(«Άπαντα», τόμος 45, σελ. 23-33)
Για τα γενικά καθήκοντα του περιοδικού «Ποντ Ζνάμενεμ Μαρξίσμα» ο σύντροφος Τρότσκι στο τεύχος.1-2 είπε ήδη ό,τι έπρεπε να ειπωθεί και τα είπε πολύ καλά. Θα ήθελα να σταθώ σε μερικά ζητήματα που καθορίζουν ακριβέστερα το περιεχόμενο και το πρόγραμμα της δουλειάς που ανάγγειλε η Σύνταξη του περιοδικού στο εισαγωγικό σημείωμα του τεύχους. 1-2.
Στο σημείωμα αυτό αναφέρεται πως όλοι όσοι έχουν συγκεντρωθεί γύρω από το περιοδικό «Ποντ Ζνάμενεμ Μαρξίσμα» δεν είναι κομμουνιστές, όλοι όμως είναι συνεπείς υλιστές. Νομίζω ότι μια τέτια συμμαχία κομμουνιστών και μη κομμουνιστών είναι απόλυτα αναγκαία και καθορίζει σωστά τα καθήκοντα του περιοδικού. Ένα από τα πιο μεγάλα και επικίνδυνα λάθη των κομμουνιστών (και γενικά των επαναστατών που άρχισαν με επιτυχία μια μεγάλη επανάσταση) είναι η αντίληψη πως μπορούν τάχα την επανάσταση να την ολοκληρώσουν με τις προσπάθειες των επαναστατών. Αντίθετα, για την επιτυχία κάθε σοβαρής επαναστατικής δουλειάς είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε και να μπορέσουμε να εφαρμόσουμε στην πράξη την αρχή πως οι επαναστάτες μπορούν να παίζουν το ρόλο μόνο της πρωτοπορίας μιας πραγματικά βιώσιμης και πρωτοπόρας τάξης. Η πρωτοπορία μόνο τότε εκπληρώνει τα καθήκοντα της πρωτοπορίας, όταν ξέρει να μην αποσπάται από τη μάζα που καθοδηγεί, αλλά πραγματικά να οδηγεί ολόκληρη τη μάζα προς τα μπρος. Αν δεν γίνει συμμαχία με τους μη κομμουνιστές στους πιο διαφορετικούς τομείς δράσης ούτε λόγος μπορεί να γίνει για οποιαδήποτε επιτυχή κομμουνιστική οικοδόμηση.
Αυτό αφορά και τη δουλειά της υπεράσπισης του υλισμού και του μαρξισμού, που ανέλαβε το περιοδικό «Ποντ Ζνάμενεμ Μαρξίσμα». Στις κύριες κατευθύνσεις της πρωτοπόρας κοινωνικής σκέψης της Ρωσίας υπάρχει ευτυχώς σοβαρή υλιστική παράδοση. Αφήνοντας πια τον Γκ. Β. Πλεχάνοφ, αρκεί να αναφέρουμε τον Τσερνισέβσκι, σε σύγκριση με τον οποίο οι σημερινοί ναρόντνικοι (λαϊκοί σοσιαλιστές, Εσέροι, κτλ.) υποχωρούσαν συχνά, κυνηγώντας μοντέρνες αντιδραστικές φιλοσοφικές θεωρίας, παρασυρόμενοι από την ψεύτικη λάμψη της δήθεν «τελευταίας λέξης» της ευρωπαϊκής επιστήμης και μη μπορώντας να διακρίνουν κάτω από την ψεύτικη εκείνη λάμψη τη μια ή την άλλη ποικιλομορφία τής δουλοπρέπειας προς την αστική τάξη, τις προλήψεις της και την αντιδραστικότητα των αστών.
Πάντως, στη Ρωσία υπάρχουν ακόμα –και θα υπάρχουν οπωσδήποτε για πολύ ακόμη καιρό– υλιστές στο στρατόπεδο των μη κομμουνιστών, και επιτακτικό χρέος μας είναι να προσελκύσουμε σε συνεργασία όλους τους οπαδούς του συνεπούς και μαχόμενου υλισμού στην πάλη με την αντιδραστική φιλοσοφία και τις φιλοσοφικές προλήψεις της λεγόμενης «μορφωμένης κοινωνίας». Ο Ντίτσγκεν-πατέρας, που δεν πρέπει να τον συγχέουμε με το γιο του –έναν δημοσιολόγο τόσο υπεροπτικό, όσο και αποτυχημένο– διατύπωσε σωστά, εύστοχα και καθαρά τη βασική άποψη του μαρξισμού σχετικά με τις φιλοσοφικές κατευθύνσεις που κυριαρχούν στις αστικές χώρες και τραβούν το ενδιαφέρον των επιστημόνων και των δημοσιολόγων, λέγοντας πως τις περισσότερες φορές οι καθηγητές της φιλοσοφίας στη σύγχρονη κοινωνία δεν είναι στην ουσία τίποτε άλλο, παρά «διπλωματούχοι λακέδες της παπαδοκρατίας».
