Η εκλογική πανωλεθρία της Κίρχνερ στην Αργεντινή, η ήττα του PSUV στις εκλογές της Εθνοσυνέλευσης στη Βενεζουέλα, η ήττα του Έβο Μοράλες στο δημοψήφισμα στη Βολιβία και η ανατροπή της Ντίλμα στη Βραζιλία έχουν βυθίσει τους μεταρρυθμιστές και τους «προοδευτικούς» διανοούμενους, σε κάθε γωνιά της ηπείρου, σε απελπισία. Συζητούν για ένα «συντηρητικό κύμα» και για την άνοδο της αντεπανάστασης, χωρίς να κατανοούν τι πραγματικά συμβαίνει.
Για μια περίοδο 10-15 ετών, το μεγαλύτερο τμήμα της Νότιας Αμερικής γνώρισε ένα επαναστατικό κύμα, το οποίο επηρέασε σε διαφορετικό βαθμό τις διάφορες χώρες. Το 1998, η εκλογή του Τσάβες στη Βενεζουέλα και τα επαναστατικά γεγονότα που ακολούθησαν την ήττα του πραξικοπήματος τον Απρίλιο του 2002, ο αγώνας κατά του lockout των αφεντικών τον Δεκέμβριο του 2002 – Ιανουάριο του 2003, η περίοδος του «Αργεντινάζο» το 2001, η εξέγερση στο Εκουαδόρ το 2000 που ανέτρεψε τον Μαχούαντ και στη συνέχεια, το 2005, η ανατροπή του Λούτσιο Γκουτιέρεζ που οδήγησε το 2006 στην εκλογή του Κορέα. Στη Βολιβία, «ο πόλεμος για το νερό» στην πόλη Κοτσαμπάμπα την περίοδο 1999-2000 και, στη συνέχεια, οι εξεγέρσεις για τον «πόλεμο του φυσικού αερίου», τον Οκτώβριο του 2003 και τον Ιούνιο του 2005, οδήγησαν στην εκλογή του Έβο Μοράλες. Στο Περού υπήρξε η εξέγερση του Αρεκιπάζο, στο νότο, το 2002.
Στα προαναφερθέντα μπορεί να προστεθεί το τεράστιο κίνημα κατά της εκλογικής νοθείας στο Μεξικό το 2006 και την κομμούνα της Οαχάκα το ίδιο έτος, την τεράστια κινητοποίηση του μαθητικού κινήματος στη Χιλή, τις μαζικές κινητοποιήσεις κατά του πραξικοπήματος στην Ονδούρα το 2009, ακόμη και την εκλογή του Λούλα στη Βραζιλία το 2002, που, αν και βεβαίως δεν είναι επαναστατικό γεγονός από μόνο του, αντανακλά την επιθυμία των μαζών για μια θεμελιώδη αλλαγή.
Οι μεγαλειώδεις αυτές κινητοποιήσεις των εργατών (και σε μερικές χώρες των αγροτών) οδήγησαν στο σχηματισμό κυβερνήσεων που γενικά χαρακτηρίστηκαν σαν «προοδευτικές» ή «επαναστατικές». Σαφώς, ήταν διαφορετικές μεταξύ τους. Ενώ, για παράδειγμα, ο Τσάβες, με συγκεχυμένο τρόπο, κινήθηκε προς μια επαναστατική αλλαγή, ο Έβο Μοράλες, οι Κορέα και Κίρχνερ στην Αργεντινή προσπάθησαν να αποκαταστήσουν την τάξη μετά την είσοδο των μαζών στη προσκήνιο, ενώ οι Λούλα και Ντίλμα ήταν ρεφορμιστές που στην εξουσία εφάρμοσαν ένα πρόγραμμα αντιμεταρρυθμίσεων.
Ωστόσο, όλες αυτές οι κυβερνήσεις απόλαυσαν σε ορισμένο βαθμό σταθερότητα για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα. Εν μέρει, αυτό ήταν το αποτέλεσμα της δυναμικής που έφερε η κίνηση των μαζών, απέναντι στην οποία η άρχουσα τάξη δεν μπόρεσε να αντιπαρατεθεί άμεσα (ηττήθηκαν τα πραξικοπήματα σε Βενεζουέλα το 2002, σε Βολιβία το 2008 και στο Εκουαδόρ το 2010). Οι κυβερνήσεις αυτές επωφελήθηκαν κυρίως από μια περίοδο που το πετρέλαιο και άλλες πρώτες ύλες είχαν υψηλές τιμές και τους επέτρεψαν να υλοποιήσουν ορισμένα κοινωνικά προγράμματα, αποφεύγοντας παράλληλα την άμεση σύγκρουση με τις μάζες.
Με οδηγό την οικονομική ανάπτυξη της Κίνας, οι τιμές των πρώτων υλών παρουσίαζαν σταθερή αύξηση από το 2003 έως το 2010. Η τιμή του πετρελαίου από 40 δολάρια ξεπέρασε τα 100 το βαρέλι. Το φυσικό αέριο κυμάνθηκε περίπου στα 3 δολάρια/MMBtu (βρετανική μονάδα μέτρησης της θερμότητας) και αυξήθηκε μεταξύ 8 και 18. Οι σπόροι σόγιας παρουσίασαν αύξηση από τα 4 δολάρια αποκτώντας μέγιστη τιμή τα 17 δολάρια/ bu. Ο ψευδάργυρος από ένα χαμηλό κάτω των 750 δολαρίων/mt έφτασε σε ένα μέγιστο 4.600 δολαρίων, ο χαλκός από από 0,6 δολάρια ανά λίβρα έφτασε στα 4,5 δολάρια και ο κασσίτερος από 3.700 δολάρια/mt σε μέγιστη τιμή τα 33.000 δολάρια/mt.
Η έκρηξη των τιμών σε προϊόντα και σε βασικές πηγές ενέργειας, που χάρισε σ’ αυτές τις κυβερνήσεις το περιθώριο να ελιχθούν και να σταθεροποιηθούν για ένα εύλογο χρονικό διάστημα, έφτασε στο τέλος της και είχε ως αποτέλεσμα όλη η περιοχή να πέσει σε ύφεση το 2014-15. Αυτή αποτελεί και τη βασική οικονομική αιτία για τις εκλογικές και άλλες ήττες των κυβερνήσεων αυτών, των οποίων οι πολιτικές δεν ξεπέρασαν τα καπιταλιστικά όρια.
Παρά την γκρίνια από την πλευρά της θλιβερής λατινοαμερικάνικης «Αριστεράς», η απομάκρυνση της Κίρχνερ στην Αργεντινή και της Ντίλμα στη Βραζιλία δεν αποτελούν σημεία αναφοράς για μια «μετατόπιση προς τα δεξιά». Αντίθετα, η έλευση στην εξουσία των Τέμερ και Μάκρι είχε να αντιμετωπίσει μαζικά κινήματα διαμαρτυρίας από την εργατική τάξη ενάντια στις ξεκάθαρες πολιτικές επιθέσεις που διενεργήθηκαν από τη Δεξιά. Αυτό που διαφαίνεται στη Λατινική Αμερική δεν είναι μια περίοδος κοινωνικής ειρήνης και καπιταλιστικής σταθεροποίησης, αλλά αντιπαραθέσεις και έντονη ταξική πάλη.
Η μπολιβαριανή γραφειοκρατία φρένο στην επανάσταση
Η προσπάθεια της ολιγαρχίας της Βενεζουέλας, με την υποστήριξη του ιμπεριαλισμού, να ανατραπεί η κυβέρνηση Μαδούρο φαίνεται μέχρι στιγμής να μην έχει φέρει αποτελέσματα. Τα λάθη και οι ταλαντεύσεις της ηγεσίας της αντιπολίτευσης, καθώς και η αντίδραση των μαζών κατά τη διάρκεια της Συντακτικής Συνέλευσης τον Ιούλιο του 2017, έθεσαν σε προσωρινή παύση την επίθεση της αντιπολίτευσης κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους. Αλλά αυτό δεν αλλάζει τίποτα θεμελιώδες, όσον αφορά την οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα ή σε σχέση με τις πολιτικές που εφαρμόζει η κυβέρνηση.
Η Βενεζουέλα εξακολουθεί να βαλτώνει οικονομικά λόγω της βαθιάς ύφεσης, με υπερπληθωρισμό και ταχέως μειούμενα αποθέματα από ξένο συνάλλαγμα, κάτι που έχει πολύ αρνητικό αντίκτυπο στο βιοτικό επίπεδο των μαζών. Ο ιμπεριαλισμός συνεχίζει να σφίγγει τη θηλιά, εφαρμόζοντας οικονομικές κυρώσεις. Η κυβέρνηση συνεχίζει την πολιτική παραχωρήσεων στην καπιταλιστική κλίκα και τις διαπραγματεύσεις με τους πολιτικούς αντιπροσώπους της αντιπολίτευσης. Ο μοναδικός τους στόχος είναι η παραμονή στην εξουσία. Η προσωρινή νίκη έναντι των επιθέσεων της αντιπολίτευσης αποτέλεσε την αφορμή, για να αποκαλυφθούν οι έντονες εσωτερικές διαφοροποιήσεις μέσα στο μπολιβαριανό επαναστατικό κίνημα. Υπήρξαν διαδηλώσεις εργαζομένων και η ανάδειξη αριστερών υποψηφίων στις δημοτικές εκλογές.
Η θέση μας είναι ξεκάθαρη: είμαστε αντίθετοι στην ανατροπή της κυβέρνησης Μαδούρο από την αντιπολίτευση, καθώς αυτό θα ήταν καταστροφικό για τις μάζες. Ταυτόχρονα, δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε τις πολιτικές που εφαρμόζει η κυβέρνηση, γιατί οδηγούν άμεσα στην καταστροφή και την ήττα της μπολιβαριανής επανάστασης.
Υπάρχει ένα έντονα επικριτικό κλίμα για την μπολιβαριανή ηγεσία, η οποία δεν μπορεί να έχει την ίδια πολιτική βαρύτητα και κύρος με αυτά του Ούγκο Τσάβες. Η απόφαση του Εντουάρντο Σαμάν – ενός πρώην υπουργού που διακρίθηκε ως ο υπερασπιστής του εργατικού ελέγχου στις επιχειρήσεις και ο σθεναρός αντίπαλος των μεγάλων επιχειρήσεων και των καπιταλιστικών πολυεθνικών – να είναι υποψήφιος στις δημοτικές εκλογές του Δεκεμβρίου του 2017 αποτέλεσε τη σαφή ένδειξη αυτού του κλίματος.