Βενεζουέλα και Λιβύη: δεν είναι κίνημα του τύπου της 11ης Απριλίου, είναι ένα Καρακάτσο της 27ης Φεβρουαρίου
του Χόρχε Μαρτίν
μετάφραση: Γιώργος Ποντίφηξ
Παρασκευή 4 Μαρτίου 2011
Μεγάλη συζήτηση γίνεται στη Λατινική Αμερική για τα γεγονότα που εκτυλίσσονται στη Λιβύη. Στο άρθρο αυτό ο Χόρχε Μαρτιν κάνει την επιβεβλημένη κριτική από τη σκοπιά του Μαρξισμού στη λαθεμένη θέση του Τσάβες για την επανάσταση στη Λιβυη. Παράλληλα εξετάζει κριτικά τη θέση που υιοθέτησε ο Φιντέλ Κάστρο.
Ορθά οι κυβερνήσεις της Βενεζουέλας και της Κούβας ύψωσαν το ανάστημά τους στους διεθνείς οργανισμούς ενάντια σε κάθε ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Λιβύη. Κατήγγειλαν την υποκρισία αυτών των χωρών, που κραυγάζουν για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Βόρεια Αφρική, ενώ την ίδια στιγμή έχουν συμμετάσχει σε δολοφονικούς πολέμους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν και έχουν υποστηρίξει τη βάναυση καταπίεση του παλαιστινιακού λαού από το κράτος του Ισραήλ.
Ο πρέσβης της Βενεζουέλας στα Ηνωμένα Έθνη, Χόρχε Βαλέρο, ανέφερε τα εξής σχετικά:
«Ποιος πληρώνει για τους πάνω από ένα εκατομμύριο νεκρούς στο Ιράκ; Ποιος πληρώνει για τη διαρκή σφαγή του παλαιστινιακού λαού; Γιατί όσοι είναι υπεύθυνοι γι’ αυτά τα εγκλήματα πολέμου, τη γενοκτονία, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας -που είναι γνωστοί σε όλους και έχουν αναγνωρίσει δημόσια τις πράξεις τους- δεν έχουν προσαχθεί στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο; Τι κάνει το Συμβούλιο Ασφαλείας με τις αποτρόπαιες αυτές σφαγές που διαπράττονται;»
Δικαίως οι αντιπρόσωποι της Βενεζουέλας αποκήρυξαν τους πραγματικούς σκοπούς της ιμπεριαλιστικής επέμβασης στην περιοχή:
«Αυτοί που προωθούν τη χρήση στρατιωτικής βίας κατά της Λιβύης, δεν επιδιώκουν την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά να εγκαθιδρύσουν ένα προτεκτοράτο που θα τα παραβιάζει, όπως συμβαίνει πάντοτε, σε μια χώρα από τις πιο σημαντικές στην παραγωγή πετρελαίου και ενέργειας στη Μέση Ανατολή».
Ο λαός του Ιράκ είναι μάρτυρας στην εφαρμογή αυτής της πολιτικής. Η Ουάσιγκτον «κατασκεύασε» ψευδή στοιχεία σχετικά με τα λεγόμενα όπλα μαζικής καταστροφής, για να δικαιολογήσει την επίθεση εναντίον του Ιράκ, έτσι ώστε να εξασκήσει την επιβολή της και να αποκτήσει άμεσο έλεγχο των ζωτικών γι’ αυτήν πετρελαϊκών αποθέματων της περιοχής. Ο σκοπός της εισβολής δεν ήταν η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας και φυσικά το τωρινό καθεστώς του Αλ Μαλίκι μόνο δημοκρατικό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Χιλιάδες Ιρακινοί διαδήλωσαν τον προηγούμενο μήνα διεκδικώντας πρόσβαση στο ηλεκτρικό και το νερό και ζητώντας δουλειές και ψωμί για να γνωρίσουν τη σκληρή καταστολή από τις κυβερνητικές δυνάμεις, που οδήγησε σε νεκρούς, τραυματίες, συλλήψεις και απαγωγές. Κανείς όμως δεν έχει εισηγηθεί ως τώρα την προσαγωγή της ιρακινής κυβέρνησης στα διεθνή δικαστήρια!
Η λειτουργία του ΟΗΕ συνιστά στην πραγματικότητα μια παρωδία. Είναι ένα σώμα που αντικατοπτρίζει αποκλειστικά την κυριαρχία του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Οι ΗΠΑ κατορθώνουν συχνά να περάσουν ψηφίσματα που τα μεταχειρίζονται ως «φύλο συκής» για να νομιμοποιούν τις πράξεις τους. Όταν για οποιοδήποτε λόγο αποτυγχάνουν να πάρουν την έγκριση του ΟΗΕ, τον παρακάμπτουν επιδεικτικά και τις εφαρμόζουν. Εν τέλει, ψηφίσματα που περνούν ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς τους σκοπούς -για παράδειγμα όσα καταδικάζουν το εμπάργκο κατά της Κούβας ή την καταπίεση του παλαιστινιακού λαού από το κράτος του Ισραήλ- απλούστατα τα αγνοούν και δεν συμμορφώνονται προς αυτά. Στην πρόσφατη περίπτωση του ψηφίσματος σχετικά με τους ισραηλινούς εποικισμούς στα Παλαιστινιακά Εδάφη, οι ΗΠΑ άσκησαν βέτο για να το μπλοκάρουν. Τόσο πολύ κόπτονται για τη δικαιοσύνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Τις τελευταίες μέρες έχει γίνει πολύς θόρυβος -αλλά και μερικές πολύ συγκεκριμένες πράξεις- από την πλευρά των δυτικών κρατών όσον αφορά τη Λιβύη. Οι ΗΠΑ έχουν αποστείλει στη Μεσόγειο δύο πολεμικά σκάφη με αμφίβιο εξοπλισμό, το USS Ponce και το USS Kearsarge, τα οποία μεταφέρουν ελικόπτερα και μαχητικά αεροσκάφη. Υπό την κάλυψη της ανθρωπιστικής επέμβασης, οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις -οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Ιταλία- συζητούν μεταξύ άλλων τη δράση που πρέπει να αναλάβουν για να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους. Οι ευρωπαϊκές χώρες ανησυχούν κυρίως για το πιθανό κύμα προσφύγων που θα δεχτούν στην επικράτειά τους. Μια άλλη πηγή ανησυχίας είναι ο έλεγχος στα πετρελαϊκά αποθέματα και πάνω από όλα οι επιπτώσεις της επαναστατικής πλημμυρίδας, που σαρώνει τον αραβικό κόσμο, στις τιμές του πετρελαίου και τα αλυσιδωτά αποτελέσματα που μπορεί να έχει συνολικά στην παγκόσμια οικονομία.
Το σχέδιο δράσης που συζητείται είναι μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων, η οποία προτάθηκε μεταξύ άλλων από το ρεπουμπλικανό γερουσιαστή Τζον Μακ Κέιν και το δημοκρατικό Τζον Κέρι. Για δικούς του λόγους επίσης, ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον έκανε δηλώσεις σε φιλοπόλεμους τόνους, επιχειρώντας να υποδυθεί για λογαριασμό της Βρετανίας ένα ρόλο στη διεθνή πολιτική σκηνή που πλέον δεν μπορεί να έχει.
Η αλήθεια είναι όμως ότι ακόμη και μια περιορισμένη επέμβαση με τη μορφή μιας ζώνης απαγόρευσης πτήσεων ενέχει κινδύνους και περιπλοκές. Ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Ρόμπερτ Γκέιτς, παραπονέθηκε πως «γίνονται πολλές στείρες συζητήσεις αναφορικά με τα σενάρια στρατιωτικής εμπλοκής». Προειδοποίησε για τις πιθανές επιπτώσεις μιας τέτοιας δράσης: «Ας πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων σημαίνει καταρχάς επίθεση στη Λιβύη για να καταστρέψουμε την αεράμυνά της. Έτσι δημιουργείς μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων […] Απαιτεί ακόμη περισσότερα αεροσκάφη από αυτά που μπορεί να μεταφέρει ένα μόνο αεροπλανοφόρο. Κατά συνέπεια είναι μια μεγάλη επιχείρηση σε μια μεγάλη χώρα».
Οι αμερικανικός στρατός στο Ιράκ και το Αφγανιστάν βρίσκεται υπό συνεχή πίεση, και όπως σημείωσε: «Εάν δεσμεύσουμε κι άλλες δυνάμεις, ποιες θα είναι οι συνέπειες για το μέτωπο στο Αφγανιστάν και τον Περσικό Κόλπο; Και ποιοι άλλοι σύμμαχοι είναι διατεθειμένοι να μας υποστηρίξουν σ΄ αυτά μας τα σχέδια;»
Η μεγαλύτερη όμως ανησυχία που έχουν οι Δυτικοί όσον αφορά την επέμβαση στη Λιβύη είναι η αντίδραση που θα προκαλέσει στην ευρύτερη περιοχή. Οι μάζες είναι απαυδισμένες με τον ιμπεριαλισμό, και το επαναστατικό κύμα που σαρώνει τον αραβικό κόσμο στρέφεται ενάντια στα αμερικανοκίνητα καθεστώτα. Ο Γκέιτς έδειξε ότι η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ το γνωρίζει πολύ καλά, καθώς δήλωσε: «Πρέπει να επανεξετάσουμε σοβαρά το ενδεχόμενο χρήσης στρατιωτικών δυνάμεων σε μια ακόμη χώρα της Μέσης Ανατολής».
Αυτές οι αναλύσεις δεν αποκλείουν βεβαίως μια επέμβαση των ιμπεριαλιστών στη Λιβύη ή αλλού, αν απειληθούν τα ζωτικά τους συμφέροντα. Παρόλα αυτά, καταδεικνύουν το γεγονός ότι οι ΗΠΑ αιφνιδιάστηκαν από την παρούσα επαναστατική έξαρση και αποδείχτηκαν ανίκανες να παρέμβουν αποφασιστικά για να κατευθύνουν την πορεία των γεγονότων, έτσι που να ωφεληθούν οι ίδιες.
Με δεδομένους τους ελιγμούς των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων καθώς και την αντιφατική τους στάση στο ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, η Βενεζουέλα και η Κούβα πράττουν σωστά με το να ξεσκεπάζουν την υποκρισία τους και να καταδικάζουν κάθε πιθανή επέμβαση ξένων δυνάμεων στη Λιβύη.
Ωστόσο, η στάση που κρατούν οι δύο χώρες, και πιο συγκεκριμένα ο Ούγκο Τσάβες και ο Φιντέλ Κάστρο, υπονομεύεται από το γεγονός ότι εκλαμβάνεται ως υποστήριξη στον Γκαντάφι, αντί της αναμενόμενης συμπαράταξης στο πλευρό του λυβικού λαού που ξεσηκώθηκε ενάντια στο καθεστώς του.
Είναι αλήθεια ότι ο πρέσβης της Βενεζουέλας στα Ηνωμένα Έθνη ανέφερε στο λόγο του πως η χώρα του «χαιρετίζει τα αραβικά έθνη που βρίσκονται σε μια πορεία αφύπνισης διεκδικώντας δικαιοσύνη και προσβλέποντας σε ένα καλύτερο μέλλον μέσω ειρηνικών λύσεων». Την ίδια στιγμή όμως ο Φιντέλ Κάστρο υποστήριξε ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Λιβύη είναι διαφορετικής φύσεως από αυτά της Τυνησίας και της Αιγύπτου. Πρόσθεσε ακόμη ότι «ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία πως τα πρόσωπα των εξεγερμένων στη Βεγγάζη εκφράζουν πραγματική αγανάκτηση, μια εκστρατεία ψεύδους έχει εξαπολυθεί από τα ΜΜΕ, που έχει οδηγήσει σε μεγάλη σύγχυση την παγκόσμια κοινή γνώμη».
Από την πλευρά του ο πρόεδρος της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβες δήλωσε πως αρνείται να καταδικάσει τον Γκαντάφι που είναι «παλιός φίλος της Βενεζουέλας» για το λόγο και μόνο ότι δεν υπάρχει επαρκής πληροφόρηση σχετικά με τα γεγονότα. Ανέφερε το παράδειγμα της 11ης Απριλίου του 2002, όταν τα διεθνή ΜΜΕ τον κατηγόρησαν ότι διέταξε το στρατό να ανοίξει πυρ ενάντια στους άοπλους διαδηλωτές, προκειμένου να δικαιολογήσουν το εναντίον του πραξικόπημα. Όπως αργότερα αποδείχτηκε, όλα ήταν σκηνοθετημένα, με ελεύθερους σκοπευτές να πυροβολούν κατά των εξεγερμένων διαδηλωτών, υποστηρικτών του Τσάβες, και ταυτόχρονα εναντίον των οπαδών της αντιπολίτευσης.
Αυτό που συνέβη στη Βενεζουέλα ήταν ένα αντιδραστικό κίνημα απέναντι σε μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, που επιχείρησε να εισαγάγει προοδευτικές μεταρρυθμίσεις και να ορθώσει το ανάστημά της στον ιμπεριαλισμό. Στην περίπτωση της Λιβύης όμως η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια λαϊκή εξέγερση κόντρα σε ένα καταπιεστικό καθεστώς που είχε έλθει σε παντός είδους συμφωνίες με τον ιμπεριαλισμό.
Ως ένα βαθμό μπορεί να γίνει κατανοητό για ποιο λόγο υπάρχει σύγχυση στη Βενεζουέλα ως προς το τι πραγματικά συμβαίνει στη Λιβύη. Ο λαός δεν εμπιστεύεται πλέον τα αστικά ΜΜΕ που δυσφημίστηκαν πλήρως κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος του 2002. Επιπλέον, η αντιπολίτευση στη Βενεζουέλα εμφανίζεται να ακολουθεί το ρεύμα της Αραβικής Επανάστασης ισχυριζόμενη πως «ο επόμενος δικτάτορας που πρόκειται να πέσει είναι ο Ούγκο Τσάβες».
Είναι γνωστό σε όλους ότι η αντεπαναστατική αντιπολίτευση της Βενεζουέλας χρηματοδοτείται, εκπαιδεύεται και υποστηρίζεται παντοιοτρόπως από την Ουάσιγκτον. Σε πολλές διαδηλώσεις διέταξε με τέτοιο τρόπο τις δυνάμεις της, ώστε να φαίνεται σαν μια λαϊκή αντίδραση κατά του τυράννου Τσάβες (πριν από το πραξικόπημα της 11ης Απριλίου 2002, κατά τη διάρκεια του λοκάουτ πετρελαίου το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, της Γκουαρίμπα το 2004, στις φοιτητικές διαμαρτυρίες υπέρ του RCTV κτλ.). Δε θα διστάσει να το επαναλάβει. Ωστόσο, αυτό που βλέπουμε στον αραβικό κόσμο είναι το εκ διαμέτρου αντίθετο: μια σειρά επαναστατικών εξεγέρσεων κατά των υποστηριζόμενων από τις ΗΠΑ δικτατορικών καθεστώτων.
Είναι αλήθεια ότι το λιβυκό καθεστώς του Γκαντάφι ήρθε στην εξουσία επικεφαλής ενός κινήματος με πλατιά λαϊκή υποστήριξη ενάντια στη διεφθαρμένη μοναρχία του βασιλιά Ιντρίς το 1969. Τη δεκαετία του ’70 υπό την επιρροή του επαναστατικού κύματος που προηγήθηκε στον αραβικό κόσμο και στον αντίκτυπο της διεθνούς ύφεσης του 1974, κινήθηκε περισσότερο προς τα αριστερά, εκδιώκοντας τους ιμπεριαλιστές και χτυπώντας την καπιταλιστική ιδιοκτησία. Βασιζόμενο στον πετρελαϊκό πλούτο της χώρας και το μικρό μέγεθος του πληθυσμού, κατόρθωσε να εισαγάγει πλήθος προοδευτικών μεταρρυθμίσεων και να βελτιώσει ουσιωδώς το βιοτικό επίπεδο της συντριπτικής πλειονότητας των Λίβυων.
Ύστερα όμως από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το καθεστώς άρχισε να κάνει ανοίγματα στον ιμπεριαλισμό. Το 1993 πέρασαν οι πρώτοι νόμοι που εγγυώνταν τις ξένες επενδύσεις. Ήταν μετά την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν το 2003 που ο Γκαντάφι αποφάσισε να αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τους Δυτικούς, υπογράφοντας μια σειρά από συμφωνίες για την απόσυρση των όπλων μαζικής καταστροφής, την καταβολή αποζημιώσεων στα θύματα τρομοκρατικών επιθέσεων κτλ. Το καθεστώς μετατράπηκε σε πιστό συνεταίρο του ιμπεριαλισμού στο λεγόμενο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας και συνεργάστηκε με την Ευρωπαϊκή Ένωση, έτσι ώστε να δημιουργηθεί μια Ευρώπη-οχυρό που θα αποτρέπει την είσοδο παράνομων μεταναστών από την Υποσαχάρια Αφρική.
Όλα τα παραπάνω συνοδεύτηκαν από την αίτηση εισόδου στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, τη δημιουργία Ειδικών Ζωνών Εμπορίου, την ιδιωτικοποίηση μεγάλων τμημάτων της οικονομίας, την επιστροφή των μεγάλων πολυεθνικών στην πετρελαϊκή βιομηχανία και την κατάργηση των επιδοτήσεων σε βασικά είδη διατροφής. Ο στόχος του Γκαντάφι, σύμφωνα με Λίβυους ανωτέρους, ήταν να ιδιωτικοποιηθεί το 100% της εθνικής οικονομίας. Η εφαρμογή αυτών ακριβώς των πολιτικών, που οδήγησε σε καλπάζουσα ανεργία -μεταξύ 20% και 30%- φτώχεια και ανισότητα, είναι η βασική αιτία της τωρινής εξέγερσης.
Στο τελευταίο του άρθρο για τις πρόσφατες εξελίξεις ο Φιντέλ Κάστρο υπογραμμίζει: «Είναι αναντίρρητο γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια οι σχέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ, και τη Λιβύη υπήρξαν άριστες. Παράλληλα, η τελευταία άνοιξε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας της, όπως αυτόν της παραγωγής και διανομής πετρελαίου, σε ξένες επενδύσεις και πολλές κρατικές επιχειρήσεις ιδιωτικοποιήθηκαν. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στην εφαρμογή αυτών των πολιτικών. Έτσι ο Αθνάρ δεν έπαυε να εκθειάζει τον Γκαντάφι ακολουθούμενος από τους Μπλερ, Μπερλουσκόνι, Σαρκοζί, Θαπατέρο, ακόμη και από το φίλο μου, το βασιλιά της Ισπανίας· όλοι τους έκαναν ουρά με τον Λίβυο ηγέτη να χαμογελά σαρδόνια. Ήταν απόλυτα ικανοποιημένοι».
Σε πρόσφατες συνεντεύξεις του στο BBC και το ABC ο ίδιος ο Γκαντάφι εξήγησε γιατί νιώθει προδομένος από τις δυτικές δυνάμεις. Ύστερα από την υποστήριξή του προς αυτές και αφού για σειρά ετών ακολούθησε τις πολιτικές τους, τώρα τον εγκατέλειπαν. Ακόμη και η ρητορική που μεταχειρίζεται το καταδεικνύει. Όταν κατηγορεί τους εξεγερμένους ότι καθοδηγούνται από την Αλ Κάιντα, ακολουθεί την ίδια τακτική εκφοβισμού που ακολούθησαν νωρίτερα ο Μπεν Αλί και πάνω απ’ όλα ο Μουμπάρακ, και στην πραγματικότητα ζητά την υποστήριξη της Δύσης απέναντι στον κοινό εχθρό. Ο αληθινός χαρακτήρας του καθεστώτος του Γκαντάφι συνάγεται από τη στάση που κράτησε στον επαναστατικό ξεσηκωμό της Τυνησίας, όταν τάχθηκε ανοιχτά στο πλευρό του συμμάχου των Δυτικών Μπεν Αλί και κατήγγειλε τους Τυνήσιους εργάτες και τη νεολαία επειδή τον ανέτρεψαν!
Όσον αφορά το τι πραγματικά συμβαίνει στη Λιβύη, δε χρειάζεται κανείς να εμπιστεύεται τα δυτικά ΜΜΕ. Ο ίδιος ο Σαΐφ Αλ Ισλάμ, γιος και δεξί χέρι του Γκαντάφι, στο λόγο του της 20ής Φεβρουαρίου παραδέχτηκε ότι χρησιμοποιήθηκε ο στρατός ενάντια σε άοπλους διαδηλωτές:
«Φυσικά υπήρξαν πολλά θύματα, κι αυτό εξόργισε τον κόσμο στη Βεγγάζη, αλλά γιατί είχαμε νεκρούς; Οι στρατιώτες ήταν κάτω από πίεση, δεν είναι συνηθισμένοι στον έλεγχο του πλήθους κι έτσι άνοιξαν πυρ, αλλά τους ανακάλεσα στην τάξη. Οι αξιωματικοί είπαν ότι κάποιοι διαδηλωτές ήταν μεθυσμένοι, άλλοι υπό την επήρεια ναρκωτικών και παραισθησιογόνων. Ο στρατός έπρεπε να διαφυλάξει τον οπλισμό του, ο κόσμος ήταν εξαγριωμένος κι έτσι είχαμε νεκρούς».
Ο ίδιος ο Γκαντάφι παραδέχτηκε ότι «σκοτώθηκαν μερικές εκατοντάδες», αλλά το απέδωσε στην Αλ Κάιντα που μοίραζε ναρκωτικά στη νεολαία!
Το ρεπορτάζ του ανταποκριτή του δικτύου TELESUR στη Λιβύη, Ριντ Λίντσεϊ, επιβεβαιώνει πληροφορίες προερχόμενες από άλλες πηγές: υπήρξαν λαϊκές, ειρηνικές διαδηλώσεις άοπλων πολιτών και ο στρατός άνοιξε πυρ. Σε ένα ρεπορτάζ που έστειλε από τη Μπρέγκα στις 2 Μαρτίου, ανέφερε ότι υπήρξαν στρατιώτες που πέρασαν στο πλευρό των εξεγερμένων. «Μίλησα με πολίτες απ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα, γιατρούς, μηχανικούς, εργάτες από τη βιομηχανία πετρελαίου, όλοι εδώ συμμετέχουν στο γενικό ξεσηκωμό και είναι οπλισμένοι», μετέδωσε προσθέτοντας ότι «αυτή η εξέγερση ξεκίνησε ειρηνικά πριν από δύο εβδομάδες, αλλά τώρα ο κόσμος είναι οπλισμένος και αποφασισμένος να πολεμήσει μέχρι να ρίξει τον Γκαντάφι». Απέρριψε επίσης τον ισχυρισμό ότι υπάρχει εμφύλια σύρραξη στη Λιβύη: «Δε μιλάμε για εμφύλιο πόλεμο […] όλα ξεκίνησαν από ειρηνικούς διαδηλωτές που τους επιτέθηκαν οι δυνάμεις ασφαλείας ανοίγοντας πυρ εναντίον τους».
Στην ανταπόκρισή του ο Ριντ Λίντσεϊ επιβεβαίωσε επιπλέον όλα τα ρεπορτάζ που μεταδίδουν ότι ο λυβικός λαός είναι αμετακίνητα αντίθετος σε μια ξένη επέμβαση: «Λένε ότι αν ο αμερικανικός στρατός φτάσει εδώ, θα τον πολεμήσουν με το ίδιο σθένος που πολεμούν την κυβέρνηση του Γκαντάφι».
Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο που ο Λίντσεϊ αναφέρει στις ανταποκρίσεις του, αφορά τη στάση των μαζών στη Βεγγάζη και τη Μπρέγκα απέναντι στις λατινοαμερικανικές κυβερνήσεις και ιδιαίτερα τις χώρες αυτές οι οποίες μετέχουν στην ALBA. «Στην Μπρέγκα πολλοί ρωτούν γιατί ο πρόεδρος της Βενεζουέλας και οι πρόεδροι άλλων χωρών της Λατινικής Αμερικής, που είναι υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης και των επαναστατικών αλλαγών, υποστηρίζουν ένα δικτάτορα που στρέφει το στρατό ενάντια στον ίδιο του το λαό. Ζητούν από τα μέλη της ALBA να "σπάσουν" από τον Γκαντάφι και να δώσουν την υποστήριξή τους στον επαναστατικό αγώνα που δίνουν», μετέδωσε από τη Βεγγάζη. Σύμφωνα με το δημοσιογράφο «οι επαναστατημένοι της Ατζαμπίγια μιλούν για έναν κοινό αγώνα με τους λαούς της Λατινικής Αμερικής». (Παραπέμπουμε στο Ριντ Λίντσεϊ καθώς δεν μπορεί να κατηγορηθεί ως πράκτορας του ιμπεριαλισμού ή ότι σκόπιμα παραπληροφορεί για να δικαιολογήσει μια επέμβαση των ιμπεριαλιστών).
Ο Χορδάν Ροδρίγες, ένας ακόμη ανταποκριτής του TELESUR, που περιορίζεται μόνο στο να μεταδίδει τους λόγους του Γκαντάφι και των άλλων αξιωματούχων χωρίς κανένα σχολιασμό, αντιμετώπισε προβλήματα όταν αναφέρθηκε σε συγκρούσεις στις γειτονιές της Τρίπολης. Τα μέλη της ομάδας του κρατήθηκαν για ώρες από αξιωματικούς της αστυνομίας, χτυπήθηκαν και απειλήθηκαν με όπλα, ενώ τους απέσπασαν το δημοσιογραφικό τους υλικό. Αυτή ήταν η δεύτερη φορά που συλλαμβάνονταν, παρότι ταξίδευαν με διπλωματικό αυτοκίνητο.
Όλα αυτά τα ρεπορτάζ καταλήγουν σε μια κοινή διαπίστωση. Η επανάσταση στη Βενεζουέλα και ιδιαίτερα ο πρόεδρος Τσάβες είναι εξαιρετικά δημοφιλής στον αραβικό κόσμο, ειδικά μετά τη σφοδρή εκ μέρους του καταδίκη της ισραηλινής εισβολής στο Λίβανο. Οι μάζες σ’ αυτές τις χώρες βλέπουν στο πρόσωπο του Ούγκο Τσάβες τον ηγέτη μιας πετρελαιοπαραγωγού χώρας, που αντιστέκεται στον ιμπεριαλισμό και χρησιμοποιεί τα έσοδά της για να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο του λαού. Σε αντιδιαστολή προς τους ηγέτες των δικών τους κρατών που, όντας υποχείρια του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, δεν τολμούν να καταφερθούν ενάντια στην ισραηλινή επιθετικότητα και χρησιμοποιούν το φυσικό πλούτο των χωρών τους αποσκοπώντας στον προσωπικό τους πλουτισμό. Αυτές είναι οι βαθύτερες αιτίες του επαναστατικού ξεσηκωμού των αραβικών λαών. Μια δημοσκόπηση, που διενεργήθηκε το 2009 σε μια σειρά αραβικές χώρες, ανέδειξε με 36% τον Ούγκο Τσάβες ως τον πιο δημοφιλή ηγέτη με μεγάλη διαφορά από τους υπόλοιπους.
Η μόνη αξιόπιστη δύναμη στην οποία μπορεί να υπολογίζει η επανάσταση στη Βενεζουέλα είναι οι μάζες των εργατών και της νεολαίας στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, καθώς και στον υπόλοιπο κόσμο, που νιώθουν αλληλέγγυοι προς τη Μπολιβαριανή Επανάσταση, επειδή κάτι παρόμοιο θα ήθελαν να συμβεί και στις δικές τους χώρες. Ο Ούγκο Τσάβες και η Μπολιβαριανή Επανάσταση οφείλουν να ταχθούν ανεπιφύλακτα υπέρ του επαναστατικού κύματος που σαρώνει τον αραβικό κόσμο, γιατί είναι μέρος της παγκόσμιας επανάστασης, της οποίας η Λατινική Αμερική ήταν τα προηγούμενα χρόνια η εμπροσθοφυλακή. Αυτό σημαίνει την πλήρη υποστήριξη προς το λυβικό λαό που έχει ξεσηκωθεί ενάντια στον Γκαντάφι, ενώ ταυτόχρονα αποκλείει κάθε ιμπεριαλιστική επέμβαση.
Στην προσπάθειά του να αποτρέψει μια ξένη στρατιωτική επέμβαση, ο Τσάβες πρότεινε να σταλεί στη Λιβύη μια διεθνής επιτροπή διαμεσολάβησης. Σύμφωνα με τις τελευταίες αναφορές στα ΜΜΕ, ενώ ο Γκαντάφι έκανε αποδεκτή αυτή την πρόταση, ο γιος του Σαΐφ Αλ Ισλάμ την απέρριψε: «Σας ευχαριστούμε, αλλά μπορούμε να λύσουμε μόνοι μας τα προβλήματά μας. Οι Βενεζουελάνοι, είναι φίλοι μας, τους σεβόμαστε, τους συμπαθούμε, αλλά είναι πολύ μακριά. Δεν γνωρίζουν διόλου τη Λιβύη. Η Λιβύη είναι στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική. Η Βενεζουέλα είναι στην Κεντική Αμερική». Προς πληροφόρησιν του Σαΐφ, η Βενεζουέλα δεν βρίσκεται στην Κεντρική Αμερική, αλλά δίχως αμφιβολία άλλα ζητήματα απασχολούν τη διάνοιά του.
Από την πλευρά τους και οι εξεγερμένοι Λύβιοι απέρριψαν τη διαμεσολάβηση, λέγοντας ότι δεν έχουν ακούσει τίποτε γι’ αυτήν, αλλά ότι έτσι κι αλλιώς είναι ήδη πολύ αργά για διαπραγματεύσεις και ότι πάρα πολλοί άνθρωποι έχουν σκοτωθεί από τον Γκαντάφι. Εάν κανείς έχει πλήρη επίγνωση της κατάστασης που επικρατεί στη Λιβύη, όπου μια κυβέρνηση καταστέλλει βάναυσα ειρηνικές διαδηλώσεις, ενώ στη συνέχεια έχουμε μια μαζική ένοπλη εξέγερση με τμήματα του στρατού και της αστυνομίας να περνούν με το μέρος των εξεγερμένων, τότε μπορεί να αντιληφθεί γιατί μια τέτοια πρόταση είναι εντελώς άτοπη. Είναι σαν να έλεγε κάποιος τις τελευταίες μέρες της Κουβανικής Επανάστασης, όταν ο επαναστατικός στρατός ήταν έτοιμος να ανατρέψει τον Μπατίστα «περιμένετε μισό λεπτό, ας δεχτούμε μια διεθνή διαμεσολάβηση για να υπάρξει ένας συμβιβασμός ανάμεσα στον Μπατίστα και το Κίνημα της 26ης Ιουλίου».
Η μόνη θέση που ένας επαναστάτης μπορεί να πάρει σε μια τέτοια κατάσταση είναι αυτή της υποστήριξης στον ξεσηκωμό του λιβυκού λαού. Εάν ο Ούγκο Τσάβες δεν ταχθεί ξεκάθαρα με το μέρος των επαναστατημένων μαζών στον αραβικό κόσμο, τότε θα έχει διαπράξει ένα ολέθριο σφάλμα, που η επανάσταση στη Βενεζουέλα μπορεί να πληρώσει πολύ ακριβά. Ο Τσάβες βλέπει τη σύγκρουση στη Λιβύη μέσα από παραμορφωτικούς φακούς, κάνοντας ατυχείς συγκρίσεις. Οι Λύβιοι αντάρτες δεν μπορούν να συγκριθούν με την αντιπολίτευση στη Βενεζουέλα και η κατάσταση στην οποία έχει περιπέσει ο Γκαντάφι δεν μπορεί να εξομοιωθεί με κανένα τρόπο με αυτή που βρίσκεται ο Τσάβες.
Πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι: αυτό που βλέπουμε στη Λιβύη και στον υπόλοιπο αραβικό κόσμο δεν είναι ένα πραξικόπημα του τύπου της 11ης Απριλίου 2002 κατευθυνόμενο από τα αστικά ΜΜΕ, αλλά μια 27η Φεβρουαρίου του 1989, μια εξέγερση όπως αυτή του Καρακάτσο, όπου η κυβέρνηση χρησιμοποιεί το στρατό ενάντια σε άοπλους διαδηλωτές. Είμαστε αντίθετοι σε κάθε ιμπεριαλιστική επέμβαση, όμως πρέπει να ξεκαθαρίσουμε με ποια πλευρά τασσόμαστε: αυτή του λιβυκού λαού ενάντια στο καθεστώς Γκαντάφι.