Οι ρώσοι μας διανοούμενοι, που αρέσκονται να θεωρούν τον εαυτό τους πρωτοπόρο, όπως άλλωστε και οι συνάδελφοί τους σε όλες τις άλλες χώρες, δεν αγαπούν καθόλου να μεταφερθεί το ζήτημα στο επίπεδο της εκτίμησης που κάνει ο Ντίτσγκεν. Και δεν το αγαπούν, γιατί η αλήθεια τους πειράζει. Αρκεί να αναλογιστούμε κάπως την κρατική εξάρτηση, στη συνέχεια τη γενική οικονομική εξάρτηση, κατόπι την εξάρτηση της καθημερινής ζωής και κάθε άλλη εξάρτηση των μορφωμένων ανθρώπων σήμερα από την κυρίαρχη αστική τάξη, για να καταλάβουμε την απόλυτη ορθότητα αυτού του αυστηρού χαρακτηρισμού του Ντίτσγκεν. Αρκεί να θυμηθούμε τις περισσότερες μοντέρνες φιλοσοφικές κατευθύνσεις που τόσο συχνά εμφανίζονται στις ευρωπαϊκές χώρες, αρχίζοντας έστω από εκείνες που σχετίζονταν με την ανακάλυψη του ραδίου, και τελειώνοντας με εκείνες που πάνε τώρα να πιαστούν από τον Αϊνστάιν, –για να καταλάβουμε το δεσμό που υπάρχει ανάμεσα στα ταξικά συμφέροντα και στις ταξικές απόψεις της αστικής τάξης, ανάμεσα στην υποστήριξη που δίνει στις κάθε λογής θρησκείες και στο ιδεολογικό περιεχόμενο των μοντέρνων φιλοσοφικών κατευθύνσεων.
Απ’ όλα τα παραπάνω φαίνεται πως ένα περιοδικό, που θέλει να είναι όργανο του μαχόμενου υλισμού, πρέπει να είναι, πρώτο, όργανο μαχητικό, δηλαδή πρέπει να ξεσκεπάζει και να καταπολεμά με συνέπεια όλους τους σύγχρονους «διπλωματούχους λακέδες της παπαδοκρατίας», αδιάφορο αν εμφανίζονται σαν εκπρόσωποι της επίσημης επιστήμης, ή σαν ελεύθεροι σκοπευτές που αυτοαποκαλούνται δημοσιολόγοι της «δημοκρατικής αριστεράς ή ιδεολόγοι-σοσιαλιστές». Δεύτερο, το περιοδικό αυτό πρέπει να είναι όργανο του μαχόμενου αθεϊσμού. Έχουμε υπηρεσίες ή τουλάχιστο κρατικά ιδρύματα που καταγίνονται με τη δουλειά αυτή. Μα η δουλειά αυτή είναι πολύ αδύνατη, εντελώς ανεπαρκής, γιατί δέχεται, όπως φαίνεται, την καταθλιπτική επίδραση των γενικών συνθηκών της πραγματικά ρωσικής (αν και σοβιετικής) γραφειοκρατίας μας. Γι’ αυτό, το περιοδικό που αναλαμβάνει το καθήκον να γίνει όργανο του μαχόμενου υλισμού, πρέπει –κι αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία– δίπλα στο έργο των αντίστοιχων κρατικών ιδρυμάτων για τη βελτίωση και την αναζωογόνηση της δουλειάς να κάνει έντονη αθεϊστική προπαγάνδα και πάλη. Πρέπει να παρακολουθείται με προσοχή όλη η σχετική φιλολογία σε όλες τις γλώσσες, να μεταφράζεται ή τουλάχιστο να μεταδίδεται περιληπτικά καθετί που έχει κάποια αξία σ’ αυτό τον τομέα.
Ο Έγκελς από καιρό ακόμη συμβούλευε τους καθοδηγητές του σύγχρονου προλεταριάτου να μεταφράσουν τα μαχητικά αθεϊστικά έργα του τέλους του 18ου αιώνα για να κυκλοφορούν πλατιά μέσα στο λαό. Είναι ντροπή μας που ως τα σήμερα δεν το κάναμε (είναι κι αυτό μια από τις πολυάριθμες αποδείξεις ότι πολύ ευκολότερα μπορεί κανείς να κατακτήσει την εξουσία σε μια επαναστατική περίοδο, παρά να χρησιμοποιήσει σωστά αυτή την εξουσία). Κάποτε γίνονταν προσπάθειες να δικαιολογηθεί αυτή η χαλαρότητα, η αδράνεια και η αδεξιότητά μας μ’ ένα σωρό «σοβαροφανείς» ισχυρισμούς, όπως π.χ. ότι τα παλιά αθεϊστικά έργα του 18ου αιώνα έχουν τάχα ξεπεραστεί, δεν είναι επιστημονικά, είναι απλοϊκά κτλ. Δεν υπάρχει πράγμα χειρότερο από κάτι τέτοιες, δήθεν επιστημονικές σοφιστείες, που πάνε να καλύψουν ή το σχολαστικισμό, ή την πλήρη άγνοια του μαρξισμού. Φυσικά, στα αθεϊστικά συγγράμματα των επαναστατών του 18ου αιώνα θα βρεθούν όχι λίγα σημεία και αντιεπιστημονικά και απλοϊκά. Μα κανένας δεν εμποδίζει τους εκδότες αυτών των έργων να τα περικόψουν και να προσθέσουν σ’ αυτά σύντομους επίλογους, όπου να φαίνεται η πρόοδος που σημείωσε η ανθρωπότητα από τα τέλη του 18ου αιώνα κι εδώ στον τομέα της επιστημονικής κριτικής της θρησκείας, να αναφέρονται τα σχετικά νεότερα έργα κτλ. Θα κάναμε το μεγαλύτερο και το χειρότερο λάθος που μπορεί να κάνει ένας μαρξιστής, αν λέγαμε πως τα πολλά εκατομμύρια των λαϊκών (ιδιαίτερα των αγροτικών και βιοτεχνικών) μαζών, που ολόκληρη η σύγχρονη κοινωνία τα έχει καταδικάσει στο σκοτάδι, στην αμάθεια και στις προλήψεις, μπορούν να απαλλαγούν από το σκοτάδι αυτό μόνο με την ευθεία γραμμή της καθαρά μαρξιστικής διαφώτισης. Στις μάζες αυτές πρέπει να δώσουμε πολυποίκιλο υλικό για την αθεϊστική προπαγάνδα, να τις κατατοπίσουμε στα γεγονότα που παρουσιάζουν οι πιο διαφορετικές πλευρές της ζωής, να τις πλησιάσουμε με διάφορους τρόπους, για να τους προκαλέσουμε το ενδιαφέρον, να τους ξυπνήσουμε από το θρησκευτικό λήθαργο, να τις τραντάξουμε απ’ όλες τις μεριές, με τους πιο διαφορετικούς τρόπους κτλ.
Τα συγγράμματα των παλιών αθεϊστών του 18ου αιώνα, τα γραμμένα με πνεύμα, με ζωντάνια και με ταλέντο, που χτυπούσαν με τρόπο ευφυή και απροκάλυπτο την παπαδοκρατία, θα αποδειχτούν σε μια σειρά περιπτώσεις χίλιες φορές πιο κατάλληλα για να ξυπνήσουν τους ανθρώπους από το θρησκευτικό λήθαργο, παρά τα ανιαρά, μονότονα, χωρίς σχεδόν κανένα καλοδιαλεγμένο στοιχείο, αναμασήματα του μαρξισμού, που κυριαρχούν στη φιλοσοφία μας και που (γιατί να το κρύβουμε) συχνά διαστρεβλώνουν το μαρξισμό. Όλα τα οπωσδήποτε μεγάλα έργα του Μαρξ και του Έγκελς τα έχουμε μεταφράσει. Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να φοβόμαστε πως ο παλιός αθεϊσμός και ο παλιός υλισμός δεν θα συμπληρωθούν σε μας με τις διορθώσεις που έκαναν ο Μαρξ και ο Έγκελς. Το πιο σπουδαίο –και αυτό ακριβώς ξεχνούν τις περισσότερες φορές οι δικοί μας οι δήθεν μαρξιστές-κομμουνιστές που στην πραγματικότητα παραμορφώνουν το μαρξισμό– είναι να μπορέσουμε να κεντρίσουμε το ενδιαφέρον των εντελώς καθυστερημένων ακόμη μαζών με τη συνειδητή αντιμετώπιση των θρησκευτικών ζητημάτων και με τη συνειδητή κριτική της θρησκείας.
Από την άλλη μεριά, κοιτάξτε τους εκπροσώπους της σύγχρονης επιστημονικής κριτικής της θρησκείας. Σχεδόν πάντα οι εκπρόσωποι αυτοί της μορφωμένης αστικής τάξης «συμπληρώνουν» τα ίδια τα επιχειρήματά τους που ανασκευάζουν τις θρησκευτικές προλήψεις με τέτοιους συλλογισμούς, που αμέσως τους ξεσκεπάζουν σαν υποτελείς της ιδεολογίας της αστικής τάξης, σαν «διπλωματούχους λακέδες της παπαδοκρατίας».
Ορίστε δυο παραδείγματα. Ο καθηγητής Ρ.Γ.Βίπερ τύπωσε το 1918 ένα βιβλιαράκι με τον τίτλο: «Η εμφάνιση του χριστιανισμού» (έκδοση «Φάρος», Μόσχα). Εκθέτοντας τα βασικά συμπεράσματα της σύγχρονης επιστήμης, ο συγγραφέας όχι μόνο δεν καταπολεμά τις προλήψεις και την απάτη, που είναι το όπλο της εκκλησίας, σαν πολιτικής οργάνωσης, όχι μόνο παρακάμπτει αυτά τα ζητήματα, μα προβάλλει τον εντελώς γελοίο και αντιδραστικότατο ισχυρισμό ότι στέκει πάνω από τις δυο «ακρότητες»: και την ιδεαλιστική και την υλιστική. Αυτό δεν είναι παρά δουλοπρέπεια απέναντι στην κυρίαρχη αστική τάξη, που ξοδεύει εκατοντάδες εκατομμύρια ρούβλια σε όλο τον κόσμο από τα κέρδη που ξεζουμίζει από τους εργαζόμενους για να υποστηρίξει τη θρησκεία.
Ο γνωστός γερμανός επιστήμονας Άρτουρ Ντρεβς, καταπολεμώντας στο βιβλίο του Ο μύθος του Χριστού τις θρησκευτικές προλήψεις και τα παραμύθια, ενώ αποδείχνει πως κανένας Χριστός δεν υπήρξε, στο τέλος του βιβλίου τάσσεται υπέρ της θρησκείας, μόνο που πρέπει να είναι ανανεωμένη αποκαθαρισμένη, εκλεπτυσμένη, ικανή να αντισταθεί στο «νατουραλιστικό ρεύμα που γίνεται από μέρα σε μέρα όλο και πιο ισχυρό» (σελ. 238 της 4ης γερμανικής έκδοσης του 1910). Πρόκειται εδώ για έναν απροκάλυπτο αντιδραστικό, συνειδητό, που βοηθά ανοιχτά τους εκμεταλλευτές να αντικαταστήσουν τις παλιές και σαθρές θρησκευτικές προλήψεις με προλήψεις καινούριες, ακόμη πιο σιχαμερές και χυδαίες.
Αυτό δεν σημαίνει πως δεν έπρεπε να μεταφραστεί ο Ντρεβς. Αυτό σημαίνει ότι οι κομμουνιστές και όλοι οι συνεπείς υλιστές πρέπει, πραγματοποιώντας σ’ έναν ορισμένο βαθμό τη συμμαχία τους με την προοδευτική μερίδα της αστικής τάξης, να την ξεσκεπάζουν αδίστακτα, όταν η μερίδα αυτή περνάει σε θέσεις αντιδραστικές. Αυτό σημαίνει πως όποιος φοβάται τη συμμαχία με τους εκπροσώπους της αστικής τάξης του 18ου αιώνα, δηλ. της εποχής που η τάξη αυτή ήταν επαναστατική, προδίδει το μαρξισμό και τον υλισμό, γιατί η «συμμαχία» με τους Ντρεβς με τη μια ή την άλλη μορφή, στον άλφα ή στον βήτα βαθμό, είναι για μας υποχρεωτική στην πάλη ενάντια στον κυρίαρχο θρησκευτικό σκοταδισμό.
Το περιοδικό «Ποντ Ζνάμενεμ Μαρξίσμα», που θέλει να είναι όργανο του μαχόμενου υλισμού, οφείλει να δόσει μεγάλη προσοχή στην αθεϊστική προπαγάνδα, στην παρακολούθηση της σχετικής φιλολογίας και στην αναπλήρωση των τεράστιων κενών της κρατικής μας δουλειάς σ’ αυτό τον τομέα. Ιδιαίτερη σημασία έχει να χρησιμοποιούνται τα βιβλία και οι μπροσούρες που περιέχουν πολλά συγκεκριμένα στοιχεία και συγκρίσεις και που δείχνουν το δεσμό των ταξικών συμφερόντων και των ταξικών οργανώσεων της σύγχρονης αστικής τάξης με τις οργανώσεις των θρησκευτικών ιδρυμάτων και της θρησκευτικής προπαγάνδας. Ξεχωριστή σπουδαιότητα έχουν όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στις Ενωμένες Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής, όπου λιγότερο διαφαίνεται ο επίσημος, ο δημόσιος, ο κρατικός δεσμός ανάμεσα στη θρησκεία και στο κεφάλαιο. Σε αντάλλαγμα όμως βλέπουμε πιο καθαρά πως η λεγόμενη «σύγχρονη δημοκρατία» (που τόσο ανόητα κοψομεσιάζονται μπροστά της οι μενσεβίκοι, οι Εσέροι και ως ένα σημείο και οι αναρχικοί κτλ.) δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ελευθερία να προπαγανδίζεται αυτό που συμφέρει στην αστική τάξη, και την τάξη αυτή τη συμφέρει να διακηρύσσονται οι πιο αντιδραστικές ιδέες, η θρησκεία, ο σκοταδισμός, η υπεράσπιση των εκμεταλλευτών κτλ.
Θα ήθελα να ελπίζω πως το περιοδικό που θέλει να είναι όργανο του μαχόμενου υλισμού, θα δόσει στο αναγνωστικό μας κοινό υλικά της αθεϊστικής φιλολογίας, υποδείχνοντας για ποιες ακριβώς κατηγορίες αναγνωστών και από ποια πλευρά θα ήταν κατάλληλα τα διάφορα έργα, αναφέροντας ποια βιβλία εκδώσαμε ως τώρα (και πρέπει να παρθούν υπόψη μόνο οι κάπως καλές μεταφράσεις που δεν είναι και τόσο πολλές) και ποια πρέπει ακόμη να εκδοθούν.
Εκτός από τη συμμαχία με τους συνεπείς υλιστές, που δεν ανήκουν στο Κόμμα των κομμουνιστών, την ίδια, αν όχι μεγαλύτερη, σημασία έχει για τη δουλειά που πρέπει να κάνει ο μαχόμενος υλισμός. Η συμμαχία με τους εκπροσώπους των σύγχρονων φυσικών επιστημών, που τείνουν προς τον υλισμό και δεν φοβούνται να τον υπερασπίζουν και να τον διακηρύσσουν, καταπολεμώντας τις μοντέρνες φιλοσοφικές ταλαντεύσεις, οι οποίες επικρατούν στη λεγόμενη «μορφωμένη κοινωνία», ταλαντεύσεις προς την πλευρά του ιδεαλισμού και του σκεπτικισμού.
Το άρθρο του Α.Τιμιριάζεφ για τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν, που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 1-2 του περιοδικού «Ποντ Ζνάμενεμ Μαρξίσμα», δημιουργεί την ελπίδα πως το περιοδικό θα μπορέσει να πραγματοποιήσει και αυτή τη δεύτερη συμμαχία. Πρέπει να προσέξουμε περισσότερο αυτή τη συμμαχία. Πρέπει να μην ξεχνάμε ότι ακριβώς αυτή η απότομη στροφή που κάνουν τώρα οι σύγχρονες φυσικές επιστήμες δημιουργεί πλήθος αντιδραστικών φιλοσοφικών σχολών και παρασχολών, κατευθύνσεων και παρακατευθύνσεων. Γι’ αυτό η παρακολούθηση των ζητημάτων που βάζει η νεότατη επανάσταση στον τομέα των φυσικών επιστημών, και η εξασφάλιση της συνεργασίας των φυσιοδιφών στο φιλοσοφικό περιοδικό, είναι πρόβλημα που χωρίς τη λύση του ο μαχόμενος υλισμός δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να είναι ούτε μαχόμενος, ούτε υλισμός. Ο Τιμιριάζεφ στο πρώτο τεύχος του περιοδικού χρειάστηκε να αναφέρει το γεγονός ότι από τη θεωρία του Αϊνστάιν –ο οποίος όπως λέει ο Τιμιριάζεφ, δεν κάνει καμιά ενεργό εκστρατεία ενάντια στις βάσεις του υλισμού– αρπάχτηκε ήδη ένας πολύ μεγάλος αριθμός εκπροσώπων της αστικής διανόησης όλων των χωρών, μα αυτό δεν αφορά μόνο τον Αϊνστάιν, αλλά μια σειρά, αν όχι τους περισσότερους μεγάλους μεταμορφωτές των φυσικών επιστημών, αρχίζοντας από τα τέλη του 19ου αιώνα.
Και για να μην αντιμετωπίσουμε επιπόλαια ένα παρόμοιο φαινόμενο, πρέπει να καταλάβουμε πως χωρίς σοβαρή φιλοσοφική θεμελίωση καμιά φυσική επιστήμη, κανένας υλισμός δεν μπορεί να αντιπαλέψει την επίθεση των αστικών ιδεών και την αναστήλωση της αστικής κοσμοθεωρίας. Ο φυσιοδίφης για να αποδυθεί στην πάλη αυτή και για να τα βγάλει πέρα με απόλυτη επιτυχία, πρέπει να είναι συγχρονισμένος υλιστής, συνειδητός οπαδός του υλισμού που εκπροσωπεί ο Μαρξ, δηλαδή πρέπει να είναι διαλεκτικός υλιστής. Για να πετύχουν το σκοπό αυτό οι συνεργάτες του περιοδικού «Ποντ Ζνάμενεμ Μαρξίσμα» πρέπει να οργανώσουν τη συστηματική μελέτη της διαλεκτικής του Χέγκελ, από υλιστική άποψη, δηλαδή της διαλεκτικής που εφάρμοσε πρακτικά ο Μαρξ τόσο στο Κεφάλαιό του, όσο και στα ιστορικά και πολιτικά έργα του, και την εφάρμοσε με τέτοια επιτυχία, ώστε τώρα η κάθε μέρα που ξυπνούν και πορεύονται για τη ζωή τους οι καινούργιες τάξεις της Ανατολής (Ιαπωνία, Ινδία, Κίνα) –δηλ. οι εκατοντάδες των εκατομμυρίων της ανθρωπότητας, που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της γης και που με την ιστορική τους αδράνεια και τον ιστορικό τους λήθαργο προκαθόριζαν ως τώρα τη στασιμότητα και την αποσύνθεση σε πολλά προηγμένα κράτη της Ευρώπης– ώστε η κάθε μέρα που περνά, μπάζοντας στη ζωή καινούριους λαούς και καινούριες τάξεις, να επιβεβαιώνει ολοένα και περισσότερο το μαρξισμό.
Φυσικά, μια τέτοια δουλειά για τη μελέτη αυτή, για την ερμηνεία και την προπαγάνδα της χεγκελιανής διαλεκτικής είναι εξαιρετικά δύσκολη, και δεν χωράει αμφιβολία πως οι πρώτες προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση θα έχουν και λάθη. Μα λάθη δεν κάνει μόνο εκείνος που δεν φτιάχνει τίποτε. Έχοντας σαν βάση τον τρόπο που χρησιμοποίησε ο Μαρξ τη διαλεκτική τού Χέγκελ, με την υλιστική της έννοια, μπορούμε και οφείλουμε να επεξεργαστούμε αυτή τη διαλεκτική απ’ όλες τις πλευρές, να δημοσιεύουμε στο περιοδικό αποσπάσματα από τα κύρια έργα του Χέγκελ και να τα ερμηνεύουμε υλιστικά, να τα σχολιάζουμε, έχοντας σαν βάση τα παραδείγματα εφαρμογής της διαλεκτικής από τον Μαρξ, καθώς και τα παραδείγματα διαλεκτικής από την περιοχή των οικονομικών και πολιτικών σχέσεων, παραδείγματα που η νεότερη ιστορία, ιδιαίτερα ο σύγχρονος ιμπεριαλιστικός πόλεμος και η επανάσταση δίνουν πάρα πολλά. Η ομάδα των συντακτών και των συνεργατών του περιοδικού «Ποντ Ζνάμενεμ Μαρξίσμα» πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να αποτελέσει ένα είδος «σύνδεσμο ματεριαλιστών οπαδών της χεγκελιανής διαλεκτικής». Οι σύγχρονοι φυσιοδίφες θα βρουν (αν ξέρουν να ψάξουν, κι αν μάθουμε να τους βοηθάμε) στην υλιστικά ερμηνευόμενη διαλεκτική του Χέγκελ μια σειρά απαντήσεις στα φιλοσοφικά ερωτήματα του Χέγκελ, μια σειρά απαντήσεις στα φιλοσοφικά ερωτήματα που βάζει η επανάσταση στις φυσικές επιστήμες και από τα οποία «παρασύρονται» προς την αντίδραση οι διανοούμενοι θιασώτες της αστικής μόδας.
Αν δεν βάλει μπροστά του αυτό το καθήκον κι αν δεν παλέψει συστηματικά για την εκπλήρωσή τους, ο υλισμός δεν μπορεί να είναι μαχόμενος υλισμός. Ένας τέτοιος υλισμός, για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Στσεντρίν, λιγότερο θα πολεμά και περισσότερο θα τον πολεμάνε. Χωρίς αυτό το πράγμα οι μεγάλοι φυσιοδίφες θα είναι το ίδιο συχνά, όπως ως τώρα, αδύνατοι στα φιλοσοφικά τους συμπεράσματα και γενικεύσεις. Γιατί οι φυσικές επιστήμες προοδεύουν τόσο γοργά, περνούν μια τέτοια βαθιά επαναστατική αλλαγή σε όλους τους τομείς, που χωρίς φιλοσοφικά συμπεράσματα οι φυσικές επιστήμες δεν μπορούν να προχωρήσουν σε καμιά περίπτωση.
Κλείνοντας θα φέρω ένα παράδειγμα που δεν αφορά τον τομέα της φιλοσοφίας, μα που οπωσδήποτε αφορά τον τομέα των κοινωνικών ζητημάτων που επίσης θέλει να παρακολουθεί το περιοδικό «Ποντ Ζνάμενεμ Μαρξίσμα». Πρόκειται για ένα από τα παραδείγματα που δείχνουν ότι η σύγχρονη δήθεν επιστήμη στην πραγματικότητα γίνεται φορέας των πιο χοντροκομμένων και πρόστυχων αντιδραστικών απόψεων.
Εδώ και λίγο καιρό μου έστειλαν το περιοδικό «Εκονομίστ», τεύχος. 1 (1922) όργανο του ΧΙ τμήματος του «Ρωσικού Τεχνικού Συνδέσμου». Ο νεαρός κομμουνιστής που μου έστειλε το περιοδικό αυτό (που δεν είχε ίσως τον καιρό να κατατοπιστεί στο περιεχόμενο του περιοδικού) είχε την απερισκεψία να εκφραστεί για το περιοδικό με θερμότατα λόγια. Στην πραγματικότητα το περιοδικό, δεν ξέρω ως ποιο βαθμό συνειδητά, είναι όργανο των σύγχρονων φεουδαρχών, που καλύπτονται φυσικά με το μανδύα της επιστήμης, της δημοκρατίας κτλ.
Κάποιος κύριος Π.Α.Σορόκιν δημοσιεύει στο περιοδικό αυτό κάτι ατέλειωτες «κοινωνιολογικές» δήθεν μελέτες «Για την επίδραση του πολέμου». Το επιστημονικό άρθρο βρίθει από επιστημονικές παραπομπές στα «κοινωνιολογικά» έργα του συγγραφέα και των πολυάριθμων δασκάλων και συναδέλφων του από το εξωτερικό. Να τι λογής επιστήμονας είναι:
Στη σελίδα 83 διαβάζω:
«Στην Πετρούπολη σε κάθε 10.000 γάμους αντιστοιχούν τώρα 92,2 διαζύγια –αριθμός απίστευτος, και στα 100 διαζύγια τα 51.1 είναι περιπτώσεις που ο γάμος διατηρήθηκε λιγότερο από 1 χρόνο, τα 11% λιγότερο από 1 μήνα, τα 22% λιγότερο από 2 μήνες, τα 41% λιγότερο από 3-6 μήνες και μόνο τα 26% είναι πάνω από 6 μήνες. Οι αριθμοί αυτοί λένε πως ο σύγχρονος νόμιμος γάμος είναι τύπος που κρύβει στην ουσία εξωγαμικές σεξουαλικές σχέσεις και δίνει τη δυνατότητα σε όσους αγαπάνε τα «ξινά» να ικανοποιούν «νόμιμα» τις ορέξεις τους» («Εκονομίστ», τεύχος. 1, σελ. 83).
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο κύριος αυτός και ο ρωσικός Τεχνικός Σύνδεσμος που εκδίδει το περιοδικό και δημοσιεύει σ’ αυτό τέτοιες φαντασίες συγκαταλέγουν τον εαυτό τους στους οπαδούς της δημοκρατίας και θα το θεωρήσουν μέγιστη προσβολή, αν τους φωνάζει κανείς με το πραγματικό τους όνομα, δηλαδή φεουδάρχες, αντιδραστικούς «διπλωματούχους λακέδες της παπαδοκρατίας». Και η ελάχιστη γνώση της νομοθεσίας των αστικών χωρών για το γάμο, το διαζύγιο και τα εξώγαμα παιδιά, όπως και της πραγματικής κατάστασης στο ζήτημα αυτό, θα δείξει στον κάθε ενδιαφερόμενο ότι η σύγχρονη αστική δημοκρατία, ακόμη και στα πιο δημοκρατικά αστικά πολιτεύματα, εμφανίζεται από την άποψη αυτή εντελώς φεουδαρχική απέναντι στη γυναίκα και στα εξώγαμα παιδιά.
Αυτό φυσικά δεν εμποδίζει τους μενσεβίκους τους εσέρους και ένα μέρος των αναρχικών, καθώς και όλα τα αντίστοιχα κόμματα της Δύσης να εξακολουθούν να φωνασκούν για τη δημοκρατία που την παραβιάζουν οι μπολσεβίκοι. Στην πραγματικότητα, η μπολσεβίκικη ακριβώς επανάσταση είναι η μοναδική συνεπής δημοκρατική επανάσταση σε σχέση με τέτια ζητήματα, όπως ο γάμος, το διαζύγιο και η θέση των εξώγαμων παιδιών. Και το ζήτημα αυτό θίγει με τον πιο άμεσο τρόπο τα συμφέροντα του μισού και πλέον πληθυσμού οποιασδήποτε χώρας. Μόνο η μπολσεβίκικη επανάσταση για πρώτη φορά –παρά το γεγονός ότι προηγήθηκαν ένα σωρό αστικές επαναστάσεις που αυτοτιτλοφορήθηκαν δημοκρατικές– έκανε αποφασιστική πάλη προς την κατεύθυνση αυτή τόσο ενάντια στην αντίδραση και στη φεουδαρχία, όσο και ενάντια στην συνηθισμένη υποκρισία των ιθυνόντων και εύπορων τάξεων.
Αν τα 92 διαζύγια σε 10.000 γάμους είναι για τον Σορόκιν αριθμός απίστευτος, πρέπει να προϋποθέσουμε πως ή ο συγγραφέας έζησε και μεγάλωσε σε κάποιο μοναστήρι, τόσο απομονωμένο από τη ζωή, που είναι ζήτημα αν θα πιστέψει κανείς την ύπαρξη ενός τέτοιου μοναστηριού, ή ο συγγραφέας αυτός διαστρεβλώνει την αλήθεια προς όφελος της αντίδρασης και της αστικής τάξης. Καθένας που ξέρει κάπως τις κοινωνικές συνθήκες των αστικών χωρών, ξέρει ότι ο πραγματικός αριθμός των πραγματικών διαζυγίων (που φυσικά δεν έχουν επικυρωθεί από την εκκλησία και το νόμο) είναι παντού ασύγκριτα μεγαλύτερος. Η Ρωσία από την άποψη αυτή διαφέρει από τις άλλες χώρες μόνο κατά το ότι οι νόμοι της δεν καθαγιάζουν την υποκρισία και τη στέρηση των δικαιωμάτων της γυναίκας και του παιδιού της, αλλά ανοιχτά και στον όνομα της κρατικής εξουσίας κάνουν συστηματικό πόλεμο ενάντια σε κάθε υποκρισία και σε κάθε ανομία.
Το μαρξιστικό περιοδικό θα υποχρεωθεί να ανοίξει μέτωπο και ενάντια σε κάτι τέτοιους σύγχρονους «μορφωμένους» φεουδάρχες. Ίσως ένας αρκετός αριθμός απ’ αυτούς να παίρνει ακόμη και κρατικά χρήματα και να δουλεύει σε κρατικές υπηρεσίες διαπαιδαγώγησης της νεολαίας, αν και για τη δουλιά αυτή δεν είναι περισσότερο κατάλληλοι απ’ ό,τι οι κοινοί προαγωγοί θα ήταν κατάλληλοι για παιδονόμοι στα εκπαιδευτικά ιδρύματα της μικρής ηλικίας.
Η εργατική τάξη της Ρωσίας κατάφερε να κατακτήσει την εξουσία, μα δεν έμαθε ακόμη να την χρησιμοποιεί, γιατί αν δεν ήταν έτσι, από καιρό θα είχε ευγενικότατα εξαποστείλει στις χώρες της αστικής «δημοκρατίας» κάτι τέτοιους δασκάλους και μέλη επιστημονικών συνδέσμων. Κάτι τέτοιοι φεουδάρχες εκεί θα βρουν τη θέση που τους ταιριάζει.
Μα η εργατική τάξη θα το μάθει κι αυτό, φτάνει να υπάρχει θέληση.
12/ ΙΙΙ/1922
Ν. ΛΕΝΙΝ
Σημειώσεις:
[1] Το «Ποντ Ζνάμενεμ Μαρξίσμα» («Κάτω από τη Σημαία του Μαρξισμού», Νο 1-2 και 3, Γενάρης και Μάρτης του 1922), δημοσίευσε στα πρώτα του τεύχη δυο άρθρα των πρωτεργατών της Οκτωβριανής Επανάστασης που τονίζουν την αναγκαιότητα και τους προσανατολισμούς του περιοδικού στην πάλη για τη Υλιστική Διαλεκτική (Λεόν Τρότσκι) –ως όπλο του Μαχόμενου Υλισμού (Νικολάϊ Λένιν) ενάντια στους «διπλωματούχους λακέδες της παπαδοκρατίας», όπως χαρακτηριστικά έλεγε τους ιδεαλιστές ο υλιστής φιλόσοφος Ι. Ντίτσγκεν. «Η υλιστική γνωσιοθεωρία, έγραφε ο Ι. Ντίτσγκεν στο έργο του Αναδρομές ενός Σοσιαλιστή στην Περιοχή της Γνωσιοθεωρίας, το 1887, ανάγεται στην αναγνώριση του γεγονότος ότι το ανθρώπινο όργανο γνώσης δεν εκπέμπει κανένα μεταφυσικό φως, αλλά είναι κομμάτι της Φύσης που αντανακλά άλλα κομμάτια της Φύσης». Ο Λένιν παραθέτει αυτό το απόσπασμα σ’ ένα άρθρο που έγραψε στην «Πράβντα» το Μάη του 1913 («Άπαντα», τόμος 23, σελ. 121), αφιερωμένο στα 25 χρόνια από το θάνατο του Ντίτσγκεν, και σχολιάζει: «Αυτή ακριβώς είναι η υλιστική θεωρία της αντανάκλασης στη γνώση του ανθρώπου της αιώνιας κινούμενης και μεταβαλλόμενης ύλης, θεωρία που προκαλεί το μίσος και τη φρίκη, τη συκοφαντία και τη διαστρέβλωση από μέρους κάθε επίσημης καθηγητικής φιλοσοφίας. Και με τι δυνατό πάθος αληθινού επαναστάτη μαστίγωνε και στιγμάτιζε ο Γιόζεφ Ντίτσγκεν τους “διπλωματούχους λακέδες της παπαδοκρατίας” καθηγητές-ιδεαλιστές, τους ρεαλιστές κτλ!..». –(Θ.Θ.)