[nextpage title=”μέρος 1ο” ]
Λέον Τρότσκι
Η γλώσσα είναι το σπουδαιότερο όργανο σύνδεσης ανθρώπου με άνθρωπο και, κατά συνέπεια, σύνδεσης στην οικονομία. Γίνεται γλώσσα εθνική με’ τη νίκη της εμπορευματικής κυκλοφορίας που ενώνει το έθνος. Πάνω σ’ αυτή τη βάση θεμελιώνεται το εθνικό κράτος, σαν το πιο βολικό, πιο πλεονεκτικό και ομαλό πεδίο των καπιταλιστικών σχέσεων. Στη δυτική Ευρώπη η εποχή της διαμόρφωσης των αστικών εθνών, αν αφήσουμε κατά μέρος τον αγώνα των Κάτω Χωρών για την ανεξαρτησία και την τύχη της νησιώτικης Αγγλίας, άρχισε με τη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση και ουσιαστικά ολοκληρώθηκε, πάνω–κάτω σ’ έναν αιώνα, με τη συγκρότηση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας.
Όμως την περίοδο που το εθνικό κράτος στην Ευρώπη είχε πάει πια να απορροφάει τις παραγωγικές δυνάμεις και εξελισσότανε σε κράτος ιμπεριαλιστικό, στην Ανατολή –Περσία, Βαλκάνια, Κίνα, Ινδία– μόλις άρχιζε ή εποχή των εθνικοδημοκρατικών επαναστάσεων που η παρόρμησή τους είχε δοθεί από τη Ρωσική Επανάσταση του 1905. Ο Βαλκανικός Πόλεμος του 1912 αντιπροσώπευε την αποπεράτωση της διαμόρφωσης των εθνικών κρατών στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος που ακολούθησε, αποτελείωσε στο δρόμο του, στην Ευρώπη, το ασυμπλήρωτο έργο των εθνικών επαναστάσεων οδηγώντας στο διαμελισμό της Αυστρουγγαρίας, στη δημιουργία της ανεξάρτητης Πολωνίας και των μεθοριακών κρατών που αποσπάστηκαν από την Αυτοκρατορία των τσάρων.
Η Ρωσία είχε συγκροτηθεί όχι σαν Κράτος εθνικό, μα σαν κράτος πολυεθνικό. Αυτό ανταποκρινότανε στον καθυστερημένο χαραχτήρα της. Πάνω στη βάση μιας επεκτατικής γεωργικής οικονομίας και της χωρικής χειροτεχνίας, η εμπορευματική πρωτεύουσα αναπτυσσόταν όχι σε βάθος, όχι μεταποιώντας την παραγωγή, μα σε πλάτος, μεγαλώνοντας την ακτίνα των επιχειρήσεών της. Ο έμπορος, ο γαιοκτήμονας και ο δημόσιος υπάλληλος μετακινούνταν από το κέντρο στην περιφέρεια, ακολουθώντας τους χωρικούς που διασκορπίζονταν αναζητώντας παρθένες γαίες και φορολογικές απαλλαγές, διεισδύανε σε καινούργια εδάφη όπου βρίσκονταν φυλές ακόμα πιο καθυστερημένες. Η εξάπλωση του κράτους ήταν βασικά εξάπλωση μιας γεωργικής οικονομίας που, παρά τον πρωτογονισμό της, έδειχνε ανωτερότητα απέναντι στους νομάδες του Νότου και της Ανατολής. το καστικογραφειοκρατικό κράτος του διαμορφώθηκε πάνω σ’ αυτή την απέραντη και ολοένα διευρυνόμενη βάση έγινε αρκετά ισχυρό για να καθυποτάξει στη Δύση ορισμένα έθνη με ανώτερη κουλτούρα, όμως ανίκανα, από το μικρό πληθυσμό τους ή από μιαν εσωτερική κρίση, να υπερασπίσουνε την ανεξαρτησία τους (Πολωνία, Λιθουανία, Βαλτικές χώρες, Φιλανδία).
Στα εβδομήντα εκατομμύρια Μεγαλορώσους που αποτελούσαν το μαζικό κέντρο της χώρας προστέθηκαν βαθμιαία κάπου ενενήντα εκατομμύρια «αλλογενείς» που διαιρούνταν καθαρά σε δυο ομάδες: στους Δυτικούς, που ήταν ανώτεροι απ’ τους Μεγαλορώσους σε κουλτούρα και στους Ανατολικούς, που είχαν κατώτερο επίπεδο. Έτσι συγκροτήθηκε μια αυτοκρατορία όπου η κυρίαρχη εθνότητα αντιπροσώπευε μόνο το 43% του πληθυσμού, ενώ το 57% (απ’ όπου 17% Ουκρανοί, 6% Πολωνοί, 4,5% Λευκορώσοι) αναφέρονταν σε εθνότητες που διαφέρανε στο βαθμό της κουλτούρας τους και στην ανισότητα των δικαιωμάτων τους.
Οι αχόρταγες απαιτήσεις του κράτους και η ανέχεια της αγροτικής βάσης κάτω από τις κυρίαρχες τάξεις γεννούσαν τις πιο άγριες μορφές εκμετάλλευσης. Η εθνική καταπίεση στη Ρωσία ήταν άπειρα πιο κτηνώδικη απ’ ό,τι στα γειτονικά κράτη, όχι μόνο στη δυτική μα ακόμα και στην ανατολική μεθόριο. Ο μεγάλος αριθμός των αδικημένων εθνών και η οξύτητα της νομικής τους κατάστασης έδιναν στο εθνικό πρόβλημα στην τσαρική Ρωσία τεράστια εκρηκτική δύναμη.
Αν στα κράτη με εθνική ομοιογένεια η αστική επανάσταση ανάπτυσσε ισχυρές κεντρομόλες τάσεις, περνώντας κάτω από το έμβλημα της πάλης εναντίον του επιμερισμού όπως στη Γαλλία, είτε του εθνικού κατακερματισμού όπως στην Ιταλία και τη Γερμανία – στα ετερογενή κράτη, σαν την Τουρκία, τη Ρωσία, την Αυστρουγγαρία, η αργοπορημένη επανάσταση της μπουρζουαζίας εξαπέλυε, αντίθετα, φυγόκεντρες δυνάμεις. Παρά την ολοφάνερη αντίθεση ανάμεσα σ’ αυτά τα προτσέσα, εκφρασμένη με όρους της μηχανικής, η ιστορική τους αποστολή είναι ίδια στο μέτρο που και στις δυο περιπτώσεις πρόκειται να χρησιμοποιηθεί η εθνική ενότητα σαν σημαντική οικονομική δεξαμενή: χρειαζότανε γι’ αυτό να γίνει η ενότητα της Γερμανίας, χρειαζόταν αντίθετα να διαμελιστεί η Αυστρουγγαρία.
Ο Λένιν είχε υπολογίσει σε εύθετο χρόνο τον αναπόφευκτο χαραχτήρα των φυγόκεντρων εθνικών κινημάτων στη Ρωσία και για χρόνια είχε παλέψει πεισματικά, ιδιαίτερα εναντίον της Ρόζας Λούξεμπουργκ, για την περίφημη παράγραφο 9 του παλιού προγράμματος του κόμματος, που διατύπωνε το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών, δηλαδή του πλήρους κρατικού αποχωρισμού τους. Μ’ αυτό, το μπολσεβίκικο κόμμα δεν επιφορτιζότανε καθόλου να κάνει σεπαρατιστική1 προπαγάνδα. Υποχρεωνότανε μόνο να αντιταχτεί με αδιαλλαξία σε κάθε λογής εθνική καταπίεση μαζί και στη συγκράτηση με τη βία αυτής ή εκείνης της εθνότητας μέσα στα όρια ενός κοινού κράτους. Μόνο απ’ αυτό το δρόμο το ρωσικό προλεταριάτο μπόρεσε βαθμιαία να κατακτήσει την εμπιστοσύνη των καταπιεζόμενων εθνοτήτων.
Μα αυτό δεν ήταν παρά μια πλευρά του ζητήματος. Η πολιτική του μπολσεβικισμού στον εθνικό τομέα είχε και μιαν άλλη όψη, φαινομενικά σ’ αντίφαση με την πρώτη, και που την συμπλήρωνε στην πραγματικότητα. Μέσα στα πλαίσια του κόμματος και γενικά των εργατικών οργανώσεων ο μπολσεβικισμός εφάρμοζε τον πιο αυστηρό συγκεντρωτισμό, παλεύοντας αδυσώπητα εναντίον κάθε εθνικιστικής μόλυνσης που θα μπορούσε να φέρει σε αντίθεση τους εργάτες ανάμεσά τους ή να τους διαιρέσει. Ενώ αρνιότανε ξεκάθαρα στο αστικό κράτος το δικαίωμα να επιβάλλει σε μιαν εθνική μειονότητα την αναγκαστική διαμονή ή ακόμα και την επίσημη γλώσσα, ο μπολσεβικισμός θεωρούσε σύγκαιρα χρέος του αληθινά ιερό να συνδέσει όσο γινότανε στενότερα, διαμέσου μιας θεληματικής ταξικής πειθαρχίας, τους εργαζόμενους από διάφορες εθνότητες σ’ ένα ενιαίο σύνολο. Έτσι απέκρουε απλά και καθαρά την εθνικοομοσπονδιακή αρχή διάρθρωσης του κόμματος. Μια επαναστατική οργάνωση δεν είναι το πρωτότυπο του μελλοντικού κράτους, δεν είναι παρά ένα όργανο για τη δημιουργία του. Το εργαλείο πρέπει να είναι κατάλληλο για την κατασκευή του προϊόντος, μα δεν πρέπει καθόλου να εξομοιώνεται μ’ αυτό. Μόνο μια συγκεντρωτική οργάνωση μπορεί να εξασφαλίσει την επιτυχία της επαναστατικής πάλης – και μάλιστα όταν πρόκειται να καταστρέψει τη συγκεντρωτική καταπίεση πάνω στα έθνη.
Η ανατροπή της μοναρχίας έπρεπε ολότελα αναγκαστικά να σημαίνει για τα καταπιεζόμενα έθνη της Ρωσίας και την εθνική τους επανάσταση. Εδώ φανερώθηκε, ωστόσο, κείνο που είχε παρουσιαστεί σε όλα τα άλλα πεδία του φεβρουαριανού καθεστώτος: η επίσημη δημοκρατία, δεσμευμένη απ’ την πολιτική της εξάρτηση απέναντι στην ιμπεριαλιστική μπουρζουαζία, βρέθηκε ολότελα ανίκανη να χαλάσει τα παλιά δεσμά. Θεωρώντας αναμφισβήτητο δικαίωμά της να ρυθμίζει τις τύχες όλων των άλλων εθνών, εξακολουθούσε να προστατεύει με ζήλο τις πηγές πλούτου, δύναμης και επιρροής που έδιναν στη μεγαλορωσική μπουρζουαζία κυριαρχική θέση. Η συμφιλιωτική δημοκρατία ερμήνευε μόνο τις παραδόσεις της εθνικής πολιτικής του τσαρισμού στη γλώσσα της απελευθερωτικής ρητορικής: το ζήτημα ήταν τώρα να υπερασπίσουνε την ενότητα της επανάστασης. Μα ο συνασπισμός που διοικούσε είχε κι ένα άλλο επιχείρημα πιο σοβαρό: εκτιμήσεις που τις δικαιολογούσε η πολεμική περίοδος. Αυτό σημαίνει πως οι απελευθερωτικές προσπάθειες διαφόρων εθνοτήτων παρουσιάζονταν σαν έργο του αυστρογερμανικού επιτελείου. Κι εδώ επίσης το πρώτο βιολί το παίζαν οι καντέτοι, οι συμφιλιωτές ακομπανιάρανε.
Η καινούργια εξουσία δε μπορούσε, εννοείται, ν’ αφήσει άθιχτη την αποτροπιαστική αφθονία μεσαιωνικών προπηλακισμών σε βάρος των αλλογενών, έλπιζε όμως να περιοριστεί, και πάσχιζε να το κάνει, απλά και μόνο στην κατάργηση των εξαιρετικών νόμων εναντίον διαφόρων εθνών, δηλαδή στην εγκαθίδρυση μιας φαινομενικής ισότητας όλων των στοιχείων του πληθυσμού απέναντι στη γραφειοκρατία του μεγαλορωσικού κράτους.
Η τυπική ισότητα σε νομικά δικαιώματα ωφελούσε κυρίως τους Εβραίους: οι νόμοι που περιόριζαν τα δικαιώματά τους έφταναν τους εξακόσιους πενήντα. Εξάλλου σαν εθνότητα αποκλειστικά αστική κι από τις πιο διασκορπισμένες, οι Εβραίοι δε μπορούσαν να αξιώσουν όχι μόνο κρατική ανεξαρτησία μα ούτε και εδαφική αυτονομία. Οσοναφορά το σχέδιο της λεγόμενης «εθνικοπολιτιστικής αυτονομίας», που θα συνένωνε τους Εβραίους σ’ όλη την έκταση της χώρας γύρω από τα σχολεία και άλλα ιδρύματα, αυτή η αντιδραστική ουτοπία που διάφορες εβραϊκές ομάδες την είχαν δανειστεί από τον Αυστριακό θεωρητικό Όττο Μπάουερ, έλιωνε από την πρώτη κιόλας μέρα της ελευθερίας σαν κερί στον ήλιο.
Μα η επανάσταση είναι ίσα–ίσα επανάσταση γιατί δεν αρκείται σε ελεημοσύνες ούτε σε πληρωμές επί πιστώσει. Η κατάργηση των πια επαίσχυντων περιορισμών καθιέρωνε την τυπική ισονομία των πολιτών, ανεξάρτητα από εθνότητα· μα τόσο πιο ζωηρά ξαναφαινόταν η νομική ανισότητα των ίδιων των εθνών, αφήνοντάς τα σε μέγιστο μέρος στην κατάσταση παιδιών νόθων ή υιοθετημένων από το μεγαλορωσικό κράτος.
Η ισοπολιτεία δεν έδινε τίποτα στους Φιλανδούς που ζητούσαν όχι ισότητα με τους Ρώσους μα την απόσπασή τους από τη Ρωσία. Δεν πρόσφερνε τίποτα στους Ουκρανούς που πρωτύτερα δεν είχαν γνωρίσει κανέναν περιορισμό γιατί τους είχαν με τη βία ανακηρύξει Ρώσους. Δεν άλλαζε τίποτα από την κατάσταση των Λεττονών και των Εσθονών που συνθλίβονταν από τη γερμανική έγγεια ιδιοκτησία και από τη ρωσογερμανική πόλη. Δεν ανακούφιζε σε τίποτα τη μοίρα των καθυστερημένων λαών και φυλών της Ασίας, που διατηρούνταν στο χαμηλότερο επίπεδο της έλλειψης νομικών δικαιωμάτων όχι με περιορισμούς μα με τις αλυσίδες της οικονομικής και πολιτιστικής δουλοπαροικίας. Όλα αυτά τα ζητήματα ο φιλελευθεροσυμφιλιωτικός συνασπισμός δεν ήθελε καν να τα θέσει. Το δημοκρατικό κράτος παράμενε πάντα το κράτος του Μεγαλορώσου δημόσιου λειτουργού που δεν είχε διάθεση να παραχωρήσει τη θέση του σε κανένα.
Όσο η επανάσταση κέρδιζε μάζες πιο βαθιές στην περιφέρεια, τόσο γινότανε πιο φανερό πως η επίσημη γλώσσα ήταν εκεί κάτω η γλώσσα των κυρίαρχων τάξεων. Το καθεστώς της τυπικής δημοκρατίας, με την ελευθερία τύπου και συγκέντρωσης, αναγκάζει τις καθυστερημένες και καταπιεζόμενες εθνότητες να νιώσουν ακόμα πιο οδυνηρά πόσο ήτανε στερημένες από τα πιο στοιχειώδη μέσα πολιτιστικής ανάπτυξης: δικά τους σχολεία, δικά τους δικαστήρια, δική τους δημοσιοϋπαλληλία. Οι παραπομπές στη μελλοντική Συντακτική Συνέλευση ήταν μόνο εξοργιστικές: γιατί στα τέλος–τέλος στη Συντακτική θα κυριαρχούσαν τα ίδια κόμματα που είχαν σχηματίσει την προσωρινή κυβέρνηση και εξακολουθούσαν να διατηρούν τις παραδόσεις των εκρωσιστών, επισημαίνοντας με τραχύτητα το όριο πέρα απ’ το οποίο οι άρχουσες τάξεις δεν ήθελαν να προχωρήσουν.
Η Φιλανδία έγινε μονομιάς αγκίδα στο σώμα του φεβρουαριανού καθεστώτος. Ύστερα από την οξύτητα του αγροτικού ζητήματος που αφορούσε στην Φιλανδία τους τορππάρι, δηλαδή τους καταδυναστευόμενους μικροεκμισθωτές, οι βιομηχανικοί εργάτες που αντιπροσώπευαν συνολικά τα δεκατέσσερα στα εκατό του πληθυσμού έσερναν ξοπίσω τους το χωριό. Το φιλανδικό Σέιμ2 βρέθηκε να είναι το μόνο κοινοβούλιο στον κόσμο όπου οι σοσιαλδημοκράτες είχαν πάρει την πλειοψηφία: 103 σε 200 βουλευτικές έδρες. Αφού ανακήρυξε με το νόμο της 5 Ιούνη το Σέιμ κυρίαρχο, έξω από τα ζητήματα που αφορούσαν το στρατό και την εξωτερική πολιτική, η φιλανδική σοσιαλδημοκρατία απευθύνθηκε στα «αδελφά κόμματα της Ρωσίας» για νά ‘χει την υποστήριξή τους. Βρέθηκε πως η αίτηση είχε ολότελα λαθεμένη διεύθυνση. Η κυβέρνηση στην αρχή παραμέρισε αφήνοντας ελευθερία δράσης στα «αδελφά κόμματα». Μια αντιπροσωπεία που είχε έρθει για κατήχηση, με επικεφαλής τον Τσχέιτζε, γύρισε από το Έλσινγκφορς άπραχτη. Τότε οι σοσιαλιστές υπουργοί της Πετρούπολης: Κερένσκι, Τσερνόβ, Σκομπέλεβ, Τσερετέλλι, αποφάσισαν να διαλύσουν με τη βία τη σοσιαλιστική κυβέρνηση του Έλσινγκφορς. Ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, ο μοναρχικός Λουκόμσκι, προειδοποιούσε τις πολιτικές αρχές και τον πληθυσμό της Φιλανδίας ότι σε περίπτωση οποιασδήποτε εκδήλωσης εναντίον του ρωσικού στρατού, «οι πόλεις τους και σε πρώτη γραμμή το Έλσινγκφορς θα ερημώνονταν». Αφού προλείανε έτσι το έδαφος, η κυβέρνηση, μ’ ένα επίσημο μανιφέστο, που ακόμα και το ύφος τον έμοιαζε κλεμένο από τη μοναρχία, κήρυξε τη διάλυση του Σέιμ και τη μέρα που άρχιζε η επίθεση έβαλε στις πόρτες του φιλανδικού κοινοβούλιου Ρώσους στρατιώτες αποσπασμένους απ’ το μέτωπο. Έτσι οι επαναστατικές μάζες της Ρωσίας, στο δρόμο προς τον Οκτώβρη, πήραν ένα πολύ καλό μάθημα για το πόσο συμβατική αξία έχουν οι αρχές της δημοκρατίας στην πάλη των ταξικών δυνάμεων.
Μπροστά στο εθνικιστικό αφηνίασμα των κυβερνώντων τα επαναστατικά στρατεύματα στη Φιλανδία κράτησαν αξιοπρεπή στάση. Το περιφερειακό συνέδριο των σοβιέτ που συνήλθε στο Έλσινγκφορς το πρώτο δεκαπενθήμερο του Σεπτέμβρη, διακήρυξε: «Αν η φιλανδική δημοκρατία κρίνει αναγκαίο να ξανασυγκαλέσει το Σέιμ, κάθε απόπειρα εναντίον μιας τέτοιας απόφασης θα θεωρηθεί από το συνέδριο σαν αντεπαναστατική πράξη». Ήταν μια προσφορά για άμεση στρατιωτική βοήθεια. Μα η φιλανδική σοσιαλδημοκρατία όπου κυριαρχούσαν οι συμφιλιωτικές τάσεις δεν ήταν έτοιμη να μπει στο δρόμο της εξέγερσης. Οι καινούργιες εκλογές που γίνανε κάτω από την απειλή μιας καινούργιας διάλυσης, εξασφαλίσανε στα αστικά κόμματα, πού σε συμφωνία μαζί τους η κυβέρνηση είχε διαλύσει το Σέιμ, μια μικρή πλειοψηφία: 108 στις 200 έδρες.
Τώρα όμως μπαίνουν σε πρώτη γραμμή ζητήματα εσωτερικά που σ’ αυτή την Ελβετία του Βορρά, αυτή τη χώρα με τα γρανιτένια βουνά και τους τσιγκούνηδες ιδιοκτήτες, οδηγούν άφευκτα στον εμφύλιο πόλεμο. Η φιλανδική μπουρζουαζία προετοιμάζει μισοανοιχτά τα στρατιωτικά της στελέχη. Σύγκαιρα συγκροτούνται οι μυστικοί πυρήνες της Κόκκινης Φρουράς. Η μπουρζουαζία, για νά ‘χει όπλα και εκπαιδευτές, απευθύνεται στη Σουηδία και στη Γερμανία. Οι εργάτες βρίσκουν στήριγμα στους Ρώσους στρατιώτες. Σύγκαιρα μέσα στους αστικούς κύκλους που χτες ακόμα ήταν διατεθειμένοι να συνεννοηθούν με την Πετρούπολη, δυναμώνει το κίνημα για ολοκληρωτικό αποχωρισμό απ’ τη Ρωσία. Η κυβερνητική εφημερίδα Χονβουντστατσμπλάντετ έγραφε: «Ο ρωσικός λαός έχει καταληφθεί από αναρχική μανία… δεν οφείλουμε μ’ αυτούς τους όρους… να αποσπασθούμε όσο το δυνατό απ’ αυτό το χάος;» Η προσωρινή κυβέρνηση είδε πως ήταν αναγκασμένη να χάνει παραχωρήσεις χωρίς να περιμένει τη Συντακτική: στις 23 Οκτώβρη υιοθετήθηκε μια διάταξη «αρχής» για την ανεξαρτησία της Φιλανδίας, εκτός από τις στρατιωτικές υποθέσεις και τις εξωτερικές σχέσεις. Μα η «ανεξαρτησία» που έρχονταν από τα χέρια του Κερένσκι δεν άξιζε τώρα πια μεγάλα πράγματα: δεν απόμεναν πια παρά δυο μέρες ως την πτώση του.
Μια άλλη αγκίδα, πολύ πιο βαθιά μπηγμένη, ήταν η Ουκρανία. Στις αρχές Ιούνη ο Κερένσκι είχε απαγορέψει το συνέδριο του στρατού της Ουκρανίας που το είχε συγκαλέσει η Ράντα3. Οι Ουκρανοί δεν ενδόσανε. για να περισώσει την πρόσοψη της κυβέρνησης ο Κερένσκι νομιμοποίησε το συνέδριο με καθυστέρηση, στέλνοντας ένα πομπώδικο τηλεγράφημα που οι σύνεδροι το άκουσαν με γέλια πολύ λίγο ευλαβικά. Το πικρό μάθημα δεν εμπόδισε τον Κερένσκι να απαγορέψει, τρεις βδομάδες αργότερα, το συνέδριο των μουσουλμάνων στρατιωτικών στη Μόσχα. Η δημοκρατική κυβέρνηση έμοιαζε να βιάζεται να υποβάλλει στα δυσαρεστημένα έθνη την ιδέα: δε θα πάρετε παρά κείνο που θα αποσπάσετε.
Στο πρώτο Ουνιβέρσαλ που εκδόθηχε στις 10 του Ιούνη, η Ράντα, κατηγορώντας την Πετρούπολη ότι αντιτάσσεται στην εθνική αυτονομία, διακήρυχνε: «Από δω και μπρος θα φτιάχνουμε οι ίδιοι τη ζωή μας». Οι καντέτοι χαρακτήριζαν τους Ουκρανούς ηγήτορες σαν πράκτορες της Γερμανίας. Οι συμφιλιωτές απευθύνανε στους Ουκρανούς αισθηματικές παραινέσεις. Η προσωρινή κυβέρνηση έστειλε στο Κίεβο μιαν αντιπροσωπεία. Μέσα στην υπερθερμασμένη ατμόσφαιρα της Ουκρανίας ο Κερένσκι, ο Τσερετέλλι και ο Τερεστσένκο βρέθηκαν αναγκασμένοι να κάνουν μερικά βήματα προς την κατεύθυνση της Ράντα. Ύστερα όμως από την Ιουλιανή συντριβή των εργατοστρατιωτών η κυβέρνηση γύρισε όμοια το τιμόνι δεξιά και στο ουκρανικό ζήτημα. Στις 5 Αυγούστου η Ράντα, με συντριπτική πλειοψηφία, κατηγόρησε την προσωρινή κυβέρνηση ότι, «όντας διαποτισμένη από τις ιμπεριαλιστικές τάσεις της ρωσικής μπουρζουαζίας», είχε παραβιάσει τη σύμβαση της 3 Ιούλη. «Όταν η κυβέρνηση χρειάστηκε να πληρώσει μια συναλλαγματική –έγραφε ο Βιννιτσένκο, αρχηγός της ουκρανικής εξουσίας– βρέθηκε ότι αυτή η προσωρινή κυβέρνηση… ήταν ένας μικροαπατεώνας που με τις λωποδυσίες του ήθελε να ταχτοποιήσει ένα μεγάλο ιστορικό ζήτημα». Αυτή η ελάχιστα διφορούμενη γλώσσα δείχνει αρκετά καθαρά ποιο ήταν το κύρος της κυβέρνησης ακόμα και σε κύκλους που θά ‘πρεπε πολιτικά να της είναι αρκετά κοντινοί γιατί στο τέλος–τέλος ο συμφιλιωτής Βιννιτσένκο δε διέφερε από το Κερένσκι παρά όσο διαφέρει ένας αμελητέος μυθιστοριογράφος από ένα μέτριο δικηγόρο.
Να πούμε την αλήθεια το Σεπτέμβρη η κυβέρνηση δημοσίεψε, τέλος, μια πράξη που αναγνώριζε στις εθνότητες της Ρωσίας – στα πλαίσια που θα καθορίζονταν από τη Συντακτική– το δικαίωμα «αυτοδιάθεσης». Όμως αυτή η συναλλαγματική βγαλμένη χωρίς καμιάν εγγύηση για το μέλλον και που περιέκλεινε μέσα της αντιφάσεις, εξαιρετικά ακαθόριστη στο σύνολο, εκτός από τις επιφυλάξεις που βρισκόνταν εκεί, δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη σε κανένα: οι πράξεις της προσωρινής κυβέρνησης ξεφώνιζαν κιόλας εναντίον της.
Στις 2 του Σεπτέμβρη η Γερουσία, κείνη η ίδια που είχε αρνηθεί να δεχτεί στις συνεδριάσεις της καινούργια μέλη χωρίς την παλιά στολή, αποφάσισε να απορρίψει την έκδοση μιας οδηγίας επικυρωμένης απ’ την κυβέρνηση, που απευθυνόταν στη γενική γραμματεία της Ουκρανίας, δηλαδή στην κυβέρνηση του Κίεβου. Αιτιολογία: δεν υπάρχει νόμος για τη γραμματεία και άρα δεν το μπορούν να στείλουν οδηγίες σ’ έναν παράνομο θεσμό. Οι επιφανείς νομομαθείς δεν αποκρύπτανε ότι η ίδια η συμφωνία της κυβέρνησης με τη Ράντα αποτελούσε σφετερισμό πάνω στα δικαιώματα της Συντακτικής: οι πιο άκαμπτοι θιασώτες της καθαρής δημοκρατίας βρίσκονταν τώρα με το μέρος των γερουσιαστών του τσάρου. Δείχνοντας τόση γενναιότητα, οι αντιπολιτευόμενοι της δεξιάς δε διακινδύνευαν απολύτως τίποτα: ήξεραν πως η αντιπολίτευσή τους θά ‘ταν ολότελα στο γούστο των Ιθυνόντων. Όσο κι αν η ρωσική μπουρζουαζία έστεργε ακόμα ν’ αναγνωρίσει κάποιαν ανεξαρτησία στη Φιλανδία, που είχε αδύναμους οικονομικούς δεσμούς με τη Ρωσία, δε μπορούσε με κανένα τρόπο να συγκατατεθεί στην «αυτονομία» του σταριού της Ουκρανίας, του κάρβουνου του Ντονέτς και του σιδηρομεταλλεύματος του Κριβορόγκ.
Στις 19 Οκτώβρη ο Κερένσκι παράγγειλε τηλεγραφικά στους γενικούς γραμματείς της Ουκρανίας «να έλθουν επειγόντως στην Πετρούπολη για προσωπικές εξηγήσεις» γύρω από την εγκληματική ζύμωσή τους υπέρ μιας ουκρανικής Συντακτικής Συνέλευσης. Σύγκαιρα η εισαγγελία του Κίεβου είχε κληθεί ν’ ανοίξει ανάκριση εναντίον της Ράντα. Μα οι κεραυνοί που εκτοξεύονταν εναντίον της Ουκρανίας φόβιζαν τόσο λίγο όσο ευφραίνανε οι αβρότητες απέναντι στη Φιλανδία.
Οι Ουκρανοί συμφιλιωτές στο μεταξύ ένιωθαν ακόμα άπειρα πιο σταθεροί από τα μεγάλα ξαδέρφια τους της Πετρούπολης. Ανεξάρτητα από την ευνοϊκή ατμόσφαιρα που περιέβαλλε την πάλη τους για τα εθνικά δίκαια, η σχετική σταθερότητα των μικροαστικών κομμάτων της Ουκρανίας, καθώς και άλλων καταπιεζόμενων εθνών, είχε οικονομικοκοινωνικές ρίζες που μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει με μια λέξη: καθυστερημένες. Παρά τη γοργή βιομηχανική ανάπτυξη των λεκανοπεδίων του Ντονέτς και του Κριβορόγκ, η Ουκρανία στο σύνολό της εξακολουθούσε να σέρνεται πίσω από τη Μεγαλορωσία, το ουκρανικό προλεταριάτο ήταν λιγότερο ομοιογενές και ατσαλωμένο, το μπολσεβίκικο κόμμα παράμενε αδύναμο ποσοτικά όσο και ποιοτικά, αποσπώνταν αργά από τους μενσεβίκους, δεν ξεχώριζε χαλά τα πολιτικά πράγματα, ιδιαίτερα στον εθνικά τομέα. Ακόμα και στη βιομηχανική ανατολική Ουκρανία, η περιφερειακή συνδιάσκεψη των σοβιέτ στα μέσα του Οκτώβρη έδινε ακόμα μια μικρή πλειοψηφία στους συμφιλιωτές.
Η ουκρανική μπουρζουαζία ήταν σχετικά ακόμα πιο αδύναμη. μια από τις αιτίες της κοινωνικής αστάθειας της ρωσικής μπουρζουαζίας παρμένης στο σύνολό της βρισκόταν, όπως θα θυμόμαστε, σε τούτο, ότι το πιο ισχυρό τμήμα της αποτελούνταν από ξένους που δε ζούσαν καν στη Ρωσία. Στην περιφέρεια αυτό το γεγονός μπερδευόταν μ’ ένα άλλο όχι μικρότερης σπουδαιότητας: η μπουρζουαζία της χώρας, του εσωτερικού, ανήκε σ’ ένα άλλο έθνος από την κύρια μάζα του λαού.
Ο πληθυσμός των πόλεων στην περιφέρεια ξεχώριζε ολότελα με την εθνική τον σύνθεση από τον πληθυσμό των χωριών. Στην Ουκρανία και στη Λευκορωσία ο γαιοκτήμονας, ο καπιταλιστής, ο δικηγόρος, ο δημοσιογράφος είναι Μεγαλορώσος, Πολωνός, Εβραίος, ξένος· ενώ ο πληθυσμός στους κάμπους είναι εξολοκλήρου ουκρανικός, μεγαλορωσικός. Στις βαλτικές χώρες οι πόλεις ήταν εστίες της γερμανικής, ρωσικής και εβραϊκής μπουρζουαζίας. Το χωριό ήταν ολάκερο λεττονιχό και εσθονικό. Στις πόλεις της Γεωργίας κυριαρχούσε ο ρωσικός και αρμενικός πληθυσμός, όπως και στο τουρκμενικό Αζερμπαϊτζάν. Χωρισμένοι από την κύρια μάζα του λαού όχι μόνο με το επίπεδο ζωής και τα ήθη, μα και τη γλώσσα, ακριβώς όπως οι Άγγλοι στην Ινδία· προσκολλημένοι στο γραφειοκρατικό μηχανισμό για την υπεράσπιση των κτημάτων τους και των εισοδημάτων τους δεμένοι αδιάσπαστα με τις κυρίαρχες τάξεις ολόκληρης της χώρας, οι ευγενείς γαιοκτήμονες, οι βιομήχανοι και οι έμποροι της περιφέρειας συγκέντρωναν γύρω τους ένα στενό κύκλο από υπάλληλους δημόσιους και ιδιωτικούς, δασκάλους, γιατρούς, δικηγόρους, δημοσιογράφους, ως ένα μέρος και εργάτες, όλους Ρώσους, μεταβάλλοντας τις πόλεις σε εστίες εκρωσισμού και αποικισμού.
Το χωριό μπορούσε να μην το προσέχει κανείς όσο σώπαινε. Ωστόσο ακόμα κι όταν άρχισε να υψώνει τη φωνή με ολοένα και μεγαλύτερη ανυπομονησία, η πόλη αντιστεκότανε με πείσμα, υπερασπίζοντας την προνομιακή της θέση. Ο δημόσιος υπάλληλος, ο έμπορος, ο δικηγόρος έμαθαν γρήγορα να καμουφλάρουνε την πάλη τους για τη διατήρηση των στρατηγικών υψωμάτων της οικονομίας και της κουλτούρας κάτω από μιαν αλαζονική καταδίκη το αφυπνισμένου «σωβινισμού». Η προσπάθεια του κυρίαρχου έθνους να διατηρήσει το στάτους κβο χρωματίζεται συχνά από υπερεθνικισμό, το ίδιο όπως η προσπάθεια μιας νικήτριας χώρας να διατηρήσει τη λεία της παίρνει τη μορφή του πατσιφισμού. Έτσι ο Μακντόναλντ απέναντι στο Γκάντι νιώθει διεθνιστής. Έτσι η ώθηση των Αυστριακών προς τη Γερμανία φαίνεται στον Πουανκαρέ σαν προσβολή για τα γαλλικό πατσιφισμό.
«Οι άνθρωποι που ζουν στις πόλεις της Ουκρανίας –έγραφε το Μάη η αντιπροσωπεία της Ράντα του Κιέβου στην προσωρινή κυβέρνηση– βλέπουν μπροστά τους τους εκρωσισμένους δρόμους αυτών των πόλεων… ξεχνούν ολότελα ότι αυτές οι πόλεις δεν είναι παρά νησίδες μέσα στη θάλασσα ολόκληρου του ουκρανινού λαού». Όταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ σε μια πολεμική γύρω από το πρόγραμμα της Οκτωβριανής Επανάστασης, που δημοσιεύτηκε ύστερα από το θάνατό της, υποστήριζε ότι ο ουκρανικός εθνικισμός, που ήταν πρωτύτερα απλή «ψυχαγωγία» μιας δωδεκάδας μικροαστών διανοούμενων, είχε φουσκώσει τεχνητά χάρη στο προζύμι της μπολσεβίκικης φόρμουλας για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών, έπεσε, αν και είχε το πνεύμα ξάστερο, σ’ ένα πολύ βαρύ ιστορικό λάθος: η αγροτιά, της Ουκρανίας δεν είχε διατυπώσει στο παρελθόν εθνικές διεκδικήσεις για το λόγο ότι γενικά δεν είχε υψωθεί ως την πολιτική. Η κύρια αξία της εξέγερσης του Φλεβάρη, ας βάλουμε η μοναδική, όμως ολότελα αρκετή, συνίσταται ίσα–ίσα σε τούτο, ότι έδωσε, τέλος, τη δυνατότητα στις καταπιεζόμενες τάξεις και έθνη της Ρωσίας να μιλήσουν φωναχτά. Η πολιτική αφύπνιση της αγροτιάς δε μπορούσε ωστόσο να γίνει αλλιώς παρά με το γυρισμό στη μητρική γλώσσα και όλα τα επακόλουθα που απορρέανε απ’ αυτό, σχετικά με το σχολείο, το δικαστήριο, την αυτοδιοίκηση. Ν’ αντιταχτείς σ’ αυτό θά ‘ταν σα να επιχειρείς να ξαναφέρεις την αγροτιά στην ανυπαρξία.
Η εθνική ετερογένεια ανάμεσα στην πόλη και το χωριό γινόταν οδυνηρά αισθητή και στα σοβιέτ που ήταν κυρίως οργανώσεις των πόλεων. Κάτω από τη διεύθυνση των συμφιλιωτικών κομμάτων τα σοβιέτ προσποιούνταν διαρκώς πως αγνοούν τα εθνικά ενδιαφέροντα του αυτόχθονα πληθυσμού. Εδώ βρισκόταν μια από τις αιτίες της αδυναμίας των σοβιέτ στην Ουκρανία. Τα σοβιέτ της Ρίγας και του Ρεβάλ ξεχνούσαν τα συμφέροντα των Λεττονών και των Εσθονών. Το συμφιλιωτικό σοβιέτ του Μπακού παραμελούσε τα συμφέροντα ενός πληθυσμού κυρίως τουρκμενικού. Κάτω από ένα. ψεύτικο έμβλημα διεθνισμού, τα σοβιέτ κάνανε συχνά αγώνα εναντίον του ουκρανικού ή μουσουλμανικού αμυντικού εθνικισμού καμουφλάροντας τον καταπιεστικό εκρωσισμό που ασκούνταν από τις πόλεις. Θα περάσει ακόμα πολύς καιρός, ακόμα και κάτω από την κυριαρχία των μπολσεβίκων, ώσπου να μάθουν τα σοβιέτ της περιφέρειας να μιλάνε τη γλώσσα του χωριού.
Η πρωτόγονη κατάστασή τους, οικονομική και πολιτιστική, δεν επέτρεπε γενικά στους σιβηριανούς αλλογενείς τους τσακισμένους από τις φυσικές συνθήκες και την εκμετάλλευση ν’ ανέβουν στο επίπεδο όπου αρχίζουν οι εθνικές διεκδικήσεις. Η βότκα, η εφορία και η καταναγκαστική ορθοδοξία ήταν από αιώνες οι κύριοι μοχλοί της κρατικής εξουσίας. Την αρρώστια που οι Ιταλοί αποκαλούσαν γαλλική5 και οι Γάλλοι ναπολιτάνικη, οι σιβηριανοί λαοί την έλεγαν ρωσική: αυτό δείχνει από ποια πηγή έρχονταν τα σπέρματα του πολιτισμού. Η Φεβρουαριανή Επανάσταση δεν έφτασε ως έχει. Οι κυνηγοί και οι οδηγοί ταράνδων στις πολικές απεραντοσύνες θα χρειαστεί να περιμένουν ακόμα πολύ ώσπου νά ‘ρθει ή αυγή.
Οι πληθυσμοί και οι φυλές στο Βόλγα, στο βόρειο Καύκασο, στην Κεντρική Ασία, αφυπνισμένοι για πρώτη φορά με την εξέγερση του Φλεβάρη από μια προϊστορική διαβίωση, δε γνώριζαν ακόμα ούτε εθνική μπουρζουαζία ούτε προλεταριάτο. Πάνω από την αγροτοποιμενική μάζα αποσπώνταν, από τα ανώτερα στρώματα, μια λεπτή πέτσα διανοούμενοι. Προτού υψωθεί σε πρόγραμμα εθνικής αυτοδιοίκησης, η πάλη διεξαγόταν γύρω απ’ τα ζητήματα ενός αλφάβητου που θα τό ‘θελαν δικό τους, ενός δικού τους δάσκαλου – καμιά φορά ενός… δικού τους παπά. Κείνα τα υπερκαταπιεζόμενα όντα θα διαπίστωναν μέσα από πείρα πικρή πως οι μορφωμένοι πάτρωνες του κράτους δε θα τους επιτρέπανε ν’ ανέβουν μόνοι τους. Καθυστερημένοι ανάμεσα σ’ όλα τ’ άλλα, βρίσκονταν αναγκασμένοι να ζητήσουν σύμμαχο στην πιο επαναστατική τάξη. Έτσι, με τα αριστερά στοιχεία της νεαρής διανόησής τους, οι Βοτιάκοι, οι Τσουβάσοι, οι Ζυριάνοι, οι φυλές του Ταγκεστάν και του Τουρκεστάν άρχισαν ν’ ανοίγουν δρόμους προς τους μπολσεβίκους.
Ο προορισμός των αποικιακών κτήσεων, ιδιαίτερα στην Κεντρική Ασία, μεταβλήθηκε με την οικονομική εξέλιξη του κέντρου το όποιο, ύστερα από την άμεση και ανοιχτή ληστεία, κυρίως την εμπορική ληστεία, πέρασε σε μεθόδους καλύτερα μεταμφιεσμένες, μετατρέποντας τους Ασιάτες χωρικούς σε προμηθευτές πρώτων βιομηχανικών υλών, κυρίως μπαμπακιού. Η ιεραρχικά οργανωμένη εκμετάλλευση, συνδυάζοντας τη βαρβαρότητα του καπιταλισμού με τα βάρβαρα πατριαρχικά ήθη, διατηρούσε με επιτυχία τους ασιατικούς λαούς σε κατάσταση έσχατης εθνικής ταπείνωσης. Το φεβρουαριανό καθεστώς είχε εδώ αφήσει όλα τα πράγματα στην παλιά κατάσταση.
Οι καλύτερες γαίες που τις είχαν διαρπάξει, κάτω από το τσαρικό καθεστώς, από τους Μπασκίρους, τους Μπουριάτες, τους Κιρκάσιους και άλλους νομάδες, εξακολουθούσαν να παραμένουν στα χέρια των ευγενών γαιοκτημόνων και των εύπορων Ρώσων χωρικών, που ήταν διασκορπισμένοι σε αποικιακές οάσεις ανάμεσα στο ντόπιο πληθυσμό. Η αφύπνιση του πνεύματος εθνικής ανεξαρτησίας σήμαινε εδώ πριν απ’ όλα αγώνα εναντίον των αποικιστών που δημιουργούσαν ένα τεχνητό κομμάτιασμα και καταδικάζανε τους νομάδες στην πείνα και στο μαρασμό. Από το άλλο μέρος οι παρείσακτοι υπεράσπιζαν με λύσσα εναντίον του «σεπαρατισμού» των Ασιατών την ενότητα της Ρωσίας, δηλαδή τη ληστρική τους ασυδοσία. Το μίσος των αποίκων απέναντι στο κίνημα των ντόπιων, έπαιρνε ζωολογικές μορφές. στην Υπερβαϊκαλία προετοίμαζαν βιαστικά πογκρόμ ενάντια στους Μπουριάτες, κάτω από τη διεύθυνση των μαρτιάτικων σοσιαλεπαναστατών που αντιπροσωπεύονταν από κοινοτικούς γραφιάδες και υπαξιωματικούς που είχανε γυρίσει από το μέτωπο.
Στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν όσο γινόταν πιότερο καιρό την παλιά τάξη, όλοι οι εκμεταλλευτές και οι φορείς βίας στις αποικισμένες περιοχές επικαλούνταν από κει και πέρα τα κυριαρχικά δικαιώματα της Συντακτικής Συνέλευσης: αυτή τη φρασεολογία τους την πρόσφερε η προσωρινή κυβέρνηση που έβρισκε σ’ αυτούς το καλύτερο στήριγμά της. Από το άλλο μέρος οι προνομιούχες κορυφές των καταπιεζόμενων λαών αναφέρονταν ολοένα και πιο συχνά στο όνομα της Συντακτικής Συνέλευσης. Ακόμα και οι ιμάμηδες της μουσουλμανικής θρησκείας που είχαν υψώσει πάνω στους ορεινούς πληθυσμούς και τις αφυπνισμένες φυλές του βόρειου Καύκασου το πράσινο λάβαρο του Κορανίου, σ’ όλες τις περιπτώσεις όπου η πίεση από τα κάτω τους έφερνε σε δύσκολη θέση, επιμένανε πάνω στην ανάγκη της αναβολής «ως τη Συντακτική». Αυτό κατάντησε το σύνθημα των συντηρητικών, της αντίδρασης, των άπληστων συμφερόντων και προνομίων σε όλα τα τμήματα της χώρας. Έκκληση στη Συντακτική Συνέλευση σήμαινε: αναβολή και χρονοτριβή. Χρονοτριβή σήμαινε: συγκέντρωση των δυνάμεων και πνίξιμο της επανάστασης.
Η διεύθυνση έπεφτε ωστόσο στα χέρια των εκκλησιαστικών αρχών και της φεουδαλικής αριστοκρατίας μόνο τους πρώτους καιρούς, μόνο στους καθυστερημένους λαούς, σχεδόν αποκλειστικά στους Μουσουλμάνους. Γενικά το εθνικό κίνημα στους κάμπους είχε φυσικά επικεφαλής του δασκάλους, κοινοτικούς γραφιάδες, μικροϋπαλλήλους και αξιωματικούς κι ως ένα μέρος εμπόρους. Παράπλευρα με τη ρωσική η εκρωσισμένη ιντελιγκέντσια6, ανάμεσα στα πιο ρωμαλέα και εύπορα στοιχεία στις περιφερειακές πόλεις κατάφερε να συγκροτηθεί ένα άλλο στρώμα πιο νεανικό, στενά δεμένο από τις ρίζες του με το χωριό, που δεν είχε βρει θέση στο τραπέζι του κεφαλαίου και φυσικά είχε επιφορτιστεί με την πολιτική εκπροσώπηση των εθνικών συμφερόντων, ως ένα μέρος και κοινωνικών, των βαθιών μαζών της αγροτιάς.
Μ’ όλο που αντιτάσσονταν με εχθρότητα στους Ρώσους συμφιλιωτές πάνω στη γραμμή των εθνικών διεκδικήσεων, οι συμφιλιωτές της περιφέρειας άνηκαν στον ίδιο βασικό τύπο κι ακόμα έφερναν συχνά τις ίδιες ονομασίες. Οι σοσιαλεπαναστάτες και οι σοσιαλδημοκράτες της Ουκρανίας, οι μενσεβίκοι της Γεωργίας και της Λεττονίας, οι τρουντόβικοι της Λιθουανίας προσπαθούσαν, το ίδιο όπως και οι ομώνυμοί τους Μεγαλορώσοι, να κρατήσουνε την επανάσταση στα πλαίσια του αστικού καθεστώτος. Μα η έσχατη αδυναμία της ντόπιας μπουρζουαζίας ανάγκαζε εδώ τους μενσεβίκους και τους σοσιαλεπαναστάτες ν’ αρνούνται το συνασπισμό και να παίρνουν στα χέρια τους την κρατική εξουσία. Αναγκασμένοι στον τομέα του αγροτικού και εργατικού ζητήματος να τραβήξουν πέρα από την κεντρική εξουσία, οι συμφιλιωτές της περιφέρειας κέρδιζαν πολύ με το να δείχνονται στο στρατό και στη χώρα αντίπαλοι της προσωρινής κυβέρνησης συνασπισμού. Όλα αυτά ήταν αρκετά, αν όχι να δημιουργήσουν διαφορετικά πεπρωμένα ανάμεσα στους Μεγαλορώσους συμφιλιωτές και τους συμφιλιωτές της περιφέρειας, τουλάχιστο να καθορίσουν τη διαφορά ρυθμών στην άνοδό τους και στην πτώση τους.
Η γεωργιανή σοσιαλδημοκρατία όχι μόνο έσερνε πίσω της τη φτωχή αγροτιά της μικρής Γεωργίας, μα είχε και την απαίτηση, όχι χωρίς κάποια επιτυχία, να διευθύνει το κίνημα της «επαναστατικής δημοκρατίας» σ’ ολόκληρη τη Ρωσία. Τους πρώτους μήνες της επανάστασης οι κορυφές της γεωργιανής ιντελιγκέντσιας έβλεπαν τη Γεωργία όχι σαν εθνική πατρίδα, μα σαν Γιρόνδη7, σαν μιαν ευλογημένη επαρχία του Νότου που είχε κληθεί να προμηθέψει αρχηγούς για ολόκληρη τη χώρα. Στην Εθνική Συνδιάσκεψη της Μόσχας, ένας από τους πιο επιφανείς Γεωργιανούς μενσεβίκους, ο Τσχενκέλι, καυχήθηκε ότι οι Γεωργιανοί, ακόμα και κάτω από το τσαρικό καθεστώς, στις καλές όσο και στις κακές μέρες, διακήρυχναν: «Μοναδική πατρίδα είναι η Ρωσία». «Τι να πούμε για το γεωργιανό έθνος; –ρωτούσε ο ίδιος ο Τσχεννκέλι, ένα μήνα κατόπι, στη Δημοκρατική Συνδιάσκεψη– είναι ολόκληρο στην υπηρεσία της μεγάλης Ρωσικής Επανάστασης». Και πραγματικά: οι Γεωργιανοί συμφιλιωτές όσο ναι οι Εβραίοι ήταν πάντα «στην υπηρεσία» της μεγαλορωσικής γραφειοκρατίας όταν χρειαζότανε να μετριάσουν ή να χαλιναγωγήσουν τις εθνικές διεκδικήσεις διαφόρων περιοχών.
Αυτό συνεχίστηκε, ωστόσο, ίσα–ίσα όσο οι Γεωργιανοί σοσιαλδημοκράτες διατηρούσαν την ελπίδα να κρατήσουνε την επανάσταση στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας. Στο μέτρο που εμφανιζόταν ο κίνδυνος μιας νίκης των μαζών που διευθύνονταν από το μπολσεβικισμό, η γεωργιανή σοσιαλδημοκρατία χαλάρωνε τους δεσμούς της με τους Ρώσους συμφιλιωτές και προσκολλιόταν ολοένα και πιο στενά στα αντιδραστικά στοιχεία της ίδιας της Γεωργίας. Τη στιγμή της νίκης των σοβιέτ, οι Γεωργιανοί θιασώτες μιας και αδιαίρετης Ρωσίας γίνονται κήρυκες του σεπαρατισμού και δείχνουν στους άλλους λαούς της Υπερκαυκασίας τα κίτρινα σκυλόδοντα του σωβινισμού.
Το αναπόφευκτο εθνικό καμουφλάρισμα των κοινωνικών ανταγωνισμών, που άλλωστε ήταν γενικά λιγότερο αναπτυγμένο στην περιφέρεια, εξηγεί αρκετά γιατί η Οκτωβριανή Επανάσταση θα συναντούσε στα περισσότερα καταπιεζόμενα έθνη αντίσταση μεγαλύτερη απ’ ό,τι στην κεντρική Ρωσία. Σ’ αντάλλαγμα όμως η εθνική πάλη από μόνη της τράνταζε αλύπητα το φεβρουαριανό καθεστώς, δημιουργώντας για την επανάσταση στο κέντρο μια πολιτική περιφέρεια αρκετά ευνοϊκή.
Στις περιπτώσεις που συμπέφτανε με ταξικές αντιθέσεις, οι εθνικοί ανταγωνισμοί έπαιρναν οξύτητα εξαιρετική. Η προαιώνια πάλη ανάμεσα στη λεττονική αγροτιά και τους Γερμανούς βαρώνους έσπρωξε στις αρχές του πολέμου πολλές χιλιάδες Λεττονούς εργαζόμενους να καταταχτούν εθελοντικά στο στρατό. Τα συντάγματα των τουφεκιοφόρων που αποτελούνταν από Λεττονούς μεροκαματιάρηδες και χωρικούς λογίζονταν από τα καλύτερα στο μέτωπο. Ωστόσο το Μάη αποφαίνονταν κιόλας υπέρ της εξουσίας των σοβιέτ. Ο εθνικισμός βρέθηκε να είναι μόνο το περικάλυμμα ενός ανώριμου μπολσεβικισμού. Ανάλογο προτσέσο ξετυλιγόταν και στην Εσθονία.
Στη Λευκορωσία με τους Πολωνούς ή εκπολωνισμένους γαιοκτήμονες, τον εβραϊκό πληθυσμό στις πόλεις και στις κωμοπόλεις, καθώς και τη ρωσική δημοσιοϋπαλληλία – η διπλά και τριπλά καταπιεζόμενη αγροτιά, κάτω από την επίδραση του κοντινού μετώπου, κατεύθυνε κιόλας πριν από τον Οκτώβρη το εθνικοκοινωνικό ξεσήκωμά της στο ρεύμα του μπολσεβικισμού. Στις εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση η συντριπτική μάζα των χωρικών της Λευκορωσίας θα ψηφίσει υπέρ των μπολσεβίκων.
Όλα αυτά τα προτσέσα όπου η αφυπνισμένη εθνική αξιοπρέπεια συνδυαζόταν με την κοινωνική αγανάχτηση, άλλοτε συγκρατώντας την, άλλοτε σπρώχνοντάς την μπροστά, βρίσκανε στον υπέρτατο βαθμό τη ζωντανή τους έκφραση στο στρατό όπου δημιουργούνταν πυρετικά εθνικά συντάγματα, άλλοτε πατροναρισμένα, άλλοτε ανεκτά, άλλοτε κατατρεγμένα από την κεντρική εξουσία, ανάλογα με τη στάση τους απέναντι στον πόλεμο και τους μπολσεβίκους, μα που στο σύνολό τους στρέφονταν ολοένα και πιο εχθρικά ενάντια. στην Πετρούπολη.
Πηγή : Elaliberta.gr
[/nextpage]
[nextpage title=”μέρος 2ο” ]
Ο Λένιν ψαχούλευε με σιγουριά τον «εθνικό» σφυγμό της επανάστασης. Στο περίφημο άρθρο του Η κρίση είναι ώριμη, στο τέλος του Σεπτέμβρη, ξανάδειχνε με επιμονή ότι η εθνική κουρία της δημοκρατικής συνδιάσκεψης, «με το ριζοσπαστισμό της τοποθετούνταν στη δεύτερη θέση, παραχωρώντας την πρώτη θέση μόνο στα συνδικάτα και ανεβαίνοντας πάνω από την κουρία των Σοβιέτ σε ποσοστό ψήφων εναντίον του συνασπισμού (σαράντα σε πενηνταπέντε)». Αυτό εσήμαινε ότι από τη μεγαλορωσική μπουρζουαζία τα καταπιεζόμενα έθνη δεν περίμεναν τώρα πια τίποτα καλό. Αυτά πραγμάτωναν ολοένα και περισσότερο τα δικαιώματά τους με τη δική τους θέληση, κομματιαστά, σύμφωνα με τις μεθόδους των επαναστατικών κατασχέσεων.
Τον Οκτώβρη στο συνέδριο των Μπουριάτων στο μακρινό Βερχνεούντινσκ, ένας εισηγητής φανέρωνε: στην κατάσταση των αλλογενών «η φεβρουαριανή επανάσταση δεν έφορε τίποτα καινούργιο». Ένας τέτοιος απολογισμός σε ανάγκαζε αν όχι να ταχθείς με το μέρος των μπολσεβίκων, τουλάχιστο να τηρήσεις απέναντί τους πιο φιλική ουδετερότητα.
Το πανουκρανικό στρατιωτικό συνέδριο, που συνερχόταν κιόλας τις μέρες της πετρουπολίτικης εξέγερσης, αποφάσισε να καταπολεμήσει τη διεκδίκηση για παράδοση της εξουσίας στα σοβιέτ στην Ουκρανία, σύγκαιρα όμως αρνήθηκε να θεωρήσει την εξέγερση των Μεγαλορώσων μπολσεβίκων «σαν αντιδημοκρατική πράξη», και υποσχέθηκε να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα για να μη σταλούν στρατεύματα να συντρίψουν την εξέγερση. Αυτός ο επαμφοτερισμός που χαρακτηρίζει όσο δε γίνεται καλύτερα τη μικροαστική φάση της εθνικής πάλης, διευκόλυνε την επανάσταση του προλεταριάτου που ήταν αποφασισμένη να ξεμπερδέψει με κάθε διφορούμενο.
Από το άλλο μέρος οι αστικοί κύκλοι της περιφέρειας, που πάντα και αμετάτρεπτα τραβιότανε προς την κεντρική εξουσία, ρίχνονταν τώρα με τα μούτρα σ’ ένα σεπαρατισμό κάτω απ’ τον οποίο, σε πολλές περιπτώσεις, δεν υπήρχε ούτε σκιά εθνικής βάσης. Η χτες ακόμα υπερπατριωτική μπουρζουαζία των βαλτικών χωρών, ακολουθώντας τους Γερμανούς βαρώνους, το καλύτερο στήριγμα των Ρομάνοβ, έμπαινε στην πάλη ενάντια στη μπολσεβίκικη Ρωσία και τις μάζες της ίδιας της της χώρας, κάτω από τη σημαία του σεπαρατισμού. Σ’ αυτό το δρόμο παρουσιάστηκαν φαινόμενα ακόμα πιο αλλόκοτα. Στις 20 Οκτώβρη ξεφύτρωσε ένας καινούργιος κυβερνητικός σχηματισμός με το όνομα Οι ανώτατοι ηγήτορες των Κοζάκων του Ντον, του Κουμπάν, του Τερ, και του Αστραχάν, το πιο γερό στήριγμα του αυτοκρατορικού συγκεντρωτισμού, είχαν γίνει σε μερικούς μήνες φλογεροί θιασώτες της ομοσπονδίας και είχαν συγχωνευτεί σ’ αυτό το πεδίο με τους αρχηγούς των Μουσουλμάνων, ορεινών και ανθρώπων της στέπας. Τα χωρίσματα του ομοσπονδιακού καθεστώτος έπρεπε να χρησιμεύσουν για φράγμα ενάντια στο μπολσεβίκικο κίνδυνο που ερχόταν από το Βοριά. Ωστόσο, προτού δημιουργηθούν τα πεδία ασκήσεων του εμφυλίου πολέμου εναντίον των μπολσεβίκων, ο αντεπαναστατικός σεπαρατισμός σημάδευε κατευθείαν τον κυβερνητικό συνασπισμό, αποθαρρύνοντάς τον και εξασθενίζοντάς τον. Έτσι το εθνικό πρόβλημα, ύστερα από τα άλλα, έδειχνε στην προσωρινή κυβέρνηση τη μεδουσοκεφαλή του που κάθε τρίχα στις μαρτιαπριλιάτικες ελπίδες, είχε πια γίνει ερπετό μίσους και ξεσηκωμού.
Το μπολσεβίκικο κόμμα ήταν μακριά από του να καταλάβει αμέσως ύστερα από την εξέγερση τη θέση στο εθνικό ζήτημα που του εξασφάλισε τελικά τη νίκη. Αυτό άφορά όχι μόνο την περιφέρεια με τις αδύναμες και άπειρες κομματικές οργανώσεις της, μα και το κέντρο της Πετρούπολης. Τα χρόνια του πολέμου το κόμμα είχε τόσο εξασθενήσει, το θεωρητικό και πολιτικό επίπεδο των στελεχών είχε τόσο πέσει, που η επίσημη διεύθυνση πήρε και στο εθνικό ζήτημα, ως τον ερχομό του Λένιν, θέση στο έπακρο μπερδεμένη και δισταχτική.
Να πούμε την αλήθεια, σύμφωνα με την παράδοση, οι μπολσεβίκοι εξακολουθούσαν να υπερασπίζουν τα δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών. Όμως αυτή τη φόρμουλα τη δέχονταν στα λόγια και οι μενσεβίκοι: το κείμενο του προγράμματος παράμενε ακόμα κοινό. Το ζήτημα της εξουσίας είχε αποφασιστική σπουδαιότητα ενώ οι πρόσκαιροι ηγήτορες του κόμματος αποκαλύπτονταν απόλυτα ανίκανοι να αντιληφτούν τον αδυσώπητο ανταγωνισμό ανάμεσα στα μπολσεβίκικα συνθήματα στο εθνικό ζήτημα όπως και στο αγροτικό, από το ένα μέρος, κι από το άλλο τη διατήρηση του καθεστώτος, ως είναι και καμουφλαρισμένου κάτω από δημοκρατικές μορφές.
Η δημοκρατική θέση βρήκε την πιο αγοραία έκφρασή της κάτω από την πένα του Στάλιν. Στις 25 του Μάρτη σ’ ένα άρθρο απ’ αφορμή το κυβερνητικό διάταγμα που καταργούσε τους περιορισμούς στα εθνικά δικαιώματα, ο Στάλιν δοκιμάζει να θέσει το εθνικό ζήτημα στο ιστορικό του πλάτος. «Η κοινωνική βάση της εθνικής καταπίεσης –γράφει– η δύναμη που την εμπνέει, είναι η αριστοκρατία της γης στην παρακμή της». Όσο για τα σημαντικό γεγονός ότι η εθνική καταπίεση πήρε ανήκουστη ανάπτυξη την εποχή του καπιταλισμού και βρήκε την πιο βαρβαρική της έκφραση στην αποικιακή πολιτική, ο συγγραφέας δε φαίνεται καθόλου να το υποψιάζεται αυτό. «Στην Αγγλία –συνεχίζει– όπου η αριστοκρατία της γης μοιράζεται την εξουσία με τη μπουρζουαζία, όπου από καιρό δεν υπάρχει πια απεριόριστη κυριαρχία αυτής της αριστοκρατίας, η εθνική καταπίεση είναι πιο απαλή, λιγότερο απάνθρωπη, αν, εννοείται, δε ληφθεί υπ’ όψει(;) το περιστατικό ότι στην πορεία του πολέμου, όταν η εξουσία πέρασε στα χέρια των χωροδεσποτών(!), η εθνική καταπίεση ενισχύθηκε σημαντικά (διώξεις εναντίον των Ιρλανδών, των Ινδών)». Έτσι βρίσκονται ένοχοι για την καταπίεση των Ιρλανδών και των Ινδών οι χωροδεσπότες που, ολοφάνερα, στο πρόσωπο του Λόυδ Τζωρτζ, καταλάβανε την εξουσία, χάρη στον πόλεμο. «… Στην Ελβετία και στη Βόρεια Αμερική –εξακολουθεί ο Στάλιν– όπου δεν υπάρχουν και δεν υπήρξαν ποτέ χωροδεσπότες(;), όπου η εξουσία ανήκει αδιαίρετα στη μπουρζουαζία, οι εθνότητες αναπτύσσονται ελεύθερα, δεν υπάρχει θέση γενικά για εθνική καταπίεση…». Ο συγγραφέας ,ξεχνάει ολότελα το ζήτημα των μαύρων και το αποικιακά ζήτημα στις Ενωμένες Πολιτείες.
Απ’ αυτή την ανάλυση την απελπιστικά επαρχιώτικη, που εξαντλείται σε μιαν ακαθόριστη αντίθεση ανάμεσα στο φεουδαλισμό και τη δημοκρατία, απορρέουν πολιτικά συμπεράσματα καθαρά αστικοφιλελεύθερα. «Να εξαφανίσεις από την πολιτική σκηνή τη φεουδαλική αριστοκρατία, να της αποσπάσεις την εξουσία – αυτό ακριβώς σημαίνει ότι καταργείς την εθνική καταπίεση, ότι δημιουργείς τους πραγματικά αναγκαίους όρους για την εθνική ελευθερία. Στο μέτρο όπου η ρωσική επανάσταση έχει νικήσει –γράφει ο Στάλιν– έχει ήδη δημιουργήσει αυτούς τους πραγματικούς όρους…». Έχουμε εδώ, φαίνεται, μιαν απολογία της ιμπεριαλιστικής «δημοκρατίας» πια καθαρά βασισμένης πάνω σε μιαν αρχή απ’ ό,τι είχε γραφτεί πάνω σ’ αυτό το θέμα κείνες τις ίδιες μέρες από τους μενσεβίκους. Το ίδιο όπως στην εξωτερική πολιτική ο Στάλιν, στην ακολουθία του Κάμενεφ, έλπιζε, χάρη στον καταμερισμό της εργασίας με την προσωρινή κυβέρνηση, να φτάσει στη δημοκρατική ειρήνη, έτσι και στην εσωτερική πολιτική έβρισκε στη δημοκρατία του πρίγκηπα Λβοφ τους «πραγματικούς όρους» της εθνικής ελευθερίας.
Στην πραγματικότητα η πτώση της μοναρχίας αποκάλυπτε ολοκληρωτικά για πρώτη φορά πως όχι μόνο οι αντιδραστικοί γαιοκτήμονες μα και ολόκληρη η φιλελεύθερη μπουρζουαζία και, πίσω απ’ αυτή, ολόκληρη η μικροαστική δημοκρατία, μαζί με κάποιους πατριώτες ηγέτες της εργατικής τάξης, δείχνονταν αδυσώπητοι αντίπαλοι μιας αληθινής εθνικής ισονομίας, δηλαδή της κατάργησης των προνομίων του κυρίαρχου έθνους: ολόκληρο το πρόγραμμά τους περιοριζόταν στο μετριασμό, στο πολιτιστικό λουστράρισμα και στο δημοκρατικό καμουφλάρισμα της μεγαλορωσικής κυριαρχίας.
Στη Συνδιάσκεψη του Απρίλη, υπερασπίζοντας την πρόταση του Λένιν πάνω στο εθνικό ζήτημα, ο Στάλιν ξεκινάει ήδη τυπικά απ’ αυτό το σημείο, ότι «εθνική καταπίεση είναι το σύστημα… είναι τα μέτρα… που εφαρμόζονται από τους ιμπεριαλιστικούς κύκλους», όμως ξαναπέφτει αμέσως άφευκτα στη μαρτιάτικη θέση του. «Όσο πιο δημοκρατική είναι η χώρα, τόσο πιο αδύναμη είναι η εθνική καταπίεση, κι αντίστροφα»: τέτοιος είναι ο αφηρημένος λόγος του εισηγητή, ο δικός του και όχι ο δανεισμένος απ’ το Λένιν. Το γεγονός ότι ή δημοκρατική ’Αγγλία καταπιέζει τη φεουδαλική Ινδία με τις κάστες της, εξακολουθεί να διαφεύγει από το περιορισμένο οπτικά του πεδίο. Διαφορετικά από τη Ρωσία, όπου κυριαρχούσε «μια παλιά αριστοκρατία της γης, –συνεχίζει ο Στάλιν– στην Αγγλία και στην Αυστρουγγαρία η εθνική καταπίεση δεν πήρε ποτέ τις μορφές του πογκρόμ». Σάμπως στην Αγγλία να μην υπήρξε «ποτέ» αριστοκρατία της γης, σάμπως στην Ουγγαρία αυτή η αριστοκρατία να μην κυριαρχεί ως τα σήμερα! Ο χαραχτήρας της ιστορικής εξέλιξης, που συνδυάζει τη «δημοκρατία» με το στραγγαλισμό των αδύναμων εθνών, έμενε για το Στάλιν βιβλίο εφτασφράγιστο.
Ότι η Ρωσία συγκροτήθηκε σαν πολυεθνικό κράτος, αυτό είναι αποτέλεσμα της ιστορικής της καθυστέρησης. μα ή η καθυστέρηση είναι έννοια πολύπλοκη, άφευκτα αντιφατική. Μια αργοπορημένη χώρα δε βαδίζει καθόλου πάνω στα ίχνη της προχωρημένης χώρας, κρατώντας πάντα την ίδια απόσταση. Στην εποχή της παγκόσμιας οικονομίας τα αργοπορημένα έθνη, μπαίνοντας κάτω από την πίεση των προχωρημένων εθνών στη γενική αλυσίδα της εξέλιξης, πηδάνε μια σειρά από ενδιάμεσα σκαλιά. Πολύ περισσότερο, η απουσία σταθεροποιημένων κοινωνικών μορφών και παραδόσεων κάνει μια καθυστερημένη χώρα –τουλάχιστο σε ορισμένα όρια– να είναι εξαιρετικά προσιτή στην τελευταία λέξη της παγκόσμιας τεχνικής και σκέψης. Μα η καθυστέρηση δεν παύει μ’ αυτό να είναι καθυστέρηση. Η εξέλιξη στο σύνολό της παίρνει χαραχτήρα αντιφατικό και συνδυασμένο. Κείνο που χαρακτηρίζει την κοινωνική διάρθρωση ενός αργοπορημένου έθνους είναι η υπερίσχυση ακραίων ιστορικών πόλων, καθυστερημένων χωρικών και προχωρημένων προλετάριων, πάνω στους μεσαίους σχηματισμούς, πάνω στη μπουρζουαζία. Τα καθήκοντα μιας τάξης πέφτουν στις πλάτες μιας άλλης τάξης. Το ξερίζωμα των μεσαιωνικών επιβιώσεων γίνεται και στον εθνικό τομέα υπόθεση του προλεταριάτου.
Τίποτα δε χαρακτηρίζει τόσο καθαρά την ιστορική καθυστέρηση της Ρωσίας, αν την αντικρίσει κανείς σαν ευρωπαϊκή χώρα, όσο το γεγονός ότι στον 20ό αιώνα χρειάστηκε να καταργήσει την αναγκαστική γαιομίσθωση και τις ζώνες διαμονής των Εβραίων, δηλαδή τη βαρβαρότητα της δουλοπαροικίας και του γκέττο. Για να λύσει όμως αυτά τα προβλήματα, ίσα–ίσα εξαιτίας της αργοπορημένης της εξέλιξης, η Ρωσία κάτεχε καινούργιες τάξεις, καινούργια κόμματα και προγράμματα υπερσυγχρονισμένα. Για να ξεμπερδέψει με τις ιδέες και τις μεθόδους του Ρασπούτιν, η Ρωσία χρειάστηκε τις ιδέες και τις μεθόδους του Μαρξ.
Η πολιτική πρακτική παράμενε, είν’ αλήθεια, πολύ πιο πρωτόγονη από τη θεωρία, γιατί τα πράγματα αλλάζουνε πιο δύσκολα απ’ ό,τι οι ιδέες. Η θεωρία ωστόσο ήταν εδώ μόνο για να σπρώχνει ως τα ακραία συμπεράσματα τις απαιτήσεις της πρακτικής. για να πετύχουνε τη χειραφέτηση και την πολιτιστική τους ανύψωση, οι καταπιεζόμενες εθνότητες βρίσκονταν αναγκασμένες να συνδέσουνε την τύχη τους με την τύχη της εργατικής τάξης. Και γι’ αυτό τους ήταν απαραίτητο να απαλλαγούν από τη διεύθυνση των αστικών και μικροαστικών κομμάτων τους, δηλαδή να επιταχύνουν την πορεία της ιστορικής τους εξέλιξης.
Η υποταγή των εθνικών κινημάτων στο βασικό προτσέσο της επανάστασης, στην πάλη του προλεταριάτου για την εξουσία, πραγματοποιείται όχι μονομιάς μα σε πολλές φάσεις και διαφορετικά από περιοχή σε περιοχή. Οι εργάτες, οι αγρότες και οι στρατιώτες, Ουκρανοί, Λευκορώσοι ή Τάταροι, εχθρικοί στον Κερένσκι, στον πόλεμο και στον εκρωσισμό, γίνονταν μ’ αυτό, παρά τη συμφιλιωτική τους διεύθυνση, οι σύμμαχοι της προλεταριακής εξέγερσης. Αφού υποστήριξαν αντικειμενικά τους μπολσεβίκους, βρίσκονται αναγκασμένοι, στον επόμενο σταθμό, να μπουν υποκειμενικά στο δρόμο του μπολσεβικισμού. Στη Φιλανδία, στη Λεττονία, στην Εσθονία, πιο αδύναμα στην Ουκρανία, οι εσωτερικές διαφοροποιήσεις του εθνικού κινήματος παίρνει ήδη τον Οκτώβρη τέτοια οξύτητα ώστε μόνον η επέμβαση των ξένων στρατευμάτων μπορεί να εμποδίσει εδώ την επιτυχία της προλεταριακής εξέγερσης. Στην ασιατική Ανατολή όπου η εθνική αφύπνιση συντελούνταν στις πιο πρωτόγονες μορφές, μόνο βαθμιαία και με σημαντική καθυστέρηση έμελλε να πέσει κάτω από τη διεύθυνση του προλεταριάτου, ύστερα από την κατάχτηση της εξουσίας απ’ αυτό. Αν αντικρίσει κανείς στο σύνολό του το πολύπλοκο και αντιφατικό προτσέσο, το συμπέρασμα είναι ολοφάνερο: ο εθνικός χείμαρρος, το ίδιο όπως και ο αγροτικός χείμαρρος, χυνότανε στην κοίτη της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Το αναπόδραστο και ακαταμάχητο πέρασμα των μαζών από τα πιο στοιχειακά προβλήματα της πολιτικής χειραφέτησης, αγροτικής και εθνικής, στην κυριαρχία του προλεταριάτου, εκπορευόταν όχι από μια «δημαγωγική» ζύμωση, όχι από προσχεδιασμένα σχήματα, όχι από τη θεωρία της διαρκούς επανάστασης, όπως το πίστευαν οι φιλελεύθεροι και οι συμφιλιωτές, μα από την κοινωνική διάρθρωση της Ρωσίας κι από τις περιστάσεις της παγκόσμιας κατάστασης. Η Θεωρία της διαρκούς επανάστασης διατύπωνε μόνο τα συνδυασμένο προτσέσο της εξέλιξης.
Δεν πρόκειται εδώ μόνο για τη Ρωσία. Η υποταγή των αργοπορημένων εθνικών επαναστάσεων στην επανάσταση του προλεταριάτου έχει την παγκόσμια νομοτέλειά της. Ενώ στο 19ο αιώνα το βασικό έργο των πολέμων και των επαναστάσεων ήταν ακόμα να εξασφαλίσουνε στις παραγωγικές δυνάμεις μιαν εθνική πορεία, το έργο του αιώνα μας συνίσταται στην απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων από τα εθνικά σύνορα που έχουν γίνει γι’ αυτές τροχοπέδη. Σε πλατιά ιστορική έννοια οι εθνικές επαναστάσεις της Ανατολής δεν είναι παρά βαθμίδες της παγκόσμιας επανάστασης του προλεταριάτου, το ίδιο όπως τα εθνικά κινήματα της Ρωσίας γίνανε βαθμίδες προς τη σοβιετική δικτατορία.
Ο Λένιν είχε εκτιμήσει με αξιοσημείωτη βαθύτητα την επαναστατική δύναμη τη σύμφυτη με τη μοίρα των καταπιεζόμενων εθνοτήτων, τόσο στην τσαρική Ρωσία όσο και σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Στα μάτια του δεν άξιζε παρά περιφρόνηση κείνος ο υποκριτικός «φιλειρηνισμός» που «καταδικάζει» το ίδιο τον πόλεμο της Ιαπωνίας εναντίον της Κίνας για την υποδούλωσή της, όσο και τον πόλεμο της Κίνας εναντίον της Ιαπωνίας για την απελευθέρωσή της. Για το Λένιν ένας εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος, αντιτιθέμενος στον ιμπεριαλιστικό καταπιεστικό πόλεμο, ήταν μόνο μια άλλη μορφή εθνικής επανάστασης που με τη σειρά της παρεμβαλλότανε σαν απαραίτητος κρίκος στην απελευθερωτική πάλη της εργατικής τάξης σ’ όλο τον κόσμο.
Απ’ αυτή την κρίση για τις εθνικές επαναστάσεις και τους πολέμους όπως και νά ‘ναι δεν απορρέει καθόλου η αναγνώριση κάποιας επαναστατικής αποστολής της μπουρζουαζίας των αποικιακών και μισοαποικιακών εθνών. Το αντίθετο, ίσα–ίσα η μπουρζουαζία των καθυστερημένων χωρών, από τα πρώτα της δόντια, αναπτύσσεται σαν πρακτορείο του ξένου κεφαλαίου και, όσο κι αν νιώθει γι’ αυτά φθονερή εχθρότητα, βρίσκεται και θα βρίσκεται σε όλες τις περιπτώσεις ενωμένη μαζί του στο ίδιο στρατόπεδο. Το κινέζικο σύστημα των κομπραδόρες είναι η κλασική μορφή της αποικιακής μπουρζουαζίας, όπως το Κουόμινταγκ είναι το κλασικό κόμμα των κομπραδόρες. Οι κορυφές της μικρομπουρζουαζίας, ανάμεσά τους και οι διανοούμενοι, μπορεί να παίρνουν ενεργό μέρος, καμιά φορά πολύ θορυβώδικα, στον εθνικό αγώνα, μα είναι ολότελα ανίκανες να παίξουν ανεξάρτητο ρόλο. Μόνο η εργατική τάξη, μπαίνοντας επικεφαλής του έθνους, μπορεί να οδηγήσει ως το τέρμα μιαν εθνική όσο και αγροτική επανάσταση.
Το μοιραίο λάθος των επιγόνων, πρώτ’ απ’ όλα του Στάλιν, συνίσταται σε τούτο, ότι από τη διδασκαλία του Λένιν για την ιστορικοπροοδευτική σημασία της πάλης των καταπιεζόμενων εθνών βγάλανε το συμπέρασμα για μιαν επαναστατική αποστολή της μπουρζουαζίας των αποικιακών χωρών. Η μη κατανόηση του διαρκούς χαραχτήρα της επανάστασης στην ιμπεριαλιστική εποχή· η σχολαστική σχηματοποίηση της εξέλιξης· η εξάρθρωση του ζωντανού συνδυασμένου προτσέσου σε νεκρές φάσεις χωρισμένες άφευκτα η μια από την άλλη μέσα στο χρόνο, όλα αυτά οδηγήσανε το Στάλιν σε μιαν αγοραία εξιδανίκευση της δημοκρατίας, ή της «δημοκρατικής δικτατορίας», που στην πραγματικότητα μπορεί να είναι ή ιμπεριαλιστική δικτατορία ή δικτατορία του προλεταριάτου. Σκαλί το σκαλί η ομάδα του Στάλιν, κατάντησε, σ’ αυτό το δρόμο, να ξεκόψει ολότελα με τη θέση του Λένιν στο εθνικό ζήτημα και να χάνει καταστροφική πολιτική στην Κίνα.
Τον Αύγουστο του 1927, στην πάλη εναντίον της Αντιπολίτευσης (Τρότσκι, Ρακόβσκι και άλλοι) ο Στάλιν έλεγε στην ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής των μπολσεβίκων: «Η επανάσταση στις ιμπεριαλιστικές χώρες – είναι να πράγμα: εκεί η μπουρζουαζία… είναι αντεπαναστατική σε όλες τις φάσεις της εξέλιξης… Η επανάσταση στις αποικιακές και υπόδουλες χώρες είναι άλλο πράγμα… Εδώ η εθνική μπουρζουαζία, σε ορισμένη φάση και για ορισμένο χρόνο, μπορεί να υποστηρίξει το επαναστατικό κίνημα της χώρας της εναντίον του ιμπεριαλισμού». Με παρασιωπήσεις και μετριασμούς που χαρακτηρίζουν μόνο την έλλειψη αυτοπεποίθησης, ο Στάλιν μεταφέρει εδώ πάνω στην αποικιακή μπουρζουαζία τα ίδια γνωρίσματα που απόδινε το Μάρτη στη ρωσική μπουρζουαζία. Υπακούοντας στο βαθιά οργανικό χαραχτήρα του, ο σταλινικός οπορτουνισμός, σαν κάτω απ’ την επίδραση των νόμων της βαρύτητας, ανοίγει δρόμο από διάφορα κανάλια. Η εκλογή των θεωρητικών επιχειρημάτων είναι, σ’ αυτή την περίπτωση, ζήτημα καθαρής τύχης.
Η μαρτιάτικη γνώμη αναφορικά με την προσωρινή κυβέρνηση μεταφερμένη πάνω στην «εθνική» κυβέρνηση της Κίνας, οδήγησε στην τρίχρονη συνεργασία του Στάλιν με το Κουόμιντανγκ που αποτελεί ένα από τα πιο καταπληκτικά γεγονότα της νεότερης ιστορίας: ο μπολσεβικισμός των επιγόνων συνόδευσε σαν πιστός ιπποκόμος την κινέζικη μπουρζουαζία ως τις 11 Απρίλη 1927, δηλαδή ως την αιματηρή καταστολή που άσκησε αυτή πάνω στο προλεταριάτο της Σαγγάης. «Το βασικό λάθος της Αντιπολίτευσης –έλεγε ο Στάλιν για να δικαιολογήσει την εν όπλοις συναδέλφωσή του με τον Τσανγκ-Κάι-Σεκ– συνίσταται σε τούτο, ότι αυτή ταυτίζει την επανάσταση του 1905 στη Ρωσία, σα μιαν ιμπεριαλιστική χώρα, που καταπίεζε άλλους λαούς, με την επανάσταση στην Κίνα, σε μια καταπιεζόμενη χώρα…». Είναι καταπληκτικό ότι ο ίδιος ο Στάλιν δεν είχε σκεφτεί καν να πάρει την επανάσταση στη Ρωσία, όχι από την άποψη ένας έθνους που «καταπίεζε άλλους λαούς», μα από την άποψη της πείρας «των άλλων λαών» της ίδιας κείνης Ρωσίας που είχαν υποστεί μια καταπίεση όχι μικρότερη από κείνη που είχε επιβληθεί στους Κινέζους.
Στο τεράστιο πειραματικό πεδίο που αντιπροσώπευε η Ρωσία στη διάρκεια τριών επαναστάσεων, μπορεί να βρει κανείς όλες τις παραλλαγές της πάλης των εθνοτήτων και των τάξεων, εκτός από μια: δεν είδε κανείς τη μπουρζουαζία του καταπιεζόμενου έθνους να παίζει απελευθερωτικό ρόλο απέναντι στον ίδιο το λαό της. Σε όλους τους σταθμούς της εξέλιξής της η μπουρζουαζία της περιφέρειας, όποια κι αν ήτανε τα χρώματα που έπαιρνε, εξαρτιόταν αμετάτρεπτα από τις κεντρικές τράπεζες, τραστ, εμπορικές φίρμες, όντας ουσιαστικά το πρακτορείο του κεφαλαίου όλης της Ρωσίας, υποτάσσοντας τον εαυτό της στις εκρωσιστικές τάσεις του και υποδουλώνοντας σ’ αυτές τις τάσεις ακόμα και τις πλατιές σφαίρες της δημοκρατικοφιλελεύθερης ιντελιγκέντσιας. Όσο πιο «ώριμη» δειχνόταν η μπουρζουαζία της περιφέρειας, τόσο πιο στενά δεμένη βρισκότανε με το γενικό κρατικό μηχανισμό. Παρμένη στο σύνολό της, η μπουρζουαζία των καταπιεζόμενων εθνών έπαιζε απέναντι στην ιθύνουσα μπουρζουαζία τον ίδιο κομπραδόρικο ρόλο που εκπλήρωνε τούτη δω σε σχέση με το παγκόσμιο χρηματιστικό κεφάλαιο. Η πολύπλοκη ιεραρχία των εξαρτήσεων και των ανταγωνισμών δεν παραμέριζε ούτε για μια μέρα τη θεμελιακή αλληλεγγύη στην πάλη ενάντια στις εξεγερμένες μάζες.
Την περίοδο της αντεπανάστασης (1907–1917) όταν η διεύθυνση του εθνικού κινήματος είχε συγκεντρωθεί στα χέρια της αλλογενούς μπουρζουαζίας, τούτη δω, πιο ανοιχτά ακόμα κι από τους Ρώσους φιλελεύθερους, ζητούσε να συνεννοηθεί με τη μοναρχία. Αστοί Πολωνοί, Βαλτικοί, Τάταροι, Ουκρανοί, Εβραίοι συναγωνίζονταν στο στίβο του ιμπεριαλιστικού πατριωτισμού. Ύστερα από την εξέγερση του Φλεβάρη κρυφτήκανε πίσω από τις πλάτες των καντέτων ή, κατά το παράδειγμα των καντέτων, πίσω από τις πλάτες των εθνικών συμφιλιωτών τους. Στο δρόμο του σεπαρατισμού η μπουρζουαζία των περιφερικών εθνών μπαίνει γύρω στο φθινόπωρο του 1917, όχι στην πάλη εναντίον της εθνικής καταπίεσης, μα στην πάλη εναντίον της προλεταριακής επανάστασης που πλησίαζε. Συνολικά η μπουρζουαζία των καταπιεζόμενων εθνών έδειξε όχι λιγότερη εχθρότητα απέναντι στην επανάσταση απ’ ό,τι η μεγαλορωσική μπουρζουαζία.
Το γιγαντιαίο ιστορικό μάθημα των τριών επαναστάσεων δεν είχε αφήσει ωστόσο ίχνη για πολλούς που πήραν μέρος στα γεγονότα – πρώτ’ απ’ όλα για το Στάλιν. Η συμφιλιωτική αντίληψη, δηλαδή μικροαστική, για τις αμοιβαίες σχέσεις ανάμεσα στις τάξεις στους κόλπους των αποικιακών εθνών, που χαντάκωσε την κινέζικη επανάσταση του 1925–1927, εγγράφτηκε από τους επίγονους ακόμα και στα πρόγραμμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς, μεταβάλλοντάς την, γι’ αυτό το μέρος, σε αληθινή παγίδα για τους καταπιεζόμενους λαούς της Ανατολής.
Για να καταλάβουμε τον αληθινό χαραχτήρα της πολιτικής του Λένιν στο εθνικό, το καλύτερο που έχουμε να χάνουμε –σύμφωνα με τη μέθοδο των αντιθέσεων– είναι να την αντιπαραβάλουμε με την πολιτική της αυστριακής σοσιαλδημοκρατίας. Ενώ ο μπολσεβικισμός προσανατολιζόταν από δεκαετίες προς μιαν έκρηξη των εθνικών επαναστάσεων, διαπαιδαγωγώντας με αυτό το πνεύμα τους προχωρημένους εργάτες, η αυστριακή σοσιαλδημοκρατία βολεβότανε πειθήνια με την πολιτική των κυρίαρχων τάξεων, συνηγορούσε υπέρ της αναγκαστικής συμβίωσης των δέκα εθνών μέσα στην αυστρουγγρική μοναρχία και, σύγκαιρα, όντας ολότελα ανίκανη να πραγματοποιήσει την επαναστατική ενότητα των εργατών από διάφορες εθνότητες, τους χώριζε με διαφράγματα μέσα στο κόμμα και στα συνδικάτα σε κάθετη κατεύθυνση. Ο Καρλ Ρέννερ, μορφωμένος κρατικός λειτουργός των Αψβούργων, ζητούσε ακούραστα μέσα στο μελανοδοχείο του αυστρομαρξισμού τα μέσα να ανανεώσει το κράτος των Αψβούργων, ως την ώρα που έγινε ο χηρευάμενος θεωρητικός της αυστρουγγρικής μοναρχίας. Όταν οι Αυτοκρατορίες της Κεντρικής Ευρώπης είχαν ηττηθεί, η δυναστεία των Αψβούργων δοκίμασε ακόμα να ορθώσει, κάτω από το σκήπτρο της, τη σημαία μιας ομοσπονδίας από αυτόνομα έθνη: το επίσημο πρόγραμμα της αυστριακής σοσιαλδημοκρατίας, υπολογισμένο για μιαν ειρηνική εξέλιξη στα πλαίσια της μοναρχίας, έγινε για μια στιγμή το πρόγραμμα της ίδιας της μοναρχίας, της βουτηγμένης στο αίμα και στο βούρκο του τετράχρονου πολέμου.
Ο κλοιός από σκουριασμένο σίδερο που φάσκιωνε μαζί δέκα έθνη έγινε κομμάτια. Η Αυστρουγγαρία κατάρρεε εξαρθρωμένη από εσώτερες κεντρόφυγες τάσεις που τις δυνάμωνε το χειρουργείο των Βερσαλλιών. Καινούργια κράτη σχηματίζονταν, τα παλιά κράτη αναδημιουργούνταν. Οι Γερμανοί της Αυστρίας βρέθηκαν γερμένοι πάνω σε γκρεμό. Το ζήτημα γι’ αυτούς δεν ήταν πια να διατηρήσουν την επικυριαρχία τους πάνω σε άλλα έθνη, μα να ξεφύγουνε τον κίνδυνο να πέσουν οι ίδιοι κάτω από ξένη εξουσία. Ο Όττο Μπάουερ, εκπρόσωπος της «αριστερής» πτέρυγας της αυστριακής σοσιαλδημοκρατίας, έκρινε πως κείνη η στιγμή ήταν ευνοϊκή για να προβάλουν τη φόρμουλα της αυτοδιάθεσης των εθνοτήτων. Τα πρόγραμμα που θά ‘πρεπε στις προηγούμενες δεκαετίες να εμπνεύσει την πάλη του προλεταριάτου εναντίον των Αψβούργων και της ιθύνουσας μπουρζουαζίας, βρέθηκε νά ‘χει μεταβληθεί σε όργανο άμυνας του ίδιου του έθνους που χτες ακόμα ήτανε κυρίαρχο και απειλούνταν σήμερα από τους χειραφετημένους σλαβικούς λαούς. Το ίδιο όπως το ρεφορμιστικό πρόγραμμα της αυστριακής σοσιαλδημοκρατίας έγινε για μια στιγμή αχυροκάλαμο απ’ όπου προσπαθούσε να πιαστεί η πνιγμένη μοναρχία – η στομωμένη φόρμουλα του αυστρομαρξισμού θα γινόταν η άγκυρα σωτηρίας της γερμανικής μπουρζουαζίας.
