Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΘεωρία - ΙστορίαΟ ρόλος του Στάλιν στη δημιουργία του Ισραήλ - μέρος 1ο

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Ο ρόλος του Στάλιν στη δημιουργία του Ισραήλ – μέρος 1ο

Το πρώτο μέρος ενός αναλυτικού άρθρου του ηγετικού στελέχους της RCI Φρεντ Γουέστον για τον εγκληματικό ρόλο της σταλινικής ΕΣΣΔ στη διχοτόμηση της Παλαιστίνης.

Μέρος 1ο | Μέρος 2ο

Το 1948, ο παλαιστινιακός λαός εκδιώχθηκε βίαια από την πατρίδα του από σιωνιστικές ένοπλες πολιτοφυλακές, σε ένα γεγονός που παραμένει στη συλλογική ιστορική του μνήμη ως «Νάκμπα», δηλαδή Καταστροφή. Το σιωνιστικό σχέδιο πάντα οραματιζόταν μια τέτοια εξέλιξη και όλοι οι γνήσιοι επαναστάτες κομμουνιστές ήταν σταθερά αντίθετοι στη σιωνιστική ιδεολογία. Γιατί λοιπόν ο Στάλιν εγκατέλειψε τη θέση ενός κράτους για τους δύο λαούς, τον Παλαιστινιακό και τον Εβραϊκό, και τάχθηκε υπέρ της διχοτόμησης το 1947, μαζί με την επακόλουθη σύσταση ενός ξεχωριστού εβραϊκού κράτους;

Ο Λένιν αντιτασσόταν στην αντιδραστική ιδεολογία του σιωνισμού. Αντιλαμβανόταν ότι το σιωνιστικό σχέδιο θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο σε βάρος του παλαιστινιακού λαού. Στο Δεύτερο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1920, οι «Θέσεις για το Εθνικό και το Αποικιακό Ζήτημα», που συνέταξε ο Λένιν, ανέφεραν:

«Η σιωνιστική υπόθεση στην Παλαιστίνη μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα απεχθές παράδειγμα εξαπάτησης των εργατικών τάξεων αυτού του καταπιεσμένου έθνους από τον ιμπεριαλισμό της Αντάντ και την αστική τάξη της εν λόγω χώρας, που συνενώνουν τις προσπάθειές τους (με τον ίδιο τρόπο που ο σιωνισμός γενικά προσφέρει τον αραβικό εργαζόμενο πληθυσμό της Παλαιστίνης, όπου οι Εβραίοι εργάτες αποτελούν μόνο μια μειοψηφία, προς εκμετάλλευση από την Αγγλία, υπό τον μανδύα της δημιουργίας ενός εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη)».

Πρέπει λοιπόν να τεθεί το ερώτημα: γιατί ο Στάλιν υιοθέτησε μια θέση που ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη με αυτήν του Λένιν; Μάλιστα, ο Στάλιν διαδραμάτισε κομβικό ρόλο στην έγκριση του περιβόητου ψηφίσματος του ΟΗΕ του 1947 που διχοτόμησε την Παλαιστίνη με την απαιτούμενη πλειοψηφία των δύο τρίτων της Συνέλευσης του ΟΗΕ.

Οι σημερινοί υποστηρικτές του Στάλιν προτιμούν να θάψουμε και να ξεχάσουμε αυτά τα γεγονότα. Θα ήθελαν να διατηρήσουν τον μύθο ότι αυτοί, οι σταλινικοί, ήταν πάντα αντίθετοι στον σιωνισμό. Άλλοι προσπάθησαν να βρουν δικαιολογίες για την προδοσία του Στάλιν, αυτών των βασικών αρχών που υιοθετήθηκαν κατά τα τέσσερα πρώτα συνέδρια της Κομμουνιστικής Διεθνούς.

Δυστυχώς γι’ αυτούς, τα ιστορικά γεγονότα είναι δύσκολο να διαγραφούν και η αλήθεια είναι συγκεκριμένη. Κανενός είδους στρεβλή επιχειρηματολογία δεν μπορεί να δικαιολογήσει τις ενέργειες του Στάλιν. Ας δούμε πώς και γιατί προέκυψε αυτή η πλήρης εγκατάλειψη της θέσης του Λένιν, καθώς και πώς αυτό το σημαντικό γεγονός επηρέασε τα Κομμουνιστικά Κόμματα, ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή.

Τα χρόνια πριν από το εν λόγω ψήφισμα, η επίσημη σοβιετική θέση παρέμενε αυτή της αντίθεσης στη δημιουργία εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη. Η σοβιετική κυβέρνηση συνέχιζε να προβάλλει την ιδέα ενός κράτους για δύο λαούς. Και τα Κομμουνιστικά Κόμματα στη Μέση Ανατολή, αλλά και σε όλο τον κόσμο, τάσσονταν ανοιχτά ενάντια στο σιωνιστικό σχέδιο.

