Οι καταιγιστικές εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ μετά την εσωκομματική επικράτηση Κασσελάκη, με τη ραγδαία κατρακύλα στις δημοσκοπήσεις, την αποχώρηση της τάσης της Ομπρέλας και της ακόμα μαζικότερης, τάσης της Έφης Αχτσιόγλου, δεν συνιστούν συνέπειες του «φαινομένου» μιας κάποιας «μεταπολιτικής» και μιας κάποιας «μεταδημοκρατίας», όπως θέλουν να μας πείσουν ορισμένοι «αξιότιμοι» καθηγητές, διανοούμενοι και λοιποί απολογητές του αστικού καθεστώτος. Είναι γνήσια προϊόντα της σύγχρονης αστικής πολιτικής και της σύγχρονης αστικής (ψευτο)δημοκρατίας, και επανεπιβεβαιώνουν τις θεμελιώδεις εκτιμήσεις του μαρξισμού για τον ιστορικό ρόλο της αστικά εκφυλισμένης σοσιαλδημοκρατίας. Όποιος τυπικός πολιτικός τίτλος κι αν τη συνοδεύει, «Αριστερά», «Ριζοσπαστική αριστερά», «Κεντροαριστερά», «Δημοκρατική παράταξη» κ.λπ., η πλήρης ταύτιση της σοσιαλδημοκρατίας με το καπιταλιστικό σύστημα και το αστικό κράτος τείνει να την οδηγεί πάντα και παντού, με διαφορετικές μόνο μορφές και ρυθμούς, στο ίδιο αποτέλεσμα. Στην πολιτική αναξιοπιστία και στην εγκατάλειψη από μεγάλα τμήματα των εργαζόμενων.
Όσοι – με πρώτους και καλύτερους τους ηγέτες της Ομπρέλας και της τάσης Αχτσιόγλου – αποδίδουν την αιτία και την ευθύνη για τη σημερινή βαθιά κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ στο πρόσωπο του νέου προέδρου του, Στέφανου Κασσελάκη, στην καλύτερη περίπτωση αυταπατώνται ή απλώς επιχειρούν σκόπιμα να κρύψουν την αλήθεια. Η έναρξη της παρούσας ακραία παρακμιακής περιόδου Κασσελάκη, με την απότομη ανέλιξη στην προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ ενός νεαρού καπιταλιστή δημαγωγού (ατάλαντου και αδέξιου πολιτικά) με κεντροδεξιά πολιτική ατζέντα, απλώς αποτέλεσε την κορύφωση του αστικού-συστημικού εκφυλισμού του κόμματος και την εμφάνιση της προδιαγεγραμμένης πολιτικής του αποσύνθεσης. Από αυτή τη σκοπιά (τη μόνη συμβατή με τα αντικειμενικά γεγονότα που καθόρισαν την πορεία του κόμματος), το συντριπτικά μεγαλύτερο μερίδιο πολιτικής ευθύνης για τις τρέχουσες εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ βαρύνει τον Αλέξη Τσίπρα, την ηγετική του ομάδα και όλα τα διαχρονικά της στηρίγματα, όπως οι αποχωρήσαντες ηγέτες της Ομπρέλας και της τάσης Αχτσιόγλου.
Το «ρεύμα» Κασσελάκη κατέρρευσε πριν ακόμα υπάρξει
Από τα πρώτα μας άρθρα για το «φαινόμενο Κασσελάκη», όταν δεκάδες αστοί αναλυτές το προσέγγιζαν σχεδόν με θαυμασμό, τονίζαμε ότι στην πραγματικότητα, το υπέρ του Κασσελάκη «ρεύμα» στη βάση του ΣΥΡΙΖΑ και στην κοινωνία γενικότερα, είναι σαθρό και εντελώς συγκυριακό. Οι 75.000 ψηφοφόροι του, με κορμό μικροαστικά στρώματα και πυρήνα νέους καριερίστες, στην πλειονότητά τους χωρίς ιστορικό ενεργής συμμετοχής στην Αριστερά, ήρθαν στην εσωκομματική κάλπη ως αποτέλεσμα της πολιτικής τους σύγχυσης και απελπισίας, αλλά και της δυσαρέσκειάς τους για την κομματική γραφειοκρατία, και όχι επειδή πείστηκαν από τη θολή, συντηρητική – συστημική ατζέντα του νεαρού αστού δημαγωγού.
Η βίαιη συνειδητοποίηση του είδους αυτής της ατζέντας στο διάστημα που ακολούθησε την εκλογή Κασσελάκη, μέσα και από τις σχετικές αποκαλύψεις για το ακραία νεοφιλελεύθερο πρόσφατο πολιτικό του παρελθόν, σε συνδυασμό με την έκδηλη πολιτική αδεξιότητα και τη ναρκισσιστική αφέλεια που χαρακτήρισε τη στάση του στην εσωκομματική σύγκρουση με τις τάσεις της Ομπρέλας και της Έφης Αχτσιόγλου, αποδείχθηκαν στοιχεία αρκετά για να κάνουν μέσα σε λίγες βδομάδες το διαβόητο «ρεύμα» Κασσελάκη (που ορισμένοι αναλυτές προεξοφλούσαν ότι θα μπορούσε να τον φέρει ακόμα και στην πρωθυπουργία) να καταρρεύσει πριν ακόμα ουσιαστικά υπάρξει.
Όπως δείχνουν ήδη τα τελευταία γκάλοπ, η όποια πίστη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη μπορεί να φέρει κάτι θετικό στο πολιτικό προσκήνιο και στην ελληνική κοινωνία έχει γίνει εξαιρετικά μειοψηφική, όχι μόνο στο γενικό εκλογικό σώμα, αλλά ακόμα και στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ του περασμένου Ιουνίου. Βάσιμα μπορεί να υποστηρίξει κάποιος, ότι μια τόσο έντονη πλέον τάση, είναι αδύνατο να μην αντιπροσωπεύεται μέσα και στους ίδιους τους ψηφοφόρους του Κασσελάκη του περασμένου Σεπτεμβρίου. Έστω και ένα 20-30% από αυτούς να έχει κλονιστεί ως προς τις πολιτικές του προσδοκίες για τον Κασσελάκη, είναι υπεραρκετό για να αποδειχθεί ότι το περιβόητο ρεύμα του ήταν μια επικοινωνιακή φούσκα που έχει ήδη σκάσει.
Τι θέλει, τι κάνει και τι καταφέρνει τελικά ο Κασσελάκης
Το περασμένο καλοκαίρι, ο Κασσελάκης, ως ένας (έστω αδέξιος και μαθητευόμενος) δημαγωγός, ήταν σε θέση να αντιληφθεί με το καιροσκοπικό του ένστικτο το μεγάλο κενό πολιτικής αξιοπιστίας στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και να το αξιοποιήσει προς όφελός του στις εσωκομματικές εκλογές. Για έναν τέτοιο νέο και πλούσιο δημαγωγό, με «αθλητικό παράστημα» και επαγγελματική οργάνωση της προβολής του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αυτό το εγχείρημα αποδείχθηκε εύκολο.
Ωστόσο, ένας αστός δημαγωγός στις σημερινές συνθήκες, από τη στιγμή που λόγω της πολιτικής και ταξικής του υπόστασης δεν θα μπορούσε ποτέ να επιδιώξει να γίνει γνήσιος εκφραστής των εργατικών μαζών, ο μόνος ρόλος που θα μπορούσε να επιδιώξει να φέρει σε πέρας είναι να υπηρετήσει το πολιτικό σχέδιο που προκρίνει για το κόμμα του η άρχουσα τάξη. Και όπως πολλοί αστοί δημοσιολόγοι έχουν επανειλημμένα τονίσει, η καλύτερη υπηρεσία που μπορεί να προσφέρει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ στη σταθερότητα του καθεστώτος είναι να συνεργαστεί (ή ακόμα και να συγχωνευθεί) το συντομότερο δυνατό με το ΠΑΣΟΚ, ώστε να δημιουργηθεί ένας νέος, κεντρώος εναλλακτικός κυβερνητικός πόλος διαχείρισης του σάπιου ελληνικού καπιταλισμού.
Ο Κασσελάκης, με τη στάση του στις Δημοτικές και Περιφερειακές εκλογές, έδειξε αποφασισμένος να προωθήσει με ενθουσιασμό αυτό το σχέδιο. Ωστόσο, οι προθέσεις του δεν αποδεικνύονται αρκετές. Για να προωθηθεί με επιτυχία αυτό το σχέδιο χρειάζεται να υπάρχει μια ηγεσία στον ΣΥΡΙΖΑ που θα διαθέτει εσωκομματική αποδοχή, αλλά και ένα ορισμένο κύρος στα τμήματα των εργατικών και λαϊκών μαζών που υποστηρίζουν το κόμμα. Όμως πλέον αποδεικνύεται τόσο μεγάλη η αδεξιότητα και η διαχειριστική-ηγετική ανεπάρκεια του Κασσελάκη, και πάνω από όλα, τόσο αναιμικό το πολιτικό κύρος του στη εκλογική βάση του κόμματος, που τον έχουν ήδη καταστήσει εντελώς ακατάλληλο για να προωθήσει το ίδιο το αστικό σχέδιο που με ενθουσιασμό υποστηρίζει.
Πιο συγκεκριμένα, αντί να περιοριστεί στην έξωση των «βαριδιών» της μειοψηφικής Ομπρέλας και να καταφέρει να ενώσει το υπόλοιπο κόμμα υπό την ηγεσία του, έχει καταφέρει να προκαλέσει τη μεγαλύτερη διάσπαση που γνώρισε ποτέ ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα στην Ελλάδα. Με αυτό τον τρόπο, κάνει πλέον το έργο του σχηματισμού ενός ενιαίου κεντρώου-«κεντροαριστερού» πόλου ακόμα δυσκολότερο, αφού ο τυπικά ισχυρότερος εταίρος αυτού του πόλου, έχει ήδη γίνει (αν βάλουμε και το υπό διαμόρφωση κομματίδιο του Πέτρου Κόκκαλη) 4 κομμάτια. Άθελά του έτσι, ο Κασσελάκης γίνεται ο μοιραίος άνθρωπος για τους αστικούς πολιτικούς σχεδιασμούς.
Ακόμα χειρότερα, πάντα από τη σκοπιά της άρχουσας τάξης, ο ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη, με την αυξανόμενη απαξίωσή του τείνει να μετατραπεί σε πολιτικό χορηγό αυξημένης επιρροής για το ΚΚΕ. Και αν τις απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ προς το ΠΑΣΟΚ η άρχουσα τάξη τις βλέπει πάντα με θετικό μάτι, εκείνες προς ένα κόμμα που δημόσια διακηρύσσει ως στρατηγικό σκοπό την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού, τις προσεγγίζει αυτονόητα ως έναν σοβαρό πολιτικό κίνδυνο.
Η παρέμβαση Τσίπρα
Ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, όπως έχουμε εξηγήσει, το περασμένο καλοκαίρι πήδηξε από το βυθιζόμενο καράβι με σκοπό να μη χρεωθεί τις νέες επερχόμενες ήττες και να σώσει την πολιτική του καριέρα ως εφεδρεία για το αστικό καθεστώς. Η πρόθεσή του δεν ήταν εξαρχής, παρά τα όσα πολλοί συνωμοσιολόγοι υποστήριξαν, να περάσει το κόμμα στα χέρια του Κασσελάκη. Αν ο Κασσελάκης στο μυαλό του Τσίπρα αντιπροσώπευε κάτι σημαντικό για τις μελλοντικές εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα τον έβαζε 9ο στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας αλλά σε μια εκλόγιμη θέση, ώστε να τον πριμοδοτήσει. Για τον Τσίπρα ο Κασσελάκης ήταν απλώς ένα πρόσωπο που θα συμβόλιζε ένα ακόμα «άνοιγμα» προς τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και το κεφάλαιο.
Ο Τσίπρας μπορεί να μη δημιούργησε την υποψηφιότητα Κασσελάκη συνειδητά, αλλά αδιαμφισβήτητα, την ευνόησε όταν αυτή προέκυψε στις εσωκομματικές εκλογές, γιατί, όπως και το σύνολο σχεδόν των αστικών κύκλων, θεώρησε τον αστό δημαγωγό πιο πρόθυμο από την Αχτσιόγλου να προωθήσει γρηγορότερα το σχέδιο της ενοποίησης με το ΠΑΣΟΚ. Η υποστήριξή του στην υποψηφιότητα Κασσελάκη ήταν έμμεση και παθητική, γιατί προφανώς έκρινε πως έτσι θα υπηρετούσε καλύτερα τη διατήρηση της συνοχής του κόμματος, αλλά και τις διακοπές διαρκείας τις οποίες άρχισε να απολαμβάνει από το περασμένο καλοκαίρι.
