Μία νέα πολεμική αναμέντρηση ξέσπασε ανάμεσα σε δύο διαχρονικούς αντιπάλους, την Ινδία και το Πακιστάν, με τις δύο πλευρές να ισχυρίζονται ήδη πως έχουν πετύχει «νίκες». Τις πρώτες πρωινές ώρες της 7ης Μαΐου, η Ινδική Πολεμική Αεροπορία εξαπέλυσε εννέα επιθέσεις εντός του Πακιστάν και στα εδάφη του πακιστανικού Κασμίρ. Από την άλλη πλευρά, το Πακιστάν ισχυρίζεται πως κατέρριψε πέντε ινδικά μαχητικά, κάτι που η Ινδία μέχρι στιγμής αρνείται.
Η Ινδία δηλώνει πως στόχευσε στρατόπεδα των ισλαμιστικών οργανώσεων Λασκάρ-ε-Τάιμπα και Τζάις-ε-Μοχάμαντ, οι οποίες ευθύνονται για πολλές τρομοκρατικές επιθέσεις στην Ινδία. Το Πακιστάν ανακοίνωσε πως σκοτώθηκαν 26 άνθρωποι και τραυματίστηκαν 46, σε επιθέσεις που έπληξαν διάφορες πόλεις, συμπεριλαμβανομένου του Μουρίντκε, κοντά στη Λαχώρη και τμήματα του «Αζάντ» Κασμίρ. Μεταξύ των θυμάτων είναι συγγενείς και συνεργάτες του Μαχσούντ Αζχάρ, που βρίσκεται στη λίστα τρομοκρατών του ΟΗΕ.
Το Πακιστάν ισχυρίζεται ότι κατέρριψε πέντε ινδικά αεροσκάφη, μεταξύ των οποίων τρία Rafale, ένα MiG-29 και ένα Su-30, και υπόσχεται πως θα απαντήσει δυναμικά. Κατά τη διάρκεια των επιθέσεων αυτών, σημειώθηκαν βομβαρδισμοί στο Κασμίρ. Και οι δύο πλευρές δηλώνουν πως προκάλεσαν βαριές απώλειες στον αντίπαλο.
Οι επιθέσεις αυτές έρχονται λίγες εβδομάδες μετά την τρομοκρατική επίθεση στο Πάχαλγκαμ, τουριστικό θέρετρο στο ινδικό Κασμίρ, όπου σκοτώθηκαν 26 άνθρωποι. Η Ινδία κατηγόρησε το Πακιστάν για αυτή τη σφαγή, και ο Μόντι υποσχέθηκε εκδίκηση – υπόσχεση που υλοποίησε με τις σημερινές επιθέσεις.
Μετά το Πάχαλγκαμ, η Ινδία ανακοίνωσε ότι θα αναστείλει μονομερώς τη Συνθήκη Ινδού Ποταμού (Indus Water Treaty – IWT), που αποτελεί τη βάση για την κατανομή των υδάτων μεταξύ των δύο χωρών. Η συνθήκη αυτή, που υπογράφηκε το 1960, είχε επιβιώσει πολλών πολέμων και κρίσεων — αλλά πλέον είναι το πρώτο θύμα του νέου πολέμου. Ανακοινώθηκαν και άλλα «αντίποινα», όπως η διακοπή των πτήσεων μεταξύ των δύο χωρών.
Από τις κυβερνήσεις και των δύο πλευρών βλέπουμε δηλώσεις που ενισχύουν την πολεμική υστερία. Τα καθεστωτικά μέσα ενημέρωσης βρίσκονται σε παραλήρημα: παρουσιάζουν εικόνες φρίκης, φωνάζουν για πυρηνικές επιθέσεις και ολοκληρωτική εξολόθρευση του αντιπάλου. Όλα αυτά προκαλούν αηδία στην εργατική τάξη, τόσο στην Ινδία όσο και στο Πακιστάν. Η εργατική τάξη και στις δύο χώρες θέλει ειρήνη. Αντιθέτως πολλοί εθνικιστές μικροαστοί κραυγάζουν για εκδίκηση και αίμα.
Και οι δύο κυβερνήσεις προσπαθούν να κερδίσουν υποστήριξη στο εξωτερικό, ενώ οι παγκόσμιες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις –ΗΠΑ, Κίνα και άλλες– παρεμβαίνουν, όχι για την ειρήνη, αλλά για τη διατήρηση των δικών τους συμφερόντων στην περιοχή. Στις 6 Μαΐου συγκλήθηκε και το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, όπου οι δύο χώρες παρουσίασαν τις θέσεις τους. Όπως πάντα, αυτός ο άχρηστος οργανισμός, υποχείριο των ιμπεριαλιστών, δεν έκανε απολύτως τίποτα.
Παράγοντες που προκάλεσαν την σύγκρουση
Αμέσως μετά τα γεγονότα αυτά, η ένταση παραμένει στα ύψη παρά τις εκκλήσεις για αυτοσυγκράτηση. Υπάρχει σοβαρός κίνδυνος νέας κλιμάκωσης, όπου κάθε πλευρά μπορεί να προχωρήσει σε αντίποινα, επεκτείνοντας τον πόλεμο σε μεγαλύτερη κλίμακα. Δεδομένου ότι και οι δύο χώρες διαθέτουν πυρηνικά όπλα, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό έχουν ακουστεί εκκλήσεις για ψυχραιμία. Παρ’ όλα αυτά, ο κίνδυνος γενίκευσης του πολέμου δεν έχει εξαλειφθεί —αν και μπορεί να υπάρξουν παύσεις, ανακωχές ή επανέναρξη της σύγκρουσης ανάλογα με τις περιστάσεις.
Η εχθρότητα μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν δεν έσβησε ποτέ εντελώς τις τελευταίες οκτώ δεκαετίες, ωστόσο πολλοί παράγοντες πυροδότησαν την παρούσα σύγκρουση. Κορυφαίοι ανάμεσά τους είναι οι συνεχώς εντεινόμενες εσωτερικές κρίσεις και των δύο καθεστώτων. Η εργατική τάξη και στις δύο χώρες τρέφει βαθιά απέχθεια για τα αντίστοιχα καθεστώτα. Αυτό ώθησε τις κυβερνήσεις να αναζητήσουν διέξοδο σε έναν εξωτερικό πόλεμο, ελπίζοντας ότι η «εθνική ενότητα» θα αναζωπυρώσει την υποστήριξη στο εσωτερικό και θα νομιμοποιήσει την περαιτέρω λεηλασία των λαϊκών στρωμάτων.
Στην Ινδία, ο Πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι ανησυχεί ιδιαίτερα για τις εκλογές στο Μπιχάρ, όπου κινδυνεύει να χάσει τη στήριξη μεγάλου μέρους των ψηφοφόρων, απογοητευμένων από την όλο και εντονότερη φτώχεια και ανεργία.
Ο Μόντι έχει αξιοποιήσει στο παρελθόν αυτήν την τακτική με επιτυχία. Το 2019, λίγες εβδομάδες πριν από τις γενικές εκλογές, εξαπέλυσε «χειρουργικές» αεροπορικές επιδρομές στο Πακιστάν, επικαλούμενος ως πρόσχημα την τρομοκρατική επίθεση στο Πουλβάμα του κατεχόμενου Κασμίρ. Το Πακιστάν τότε αντέδρασε, καταρρίπτοντας ένα ινδικό μαχητικό και προσωρινά κρατώντας ως όμηρο τον πιλότο, ο οποίος επέστρεψε μετά από λίγες ημέρες. Εκείνη η σύγκρουση –όπως και η σημερινή– αξιοποιήθηκε από τον Μόντι και το κόμμα του για να εξασφαλίσουν μία εκλογική νίκη, κυρίως λόγω της ανυπαρξίας ουσιαστικής αντιπολίτευσης, ιδίως εκ μέρους των Κομμουνιστικών Κομμάτων, που δεν πρότειναν μία ριζοσπαστική εναλλακτική λύση.
Και τώρα, ξανά, ο Μόντι επιστρατεύει την πολεμική ρητορική και τις στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά του Πακιστάν, επιδιώκοντας να αναστρέψει τη φθίνουσα δημοτικότητά του. Στις εκλογές του 2024 έχασε την απόλυτη πλειοψηφία στη Lok Sabha (τη Βουλή των Αντιπροσώπων) και αναγκάστηκε να στηριχθεί σε άλλα κόμματα δημιουργώντας ένα ασταθή συνασπισμό.
Το Μπιχάρ —με πληθυσμό περίπου 130 εκατομμυρίων— είναι κρίσιμο για την πολιτική του επιβίωση. Ο Νιτίς Κουμάρ, επικεφαλής υπουργός από το 2015, κινδυνεύει να χάσει την θέση του. Μια ήττα εκεί θα σήμαινε την αρχή του τέλους για τον Μόντι.
Ο Μόντι συμφώνησε στη διεξαγωγή απογραφής καστών — αίτημα που είχε θέσει το Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο και άλλα κόμματα, κάτι που ο ίδιος και το κόμμα του είχαν καταδικάσει. Η αντιπολίτευση έθεσε το ζήτημα για να κερδίσει τις ψήφους των κατώτερων καστών, υποσχόμενη σε αυτές μεγαλύτερο μερίδιο στις θέσεις του δημόσιου τομέα μέσω ποσοστώσεων. Τώρα, ο Μόντι κάνει πλήρη αναδίπλωση σε αυτό το μέτωπο, προσπαθώντας να γείρει την πλάστιγγα των εκλογών υπέρ του.
Ο συσχετισμός δυνάμεων στη Νότια Ασία
Τη δεκαετία που πέρασε, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός ενίσχυσε τους στρατηγικούς του δεσμούς με την Ινδία, την οποία χρησιμοποιεί ως στήριγμα εναντίον της Κίνας στην ευρύτερη περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού. Γι’ αυτό ο Μόντι αισθάνεται ενισχυμένος απέναντι στο Πακιστάν, έναν παραδοσιακό λακέ των ΗΠΑ, ο οποίος όμως έχει πλέον χάσει την παλιά του αξία για το αφεντικό του, ιδιαίτερα μετά την ταπεινωτική αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν το 2021.
Ο Πακιστανός υπουργός Άμυνας Χαουάζα Άσιφ παραδέχθηκε πρόσφατα σε ξένο τηλεοπτικό δίκτυο ότι, ναι, το Πακιστάν στήριζε τρομοκρατικές ομάδες — αλλά ισχυρίστηκε πως αυτό γινόταν… ως μία «βρώμικη δουλειά» για λογαριασμό των ΗΠΑ και της Βρετανίας, κάτι που όπως είπε ήταν λάθος.
Δεν εξήγησε, ωστόσο, ποιος έδωσε στην κυβέρνηση την εντολή να κάνει αυτή τη βρώμικη δουλειά και γιατί εκείνοι που διέπραξαν αυτό το «λάθος» εξακολουθούν να είναι στην εξουσία και δεν έχουν τιμωρηθεί σύμφωνα με τον πακιστανικό νόμο. Στην πραγματικότητα, αυτό εκφράζει την απογοήτευση της άρχουσας τάξης του Πακιστάν από την εγκατάλειψή της από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό προς όφελος της Ινδίας. Το Πακιστάν τώρα εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από την Κίνα.
Ο Μόντι αξιοποιεί αυτές τις αλλαγές για να ενισχύσει τη γεωπολιτική θέση της Ινδίας στην περιοχή. Η αντιπαράθεση ΗΠΑ–Κίνας αλλάζει ριζικά το συσχετισμό δύναμης στον Ινδικό Ωκεανό και στη Νότια Ασία. Η Κίνα διευρύνει σταθερά την επιρροή της σε όλα τα κράτη της Νότιας Ασίας, χρηματοδοτώντας τεράστια έργα σε Νεπάλ, Μπαγκλαντές, Σρι Λάνκα και Μαλδίβες. Στο Πακιστάν, ο Οικονομικός Διάδρομος Κίνας–Πακιστάν (CPEC) αποτελεί το έργο-ναυαρχίδα της πρωτοβουλίας «Μία Ζώνη–Ένας Δρόμος». Σύμφωνα με πρόσφατη κινεζική έκθεση, το Πακιστάν είναι η χώρα με το υψηλότερο χρέος προς την Κίνα παγκοσμίως.
Παράλληλα, η Κίνα ανακοίνωσε την κατασκευή ενός γιγαντιαίου φράγματος στο Θιβέτ — του μεγαλύτερου παγκοσμίως — που θα ρυθμίζει δραστικά τη ροή του ποταμού Βραχμαπούτρα στην ανατολική Ινδία. Αυτές οι κινήσεις έχουν εντείνει τις εντάσεις Ινδίας–Κίνας, ενώ ταυτόχρονα το διμερές εμπόριο αναπτύσεται δραστικά, προσεγγίζοντας τα 150 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Έτσι, οι δύο δυνάμεις γίνονται ολοένα και πιο αλληλεξαρτώμενες.
Οι επιθέσεις του Μόντι στην εργατική τάξη
Ωστόσο, το πιο σημαντικό για τον Μόντι είναι οι κινητοποιήσεις των εργατών και των αγροτών στην Ινδία, οι οποίες συνεχώς αυξάνονται. Ήδη υπάρχει κάλεσμα για γενική απεργία στις 20 Μαΐου, η οποία προετοιμάζεται εδώ και αρκετούς μήνες. Παρά το γεγονός ότι υπήρξαν πολλές γενικές απεργίες τα προηγούμενα χρόνια, κάθε φορά η οργή και η απέχθεια προς το καθεστώς του Μόντι αυξάνονται, πλησιάζοντας σε σημείο βρασμού. Στην πραγματικότητα, η φαινομενικά εντυπωσιακή επιτυχία της ινδικής οικονομίας σε σχέση με άλλες χώρες του κόσμου έχει προσθέσει καύσιμο σε αυτή την οργή, η οποία θα μπορούσε να εκραγεί πιο σύντομα από ότι κανείς θα περίμενε.
Αξίζει κανείς να αναφέρει το Μπαγκλαντές, το οποίο θεωρούνταν «ανερχόμενος τίγρης» με μία ταχέως αναπτυσσόμενη οικονομία υπό την ηγεσία της Σέιχ Χασίνα. Προς έκπληξη πολλών, παρά τις οικονομικές επιτυχίες, το Μπαγκλαντές βρέθηκε αντιμέτωπο με ένα επαναστατικό κίνημα που ανέτρεψε το καθεστώς.
Μια παρόμοια κατάσταση θα μπορούσε να εξελιχθεί και στην Ινδία. Παρά τους κομπασμούς του Μόντι για τον ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ και το γεγονός ότι η Ινδία έχει γίνει η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο. Ωστόσο, αυτή η κατάσταση μπορεί να αλλάξει ξαφνικά καθώς η παγκόσμια οικονομία βαδίζει σε μία ύφεση.
Προς το παρόν, ο εμπορικός πόλεμος που επιβλήθηκε από τον Τραμπ κατά της Κίνας βοηθά την Ινδία, καθώς η Apple και πολλές άλλες εταιρείες μεταφέρουν τις επιχειρήσεις τους εκεί. Ωστόσο, αυτό έχει οδηγήσει και σε μεγαλύτερη εκμετάλλευση των Ινδών εργατών, οι οποίοι δέχονται βίαιες επιθέσεις από το καθεστώς του Μόντι με νέους αντεργατικούς νόμους. Αυτή η κατάσταση θα μπορούσε να οδηγήσει το εργατικό κίνημα σε πιο μαχητικές δράσεις κατά της κυβέρνησης.
Ένα μαζικό αγροτικό κίνημα είχε πετύχει μία εντυπωσιακή νίκη ενάντια στον Μόντι το 2021, όταν τελευταίος αναγκάστηκε να καταργήσει τους αυστηρούς αντιαγροτικούς νόμους που είχε επιβάλει για να ευνοήσει τις μεγάλες επιχειρήσεις, ενώ κατέστρεφε εκατομμύρια αγρότες και τις οικογένειές τους σε όλη την Ινδία. Ο Μόντι έχει επίσης εξαπολύσει σφοδρές επιθέσεις στην εργατική τάξη στην Ινδία με μειώσεις μισθών, μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, απολύσεις και επιθέσεις στις συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Από την άλλη πλευρά, η ανισότητα έχει φτάσει σε πρωτοφανή επίπεδα. Μετά από περισσότερα από δέκα χρόνια διακυβέρνησης Μόντι, το 1% των Ινδών κατέχει περισσότερο από το 40% του συνολικού πλούτου της χώρας, ενώ το κατώτερο 50% κατέχει μόλις το 3%. Τουλάχιστον 129 εκατομμύρια Ινδοί ζουν σε ακραία φτώχεια. Ο Μόντι χρησιμοποίησε αυτόν τον πόλεμο για να εκτρέψει όλη αυτή την οργή της εργατικής τάξης προς έναν εξωτερικό εχθρό. Παρουσιάζει αυτή τη σύγκρουση ως μια νίκη εναντίον της τρομοκρατίας για να συνεχίσει τη διακυβέρνησή του προς όφελος της ινδικής αστικής τάξης, λεηλατώντας τον πλούτο της χώρας.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα Κομμουνιστικά Κόμματα έχουν εκδώσει απαράδεκτες σοβινιστικές δηλώσεις στήριξης στην πολιτική του Μόντι. Η δήλωση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ινδίας αναφέρει: «Το CPI πιστεύει ότι η Ινδία δεν είχε άλλη επιλογή από το να αντιδράσει με αυστηρότητα εναντίον των πηγών αυτής της τρομοκρατίας», συγχαίροντας τον Μόντι για την «εκλεπτυσμένη και μη εμπρηστική προσέγγισή του», και στη συνέχεια καλεί την κυβέρνηση Μόντι να ενώσει όλες τις πολιτικές δυνάμεις σε μία εθνική ενότητα εναντίον της τρομοκρατίας!
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ινδίας (Μαρξιστικό) – το οποίο υποτίθεται ότι είναι πιο αριστερό από τα άλλα κομμουνιστικά κόμματα – επίσης επαινεί την κυβέρνηση και καλεί ακόμη και για περισσότερη «πίεση» στην κυβέρνηση του Πακιστάν και περισσότερη δράση από την κυβέρνηση για να διασφαλιστεί η «εδαφική ακεραιότητα της χώρας». Πρόκειται για προδοσία του διεθνιστικού καθήκοντος των κομμουνιστικών κομμάτων να αγωνίζονται εναντίον του πολεμοκάπηλου και σοβινιστικού καθεστώτος της δικής τους άρχουσας τάξης και να υπερασπίζονται την αυτοδιάθεση του λαού του Κασμίρ.
Η άρχουσα τάξη του Πακιστάν
Η άρχουσα τάξη του Πακιστάν έχει επωφεληθεί από αυτήν τη σύγκρουση ακόμη περισσότερο από τον Μόντι, χρησιμοποιώντας την για να συντρίψει το αυξανόμενο κύμα μαζικών κινημάτων εναντίον της. Για να συνεχίσει το ληστρικό της έργο, η αστική τάξη και οι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί έχουν επιβάλει περικοπές, ιδιωτικοποιήσεις νοσοκομείων, σχολείων και κολεγίων σε όλη τη χώρα. Έχουν ξεσπάσει μαζικά κινήματα εργαζομένων σε αυτούς τους τομείς και μόλις μια ημέρα πριν από την ινδική απεργία, πραγματοποιήθηκαν μεγάλες διαδηλώσεις σε πολλές πόλεις του Παντζάμπ, στις οποίες συμμετείχαν χιλιάδες εργαζόμενοι στα νοσοκομεία, συμπεριλαμβανομένων νεαρών γιατρών.
Υπάρχουν επίσης πολλά άλλα μαζικά κινήματα που εξελίσσονται σε όλη τη χώρα, όπως το μαζικό κίνημα των Μπαλουχιστάν κατά της κρατικής καταπίεσης και εθνικής καταπίεσης, το οποίο το κράτος δεν έχει καταφέρει να υποτάξει παρά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις που έχουν σκοτώσει χιλιάδες ανθρώπους και καταστρέψει ολόκληρους πληθυσμούς. Στην πραγματικότητα, αυτές οι επιχειρήσεις και οι συλλήψεις έχουν εντείνει τις μαζικές διαμαρτυρίες σε όλο το Μπαλουχιστάν.
Αυτό το μαζικό κίνημα έχει επίσης αποκαλύψει την χρεοκοπία και τον αντιδραστικό ρόλο των ένοπλων ομάδων που ισχυρίζονται ότι μάχονται για την εθνική απελευθέρωση και κατά του πακιστανικού στρατού. Στην πραγματικότητα, οι πρόσφατες απαγωγές στο Τζάφαρ Εξπρές, ένα τρένο που μετέφερε εκατοντάδες επιβάτες, συμπεριλαμβανομένων στρατιωτών, θεωρούνται από μερικούς ως η αφορμή για αυτά τα πρόσφατα γεγονότα.
Το Πακιστάν κατηγορεί την Ινδία για την υποστήριξη των ανταρτών του Μπαλουχιστάν και έχει υποσχεθεί εκδίκηση. Ωστόσο, η κύρια απειλή για την άρχουσα τάξη του Πακιστάν δεν είναι αυτές οι ένοπλες ομάδες, οι οποίες υποτίθεται ότι υποστηρίζονται από το ινδικό κράτος και το καθεστώς των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, αλλά το μαζικό κίνημα στο οποίο συμμετέχουν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι σε όλο το Μπαλουχιστάν.
Μια άλλη πραγματική απειλή για την αστική τάξη στο Πακιστάν εμφανίστηκε πρόσφατα με την έκρηξη ενός μαζικού κινήματος στην επαρχία Σινδ για το ζήτημα των νέων καναλιών και του ποταμού Ινδού. Η πακιστανική κυβέρνηση είχε ανακοινώσει σχέδια για την κατασκευή έξι νέων καναλιών στον ποταμό Ινδό, εκ των οποίων κάποια θα προμήθευαν κυρίως νερό σε μια έρημο που ονομάζεται Τσολιστάν.
Αυτό το έργο 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων ήταν υπό τον έλεγχο του στρατού και υποστηρίζονταν από την Παγκόσμια Τράπεζα. Θα επηρέαζε σημαντικά τους αγρότες της Σινδ και του Παντζάμπ, οι οποίοι ήδη αντιμετωπίζουν λειψυδρία. Η εκτροπή του νερού προς αυτά τα νέα κανάλια θα κατέστρεφε τις ζωές εκατοντάδων χιλιάδων αγροτών.
Η κυβέρνηση του Πακιστάν έχει πλήξει σοβαρά τους φτωχούς αγρότες. Οι αγρότες που καλλιεργούν βασικά προϊόντα όπως το σιτάρι έχουν καταστραφεί, καθώς αναγκάζονται να το πουλήσουν σε τιμές κάτω του κόστους.
Αυτή η κατάσταση πυροδότησε ένα μαζικό κίνημα στη Σινδ, στο οποίο μια διαμαρτυρία που ξεκίνησε στις 16 Απριλίου έκλεισε την κύρια αρτηρία της χώρας που συνδέει τη Σινδ με το Παντζάμπ. Όλα τα αγαθά που μεταφέρονταν στη χώρα σταμάτησαν εντελώς για μερικές εβδομάδες κατά τη διάρκεια αυτών των διαδηλώσεων. Η κυβέρνηση δεν κατάφερε να επιλύσει το ζήτημα παρά τις έντονες προσπάθειες του κύριου κυβερνητικού εταίρου, του PPP, που βρίσκεται επίσης στην εξουσία στην επαρχία της Σινδ.
Το κίνημα αυξανόταν και όλο και περισσότεροι άνθρωποι από τη Σινδ βγήκαν για να συμμετάσχουν στις διαμαρτυρίες και να επιτεθούν στους στρατηγούς και επίσης στο PPP για τον προδοτικό του ρόλο. Αν και το PPP και άλλα κόμματα προσπάθησαν να εκτρέψουν αυτό το κίνημα προς εθνικιστικό μίσος κατά του Παντζάμπ, δεν ήταν πολύ επιτυχημένα σε αυτό.
Τελικά, η κυβέρνηση αποδέχτηκε τα αιτήματα των διαδηλωτών, αν και ψευδώς ισχυρίστηκε ότι αυτό δεν οφειλόταν στην πίεση του κινήματος, αλλά στην μονομερή ακύρωση από τον Μόντι της Συνθήκης για το Νερό του Ινδού. Σε αυτό το πλαίσιο, η ηγεσία του PPP, επιτέθηκε στον Μόντι και δήλωσε ότι «ή το νερό μας θα ρέει ή το αίμα τους θα χυθεί».
Εν τω μεταξύ, αυτός και το κόμμα του πλουτίζουν από το αίμα και τον ιδρώτα εκατομμυρίων αγροτών και εργατών στο Πακιστάν. Αυτή η σύγκρουση τους έχει σίγουρα βοηθήσει να εκτρέψουν την οργή των εργατών.
Μαζικά κινήματα στο Κασμίρ
Αντίστοιχα, ένα μαζικό κίνημα εξελίσσεται στο κατεχόμενο από το Πακιστάν Κασμίρ, όπου δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι κινητοποιήθηκαν δύο φορές το τελευταίο έτος, επιτυγχάνοντας μια αποφασιστική νίκη.
Υπό την ηγεσία της Awami Action Committee (Λαϊκή Επιτροπή Δράσης ) στο Κασμίρ, οι πολίτες κέρδισαν τη μάχη ενάντια στην αύξηση των τιμών, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να μειώσει δραστικά την τιμή του ρεύματος και του αλευριού. Μία μονάδα ρεύματος στην Αζάντ Κασμίρ, που πριν το κίνημα κόστιζε πάνω από 50 ρουπίες, τώρα κοστίζει 3 ρουπίες. Το κίνημα παραμένει ισχυρό, και στις 13 Μαΐου είναι προγραμματισμένη άλλη μία μαζική συγκέντρωση στο Μουζαφαραμπάντ για την πρώτη επέτειο των μαρτύρων του κινήματος, οι οποίοι σκοτώθηκαν από το πακιστανικό κράτος.
Αυτό το κίνημα συζητείται επίσης με ενθουσιασμό στο Κασμίρ που ελέγχεται από την Ινδία και εμπνέει άλλες μαζικές κινητοποιήσεις κατά της καταπίεσης από το ινδικό κράτος.
Ο Μόντι έχει συγχαρεί τον εαυτό του για την «επίλυση» του ζητήματος του Κασμίρ μέσω των αυστηρών μέτρων του. Καυχάται για την καταστολή του μαζικού επαναστατικού κινήματος στο Κασμίρ, καταργώντας ένα ειδικό άρθρο του ινδικού συντάγματος που αφορούσε το Κασμίρ το 2019 και προχωρώντας σε σκληρή καταστολή και διώξεις για πολλά χρόνια.
Η στρατιωτική παρουσία στο Κασμίρ παραμένει τεράστια, αλλά η κυβέρνηση του Μόντι προσπαθεί να φέρει πίσω τουρίστες και επιχειρήσεις. Παρά την αποκατάσταση της «κανονικότητας» στο Κασμίρ με την εγκαθίδρυση μιας δήθεν εκλεγμένης (αλλά αδύναμης) κυβέρνησης, εξακολουθεί να υπάρχει η δυνατότητα για ένα άλλο μαζικό κίνημα εκεί, ιδιαίτερα εμπνευσμένο από το κίνημα της Awami Action Committee στην Αζάντ Κασμίρ και το Γκιλγκίτ-Μπαλτιστάν.
Χρησιμοποίηση του ζητήματος του Κασμίρ
Για άλλη μια φορά, το ζήτημα του Κασμίρ χρησιμοποιείται σε αυτόν τον πόλεμο, από την άρχουσα τάξη και των δύο χωρών, για να επιτεθούν στην εργατική τάξη των δικών τους χωρών και του Κασμίρ, και για να συνεχίσουν την κατοχή τους.
Μόνο η ενωμένη δράση της εργατικής τάξης και των δύο χωρών μπορεί να ανατρέψει αυτούς τους στόχους και σκοπούς. Δυστυχώς, τα κομμουνιστικά κόμματα και η Αριστερά και στις δύο χώρες έχουν πλήρως υποταχθεί στην άρχουσα τάξη, και οι θέσεις τους για το ζήτημα του Κασμίρ και για τον πόλεμο είναι οι ίδιες με αυτές του κράτους και των κυβερνώντων κομμάτων.
Στην πραγματικότητα, κανένα πολιτικό κόμμα ή ηγέτης δεν μιλάει για την ανατροπή του καπιταλισμού και του καπιταλιστικού κράτους, είτε στην Ινδία είτε στο Πακιστάν, τα οποία είναι η ρίζα όλων των πολέμων, της εθνικής καταπίεσης και της τρομοκρατίας που αναγκάζουν τους ανθρώπους της περιοχής να υποφέρουν.
Η διαίρεση της υποηπείρου και η οικοδόμηση αυτών των καπιταλιστικών κρατών ωφέλησε μόνο τις άρχουσες τάξεις αυτών των χωρών και τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις του κόσμου. Οι εργάτες και στις δύο πλευρές συνεχίζουν να ζουν σε ακραία φτώχεια, να υποφέρουν από την ανεργία και τη δυστυχία, ενώ οι πλούσιοι και στις δύο πλευρές ζουν σε προκλητική πολυτέλεια. Η άρχουσα τάξη και των δύο χωρών έχει διεξάγει αρκετούς πολέμους και χιλιάδες άνθρωποι έχουν σκοτωθεί. Αν δεν βρίσκονται σε πόλεμο, προετοιμάζονται γι’ αυτόν και χτίζουν τα οπλοστάσιά τους δίνοντας δισεκατομμύρια δολάρια που θα μπορούσαν αν δοθούν για σχολεία, νοσοκομεία και για την αντιμετώπιση της μαζικής φτώχειας.
Η κατάσταση έχει φτάσει στο σημείο όπου και οι δύο χώρες διαθέτουν πυρηνικό οπλοστάσιο και τα πιο εξελιγμένα όπλα, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες πεθαίνουν κάθε χρόνο και στις δύο πλευρές λόγω της πείνας και της έλλειψης φαρμάκων. Για να συνεχίσουν τη λεηλασία τους, αυτές οι άρχουσες τάξεις χρησιμοποιούν την πολιτική της θρησκευτικής, εθνικιστικής και άλλης προκατάληψης για ναι να συνεχίσουν να στηρίζουν αυτό το σύστημα εκμετάλλευσης.
Για να τερματιστούν αυτοί οι πόλεμοι, η εργατική τάξη και των δύο χωρών θα πρέπει να διεξάγει έναν αγώνα ενάντια στην ίδια την άρχουσα τάξη τους και να ανατρέψει το καπιταλιστικό σύστημα, το οποίο είναι η ρίζα όλων των σφαγών και της τρομοκρατίας.
Στις 20 Μαΐου, αναμένεται ότι πάνω από 250 εκατομμύρια εργάτες και αγρότες θα συμμετάσχουν σε γενική απεργία στην Ινδία. Αυτή είναι μια στιγμή στην οποία η ηγεσία αυτής της απεργίας μπορεί να προσφέρει ένα πρόγραμμα εργατικής αλληλεγγύης για να τελειώσει αυτούς τους πολέμους για πάντα και να ξεκινήσει έναν ταξικό πόλεμο ενάντια στον Μόντι και το καθεστώς του. Μαζί με τα άμεσα αιτήματα των εργατών και των αγροτών, πρέπει να προστεθούν και πολιτικά αιτήματα που θα στρέφονται ενάντια στην εκμετάλλευση της αστικής τάξης στην Ινδία και τα συμφέροντά της.
Από την άλλη πλευρά, οι εργάτες στο Πακιστάν μπορούν να διοργανώσουν διαδηλώσεις αλληλεγγύης και συγκεντρώσεις με τα ίδια αιτήματα για να τερματίσουν αυτόν τον πόλεμο και να ξεκινήσουν έναν ταξικό πόλεμο ενάντια στην άρχουσα τάξη του Πακιστάν, η οποία υποστηρίζεται από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις του κόσμου.
Μόνο μια σοσιαλιστική επανάσταση σε όλη την υποήπειρο μπορεί να προσφέρει έναν δρόμο μπροστά για την εργατική τάξη, έναν δρόμο που θα τερματίσει αυτά τα τεχνητά σύνορα που χωρίζουν την Ινδία και το Πακιστάν για πάντα. Μόνο μια σοσιαλιστική ομοσπονδία της Νότιας Ασίας μπορεί να εξασφαλίσει το τέλος των πολέμων, της φτώχειας, της ανεργίας και της δυστυχίας, και την καταπίεση του Κασμίρ. Αυτή η επανάσταση θα ανοίξει την περίοδο ευημερίας και ανάπτυξης σε όλη την περιοχή και θα αποτελέσει το σημείο εκκίνησης μιας παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης που θα αφανίσει τον καπιταλισμό από την επιφάνεια της Γης.
Ζήτω η διεθνιστική ενότητα των εργατών σε Πακιστάν και Ινδία!
Ταξικός πόλεμος ενάντια στον πόλεμο!
Εμπρός για τη σοσιαλιστική επανάσταση στην Ινδία και το Πακιστάν!
Εμπρός για την σοσιαλιστική ομοσπονδία της Νότιας Ασίας!
Εργάτες όλων των χωρών, ενωθείτε!
Άνταμ Παλ
Ηγετικό στέλεχος του Επαναστατικού Κομμουνιστικού Κόμματο (πακιστανικό τμήμα της RCI)
7 Μαΐου 2025
Μετάφραση από www.marxist.com: Ηλίας Κυρούσης