Παρόλα αυτά, σε περισσότερες από μία περιπτώσεις υψηλόβαθμοι Σοβιετικοί διπλωμάτες κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο συμμετείχαν σε συναντήσεις με κορυφαίες προσωπικότητες του σιωνισμού, στις οποίες εξέφρασαν υποστήριξη, ή τουλάχιστον συμπάθεια, προς τη δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη. Ήταν προφανές ότι στα παρασκήνια η πολιτική της σοβιετικής κυβέρνησης άλλαζε.

Τα αρχεία δείχνουν ότι ήδη από το 1940, λίγο μετά το σύμφωνο Χίτλερ-Στάλιν του 1939, με το οποίο η Πολωνία μοιράστηκε μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης, κάτι άλλαζε σε σχέση με το ζήτημα της Παλαιστίνης. Επειδή υπήρχε μεγάλος εβραϊκός πληθυσμός στην Πολωνία, ένας σημαντικός αριθμός Πολωνών Εβραίων βρέθηκε πλέον υπό τη σοβιετική κυβέρνηση. Οι σιωνιστές ηγέτες είδαν σε αυτό μια ευκαιρία για αύξηση της μετανάστευσης Εβραίων στην Παλαιστίνη.

Στο βιβλίο του «Η Έκπληξη της Μόσχας: Η Σοβιετική-Ισραηλινή Συμμαχία του 1947-1949» [Moscow’s Surprise: The Soviet-Israeli Alliance of 1947-1949], χρησιμοποιώντας αρχειακό υλικό από τη Σοβιετική Ένωση, ο Λορέν Ρουκέρ παρέχει ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες σχετικά με την επαφή μεταξύ σοβιετικών διπλωματών και σημαντικών προσωπικοτήτων της σιωνιστικής ηγεσίας. Η πηγή για λεπτομέρειες αυτής της συνάντησης βρίσκεται στα επίσημα έγγραφα για τις σοβιετο-ισραηλινές σχέσεις [«Sovetsko-Izrail’skie otnoshenia». Sbornik Dokumentov 1941-1953 (SIO) (Moskva: Mezhdunarodnye Otnoshenia, 2000), vol. 1, pp. 15-17’].

Μια συνάντηση που έλαβε χώρα τον Ιανουάριο του 1941 μεταξύ του Χάιμ Βάισμαν, προέδρου της Παγκόσμιας Σιωνιστικής Οργάνωσης, και του Ιβάν Μάισκι, του Σοβιετικού πρεσβευτή στο Ηνωμένο Βασίλειο, είναι πολύ αποκαλυπτική. Σύμφωνα με τον Ρουκέρ:

« […] Ο Βάισμαν αναφέρθηκε στο μέλλον της Παλαιστίνης. Ο Μάισκι δήλωσε ότι θα έπρεπε να γίνει ανταλλαγή πληθυσμών στην Παλαιστίνη προκειμένου να εγκατασταθούν Εβραίοι από την Ευρώπη. Ο Βάισμαν απάντησε ότι αν μπορούσαν να μεταφερθούν μισό εκατομμύριο Άραβες, στη θέση τους θα μπορούσαν να τοποθετηθούν δύο εκατομμύρια Εβραίοι. Ο Μάισκι δεν φάνηκε να σοκάρεται από αυτήν την ιδέα». [Έμφαση του Φρεντ Γουέστον]

Ο Ρουκέρ συνεχίζει: «Η καταστροφική αλλαγή της θέσης της Σοβιετικής Ένωσης μετά τη γερμανική εισβολή στην ΕΣΣΔ μόλις πέντε μήνες αργότερα, πρόσφερε στους σιωνιστές την ευκαιρία να προχωρήσουν περαιτέρω μετά τις πρώτες επαφές. Άρχισαν να επιδιώκουν πιο δυναμικά δύο βασικούς στόχους: (1) να καταλήξουν σε μια συμφωνία με τη Μόσχα η οποία θα επέτρεπε στους Πολωνούς Εβραίους της Σοβιετικής Ένωσης να μεταναστεύσουν στην Παλαιστίνη και (2) να πείσουν τους αντι-σιωνιστές ηγέτες των Μπολσεβίκων ότι η δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη δεν θα ήταν αντίθετη στα συμφέροντά τους».

Ακολούθησε μια συνάντηση στο Λονδίνο τον Οκτώβριο του 1941, μεταξύ του Μάισκι και του Νταβίντ Μπεν-Γκουριόν – τότε προέδρου της Εβραϊκής Ομοσπονδίας και αργότερα ιδρυτή των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων [IDF] και πρώτου πρωθυπουργού του Ισραήλ. Tο 1943, ο Μάισκι συναντήθηκε ξανά με τον Βάισμαν, διαβεβαιώνοντάς τον ότι η σοβιετική κυβέρνηση κατανοούσε τους στόχους των σιωνιστών και ότι «σίγουρα θα σταθεί δίπλα τους» (Ρουκέρ). Ο Μάισκι μάλιστα επισκέφτηκε την Παλαιστίνη και συναντήθηκε με τον Μπεν-Γκουριόν, και φαίνεται να εντυπωσιάστηκε πολύ με όσα έχτιζαν εκεί οι σιωνιστές.

Όπως βλέπουμε, η Μόσχα εξέταζε ήδη το ενδεχόμενο να υποστηρίξει τη σύσταση εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη, το οποίο θα περιλάμβανε αναγκαστικά την απομάκρυνση μισού εκατομμυρίου Παλαιστινίων από την πατρίδα τους, αν και αυτό δεν λεγόταν δημόσια. Η επίσημη θέση παρέμενε αυτή της αντίθεσης σε ένα αποκλειστικά εβραϊκό κράτος και της υποστήριξης ενός ενιαίου κράτους δύο εθνοτήτων.

Το 1943, ο Στάλιν είχε διαλύσει την Κομμουνιστική Διεθνή, αφού πλέον δεν τη χρειαζόταν, καθώς είχε εγκαταλείψει προ πολλού την προοπτική της παγκόσμιας επανάστασης. Ήταν επίσης μια κίνηση για να ευχαριστήσει τους τότε συμμάχους του στη Δύση, τον Τσόρτσιλ και τον Ρούσβελτ, εν μέσω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το καθεστώς του Στάλιν συμπεριφέρθηκε με τον ίδιο τρόπο και στο ζήτημα της Παλαιστίνης, με τη σοβιετική εξωτερική πολιτική να ασκείται εξ ολοκλήρου πίσω από τις πλάτες των εθνικών Κομμουνιστικών Κομμάτων. Οι συναντήσεις μεταξύ Σοβιετικών διπλωματών και βασικών ηγετικών στελεχών του σιωνιστικού κινήματος ήταν επομένως εντελώς άγνωστες τόσο στις τάξεις όσο και στις ηγεσίες αυτών των κομμάτων.

Η Παλαιστίνη ήταν τότε υπό βρετανικό έλεγχο. Αλλά η Βρετανία παράκμαζε ως παγκόσμια δύναμη και έχανε την αυτοκρατορία της. Δεν μπορούσε πλέον να διατηρήσει την παρουσία της στην Παλαιστίνη, και στην πραγματικότητα θεωρούνταν εχθρός από τους ντόπιους σιωνιστές, των οποίων ο στόχος να ιδρύσουν ένα εβραϊκό κράτος βρισκόταν σε αντίθεση με τα συμφέροντα του βρετανικού ιμπεριαλισμού εκείνη την εποχή.

Η Βρετανία, σε διάφορες περιόδους, άλλαζε τη θέση της με τρόπο που μπορούσε να ερμηνευτεί ως υπόσχεση να δώσει την Παλαιστίνη άλλοτε στους Άραβες και άλλοτε στους Εβραίους. Η τακτική αυτή δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η δοκιμασμένη μέθοδος τους «διαίρει και βασίλευε». Ο βρετανικός ιμπεριαλισμός μάλιστα αντιτάχθηκε στη σύσταση ενός ξεχωριστού εβραϊκού κράτους. Αυτό δεν έγινε από αγάπη για τους Παλαιστίνιους. Κύριο μέλημά του ήταν η σύναψη φιλικών σχέσεων με τα πλούσια σε πετρέλαιο αραβικά καθεστώτα της περιοχής. Αλλά με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν ήταν το Λονδίνο αλλά η Ουάσιγκτον – με τη βοήθεια της Μόσχας – η δύναμη εκείνη που μπορούσε να αποφασίσει για τη μοίρα της Παλαιστίνης.

Αυτό εξηγεί γιατί, τον Φεβρουάριο του 1947, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου αποφάσισε να παραιτηθεί από την έλεγχο της Παλαιστίνης και να παραχωρήσει το καθήκον του προσδιορισμού του μελλοντικού στάτους της περιοχής στα νεοσύστατα Ηνωμένα Έθνη.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο Αντρέι Γκρομίκο, εκπρόσωπος της Σοβιετικής Ένωσης στα Ηνωμένα Έθνη, εκφώνησε μια σημαντική ομιλία στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 14 Μαΐου 1947. Το περιεχόμενό της προκάλεσε σοκ σε εκατομμύρια κομμουνιστές, που ήταν μέλη στα επίσημα Κομμουνιστικά Κόμματα σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο, σόκαρε ιδιαίτερα τα μέλη των ΚΚ στον αραβικό κόσμο.

