Το νέο φορολογικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης, αποτελεί έναν οδοστρωτήρα για τους μικρομεσαίους αυτοαπασχολούμενους και ελεύθερους επαγγελματίες της χώρας και για τις μικρές επιχειρήσεις, το τμήμα δηλαδή των μη μισθωτών που εξαρτάται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από την προσωπική εργασία για να βιοποριστεί.
Με το πρόσχημα της πάταξης της φοροδιαφυγής, η κυβέρνηση θεσπίζει οριζόντιο κεφαλικό φόρο, με τη μορφή τεκμαιρόμενου εισοδήματος. Το νομοσχέδιο προβλέπει (άρθρο 15) οριζόντιο τεκμαρτό εισόδημα 10.920 ευρώ, που αντιστοιχεί στο εισόδημα ενός μισθωτού που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, με τους φόρους να εκτοξεύονται στα 1590 ευρώ ετησίως (1102 ευρώ φόρος εισοδήματος, 488 ευρώ τέλος επιτηδεύματος), ακόμα και σε χρονιές που καταγράφουν ζημιές. Το εισόδημα αυτό αυξάνεται κατά 10% ανά τριετία και φτάνει τα 14.196 ευρώ για 12 χρόνια λειτουργίας. Από το τεκμήριο εξαιρούνται μόνο όσοι-ες ασκούν το επάγγελμα για λιγότερα από 4 έτη.
To τεκμήριο κλιμακώνεται ως εξής:
Έτη επαγγελματικής δραστηριότητας |
Μείωση ή προσαύξηση |
Τεκμήριο |
1-3 |
Απαλλαγή |
0 |
4 |
Μείωση κατά 1/3 |
3.640 |
5 |
Μείωση κατά 2/3 |
8.280 |
6 |
– |
10.920 |
7-9 |
Προσαύξηση κατά 10% |
12.012 |
10-12 |
Προσαύξηση κατά 20% |
13.104 |
Άνω των 12 |
Προσαύξηση κατά 30% |
14.196 |
Έτσι, συνυπολογίζοντας μια ελάχιστη μείωση (κατά 25% από 650 € στα 487,50 € ετησίως και ) στο τέλος επιτηδεύματος, ο κατώτατος φόρος μαζί με το τέλος επιτηδεύματος διαμορφώνεται ως εξής, για όσους δηλώνουν λιγότερο κέρδος από το τεκμήριο:
6 έτη λειτουργίας→ 1589,90 ευρώ.
7-9 έτη λειτουργίας → 1830,14 ευρώ.
10-12 έτη λειτουργίας → 2070,38 ευρώ.
Πάνω από 12 έτη λειτουργίας → 2310,62 ευρώ.
Οι μεγάλοι χαμένοι του νέου συστήματος είναι φυσικά όσοι-ες δηλώνουν εισοδήματα μέχρι 10.000 ευρώ, που θα δουν αύξηση στον φόρο που πληρώνουν, ανάλογα τα χρόνια που ασκούν το επάγγελμα τους, και συγκεκριμένα καθαρή αύξηση μέχρι και 1400 ευρώ το έτος (για πάνω από 12 χρόνια λειτουργίας).
Περαιτέρω, το νομοσχέδιο προβλέπει προσαύξηση του παραπάνω τεκμηρίου κατά: α) ποσό 10% του ετήσιου κόστους μισθοδοσίας (μισθός, εργοδοτικές εισφορές, παροχές σε είδος) του προσωπικού για όσους-ες απασχολούν προσωπικό και
β) σε περίπτωση που τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα υπερβαίνουν τον μέσο όρο των ετησίων ακαθάριστων εσόδων (τζίρου) του ΚΑΔ (Κωδικού Αριθμού Δραστηριότητας), προσαύξηση κατά ποσοστό ανάλογο της υπέρβασης. Ειδικότερα:
-Προσαύξηση 30% σε περίπτωση υπέρβασης κατά 100% του μέσου ετήσιου τζίρου του ΚΑΔ
-Προσαύξηση 70% σε περίπτωση υπέρβασης κατά 150% του μέσου ετήσιου τζίρου του ΚΑΔ
-Προσαύξηση 100% σε περίπτωση υπέρβασης κατά 200% του μέσου ετήσιου τζίρου του ΚΑΔ
Είναι φανερό ότι τα δυσβάστακτα φορολογικά βάρη που έρχονται με το νέο τρόπο φορολόγησης, χτυπούν ιδιαίτερα τα χαμηλότερα στρώματα των αυτοαπασχολούμενων και ελεύθερων επαγγελματικών και αγγίζουν από ελάχιστα έως καθόλου τις μεγάλες εταιρείες του κάθε κλάδου και τα ανώτερα στρώματα των ελεύθερων επαγγελματιών, που ούτως ή άλλως συνήθως κερδίζουν και δηλώνουν πολλά περισσότερα έσοδα από τα τεκμήρια που προβλέπονται. Επίσης παρά το γεγονός ότι εξαιρούνται από τα τεκμήρια οι αυτοαπασχολούμενοι – εργαζόμενοι-ες με μπλοκάκι ( σε έναν εργοδότη ή με το 75% των εσόδων τους να προέρχεται από έναν έως 3 εργοδότες κλπ) είναι πολλές οι περιπτώσεις που τυπικά αυτοαπασχολούμενοι, αλλά στην πραγματικότητα μισθωτοί ή εξαρτώμενοι εργαζόμενοι θα υποστούν τις συνέπειες των τεκμηρίων, γιατί πχ αμείβονται χωρίς παραστατικά από τους εργοδότες τους, ή αναγκάζονται να κόβουν παραστατικά απευθείας στον πελάτη του εργοδότη για να δικαιολογήσουν την αμοιβή τους.
Είναι εξοργιστικό και απόλυτα αποκαλυπτικό για τα ταξικά κριτήρια της κυβέρνησης, ότι όλα αυτά θεσπίζονται την ίδια στιγμή που το μεγάλο κεφάλαιο απολαμβάνει απόλυτη φορολογική ασυλία και ενισχύεται με νέες φοροαπαλλαγές. Συγκεκριμένα οι μεγάλες επιχειρήσεις συνεισφέρουν μόλις το 5% των φορολογικών εσόδων του κράτους, ενώ τα λαϊκά στρώματα το υπόλοιπο 95% με έμμεσους και άμεσους φόρους. Ο φόρος των μερισμάτων των επιχειρηματικών κερδών μειώθηκε διαδοχικά το 2019 από 15% σε 10% και μετά σε 5%. Ο συντελεστής φορολόγησης κερδών έχει μειωθεί διαδοχικά από το 1989 μέχρι σήμερα από το 49% στο 22%. Οι εφοπλιστές φορολογούνται «εθελοντικά» και απολαμβάνουν 58 διαφορετικές φοροαπαλλαγές. Οι τραπεζίτες απολαμβάνουν τον «αναβαλλόμενο φόρο». Οι «στρατηγικοί επενδυτές» που εντάσσονται στους «αναπτυξιακούς» νόμους απολαμβάνουν 12ετείς και άλλες φοροαπαλλαγές. Την ίδια στιγμή έχουν στη διάθεσή τους και τους γνωστούς φορολογικούς παραδείσους, τις off-shore εταιρείες και πολλούς άλλους τρόπους φοροαποφυγής και φοροδιαφυγής, για τους οποίους δεν μιλάει κανείς.
Μάλιστα, στο ίδιο αυτό νομοσχέδιο της «φορολογικής δικαιοσύνης» – στην πραγματικότητα φορολογικής εξόντωσης των χαμηλότερων στρωμάτων – προβλέπεται (άρθρα 49 και 50) η μείωση του Φόρου Συγκέντρωσης Κεφαλαίων (0,2% από 0,5%, πριν 1%) και του Φόρου Πώλησης Μετοχών (στο 1 τοις χιλίοις, από 2 τοις χιλίοις που είναι τώρα).
Είναι εμφανές από όλα τα παραπάνω, ότι ο στόχος της κυβέρνησης δεν είναι μόνο να κλείσει τις τρύπες του προϋπολογισμού με την φορολογική αφαίμαξη των κατώτερων στρωμάτων για να αφήσει ανέγγιχτα τα αφεντικά της, το μεγάλο κεφάλαιο. Η εξοντωτική φορολογία – η οποία έρχεται να συσσωρευτεί σε μια σειρά άλλα βάρη, όπως η διαδοχική αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών, η επιβολή ΦΠΑ σε όλες τις υπηρεσίες, η μη απαλλαγή από τις ασφαλιστικές εισφορές την περίοδο της πανδημίας των αυτοαπασχολούμενων που δεν είχαν εισόδημα, η ακρίβεια στα λειτουργικά κόστη και τα είδη πρώτης ανάγκης και πολλά άλλα βάρη – αποσκοπεί στην κυριολεκτική εξόντωση των αυτοαπασχολούμενων και των μικρομεσαίων ελεύθερων επαγγελματιών, προς όφελος της συγκέντρωσης και της συγκεντροποίησης του κεφαλαίου σε όλους τους κλάδους που συνεχίζει να υπάρχει αυτοαπασχόληση και μικρές επιχειρήσεις. Ο πραγματικός στόχος είναι να ανοίξουν νέα πεδία κερδοφορίας για τις μεγάλες επιχειρήσεις και να συγκεντρωθεί η πίτα σε όλους τους κλάδους σε μεγάλες επιχειρήσεις.
Για το λόγο αυτό, είναι πραγματικό ζήτημα επιβίωσης για τους αυτοαπασχολούμενους και τους ελεύθερους επαγγελματίες να διεξάγουν έναν αγώνα για την απόσυρση του νόμου είτε για την ανατροπή της κυβέρνησης της ΝΔ. Οι κινητοποιήσεις δεν πρέπει να κλείσουν με την ψήφιση του νομοσχεδίου, όπως φαίνεται να σκοπεύουν να κάνουν οι ηγεσίες των συνδικαλιστικών ενώσεων των ελεύθερων επαγγελματιών. Άλλωστε σε πολλές περιπτώσεις οι ηγεσίες αυτές (βλ. ΔΣΑ, ΤΕΕ κ.α) δεν εκπροσωπούν στην πραγματικότητα τα πληττόμενα στρώματα, αλλά τα ανώτερα στρώματα του κάθε επαγγελματικού κλάδου και στην θέληση αυτών υποτάσσονται.
Για το λόγο αυτό, ο αγώνας πρέπει να περάσει στα χέρια των πληττόμενων και να μην αφεθεί στα χέρια αυτών των ηγεσιών. Ο μόνος τρόπος είναι να δημιουργηθούν επιτροπές αγώνα σε κάθε κλάδο και να υπάρξει διακλαδικός συντονισμός τους, με σκοπό οι αποφάσεις για την διεξαγωγή και κλιμάκωση των κινητοποιήσεων να λαμβάνονται από τις Γενικές Συνελεύσεις του κάθε συλλόγου και κάθε επαγγελματικής ένωσης και όχι από τα διοικητικά συμβούλια και τους Προέδρους- προεδρεία κλπ.
Ο αγώνας αυτός, για να είναι επιτυχημένος και να μην γίνει «για την τιμή των όπλων», πρέπει να είναι μακροπρόθεσμος και να συνδεθεί με τους αγώνες που θα αναγκαστούν να δώσουν οι εργαζόμενοι και η νεολαία, το επόμενο διάστημα σε ένα κοινό μέτωπο ενάντια στην κυβέρνηση του μεγάλου κεφαλαίου.
Για να υπάρξει πραγματική φορολογική δικαιοσύνη πρέπει να νομοθετηθεί:
-Αφορολόγητο όριο στα 12.000 ευρώ προσαυξημένο με 3000 ευρώ για κάθε παιδί.
-Κατάργηση των οριζόντιων φορολογικών τεκμηρίων.
-Κατάργηση των έμμεσων φόρων (ΦΠΑ, ΕΦΚ κ.λπ.) στα βασικά είδη διατροφής, στα οικιακά τιμολόγια ενέργειας, ύδρευσης και τηλεπικοινωνιών και στο πετρέλαιο θέρμανσης.
– διαγραφή χρεών που γεννήθηκαν την περίοδο της πανδημίας.
– Επιβολή κλιμακούμενου συντελεστή φόρου εισοδήματος κάθε πηγής από 40% έως και 75% για ατομικά εισοδήματα 40.000 ευρώ και άνω ετησίως.
-Επαναφορά του συντελεστή φορολόγησης του μεγάλου κεφαλαίου στο 45% και κατάργηση κάθε φοροαπαλλαγής στις μεγάλες επιχειρήσεις και το μεγάλο κεφάλαιο (εφοπλιστικό, χρηματιστικό κλπ)
– Επιβολή κλιμακούμενου συντελεστή φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας σε ιδιοκτήτες ακινήτων με αντικειμενική αξία 400.000 ευρώ και άνω, καθώς και για ακίνητα που εμφανίζονται να ανήκουν σε «off-shore» εταιρείες, σε ύψος που θα διαμορφώνεται σε ετήσια βάση με κριτήριο τις ανάγκες ενός κρατικού προγράμματος κατασκευής εργατικών κατοικιών.
Φυσικά αυτά τα μέτρα, δεν μπορεί να τα πάρει μια κυβέρνηση σαν τη σημερινή, αλλά ούτε και οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση μπορεί να προκύψει από τα αστικά κόμματα. Αυτά τα μέτρα μπορούν να υπάρξουν μόνο μέσα στο πλαίσιο ενός συνολικότερου αντικαπιταλιστικού προγράμματος που θα υλοποιηθεί σε σύγκρουση με το μεγάλο κεφάλαιο και συνεπώς μπορούν να εφαρμοστούν μόνο από μια κυβέρνηση των εργαζόμενων, που θα εφαρμόσει ένα τέτοιο πρόγραμμα.
Παναγιώτης Κολοβός