Ο βετεράνος αγωνιστής του τροτσκισμού και ιστορικός του ελληνικού εργατικού κινήματος Δημήτρης Λιβιεράτος πέθανε σήμερα σε ηλικία 96 ετών. Γεννήθηκε το 1927 και συμμετείχε στην «πρώτη γραμμή» σε καθοριστικούς αγώνες του προηγούμενου αιώνα: υπήρξε Αξιωματικός του ΕΛΑΣ και πολέμησε στα Δεκεμβριανά το 1944, συμμετείχε στα Ιουλιανά του 1965 και στα πρώτα βήματα της αντιδικτατορικής πάλης, αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος του «κεντριστικού» ΠΑΣΟΚ των πρώτων χρόνων ύπαρξής του. Παράλληλα, συνέγραψε σημαντικά ιστορικά βιβλία και κείμενα, ιδιαίτερα για το ελληνικό εργατικό κίνημα. «Αποχαιρετάμε» τον σπουδαίο σύντροφο Δημήτρη Λιβιεράτο παραθέτοντας ένα απόσπασμα από το βιβλίο του με τίτλο «Το ελληνικό εργατικό κίνημα 1918-1923» (Εκδόσεις Καρανάση, Αθήνα, 1976), το οποίο είχε συμπεριληφθεί και στο προηγούμενο – αφιερωμένο στα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή – τεύχος (τ. 75) του περιοδικού μας «Μαρξιστική Φωνή».
Εκείνες τις μέρες του Αυγούστου του 1922 αρχίζει ένα από τα μεγαλύτερα δράματα της ελληνικής Ιστορίας. Μια καταστροφή άνευ προηγουμένου στην οποία οδήγησαν τη χώρα οι αστικές κυβερνήσεις με την ιμπεριαλιστική τους πολιτική, γινόμενοι πιόνια της πολιτικής των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Τα πάντα σκεπάζει η κατάρρευση του Μετώπου, την οποίαν κανένας δεν φανταζόταν τόσο ολοκληρωτική και σύντομη. Υπήρχε βέβαια η γενική εντύπωση από καιρό ότι τα ελληνικά στρατεύματα θα εγκατέλειπαν το μικρασιατικό έδαφος, αλλά και οι πιο απαισιόδοξοι επίστευαν ότι αυτό θα γινόταν κατά έναν κανονικό τρόπο και κατόπιν μιας γενικής συμφωνίας. Δεν είχαν υπολογίσει όμως το πόσο μεγάλη ήταν η κούραση του ελληνικού λαού ύστερα από τόσα χρόνια πολέμου, όπως δεν είχαν υπολογίσει πόσο μεγάλη ήταν η επίδραση του εθνικού κινήματος του Κεμάλ μέσα στην Τουρκία που κατάφερε να ξεσηκώσει και να κινητοποιήσει ολόκληρο τον τουρκικό λαό.
Το μέτωπο κατέρρευσε, διελύθει κυριολεκτικώς μέσα σε ελάχιστες εβδομάδες. Στρατηγοί με τα επιτελεία τους συλλαμβάνονται αιχμάλωτοι, γραμμές δεν υπάρχουν πουθενά, οι στρατιώτες πετάνε τα όπλα τους και τρέχουν για τη θάλασσα. Μαζί τους ανακατεύονται οι πρόσφυγες που εγκαταλείπουν τα πάντα από τον φόβο των Τούρκων και τρέχουν να προλάβουν κανένα καράβι να περάσουν στα απέναντι ελληνικά νησιά και να σωθούν. Η Σμύρνη καίγεται, τα πάντα χάθηκαν. Οι έφεδροι φτάνουν με ό,τι καράβι βρουν στον Πειραιά και απαιτούν άμεση απόλυση, που η κυβέρνηση αναγκάζεται να τους δώσει αμέσως, ειδ’ άλλως θα έφευγαν μόνοι τους. Η κυβέρνηση επιβάλει αυστηρή λογοκρισία στον Τύπο, απαγορεύει τις συγκεντρώσεις για να προλάβει μια επανάσταση.
Από τη μεριά όμως των εργατικών οργανώσεων και του ΣΕΚΕ(Κομμουνιστικό) δεν γίνεται τίποτα για να επωφεληθούν της ευκαιρίας που τα πάντα είναι διαλυμένα. Βέβαια οι δυνάμεις τους είναι μικρές, και το μεγαλύτερο μέρος της ηγεσίας βρίσκεται μέσα στις φυλακές. Δεν είναι όμως μόνη αυτή η αιτία της μη επέμβασης σε μια τέτοια κατάσταση είναι το ότι ποτέ μέχρι τότε δεν είχαν αντιμετωπίσει την περίπτωση στ’ αλήθεια να πάρουν την εξουσία. Δεν ήταν έτοιμοι ιδεολογικά και οργανωτικά για μια τέτοια περίπτωση. Μέσα στο κόμμα υπήρχαν πολλές διαφωνίες ως προς την πολιτική που θα ακολουθούσαν και όλα αυτά δεν είχαν ξεκαθαριστεί σε συζητήσεις και συνέδρια και πολύ περισσότερο τα μέλη αγνοούσαν τι θα πράξουν σε περίπτωση που θα έπρεπε να δράσουν.
Για μία ακόμα φορά η πρωτοβουλία ανήκει σε μια άλλη αστική παράταξη που βρίσκει τους εκπροσώπους της μεταξύ των αγανακτισμένων αξιωματικών που προσπάθησαν να σώσουν την τιμή των όπλων στην Μικρά Ασία και που με τρομερή πίκρα έβλεπαν την προδοσία των μετόπισθεν. Οι αξιωματικοί που ακολούθησαν τον Βενιζέλο στο όνειρο της Μεγάλης Ελλάδας, αισθάνθηκαν σαν προσωπικό ράπισμα την κατάρρευση και αποφάσισαν να πάρουν αυτοί τις τύχες της χώρας στα χέρια τους, μέχρι που ο φυσικός, κατ’ αυτούς ηγέτης, ο Βενιζέλος, να μπορέσει να πάρει την εξουσία. Λίγες από τις δυνάμεις που υπεχώρησαν με τάξη από την ασιατική ακτή στη Χίο, οδηγούμενες από τον συνταγματάρχη Πλαστήρα και μια επιτροπή άλλων αξιωματικών κηρύσσουν επανάσταση. Στις 13 Σεπτεμβρίου ένα αεροπλάνο ρίχνει προκηρύξεις πάνω από την Αθήνα και πληροφορεί τον λαό για το κίνημα της Χίου.
Η κυβέρνηση κηρύσσει τον στρατιωτικό νόμο και ένας στρατηγός Κωνσταντινόπουλος [Μαρξιστική Φωνή: Ήταν ο Φρούραρχος Αθηνών] ετοιμάζει την τελευταία αντίσταση στους επαναστάτες που έχουν αποβιβαστεί στο Λαύριο και προχωρούν προς την Αθήνα. Κάθε απόπειρα όμως αντίστασης είναι μάταιη. Είναι τόσο εξευτελισμένο το καθεστώς που δεν μπορεί να συγκεντρώσει δυνάμεις πιστές να πολεμήσουν.
Εκείνες τις ημέρες και συγκεκριμένα στις 10 Σεπτεμβρίου και ενώ έχει εκδηλωθεί το επαναστατικό κίνημα της Χίου, ο Κωνσταντινόπουλος αποφασίζει να εκτελέσει τους 8 κομμουνιστές που ήταν φυλακισμένοι στις φυλακές Συγγρού [Μ.Φ.: Πρόκειται για οκτώ μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΕΚΕ(Κ) και της ΓΣΕΕ, τους Γ. Κορδάτο, Γ. Γεωργιάδη, Γ. Πετσόπουλο, Α. Σίδερη, Γ. Παπανικολάου, Ι. Λαγουδάκη, Μ. Σιδέρη και Ευαγ. Ευαγγέλου, οι οποίοι συνελήφθησαν στις 10 Σεπτεμβρίου μία μέρα πριν το κίνημα των Πλαστήρα – Γονατά]. Ο Κωνσταντινόπουλος δρούσε κατ’ εντολή των δεξιών κύκλων που ήθελαν να ρίξουν σε άλλους τα βάρη της καταστροφής δείχνοντας στον λαό ότι υπεύθυνοι της κατάρρευσης του Μετώπου ήταν οι κομμουνιστές. Έστειλε μια ομάδα μπράβους να παραλάβουν τους 8, αλλά ο διοικητής της φυλακής φοβούμενος την τεράστια ευθύνη, ζήτησε έγγραφο εντολής παραδόσεως, η οποία ποτέ δεν έφτασε κι έτσι δεν άφησε να πάρουν τους κομμουνιστές.
Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος για να διασώσει τον θρόνο καλεί στις 12 Σεπτεμβρίου τον Μεταξά [Μ.Φ.: Πρόκειται για τον κατοπινό δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά] να σχηματίσει κυβέρνηση. Ο Μεταξάς στις συνεννοήσεις που κάνει για το σχηματισμό της, επισκέπτεται και τις φυλακές Συγγρού και ζητάει από τον Κορδάτο, γραμματέα του ΣΕΚΕ(Κ) να λάβει μέρος στην κυβέρνηση, γιατί αν έρθουν οι βενιζελικοί θα τους σφάξουν όλους Η απάντηση είναι αρνητική. Αυτοί που πριν δυο μέρες ήθελαν να εξοντώσουν φυσικά την ηγεσία του κόμματος και απέτυχαν, προσπάθησαν να την εξοντώσουν ηθικά. Φοβόντουσαν τη δράση που μπορούσε το κόμμα να αναλάβει αυτές τις ημέρες της αναταραχής.
Τέλος η επανάσταση επικρατεί στην πρωτεύουσα. Ο βασιλιάς παραιτείται και ορκίζεται ο διάδοχος Γεώργιος Β’. Ανοίγονται οι φυλακές της παλιάς Στρατώνας και ελευθερώνονται οι πολιτικοί κρατούμενοι, συλλαμβάνονται οι Γούναρης, Στράτος, Θεοτόκης, Γούδας κ.λπ. Ορκίζεται νέα κυβέρνηση με την υποστήριξη της επαναστατικής επιτροπής, ζητάνε από τον Βενιζέλο να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στο εξωτερικό για τη διάσωση του ό,τι είναι δυνατόν να διασωθεί από την καταστροφή.
Η πρώτη εμφάνιση που κάνουν τα συνδικάτα μετά την επανάσταση είναι στις 15 Οκτωβρίου όταν πολλά Εργατικά Κέντρα και σωματεία της χώρας ζητάνε την καταδίκη των υπευθύνων, την εκκαθάριση του χαφιεδισμού, την παραπομπή σε δίκη των εχθρών της εργατικής τάξης, την απόταξη των εργατοφάγων αξιωματικών της χωροφυλακής, τη δίωξη των των εφημερίδων «Καθημερινή» και «Πρωτεύουσα», αποφυλάκιση των κρατούμενων εργατών του Βόλου και την εφαρμογή της αναλογικής στις νέες εκλογές.
Οι εργάτες του Βόλου ελευθερώνονται στις 22 Νοεμβρίου. Τα σωματεία ζητάνε γενικές αυξήσεις των ημερομισθίων από 30-70% και απειλούν με απεργία. Η οικονομική κατάσταση χειροτερεύει ακόμα περισσότερο με την έλλειψη ψωμιού, γκαζιού, ηλεκτρικού, ενώ τώρα προστίθεται ένα μεγάλο πρόβλημα που πρόκειται να φέρει σε δύσκολη θέση την εργατική τάξη όλης της χώρας τα χρόνια που έρχονται, το πρόβλημα των προσφύγων. Κατεστραμμένοι, γυμνοί και πεινασμένοι έρχονται να προστεθούν στη στρατιά των ανέργων που ήδη ήταν μεγάλη. Η προσφοράς εργασίας είναι τεράστια, ενώ η παραγωγή έχει πέσει πολύ χαμηλά. Απέξω από κάθε μαγαζί υπάρχουν πολλοί άνεργοι που ζητάνε δουλειά και οι πρόσφυγες που συγκεντρώνονται στις παραγκογειτονιές γύρω από τις πόλεις είναι διατεθειμένοι να κάνουν οτιδήποτε και με την πιο ελάχιστη αμοιβή για να μπορέσουν να ζήσουν.
Όταν το 1922 συνελήφθη στην Αθήνα όλη η ΚΕ του Κόμματος, τον ίδιο καιρό συνελήφθησαν και στο Μέτωπο 22 κομμουνιστές από τους πλέον γνωστούς ή μάλλον ζωηρούς, γιατί παρ’ όλη την προσοχή που έδειχναν οι υπηρεσίες ασφαλείας του στρατού, δεν μπόρεσαν στην πραγματικότητα να αγγίξουν την πραγματική οργάνωση και να της κάνουν μεγάλη ζημιά. Συνελήφθησαν εκείνοι που είχαν εκτεθεί περισσότερο. Οι 22 μεταφέρθηκαν στις φυλακές της Σμύρνης για να δικαστούν επί εσχάτη προδοσία. Η δίκη τους όμως δεν πρόλαβε να γίνει γιατί εν τω μεταξύ έγινε η κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου, οι φυλακές έσπασαν και βγήκαν έξω.
Όσα μέλη του κόμματος βρέθηκαν εκείνο τον καιρό στη Σμύρνη, συνεδρίασαν για να αποφασίσουν τι θα γίνει. Στη σύσκεψη πήραν μέρος και οι 22 φυλακισμένοι. Επικεφαλής τότε ήταν ο Ε. Σταυρίδης, όπως γράφει στα απομνημονεύματα του, παλιό μέλος του κόμματος που ήταν και στο προεδρείο του Β’ Συνεδρίου και του έκτακτου του 1920. Μερικοί έριξαν την ιδέα να καταλάβουν την εξουσία στη Μικρά Ασία και με το στρατό να βαδίσουν κατά των Αθηνών. Οι άλλοι, απέρριψαν την ιδέα σαν ανεφάρμοστη και αποφάσισαν να περάσουν με τις μονάδες στην Ελλάδα και εκεί να έρθουν σε επαφή με το κόμμα που θα τους πει τι θα κάνουν. Από τους 22 οι 15 αποφάσισαν να μείνουν στην Σμύρνη με την εκεί οργάνωση για να μπορούν να διαφύγουν στη Ρωσία, ενώ οι 7 αποφάσισαν να γυρίσουν στην Ελλάδα. Η συνεδρίαση έληξε εκεί πέρα και ο καθένας ακολούθησε τον δρόμο της μονάδας του, εφόσον μπόρεσε να την συναντήσει.
Μαζί με το Μικρασιατικό Μέτωπο καταρρέει και το καθεστώς των Αθηνών. Την 28 Αυγούστου 1922 παραιτείται η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη και αναλαμβάνει ο Ν. Τριανταφυλλάκος μέσα σε μια απέραντη σύγχυση. Το φάσμα της καταστροφής έχει κατακλύσει τα πάντα. Κάθε τι είναι διαλυμένο και κανείς δεν έχει συγκεκριμένη αντίληψη του τι γίνεται, ενώ οι χιλιάδες των προσφύγων της Μικρά Ασίας ξεμπαρκάρουν ελεεινοί και τρισάθλιοι στην ηπειρωτική Ελλάδα. Άλλες αμέτρητες χιλιάδες περιμένουν στα νησιά τη μεταφορά και την περίθαλψή τους.
Εκείνες τις ημέρες που ο στρατός έχει σχεδόν διαλυθεί τελείως, μερικές μονάδες μένουν συγκροτημένες στα νησιά Χίο και Λέσβο. Εκεί εκδηλώνεται το επαναστατικό κίνημα υπό την αρχηγία των Πλαστήρα, Γονατά και του εκπροσώπου του στόλου, Φωκά. Οι επαναστάτες σκοπεύουν να ανατρέψουν την κυβέρνηση των Αθηνών τον βασιλέα Κωνσταντίνο, γι’ αυτό επιβιβαζόμενοι στα πλοία φτάνουν στο Λαύριο, απ’ όπου στέλνουν το τελεσίγραφο τους προς την κυβέρνηση. Ο Κωνσταντίνος αναγκάζεται να φύγει στις 14 Σεπτεμβρίου και στη θέση του τοποθετείται ο υιός, διάδοχος Γεώργιος Β’. Την κυβέρνηση κατ’ εντολήν της επαναστατικής επιτροπής αναλαμβάνει ο Σωτ. Κροκιδάς και ζητάει αμέσως από τον Βενιζέλο που βρίσκεται στο Παρίσι, να αναλάβει τις διαπραγματεύσεις για την ειρήνη με την Τουρκία.
Ενώ υπήρχε πολιτική κυβέρνηση υπό τον Κροκιδά, στην πραγματικότητα διοικούσε η επαναστατική επιτροπή. Η κυβέρνηση όμως αυτή δεν μπορούσε να διαρκέσει επί πολύ και η κυβέρνηση Κροκιδά παραιτείται και αναλαμβάνει άλλη με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Στυλ. Γονατά. Το πρόσχημα της παραιτήσεως ήταν η καταδίκη των Έξι θεωρηθέντων κυρίων υπευθύνων της Μικρασιατικής καταστροφής, από στρατοδικείο. Οι Δ. Γούναρης, Ν. Στράτος, Ν. Στράτος, Π. Πρωτοπαπαδάκης, Ν. Θεοτόκης, Γ. Μπαλτατζής και ο αρχιστράτηγος Χατζηανέστης τουφεκίστηκαν στο Γουδί παρά τις επεμβάσεις των Άγγλων για τη διάσωσή τους.
Τον καιρό που αυτά γίνονται στην Αθήνα και η νέα κυβέρνηση προσπαθεί να βάλλει μια τάξη στο χάος που επικρατεί, στο εξωτερικό αρχίζουν οι διαπραγματεύσεις. Οι απαιτήσεις των Τούρκων νικητών είναι συντριπτικές και απειλούν συνεχώς. Επειδή ο πόλεμος επισήμως συνεχιζόταν και η απειλή ήταν πραγματική, η επαναστατική κυβέρνηση με μια υπερπροσπάθεια ανασυγκροτεί μια πλήρη ετοιμοπόλεμη στρατιά στον Έβρο, η οποία γίνεται σοβαρό επιχείρημα στις διαπραγματεύσεις κράτησαν που διεξάγει ο Βενιζέλος. Οι διαπραγματεύσεις κράτησαν πολλούς μήνες. Στο τέλος υπογράφτηκε η γνωστή με το όνομα Συνθήκη της Λωζάνης την 23 Ιουλίου 1923, με την οποία καθοριζόντουσαν τα σύνορα της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Εν τω μεταξύ, τα εσωτερικά ζητήματα που αντιμετωπίζει η Επανάσταση του 1922 είναι τεράστια. Το κυριότερο είναι η αποκατάσταση των προσφύγων που άθλιοι χωρίς στέγη, χωρίς ρούχα, χωρίς φαγητό, άρρωστοι από τις ταλαιπωρίες σωρεύονται προσωρινά στα σχολεία , στις εκκλησίες, σε αποθήκες. Άλλοι κοιμούνται στο ύπαιθρο προσπαθώντας να προφυλαχθούν λιγάκι από το κρύο με χαρτόνια, τενεκέδες, ξύλα. Από κει θα προέλθουν οι άθλιοι συνοικισμοί γύρω από όλες τις πόλεις, των οποίων υπολείμματα υπάρχουν μέχρι σήμερα.
Όμως το πολιτικό ζήτημα δεν βρήκε τη λύση του με την Επανάσταση του 1922. Η επιτροπή ακολουθεί ένα συντηρητικό δρόμο διατήρησης της Βασιλείας όπως θέλει ο Βενιζέλος. Από την άλλη μεριά το δημοκρατικό ρεύμα αυξάνει συνεχώς ζητώντας μια ριζική λύση με την εκθρόνιση της δυναστείας και την ανακήρυξη της Δημοκρατίας. Η κίνηση είναι ισχυρή μέσα στον λαό και οργανωμένη μέσα στον στρατό. Το σώμα των αξιωματικών αισθάνεται την πικρία της ήττας περισσότερο από τους άλλους. Η διστακτικότητα της επαναστατικής επιτροπής στην εκκαθάριση όλης της Δεξιάς αγανακτεί τον λαό. Το δημοκρατικό ρεύμα θα θελήσουν αργότερα να το εκμεταλλευθούν διάφοροι φιλόδοξοι στρατηγοί, σαν τον Πάγκαλο, τον Κονδύλη, που προσκολλούνται στην δημοκρατική παράταξη, σαν μέσο που θα τους φέρει στην εξουσία. Αυτοί θα ταλαιπωρήσουν επί πολλά χρόνια την πολιτική ζωή με τα πραξικοπήματα τους, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους πότε στους Φιλελεύθερους και πότε στους Λαϊκούς που κυρίως εκπροσωπούσαν τη Δεξιά.
Όλη αυτή η πίεση λαού και στρατού θα επιτύχει στο τέλος να διώξει τον βασιλέα Γεώργιο την 18η Δεκεμβρίου 1923 και θα ανοίξει το δρόμο για την ανακήρυξη της Δημοκρατίας στους πρώτους μήνες του 1924.
Το κόμμα στην Επανάσταση του 1922
Λίγο πριν την επανάσταση του Πλαστήρα, η ΚΕ είχε συλληφθεί όπως αναφέραμε και είχε κλειστεί στις φυλακές του Συγγρού.
Μέσα στα γεγονότα το Κόμμα είχε σχεδόν αποδιοργανωθεί και κανένας δεν ήξερε τι θέση έπρεπε να κρατήσουν. Ήταν απροετοίμαστοι για ένα τέτοιο ενδεχόμενο ολοκληρωτικής κατάρρευσης του Μετώπου και ποτέ μέχρι τότε δεν είχαν επεξεργαστεί ένα πρόγραμμα ώστε να κατατοπίζουν τα μέλη τους με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να ενεργήσουν σε μια κατάσταση που θα μπορούσε να μεταβληθεί σε προεπαναστατική. Κανένα ενδεχόμενο κατάληψης της εξουσίας δεν έμπαινε από το Κόμμα εκείνη την εποχή έστω και σαν μακρινή προοπτική.
Η ηγεσία του κόμματος με την πλειοψηφία των διανοουμένων του, παρ’ όλο που είχε δεχτεί όλες τις αποφάσεις της Γ’ Διεθνούς, στην πραγματικότητα δεν είχε κάνει μεγάλα πράγματα για την μπολσεβικοποίηση του Κόμματος και την προσαρμογή της επαναστατικής γραμμής στην ελληνική πραγματικότητα.
Στην αρχή νόμιζαν ότι η παγκόσμια επανάσταση θα εξαπλωθεί γρήγορα στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες με τη βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης. Πράγματι τα επαναστατικά γεγονότα του 1917-19 έδιναν αυτή την εικόνα. Από το 1919 όμως άρχισε μια σειρά ηττών που έφεραν πίσω την προοπτική της παγκόσμιας επανάστασης. Η Γερμανική επανάσταση πνίγηκε στο αίμα, η Ουγγαρία ύστερα από λίγους μήνες σοβιετικού καθεστώτος, παραδόθηκε στη σφαγή, η Βαυαρία έπεσε, στη Γαλλία,την Ιταλία, στην Αγγλία δεν έγινε κανένα σοβαρό κίνημα, ενώ η Ρωσία φλεγόταν από έναν σκληρό εμφύλιο πόλεμο και την ξένη επέμβαση προσπαθώντας να επιζήσει. Τελικά κατάφερε να νικήσει αλλά έβγαινε πληγωμένη, τσακισμένη για να αρχίσει την ανοικοδόμηση της καινούριας κοινωνίας. Δεν έφταναν αυτά, αλλά το 1922 στην Ιταλία ανέβηκε ο Φασισμός, με την απέραντη δημαγωγία του που ζάλιζε τις μάζες, τις κινητοποιήσεις των μικροαστών και των λούμπεν στοιχείων, με το χτύπημα των σοσιαλιστών και των κομμουνιστών.
Όλα αυτά τα εξωτερικά γεγονότα προστέθηκαν στην ελληνική κατάσταση που ήταν κι αυτή αρκετά μπερδεμένη και ζάλισαν την ηγεσία. Αντί να προχωρήσει θαρραλέα, άρχισε να πισωγυρίζει, να οπισθοχωρεί και να αναθεωρεί την πολιτική της, όπως θα φανεί στο επόμενο συνέδριο αργότερα, πάνω σε παλιές σοσιαλδημοκρατικές γραμμές.
Ενώ το μέτωπο καταρρέει,τα πάντα διαλύονται, αλλά η ηγεσία του ΣΕΚΕ (Κ) δεν παίρνει καμιά αποφασιστικής σημασίας πρωτοβουλία.