Ωστόσο, ο άμεσος συστημικός κίνδυνος της απαξίωσης του ΣΥΡΙΖΑ σε σημαντικό βαθμό προς όφελος του ΚΚΕ, ήταν η αιτία που έκανε τον Τσίπρα ξανά ενεργό στο εσωκομματικό προσκήνιο. Έτσι τις τελευταίες μέρες επιχείρησε (μάταια) να κατευνάσει τις εσωκομματικές συγκρούσεις, να συγκρατήσει την εκδικητική μανία του Κασσελάκη για την αντιπολίτευση και να κρατήσει αυτή την τελευταία εντός των ορίων του κόμματος, υποσχόμενος πιθανότατα ακόμα και μια ανοικτή αποδοκιμασία του νέου προέδρου μετά τις Ευρωεκλογές που θα έστρωνε στους αντιπολιτευόμενους τον δρόμο για να τον ανατρέψουν.
Όμως αποδείχθηκε ότι ήταν πλέον αργά. Λόγω της έμμεσης στήριξής του στον Κασσελάκη στις εσωκομματικές εκλογές, ο Τσίπρας φάνηκε ότι έχει χάσει την επιρροή του στην ηγεσία της τάσης Αχτσιόγλου. Επιπλέον, τα στελέχη αυτής της τάσης, δεν βρήκαν κανέναν πειστικό λόγο για να παραμείνουν πλέον στον ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη. Η επιρροή τους σε βουλευτές τους δίνει τη δυνατότητα το νέο κομματικό τους σχήμα να έχει από τα πρώτα του βήματα μια κανονική κοινοβουλευτική ομάδα, ενώ την ίδια στιγμή, ο ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη δείχνει εντελώς ανίκανος να τους εξασφαλίσει σύντομα επικερδείς θέσεις στο κράτος ως ένα «πειστικό» αντάλλαγμα για την ανοχή τους. Έτσι, η δεύτερη, ακόμα μεγαλύτερη διάσπαση μετά την αποχώρηση της Ομπρέλας, έγινε πλέον γεγονός, παρά την ενεργή προσπάθεια του Τσίπρα να την αποτρέψει.
Το μόνο προβεβλημένο στέλεχος που παραμένει ως αντιπολιτευόμενος στο κόμμα είναι ο Διονύσης Τεμπονέρας, προσδοκώντας ότι η βέβαιη ήττα του ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη στις Ευρωεκλογές, θα ανοίξει τον δρόμο για να αμφισβητηθεί ο αστός δημαγωγός από μια δική του υποψηφιότητα από τ’ αριστερά. Με εφόδιο το ιστορικό του όνομα και το γεγονός ότι κατά την μνημονιακη τετραετία 2015-2019 δεν ανέλαβε υπουργικό θώκο, υπηρετώντας τις κυβερνήσεις Τσίπρα ως απλός σύμβουλος ή γραμματέας υπουργείου, ο νεαρός σοσιαλδημοκράτης καριερίστας έχει δείξει από το περασμένο καλοκαίρι ότι δεν βιάζεται. Στο μεταξύ όμως, η ραγδαία απαξίωση του ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη μπορεί να κάνει τελικά τον Τεμπονέρα μετά τις Ευρωεκλογές να διεκδικεί την ηγεσία σε ένα κόμμα – «πουκάμισο αδειανό».
Η απύθμενη υποκρισία των «κασσελακομάχων»
Όλοι οι αποχωρήσαντες ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ (Τσακαλώτος, Φίλης, Σκουρλέτης, Βίτσας, Αχτσιόγλου κ.λπ) εμφανίζουν τους εαυτούς τους ως θεματοφύλακες της «αριστερής υπόστασης» του κόμματος ενάντια στην «ξένη προς την Αριστερά» ατζέντα του Κασσελάκη. Τίποτα όμως, δεν είναι πιο υποκριτικό και αναληθές από αυτόν τον ισχυρισμό. Γιατί είναι σε όλους γνωστό, ότι ήταν αυτά τα στελέχη και όχι ο Κασσελάκης που έμπρακτα, και όχι στα λόγια, στήριξαν την προδοσία των θεμελιωδών αριστερών διακηρύξεων και των προεκλογικών δεσμεύσεων του ΣΥΡΙΖΑ του Γενάρη του 2015. Ήταν αυτοί που όχι απλώς συμβιβάστηκαν με την άρχουσα τάξη, αλλά ανέλαβαν από κεντρικές υπουργικές θέσεις την ευθύνη για την εφαρμογή του δικού της προγράμματος, δηλαδή των αντεργατικών-αντιλαϊκών Μνημονίων.
