Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΘεωρία - ΙστορίαΟ Χέγκελ για την αναγκαιότητα και το τυχαίο

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Ο Χέγκελ για την αναγκαιότητα και το τυχαίο

Ένα ακόμα απόσπασμα από το βιβλίο «Η Διαλεκτική σε Αντεπίθεση - Μαρξιστική Φιλοσοφία και Σύγχρονη Επιστήμη», των Τεντ Γκραντ και Άλαν Γουντς, στου οποίου τη βελτιωμένη επανέκδοση προχωρούν οι εκδόσεις «Μαρξιστική Φωνή».

Αναλύοντας τη φύση της ύπαρξης σε όλες τις εκδηλώσεις της, ο Χέγκελ ασχολείται με τη σχέση μεταξύ δυνητικού και πραγματικού, όπως επίσης και μεταξύ αναγκαιότητας και τυχαίου («ενδεχόμενου»). Σχετικά με το ζήτημα αυτό, έχει σημασία να διευκρινίσουμε ένα από τα πιο γνωστά (ή περιβόητα) αποφθέγματά του: «Το λογικό είναι πραγματικό και το πραγματικό είναι λογικό» (Χέγκελ, «Η Φιλοσοφία του Δικαίου»). Με την πρώτη ματιά, η δήλωση αυτή φαίνεται μυστικιστική, καθώς και αντιδραστική, αφού δείχνει να υποδηλώνει πως ό,τι υπάρχει είναι λογικό, και άρα δικαιολογημένο. Ωστόσο, αυτό δεν είναι καθόλου εκείνο που εννοούσε ο Χέγκελ, όπως εξηγεί ο Ένγκελς:

«Τώρα, σύμφωνα με τον Χέγκελ, η πραγματικότητα, ωστόσο, δεν είναι με κανέναν τρόπο μια παγιωμένη ιδιότητα μίας οποιασδήποτε δεδομένης κατάστασης των πραγμάτων, κοινωνικών ή πολιτικών, σε κάθε περίσταση και σε κάθε στιγμή. Αντίθετα, η Ρωμαϊκή Δημοκρατία ήταν πραγματική, το ίδιο όμως και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία που την αντικατέστησε. Το 1789, η γαλλική μοναρχία είχε γίνει τόσο πλασματική, δηλαδή τόσο απογυμνωμένη από κάθε αναγκαιότητα και τόσο παράλογη, που έπρεπε να καταστραφεί από τη Μεγάλη Επανάσταση, για την οποία ο Χέγκελ μιλάει πάντα με τον μεγαλύτερο ενθουσιασμό. Στην περίπτωση αυτή, επομένως, η μοναρχία ήταν πλασματική και η επανάσταση πραγματική. Κι έτσι, στην πορεία της ανάπτυξης, ό,τι ήταν πρώτα πραγματικό γίνεται πλασματικό, χάνει την αναγκαιότητά του, το δικαίωμα ύπαρξης, τη λογική του. Και στη θέση της ετοιμοθάνατης πραγματικότητας έρχεται μια καινούργια, βιώσιμη πραγματικότητα -ειρηνικά αν η παλιά διαθέτει αρκετή ευφυΐα να πορευθεί προς τον θάνατό της χωρίς αντίσταση, βίαια αν αντιστέκεται στην αναγκαιότητα αυτή. Έτσι, η χεγκελιανή πρόταση μετατρέπεται στο αντίθετό της, με την ίδια τη χεγκελιανή Διαλεκτική: ό,τι είναι πραγματικό στη σφαίρα της ανθρώπινης Ιστορίας, γίνεται παράλογο με το πέρασμα του χρόνου, είναι άρα παράλογο από τον ίδιο του τον προορισμό, είναι εκ των προτέρων μολυσμένο από παραλογισμό. Και καθετί το λογικό στο μυαλό των ανθρώπων προορίζεται να γίνει πραγματικό, όσο κι αν αντιφάσκει με την υπάρχουσα φαινομενική πραγματικότητα. Σε συμφωνία με όλους τους κανόνες της χεγκελιανής μεθόδου σκέψης, η πρόταση για την ορθολογικότητα όλων όσων είναι πραγματικά μετατρέπεται στην πρόταση: ό,τι υπάρχει αξίζει να αφανιστεί».

Μια ορισμένη μορφή κοινωνίας είναι «λογική», στον βαθμό που πραγματοποιεί τον σκοπό της, δηλαδή στον βαθμό που αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις, αυξάνει το πολιτιστικό επίπεδο και έτσι προάγει την ανθρώπινη εξέλιξη. Από τη στιγμή που αποτυγχάνει να πραγματοποιήσει όλα αυτά, βρίσκεται σε αντίφαση με τον εαυτό της, δηλαδή γίνεται παράλογη και πλασματική και δεν έχει πια δικαίωμα ύπαρξης. Συνεπώς, ακόμη και στα πιο φαινομενικά αντιδραστικά λόγια του Χέγκελ, υπάρχει κρυμμένη μια επαναστατική ιδέα.

Ό,τι υπάρχει, λοιπόν, υπάρχει από αναγκαιότητα. Δεν μπορούν όμως να υπάρξουν τα πάντα. Η δυνητική ύπαρξη δεν αποτελεί ακόμη πραγματική ύπαρξη. Στην «Επιστήμη της Λογικής», ο Χέγκελ ανιχνεύει προσεκτικά τη διαδικασία με την οποία κάτι περνάει από την κατάσταση της απλής δυνατότητας στο σημείο, όπου η δυνατότητα γίνεται πιθανότητα, και η τελευταία γίνεται αναπόφευκτο («αναγκαιότητα»). Μπροστά στην απίστευτη σύγχυση που έχει εμφανιστεί στη σύγχρονη επιστήμη γύρω από το ζήτημα της «πιθανότητας», η μελέτη της λεπτομερούς και βαθιάς επεξεργασίας του θέματος αυτού από τον Χέγκελ είναι εξαιρετικά διδακτική.

Η δυνατότητα και η πραγματικότητα χαρακτηρίζουν τη διαλεκτική εξέλιξη του πραγματικού κόσμου και τα διάφορα στάδια στην εμφάνιση και εξέλιξη των αντικειμένων. Κάτι που υπάρχει δυνητικά, εμπεριέχει την αντικειμενική τάση να αναπτυχθεί ή τουλάχιστον την απουσία συνθηκών που θα το εμπόδιζαν να υπάρξει. Ωστόσο, υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στην αφηρημένη δυνατότητα και στην πραγματική πιθανότητα, αν και τα δύο αυτά συγχέονται συχνά. Η αφηρημένη, ή τυπική δυνατότητα εκφράζει απλώς την απουσία συνθηκών που θα απέκλειαν ένα συγκεκριμένο φαινόμενο, αλλά δεν προϋποθέτει την παρουσία συνθηκών που θα έκαναν αναπόφευκτη την εμφάνισή του.

Αυτό οδηγεί σε ατέρμονη σύγχυση και ουσιαστικά αποτελεί ένα είδος τεχνάσματος, το οποίο χρησιμεύει στη δικαιολόγηση κάθε είδους ανόητων και αυθαίρετων ιδεών. Για παράδειγμα, λέγεται ότι αν άφηναν έναν πίθηκο να χτυπάει για καιρό τα πλήκτρα μιας γραφομηχανής, θα δημιουργούσε τελικά ένα από τα σονέτα του Σαίξπηρ. Αυτός ο στόχος φαίνεται υπερβολικά μετριοπαθής. Γιατί μόνο ένα σονέτο; Γιατί όχι τα άπαντα του Σαίξπηρ; Πραγματικά, γιατί όχι ολόκληρη την παγκόσμια λογοτεχνία, μαζί με τη Θεωρία της Σχετικότητας και τις συμφωνίες του Μπετόβεν, για να μην παραλείψουμε τίποτα; Η σκέτη διαβεβαίωση ότι αυτό είναι «στατιστικά δυνατό» δεν μας οδηγεί ούτε βήμα πιο κάτω. Οι περίπλοκες διαδικασίες της φύσης, της κοινωνίας και της ανθρώπινης σκέψης, δεν επιδέχονται απλοϊκή στατιστική επεξεργασία, ούτε τα μεγάλα λογοτεχνικά έργα εμφανίζονται τυχαία, όσο χρόνο και να περιμένουμε να τα καταφέρει ο πίθηκος.

Για να γίνει η πιθανότητα δυνατότητα, απαιτείται μια συγκεκριμένη αλληλουχία περιστάσεων. Επιπλέον, δεν πρόκειται για μια απλή και γραμμική, αλλά για μια διαλεκτική διαδικασία, κατά την οποία η συσσώρευση μικρών ποσοτικών αλλαγών προκαλεί τελικά ένα ποιοτικό άλμα. Πραγματική δυνατότητα, σε αντίθεση με τη θεωρητική, σημαίνει την παρουσία όλων των απαραίτητων παραγόντων, από τους οποίους το δυνητικό θα χάσει τον χαρακτήρα ενδεχόμενου και θα μετατραπεί σε πραγματικό. Και, όπως εξηγεί ο Χέγκελ, θα παραμείνει πραγματικό, αποκλειστικά και μόνο όσο υπάρχουν αυτές οι συνθήκες. Αυτό ισχύει είτε αναφερόμαστε στη ζωή ενός ατόμου, είτε σε μια συγκεκριμένη κοινωνικοοικονομική δομή, είτε σε μια επιστημονική θεωρία, είτε σε οποιοδήποτε φυσικό φαινόμενο. Το σημείο στο οποίο μια αλλαγή γίνεται αναπόφευκτη μπορεί να προσδιοριστεί από τη μέθοδο που επινόησε ο Χέγκελ και είναι γνωστή ως κομβική γραμμή μέτρησης. Αν θεωρήσουμε κάθε διαδικασία ως μία ευθεία, θα δούμε ότι υπάρχουν συγκεκριμένα σημεία («κομβικά σημεία») στην πορεία εξέλιξης, όπου η διαδικασία υφίσταται μια ξαφνική επιτάχυνση, ή ποιοτικό άλμα.

Είναι εύκολο να εξακριβώσουμε το αίτιο και το αποτέλεσμα σε μεμονωμένες περιπτώσεις, όπως όταν κάποιος χτυπήσει μια μπάλα με ένα μπαστούνι. Με μια ευρύτερη σημασία, όμως, η έννοια της αιτιότητας γίνεται πολύ πιο πολύπλοκη. Τα μεμονωμένα αίτια και αποτελέσματα χάνονται στον απέραντο ωκεανό της αλληλεπίδρασης, όπου το αίτιο μετατρέπεται σε αποτέλεσμα και αντιστρόφως. Προσπαθήστε απλώς να βρείτε τις «έσχατες αιτίες», ακόμη και του απλούστερου γεγονότος, και θα δείτε ότι ούτε η αιωνιότητα δεν αρκεί, για να το κάνετε. Θα υπάρχει πάντα μια νέα αιτία, η οποία με τη σειρά της θα πρέπει να εξηγηθεί, και ούτω καθεξής επ’ άπειρο. Το παράδοξο αυτό αποδίδεται από τη λαϊκή συνείδηση με αποφθέγματα όπως το εξής:

Ελλείψει μιας πρόκας, χάθηκε ένα πέταλο.
Ελλείψει ενός πετάλου, χάθηκε ένα άλογο.
Ελλείψει ενός αλόγου, χάθηκε ένας ιππέας.
Ελλείψει ενός ιππέα, χάθηκε μια μάχη.
Ελλείψει μιας μάχης, χάθηκε ένα βασίλειο.
…Κι όλα αυτά, λόγω της έλλειψης μιας πρόκας.

Το ανέφικτο του προσδιορισμού ενός «τελικού αιτίου» οδήγησε ορισμένους στο να εγκαταλείψουν εντελώς την ιδέα του αιτίου. Τα πάντα θεωρούνται τυχαία, συμπτώσεις. Η θεωρία αυτή υιοθετήθηκε τον εικοστό αιώνα, τουλάχιστον θεωρητικά, από μεγάλο αριθμό επιστημόνων, στη βάση μιας λαθεμένης ερμηνείας των συμπερασμάτων της Κβαντικής Φυσικής, και ιδιαίτερα στη βάση των φιλοσοφικών θέσεων του Χάιζενμπεργκ. Ο Χέγκελ αντέκρουσε προκαταβολικά αυτά τα επιχειρήματα, όταν εξήγησε τη διαλεκτική σχέση μεταξύ τυχαίου και αναγκαιότητας.

Ο Χέγκελ εξηγεί ότι η αιτιότητα, με την έννοια μεμονωμένου αιτίου και αποτελέσματος, είναι κάτι το ανύπαρκτο. Κάθε επίδραση έχει μια αντεπίδραση και κάθε δράση μια αντίδραση. Η έννοια του μεμονωμένου αιτίου και αποτελέσματος είναι μια αφαίρεση παρμένη από τη Νευτώνεια Φυσική, στην οποία ο Χέγκελ ασκούσε έντονη κριτική, παρόλο που το κύρος της την εποχή εκείνη ήταν τεράστιο. Και στο σημείο αυτό, ο Χέγκελ βρισκόταν μπροστά από την εποχή του. Αντί της δράσης-αντίδρασης της Μηχανικής, προέβαλε την έννοια της αμοιβαιότητας, της γενικής αλληλεπίδρασης. Καθετί επηρεάζει τα πάντα και, με τη σειρά του, επηρεάζεται και καθορίζεται από τα πάντα. Ο Χέγκελ επανεισήγαγε έτσι την έννοια του τυχαίου, την οποία είχε εξορίσει από την επιστήμη η μηχανιστική φιλοσοφία του Νεύτωνα και του Λαπλάς.

Με μια πρώτη ματιά, μοιάζει να είμαστε χαμένοι σε έναν αχανή αριθμό συμπτώσεων. Η σύγχυση αυτή, όμως, είναι μόνο φαινομενική. Τα τυχαία φαινόμενα που εμφανίζονται και χάνονται διαρκώς, όπως τα κύματα στην επιφάνεια του ωκεανού, εκφράζουν μια βαθύτερη διαδικασία, όχι τυχαία αλλά αναγκαία. Σε ένα αποφασιστικό σημείο, η αναγκαιότητα αυτή αποκαλύπτεται μέσα από το τυχαίο. Η άποψη της διαλεκτικής ενότητας μεταξύ αναγκαιότητας και τυχαίου φαίνεται ίσως παράξενη, αλλά επιβεβαιώνεται εντυπωσιακά από ολόκληρη σειρά παρατηρήσεων από τους πιο διαφορετικούς τομείς της επιστήμης και της κοινωνίας. Ο μηχανισμός της φυσικής επιλογής στη Θεωρία της Εξέλιξης είναι το πιο γνωστό παράδειγμα. Υπάρχουν όμως και πολλά άλλα. Τα τελευταία χρόνια, έχουν γίνει πολλές ανακαλύψεις στον τομέα του χάους και της θεωρίας της πολυπλοκότητας, οι οποίες εξηγούν λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο η «τάξη προκύπτει μέσα από το χάος», ακριβώς αυτό, δηλαδή, που επεξεργάστηκε ο Χέγκελ ενάμιση αιώνα πριν.

Πρέπει να θυμηθούμε ότι ο Χέγκελ έγραφε στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν η κλασική μηχανιστική Φυσική κυριαρχούσε πλήρως πάνω στην επιστήμη, και μισό αιώνα προτού αναπτύξει ο Δαρβίνος την άποψη της φυσικής επιλογής διαμέσου των τυχαίων μεταλλάξεων. Δεν είχε επιστημονικές αποδείξεις, για να υποστηρίξει τη θεωρία του, ότι η αναγκαιότητα εκδηλώνεται μέσω του τυχαίου. Αυτή είναι όμως η κεντρική ιδέα πίσω από τις τελευταίες καινοτόμες συλλήψεις στην επιστήμη.

Ο βασικός αυτός νόμος είναι το ίδιο ουσιώδης για την κατανόηση της Ιστορίας. Ο Μαρξ έγραφε τα ακόλουθα, το 1871, στον Κούγκελμαν:

«Θα ήταν πραγματικά εύκολο να διαμορφωθεί η παγκόσμια Ιστορία αν η πάλη γινόταν μόνο σε συνθήκες σίγουρα ευνοϊκών συγκυριών. Από την άλλη, η φύση της θα ήταν πολύ μυστηριώδης αν οι “συμπτώσεις” δεν είχαν καμιά σημασία. Οι συμπτώσεις αυτές αποτελούν μέρος της γενικής πορείας εξέλιξης και αντισταθμίζονται από άλλες συμπτώσεις. Η επιτάχυνση και η καθυστέρηση όμως εξαρτώνται πάρα πολύ από τέτοιες “συμπτώσεις”, συμπεριλαμβανομένης της “σύμπτωσης” του χαρακτήρα των ανθρώπων που είναι επικεφαλής του κινήματος».

Ο Ένγκελς αναφέρθηκε στο ίδιο θέμα, λίγα χρόνια αργότερα, σε σχέση με τον ρόλο των «μεγάλων προσωπικοτήτων» στην Ιστορία:

«Οι άνθρωποι δημιουργούν οι ίδιοι την ιστορία τους, όχι όμως ακόμη με συλλογική θέληση, βάσει ενός συλλογικού σχεδίου ή και σε μια σαφώς οριοθετημένη κοινωνία. Έχουν αντικρουόμενες επιδιώξεις και, ακριβώς για τον λόγο αυτό, όλες οι κοινωνίες αυτού του είδους διέπονται από την αναγκαιότητα, συμπλήρωμα και μορφή εμφάνισης της οποίας είναι το συμπτωματικό. Η αναγκαιότητα, που μέσα από όλες τις συμπτώσεις εμφανίζεται εδώ, είναι σε τελική ανάλυση οικονομική αναγκαιότητα. Εδώ είναι, που οι λεγόμενες μεγάλες προσωπικότητες καλούνται να αποδείξουν την αξία τους. Το γεγονός ότι ο τάδε, και ειδικά αυτός, εμφανίζεται τη συγκεκριμένη στιγμή στη συγκεκριμένη χώρα αποτελεί, φυσικά, καθαρή σύμπτωση. Αποκλείστε τον, όμως, και θα υπάρξει απαίτηση για αντικαταστάτη, ο αντικαταστάτης αυτός θα βρεθεί, είτε καλός είναι είτε κακός, πάντως, μακροπρόθεσμα θα βρεθεί».

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα