαζόμενου λαού, ενώ θα μπορούσε έστω να έχει παραιτηθεί, αρνούμενος να λερώσει τα χέρια του με το «αίμα» των ανθρώπων που τον έφεραν στην κυβέρνηση. Αυτό που δεν μπορούν εύκολα να εξηγήσουν, είναι από πού πηγάζει η έκταση και το βάθος ενός τέτοιου εκφυλισμού.

Αρκετά στελέχη της Αριστεράς, ανάμεσά τους παλιοί στενοί συνεργάτες του Τσίπρα που μέμφονταν τις προειδοποιήσεις των μαρξιστών σαν «δείγματα κακοπιστίας έναντι της ηγεσίας», φαίνεται ότι έχουν βρει την εξήγηση γι΄ αυτόν τον εκφυλισμό στη θεωρία της καλοδουλεμένης, μακροχρόνιας συνωμοσίας. Ενδεικτικά, στην πρόσφατη συνέντευξή της στο τηλεοπτικό κανάλι του ΣΚΑΙ και στην εκπομπή «Ιστορίες», η Ζωή Κωνσταντοπούλου υποστήριξε πως «ο Τσίπρας είχε πουλήσει την υπόθεση πριν ακόμα γίνει πρωθυπουργός».

Αυτού του είδους η «εξήγηση», ανεξάρτητα από την ποσότητα αλήθειας που μπορεί να περιέχει, σε τελική ανάλυση πετυχαίνει να ενοχοποιήσει προσωπικά τον Τσίπρα και να αθωώσει τον ρεφορμισμό. Αντίθετα, μόνο αν προσεγγίσουμε τη στάση του Τσίπρα ως το σύμπτωμα και το προϊόν της γενικότερης πολιτικής και ταξικής φύσης του ρεφορμισμού, μπορούμε να κατανοήσουμε το αληθινό της υπόβαθρο, χωρίς να ξεπέφτουμε σε μεθόδους ερμηνείας των γεγονότων, που το μόνο που επιτυγχάνουν τελικά, είναι να αποδίδουν υπερβολικές, μεταφυσικές ιδιότητες και δυνάμεις στα πρόσωπα των ηγετών.

Επιπρόσθετα, η θεωρία της εφαρμογής ενός εκ των προτέρων φτιαγμένου σχεδίου προδοσίας, δεν εξηγεί το γιατί θα έπρεπε ο Τσίπρας να ακολουθήσει αυτόν τον τόσο περίπλοκο δρόμο και να μην έχει προδώσει τις προεκλογικές δεσμεύσεις με έναν πιο σύντομο και λιγότερο ζημιογόνο οικονομικά και πολιτικά τρόπο για τον ελληνικό καπιταλισμό, δίχως να πρέπει να προκαλέσει τα «Capital control» και να ρισκάρει την εμφάνιση μιας ανοικτά επαναστατικής κατάστασης τον Ιούλιο. Στην πραγματικότητα, η προδοσία του Τσίπρα δεν ήταν το αποτέλεσμα ενός καλοστημένου σχεδίου, αλλά η κατάληξη μια προδοτικής ρεφορμιστικής πολιτικής, γεμάτης από ταλαντεύσεις, αυτοσχεδιασμούς και επιπόλαιες εκτιμήσεις για τις πραγματικές διαθέσεις των τάξεων και για τον μεταξύ τους συσχετισμό δύναμης.

Ασφαλώς από την άλλη πλευρά, η πηγή για έναν εκφυλισμό αυτού του μεγέθους, δεν μπορεί να είναι από μόνος του ο ρεφορμισμός. Αλίμονο αν η υπεράσπιση ρεφορμιστικών ιδεών αρκεί για να οδηγήσει από μόνη της στον ακραίο εκφυλισμό που σηματοδοτεί η αποδοχή του ρόλου του δημίου των δικαιωμάτων και του βιοτικού επιπέδου του εργαζόμενου λαού. Αν αυτό ίσχυε, τότε εκατοντάδες χιλιάδες και εκατομμύρια εργάτες που πίστεψαν και πιστεύουν στα συνθήματα και τις ιδέες του αριστερού ρεφορμισμού θα έπρεπε να θεωρούνται, όχι σαν εν δυνάμει πρωταγωνιστές της σοσιαλιστικής επανάστασης, αλλά σαν συλλήβδην ηθικά εξαχρειωμένοι προδότες της τάξης τους.

Υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στον ρεφορμισμό των εργατών και τον ρεφορμισμό – όχι των εργατικών ηγετών γενικά – αλλά των γραφειοκρατών καριεριστών ηγετών. Οι μαρξιστές πρέπει απαραίτητα να κάνουν πάντοτε αυτόν το διαχωρισμό. Ο ρεφορμισμός των απλών εργατών αντανακλά την αγνών προθέσεων αναζήτηση του ευκολότερου και ειρηνικότερου δυνατού δρόμου για την αλλαγή της κοινωνίας. Ο ρεφορμισμός των καριεριστών γραφειοκρατών ηγετών, αντανακλά την αναζήτηση του ευκολότερου δυνατού δρόμου για να αποκτήσουν οι ίδιοι προνόμια σαν υπηρέτες της άρχουσας τάξης, σε βάρος της ζωής των απλών ρεφορμιστών εργατών.

Η πηγή του ακραίου εκφυλισμού που οδήγησε τον Τσίπρα, όχι απλά σε υποχωρήσεις, αλλά στην «άλλη όχθη», να εφαρμόζει τα Μνημόνια σε βάρος των εργατών, είναι η γραφειοκρατική και καριερίστικη φύση του ρεφορμισμού του. Αν ένας μέσος, απλός ρεφορμιστής εργάτης βρισκόταν στη θέση του Τσίπρα, δεν θα δεχόταν να κόψει μισθούς και συντάξεις από τους συναδέλφους, τους γείτονες και τους συγγενείς του. Ένας καριερίστας, γραφειοκράτης-ρεφορμιστής ηγέτης όμως, μπορεί να μετατραπεί από πολέμιος των Μνημονίων σε υπέρμαχος και θεματοφύλακάς τους, με την ευκολία που ένας επιβάτης περνάει από το ένα βαγόνι του τρένου στο άλλο.

Ο ρεφορμισμός του απλού εργάτη, είναι αυθεντικός και συνεπής. Ο γνήσιος πόθος για μεταρρυθμίσεις – κατακτήσεις υπέρ της τάξης του, μέσα από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης, οδηγεί τον απλό εργάτη σε σύγκρουση με το αστικό κράτος και στο ξεπέρασμα των αυταπατών για την αστική δημοκρατία και τις δυνατότητες να διασφαλιστεί το δικαίωμά του σε μια αξιοπρεπή ζωή μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού. Αντίθετα, ο ρεφορμισμός των γραφειοκρατών καριεριστών ηγετών, στην εξέλιξη της ταξικής πάλης αλλοιώνεται και τελικά «εξαϋλώνεται» μπροστά στην οργανική τους ανάγκη για προσκόλληση και αφομοίωση στο αστικό κράτος και τους επικερδείς μηχανισμούς της αστικής δημοκρατίας. Με άλλα λόγια, ο μέσος, απλός ρεφορμιστής εργάτης μέσα από την εμπειρία της ταξικής πάλης, έχει την οργανική τάση να καταλήξει συνειδητά ή «ασυνείδητα» επαναστάτης. Ο μέσος, γραφειοκράτης, καριερίστας ρεφορμιστής, έχει την οργανική τάση να καταλήξει ένας προδότης απογυμνωμένος από κάθε ρεφορμιστικό προκάλυμμα.

Ο Αλέξης Τσίπρας δεν είναι ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος ηγέτης αυτού του είδους στην ιστορία του ελληνικού και διεθνούς εργατικού κινήματος. Είναι αυθεντικός συνεχιστής του «έργου» του Γ. Παπανδρέου, του Ευ. Βενιζέλου, του Κ. Σημίτη, του Α. Παπανδρέου, του Χ. Φλωράκη, του Λ. Κύρκου και των ομοίων τους, σοσιαλδημοκρατών ή σταλινικών Ελλήνων εργατικών ηγετών που ανήκουν στη ακραία εκφυλισμένη μεταπολεμική γενιά Ευρωπαίων ηγετών τύπου Μιτεράν, Σμιτ, Καρίγιο, Μπερλινγκουέρ και Μπλερ, οι οποίοι με τη σειρά τους, υπήρξαν «άξιοι» κληρονόμοι των προπολεμικών προδοτών της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας και του σταλινισμού, τύπου Σάιντεμαν, Μπλουμ και Ντιάθ.

Προδοσία και «διαπραγμάτευση»

Πως θα μπορούσαμε μετά απ’ όλα αυτά, να χαρακτηρίσουμε την τακτική της λεγόμενης «σκληρής διαπραγμάτευσης» με τους δανειστές, που αποτελούσε την κεντρική πολιτική δραστηριότητα και των δύο έως σήμερα κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ; Αναμφίβολα, η τακτική της «διαπραγμάτευσης», ήταν και είναι για την κλίκα του Τσίπρα ένα μέσο για τον κατευνασμό και τον αποπροσανατολισμό της εργατικής τάξης από τα ταξικά και πολιτικά της καθήκοντα. Ταυτόχρονα, ήταν προϊόν της οργανικής της ατολμίας – απροθυμίας να αντιπαρατεθεί πραγματικά με την άρχουσα τάξη και την τρόικα και του επίσης οργανικού της φόβου για την επαναστατική δράση των μαζών. Θα ήταν όμως λάθος και συνάμα απλούστευση, να χαρακτηριστεί αυτή η τακτική σαν μια ενιαία θεατρική παράσταση από το ξεκίνημά της μέχρι και σήμερα.

Θα μπορούσαμε έτσι να χωρίσουμε την τακτική της λεγόμενης διαπραγμάτευσης σε τρεις φάσεις. 1η φάση: Από το σχηματισμό της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ μέχρι τον παραμερισμό του Γ. Βαρουφάκη από τη θέση του επικεφαλής της διαπραγμάτευσης (25 Γενάρη έως το Eurogroup της Ρίγα, τέλη Απριλίου 2015). 2η: Από τον παραμερισμό Βαρουφάκη μέχρι την υπογραφή του Μνημονίου. 3η: Από την υπογραφή του Μνημονίου μέχρι και σήμερα.

Στην 1η φάση, η κυβέρνηση ακολούθησε το λεγόμενο «δόγμα Βαρουφάκη». Εδώ η κυβέρνηση γνωρίζει ασφαλώς ότι στο τέλος θα συμβιβαστεί, όμως δείχνει ότι πιστεύει ειλικρινά (βλέπε ανόητα) στη δυνατότητα για έναν «έντιμο συμβιβασμό», δηλαδή για μια ήπια συμφωνία, που θα επιτρέπει στους ρεφορμιστές καριερίστες να μακροημερεύσουν στην εξουσία, εμφανίζοντας ένα επιτυχημένο «success story» που θα ικανοποιεί όλες τις τάξεις και θα εξασφαλίζει σταθερότητα για τον ελληνικό καπιταλισμό. Το «δόγμα Βαρουφάκη» στηρίχθηκε σε μια σειρά από αυταπάτες: δυνατότητα διάσπασης των δανειστών προς όφελος της Ελλάδας, υπερτίμηση των κεϋνσιανών προθέσεων της ΕΚΤ έναντι του ελληνικού κρατικού χρέους και των τραπεζών, υπερτίμηση των «φιλικών αισθημάτων» του αμερικάνικου και γαλλικού ιμπεριαλισμού, υπερτίμηση του φόβου των δανειστών για την προοπτική εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Όλα αυτά, αποδείχθηκαν «εκτός τόπου και χρόνου» και έτσι το μόνο αληθινό στοιχείο που περιείχε τελικά αυτό το δόγμα ήταν ο ναρκισσισμός του θεωρητικού «των παιγνίων» και η ανοησία της κλίκας του Τσίπρα που επένδυσε την καριέρα της στην επιτυχία τους.

Στη 2η φάση η κυβέρνηση έχει πλέον αποδεχθεί ότι θα υπογράψει ένα σκληρό Μνημόνιο και η διαπραγματευτική της τακτική συνιστά απλά μια πολιτική διαχείριση της προδοσίας, στο πλαίσιο της οποίας, απελπισμένα, για τους λόγους που ήδη εξηγήσαμε, καταφεύγει στο δημοψήφισμα.

Στην 3η φάση που ακόμα διανύουμε, τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα. Η «διαπραγμάτευση» πλέον, σκοπεύει απλά και κυνικά στην εξασφάλιση της μεγαλύτερης δυνατής παραμονής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ στην εξουσία και στην ωραιοποίηση των σκληρών μέτρων, μέσα από την καλλιέργεια μιας εικόνας ψεύτικης αντίστασης, όπως αυτή που επιχειρήθηκε να δημιουργηθεί με την επικοινωνιακή κόντρα με το ΔΝΤ.

Παρά τις διαφορετικές της φάσεις, στην ουσία της η «διαπραγμάτευση» ήταν μια μακρά διαδικασία βάναυσης εξαπάτησης της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Και πρέπει εδώ να ξεκαθαρίσουμε ότι σ’ ένα μεγάλο της μέρος, κατά τις δύο πρώτες ιδιαίτερα κρίσιμες φάσεις της, η διαδικασία αυτή εξελίχθηκε με τη στήριξη και την ανοχή της ηγεσίας της σημερινής ΛΑΕ (αλλά και της Ζωής Κωνσταντοπούλου και των στελεχών του δικού της κόμματος).

Ο ρόλος της ηγεσίας της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ

Η κλίκα του Τσίπρα, ως επικεφαλής της κυβέρνησης, ασφαλώς είχε τον πρώτο ρόλο στη «βρώμικη δουλειά» της προδοσίας. Αλλά σε τελική ανάλυση, αυτή η πολιτική κλίκα δεν θα κατάφερνε τίποτα, εάν σύσσωμοι οι πατριώτες – «δημοκράτες» ηγέτες της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ (συμπεριλαμβανομένων των μαοϊκών της ΚΟΕ, των Κλιφικών της ΔΕΑ και των άλλων οπορτουνιστικών συνιστωσών), με προεξάρχοντες φυσικά τους υπουργούς του Αριστερού Ρεύματος, δεν τη στήριζαν άμεσα ή έμμεσα, στα πρώτα στάδια αυτής της άθλιας επιχείρησης εξαπάτησης και προδοσίας που ονομάστηκε διαπραγμάτευση.

Ασφαλώς οι ηγέτες αυτοί, δεν έχουν τις ίδιες ευθύνες με τον Τσίπρα. Θα λέγαμε κάπως σχηματικά, ότι τους αναλογεί το είδος των ευθυνών που έχουν σ’ ένα έγκλημα οι πιο παθητικοί και φοβισμένοι συνεργοί. Αλλά το επιχείρημα ότι, τάχα εξαπατήθηκαν από την κλίκα του Τσίπρα είναι ψεύτικο. Ως έμπειρα στελέχη βγαλμένα από τη «μήτρα» του παλιού σταλινικού και «ευρω-σταλινικού» οπορτουνισμού ή και ως νεότερα, που έχουν θητεύσει τα τελευταία χρόνια μέσα στο εργαστήριο των οπορτουνιστικών «παζαριών» (ή κομψά «οσμώσεων» κατά την «συριζαϊκή αργκό») στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, γνώριζαν πολύ καλά τις ιδέες, τις μεθόδους και τις στοχεύσεις της κλίκας του Τσίπρα. Όμως συνυπήρξαν για χρόνια δεμένοι μαζί της στο μηχανισμό της κομματικής γραφειοκρατίας, της οποίας τα προνόμια απέρρεαν από την κρατική επιχορήγηση και κατανέμονταν σε όλους τους ρεφορμιστές, κάθε απόχρωσης και «ιδεολογικής παράδοσης».

Η επαφή του ΣΥΡΙΖΑ με την κρατική εξουσία, ξεκινώντας ουσιαστικά από τους Δήμους και τις Περιφέρειες και αργότερα, περνώντας στην κυβέρνηση, παρείχε ακόμα πιο ισχυρούς υλικούς πόρους στην προνομιούχα κομματική γραφειοκρατία κάθε απόχρωσης: θέσεις δημάρχων, περιφερειαρχών, μετακλητών, συνεργατών και συμβούλων, στελεχών σε υπουργεία και φυσικά, υπουργών. Αυτά ήταν η υλική «συγκολλητική ουσία» που συνέδεε τα στελέχη ηγετικής πλειοψηφίας και μειοψηφίας, κρατούσε την αριστερή πτέρυγα στα επίπεδα μιας «νομιμόφρωνος» εσωκομματικής αντιπολίτευσης, που σε κάθε κομματική διαδικασία προέβαινε σε κατάθεση «τροποποιήσεων» και όχι εναλλακτικών – αντιπαραθετικών κειμένων και δεν αμφισβητούσε ουσιαστικά την εξουσία της κλίκας του Τσίπρα μέσα στο κόμμα.

Ο Τσίπρας, γνωρίζοντας ότι σύντομα θα υποχρεωθεί σε σοβαρές υποχωρήσεις από τις προεκλογικές δεσμεύσεις, δεν διανοήθηκε ποτέ να μη συμπεριλάβει τους ηγέτες της Αριστερής Πλατφόρμας στη νομή της εξουσίας, με σκοπό να τους κρατά παγιδευμένους στα κυβερνητικά αξιώματα και να απαλλαγεί από μια αποφασιστική εσωκομματική αμφισβήτηση. Ο καριερισμός και η τυφλή φιλοδοξία των ηγετών αυτών, τους οδήγησαν στην αποδοχή των «δώρων» του αρχηγού, θεωρώντας σαν αυθεντικοί μικροαστοί πολιτικοί και όχι φυσικά σαν κομμουνιστές, ότι «μετά από τόσα χρόνια πολιτικής προσφοράς στην Αριστερά» οι θέσεις αυτές τους «αξίζουν».

Έτσι οι φανατικοί υποστηρικτές του εθνικού νομίσματος, από θέση υπουργών και γραμματέων υπουργείων επάνδρωσαν μια κυβέρνηση που για λογαριασμό της άρχουσας τάξης διαπραγματευόταν την παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη. Μάλιστα επέδειξαν τόσο μεγάλη προσκόλληση στις κυβερνητικές θέσεις τους, που όχι μόνο δεν παραιτήθηκαν από αυτές μετά το «προανάκρουσμα» του Μνημονίου, τη «Συμφωνία της 20ης Φλεβάρη», όχι μόνο δεν πήραν καμία πρωτοβουλία για να κινητοποιηθεί η βάση του ΣΥΡΙΖΑ και να επιβάλει την εφαρμογή των προεκλογικών δεσμεύσεων στην κυβέρνηση, αλλά έμειναν «γαντζωμένοι» σ’ αυτές τις θέσεις τυπικά μέχρι τη στιγμή που ο ίδιος ο Τσίπρας τους ζήτησε να φύγουν.

Με αυτή τη στάση, στις πιο κρίσιμες πολιτικά μέρες, έστελναν στην εργατική τάξη το καταστροφικό για την αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ πολιτικό μήνυμα ότι η ηγεσία της δεν είχε πρόβλημα να συμμετέχει σε μια κυβέρνηση που έχει επικεφαλής απροκάλυπτους προδότες και ότι δήθεν, ως μια «αριστερή κυβέρνηση», δεν θα πάψουν να τη στηρίζουν. Ακόμα και η καταψήφιση του Μνημονίου στη Βουλή από την πλευρά των βουλευτών της αριστερής πτέρυγας, από τη στιγμή που δεν ήταν ενταγμένη σε μια ενεργητική εκστρατεία για να περάσει το κόμμα στον έλεγχο της αριστεράς και να εκδιωχτούν οι προδότες από την ηγεσία, πρακτικά αποτελούσε μια στοιχειώδη, παθητική πράξη διάσωσης της πολιτικής τους τιμής (βλέπε της θέσης τους ως ηγέτες στην Αριστερά) και όχι μια μαχητική στάση με ουσιαστική ωφέλεια για τα συμφέροντα των εργατικών μαζών.

Αυτή η στάση είναι που οδήγησε στην πολιτική περιθωριοποίηση της ΛΑΕ στις εκλογές και στην αδυναμία της να συγκεντρώσει ένα οριακό έστω, ποσοστό εισόδου στη Βουλή. Όταν η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα πήγαν στην κάλπη, θυμήθηκαν τις επαναλαμβανόμενες διαβεβαιώσεις των ηγετών της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ ότι «η κυβέρνηση δεν θα ψηφίσει νέο Μνημόνιο» και το παθητικό γάντζωμά τους στις κυβερνητικές θέσεις, την ώρα που ο Τσίπρας είχε ήδη εμφανέστατα στρίψει «το καράβι» προς την ανοικτή προδοσία.

Ασφαλώς, στη συνείδηση των πλατιών στρωμάτων των εργατικών μαζών, οι ηγέτες αυτοί μπορεί να μην είναι ίδιοι με τον Τσίπρα. Όμως σαν επιφανείς υπουργοί στην κυβέρνησή του και παθητικοί συνοδοιπόροι του σ’ ένα καθοριστικό διάστημα για την ολοκλήρωση της προδοσίας, έχουν καταγραφεί ως συνυπεύθυνοι και πολιτικά αναξιόπιστοι.

Το σπουδαιότερο μάθημα που έχουν δώσει λοιπόν στην εργατική τάξη έως σήμερα και οι δυο κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, είναι η αποκάλυψη της προδοτικής ουσίας του ρεφορμισμού σε όλες τις εκφράσεις του, δεξιού ή αριστερού, πατριωτικού ή «ευρωπαϊκού» και η αναγκαιότητα για μια αληθινά επαναστατική, μαρξιστική ηγεσία. Όμως αυτό το μάθημα, σε όλη του τη σημασία και την έκταση, μπορεί να το αφομοιώσει στις παρούσες συνθήκες, μόνο ένα μικρό, προχωρημένο τμήμα της εργατικής τάξης.

Οι πλατύτερες μάζες της εργατικής τάξης έχουν εμπειρικά απορρίψει τους ρεφορμιστές που έχουν γνωρίσει στην κυβέρνηση ως «Αριστερά», αλλά εξαιτίας της ακραία σεχταριστικής, τελεσιγραφικής και παθητικής στην ουσία της, πολιτικής της ηγεσίας του ΚΚΕ – με άλλα λόγια εξαιτίας της απουσίας ενός μαζικού, γνήσια μαρξιστικού, υποκειμενικού παράγοντα – δεν μπορούν να φτάσουν ακόμα στα αναγκαία πολιτικά συμπεράσματα. Με αυτή την έννοια, ενώ υπάρχουν όλες οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για το πολιτικό πέρασμα των εργατικών μαζών από τον ρεφορμισμό στον επαναστατικό σοσιαλισμό, η απουσία του μαζικού επαναστατικού υποκειμενικού παράγοντα καθυστερεί και υπονομεύει αυτή τη διαδικασία, ευνοώντας την ανάπτυξη και εξάπλωση της πολιτικής σύγχυσης, του κυνισμού και του σκεπτικισμού.

*Το κείμενο γράφτηκε από τον αρχισυντάκτη της εφημερίδας ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, Σταμάτη Καραγιαννόπουλο.

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα