Η μεγαλύτερη διαδήλωση στην ιστορία της Πορτογαλίας, ή σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις η μεγαλύτερη από την Πρωτομαγιά του 1974, όταν συγκεντρώθηκαν ένα εκατομμύριο άνθρωποι στους δρόμους της Λισαβώνας κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Ένα τεράστιο κύμα από εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, ένα εκατομμύριο συνολικά, βγήκαν στους δρόμους 40 μεγάλων και μικρών πόλεων και υπερπόντιων εδαφών της Πορτογαλίας, το Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου. Αυτή ήταν η απάντηση του πορτογαλικού λαού στο τελευταίο πακέτο λιτότητας που ανακοινώθηκε από την δεξιά κυβέρνηση του Passos Coehlo στις 7 Σεπτεμβρίου.
Η διαδήλωση είχε κληθεί από τα κάτω, μέσω μιας πρωτοβουλίας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η πρωτοβουλία ξεκίνησε αμέσως μετά την ανακοίνωση από τον πρωθυπουργό της αύξησης της συμμετοχής των εργαζομένων στις ασφαλιστικές εισφορές (TSU) από το 11 στο 18%, την ίδια στιγμή η εργοδοτική συμμετοχή μειωνόταν από 23,75% σε 18%. Αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα, όλοι οι εργαζόμενοι να χάσουν το αντίστοιχο ενός μισθού το χρόνο, ενώ οι συνταξιούχοι και οι δημόσιοι υπάλληλοι που παίρνουν μισθό πάνω από 1100 ευρώ θα χάσουν ένα από τα δύο ετήσια μπόνους τους, που ισοδυναμούν σε ένα μηνιαίο μισθό.
Ανακοινώνοντας ταυτόχρονα αύξηση των εισφορών των εργαζομένων και μείωση των εργοδοτικών εισφορών, ουσιαστικά η κυβέρνηση μεταφέρει 2,3 δις ευρώ απευθείας από τις τσέπες των εργαζομένων στους τραπεζικούς λογαριασμούς των αφεντικών. Αυτή είναι μια ακόμα βάρβαρη επίθεση στις συνθήκες ζωής των εργαζομένων, η οποία έρχεται σχεδόν 18 μήνες μέτρων λιτότητας που συνόδεψαν τη «διάσωση» της Πορτογαλίας τον Απρίλιο του 2011. Ο πορτογαλικός λαός έχει ήδη υποστεί αύξηση στο ΦΠΑ στο 23%, αύξηση στη φορολόγηση των εισοδημάτων, νέα τέλη για τις υπηρεσίες υγείας (5 ευρώ για το κλείσιμο ραντεβού με το γιατρό, 20 ευρώ για περίθαλψη στα επείγοντα), αύξηση στις τιμές των δημόσιων μεταφορών, περικοπές στις δαπάνες για την υγεία και την παιδεία, κλπ.
Αυτά τα μέτρα δεν πέτυχαν τους δηλωμένους στόχους τους: να μειώσουν το έλλειμμα του προϋπολογισμού. Όπως αναμενόταν, και όπως έχει συμβεί και στην Ελλάδα, τα βίαια μέτρα λιτότητας που επέβαλε η τρόικα σε αντάλλαγμα του πακέτου διάσωσης των 78 δις, χειροτέρεψαν την ύφεση, αύξησαν την ανεργία, μείωσαν την ιδιωτική κατανάλωση (-6%) και τις επενδύσεις, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η επίτευξη των στόχων της μείωσης του ελλείμματος. Η πορτογαλική οικονομία αναμένεται να συρρικνωθεί 3% φέτος (μετά από πτώση 1,6% το 2011) και επιπλέον 1% το 2013. Η επίσημη ανεργία έχει σχεδόν διπλασιαστεί από 8,2% τον Απρίλιο του 2008 στο 15,7% τον Ιούλιο και αναμένεται να φτάσει στο 17% του χρόνου.
Η δεξιά κυβέρνηση του Passos Coehlo επιχείρησε να υπερβεί την τρόικα στην πραγματοποίηση των περικοπών και των «προσαρμογών» και ήθελε να εμφανιστεί ως ο υπάκουος μαθητής των ευρωπαϊκών αρχών, παίρνοντας αποστάσεις από τους «αναξιόπιστους Έλληνες». Τίποτα από αυτά όμως δε λειτούργησε. Πρέπει τώρα να αναγνωρίσει πως ο στόχος της μείωσης του ελλείμματος στο 4,5% το 2012 είναι αδύνατο να επιτευχθεί (το έλλειμμα θα φτάσει σχεδόν στο 6% στο τέλος του χρόνου) και θα πρέπει να καθυστερήσει μέχρι το 2013, με τον τελικό στόχο του 3% ελλείμματος στο ποσοστό του ΑΕΠ να αναβάλλεται μέχρι το μακρινό 2014.
Ο συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων, οι μαζικές περικοπές λιτότητας, η αντίληψη πως οι εργάτες και οι φτωχοί πληρώνουν για την κρίση, και το γεγονός πως ο λαός μπορεί να δει καθαρά πως δεν υπάρχει φως στο τούνελ των περικοπών και της λιτότητας, προκάλεσαν τη μαζική έκρηξη.
Το χωρίς προηγούμενο κίνημα της 15ης Σεπτεμβρίου, με το πολύ εύγλωττο σύνθημα «έξω η τρόικα, θέλουμε πίσω τις ζωές μας», δεν καλέστηκε από τα κόμματα της αριστεράς ή τα συνδικάτα, αλλά ήταν ένα ημι-αυθόρμητο κίνημα από τα κάτω, ένας γνήσιος ξεσηκωμός του λαού που έχει φέρει τον πρωθυπουργό σε εξαιρετικά δεινή θέση.
Η ισπανική εφημερίδα El Pais περιέγραψε τη διαδήλωση στη Λισαβόνα, με παρόντες περισσότερους από μισό εκατομμύριο, ως εξής: «Πάνω απ’ όλα η πορεία ήταν ένα πραγματικό κύμα από συνταξιούχους, μητέρες, δημόσιους υπαλλήλους, οικογένειες, αστυνομικούς εκτός υπηρεσίας, ταχυδρομικούς υπαλλήλους, γιατρούς, μικρούς καταστηματάρχες, μακρυμάλληδες νέους, νέο-χίπηδες, επιχειρηματίες, βετεράνους του αγώνα κατά της δικτατορίας Σαλαζάρ, και νέους που άφησαν τα σπίτια τους Σάββατο βράδυ και άρχισαν να φωνάζουν πως δε μπορούν να το αντέξουν πια, πως έχουν την αίσθηση πως αποβάλλονται από την ίδια τους τη χώρα.».
Ακόμα 100.000 διαδήλωσαν στο Πόρτο, ενώ διαδηλώσεις που ήταν οι μεγαλύτερες από το 1974 πραγματοποιήθηκαν σε ακόμα 40 πόλεις και κωμοπόλεις. Όπως συνέβη νωρίτερα στην Ελλάδα, από τότε που ανακοινώθηκαν τα τελευταία μέτρα στις 7 Σεπτέμβρη, ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί του αντιμετωπίστηκαν στις δημόσιες εμφανίσεις τους από εξαγριωμένες ομάδες πολιτών που πετούσαν αυγά ή τομάτες, κουνούσαν αυτοκίνητα επισήμων και φώναζαν την ολοένα και πιο δημοφιλή προσβολή «gafunos» (κλέφτες)
Το κύμα αγανάκτησης είναι τόσο ισχυρό και εκτεταμένο που έχει προκαλέσει διασπάσεις εντός του κυβερνητικού συνασπισμού των δύο δεξιών κομμάτων, του PSD και του PP. Ακόμα και το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το οποίο υπέγραψε το Μνημόνιο Αμοιβαίας Κατανόησης (MoU) με την τρόικα πριν χάσει τις εκλογές το 2011, και ως εκ τούτου είναι συνυπεύθυνο για αυτά τα μέτρα, αναγκάστηκε να ανακοινώσει πως θα αντιταχθεί στον προϋπολογισμό του 2013.
Η τρόικα απάντησε σε αυτό το αντιπολιτευόμενο κύμα ενάντια στις αλλαγές στο ασφαλιστικό (TSU) με μια αυστηρή ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία η εκταμίευση της επόμενης δόσης του πακέτου διάσωσης εξαρτάται από την υλοποίηση ή μη αυτών των μέτρων, τα οποία αποτελούν μέρος της τελευταίας αναθεώρησης του Μνημονίου. Επίσης υπενθύμισε στους Πορτογάλους πως στην πραγματικότητα αυτό το συγκεκριμένο μέτρο προτάθηκε από την πορτογαλική κυβέρνηση για να αντικαταστήσει κάποιες άλλες περικοπές που είχαν απορριφθεί από το Συνταγματικό Δικαστήριο.
Ξεκάθαρα, η πορτογαλική άρχουσα τάξη και η Ε.Ε. ανησυχούν για την επαναστατική δυναμική αυτού του κινήματος. Ο Χοσέ Μανουέλ Μπαρόζο, πρόεδρος της ευρωπαϊκής επιτροπής και πρώην πρωθυπουργός της Πορτογαλίας, προειδοποίησε ενάντια σε μια πιθανή πολιτική «ρήξη ή πόλωση.»
Το ερώτημα που κυριαρχεί τώρα στο μυαλό όλων είναι: ποιο θα είναι το μέλλον του κινήματος; Η επίδειξη δύναμης της 15ης Σεπτεμβρίου αποκαλύπτει πως υπάρχει πολύ ισχυρή αντιπολίτευση απέναντι στην κυβέρνηση και πολλοί ήδη απαιτούν την πτώση της κυβέρνησης. Το ψήφισμα που διαβάστηκε στο τέλος της διαδήλωσης στη Λισαβόνα σωστά ισχυρίζεται πως το κίνημα έχει επιτύχει «κάτι αξιοσημείωτο.» Εξηγεί πως οι άνθρωποι δεν δέχονται πλέον πως τα μέτρα αυτά είναι αναπόφευκτα: «δεν δεχόμαστε την κατάσταση μιζέριας που θέλουν να επιβάλλουν στις ζωές μας, τη μιζέρια της έλλειψης ψωμιού, τη μιζέρια της απώλειας του σπιτιού μας, τη μιζέρια της απορύθμισης των εργασιακών σχέσεων, την κλοπή της δουλειάς μας, την άρνηση του δικαιώματος σε μια αξιοπρεπή εργασία, τη μιζέρια της αύξησης του κόστους στα μέσα μεταφοράς, των εισιτηρίων που δε μπορούμε πλέον να αγοράσουμε και που μας είναι απαραίτητα για να πάμε στο σχολείο ή στη δουλειά μας, τη μιζέρια μιας κρατικής εκπαίδευσης που θέλουν να καταστρέψουν, όπως επίσης θέλουν να μας αφαιρέσουν το δικαίωμα να αρρωστήσουμε και να λάβουμε αξιοπρεπή περίθαλψη σε ένα σύστημα υγείας που μας ανήκει.»
Το ψήφισμα επίσης πραγματεύεται τις προοπτικές του κινήματος: «αυτή είναι η αρχή για πολλά ακόμα πράγματα… είναι επείγον να πάρουμε στα χέρια μας την αλλαγή… ας δείξουμε μια για πάντα πως είμαστε ικανοί να ενωθούμε…» Επίσης καλεί ξεκάθαρα για την πτώση της κυβέρνησης: «ας είμαστε ξεκάθαροι με τη διαμαρτυρία μας και να απαιτήσουμε όλοι μαζί την παραίτηση αυτής της κυβέρνησης της τρόικας – μιας κυβέρνησης που είναι πιο φιλο-τροϊκανή και από την ίδια την τρόικα.» Και προσθέτει: «αλλά αυτό δεν αρκεί. Δεν επιθυμούμε την αντικατάσταση αυτής της κυβέρνησης της τρόικας με μια άλλη κυβέρνηση της τρόικας πιο ελαφριάς μορφής. Η τρόικα και η λιτότητα δε δουλεύουν… Αυτή η διαδήλωση δείχνει την κόκκινη κάρτα σε όλες τις πολιτικές λιτότητας της κυβέρνησης, αλλά και εκείνες κάθε άλλης κυβέρνησης που θα προσπαθήσει να αλλάξει το όνομα των πραγμάτων, αλλά θα υλοποιήσει τα ίδια μέτρα.» Συζητώντας για το τι πρέπει να γίνει στη συνέχεια, το ψήφισμα σωστά προσδιορίζει «τη σημασία μιας γενικής απεργίας σε αυτή τη φάση του αγώνα» και προσθέτει πως θα πρέπει να είναι μια «παλλαϊκή γενική απεργία» που θα περιλαμβάνει όλα τα τμήματα της κοινωνίας που θα κληθεί από τα συνδικάτα αλλά θα περιλαμβάνει την πλατιά στήριξη από το σύνολο του πληθυσμού και θα είναι «ικανή να παραλύσει το σύνολο της χώρας, με ενότητα, ενάντια στην καταστροφή που μας επιβάλλεται.»
Το ψήφισμα καταλήγει με ένα κάλεσμα για νέα διαδήλωση το βράδυ της 21ης Σεπτεμβρίου, όταν το Συμβούλιο Επικρατείας συνεδριάσει για να συζητήσει τα μέτρα και επίσης αναγνωρίζει το διεθνή χαρακτήρα του αγώνα: «Είναι σημαντικό αυτός ο αγώνας να αγνοήσει τα σύνορα και να γίνει, όπως σήμερα ιβηρικός, ευρωπαϊκός, διεθνής.»
Οι ηγέτες της CGTP έχουν ήδη ζητήσει την πτώση της κυβέρνησης και όλοι αναμένουν πως τα συνδικάτα θα αναγκαστούν να καλέσουν μια νέα γενική απεργία. Μέχρι τώρα η CGPT κάλεσε μια εθνική πορεία στη Λισαβόνα στις 29 Σεπτεμβρίου, αλλά αντιστάθηκε στην προσπάθεια προσδιορισμού ημέρας για τη γενική απεργία. Αυτή τη φορά, η UGT που πρόσκειται στο Σοσιαλιστικό κόμμα ίσως να αναγκαστεί να συμμετάσχει, σπάζοντας τη συμφωνία που υπέγραψε με την κυβέρνηση στις αρχές του χρόνου. Η εμπειρία της Ελλάδας ωστόσο δείχνει πως στο τωρινό πλαίσιο της ακραίας καπιταλιστικής κρίσης, ακόμα και οι πιο μαχητικές γενικές απεργίες δεν είναι αρκετές για να αναγκάσουν την κυβέρνηση να υποχωρήσει. Είναι απαραίτητο το εργατικό κίνημα και οι οργανώσεις του να είναι σε θέση του θέσουν το ζήτημα της εναλλακτικής στην καπιταλιστική λιτότητα και επίσης να προσφέρουν μια ξεκάθαρη πολιτική εναλλακτική λύση. Το ερώτημα είναι: εάν αυτή η κυβέρνηση πέσει (και αυτή είναι δυνατό), τι θα έπρεπε να μπει στη θέση της και τι είδους πολιτικές θα έπρεπε να εφαρμοστούν;
Τα αστικά ΜΜΕ της Πορτογαλίας σφύζουν από φήμες και συζητήσεις για την πιθανότητα μιας τεχνοκρατικής κυβέρνησης που θα αντικαταστήσει την τωρινή. Οι ηγέτες του Σοσιαλιστικού κόμματος έχουν ξεκαθαρίσει πως αυτή θα ήταν η επιθυμητή τους επιλογή, αφού θα τους επέτρεπε να αποφύγουν να είναι οι μοναδικοί υπεύθυνοι για εξαιρετικά αντιδημοφιλή μέτρα που θα έπρεπε να πάρουν. Δεν είναι ούτε έτοιμοι, ούτε το επιθυμούν να αναλάβουν αυτή τη στιγμή. Από την άλλη μεριά, το PSD που αντιμετωπίζει τεράστια απαξίωση και εσωτερικές διασπάσεις σαν αποτέλεσμα της πίεσης των μαζών ενάντια στις πολιτικές του, θα προτιμούσε επίσης να αποχωρήσει και να αφήσει να αναλάβει μια «τεχνοκρατική» κυβέρνηση.
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις, μετά την ανακοίνωση των μέτρων της 7ης Σεπτεμβρίου, φανερώνουν πτώση του κυβερνητικού συνασπισμού με το PSD να βρίσκεται πλέον στο 33% (από το μέγιστο 38,7% των εκλογών του Ιουνίου 2011) και το PP λίγο κάτω από το 10% (στις εκλογές είχε λάβει 11,7%). Το Σοσιαλιστικό Κόμμα από το 28,1% ανήλθε στο 35,4% και υπάρχει επίσης κάποια αύξηση στα δύο κόμματα της αριστεράς, με τους Κομμουνιστές από το 7,9% να βρίσκονται στο 9,3%, και το Μπλόκο από το 5,2% στο 7%. Ξεκάθαρα, αυτές οι δημοσκοπήσεις δεν αντανακλούν πλήρως τη λαϊκή αντίδραση στη σημερινή κυβέρνηση και το βάθος του συσσωρευμένου θυμού.
Είναι κρίσιμο τόσο για το Κομουνιστικό Κόμμα όσο και για το Μπλόκο της Αριστεράς να υιοθετήσουν ένα ξεκάθαρο πρόγραμμα που να ξεκινάει από την παραδοχή πως η κρίση του καπιταλισμού βρίσκεται στη ρίζα των μέτρων που επιβάλλονται και πως από αυτό αναπτύσσονται μια σειρά από μεταβατικά αιτήματα που συνδέουν το συγκεκριμένο αγώνα ενάντια στα διάφορα μέτρα λιτότητας με τη γενική προοπτική της απαλλοτρίωσης των καπιταλιστών και το δημοκρατικό σχεδιασμό της οικονομίας κάτω από εργατικό έλεγχο.
Μετάφραση: Άγγελος Ηρακλείδης