Στις 3 Οκτώβρη 1918, όταν το ζήτημα δεν εξαρτιόταν τώρα πια καθόλου απ’ αυτούς, οι σοσιαλδημοκράτες βουλευτές του Ράιχσρατ «αναγνώρισαν» μεγαλόψυχα το δικαίωμα ανεξαρτησίας των λαών της παλιάς αυτοκρατορίας. Στις 4 Οκτώβρη το πρόγραμμα για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών υιοθετήθηκε κι από τα αστικά κόμματα. Αφήνοντας έτσι πίσω μιαν ολόκληρη μέρα τους Αυστρογερμανούς ιμπεριαλιστές, η σοσιαλδημοκρατία εξακολουθούσε ωστόσο να κρατάει στάση αναμονής: δεν ήξερε κανείς πώς θα γύριζαν τα πράγματα και τι θά ‘λεγε ο Ουίλσον. Μόνο στις 13 Οκτώβρη, όταν η οριστική πανωλεθρία του στρατού και της μοναρχίας δημιούργησε «την επαναστατική κατάσταση για την οποία –ισχυριζόταν ο Μπάουερ– είχε καταρτιστεί το εθνικό μας πρόγραμμα», μόνο τότε οι αυστρομαρξιστές θέσανε πρακτικά το ζήτημα της αυτοδιάθεσης των εθνών: αλήθεια δεν είχαν τώρα πια τίποτα να χάσουν. «Με την κατάρρευση της δύναμής της πάνω στα άλλα έθνη –εξηγεί ο Μπάουερ με κάθε ειλικρίνεια– η εθνική γερμανική μπουρζουαζία θεώρησε τελειωμένη την ιστορική αποστολή στο όνομα της οποίας είχε αποδεχτεί θεληματικά να αποχωριστεί από τη γερμανική πατρίδα». Το καινούργιο πρόγραμμα μπήκε σε κυκλοφορία όχι γιατί ήταν αναγκαίο στους καταπιεζόμενους, μα γιατί είχε πάψει να είναι επικίνδυνο για τους καταπιεστές. Οι κατέχουσες τάξεις, σφηνωμένες σε μιαν ιστορική ρωγμή, βρέθηκαν αναγκασμένες να αναγνωρίσουνε ντε γιούρε την εθνική επανάσταση ο αυστρομαρξισμός τό ‘κρινε πρόσφορο να την νομιμοποιήσει θεωρητικά. Είναι μια επανάσταση ώριμη, επίκαιρη, ιστορικά προετοιμασμένη: κι άλλωστε έχει κιόλας γίνει! Την ψυχή της σοσιαλδημοκρατίας την έχουμε εδώ μπροστά μας σαν πάνω στη χούφτα μας!
Ολότελα διαφορετικά ήτανε τα πράγματα με την κοινωνική επανάσταση, που δε μπορούσε καθόλου να υπολογίζει σε μιαν αναγνώριση των κυρίαρχων τάξεων. Αυτή έπρεπε να παραμεριστεί, να εκθρονιστεί, να διασυρθεί. Μια και σκίζονταν φυσικά οι πιο αδύναμες ραφές της Αυτοκρατορίας, οι εθνικές ραφές, ο Όττο Μπάουερ βγάζει αυτό το πόρισμα για το χαραχτήρα της επανάστασης: «δεν ήτανε καθόλου κοινωνική επανάσταση, ήταν επανάσταση εθνική». Στην πραγματικότητα, από την αρχή κιόλας, το κίνημα είχε περιεχόμενο βαθιά κοινωνικοεπαναστατικό. Τον «καθαρά» εθνικό χαραχτήρα της επανάστασης δεν τον απεικονίζει άσχημα τούτο το γεγονός, ότι οι κατέχουσες τάξεις της Αυστρίας πρότειναν ανοιχτά στην Αντάντ να αιχμαλωτίσει όλο το στρατό. Η γερμανική μπουρζουαζία ικέτευε έναν Ιταλό στρατηγό να καταλάβει τη Βιέννη με τα στρατεύματά του!
Ένας αγοραίος σχολαστικός διαχωρισμός της εθνικής μορφής και του κοινωνικού περιεχόμενου του επαναστατικού προτσέσου, παρμένα σαν δυο υποτιθέμενες ανεξάρτητες ιστορικές φάσεις –βλέπουμε πόσο ο Όττο Μπάουερ πλησιάζει εδώ το Στάλιν!– είχε προορισμό ωφελιμιστικό στον υπέρτατο βαθμό: αυτή έπρεπε να δικαιολογήσει τη συνεργασία της σοσιαλδημοκρατίας με τη μπουρζουαζία στην πάλη ενάντια στους κινδύνους της κοινωνικής επανάστασης.
Αν το δεχτεί κανείς, σύμφωνα με το Μαρξ, ότι η επανάσταση είναι η ατμομηχανή της ιστορίας, ο αυστρομαρξισμός πρέπει να είναι το φρένο της. Ήδη ύστερα από την πραγματική κατάρρευση της μοναρχίας, η σοσιαλδημοκρατία, που καλούνταν να πάρει μέρος στην εξουσία, δεν αποφάσιζε ακόμα ν’ αποχωριστεί από τους παλιούς υπουργούς των Αψβούργων: η «εθνική» επανάσταση περιορίστηκε να τους στερεώσει βάζοντας πλάι τους υφυπουργούς. Μόνο ύστερα από τις 9 Νοέμβρη, όταν η γερμανική επανάσταση ανάτρεψε τους Χοεντσόλλερν, η αυστριακή σοσιαλδημοκρατία πρότεινε στο Συμβούλιο Επικρατείας (Staatsrat) να ανακηρύξει τη δημοκρατία, τρομάζοντας τους αστούς συνέταιρους μ’ ένα μαζικό κίνημα που τό ‘τρεμε άλλο τόσο η ίδια. «Οι σοσιαλχριστιανοί –λέει ο Όττο Μπάουερ με ασύνετη ειρωνεία– που στις 9 και 10 Νοέμβρη ήταν ακόμα υπέρ της μοναρχίας, αποφάσισαν στις 11 Νοέμβρη να σταματήσουν την αντίστασή τους…». Δυο ολόκληρες μέρες η σοσιαλδημοκρατία είχε αφήσει πίσω το κόμμα των εκατομαυριτών μοναρχικών! Όλοι οι ηρωικοί θρύλοι της ανθρωπότητας ωχριούν μπροστά σε κείνο το επαναστατικό ξεπέταγμα.
Παρά τη θέλησή της, η σοσιαλδημοκρατία από τις αρχές της επανάστασης βρέθηκε αυτόματα επικεφαλής του έθνους, όπως είχε γίνει με τους Ρώσους μενσεβίκους και σοσιαλεπαναστάτες. Όπως αυτοί, έτσι και κείνη φοβότανε προπαντός την ίδια της τη δύναμη. Στην κυβέρνηση συνασπισμού προσπαθούσε να καταλάβει την πιο μικρή γωνιά που γινόταν. Ο Όττο Μπάουερ το εξηγεί: «Στον καθαρά εθνικό χαραχτήρα της επανάστασης ανταποκρινόταν κατά πρώτο το γεγονός ότι οι σοσιαλδημοκράτες δε ζητούσαν παρά μέτρια συμμετοχή στην κυβέρνηση». Το ζήτημα της εξουσίας λύνεται γι’ αυτούς τους ανθρώπους όχι από την πραγματική σχέση των δυνάμεων, όχι από τη δύναμη του επαναστατικού κινήματος, όχι από τη χρεοκοπία των κυρίαρχων τάξεων, όχι από την πολιτική επιρροή του κόμματος, μα από τη σχολαστική ετικέτα μιας «καθαρά εθνικής επανάστασης», κολλημένη πάνω στα γεγονότα από σοφούς ταξινόμους.
Ο Καρλ Ρέννερ περίμενε να περάσει η θύελλα με την ιδιότητα του αρχικαγκελλάριου του Συμβουλίου Επικρατείας. Οι άλλοι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες μεταβλήθηκαν σε βοηθούς των αστών υπουργών. Με άλλα λόγια, οι σοσιαλδημοκράτες κρύφτηκαν κάτω απ’ τα γραφεία. Οι μάζες, ωστόσο, δε στέργανε να τραφούν με το εθνικό τσόφλι που το κοινωνικό τον αμύγδαλο το φύλαγαν οι αυστρομαρξιστές για τη μπουρζουαζία. Οι εργάτες και οι στρατιώτες εξαναγκάσανε τους σοσιαλδημοκράτες να βγουν από τα καταφύγιά τους. Ο αναντικατάστατος θεωρητικός Όττο Μπάουερ εξηγεί: «Μόνο τα γεγονότα των επόμενων ημερών, σπρώχνοντας την εθνική επανάσταση στην κατεύθυνση μιας κοινωνικής επανάστασης, αύξησαν το βάρος μας μέσα στην κυβέρνηση». Μεταφράζοντας σε γλώσσα καθαρή: κάτω από την πίεση των μαζών οι σοσιαλδημοκράτες βρέθηκαν αναγκασμένοι να βγουν από κάτω απ’ τα τραπέζια.
Όμως μην παρατώντας ούτε για μια στιγμή τις κλίσεις τους, πήραν την εξουσία μόνο και μόνο για να κάνουνε τον πόλεμο εναντίον του ρομαντισμού και του τυχοδιωκτικού πνεύματος: κάτω απ’ αυτά τα λόγια φιγουράρει στους συκοφάντες η ίδια κοινωνική επανάσταση που αύξησε «το βάρος τους μέσα στην κυβέρνηση». Αν οι αυστρομαρξιστές εκπληρώσανε όχι δίχως επιτυχία στα 1918 την ιστορική τους αποστολή σαν φύλακες άγγελοι του Κρεντίτανσταλτ της Βιέννης εναντίον του επαναστατικού ρομαντισμού του προλεταριάτου, είναι μόνο γιατί δε συνάντησαν εμπόδια από μέρους ένας αληθινού επαναστατικού κόμματος.
Δυο πολυεθνικά κράτη, η Ρωσία και η Αυστρουγγαρία, σφράγισαν με τα πρόσφατα πεπρωμένα τους την αντίθεση ανάμεσα στο μπολσεβικισμό και τον αυστρομαρξισμό. Κάπου δεκαπέντε χρόνια ο Λένιν διακήρυχνε, σε μιαν αδυσώπητη πάλη ενάντια σε όλες τις αποχρώσεις του μεγαλορωσικού σωβινισμού, το δικαίωμα για όλα τα καταπιεζόμενα έθνη να αποσπαστούν από την Αυτοκρατορία των Τσάρων. Κατηγορούσαν τους μπολσεβίκους ότι έτειναν στο διαμελισμό της Ρωσίας. Κι όμως ένας τολμηρός επαναστατικός ορισμός του εθνικού ζητήματος δημιούργησε την ακλόνητη εμπιστοσύνη των μικρών και καθυστερημένων καταπιεζόμενων λαών της τσαρικής Ρωσίας απέναντι στο μπολσεβίκικο κόμμα. Τον Απρίλη του 1917 ο Λένιν έλεγε: «Αν οι Ουκρανοί δουν πως έχουμε δημοκρατία των σοβιέτ, δε θα αποσπαστούν· αν όμως έχουμε δημοκρατία του Μιλιουκόβ, θα αποσπαστούν». Και σ’ αυτή την περίπτωση είχε δίκιο. Η ιστορία έδωσε μιαν ασύγκριτη επαλήθευση για τις δυο πολιτικές στο εθνικό ζήτημα. Ενώ η Αυστρουγγαρία, που το προλεταριάτο της είχε διαπαιδαγωγηθεί στο πνεύμα των άναντρων ταλαντεύσεων, κάτω απ’ το τρομερό τράνταγμα γινότανε κομμάτια, όταν την πρωτοβουλία της κατάρρευσης την είχαν πάρει κυρίως τα εθνικά στοιχεία της σοσιαλδημοκρατίας, πάνω στα ερείπια της τσαρικής Ρωσίας δημιουργούνταν ένα καινούργιο κράτος από εθνότητες, σφιχτοδεμένες οικονομικά και πολιτικά από το μπολσεβίκικο κόμμα. Όποια κι αν είναι τα κατοπινά πεπρωμένα της Σοβιετικής Ένωσης –και είναι μακριά ακόμα από αραξοβόλι– η εθνική πολιτική του Λένιν θα περάσει για πάντα μέσα στα στέρεα υλικά της ανθρωπότητας.
Πηγή: Λέον Τρότσκι, Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης. Η Οκτωβριανή Επανάσταση, Αλλαγή, Αθήνα 1984, σσ. 335-258 (η πρώτη έκδση στα ρωσικά έγινε το 1930 και στα αγγλικά το 1932). Πρόκειται για το XVI κεφάλαιο: «Το εθνικό ζήτημα». Μετάφραση: Λίλλης Μιχαήλ. Η πρώτη έκδοση έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 από τις εκδόσεις Προμηθέας.
[/nextpage]