Αυτοί οι θεματοφύλακες της «αριστεροσύνης» επίσης, δεν είχαν κανέναν ενδοιασμό να ψηφίσουν τον εκπρόσωπο της καραμανλικής Δεξιάς Παυλόπουλο για τη θέση του προέδρου της Δημοκρατίας, να συνεργαστούν 3,5 χρόνια με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ στην ίδια κυβέρνηση, να επιδιώξουν την αποχώρηση από το κόμμα δεκάδων χιλιάδων ιδρυτικών, αριστερών μελών του ΣΥΡΙΖΑ από όλη την Ελλάδα, ώστε να προχωρήσει απρόσκοπτα η εφαρμογή των Μνημονίων από την κυβέρνηση Τσίπρα.
Κι ας μας επιτραπεί εδώ και μια αναφορά στη δική μας τάση, την εποχή που συμμετείχε στον παλιό αριστερό ΣΥΡΙΖΑ. Στελέχη όπως ο Ν. Φίλης ήταν εκείνα που απαντώντας στις δημόσιες δηλώσεις εκπροσώπων μας ενάντια στις δεξιές επιλογές της ηγεσίας, μας χαρακτήριζαν στα ΜΜΕ – με περισσή («τραμπική») αλαζονεία – «ανύπαρκτους», παρότι διαθέταμε δημοκρατικά εκλεγμένα μέλη στην ηγεσία του κόμματος. Και επίσης, στελέχη όπως ο πρώην γραμματέας του κόμματος Δ. Βίτσας, ήταν εκείνα που λόγω της αδιαπραγμάτευτης αντίθεσής μας με τη δεξιά στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, είχαν στερήσει την τάση μας παράτυπα και αντικαταστατικά από τα στοιχειώδη δικαιώματα που απολάμβαναν όλες οι άλλες – και ιδιαίτερα οι πιο φιλικές στην τσιπρική ηγεσία – τάσεις και συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ από το 2013 ως το 2015.
Όλα αυτά τα στελέχη, οφείλουμε να τονίσουμε λοιπόν, ότι στην πράξη, στη ζωή και όχι στα λόγια, έχουν ήδη αποδειχθεί δεξιότερα από τον αστό δημαγωγό Κασσελάκη. Συνεπώς, δεν δικαιούνται να εμφανίζονται σήμερα ως υπερασπιστές του αριστερού ΣΥΡΙΖΑ, αφού υπήρξαν αποδεδειγμένα έμπρακτοι και ολέθριοι υπονομευτές του από τα δεξιά. Και ως αποτέλεσμα αυτού, θεωρούμε αυτονόητο ότι συλλογικότητες και κόμματα που μιλούν στο όνομα της Αριστεράς και του κομμουνισμού, δεν θα πρέπει να επιδιώξουν ποτέ οποιαδήποτε πολιτική συνεργασία με αυτούς τους ηγέτες και τις συλλογικότητες που διαθέτουν ή που θα ιδρύσουν, εκτός από την απλή, τυπική συνύπαρξη μαζί τους στο πλαίσιο μαζικών κινητοποιήσεων ενάντια στην κυβέρνηση της Δεξιάς.
Η πιο αφοπλιστική πρόσφατη ομολογία της υποκριτικής «αριστεροσύνης» αυτών των «κασσελακομάχων» ήταν η μήνη που τους προκάλεσε η δήλωση Κασσελάκη ότι το περιβόητο «μαξιλάρι» των 37 δισ. ευρώ ήταν μια μνημονιακή πολιτική. Αυτή ήταν ίσως η μόνη εύστοχη αριστερή δήλωση που έχει κάνει ο Κασσελάκης από την ώρα που ανέλαβε την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ (αναμενόμενα βέβαια, αργότερα την ανασκεύασε). Γιατί μια απλή ματιά στο τι ακριβώς συνέθετε αυτό το «μαξιλάρι», αρκεί για να αποδείξει ότι δεν είχε τίποτα το προοδευτικό. Το συνέθεταν, από τη μία πλευρά δάνεια που λήφθηκαν με εχέγγυο την προσήλωση της κυβέρνησης Τσίπρα στα Μνημόνια και από την άλλη, πλεονάσματα που δημιουργήθηκαν από μνημονιακούς, αντιλαϊκούς φόρους, όπως ο αυξημένος ΦΠΑ του 24%. Αυτό το «μαξιλάρι» αποτέλεσε ένα σύμβολο για τα νεοφιλελεύθερα πεπραγμένα της κυβέρνησης Τσίπρα και η υπεράσπισή του δείχνει το πόσο αμετανόητα μη αριστεροί είναι οι ηγέτες της Ομπρέλας και της τάσης Αχτσιόγλου, το πόσο ακατάλληλοι είναι να αντιπολιτευτούν από τ’ αριστερά έναν κεντροδεξιό δημαγωγό όπως ο Κασσελάκης.
