Καθώς ανοίγονται και μελετώνται τα παλιά σοβιετικά αρχεία, περισσότερο υλικό γίνεται διαθέσιμο για το τι ακριβώς συνέβη στη Ρωσία αμέσως μετά την επανάσταση. Πολλοί μύθοι έχουν δημιουργηθεί για γεγονότα όπως την «εξέγερση» της Κρονστάνδης, τις εξεγέρσεις των αγροτών, τους αναρχικούς κ.λπ. Το νέο υλικό επιβεβαιώνει αυτό που ο Λένιν και ο Τρότσκι εξηγούσαν γι’ αυτά τα γεγονότα. Παρά τις προσπάθειες συκοφαντίας των μπολσεβίκων, η αλήθεια είναι πάντα συγκεκριμένη.
Όταν έλαβε χώρα η Οκτωβριανή Επανάσταση, το 1917, η Ρωσία ήταν μια υπανάπτυκτη και αγροτική χώρα, με τους αγρότες να αποτελούν το 86% του πληθυσμού. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του Φεβρουαρίου του 1917 αυτή η αγροτιά, για πρώτη φορά στη Ρωσική Ιστορία, συμμετείχε ενεργά στην πολιτική αρένα, κυρίως ως αντιπρόσωποι των στρατιωτών στα σοβιέτ.
Φυσικά, δεν πρέπει να αγνοούμε τις μεγάλες εξεγέρσεις των αγροτών του 17ου και του 18ου αιώνα, ούτε τις εξεγέρσεις του 1905. Ωστόσο, μόνο κατά τη διάρκεια των επαναστάσεων του 1917 η ρωσική αγροτιά κατάφερε τελικά να εξασφαλίσει σταθερούς, ανεξάρτητους φορείς εκπροσώπησης.
Παρ’ όλα αυτά, η Επανάσταση του Φεβρουαρίου, η οποία πέρασε υπό την ηγεσία της αστικής τάξης, μέσω των δεξιών σοσιαλιστών, δεν έλυσε τα προβλήματα της αγροτιάς. Η πιο έντονη αποτυχία της Προσωρινής Κυβέρνησης σε αυτόν τον τομέα ήταν η πλήρης αδυναμία της να λύσει το πιο σημαντικό ζήτημα για τη ρωσική αγροτιά: το ζήτημα της γης. Οι αγρότες απάντησαν στις καθυστερήσεις και τις προδοσίες της κυβέρνησης με αυθόρμητες απαλλοτριώσεις γης. Μόνο η Οκτωβριανή Επανάσταση, με επικεφαλής τους μπολσεβίκους, αναγνώρισε το δικαίωμα των αγροτών να είναι κυρίαρχοι της γης στην οποία είχαν εργαστεί εκατοντάδες χρόνια.
Ο Λένιν και οι σύντροφοί του κατάλαβαν ότι τόσο η οργάνωση της εργατικής τάξης όσο και η υπεράσπιση των συμφερόντων της έπρεπε να αποτελούν θέματα ύψιστης προτεραιότητας για το Μπολσεβίκικο Κόμμα. Αλλά σε καμιά περίπτωση δεν ήταν αδιάφοροι για τις ανάγκες των αγροτών. Σε αντίθεση με τους μενσεβίκους, οι μπολσεβίκοι κατάλαβαν πλήρως τη σημασία της μαχητικότητας των αγροτών κατά την Επανάσταση του 1905, και αναγνώρισαν ότι αυτή η ενέργεια θα ήταν ένας σημαντικός παράγοντας στην επόμενη επανάσταση. Ο Λένιν και ο Τρότσκι είχαν ως στόχο την ένωση των εργατών των πόλεων με τα πιο επαναστατικά στοιχεία στα χωριά, τα οποία ήταν το αγροτικό προλεταριάτο και οι φτωχότεροι αγρότες. Στις πρώτες μέρες της Οκτωβριανής Επανάστασης, οι μπολσεβίκοι σημείωσαν μεγάλη πρόοδο προς το σκοπό αυτό με το «Διάταγμα για τη γη», το οποίο ανέλαβε τα τεράστια εδάφη που ανήκαν στους γαιοκτήμονες και τα μοίρασε στην αγροτιά. Το Αριστερό Σοσιαλεπαναστατικό Κόμμα (το οποίο διασπάστηκε από το Δεξιό Σοσιαλεπαναστατικό Κόμμα που είχε συνεργαστεί με την Προσωρινή Κυβέρνηση) εκπροσώπησε τις αγροτικές μάζες και κλήθηκε από το Μπολσεβίκικο Κόμμα να συμμετάσχει στην πρώτη σοβιετική κυβέρνηση.
Στη συνέχεια, ξεκινώντας στα μέσα του 1918, τα σκληρά χτυπήματα του εμφυλίου πολέμου οδήγησαν σε μια διάσταση μεταξύ πόλης και χωριού. Η αγροτιά κινήθηκε προς την κατεύθυνση του συντηρητισμού. Είχε κερδίσει αυτό που ήθελε από την επανάσταση και ήταν έτοιμη να υπερασπιστεί τη νέα της ιδιοκτησία, τόσο από την Αριστερά όσο και από τη Δεξιά. Τα υπανάπτυκτα ρωσικά χωριά, που το καθένα λειτουργεί στη βάση μιας αυτόνομης οικονομίας, θα μπορούσαν να επιβιώσουν χωρίς τις πόλεις. Η κυρίαρχη διάθεση μεταξύ των αγροτών ήταν ότι οι πόλεις ήταν καλές για κάποια επιλεγμένα βιομηχανικά προϊόντα, αρκεί οι τιμές να διατηρούνται χαμηλές. Από εκεί και πέρα, οι πόλεις ήταν μόνο πηγή προβλημάτων -από τη γραφειοκρατία, τη στρατολόγηση, τη φορολογία και τις κατασχέσεις σιτηρών. Αυτή η εξαιρετικά μονοδιάστατη λογική ήταν παρόμοια με εκείνη των μεταγενέστερων αγροτικών κινημάτων στον Τρίτο Κόσμο, όπως για παράδειγμα οι Ερυθροί Χμερ στην Καμπότζη.
Ωστόσο, ενώ τα αγροτικά κινήματα των τελευταίων δεκαετιών έχουν εκφραστεί μέσω μαοϊκών ή γκεβαριστικών ιδεών, η ρωσική αγροτιά κατά την περίοδο του Ρωσικού Εμφυλίου υιοθέτησε αναρχικά συνθήματα. Αλλά αυτή η διαδικασία ήταν σταδιακή. Ξεκίνησε με την υποστήριξη της αγροτιάς στο Σοσιαλεπαναστατικό Κόμμα, το οποίο ήταν το κόμμα των Ρώσων λαϊκιστών, γνωστοί και ως ναρόντνικοι. Αυτό το κόμμα ήταν μικροαστικό και αρχικά απεύθυνε έκκληση στις αγροτικές κοινότητες, υποστηρίζοντας έναν μοναδικά «Ρωσικό Σοσιαλισμό» που εστίαζε στο ρόλο της αγροτιάς -όχι της εργατικής τάξης- ως κεντρικού φορέα στην επαναστατική διαδικασία.
Το 1918, το Σοσιαλεπαναστατικό Κόμμα διασπάστηκε σε μια δεξιά και αριστερή πτέρυγα, και έτσι είχε τεράστιες απώλειες υποστήριξης. Ο ηγετικός ρόλος του κόμματος των Σοσιαλεπαναστατών πάνω στους αγρότες, αντικαταστάθηκε σταδιακά από αναρχικές ομάδες. Μερικές απ’ αυτές τις ομάδες ήταν εξαιρετικά σεχταριστικές και αντι-μπολσεβίκικες, με ένα παράδειγμα την περίφημη ομάδα Ναμπάτ. Η συγκεκριμένη ομάδα ήταν υπεύθυνη για την οργάνωση αιματηρών τρομοκρατικών ενεργειών εναντίον του Μπολσεβίκικου Κόμματος στη Μόσχα το 1919. Αργότερα, η ιδεολογία τους θα εκφραζόταν μέσω του κινήματος του Μάχνο.
Ενώ τα ρωσικά χωριά δεν είχαν ανάγκη τις πόλεις, τα ρωσικά βιομηχανικά κέντρα εξαρτιόνταν από τα γεωργικά προϊόντα των χωριών για διατροφή και επιβίωση. Η κατάρρευση των υποδομών, που ξεκίνησε το 1915, έφτασε στο αποκορύφωμά της το 1918. Πολλά κρίσιμα γεγονότα, όπως τα λοκ άουτ των αφεντικών, τα βιομηχανικά σαμποτάζ, ο εμφύλιος πόλεμος, η κατάρρευση των μεταφορών και η μαζική πείνα στις πόλεις ανάγκασαν τους μπολσεβίκους να εφαρμόσουν την πολιτική του Πολεμικού Κομμουνισμού. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό αυτής της πολιτικής ήταν η απαλλοτρίωση των πλεονασμάτων τροφίμων των χωριών, με σκοπό τη σίτιση των εργαζομένων στις πόλεις. Αυτή η πρακτική ονομάστηκε «Prodrazverstka» [«Πίστωση τροφίμων»].
Η αγροτιά δεν αποδέχτηκε με χαρά αυτό το μέτρο. Όταν οι εκπρόσωποι της σοβιετικής κυβέρνησης πήγαιναν στην ύπαιθρο για να μαζέψουν φαγητό, θεωρούνταν ληστές που έκλεβαν την περιουσία των αγροτών. Πολύ συχνά υπήρχαν περιπτώσεις, κατά τις οποίες αυτοί οι εκπρόσωποι (που ονομάζονταν «prodotriadi» [«Αποσπάσματα τροφίμων»]) δολοφονούνταν βάναυσα. Επίσης, πολλές φορές, οι κατασχέσεις αυτές προκάλεσαν αγροτικές εξεγέρσεις εναντίον των μπολσεβίκων.
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, η μικροαστική τάξη (η αγροτιά) πιέστηκε από δύο πλευρές, μεταξύ της εργατικής τάξης και των δυνάμεων της αντίδρασης. Κατά συνέπεια, σε ορισμένες περιοχές η μικροαστική αγροτιά προσπάθησε να παίξει έναν ανεξάρτητο ρόλο, προσπαθώντας να ελιχθεί μεταξύ των μπολσεβίκων και των αντεπαναστατών εχθρών τους. Η τάση για τέτοιου είδους δράσεις ήταν ιδιαιτέρως έντονη στη Σιβηρία και την Ουκρανία -και οι δύο περιοχές ήταν λιγότερο αναπτυγμένες οικονομικά και βιομηχανικά, και κατά συνέπεια είχαν μια ισχυρή και πλούσια τάξη αγροτών. Για μια περίοδο, αυτές οι δυνάμεις συμμάχησαν με τους μπολσεβίκους, καθώς ο Λευκός Στρατός υπερασπιζόταν την αποκατάσταση του παλαιού συστήματος γαιοκτημόνων, το οποίο έβρισκε σθεναρά αντίθετη τη μάζα της αγροτιάς.
Από όλα τα αγροτικά κινήματα που προσπάθησαν να «παίξουν» στο μεσαίο έδαφος, το πιο διάσημο ήταν αυτό που ηγήθηκε ο Μάχνο στην Ουκρανία από το 1918 έως το 1921. Αυτή η στρατιωτική δύναμη ήταν ένας τυπικός αγροτικός στρατός, αμετάβλητος από την παλιά δομή της μεσαιωνικής εποχής -που κατέχει και τα δυνατά και αδύνατα σημεία αυτής της δομής. Η πολιτοφυλακή του Μάχνο ξεκίνησε ως αντάρτικη δύναμη, η οποία σχηματίστηκε όταν η Γερμανία κατέλαβε την Ουκρανία το 1918. Οι αντάρτες διακρίθηκαν στη δική τους σφαίρα δράσης, αλλά δεν μπορούσαν να αντισταθούν σε μια εκτεταμένη σύγκρουση με έναν τακτικό στρατό. Ενώ αυτοί οι αντάρτες λειτουργούσαν στις περιοχές τους, μπορούσαν να περιμένουν βοήθεια από τους ντόπιους. Όμως, όταν πολεμούσαν μακριά από τα χωριά τους, επιβίωναν με ληστείες και ως αποτέλεσμα έχασαν την υποστήριξη από τους περισσότερους ανθρώπους.
Ο Μάχνο ηγήθηκε ενός κινήματος αγροτών, και έτσι δεν είχε ποτέ μια ισχυρή βάση στήριξης σε καμία από τις πόλεις. Οι περισσότεροι από τους εργάτες που ζούσαν σε περιοχές της Ουκρανίας υπό τον έλεγχο του Μάχνο τάχθηκαν είτε με τους μπολσεβίκους είτε με τους μενσεβίκους. Τα ακόλουθα παραδείγματα δείχνουν τη στάση που είχε ο Μάχνο προς την εργατική τάξη. Όταν οι εργαζόμενοι στους σιδηροδρόμους και τους τηλεγράφους από τη γραμμή Εκατερίνμπουργκ-Σινελνίκοβο εξακολουθούσαν να υποφέρουν έπειτα από μια μακρά περίοδο πείνας, υπό την κατοχή του Ντενίκιν, ζήτησαν από τον Μάχνο να τους πληρώσει για την εργασία τους. Απάντησε: «Δεν είμαστε όπως οι μπολσεβίκοι για να σας ταΐσουμε, δεν χρειαζόμαστε τους σιδηροδρόμους. Αν χρειάζεστε χρήματα, πάρτε το ψωμί από αυτούς που χρειάζονται τους σιδηροδρόμους και τους τηλεγράφους σας». Σε ένα ξεχωριστό περιστατικό, είπε στους εργαζόμενους του Μπριάνσκ: «Επειδή οι εργαζόμενοι δεν θέλουν να υποστηρίξουν το κίνημα του Μάχνο και απαιτούν αμοιβή για τις επισκευές του τεθωρακισμένου αυτοκινήτου, θα το πάρω δωρεάν και δεν θα πληρώσω τίποτα». (1) Jakovlev J. Machnovshina I Anarchizm.
Με τις συγκρούσεις μεταξύ αγροτών και γαιοκτημόνων από τη μια και συγκρούσεις μεταξύ αγροτών και εργατών από την άλλη, ο Μάχνο πιέστηκε να θεσπίσει πολιτικές που ήταν κάθε άλλο παρά «ελευθεριακές». Οι πραγματικές συνθήκες ζωής για τους αγρότες της Ουκρανίας από το 1919-1921 ήταν σκληρές και καταπιεστικές. Οι πόλεις στα εδάφη του Μάχνο δεν διοικούνταν από τους Σοβιετικούς. Αντ’ αυτού, κυβερνήθηκαν από δημάρχους που προέρχονταν από τις στρατιωτικές δυνάμεις του Μάχνο. Το κίνημα του Μάχνο ήταν έντονα συγκεντρωτικό, με την ηγεσία να αποφασίζει τα πάντα. Ο Μάχνο ίδρυσε ακόμη και έναν οργανισμό αστυνομικής ασφάλειας (!) με επικεφαλής τον Λέο Ζαντόφ (Ζινκόφσκι), έναν πρώην εργάτη-αναρχικό, ο οποίος επρόκειτο να γίνει διαβόητος για τη βαρβαρότητά του. Παρεμπιπτόντως, στις αρχές της δεκαετίας του 1920 ο Ζαντόφ επέστρεψε στην ΕΣΣΔ, προκειμένου να συμμετάσχει στην Γκε-Πε-Ου! Ανταμείφθηκε για τις υπηρεσίες του με εκτέλεση, το 1937. Στην Ουκρανία, βλέπουμε ξεκάθαρα ότι οι αναρχικοί διέπραξαν τα ίδια εγκλήματα για τα οποία κατηγόρησαν τους μπολσεβίκους.
Τον Σεπτέμβριο του 1920, ο Ιβάνοφ Β. (εκπρόσωπος του Επαναστατικού Σοβιέτ του Νότιου Μετώπου) επισκέφθηκε τον Μάχνο. Αργότερα έγραψε αυτήν την περιγραφή του στρατοπέδου του Μάχνο: «Το καθεστώς είναι βάναυσο, η πειθαρχία είναι σκληρή σαν χάλυβας, οι αντάρτες χτυπιούνται στο πρόσωπο για οποιαδήποτε μικρή παραβίαση, χωρίς εκλογές για το προσωπικό της γενικής διοίκησης, όλοι οι διοικητές έως το διοικητή του λόχου διορίζονται από τον Μάχνο και το Αναρχικό Επαναστατικό Συμβούλιο Πολέμου, το Επαναστατικό Στρατιωτικό Σοβιέτ (Revvoensovet) έγινε ένα αναντικατάστατο, ανεξέλεγκτο και μη εκλεγμένο όργανο. Κάτω από το Επαναστατικό Στρατιωτικό Συμβούλιο υπάρχει ένα ‘‘ειδικό τμήμα’’, το οποίο ασχολείται με τις απειθαρχίες κρυφά και χωρίς έλεος». (2) Jakovlev J. op. cit.
Προκειμένου να αποκτήσει προμήθειες και εξοπλισμό, ο Μάχνο μερικές φορές συμμαχούσε με τον Κόκκινο Στρατό. Ωστόσο, αρνούνταν πάντα να δεχθεί την πειθαρχία και την τάξη του Κόκκινου Στρατού. Προκειμένου να πάρουν φαγητό, οι δυνάμεις του Μάχνο λήστευαν χωριά, όχι μόνο υπό τον έλεγχό τους, αλλά και φάλαγγες του Κόκκινου Στρατού. Αυτό προκάλεσε πολλές συγκρούσεις. Τέλος, το 1921, ενέργειες όπως αυτές έπαιξαν ρόλο στην αποφασιστική διάσπαση μεταξύ του Μάχνο και του σοβιετικού κράτους. Τότε ήταν που ο Μάχνο και οι αναρχικοί του σύμβουλοι έχασαν την υποστήριξη από τους αγρότες ως αποτέλεσμα της Νέας Οικονομικής Πολιτικής των μπολσεβίκων, η οποία αντικατέστησε την prodrazverstka με ένα φόρο ψωμιού. Ύστερα από μια σύντομη περίοδο μάχης, η πολιτοφυλακή του Μάχνο συντρίφθηκε. Ο ίδιος διέφυγε στη Ρουμανία, ενώ η πλειονότητα των μαχητών του συνθηκολόγησε και έλαβε αμνηστία.
Η «εξέγερση» της Κρονστάνδης τον Μάρτη του 1921 ήταν επίσης μια έκφραση της σύγκρουσης μεταξύ του σοβιετικού κράτους και της αγροτιάς. Ήταν μία από τις πολλές παρόμοιες εξεγέρσεις κατά την περίοδο αυτή ενάντια στις σοβιετικές αρχές. Αλλά η Κρονστάνδη ξεχωρίζει ανάμεσά τους, λόγω της σημαντικής στρατηγικής της θέσης και της μυθολογίας που δημιουργήθηκε γύρω από αυτή μετά τα γεγονότα.
Στο τέλος της δεκαετίας του 1930, μια ομάδα πρώην τροτσκιστών (Βίκτορ Σερζ, Μαξ Ίστμαν, Σουβερίν κ.λπ.) επέκρινε τον Τρότσκι για τις ενέργειές του ως ηγέτη του Κόκκινου Στρατού κατά τη διάρκεια της εξέγερσης της Κρονστάνδης. Αυτοί οι πρώην τροτσκιστές υπερασπίστηκαν τα γεγονότα στην Κρονστάνδη, ως εξέγερση των εργατών και των ναυτών ενάντια στη «δικτατορία των μπολσεβίκων», και κατηγόρησαν ότι η συντριβή της εξέγερσης αποτελούσε το «πρώτο βήμα προς το σταλινισμό». Αργότερα, οι αντικομμουνιστές ιδεολόγοι και οι προπαγανδιστές θα προσαρμόσουν αυτήν την κριτική για να εξυπηρετήσουν τους σκοπούς τους.
Ο Τρότσκι απάντησε το 1938 με ένα αξιοσημείωτο άρθρο, με τίτλο «Η κατακραυγή για την Κρονστάνδη», στο οποίο ανέλυσε τη μικροαστική φύση αυτού του αποτυχημένου πραξικοπήματος. Δεν είναι απαραίτητο να επαναλάβουμε τα επιχειρήματα του Τρότσκι για να υπερασπιστούμε τις ενέργειές του, σχετικά με την εξέγερση της Κρονστάνδης, καθώς οποιοσδήποτε θέλει να μάθει την αλήθεια μπορεί να βρει αυτό το άρθρο εύκολα. Αντ’ αυτού, για τους σκοπούς αυτού του άρθρου θα ήταν πιο κατάλληλο να παρουσιάσουμε μερικές νέες πληροφορίες, από μια συλλογή εγγράφων που δημοσιεύτηκαν μόνο τα τελευταία χρόνια. Αυτά τα νέα στοιχεία από τα σοβιετικά αρχεία μάς παρέχουν την οριστική απόδειξη ότι η θέση των κριτικών του Τρότσκι βασίστηκε σε ψευδείς υποθέσεις και εσφαλμένες πληροφορίες.
Ο πρώτος μύθος για την Κρονστάνδη είναι ότι ήταν μια εξέγερση των ίδιων στρατιωτών που ήταν οι ήρωες της Επανάστασης του Οκτωβρίου. Ενώ είναι αλήθεια ότι πολλοί από τους ναύτες της Κρονστάνδης ήταν αναρχικοί το 1917, παρ’ όλα αυτά υπηρέτησαν πιστά τη σοβιετική εξουσία. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, τα στρατόπεδα εκπαίδευσης του φρουρίου παρείχαν εκλεκτά και πλήρως επαναστατικά στρατεύματα στον αγώνα για τη διατήρηση της σοβιετικής εξουσίας. Ωστόσο, καθώς όλο και περισσότεροι από τους επαναστάτες ναύτες έπρεπε να σταλούν στις πρώτες γραμμές, οι άπειροι φαντάροι άρχισαν να πλημμυρίζουν, αντικαθιστώντας τους επαναστάτες. Μέχρι το 1920, η φρουρά της Κρονστάνδης είχε γεμίσει με περισσότερους από 10.000 νεοσύλλεκτους. Αυτό αύξησε τον συνολικό αριθμό στρατιωτών και ναυτών σε 18.707. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς προέρχονταν από τη Νότια Ρωσία και την Ουκρανία, περιοχές οι οποίες επηρεάζονται έντονα από τον Μάχνο. (3) Shetinov U. A., Krondshtadsky miatez i melkoburzuaznie partii. Kandidatskaia disertazia MGU, Μόσχα, 1974, σελ. 91-98. Μόνο 5.000 απ’ αυτόν τον αριθμό συμμετείχαν στην εξέγερση.
Τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν ότι οι παλιοί επαναστάτες ναύτες ήταν μια σαφής μειονότητα έως το 1921. Είναι αξιοσημείωτο, ωστόσο, ότι οι επαναστάτες ναύτες κράτησαν για ακόμη μία φορά τολμηρή στάση. Στις 8 Μαρτίου, αρκετοί από αυτούς δημοσίευσαν ένα φυλλάδιο με τίτλο «Σταματήστε αμέσως το αντεπαναστατικό πραξικόπημα στην πόλη». (4) Krondshtadskaia tragedia 1921 goda. Dokumenti v dvuch knigach., Μόσχα, ROSPEN, 1999, σελ. 320-321. Στις 15 Μαρτίου, η Επαναστατική Επιτροπή της Κρονστάνδης διέταξε τη σύλληψη όλων των παλαιών ναυτών, καθώς αρνήθηκαν να «υπακούσουν στις εντολές». (5) Ibid, έγγρ. 423, σελ. 445. Ωστόσο, αυτή η διαταγή δεν πραγματοποιήθηκε πλήρως. Στις 24 Μαρτίου, μια ομάδα ηλικιωμένων ναυτών εμπόδισε την έκρηξη του θωρηκτού «Πετρόπαβλοφσκ», συνέλαβε αξιωματικούς και παραδόθηκε στις πλησιέστερες σοβιετικές δυνάμεις. (6) Ibid, doc 480, σελ. 494-496.
Ο άλλος μύθος για την Κρονστάνδη είναι ότι οι ηγέτες του πραξικοπήματος είχαν ένα επαναστατικό κίνητρο. Μερικοί συγγραφείς έγραψαν ακόμη και ότι οι στασιαστές πέθαναν με το σύνθημα «Ζήτω ο κομμουνισμός» στα χείλη τους! Αλλά αυτό είναι ψέμα. Τα πραγματικά γεγονότα διαλύουν αυτόν το μύθο. Ο στρατηγός Ελβενγκέρν, μέλος μιας αντεπαναστατικής οργάνωσης με επικεφαλής τον Μπόρις Σαβίνικοφ, αποκάλυψε τον ηγετικό του ρόλο στην εξέγερση με μια έκθεση για τα γεγονότα στην Πετρούπολη-Κρονστάνδη, η οποία γράφτηκε τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1921.
Αυτή η έκθεση γράφτηκε ενώ ήταν στο Παρίσι: «… από τακτικής άποψης, [οι στασιαστές] δήλωσαν φανατικοί υποστηρικτές της σοβιετικής εξουσίας και είπαν ότι αντιτίθενται μόνο στη δικτατορία του Κομμουνιστικού Κόμματος, με την ελπίδα ότι με μια τέτοια πλατφόρμα, θα ήταν δύσκολο για τους κομμουνιστές να κινητοποιήσουν σοβιετικούς υπερασπιστές, σοβιετικές μονάδες για να τους συντρίψουν». (7) Όμοια, τόμ. 2, έγγρ. 535, σελ. 61. Το ίδιο γράφτηκε από τον δόκιμο Γκ. Ζέιντλερ, σε ιδιωτική επιστολή. (8) Όμοια, σελ. 322-323. Ο Πάβελ Μιλούκοφ, πιθανόν ο καλύτερος Ρώσος φιλελεύθερος νους της εποχής του και ο ηγέτης του Κόμματος των Συνταγματικών Δημοκρατών (οι περίφημοι καντέτοι), συνόψισε αυτές τις εκθέσεις σε μια εφημερίδα του Παρισιού, δηλώνοντας: «Η σοβιετική εξουσία, χωρίς μπολσεβίκους, θα είναι προσωρινή».
Τι γίνεται όμως με τους απλώς συμμετέχοντες στην εξέγερση της Κρονστάνδης; Ήταν αυτοί οι ναύτες πραγματικά έτοιμοι να πεθάνουν για «κομμουνισμό χωρίς μπολσεβίκους»; Ο ναύτης Ντμίτρι Ούριν έγραψε στις 5 Μαρτίου, σε μια επιστολή προς τον πατέρα του, στην επαρχία Χερσόν της Ουκρανίας: «Διαλύσαμε την κομμούνα, δεν έχουμε πλέον κομμούνα, τώρα έχουμε μόνο σοβιετική εξουσία. Εμείς στην Κρονστάνδη γράψαμε ένα ψήφισμα για να στείλουμε όλους τους Εβραίους στην Παλαιστίνη, για να μην έχουμε στη Ρωσία τέτοια βρομιά, όλοι οι ναύτες φώναξαν: ‘‘Εβραίοι, έξω’’… ». (9) Όμοια, τόμ. 1, έγγρ. 58, σελ. 119. Αν κάποιος είχε αμφιβολίες σχετικά με το «πραγματικά επαναστατικό» περιεχόμενο αυτής της επιστολής, αυτή η φράση είναι αρκετή για να το διαλύσει. Είναι τόσο ξεκάθαρο που δεν χρειάζεται κανένα περαιτέρω σχόλιο.
Από την αρχή της εξέγερσης, οι κομμουνιστές υπέστησαν καταστολή. Στις 3 Μαρτίου, συνελήφθησαν 170 κομμουνιστές. (10) Όμοια, τόμ. 1, σελ. 15. Στη συνέχεια, στις 15 Μαρτίου, συνελήφθησαν πολλοί παλαιοί επαναστάτες ναύτες. (11) Όμοια, τόμ. 2, έγγρ. 423, σελ. 445. Αλλά δεν ήταν μόνο οι κομμουνιστές που καταπιέστηκαν. Ένα 17χρονο αγόρι στάλθηκε στη φυλακή επειδή είχε ρωτήσει γιατί τα μέλη της Επαναστατικής Επιτροπής είχαν καλύτερο φαγητό και μεγαλύτερες μερίδες από τους απλούς εργαζόμενους. (12) Όμοια, τόμ. 2, σ. 632.
Όπως είπε ο Τρότσκι, η λεγόμενη «Εξέγερση της Κρονστάνδης» δεν ήταν το πρώτο μικροαστικό αντι-μπολσεβίκικο κίνημα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Ήταν παρόμοιο με άλλα κινήματα με συνθήματα όπως «Σοβιέτ χωρίς μπολσεβίκους». Υπήρχαν παρόμοια κινήματα σε ορισμένα εργοστάσια στα Ουράλια, καθώς και στο στρατό των Κοζάκων. Από όλη αυτή την εμπειρία, μπορούμε να δούμε ότι κάτω από τις συνθήκες του ταξικού πολέμου -με επανάσταση στη μια πλευρά και αντεπανάσταση στην άλλη- αυτά τα συνθήματα οδηγούν αναπόφευκτα και αναγκαστικά στο στρατόπεδο της μεσαιωνικής αντίδρασης. Καμία επανάσταση δεν μπορεί να πετύχει χωρίς ένα επαναστατικό κόμμα. Οι απλοί Ρώσοι εργάτες και στρατιώτες το κατάλαβαν αυτό πολύ καλύτερα πριν από 80 χρόνια από ό,τι πολλοί άνθρωποι στην «Αριστερά» στις μέρες μας.
Πολλά απλά μέλη των αναρχικών, των μενσεβίκων, των σοσιαλεπαναστατών και άλλων παρόμοιων κομμάτων συμμετείχαν στα σοβιέτ μαζί με τους μπολσεβίκους -όχι «χωρίς» αυτούς. Υπήρξε μια τεράστια διαφορά μεταξύ των απλών μελών αυτών των κομμάτων και των ηγετών τους. Η ηγεσία τους αρνήθηκε να κάνει συμβιβασμούς και παρέμεινε εντελώς αντι-μπολσεβίκικη. Στις αρχές του 1920, οι Αρχές σε ορισμένες εβραϊκές περιοχές της Ουκρανίας στρατολογήθηκαν μεταξύ των μελών του Μπουντ (μια εβραϊκή πτέρυγα του παλαιού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος). Πολλοί αναρχικοί έλαβαν μέρος στην επανάσταση, καθώς και στον Εμφύλιο Πόλεμο, αγωνιζόμενοι με τους μπολσεβίκους, συνεργαζόμενοι με τη σοβιετική εξουσία μέχρι την άνοδο του σταλινισμού. Αυτοί οι οξυδερκείς επαναστάτες ονομάζονται προδότες από μερικούς από τους σημερινούς αναρχικούς. Αλλά τα επόμενα χρόνια, περισσότερες πληροφορίες από τα σοβιετικά αρχεία και νέα έγγραφα που περιγράφουν τον αγώνα του ρωσικού προλεταριάτου θα συνεχίσουν να διαλύουν όλο και περισσότερες από τις παλιές συκοφαντίες. Η πραγματική κληρονομιά της Οκτωβριανής Επανάστασης θα είναι ξεκάθαρη σε όλους.
Α. Κράμερ – 19 Ιουλίου 2005
Μετάφραση από την ιστοσελίδα www.marxist.com: Μάριος Καλομενόπουλος.