Ο στρατός έχει γίνει ο κύριος σκοπός, αυτοσκοπός του κράτους. Οι λαοί δεν έχουν πια κανένα άλλο λόγο ύπαρξης, έξω από το να εφοδιάζουν και να ταΐζουν τους στρατιώτες. Ο μιλιταρισμός αυτός φέρνει μέσα του και το σπέρμα της ίδιας του της καταστροφής. Ο ανταγωνισμός αναγκάζει τα διάφορα κράτη από τη μια μεριά να διαθέτουν κάθε χρόνο όλο και περισσότερα χρήματα για το στρατό, το στόλο, τα πυροβόλα κλπ., δηλαδή να επιταχύνουν όλο και περισσότερο την οικονομική τους κατάρρευση και από την άλλη, να καταπιάνονται όλο και πιο σοβαρά με τη γενική υποχρεωτική στρατιωτική θητεία και έτσι στο τέλος να εξοικειώνουν ολόκληρο το λαό στο χειρισμό των όπλων, κάνοντάς τον έτσι ικανό στη δεδομένη στιγμή, να επιβάλει τη δική του θέληση, πάνω στη μεγαλόσχημη στρατιωτική διοίκηση. Και η στιγμή αυτή θα έρθει μόλις οι τεράστιες λαϊκές μάζες – οι εργάτες της υπαίθρου και της πόλης και οι αγρότες – αποχτήσουν την απαραίτητη θέληση.
Στο σημείο αυτό, ο στρατός των δυναστών θα μετατραπεί σε λαϊκό στρατό. Η στρατιωτική μηχανή αρνείται υπηρεσία και ο μιλιταρισμός εξαφανίζεται, σύμφωνα με τη διαλεκτική της ίδιας του της ανάπτυξης. Εκείνο που δεν μπόρεσε να καταφέρει η αστική δημοκρατία του 1848, ακριβώς γιατί ήταν αστική και όχι προλεταριακή, δηλαδή να οπλίσει τις εργαζόμενες μάζες με τη θέληση, που το περιεχόμενό της να ανταποκρίνεται στην ταξική τους θέση, θα το καταφέρει σίγουρα ο σοσιαλισμός. Αυτό όμως σημαίνει διάσπαση του μιλιταρισμού εκ των έσω, και ταυτόχρονα τη διάσπαση όλων των μόνιμων στρατών…
Για τον κ. Ντίρινγκ, η βία είναι το απόλυτο κακό και η πρώτη πράξη βίας είναι γι’ αυτόν, το προπατορικό αμάρτημα. Ολόκληρη η περιγραφή του, η σχετική με τη βία, είναι μια ιερεμιάδα για τον τρόπο με τον οποίο όλη η ως τώρα ιστορία έχει μολυνθεί από το προπατορικό αμάρτημα, για την επονείδιστη διαστροφή όλων των φυσικών και κοινωνικών νόμων, από τούτη τη διαβολική δύναμη, τη βία.
Το ότι όμως η βία παίζει και έναν άλλο ρόλο στην ιστορία, έναν επαναστατικό προοδευτικό ρόλο, το ότι δηλαδή, σύμφωνα με τα λόγια του Μαρξ, είναι η μαμή, που από κάθε παλιά κοινωνία, ξεγεννά μια καινούρια κοινωνία, το ότι αποτελεί το όργανο με το οποίο επιβάλλεται η κοινωνική εξέλιξη και σπάζει τις αποστεωμένες, τις νεκρές πολιτικές μορφές – γι’ όλα αυτά, δεν λέει ούτε λέξη ο κ. Ντύρινγκ.
Μόνο αναστενάζοντας και βογκώντας, παραδέχεται πως ίσως, για να ανατραπεί το οικονομικό σύστημα της εκμετάλλευσης, μπορεί να χρειαστεί δυστυχώς η βία! Γιατί κάθε χρήση βίας, διαφθείρει εκείνον που τη χρησιμοποιεί. Και όλα αυτά λέγονται, παρά τη μεγάλη ηθική και πνευματική ανύψωση που επέφεραν όλες οι νικηφόρες επαναστάσεις.
Και όλα αυτά λέγονται στη Γερμανία, όπου μια εξέγερση, στην οποία θα μετείχε ο λαός, θα είχε το λιγότερο σαν αποτέλεσμα να ξεριζώσει τη δουλοφροσύνη, που έχει φωλιάσει στην εθνική συνείδηση, ύστερα από την ταπείνωση του τριακονταετούς πολέμου.Και αυτό το άτονο, το ξεζουμισμένο και πλαδαρό κήρυγμα, έχει την αξίωση να επιβληθεί στο πιο επαναστατικό κόμμα που γνώρισε η ιστορία.
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Φρ. Ενγκελς: «Αντι-Ντύρινγκ» (σελ. 253, 271, 272) εκδόσεις «Αναγνωστίδης».