Έχει μέλλον ο ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη;
Χιλιάδες απλοί αριστεροί αγωνιστές και ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, βλέποντας τις διασπάσεις και την ασυγκράτητη δημοσκοπική κατρακύλα του κόμματος Κασσελάκη, ανακαλούν στη μνήμη τους με θυμηδία τις δηλητηριώδεις επιθέσεις από την πλευρά των πιστών «τσιπροφυλάκων» και των αστών φίλων τους στα ΜΜΕ ενάντια στον «ΣΥΡΙΖΑ του 3%», δηλαδή τον παλιό αριστερό ΣΥΡΙΖΑ. Εκτός από την κοινή λογική, η οποία αυτονόητα υπαγορεύει την εκτίμηση ότι ο παλιός αριστερός ΣΥΡΙΖΑ ευθύνεται όχι για κάποιο 3%, αλλά για τις μεγάλες εκλογικές επιτυχίες του 2012 και του Γενάρη του 2015, και η ίδια η ζωή πλέον χαστουκίζει αυτούς τους υποκριτές, αποδεικνύοντας πως ο μόνος ΣΥΡΙΖΑ που οδηγείται στο 3% είναι ο δεξιός ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα και του Κασσελάκη.
Ήδη πριν από την επίσημη αποχώρηση της τάσης Αχτσιόγλου, όλες οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη δεν έχει προοπτική ανάκαμψης. Η οριστική αποχώρηση της τάσης Αχτσιόγλου με 9 βουλευτές είναι ένα πολύ σοβαρό χτύπημα για τον ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη, πολύ βαρύτερο από εκείνο της αποχώρησης της Ομπρέλας. Τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ μένει με 36 βουλευτές, μόλις 4 περισσότερους από το ΠΑΣΟΚ. Από την Κεντρική Επιτροπή έχουν αποχωρήσει μέχρι τώρα 104 από τα 302 μέλη και από την Πολιτική Γραμματεία έχουν αποχωρήσει 18 από τα 42 μέλη. Στην Ευρωβουλή, από τους 6 ευρωβουλευτές που εξέλεξε ο ΣΥΡΙΖΑ ΤΟ 2019, μένει τώρα με μόνο με 2.
Αυτό που φυσιολογικά αναμένεται το επόμενο διάστημα είναι τα δημοσκοπικά ευρήματα να γίνουν ακόμα πιο αποκαρδιωτικά, με τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ να γίνονται μονοψήφια και το ΚΚΕ πιθανότατα να τον υποσκελίζει, αφήνοντάς τον στην τέταρτη θέση. Έτσι, ο Κασσελάκης και η στενή ηγετική του ομάδα, μοιάζουν καταδικασμένοι να χρεωθούν την ευθύνη μιας νέας μεγάλης ήττας στις Ευρωεκλογές. Και δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα προλάβουν.
Αρχικά, οι άνθρωποι του Τσίπρα στην ηγεσία, όπως ο Παππάς και η Γεροβασίλη, και φυσικά ο ίδιος ο πρώην πρόεδρος, αντιδρώντας στην παρούσα σοβαρή κλιμάκωση της εσωκομματικής κρίσης και στις απανωτές διασπάσεις, αναπόφευχτα θα επιχειρήσουν να θέσουν υπό στενή πολιτική επιτήρηση τον Κασσελάκη, στο όνομα της ανάγκης να αποφευχθούν και νέοι λάθος χειρισμοί που θα μπορούσαν να φέρουν μια συντριβή στις Ευρωεκλογές. Στην πραγματικότητα, ήδη είναι έτοιμοι να τον παραμερίσουν και να προωθήσουν στη θέση του ένα άλλο νέο στέλεχος όπως ο Τεμπονέρας ή ο Σακελλαρίδης, πιο αποδεκτό στην εκλογική βάση και στην αστική κοινή γνώμη, ο οποίος θα εμφανιστεί ως σωτήρας μετά (ή αν δοθεί η κατάλληλη αφορμή ακόμα και πριν) από την προδιαγεγραμμένη ήττα στις Ευρωεκλογές.
Σε κάθε περίπτωση, με ή χωρίς τον Κασσελάκη, ο ΣΥΡΙΖΑ όπως τον ξέραμε πριν τον περασμένο Μάη, ως κόμμα που υποστηριζόταν και ψηφιζόταν από την πλειονότητα της εργατικής τάξης και της νεολαίας, έχει τελειώσει οριστικά. Έγινε θύμα, όχι του «φαινομένου Κασσελάκη», αλλά του διαρκώς επανεμφανιζόμενου στη σύγχρονη Ιστορία φαινομένου του αστικού-συστημικού εκφυλισμού κομμάτων με εργατική βάση ως αποτέλεσμα της φιλοκαπιταλιστικής τους πολιτικής.
Θα έχει μέλλον ένα νέο κόμμα των διασπασθέντων;
Καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές γνωστοποιείται το κείμενο αποχώρησης της τάσης Αχτσιόγλου και ανακοινώνεται η δημιουργία μιας χωριστής κοινοβουλευτικής ομάδας 11 βουλευτών, οι οποίοι ανήκουν σ’ αυτή την τάση (9) και στην Ομπρέλα (2). Καθόλου τυχαία, η μεγάλη αυτή διάσπαση, όπως φαίνεται στο κείμενο, θεμελιώνεται πάνω στην πιστή υπεράσπιση της κυβερνητικής τετραετίας 2015-2019 και στην έμμεση, αλλά σαφή, υποστήριξη σε μια «προοδευτική» συμμαχία με το αστικό-μνημονιακό ΠΑΣΟΚ. Αυτά τα στοιχεία δείχνουν με τον πιο επίσημο τρόπο, ότι οι διαφορές που χωρίζουν τους διασπασθέντες από την ηγετική ομάδα του Κασσελάκη είναι δευτερεύουσες, διαχειριστικές, μικροπολιτικές-μικροκομματικές, και ουσιαστικά-πολιτικά είναι ανύπαρκτες.
Ο πολιτικός χώρος της αστικά εκφυλισμένης-μνημονιακής σοσιαλδημοκρατίας βρίσκεται σε κατάσταση μόνιμης κρίσης και αυξανόμενης εγκατάλειψης από τις μάζες από το 2010 έως σήμερα, με μεγάλους σταθμούς αρχικά την απότομη και μεγάλη συρρίκνωση της απήχησης του ΠΑΣΟΚ, και τώρα την απότομη και μεγάλη συρρίκνωση και πολυδιάσπαση-αποσύνθεση του ΣΥΡΙΖΑ. Από αυτή την άποψη λοιπόν, είναι εξαιρετικά δύσκολο να χωρέσει 3 ξεχωριστές και εκλογικά βιώσιμες συνιστώσες (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, κόμμα Αχτσιόγλου-Τσακαλώτου).
Επιπλέον, το νέο κόμμα Αχτσιόγλου-Τσακαλώτου προσβλέπει αποκλειστικά σε εισροές υποστηρικτών και ψηφοφόρων από τον ΣΥΡΙΖΑ. Όμως, όπως κατέγραψαν ήδη οι εθνικές και δημοτικές εκλογές, ο μνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ εγκαταλείπεται από τη μία πλευρά προς τα δεξιά, κυρίως προς το ΠΑΣΟΚ, και από την άλλη προς τ’ αριστερά, κυρίως προς το ΚΚΕ. Αυτονόητα, ένα νέο κόμμα που θεμελιώνεται πάνω στην υπεράσπιση της δεξιάς κυβερνητικής θητείας 2015-2019 και της συμμαχίας με το ΠΑΣΟΚ, πάνω δηλαδή σε όσα ακριβώς υποστηρίζει και ο ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη, δεν μπορεί να αναμένει να στηριχθεί από όσους εγκαταλείπουν τον ΣΥΡΙΖΑ προς τ’ αριστερά. Αλλά επίσης, δεν μπορεί να πείσει σοβαρά και όσους αρχίζουν να προσανατολίζονται στο ΠΑΣΟΚ. Γιατί άραγε, όλοι αυτοί να επιλέξουν να κατευθυνθούν προς το ΠΑΣΟΚ μέσω του περίπλοκου δρόμου της στήριξης ενός νέου κόμματος που θα επιδιώξει τη συμμαχία μαζί του και να μην ψηφίσουν απευθείας το ίδιο το ΠΑΣΟΚ;
Όλα αυτά σημαίνουν ότι ήδη πριν από την επίσημη ίδρυσή του το νέο κόμμα Αχτσιόγλου-Τσακαλώτου έχει θέσει υποψηφιότητα να αποτελέσει τον πιο αδύναμο κρίκο στο χώρο της αστικά εκφυλισμένης-μνημονιακής σοσιαλδημοκρατίας. Τον ρόλο μιας συστημικής-σοσιαλδημοκρατικής σέκτας, με εξαιρετικά αμφίβολη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.
Οι απογοητευμένοι αριστεροί αγωνιστές που εγκαταλείπουν τον ΣΥΡΙΖΑ να γίνουν οργανωμένοι κομμουνιστές!
Ως κομμουνιστές που επί ένα διάστημα συνυπήρξαμε στον παλιό ΣΥΡΙΖΑ με χιλιάδες αριστερούς αγωνιστές αυτού του κόμματος, κατανοούμε την απογοήτευση και τη θλίψη που γεννούν οι τρέχουσες εξελίξεις σε όσους και όσες από αυτούς συνέχιζαν να στηρίζουν το κόμμα μέχρι και σήμερα. Όμως τα συναισθήματα, όσο δικαιολογημένα και αν είναι, δεν παράγουν πολιτικές λύσεις. Έτσι, καλούμε όλους αυτούς τους συντρόφους και τις συντρόφισσες να συνειδητοποιήσουν τις πολιτικές αιτίες της κρίσης και της πολυδιάσπασης του ΣΥΡΙΖΑ, όπως τις αναπτύξαμε πιο πάνω, και να αναλάβουν τα αναγκαία πολιτικά καθήκοντα που απορρέουν από αυτές.
Η επιλογή της διαχείρισης του σάπιου καπιταλισμού αποδείχθηκε για μία ακόμα φορά ότι ισοδυναμεί με την ίδια την καταστροφή για ένα αριστερό κόμμα. Ο μόνος προοδευτικός δρόμος για να αλλάξουμε την κοινωνία «προς όφελος των πολλών» (για να χρησιμοποιήσουμε ένα παραδοσιακό σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ), δηλαδή προς όφελος της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, είναι ο δρόμος του κομμουνισμού.
Οι αριστεροί αγωνιστές που σήμερα γυρνούν την πλάτη τους στον ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη, δεν έχει κανένα νόημα να στραφούν σε έναν νέο, εξίσου δεξιό, μικρότερο ΣΥΡΙΖΑ των πρώην μνημονιακών υπουργών Τσακαλώτου και Αχτσιόγλου. Πρέπει να σπάσουν οριστικά από τη σοσιαλδημοκρατία και να οργανωθούν με τις ιδέες του γνήσιου κομμουνισμού, αγωνιζόμενοι, για μια εργατική-κομμουνιστική κυβέρνηση και τον σοσιαλισμό στην Ελλάδα, την Ευρώπη και διεθνώς. Να οργανωθούν σε μια ανερχόμενη διεθνή επαναστατική κομμουνιστική οργάνωση, την ΙΜΤ (Διεθνή Μαρξιστική Τάση) και το ελληνικό της τμήμα! Εμείς, τα μέλη του, που αγωνιστήκαμε μαζί τους πριν από κάποια χρόνια στο ίδιο κόμμα, απευθύνουμε σ’ αυτούς τους συντρόφους την πιο τίμια και πιο χρήσιμη πρόταση που μπορεί να τους απευθύνει κάποιος σήμερα: Μείνετε μακριά από την πολιτική απογοήτευση και τις φρούδες προσδοκίες για κάθε συστημικό σχήμα της χρεοκοπημένης σοσιαλδημοκρατίας! Γίνετε κομμουνιστές! Οργανωθείτε!
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος