Το ζήτημα της σχέσης του κράτους προς την κοινωνική επανάσταση και της Κοινωνικής επανάστασης προς το κράτος, καθώς και το ζήτημα της επανάστασης γενικά, πολύ λίγο απασχόλησε τους γνωστότερους θεωρητικούς της Δευτέρας Διεθνούς (1889-1914). Το χαρακτηριστικότερο όμως γεγονός στην εξέλιξη αυτή της βαθμιαίας ανάπτυξης του οπορτουνισμού, που έφερε την χρεοκοπία της Δευτέρας Διεθνούς στα 1914, είναι ότι και όταν ακόμη τυχαία έφθασαν σ’ αυτό το ζήτημα κατέβαλαν όλες τους τις προσπάθειες για να το αποφύγουν η μάλλον το περνούσαν απαρατήρητο.
Μπορούμε γενικά να πούμε ότι η αποφυγή του ζητήματος αυτού, της σχέσης της προλεταριακής επανάστασης προς το Κράτος, πράγμα που ήταν εξαιρετικά συμφέρον για τους οπορτουνιστές, ανέπτυξε τον οπορτουνισμό και παραμόρφωσε τον Μαρξισμό, έως τον τελειωτικό εξευτελισμό του.
Για να χαρακτηρίσουμε μόνο με λίγα λόγια την αξιοθρήνητη αυτή εξέλιξη, ας πάρουμε τους πιο γνωστούς θεωρητικούς του Μαρξισμού, τον Πλεχάνωφ και τον Κάουτσκι.
Πολεμική του Πλεχάνωφ στους Αναρχικούς
Ο Πλεχάνωφ αφιέρωσε ένα ειδικό βιβλιαράκι για το ζήτημα της σχέσης του Σοσιαλισμού προς τον Αναρχισμό, με τον τίτλο «Αναρχισμός και Σοσιαλισμός» που τυπώθηκε στα Γερμανικά στα 1894. Προσπάθησε κάπως να μιλήσει γι’ αυτό το ζήτημα χωρίς να θίξει το ζωτικότερο, το επίμαχο σημείο, το ουσιαστικό πολιτικά σημείο στην πάλη προς τους αναρχικούς: την σχέση της Επανάστασης προς το Κράτος και το ζήτημα του Κράτους εν γένει.
Το βιβλιαράκι του πρέπει να χωρισθεί σε δύο μέρη: το ένα, ιστορικό-φιλολογικό, που περιέχει αξιόλογη ύλη για την ιστορία των ιδεών του Στίρνερ, του Προυντόν και άλλων, το δεύτερο, αμαθές και σοφιστικό, περιέχει μια χονδροειδή επανάληψη της άποψης ότι «ένας αναρχικός δεν μπορεί να διακριθεί από έναν κακούργο», είναι γεμάτο από διασκεδαστικούς συνδυασμούς συλλογισμών και είναι πολύ χαρακτηριστικό για όλη τη δράση του Πλεχάνωφ στις παραμονές της Επανάστασης και κατά την διάρκεια της επαναστατικής περιόδου στη Ρωσία. Πράγματι από το 1908 ως το 1917, ο Πλεχάνωφ φανερώθηκε σαν ένας μισο-σχολαστικός και μισο-υποκριτής, δεμένος πολιτικά στο άρμα της πλουτοκρατίας.
Είδαμε πως ο Μαρξ και ο Ένγκελς στην πολεμική τους κατά των αναρχικών, ανέπτυξαν σαφέστατα τις απόψεις τους για την σχέση της Επανάστασης προς το Κράτος. Ο Ένγκελς, δημοσιεύοντας στα 1891 την «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα» του Μαρξ, έγραφε ότι «εμείς» – δηλαδή ο Ένγκελς και ο Μαρξ- «είμαστε τότε στην σκληρότερη φάση της πολεμικής μας προς τον Μπακούνιν και τους αναρχικούς του: μόλις δυο χρόνια είχαν περάσει τότε από το Συνέδριο της Πρώτης Διεθνούς στη Χάγη».
Οι αναρχικοί είχαν προσπαθήσει να εμφανίσουν την Παρισινή Κομμούνα ως «δική τους», ως επικύρωση των διδασκαλιών τους, δείχνοντας έτσι ότι δεν κατάλαβαν καθόλου τα διδάγματα της Κομμούνας και την ανάλυση των διδαγμάτων της από τον Μαρξ.
Ο αναρχισμός δεν έδωσε καμιά σωστή λύση στα συγκεκριμένα πολιτικά προβλήματα: μπορούμε να συντρίψουμε την παλιά Κρατική μηχανή και τι θα βάλουμε στη θέση της;
Να μιλάει όμως κανείς για Αναρχισμό και Σοσιαλισμό αφήνοντας έξω ολόκληρο το ζήτημα του Κράτους και παραβλέποντας όλη την εξέλιξη του Μαρξισμού πριν και μετά την Κομμούνα- αυτό σήμαινε μια αναπόφευκτη πτώση στον οπορτουνισμό. Γιατί αυτό ακριβώς θέλει ο οπορτουνισμός να αφήσει κατά μέρος αυτά τα ζητήματα. Αυτό και μόνο αποτελεί μια μεγάλη νίκη του οπορτουνισμού.
Πολεμική του Κάουτσκι στους οπορτουνιστές
Χωρίς αμφιβολία ένας ασύγκριτα μεγαλύτερος αριθμός έργων του Κάουτσκι είναι μεταφρασμένα στα Ρωσικά παρά σε κάθε άλλη γλώσσα. Και έχουν κάποιο δίκιο οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες όταν λένε χάριν αστειότητας, ότι ο Κάουτσκι διαβάζεται περισσότερο στη Ρωσία παρά στη Γερμανία – και πρέπει να πούμε, σε παρένθεση, ότι υπάρχει μια βαθύτερη ιστορική σημασία στην αστειότητα αυτή, παρ’ όσο πιστεύεται συνήθως.
Γιατί στα 1905 οι Ρώσοι εργάτες εκδήλωσαν μια εξαιρετικά ζωηρή, μια πρωτοφανή ζήτηση των καλύτερων έργων της καλύτερης σοσιαλδημοκρατικής φιλολογίας του κόσμου και οι μεταφράσεις και εκδόσεις των έργων αυτών εκδίδονταν σε απίστευτο αριθμό, παρά στις άλλες χώρες. Έτσι λοιπόν, η τεράστια πείρα της γειτονικής πιο προοδευμένης χώρας, μεταφυτεύτηκε στο εντελώς παρθένο έδαφος τού προλεταριακού μας κινήματος.
Ο Κάουτσκι εκτός της εκλαΐκευσης που έκαμε στον Μαρξισμό, είναι ιδιαίτερα γνωστότατος στη χώρα μας με τις συζητήσεις του προς τους οπορτουνιστές που έχουν επικεφαλής τους τον Μπερνστάιν. Ένα γεγονός όμως σχεδόν άγνωστο, πού μολαταύτα δεν πρέπει να το παραβλέψουμε, αν θέλουμε να ερευνήσουμε πως ο Κάουτσκι εξέπεσε σε τέτοιο σημείο σύγχυσης, ώστε να γίνει δικηγόρος του Σοσιαλσωβινισμού, στην εποχή της μεγαλύτερης κρίσης, στα 1914-15. Το γεγονός αυτό είναι ότι, πριν «εκστρατεύσει» εναντίον των κυριότερων αντιπροσώπων τον οπορτουνισμού στη Γαλλία (Μιλλεράν, Ζωρές) και στη Γερμανία (Μπερνστάιν), ο Κάουτσκι, είχε δείξει πολύ μεγάλους δισταγμούς.
Η Ρωσική μαρξιστική εφημερίδα «Η Αυγή» πού εκδιδόταν στη Στουτγάρδη στα 1901-2, υποστηρίζοντας την επαναστατική προλεταριακή τακτική, αποκάλυψε τον Κάουτσκι χαρακτηρίζοντας την πρόταση του στο Διεθνές Σοσιαλιστικό Συνέδριο των Παρισίων στα 1900, ως «ελαστική», εξαιτίας της ακαθόριστης, μετριοπαθούς και συμβιβαστικής στάσης του έναντι των οπορτουνιστών. Στα Γερμανικά είχαν δημοσιευθεί επιστολές τού Κάουτσκι που μαρτυρούσαν την ίδια διστακτικότητα πριν ταχθεί εναντίον του Μπερνστάιν. Ασύγκριτα όμως μεγαλύτερη σημασία έχει το γεγονός ότι στις συζητήσεις του αυτές με τους οπορτουνιστές, στην διατύπωση του ζητήματος απ’ αυτόν και στην μέθοδο με την οποία το εξετάζει, μπορούμε να παρατηρήσουμε, τώρα που ερευνούμε την Ιστορία της τελευταίας προδοσίας του κατά του μαρξισμού, τον συστηματικό προσανατολισμό του προς τον οπορτουνισμό και προπάντων, στο ζήτημα αυτό του Κράτους.
Ας πάρουμε το πρώτο μεγάλο έργο του Κάουτσκι κατά του οπορτουνισμού: «Ο Μπερνστάιν και το Σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα». Ο Κάουτσκι αντικρούει τον Μπερνστάιν λεπτομερώς, το χαρακτηριστικό όμως σημείο είναι το εξής:
Ο Μπερνστάιν στο διαβόητο βιβλίο του, Σοσιαλιστικά Θεμέλια, κατηγορεί τον μαρξισμό για «Μπλανκισμό», κατηγορία που από τότε επαναλαμβάνεται χιλιάδες φορές από τους οπορτουνιστές και τους φιλελευθέρους της Ρωσίας κατά των αντιπροσώπων του επαναστατικού μαρξισμού των Μπολσεβίκων. Στο σημείο αυτό ο Μπερνστάιν επιμένει κυρίως στο έργο του Μαρξ «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία», και προσπαθεί όπως είδαμε, εντελώς ανεπιτυχώς να συνταυτίσει την άποψη του Μαρξ για τα διδάγματα της Κομμούνας με την άποψη του Προυντόν. Επίσης δίνει ξεχωριστή σημασία στο συμπέρασμα του Μαρξ που τονίζεται από τον ίδιον στον πρόλογο του Κομμουνιστικού Μανιφέστου στα 1872, ότι δηλαδή «η εργατική τάξη δεν μπορεί άπλα να πάρει στα χέρια της την έτοιμη κρατική μηχανή και να την χρησιμοποιήσει για τους δικούς της σκοπούς». Η έκφραση αυτή άρεσε τόσο πολύ στον Μπερνστάιν, ώστε την επαναλαμβάνει τουλάχιστον τρεις φορές μέσα στο βιβλίο του – εξηγώντας την με την πιο διαστρεβλωμένη οπορτουνιστική έννοια. Είδαμε πώς ο Μαρξ εννοεί, ότι η εργατική τάξη πρέπει να συντρίψει, να σπάσει, να ανατινάξει (sprengen, εκρηγνύω είναι η έκφραση που χρησιμοποιεί ο Ένγκελς) ολόκληρη την κρατική μηχανή, ενώ κατά τον Μπερνστάιν, φαίνεται ότι ο Μαρξ με τα λόγια αυτά συμβούλευε την εργατική τάξη ενάντια του υπερβολικού επαναστατικού ζήλου κατά την κατάληψη της εξουσίας
Δεν μπορεί κανείς να φαντασθεί πιο χυδαία και αναιδή διαστροφή των ιδεών του Μαρξ. Τι κάνει όμως ο Κάουτσκι στην λεπτομερή του καταπολέμηση του Μπερνσταϊνισμου;
Αποφεύγει την εξέταση ολόκληρης της έκτασης της διαστροφής του Μαρξισμού σ’ αυτό το σημείο. Αναφέρει το ανωτέρω απόσπασμα από τον πρόλογο του Ένγκελς στο βιβλίο του Μαρξ «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία», λέγοντας ότι, κατά τον Μαρξ, η εργατική τάξη δεν μπορεί άπλα να κατακτήσει την έτοιμη κρατική μηχανή, αλλά, εν γένει, μπορεί να την κατακτήσει και αυτό είναι όλο… Για το γεγονός ότι ο Μπερνστάιν απέδωσε στον Μαρξ ακριβώς τις αντίθετες από τις πραγματικές του απόψεις, και ότι το πραγματικό έργο της προλεταριακής επανάστασης, όπως το καθόρισε ο Μαρξ από τα 1852, ήταν η συντριβή της κρατικής μηχανής- ούτε μια λέξη δεν βρίσκεται για όλα αυτά στο έργο του Κάουτσκι. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η κυριότερη διάκριση μεταξύ Μαρξισμού και Οπορτουνισμού στο ζήτημα της προλεταριακής επανάστασης αποσιωπήθηκε !
«Την λύση του προβλήματος της προλεταριακής δικτατορίας», έγραφε ο Κάουτσκι «εν αντιθέσει» προς τον Μπερνστάιν, «μπορούμε να την αφήσουμε για το μέλλον».
Αυτό δεν είναι μια πολεμική κατά του Μπερνστάιν, αλλά μάλλον μια παραχώρηση προς αυτόν, μια υποστήριξη της θέσης του οπορτουνισμού: γιατί σήμερα οι οπορτουνιστές δεν ζητούν άλλο καλύτερο παρά «απλά να αφήσουν για το μέλλον» όλα τα θεμελιώδη προβλήματα της προλεταριακής επανάστασης.
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς, από τα 1852 έως τα 1891 επί σαράντα χρόνια δίδαξαν το προλεταριάτο ότι πρέπει να συντρίψει την κρατική μηχανή, αλλά ο Κάουτσκι, στα 1899, αντιμετωπίζοντας στο σημείο αυτό την μεγαλύτερη διαστροφή του μαρξισμού από τους οπορτουνιστές, μεταστρέφει δόλια το ζήτημα των συγκεκριμένων μορφών της καταστροφής της κρατικής μηχανής, στο γενικότερο ζήτημα περί της ανάγκης της καταστροφής της, και έτσι σώζει τον εαυτό του πίσω από το πρόσχημα της «αναμφισβήτητου» -και στείρας- αλήθειας, ότι οι συγκεκριμένες μορφές δεν μπορούν να είναι γνωστές από πριν….
Μεταξύ του Μαρξ και του Κάουτσκι, μεταξύ της στάσης του καθενός σε σχέση με το πρόβλημα που τίθεται μπροστά στο προλεταριακό κόμμα, πώς δηλαδή, θα προετοιμασθεί η εργατική τάξη για την Επανάσταση, υπάρχει μια πλατιά άβυσσος.