Ήταν μια ομιλία για τη σύσταση μιας ειδικής επιτροπής του ΟΗΕ για την Παλαιστίνη. Ο Γκρομίκο μίλησε εκτενώς, υπογραμμίζοντας τα δεινά που αντιμετώπιζε μεγάλος αριθμός εκτοπισμένων Εβραίων στην Ευρώπη μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Προετοίμαζε ξεκάθαρα το έδαφος γι’ αυτό που θα ερχόταν αργότερα εκείνη τη χρονιά.

Στην ομιλία του, ο Γκρομίκο ανέφερε: «Το γεγονός ότι κανένα δυτικοευρωπαϊκό κράτος δεν μπόρεσε να διασφαλίσει την υπεράσπιση των στοιχειωδών δικαιωμάτων του εβραϊκού λαού και να τον διαφυλάξει από τη βία των φασιστών εκτελεστών, εξηγεί τους πόθους των Εβραίων να ιδρύσουν το δικό τους κράτος. Θα ήταν άδικο να μην το λάβουμε υπόψη και να αρνηθούμε το δικαίωμα του εβραϊκού λαού να υλοποιήσει αυτές τις βλέψεις. Θα ήταν αδικαιολόγητο να αρνηθούμε αυτό το δικαίωμα στον εβραϊκό λαό, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη όλα όσα υπέστη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου». [Έμφαση του Φρεντ Γουέστον]

Στη συνέχεια, απαρίθμησε τέσσερις διαφορετικές πιθανές λύσεις στο ζήτημα:
«1. Ίδρυση ενός ενιαίου αραβο-εβραϊκού κράτους, με ίσα δικαιώματα για Άραβες και Εβραίους.
2. Διχοτόμηση της Παλαιστίνης σε δύο ανεξάρτητα κράτη, ένα αραβικό και ένα εβραϊκό.
3. Ίδρυση αραβικού κράτους στην Παλαιστίνη, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη δεόντως τα δικαιώματα του εβραϊκού πληθυσμού.
4. Ίδρυση ενός εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη, χωρίς να λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα δικαιώματα του αραβικού πληθυσμού». [Έμφαση του Φρεντ Γουέστον]

Στις καταληκτικές του παρατηρήσεις, δήλωσε ότι «ένα ανεξάρτητο, δύο εθνοτήτων, δημοκρατικό, ομοιογενές αραβο-εβραϊκό κράτος» θα ήταν ο μόνος τρόπος για να εξασφαλιστούν τα δικαιώματα τόσο του εβραϊκού όσο και του παλαιστινιακού πληθυσμού. Ωστόσο, στη συνέχεια πρόσθεσε ότι αν αυτό αποδειχθεί αδύνατο να εφαρμοστεί, «η διχοτόμηση της Παλαιστίνης σε δύο ανεξάρτητα αυτόνομα κράτη, ένα εβραϊκό και ένα αραβικό» θα πρέπει να εξεταστεί.

Η μετέπειτα Ιστορία δείχνει ότι η ομιλία, στην πραγματικότητα, προετοίμαζε το έδαφος ώστε η Σοβιετική Ένωση να υποστηρίξει πλήρως το σιωνιστικό σχέδιο εκδίωξης εκατοντάδων χιλιάδων Παλαιστινίων από την πατρίδα τους και ίδρυσης του Ισραήλ – στην ουσία, υλοποιώντας αυτό που ο Μάισκι είχε συζητήσει με τους σιωνιστές ηγέτες μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα. Αλλά το πιο σημαντικό ζήτημα ήταν ότι τα λόγια του ταιριάζουν με τις πράξεις. Μεταξύ 1947 και 1949, η Σοβιετική Ένωση παρείχε πλήρη υποστήριξη στους σιωνιστές, πολιτικά και στρατιωτικά, ακόμη και δρομολογώντας την περαιτέρω μετανάστευση Εβραίων από την Ανατολική Ευρώπη στο Ισραήλ.

Ένα μέλος της σοβιετικής αντιπροσωπείας στα Ηνωμένα Έθνη, ο Σ. Τσαράπκιν, εκφώνησε μια ομιλία στις 13 Οκτωβρίου 1947, στην οποία προχώρησε ακόμα περισσότερο από τον Γκρομίκο, διακηρύσσοντας δημόσια την υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης στη διχοτόμηση της Παλαιστίνης. Όπως αναφέρει ο Ρούκερ, «Η ΕΣΣΔ γινόταν ένθερμη υποστηρίκτρια της σιωνιστικής υπόθεσης».

Τον επόμενο μήνα, στις 29 Νοεμβρίου 1947, η ΕΣΣΔ ψήφισε υπέρ της διχοτόμησης της Παλαιστίνης. Το Ψήφισμα 181 ψηφίστηκε στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ με 33 ψήφους υπέρ, 13 κατά και 10 λευκά. Οι σιωνιστές δεν θα μπορούσαν να ζητήσουν κάτι περισσότερο από τον Στάλιν!

Πρέπει να θυμίσουμε εδώ ότι για να είναι νομικά δεσμευτικό ένα τέτοιο ψήφισμα του ΟΗΕ, απαιτείται πλειοψηφία δύο τρίτων στη Συνέλευση. Ο Στάλιν έλεγχε τη Λευκορωσία, την Ουκρανία, την Πολωνία και την Τσεχοσλοβακία, καθώς και την ΕΣΣΔ – που ήταν όλες μέλη του ΟΗΕ με δικαίωμα ψήφου εκείνη την εποχή, και όλες ψήφισαν υπέρ της διχοτόμησης. Αν αυτές οι πέντε χώρες είχαν καταψηφίσει τη διχοτόμηση, η ψηφοφορία θα ήταν 28 υπέρ, 18 κατά και 10 λευκά. Το ψήφισμα επομένως δεν θα είχε περάσει. Αυτό είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός.

Το τι συνέβη στη συνέχεια είναι γνωστό. Οι αραβικές χώρες αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν το ψήφισμα του ΟΗΕ. οι σιωνιστικές ένοπλες δυνάμεις ξεκίνησαν μια εκστρατεία τρόμου εναντίον των Παλαιστινίων, με στόχο να τους απωθήσουν και να ιδρύσουν το Ισραήλ, και ξέσπασε πόλεμος με το εκκολαπτόμενο εβραϊκό κράτος. Σε αυτή τη διαδικασία 700.000 Παλαιστίνιοι υπέστησαν «εθνοκάθαρση», για να χρησιμοποιήσουμε έναν διαδεδομένο όρο για τη βάναυση και αιματηρή εκδίωξη ενός ολόκληρου λαού από την πατρίδα του. Η σημερινή γενοκτονική σφαγή του Ισραήλ στη Γάζα έχει τις ρίζες της σε αυτά τα τραγικά γεγονότα.

Η Σοβιετική Ένωση δεν βοήθησε τους Σιωνιστές μόνο ψηφίζοντας υπέρ του ψηφίσματος του ΟΗΕ. Παρείχε επίσης όπλα, αν και έμμεσα μέσω ενός από τους δορυφόρους της. Το 1948, ο Στάλιν επέτρεψε στην Τσεχοσλοβακία να στείλει βαρέα όπλα στον νεοσύστατο ισραηλινό στρατό. Από τα τέλη του 1947 έως το 1948, οι σιωνιστές και η Εβραϊκή Ομοσπονδία στην Παλαιστίνη αγόρασαν όπλα αξίας 22 εκατομμυρίων δολαρίων από την Τσεχοσλοβακία. Αυτό θα ισοδυναμούσε με 250 εκατομμύρια δολάρια σε σημερινά χρήματα. Την ίδια στιγμή, η ΕΣΣΔ εμπόδισε την κυβέρνηση της Τσεχοσλοβακίας να προχωρήσει σε προγραμματισμένες πωλήσεις όπλων στους Άραβες.

Πολλά χρόνια αργότερα, το 1968, αναφερόμενος στη βοήθεια που παρείχαν η ΕΣΣΔ και η Τσεχοσλοβακία, ο Μπεν-Γκουριόν παραδέχτηκε ότι: «Έσωσαν τη χώρα· δεν έχω καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Η συμφωνία για όπλα από την Τσεχία ήταν η μεγαλύτερη βοήθεια που είχαμε τότε, μας έσωσε και χωρίς αυτήν πολύ αμφιβάλλω αν θα μπορούσαμε να έχουμε αντέξει μετά τον πρώτο μήνα». (Ούρι Μπιάλερ, «Between East and West: Israel’s Foreign Policy Orientation, 1948-1956», Cambridge University Press, 1990).

Η Σοβιετική Ένωση βοήθησε επίσης δρομολογώντας τη μετανάστευση Εβραίων από την Ανατολική Ευρώπη πριν από το 1948, με σημαντικό αριθμό να προέρχεται από την Πολωνία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και την Τσεχοσλοβακία. Οι δεσμοί που δημιουργήθηκαν με τους σιωνιστές ήταν τόσο ισχυροί που η ΕΣΣΔ ήταν η πρώτη χώρα που αναγνώρισε νομικά το κράτος του Ισραήλ μετά την ανακήρυξη του νέου κράτους από τον Μπεν-Γκουριόν τον Μάιο του 1948. Σε τηλεγράφημα που εστάλη στις 17 Μαΐου 1948 στον Σερτόκ, τον υπουργό Εξωτερικών της Προσωρινής Κυβέρνησης του Ισραήλ, ο Μολότοφ (ο υπουργός Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης και ο στενότερος σύμμαχος του Στάλιν) έγραψε:

«Σας ενημερώνουμε ότι η κυβέρνηση της ΕΣΣΔ αποφάσισε να επεκτείνει την επίσημη αναγνώριση του Κράτους του Ισραήλ και της Προσωρινής Κυβέρνησής του. Η Σοβιετική Κυβέρνηση πιστεύει ότι η δημιουργία από τον εβραϊκό λαό του κυρίαρχου κράτους του θα εξυπηρετήσει την ενίσχυση της ειρήνης και της ασφάλειας στην Παλαιστίνη και τη Μέση Ανατολή και εκφράζει την πεποίθηση ότι οι φιλικές σχέσεις μεταξύ της ΕΣΣΔ και του Κράτους του Ισραήλ θα αναπτυχθούν με επιτυχία». [Έμφαση του Φρεντ Γουέστον]

Η «ειρήνη και η ασφάλεια» ήταν τα τελευταία πράγματα που εγγυούταν η δημιουργία του Ισραήλ. Αλλά ο κυνισμός του Στάλιν πήγε ακόμη παραπέρα τον Δεκέμβριο του 1948, όταν παρουσιάστηκε στον ΟΗΕ το ψήφισμα 194-III. Το ψήφισμα έθετε το δικαίωμα των Παλαιστινίων προσφύγων είτε να επιστρέψουν στα σπίτια τους είτε να λάβουν αποζημιώσεις για απώλειες ή ζημιές της περιουσίας τους. Η Σοβιετική Ένωση και οι ανατολικοευρωπαϊκοί δορυφόροι της ψήφισαν όλοι κατά, ενώ οι ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ και της Βρετανίας ψήφισαν υπέρ!

Φυσικά, τίποτα συγκεκριμένο δεν έγινε ποτέ για την εφαρμογή του ψηφίσματος, από καμία από τις δυνάμεις που το υπερψήφισαν. Όταν τελικά επιτράπηκε στο Ισραήλ να γίνει μέλος του ΟΗΕ το 1949, ένας από τους όρους ήταν ότι έπρεπε να συμφωνήσει να εφαρμόσει το ψήφισμα 194. Ένας από τους εκπροσώπους του Ισραήλ δέχτηκε προφορικά, αλλά ακολούθως απλώς συνέχισαν να αγνοούν το ψήφισμα, υποστηρίζοντας ότι άτομα που είχαν τραπεί σε φυγή και εγκατέλειψαν τις περιουσίες τους δεν είχαν δικαίωμα αποζημίωσης, ενώ το 1950 εφάρμοσαν τον διαβόητο Νόμο περί της Ιδιοκτησίας Απόντων, σε ευθεία παραβίαση του ψηφίσματος του ΟΗΕ, για την απαλλοτρίωση των κατοικιών όλων των εκτοπισμένων Παλαιστινίων. Η Σοβιετική Ένωση ήταν τόσο δεμένη με τη φιλοσιωνιστική της θέση που αρνούταν ακόμα και την τυπική υποστήριξη των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων προσφύγων που είχαν εκδιωχθεί βάναυσα από την πατρίδα τους.

Αυτά που παραθέσαμε παραπάνω είναι τα γεγονότα. Αλλά αυτό που πρέπει να αναρωτηθούμε είναι γιατί ο Στάλιν υιοθέτησε μια τέτοια πολιτική. Μπορούμε να αρχίσουμε να απαντάμε σε αυτό το ερώτημα μόνο αν καταλάβουμε ότι ο Στάλιν δεν καθοδηγούταν από τα συμφέροντα της παγκόσμιας εργατικής τάξης. Οι αποφάσεις του δεν καθορίζονταν από μια επαναστατική προοπτική για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Οι ενέργειές του δεν καθορίζονταν από το τι ήταν καλύτερο για την προώθηση της σοσιαλιστικής επανάστασης διεθνώς. Τα συμφέροντά του ήταν πολύ πιο στενά από αυτό.

Η σκέψη του καθοριζόταν από τα εθνικά συμφέροντα της γραφειοκρατίας που είχε σφετεριστεί την εξουσία από την εργατική τάξη στη Σοβιετική Ένωση και αντιπροσώπευε τη ραχοκοκαλιά του καθεστώτος του Στάλιν. Αυτή η διαδικασία εκφυλισμού της επανάστασης – λόγω της απομόνωσής της σε μια μεμονωμένη, υπανάπτυκτη χώρα – αναλύθηκε διεξοδικά από τον Τρότσκι στο κλασικό του έργο «Η Προδομένη Επανάσταση».

Αυτό εξηγεί το πώς η Σοβιετική Ένωση υπό τους σταλινικούς μπορούσε να ευθυγραμμίζεται τόσο με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό όσο και με τους σιωνιστές το 1947. Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, είχαν συμφέρον να επιτρέψουν την ανάδειξη ενός εβραϊκού κράτους του Ισραήλ, καθώς το έβλεπαν ως τρόπο να διώξουν τους Βρετανούς από τη Μέση Ανατολή, παίρνοντας τη θέση τους ως η κυρίαρχη δύναμη σε αυτήν τη σημαντική, πλούσια σε πετρέλαιο περιοχή. Ο Στάλιν είδε κι αυτός τους Εβραίους στην Παλαιστίνη ως χρήσιμο μοχλό για την αποδυνάμωση του βρετανικού ιμπεριαλισμού, ενώ ήλπιζε να δημιουργήσει ένα σημείο υποστήριξης για την ΕΣΣΔ στη Μεσόγειο.

Ο Στάλιν παρουσιάζεται από τους υποστηρικτές του ως ένας σπουδαίος ηγέτης σκεπτόμενος στρατηγικά, και όσοι στο κομμουνιστικό κίνημα προσπαθούν να δικαιολογήσουν την πολιτική του στην Παλαιστίνη εκείνη την εποχή το κάνουν προσπαθώντας να δείξουν ότι υπήρχε κάποιου είδους έξυπνο σχέδιο πίσω από όλα αυτά. Αλλά η αλήθεια είναι ότι επειδή δεν είχε καμία προοπτική για έναν σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της Μέσης Ανατολής, το καλύτερο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν η προοπτική ενός φιλοσοβιετικού εβραϊκού κράτους στο Ισραήλ, δηλαδή ενός καπιταλιστικού Ισραήλ με φιλικές σχέσεις με την ΕΣΣΔ.

Δεν υπήρχε τίποτα έξυπνο σε όλο αυτό. Σε ένα δοκίμιο που δημοσιεύτηκε στο «Diplomatic History» το 1989, με τίτλο «Μυστικές Υπηρεσίες, Κατασκοπεία και η Απαρχή του Ψυχρού Πολέμου» [Intelligence, Espionage, and Cold War Origins], ο Τζον Λιούις Γκάντις εξηγεί ότι:

«Αυτό που συχνά ξεχνιέται σχετικά με τον Στάλιν είναι ότι ήθελε, με τον τρόπο του, να παραμείνει “φίλος” με τους Αμερικάνους και τους Βρετανούς: στόχος του ήταν να διασφαλίσει την ασφάλεια του καθεστώτος του και του κράτους που κυβερνούσε, όχι να επιφέρει τη πολυαναμενόμενη διεθνή προλεταριακή επανάσταση· ήλπιζε να το κάνει αυτό με μη πολεμικά μέσα και κατά προτίμηση με τη συνεργασία της Δύσης». [Έμφαση του Φρεντ Γουέστον]

Ο Γκάντις θεωρείται ειδικός στην ιστορία του Ψυχρού Πολέμου και γράφει από τη σκοπιά των συμφερόντων του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Η εκτίμησή του για τον Στάλιν επιβεβαιώνει την ερμηνεία μας για τα κίνητρα του. Από τότε που υιοθέτησε τη θεωρία του «σοσιαλισμού σε μια χώρα», λίγο μετά το θάνατο του Λένιν το 1924, η σκέψη του αντανακλούσε τα συμφέροντα της συντηρητικής γραφειοκρατίας και όχι της παγκόσμιας εργατικής τάξης. Η γραφειοκρατία αποτελούταν από πολλά μη κομμουνιστικά στοιχεία, πολλά άτομα που είχαν ενταχθεί στο κόμμα ως μέσο προώθησης της καριέρας τους. Είχαν αποκτήσει υλικά προνόμια μέσω της διαδικασίας αυτής και επιθυμούσαν μια ήσυχη ζωή στην οποία θα μπορούσαν να απολαμβάνουν αυτά τα προνόμια. Το τελευταίο πράγμα που τους απασχολούσε ήταν η παγκόσμια επανάσταση.

Η θεωρία του «σοσιαλισμού σε μια χώρα» εξέφραζε επίσης μια αυξανόμενα εθνικιστική αντίληψη της μεγαλο-ρωσικής γραφειοκρατίας. Έβλεπαν τη Σοβιετική Ένωση και τη σχεδιασμένη οικονομία της όχι ως φυλάκιο της παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης, αλλά ως μέσο διατήρησης των δικών τους υλικών συμφερόντων ως κάστα. Ταύτιζαν τα «εθνικά συμφέροντα» της Ρωσίας με στενά εθνικιστικούς όρους με τα δικά τους συμφέροντα, παρά με τον αγώνα για μια νέα παγκόσμια σοσιαλιστική κοινωνία, στην οποία είχαν απέβλεπαν οι Μπολσεβίκοι υπό τον Λένιν. Και η πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης στη Μέση Ανατολή καθοριζόταν από αυτά τα συμφέροντα.

Αρχικά, ο Στάλιν πίστευε ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί και να διατηρηθεί μια συμφωνία μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, σύμφωνα με την οποία η καθεμία θα είχε τη σφαίρα επιρροής της και θα σεβόταν τα συμφέροντα των άλλων. Σε αυτό το πλαίσιο, πίστευε ότι το Ισραήλ θα μπορούσε να γίνει σύμμαχος της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτή λοιπόν ήταν η «έξυπνη» πολιτική εκ μέρους του Στάλιν! Μέσα σε ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, έγινε απολύτως σαφές ότι το Ισραήλ γινόταν ένας σύμμαχος-κλειδί του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή.

Πολλοί από τους ιδρυτές του Ισραήλ ντύνονταν με «σοσιαλιστική» φορεσιά, με τον Μπεν-Γκουριόν να αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Τον πρώτο καιρό της δημιουργίας του Ισραήλ το κράτος, ακόμη και η συνδικαλιστική ομοσπονδία Χισταντρούτ που ήταν συνδεδεμένη με το κράτος, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της οικονομίας του, φροντίζοντας την εδραίωση μιας ισραηλινής καπιταλιστικής τάξης, η οποία αρχικά ήταν αδύναμη. Όλα αυτά χρησιμοποιήθηκαν για να διαδοθεί ο μύθος ότι το Ισραήλ ήταν κάποιου είδους «σοσιαλιστικό πείραμα». Στους Εβραίους της Ανατολικής Ευρώπης υπήρχε μια ισχυρή σοσιαλιστική παράδοση και πολλοί από τους Εβραίους μετανάστες που έφταναν στο Ισραήλ προέρχονταν από ένα τέτοιο υπόβαθρο. Τα κιμπούτζ – οικισμοί που δημιουργήθηκαν γύρω από συλλογικές φάρμες – παρουσιάζονταν ως παραδείγματα σοσιαλιστικής οργάνωσης. Στην ακμή τους αντιπροσώπευαν ένα σημαντικό ποσοστό της αγροτικής παραγωγής και ακόμη και της βιομηχανικής παραγωγής, με εκατοντάδες εργοστασιακά κιμπούτζ.

Η αντίληψη ότι το Ισραήλ θα μπορούσε να είναι ένα «σοσιαλιστικό πείραμα» αγνοεί το γεγονός ότι τα κιμπούτζ λειτουργούσαν συχνά ως ένοπλα οχυρά του Ισραήλ και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον αποικισμό της γης που προηγουμένως ανήκε σε Παλαιστίνιους. Όπως το έχουν περιγράψει κάποιοι, ήταν «σοσιαλισμός μόνο για τους Εβραίους, όχι για τους Άραβες».

Δεν μπορεί να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός με αυτόν τον τρόπο. Ο σοσιαλισμός είτε γεννιέται από ένα ενιαίο κίνημα ολόκληρης της εργατικής τάξης – στην περίπτωση αυτή, τόσο της εβραϊκής όσο και της παλαιστινιακής – είτε θα αποδειχθεί ότι απλώς συγκαλύπτει και βοηθά την καταπίεση ενός τμήματος της κοινωνίας από ένα άλλο, προς μέγιστο όφελος των καπιταλιστών. Αυτό που χτιζόταν ήταν καπιταλισμός, και ακριβώς λόγω της απομόνωσης και της καταπιεστικής φύσης του, έγινε σύντομα ένα προκεχωρημένο φυλάκιο του ιμπεριαλισμού στη Μέση Ανατολή. Αυτό εξηγεί επίσης γιατί η πιο ισχυρή ιμπεριαλιστική χώρα στον πλανήτη δεν είχε κανένα πρόβλημα με αυτό το είδος «σοσιαλισμού».

Φρεντ Γουέστον

Μετάφραση από την ιστοσελίδα marxist.com: Μάριος Καλομενόπουλος

Μέρος 1ο | Μέρος 2ο

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα