Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΘεωρία - ΙστορίαΒ.Ι. Λένιν: Ο «Αριστερισμός» – Σύνοψη των βασικών ιδεών, μέρος 1ο

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Β.Ι. Λένιν: Ο «Αριστερισμός» – Σύνοψη των βασικών ιδεών, μέρος 1ο

Συνεχίζοντας το αφιέρωμα για τα 100 χρόνια από το θάνατο του Λένιν, δημοσιεύουμε το πρώτο από τα δύο μέρη μιας περίληψης του βιβλίου του «Ο Αριστερισμός», από το ένθετο «Κομμουνισμός» του τεύχους 117 της «Κομμουνιστικής Επανάστασης»

Συνεχίζοντας το αφιέρωμά μας στο έργο του Λένιν με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τον θάνατό του, δημοσιεύουμε μια περίληψη του σημαντικού βιβλίου του με τίτλο «Ο Αριστερισμός – παιδική αρρώστια του κομμουνισμού». Το βιβλίο γράφτηκε τον Απρίλιο του 1920 για το 2ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Πετρούπολη και Μόσχα, 19 Ιουλίου έως 7 Αυγούστου 1920).

Ο σκοπός για τον οποίο γράφτηκε ο «Αριστερισμός» ήταν ο σωστός πολιτικός προσανατολισμός των νεαρών και άπειρων δυνάμεων του διεθνούς κομμουνισμού και η αφομοίωση από αυτές των αληθινών πολιτικών, τακτικών και μεθόδων που χρησιμοποίησε το Μπολσεβίκικο Κόμμα για να οδηγήσει την εργατική τάξη στην κατάκτηση της εξουσίας στην Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917.

Ο Λένιν απαντάει στις ιδέες και τις πολιτικές μιας αριστερίστικης-σεχταριστικής τάσης που αναπτυσσόταν εκείνη την περίοδο σε αρκετά και σημαντικά κόμματα-τμήματα της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Βασική αιτία γι΄ αυτή την τάση ήταν μια διάθεση ανυπομονησίας στις γραμμές της κομμουνιστικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης που ωθούσε αρκετούς αγωνιστές σε μια σχηματική προσέγγιση των αναγκαίων επαναστατικών πολιτικών, τακτικών και συνθημάτων, στο όνομα μιας στρεβλά κατανοημένης «επαναστατικής καθαρότητας» και «αδιαλλαξίας». Αυτή η διάθεση έτεινε να σταθεί εμπόδιο στο θεμελιώδες καθήκον των κομμουνιστικών κομμάτων, δηλαδή την κατάκτηση της υποστήριξης των εργατικών μαζών.

Σήμερα, πάνω από ένα αιώνα μετά τη δημοσίευση αυτού του βιβλίου, η βαθιά ριζωμένη στο κομμουνιστικό κίνημα τάση για όλων των ειδών τα αριστερίστικα και σεχταριστικά λάθη, το καθιστά απόλυτα επίκαιρο. Η ακόλουθη περίληψη ελπίζουμε να φέρει νέους κομμουνιστές αγωνιστές σε επαφή με τις βασικότερες ιδέες που περιέχονται σε αυτό το διαχρονικό βιβλίο του Λένιν, ως ένα πρώτο βήμα για να το μελετήσουν.

Σύνοψη-περίληψη: Σταμάτης Καραγιαννόπουλος

Πηγές:
1) Η αγγλική μετάφραση του βιβλίου όπως δημοσιεύεται στο Marxist Internet Archive (MIA), παρμένη από το Lenin Collected Works, Volume 31, pp. 17–118.
2) Η ελληνική έκδοση του βιβλίου από την «Σύγχρονη Εποχή», 1986. Όπου υπάρχουν έντονα γράμματα είναι από επιλογή του συγγραφέα.

Ο μπολσεβικισμός εμφανίστηκε το 1903 πάνω στην πιο στερεή βάση, πάνω στη βάση της θεωρίας του μαρξισμού και είχε μια πρακτική ιστορία δεκαπέντε χρόνων (1903-1917), που ως προς τον πλούτο της πείρας δεν υπάρχει όμοιά της στον κόσμο. Γιατί καμιά χώρα σ’ αυτά τα δεκαπέντε χρόνια δεν έζησε έστω και κατά προσέγγιση τόσο πολλά με την έννοια της επαναστατικής πείρας, της ταχύτητας και της ποικιλίας στις εναλλαγές των διάφορων μορφών του κινήματος, κινήματος νόμιμου και παράνομου, ειρηνικού και θυελλώδους, κρυφού και ανοιχτού, κινήματος στενών ομίλων και κινήματος μαζικού, κοινοβουλευτικού και τρομοκρατικού.

ΣΤΗΝ ΠΑΛΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΕ ΠΟΙΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΑΝΑΠΤΥΧΘΗΚΕ, ΔΥΝΑΜΩΣΕ ΚΑΙ ΑΤΣΑΛΩΘΗΚΕ Ο ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΙΣΜΟΣ;

Πρώτα και κύρια στην πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό, που το 1914 εξελίχθηκε οριστικά σε σοσιαλσοβινισμό και πέρασε με το μέρος της αστικής τάξης ενάντια στο προλεταριάτο. Αυτός ήταν, φυσικά, ο κυριότερος εχθρός του μπολσεβικισμού μέσα στο εργατικό κίνημα.

Όμως, στο εξωτερικό δεν ξέρουν ακόμη καλά ότι ο μπολσεβικισμός μεγάλωσε, διαμορφώθηκε και ατσαλώθηκε μέσα σ’ έναν μακρόχρονο αγώνα ενάντια στη μικροαστική επαναστατικότητα.

Σε δύο περιπτώσεις η πάλη του μπολσεβικισμού ενάντια στις παρεκκλίσεις «προς τ’ αριστερά» μέσα στο ίδιο του το Κόμμα πήρε εξαιρετικά μεγάλες διαστάσεις: το 1908 για το ζήτημα της συμμετοχής μας στο αντιδραστικότατο «κοινοβούλιο» και στους νόμιμους εργατικούς συλλόγους που λειτουργούσαν με βάση αντιδραστικότατους νόμους, και το 1918 [ειρήνη του Μπρεστ Λιτόφσκ («Κ.Ε.»: Η επώδυνη συμφωνία που αναγκάστηκε να υπογράψει στις 3/3/1918 η νέα Σοβιετική κυβέρνηση με την Γερμανία για να τερματιστεί ο πόλεμος και να σταθεροποιηθεί η νέα εργατική εξουσία)] για το ζήτημα του αν επιτρέπεται ο ένας ή ο άλλος «συμβιβασμός».

Το 1908 οι «αριστεροί» μπολσεβίκοι διαγράφηκαν από το Κόμμα μας γιατί αρνούνταν επίμονα να καταλάβουν την ανάγκη της συμμετοχής στο αντιδραστικότατο «κοινοβούλιο». Οι «αριστεροί» – από τους οποίους πολλοί ήταν θαυμάσιοι επαναστάτες, που αργότερα ήταν (και εξακολουθούν να είναι) άξια μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος – στηρίζονταν ιδιαίτερα στο επιτυχημένο πείραμα της αποχής του 1905. Όταν, τον Αύγουστο του 1905, ο τσάρος ανήγγειλε τη σύγκληση συμβουλευτικού «κοινοβουλίου», οι μπολσεβίκοι κήρυξαν αποχή – αντίθετα απ’ όλα τα αντιπολιτευτικά κόμματα και τους μενσεβίκους – και η επανάσταση του Οχτώβρη του 1905 το σάρωσε πραγματικά. Τότε η αποχή αποδείχτηκε σωστή, όχι γιατί είναι γενικά σωστή η μη συμμετοχή στα αντιδραστικά κοινοβούλια, αλλά γιατί είχε εκτιμηθεί σωστά η αντικειμενική κατάσταση, που οδηγούσε στη γρήγορη μετατροπή των μαζικών απεργιών σε πολιτική, έπειτα σε επαναστατική απεργία και μετά σε εξέγερση.

Η μπολσεβίκικη αποχή από το «κοινοβούλιο» το 1905 πλούτισε το επαναστατικό προλεταριάτο με εξαιρετικά πολύτιμη πολιτική πείρα, δείχνοντας ότι στο συνδυασμό των νόμιμων και των παράνομων, των κοινοβουλευτικών και των εξωκοινοβουλευτικών μορφών πάλης είναι κάποτε ωφέλιμο ακόμη και επιβεβλημένο να ξέρεις να παραιτείσαι από τις κοινοβουλευτικές μορφές. Μα η τυφλή, μηχανική και όχι κριτική μεταφορά της πείρας αυτής σε άλλες συνθήκες, σε άλλη κατάσταση, είναι πολύ μεγάλο λάθος.

Λάθος, αν και όχι μεγάλο, και που διορθώθηκε εύκολα, ήταν η αποχή των μπολσεβίκων από τις εκλογές για τη «Δούμα» το 1906. Πολύ σοβαρό λάθος και δυσκολοδιόρθωτο ήταν η αποχή το 1907, το 1908 και τα επόμενα χρόνια, όταν, από το ένα μέρος, δεν μπορούσαμε να περιμένουμε μια πολύ γρήγορη άνοδο του επαναστατικού κύματος και πέρασμά του σε εξέγερση και όταν, από το άλλο μέρος, η ανάγκη του συνδυασμού της νόμιμης και της παράνομης δουλιάς πήγαζε απ’ όλη την ιστορική κατάσταση της ανακαινιζόμενης αστικής μοναρχίας.

Τώρα, όταν ρίχνεις τη ματιά σου πίσω και βλέπεις την εντελώς τερματισμένη ιστορική περίοδο, που η σύνδεσή της με τις επόμενες περιόδους έχει πια φανεί πέρα για πέρα – γίνεται πεντακάθαρο ότι οι μπολσεβίκοι δεν θα μπορούσαν να κρατήσουν (δεν λέω πια: να εδραιώσουν, να αναπτύξουν και να ενισχύσουν) το σταθερό πυρήνα του επαναστατικού κόμματος του προλεταριάτου στα χρόνια 1908-1914, αν δεν είχαν υπερασπίσει μέσα στην πιο σκληρή πάλη την ανάγκη του υποχρεωτικού συνδυασμού των νόμιμων με τις παράνομες μορφές πάλης, με την υποχρεωτική συμμετοχή στο αντιδραστικότατο κοινοβούλιο και σε μια σειρά αλλά ιδρύματα (ασφαλιστικά ταμεία κτλ.) που θεσπίζονταν από αντιδραστικούς νόμους.

Το 1918 τα πράγματα δεν έφτασαν ως τη διάσπαση («Κ.Ε.»: γύρω από τη Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ). Οι «αριστεροί» κομμουνιστές σχημάτισαν τότε μονάχα μιαν ιδιαίτερη «φράξια» μέσα στο Κόμμα μας, κι αυτό όχι για πολύ καιρό. Τον ίδιο χρόνο, το 1918, οι πιο επιφανείς εκπρόσωποι του «αριστερού κομμουνισμού», λ.χ. οι σύντροφοι Ράντεκ και Μπουχάριν, αναγνώρισαν ανοιχτά το λάθος τους. Είχαν τη γνώμη ότι η ειρήνη του Μπρεστ ήταν ένας συμβιβασμός με τους ιμπεριαλιστές, απαράδεκτος από άποψη άρχων και επιζήμιος για το Κόμμα του επαναστατικού προλεταριάτου.

Ήταν πραγματικά ένας συμβιβασμός με τους ιμπεριαλιστές, μα ακριβώς τέτοιος και σε τέτοιες περιστάσεις, που ήταν υποχρεωτικός. Φανταστείτε πως το αυτοκίνητο σας το σταμάτησαν οπλισμένοι ληστές. Τους δίνετε τα λεφτά, το διαβατήριο, το πιστόλι, το αυτοκίνητό σας. Έτσι γλιτώνετε από την ευχάριστη συντροφιά με τους ληστές. Εδώ υπάρχει αναμφισβήτητα συμβιβασμός. Είναι όμως δύσκολο να βρει κανείς άνθρωπο που να είναι στα καλά του και να λέει πως ένας τέτοιος συμβιβασμός είναι «καταρχήν απαράδεκτος» ή να θεωρεί το πρόσωπο που έκανε ένα τέτοιο συμβιβασμό συνένοχο των ληστών. Ο συμβιβασμός μας με τους ληστές του γερμανικού ιμπεριαλισμού έμοιαζε μ’ αυτό το συμβιβασμό.

Το συμπέρασμα είναι καθαρό: το να αρνιέσαι τους συμβιβασμούς «από άποψη αρχών», το να αρνιέσαι γενικά οποιονδήποτε συμβιβασμό, αποτελεί παιδαριωδία, που είναι δύσκολο ακόμη και να την πάρει κανείς στα σοβαρά. Υπάρχουν συμβιβασμοί και συμβιβασμοί. Πρέπει να ξέρεις να αναλύεις την κατάσταση και τους συγκεκριμένους όρους κάθε συμβιβασμού η κάθε ποικιλίας συμβιβασμού.

Το Κόμμα που έκλεισε συμβιβασμό με τους Γερμανούς ιμπεριαλιστές, συμβιβασμό που τον αποτελούσε η υπογραφή της ειρήνης του Μπρεστ, είχε αποδείξει στην πράξη το διεθνισμό του από τα τέλη του 1914. Δεν φοβήθηκε να καλέσει για την ήττα της τσαρικής μοναρχίας και να στιγματίσει την «υπεράσπιση της πατρίδας» στον πόλεμο ανάμεσα σε δύο ιμπεριαλιστές ληστές. Οι βουλευτές αυτού του Κόμματος πήγαν στη Σιβηρία, αντί να ακολουθήσουν τον δρομάκο που οδηγεί στα υπουργικά χαρτοφυλάκια σε μια αστική κυβέρνηση. Η επανάσταση, που ανάτρεψε τον τσαρισμό και δημιούργησε τη ρεπουμπλικανική δημοκρατία, στάθηκε μια νέα και πολύ μεγάλη δοκιμασία γι’ αυτό το Κόμμα: το Κόμμα δεν ήλθε σε καμιά συμφωνία με τους ιμπεριαλιστές «του», αλλά προετοίμασε την ανατροπή τους και τους ανάτρεψε.

Το Κόμμα αυτό, παίρνοντας την πολιτική εξουσία, δεν άφησε πέτρα πάνω στην πέτρα και από την τσιφλικάδικη, και από την καπιταλιστική ιδιοκτησία. Το Κόμμα αυτό, αφού δημοσίευσε και κατήγγειλε τα μυστικά σύμφωνα των ιμπεριαλιστών, πρότεινε ειρήνη σε όλους τους λαούς και δεν υποτάχτηκε στη βία των ληστών του Μπρεστ παρά μόνο, όταν οι αγγλογάλλοι ιμπεριαλιστές τορπίλισαν την ειρήνη και οι μπολσεβίκοι έκαναν ό,τι ήταν ανθρώπινα δυνατό για να επιταχυνθεί η επανάσταση στη Γερμανία και στις άλλες χώρες. Η απόλυτη ορθότητα ενός τέτοιου συμβιβασμού που έκλεισε το Κόμμα αυτό σε μια τέτοια κατάσταση, γίνεται κάθε μέρα και πιο καθαρή και πιο φανερή για όλους.

ΠΡΕΠΕΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΝΑ ΔΟΥΛΕΥΟΥΝ
ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ;

Οι Γερμανοί «αριστεροί» («Κ.Ε.»: εννοεί την αριστερίστικη εσωκομματική αντιπολίτευση του ΚΚ Γερμανίας, η οποία τον Απρίλιο του 1920 ίδρυσε το «Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα Γερμανίας»)θεωρούν πως γι’ αυτούς το ζήτημα είναι λυμένο και ότι η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι κατηγορηματικά αρνητική.

Τα συνδικάτα ήταν μια γιγάντια πρόοδος της εργατικής τάξης στο αρχικό στάδιο της ανάπτυξης του καπιταλισμού, ένα πέρασμα από την κατάσταση διασποράς και αδυναμίας των εργατών στα πρώτα στοιχεία της ταξικής συνένωσης. Όταν άρχισε να αναπτύσσεται η ανώτατη μορφή ταξικής συνένωσης των προλετάριων, το επαναστατικό Κόμμα του προλεταριάτου, τα συνδικάτα άρχισαν να δείχνουν αναπόφευκτα μερικά αντιδραστικά σημάδια, κάποια συντεχνιακή στενότητα, κάποια τάση προς την άρνηση της πολιτικής, κάποιο πνεύμα ρουτίνας κ.τ.λ. Πουθενά όμως στον κόσμο η ανάπτυξη του προλεταριάτου δεν έγινε και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς παρά μόνο μέσω των συνδικάτων, με την αλληλεπίδραση των συνδικάτων και του Κόμματος της εργατικής τάξης.

Η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο είναι ένα γιγάντιο βήμα προς τα μπρος, του προλεταριάτου σαν τάξης, και το Κόμμα είναι υποχρεωμένο να διαπαιδαγωγήσει ακόμη πιο πολύ και με καινούργιο τρόπο, και όχι μόνο με τον παλιό, τα συνδικάτα κι ακόμη να τα καθοδηγεί και να μην ξεχνά παράλληλα ότι τα συνδικάτα μένουν και θα μείνουν για πολύ καιρό το απαραίτητο «σχολείο του κομμουνισμού» και το προπαρασκευαστικό σχολείο για τους προλετάριους για να πραγματοποιήσουν τη δικτατορία τους, η απαραίτητη ένωση των εργατών για να περάσει βαθμιαία η διεύθυνση όλης της οικονομίας της χώρας στα χέρια της εργατικής τάξης (και όχι σε χωριστά επαγγέλματα) και έπειτα σε όλους τους εργαζομένους.

Κάποια «αντιδραστικότητα» των συνδικάτων, με την έννοια που αναφέραμε, είναι αναπόφευκτη στις συνθήκες της δικτατορίας του προλεταριάτου. Να μην το καταλαβαίνεις αυτό σημαίνει ότι δεν καταλαβαίνεις τους βασικούς όρους του περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Να φοβάσαι αυτή την «αντιδραστικότητα», να προσπαθείς να την αποφύγεις, να την υπερπηδήσεις είναι η πιο μεγάλη ανοησία, γιατί σημαίνει πως φοβάσαι το ρόλο της προλεταριακής πρωτοπορίας, που συνίσταται στην εκπαίδευση, στη διαφώτιση, στη διαπαιδαγώγηση και στο τράβηγμα στην καινούργια ζωή των πιο καθυστερημένων στρωμάτων και μαζών της εργατικής τάξης και της αγροτιάς.

Τον αγώνα ενάντια στους οπορτουνιστές και σοσιαλσοβινιστές αρχηγούς τον διεξάγουμε για να τραβήξουμε την εργατική τάξη με το μέρος μας. Θα ήταν ανοησία να ξεχνά κανείς αυτή τη στοιχειώδη και εξόφθαλμη αλήθεια. Και ακριβώς τέτοια ανοησία κάνουν οι «αριστεροί» Γερμανοί κομμουνιστές, που από τον αντιδραστικό και αντεπαναστατικό χαρακτήρα των ηγετικών κύκλων των συνδικάτων βγάζουν το συμπέρασμα ότι… οι κομμουνιστές πρέπει να βγουν από τα συνδικάτα!! Να αρνούνται να δουλέψουν μέσα σ’ αυτά!! Να δημιουργήσουν νέες, επινοημένες μορφές εργατικής οργάνωσης!! Αυτό είναι ασυγχώρητη βλακεία, που ισοδυναμεί με την πιο μεγάλη υπηρεσία που μπορούν να προσφέρουν οι κομμουνιστές στην αστική τάξη.

Για να μπορέσεις να βοηθήσεις τις «μάζες» και να κατακτήσεις τη συμπάθειά τους, την αγάπη τους και την υποστήριξη τους δεν πρέπει να φοβάσαι τις δυσκολίες, δεν πρέπει να φοβάσαι τις στρεψοδικίες, τις τρικλοποδιές, τις προσβολές και τις καταδιώξεις απομέρους των «αρχηγών» (που, όντας οπορτουνιστές και σοσιαλσοβινιστές, συνδέονται στις περισσότερες περιπτώσεις άμεσα ή έμμεσα με την αστική τάξη και με την αστυνομία), αλλά να δουλεύεις υποχρεωτικά εκεί που είναι οι μάζες. Πρέπει να είσαι σε θέση να κάνεις κάθε θυσία, να υπερνικάς τα πιο μεγάλα εμπόδια για να διεξάγεις μια συστηματική, επίμονη, σταθερή και υπομονητική προπαγάνδα και ζύμωση μέσα σ’ εκείνους ακριβώς τους θεσμούς, τους συλλόγους και τις ενώσεις, ακόμη και στις πιο αντιδραστικές, όπου υπάρχουν προλεταριακές και μισοπρολεταριακές μάζες. Και τα συνδικάτα και οι εργατικοί συνεταιρισμοί (οι τελευταίοι τουλάχιστο ορισμένες φορές) είναι ακριβώς οργανώσεις όπου υπάρχει μάζα.

Εκατομμύρια εργάτες στην Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία περνούν για πρώτη φορά από την πλήρη ανοργανωσιά στη στοιχειώδη, κατώτερη, απλούστατη και πιο προσιτή (για εκείνους που είναι ακόμη εντελώς διαποτισμένοι με τις αστικές δημοκρατικές προλήψεις) μορφή οργάνωσης, δηλ. στα συνδικάτα. Και οι επαναστάτες, απερίσκεπτοι όμως, αριστεροί κομμουνιστές στέκονται πλάι και φωνάζουν «μάζες», «μάζες»! – και αρνούνται να δουλέψουν μέσα στα συνδικάτα!!, αρνούνται με την πρόφαση ότι είναι «αντιδραστικά»!!, και σοφίζονται μια «εργατική ένωση» καινούργια, καθαρή, αμόλυντη από τις αστικοδημοκρατικές προλήψεις, απαλλαγμένη από τις συντεχνιακές και τις στενά επαγγελματικές αμαρτίες, που θα είναι τάχα πλατιά και που για την εγγραφή μελών σ’ αυτή θα απαιτείται μονάχα «η αναγνώριση του σοβιετικού συστήματος και της σοβιετικής δικτατορίας»!

Δεν θα μπορούσε να φανταστεί κανείς μεγαλύτερο παραλογισμό, μεγαλύτερη ζημιά για την επανάσταση απ’ αυτή που φέρνουν οι «αριστεροί» επαναστάτες! Ακόμη και τώρα στη Ρωσία, αν ύστερα από 2μισι χρόνια με πρωτοφανέρωτες νίκες ενάντια στην αστική τάξη της Ρωσίας και της Αντάντ βάζαμε σαν όρο εγγραφής στα συνδικάτα την «αναγνώριση της δικτατορίας», θα κάναμε ανοησία, θα καταστρέφαμε την επιρροή μας στις μάζες, θα βοηθούσαμε τους μενσεβίκους. Γιατί όλο το καθήκον των κομμουνιστών είναι ακριβώς να ξέρουν να πείθουν τους καθυστερημένους, να ξέρουν να δουλεύουν ανάμεσά τους και όχι να απομονώνονται απ’ αυτούς με επινοημένα, παιδιάστικα-«αριστερά» συνθήματα.

Πρέπει να είμαστε σε θέση να αντιταχθούμε σε όλα αυτά, να δεχτούμε όλες και τις κάθε λογής θυσίες κι ακόμη – σε περίπτωση ανάγκης – να χρησιμοποιήσουμε κάθε λογής τεχνάσματα, κάθε πονηριά, κάθε παράνομο τρόπο δουλειάς, να παρασιωπούμε ή να κρύβουμε την αλήθεια, μόνο και μόνο για να μπούμε μέσα στα συνδικάτα, να μείνουμε σ’ αυτά, να κάνουμε μέσα σ’ αυτά με κάθε θυσία κομμουνιστική δουλειά.

Στον τσαρισμό ως το 1905 δεν είχαμε καμιά «νόμιμη δυνατότητα», όταν όμως ο Ζουμπάτοφ της Οχράνας («Κ.Ε.»: πρόκειται για την μυστική αστυνομία του Τσάρου και τον αρχηγό της στην Μόσχα) οργάνωσε εργατικές συνελεύσεις και εργατικούς συλλόγους για να πιάνει και για να πολεμά τους επαναστάτες στέλναμε σ’ αυτές τις συνελεύσεις και σ’ αυτούς τους συλλόγους μέλη του Κόμματός μας που δημιουργούσαν σύνδεση με τις μάζες, που μηχανεύονταν τρόπους για να κάνουν ζύμωση και που αποσπούσαν τους εργάτες από την επιρροή των ανθρώπων του Ζουμπάτοφ.

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΙΡΝΟΥΜΕ ΜΕΡΟΣ ΣΤΑ ΑΣΤΙΚΑ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΑ;

Οι Γερμανοί «αριστεροί» κομμουνιστές με τη μεγαλύτερη περιφρόνηση – και με τη μεγαλύτερη ελαφρότητα – απαντούν αρνητικά σ’ αυτό το ερώτημα. Τα επιχειρήματά τους; «…Να αποκρούσουμε με όλη την αποφασιστικότητα κάθε επιστροφή στις ιστορικά και πολιτικά ξεπερασμένες μορφές του κοινοβουλευτικού αγώνα…». «Επιστροφή» στον κοινοβουλευτισμό! Ίσως στη Γερμανία να υπάρχει κιόλας Σοβιετική Δημοκρατία; Μου φαίνεται πως όχι! Τότε πως μπορεί να μιλάει κανείς για «επιστροφή»; Μήπως αυτό δεν είναι κούφια φράση;

Ο κοινοβουλευτισμός «ιστορικά έχει ξεπεραστεί». Αυτό είναι σωστό με την έννοια της προπαγάνδας. Ο καθένας όμως ξέρει πως απ’ αυτό ως το ξεπέρασμα του κοινοβουλευτισμού στην πράξη υπάρχει ακόμη μεγάλη απόσταση. Ο κοινοβουλευτισμός «έχει ξεπεραστεί πολιτικά»; Αυτό είναι άλλο ζήτημα. Είναι φανερό ότι οι αριστεροί στη Γερμανία πήραν την επιθυμία τους και την ιδεολογικοπολιτική τους στάση για αντικειμενική πραγματικότητα. Αυτό είναι το πιο επικίνδυνο λάθος για τους επαναστάτες. Το ζήτημα είναι ακριβώς να μην παίρνουμε το ξεπερασμένο για μας, σαν ξεπερασμένο για την τάξη, σαν ξεπερασμένο για τις μάζες.

Έχετε υποχρέωση να μην κατεβαίνετε ως το επίπεδο των μαζών, ως το επίπεδο των καθυστερημένων στρωμάτων της τάξης. Αυτό είναι αναμφισβήτητο. Έχετε υποχρέωση να τους λέτε την πικρή αλήθεια. Έχετε την υποχρέωση τις αστικοδημοκρατικές και τις κοινοβουλευτικές τους προλήψεις να τις λέτε προλήψεις. Ταυτόχρονα όμως, έχετε και την υποχρέωση να παρακολουθείτε νηφάλια την πραγματική κατάσταση της συνειδητότητας και της ωριμότητας ακριβώς όλης της τάξης (και όχι μόνο της κομμουνιστικής της πρωτοπορίας), ακριβώς όλης της εργαζόμενης μάζας (και όχι μόνο των πρωτοπόρων ανθρώπων της).

Και αν ακόμη και μια αρκετά σημαντική μειοψηφία εργατών της βιομηχανίας ακολουθούν τους καθολικούς παπάδες, και εργατών του χωριού τους τσιφλικάδες, τότε από εδώ βγαίνει πια αναμφισβήτητα το συμπέρασμα ότι ο κοινοβουλευτισμός στη Γερμανία δεν είναι ακόμη ξεπερασμένος πολιτικά, ότι η συμμετοχή στις βουλευτικές εκλογές και στην πάλη από το βήμα της βουλής είναι υποχρεωτική για το Κόμμα του επαναστατικού προλεταριάτου ακριβώς για να διαπαιδαγωγήσει τα καθυστερημένα στρώματα της τάξης του, ακριβώς για να ξυπνήσει και να διαφωτίσει τις καθυστερημένες, κακομοιριασμένες και αμόρφωτες μάζες του χωριού.

Όσο καιρό δεν θα έχετε τη δύναμη να διαλύσετε το αστικό κοινοβούλιο και οποιοδήποτε αντιδραστικό ίδρυμα άλλου τύπου, είστε υποχρεωμένοι να δουλεύετε μέσα σ’ αυτά, ακριβώς γιατί εκεί μέσα υπάρχουν ακόμη εργάτες που τους έχουν αποβλακώσει οι παπάδες και η αποπνικτική ατμόσφαιρα των απομακρυσμένων χωριών. Διαφορετικά κινδυνεύετε να γίνετε απλούστατα φαφλατάδες.

Εμείς οι Ρώσοι μπολσεβίκοι πήραμε μέρος στις εκλογές για το αστικό κοινοβούλιο της Ρωσίας, για τη Συντακτική Συνέλευση, το Σεπτέμβρη-Νοέμβρη του 1917. Μήπως δεν είχαμε τον Σεπτέμβρη-Νοέμβρη του 1917, περισσότερο από κάθε άλλον κομμουνιστή της Δύσης, το δικαίωμα να θεωρούμε ότι στη Ρωσία ο κοινοβουλευτισμός είναι ξεπερασμένος πολιτικά; Βέβαια, το είχαμε αυτό το δικαίωμα, γιατί εδώ δεν πρόκειται για το αν τα αστικά κοινοβούλια υπάρχουν από καιρό ή όχι, αλλά κατά πόσο είναι έτοιμες (ιδεολογικά, πολιτικά, πρακτικά) οι πλατιές μάζες των εργαζομένων να δεχτούν το σοβιετικό καθεστώς και να διαλύσουν (η να επιτρέψουν να διαλυθεί) το αστικοδημοκρατικό κοινοβούλιο. Και είναι ιστορικό γεγονός, απόλυτα αναμφισβήτητο και διαπιστωμένο πέρα για πέρα, ότι το Σεπτέμβρη-Νοέμβρη του 1917 η εργατική τάξη των πόλεων, οι στρατιώτες και οι αγρότες στη Ρωσία ήταν, από μια σειρά ειδικές συνθήκες, εξαιρετικά προετοιμασμένοι να δεχτούν το σοβιετικό καθεστώς και να διαλύσουν το πιο δημοκρατικό αστικό κοινοβούλιο.

Και ωστόσο, οι μπολσεβίκοι δεν κήρυξαν αποχή από τη Συντακτική Συνέλευση, αλλά πήραν μέρος στις εκλογές και πριν και ύστερα από την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο. Το γεγονός ότι οι εκλογές αυτές έδωσαν εξαιρετικά πολύτιμα (και για το προλεταριάτο πάρα πολύ ωφέλιμα) πολιτικά αποτελέσματα, ελπίζω ότι το απέδειξα στο άρθρο μου που αναλύει διεξοδικά τα στοιχεία για τις εκλογές της Συντακτικής Συνέλευσης στη Ρωσία.

Από δω βγαίνει ένα τελείως αναμφισβήτητο συμπέρασμα: αποδείχνεται ότι ακόμη και μερικές εβδομάδες πριν τη νίκη της Σοβιετικής Δημοκρατίας, ακόμη και ύστερα απ’ αυτή τη νίκη, η συμμετοχή στο αστικοδημοκρατικό κοινοβούλιο όχι μόνο δεν βλάπτει το επαναστατικό προλεταριάτο, αλλά το διευκολύνει να αποδείξει στις καθυστερημένες μάζες, γιατί αυτού του είδους τα κοινοβούλια πρέπει να διαλύονται, διευκολύνει την επιτυχία της διάλυσης τους, διευκολύνει το «πολιτικό ξεπέρασμα» του αστικού κοινοβουλευτισμού.

Ξέρουμε πολύ καλά ότι τη διάλυση της Συντακτικής, που την πραγματοποιήσαμε στις 5/1/1918 δεν την δυσκόλεψε, αλλά τη διευκόλυνε το γεγονός ότι μέσα στην αντεπαναστατική Συντακτική Συνέλευση που θα διαλύαμε, υπήρχε τόσο η συνεπής, μπολσεβίκικη, όσο και η ασυνεπής, αριστερή-εσέρικη, σοβιετική αντιπολίτευση.

Στη Δυτική Ευρώπη και στην Αμερική το κοινοβούλιο έχει γίνει εξαιρετικά μισητό στους πρωτοπόρους αγωνιστές-επαναστάτες της εργατικής τάξης. Αυτό είναι αναμφισβήτητο. Η τακτική πρέπει να χτίζεται πάνω σ’ έναν ψύχραιμο, αυστηρά αντικειμενικό υπολογισμό όλων των ταξικών δυνάμεων στο δοσμένο κράτος (και στα κράτη που το περιβάλλουν και σε όλα τα κράτη, σε παγκόσμια κλίμακα), καθώς και πάνω στον υπολογισμό της πείρας των επαναστατικών κινημάτων.

Είναι πολύ εύκολο να δείχνεις την «επαναστατικότητά» σου απλά με βρισιές ενάντια στον κοινοβουλευτικό οπορτουνισμό, απλά με την άρνηση συμμετοχής στα κοινοβούλια, μα ακριβώς επειδή αυτό είναι πολύ εύκολο, δεν είναι και λύση για ένα δύσκολο, δυσκολότατο πρόβλημα. Είναι πολύ πιο δύσκολο να δημιουργήσεις πραγματικά επαναστατική κοινοβουλευτική ομάδα στα ευρωπαϊκά κοινοβούλια παρά στη Ρωσία. Βέβαια. Αυτό όμως δεν είναι παρά μια μερική έκφραση της γενικής εκείνης αλήθειας ότι για τη Ρωσία στη συγκεκριμένη, εξαιρετικά πρωτότυπη από ιστορική άποψη κατάσταση του 1917, ήταν πιο εύκολο να αρχίσει τη σοσιαλιστική επανάσταση, ενώ το να τη συνεχίσει και να την φέρει σε πέρας θα είναι πιο δύσκολο για τη Ρωσία απ’ ό,τι για τις ευρωπαϊκές χώρες.

Θέλετε να δημιουργήσετε μια νέα κοινωνία και φοβάστε τις δυσκολίες που παρουσιάζει η δημιουργία μέσα σε αντιδραστικά κοινοβούλια μιας καλής κοινοβουλευτικής ομάδας από πεπεισμένους, αφοσιωμένους, ηρωικούς κομμουνιστές!

Επειδή οι καθυστερημένες ακριβώς μάζες των εργατών – και ακόμη περισσότερο – των μικροαγροτών στη Δυτική Ευρώπη είναι διαποτισμένες από τις αστικοδημοκρατικές και κοινοβουλευτικές προλήψεις, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στη Ρωσία, γι’ αυτό ακριβώς οι κομμουνιστές, μόνο μέσα από τέτoια όργανα σαν τα αστικά κοινοβούλια μπορούν (και πρέπει) να διεξάγουν μια μακρόχρονη και επίμονη πάλη που να μη σταματά μπροστά σε καμιά δυσκολία, πάλη για το ξεσκέπασμα, τη διάλυση και την υπερνίκηση αυτών των προλήψεων.

Συνεχίζεται

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα