Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΕλληνική ΕπικαιρότηταΛΑΡΚΟ: Επαναλειτουργία υπό κρατική ιδιοκτησία με εργατικό έλεγχο η μόνη λύση

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

ΛΑΡΚΟ: Επαναλειτουργία υπό κρατική ιδιοκτησία με εργατικό έλεγχο η μόνη λύση

Άρθρο για τo επιχειρούμενο ξεπούλημα της ΛΑΡΚΟ και τις αναγκαίες διεκδικήσεις για να είναι νικηφόρος ο αγώνας των εργαζομένων.

Φωτογραφία: paraskhnio.gr
Φωτογραφία: paraskhnio.gr

Η κυβέρνηση της ΝΔ ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά, στα τέλη Μαρτίου, το κλείσιμο της ΛΑΡΚΟ και την απόλυση των εργαζομένων της επιχείρησης. Η ΛΑΡΚΟ θα πουληθεί, αλλά δε θα επαναλειτουργήσει, καθώς οι νέοι ιδιοκτήτες σκοπεύουν να την πουλήσουν κομμάτι-κομμάτι. Το ξεπούλημα και η διάλυση της ΛΑΡΚΟ είναι η τελευταία πράξη ενός έργου πολλών χρόνων απαξίωσης και υποχρηματοδότησης της επιχείρησης, μίας γνώριμης σε όλους πλέον μεθόδου για το ξεπούλημα κρατικών εταιρειών. Το 2013, η τότε μνημονιακή κυβέρνηση πέρασε τη ΛΑΡΚΟ στο ΤΑΙΠΕΔ για να πουληθεί. Το 2020 η ΛΑΡΚΟ τέθηκε σε καθεστώς πτωχευτικού κώδικα, ενώ το Φεβρουάριο του 2022 όλες οι παραγωγικές εργασίες σταμάτησαν.

Τελικά η ΝΔ αποφάσισε να παραχωρήσει τη ΛΑΡΚΟ στην κοινοπραξία ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ – AD HOLDING με αντίτιμο μόλις 6 εκατομμύρια ευρώ. Ωστόσο, το ξεπούλημα της ΛΑΡΚΟ δεν προχώρησε λόγω του ότι η ανταγωνίστρια εταιρεία (Ιρλανδική CMI) προσέφυγε στο ΣτΕ, καθώς είχε καταβάλει μεγαλύτερο ποσό για τη ΛΑΡΚΟ, αλλά τελικά αποκλείστηκε από την κυβέρνηση που ήθελε να ωφελήσει τους ντόπιους καπιταλιστές. Προς το παρόν λοιπόν, η υπόθεση του ξεπουλήματος της ΛΑΡΚΟ εκκρεμεί δικαστικά, αλλά αυτό δεν εμπόδισε την κυβέρνηση να επισπεύσει την απόλυση των εργαζομένων, καθώς κανένας επίδοξος αγοραστής δεν ενδιαφέρεται να επαναλειτουργήσει το εργοστάσιο. Η Ιρλανδική CMI, ενδιαφέρεται μόνο για την αγορά των μεταλλείων της ΛΑΡΚΟ, ενώ η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ θέλει να πουλήσει το εργοστάσιο για «παλιοσίδερα» (το λεγόμενο «σκραπ»).

Η όλη διαδικασία της ιδιωτικοποίησης είναι ένα γιγάντιο ταξικό σκάνδαλο. Οι νέοι «επενδυτές» θ’ αγοράσουν τη ΛΑΡΚΟ με 6 εκατομμύρια και θα πουλήσουν μηχανήματα και υλικά που αξίζουν περίπου 400 εκατομμύρια ευρώ βγάζοντας τεράστια κέρδη. Το συγκεκριμένο ξεπούλημα είναι σκανδαλώδες, πολύ περισσότερο γιατί η ΛΑΡΚΟ είναι η μοναδική επιχείρηση εξόρυξης νικελίου στην ΕΕ και αξιοποιεί το μεγαλύτερο καταγραμμένο απόθεμα νικελίου εντός ορίων της Ευρώπης, που αποτιμάται στα 20 δισ. ευρώ. Οι τιμές νικελίου σημείωσαν μεγάλες διακυμάνσεις τα τελευταία χρόνια και είναι αρκετά χαμηλές. Αυτό αξιοποιείται ως βασικό επιχείρημα από τους υπέρμαχους του ξεπουλήματος της επιχείρησης. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα, οι τάσεις στην τιμή του νικελίου είναι διαρκώς ανοδικές. Το νικέλιο χρησιμοποιείται σε μπαταρίες, στην αυτοκινητοβιομηχανία, και στη λεγόμενη «πράσινη ενέργεια». Είναι σημαντικό στοιχείο για τις ανεμογεννήτριες, τους ηλιακούς συλλέκτες κ.α. Οπότε η ζήτηση θα είναι διαρκώς ανοδική. Αφού λοιπόν πετάξουν τους εργαζομένους στον δρόμο και η υπάρχουσα εταιρεία πουληθεί κομμάτι-κομμάτι, θα έρθουν αναπόφευκτα πολυεθνικές να αξιοποιήσουν τα πλούσια κοιτάσματα νικελίου, προσλαμβάνοντας εργαζόμενους με πολύ χειρότερους όρους από αυτούς των εργαζομένων της ΛΑΡΚΟ

Η κυβέρνηση της ΝΔ υποκριτικά υποσχόταν στους εργαζόμενους ότι η ιδιωτικοποίηση της ΛΑΡΚΟ δεν θα επηρέαζε τις θέσεις εργασίας τους. Τώρα ξαφνικά οι εργαζόμενοι ενημερώθηκαν ότι απολύονται. Η κυβέρνηση προσπάθησε να χρυσώσει το χάπι της απόλυσης των εργαζομένων με «δέσμη μέτρων», με την οποία υπόσχεται θέσεις εργασίας για 7 χρόνια στους εργαζόμενους άνω των 55 χρόνων και μόλις για 2 χρόνια για τους εργαζόμενους κάτω των 55 ετών. Με αυτό τον ύπουλο τρόπο προσπαθεί να αμβλύνει τις αντιδράσεις, αλλά και να διασπάσει τους εργαζόμενους της επιχείρησης με βάση την ηλικία.

Τώρα οι εργαζόμενοι της ΛΑΡΚΟ αγωνίζονται ενάντια στο κλείσιμο της επιχείρησης, όπως κάνουν συστηματικά τα τελευταία χρόνια. Μάλιστα προχώρησαν στην κατάληψη της ΛΑΡΚΟ, και δήλωσαν ότι «δεν θα βγουν μέχρι να δικαιωθούν». Αυτό ήταν ένα σωστό βήμα. Όμως δεν είναι αρκετό. Η κατάληψη απλώς ενός εργοστασίου που προορίζεται για ξεπούλημα δεν κοστίζει ιδιαίτερα στους καπιταλιστές, καθώς έχουν την πολυτέλεια να περιμένουν. Για τους εργαζόμενους της ΛΑΡΚΟ δεν ισχύει το ίδιο. Η μισθοδοσία τους σταματάει στις 12 Μαΐου και αργά ή γρήγορα, θα πρέπει να βρουν δουλειά ή να αποδεχθούν την άθλια «προσφορά» της κυβέρνησης για να επιβιώσουν.


Η απεργία αυτονόητα δεν αποτελεί επιλογή σε ένα κλειστό εργοστάσιο. Ο μόνος τρόπος για να διατηρήσουν τις δουλειές τους οι εργαζόμενοι είναι να αμφισβητήσουν την καπιταλιστική ιδιοκτησία και να αγωνιστούν για την επαναλειτουργία της υπό καθεστώς πλήρους κρατικής ιδιοκτησίας και με εργατικό έλεγχο. Αναπόφευκτα, μέχρι να πραγματοποιηθεί αυτή η διεκδίκηση, οι εργαζόμενοι πρέπει να παλέψουν να την κρατήσουν ανοικτή με τις δικές τους δυνάμεις, υπό καθεστώς εργατικής διοίκησης και διαχείρισης


Οι εργαζόμενοι της ΛΑΡΚΟ μπορούν να αντλήσουν μαθήματα για τον αγώνα τους από την πλούσια εμπειρία του εργατικού κινήματος. Σε περιόδους όξυνσης της ταξικής πάλης, είτε στα πλαίσια ενός μεμονωμένου εργοστασίου είτε στα πλαίσια ενός επαναστατικού κινήματος, βλέπουμε το φαινόμενο της κατάληψης των εργοστασίων από τους εργαζόμενους και σε αρκετές περιπτώσεις την επαναλειτουργία τους με εργατική διοίκηση και διαχείριση. Τέτοιες περιπτώσεις καταλήψεων έχουμε δει σε επαναστατικά κινήματα όπως στην Ιταλία της δεκαετίας του 1920 και στη Βενεζουέλα στις αρχές του 2000, αλλά και σε άλλες χώρες σε μη επαναστατικές συνθήκες.

Στην Ελλάδα, τη δεκαετία του 1980, οι εργαζόμενοι απάντησαν στα κλεισίματα εργοστασίων από τους καπιταλιστές με καταλήψεις και διεκδίκηση για εθνικοποίηση. Αυτό συνέβη σε επιχειρήσεις όπως η Πειραϊκή-Πατραϊκή, η ΒΕΛΚΑ, η ΑΓΕΤ Ηρακλής, αλλά και η ΛΑΡΚΟ. Τελικά οι εργαζόμενοι κατάφεραν να νικήσουν μετά από συνεχείς κινητοποιήσεις που ανάγκασαν την τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ να προχωρήσει στην κρατικοποίησή τους. Ένα άλλο ενδιαφέρον πρόσφατο παράδειγμα συνεταιριστικής εργατικής διαχείρισης είναι αυτό της ΒΙΟΜΕ, το οποίο οι εργαζόμενοι το κατέλαβαν και το επαναλειτούργησαν το 2013.

Ένα ακόμα παράδειγμα είναι αυτό της επιχείρησης κεραμικών Ζανόν στην Αργεντινή. Οι εργαζόμενοι εκεί, αντί να αποδεχτούν μοιρολατρικά την απόλυση και το κλείσιμο του εργοστασίου, το κατέλαβαν και το λειτούργησαν με εργατικό έλεγχο το 2001. Οι εργαζόμενοι μάλιστα δεν είχαν αυταπάτες για τη δυνατότητα να χτίσουν μία «σοσιαλιστική» νησίδα στα πλαίσια του καπιταλισμού. Πάλεψαν και μετά από 9 χρόνια κατάφεραν να πετύχουν την κρατικοποίηση του εργοστασίου με εργατικό έλεγχο.

Ανάλογα παραδείγματα όμως έχουμε και από τον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο. Στον Καναδά, το 2004, οι ιδιοκτήτες του μεγαλύτερου εργοστασίου παραγωγής αλουμινίου (Αλκάν), ανακοίνωσαν ξαφνικά το κλείσιμό του. Για να προστατεύσουν τις δουλειές τους, οι εργαζόμενοι κατέλαβαν το εργοστάσιο και το λειτούργησαν με εργατική διαχείριση. Ωστόσο αντιμετώπισαν, όπως ήταν αναπόφευκτο, τον λυσσασμένο πόλεμο της κυβέρνησης και των καπιταλιστών. Αντιμετώπισαν διαρκείς διώξεις από το κράτος και άρνηση από τους καπιταλιστές να πουλήσουν στο εργοστάσιο πρώτες ύλες ή να μεταφέρουν το εμπόρευμα στην αγορά. Η ταξική «αλληλεγγύη» των καπιταλιστών οδήγησε τελικά σε οικονομικό μαρασμό το εργοστάσιο

Το τελευταίο αυτό παράδειγμα δείχνει ότι ένα κατειλημμένο εργοστάσιο δεν μπορεί να μακροημερεύσει στα πλαίσια του καπιταλισμού. Οι εργαζόμενοι σε ένα τέτοιο εργοστάσιο πρέπει να παλέψουν τελικά για την κοινωνικοποίηση ολόκληρης της οικονομίας. Αν δεν γίνει κάτι τέτοιο, ένα τέτοιο εγχείρημα, αργά η γρήγορα, θα αποτύχει είτε με την οικονομική αποτυχία του είτε με τη μετατροπή των εργαζομένων σε μικρούς καπιταλιστές.

Δυστυχώς το αίτημα για επαναλειτουργία υπό κρατική ιδιοκτησία με εργατικό έλεγχο δεν προβάλλεται από την ηγεσία του σωματείου. Αυτό δεν αντανακλά την ανώριμη ακόμα φάση της συνείδησης των εργαζομένων αλλά τη θέση της ηγεσίας του ΚΚΕ που είναι και πλειοψηφία στο συγκεκριμένο σωματείο. Η ηγεσία του ΚΚΕ εναντιώνεται στο αίτημα της κατάληψης των εργοστασίων που κλείνουν και την επαναλειτουργία τους υπό κρατική ιδιοκτησία με εργατικό έλεγχο με το σκεπτικό ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να είναι βιώσιμο στον καπιταλισμό. Φυσικά το επιχείρημα ότι δεν μπορείς να φτιάξεις επιχειρήσεις που λειτουργούν ως «σοσιαλιστικές νησίδες» μέσα στον καπιταλισμό είναι κάτι με το οποίο συμφωνούν όλοι οι μαρξιστές. Το αίτημα της κατάληψης των κλειστών εργοστασίων και της επαναλειτουργίας τους υπό κρατική ιδιοκτησία με εργατικό έλεγχο είναι ένα μεταβατικό αίτημα που συνδέει τις πιεστικές ανάγκες των εργαζομένων σήμερα με την πάλη για τον σοσιαλισμό. Για τους εργάτες της ΛΑΡΚΟ, η ανάγκη να σώσουν τις δουλειές τους συνδέεται άμεσα με την αμφισβήτηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας σήμερα και όχι σε κάποιο μακρινό μέλλον.

Τα μεταβατικά αιτήματα δεν είναι εφεύρημα των τροτσκιστών. Αποτελούν την αποκρυστάλλωση της εμπειρίας του μπολσεβίκικου κόμματος και της 3ης Διεθνούς. Ο Λένιν εξηγούσε ότι στη φάση του ιμπεριαλισμού, η συγκέντρωση του κεφαλαίου επιβάλει να «προβάλλεται από παντού το αίτημα της επιβολής κρατικού και κοινωνικού ελέγχου στην παραγωγή» και το κόμμα πρέπει «να ζητάει την εθνικοποίηση των τραπεζών, των καπιταλιστικών συνδικάτων (των τραστ) κτλ.» (Υλικά σχετικά με την αναθεώρηση του προγράμματος του κόμματος, Β.Ι. Λένιν, Άπαντα, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, τ. 32, σελ. 155-156). Επίσης ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι πρόβαλλαν το αίτημα του εργατικού ελέγχου ως μέσο για να αποκαλυφθούν οι απάτες του μεγάλου κεφαλαίου και να εκπαιδευτεί η εργατική τάξη για την ανάληψη της διαχείρισης των επιχειρήσεων και τελικά της οικονομίας συνολικά.

Τα μεταβατικά αιτήματα υιοθετήθηκαν από τα κομμουνιστικά κόμματα την περίοδο που στην ηγεσία της Κομμουνιστικής Διεθνούς βρισκόταν ακόμη ο Λένιν. Στα ντοκουμέντα των 4 πρώτων συνεδρίων διαβάζουμε: «Στο πρόγραμμα των εθνικών τμημάτων πρέπει να αιτιολογείται καθαρά και με ακρίβεια η ανάγκη του αγώνα για τις μεταβατικές διεκδικήσεις…
…Το 4ο Συνέδριο τάσσεται επίσης αποφασιστικά εναντίον κάθε προσπάθειας να παρουσιαστεί η εισαγωγή των μεταβατικών διεκδικήσεων στο πρόγραμμα σαν οπορτουνισμός, καθώς και εναντίον κάθε προσπάθειας να περιοριστούν ή να αντικατασταθούν οι βασικοί αντικειμενικοί σκοποί από μερικές διεκδικήσεις…» (3η Διεθνής, Τέσσερα Πρώτα Συνέδρια, Εκδόσεις ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΑΛΗ, σελ. 417).

Η ηγεσία του ΚΚΕ δεν προβάλλει μεταβατικά αιτήματα αλλά έχει επιστρέψει στο μίνιμουμ και μάξιμουμ πρόγραμμα της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας και της ανοιχτά ρεφορμιστικής περιόδου του σταλινισμού. Τα σοσιαλιστικά αιτήματα μένουν στο πρόγραμμα και χρησιμοποιούνται στις κομματικές συγκεντρώσεις αλλά στους καθημερινούς αγώνες χρησιμοποιείται το μίνιμουμ πρόγραμμα, δηλαδή ο αγώνας για επιμέρους διεκδικήσεις. Ανάμεσα στο μίνιμουμ και το μάξιμουμ πρόγραμμα δεν υπάρχει καμία γέφυρα.

Μέχρι να ωριμάσουν οι συνθήκες, δηλαδή η εργατική τάξη να αποκτήσει ξαφνικά τη σοσιαλιστική «φώτιση», η ηγεσία του ΚΚΕ θα προβάλλει στο εργατικό κίνημα μόνο μίνιμουμ αιτήματα, δηλαδή αυξήσεις μισθών, πάλη ενάντια στις απολύσεις κλπ. Με αυτό τον τρόπο όμως δε βοηθάει καθόλου στη διαδικασία «ωρίμανσης» της συνείδησης των εργαζομένων. Το σοβαρό αυτό λάθος της ηγεσίας του ΚΚΕ φαίνεται στο αδιέξοδο της καθοδήγησης του αγώνα των εργαζομένων της ΛΑΡΚΟ. Το σωματείο προβάλλει τα στοιχειώδη επιμέρους αιτήματα, δηλαδή να μην κλείσει η ΛΑΡΚΟ και να μην απολυθούν οι εργαζόμενοι. Ωστόσο δεν προβάλει καν το ζήτημα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της επιχείρησης. Ενώ παραδοσιακά η θέση των εργαζομένων ήταν η εναντίωση στην ιδιωτικοποίηση της ΛΑΡΚΟ, τώρα το σωματείο ζητάει να ολοκληρωθεί αυτή η ιδιωτικοποίηση με την προϋπόθεση να λειτουργήσει η επιχείρηση. Όπως τόνισε ο πρόεδρος του σωματείου, οι εργαζόμενοι διεκδικούν: «Ο διαγωνισμός της ΛΑΡΚΟ επιτέλους να ολοκληρωθεί εξασφαλίζοντας την επαναλειτουργία και την ανάπτυξή της και μέχρι τότε όλοι οι εργαζόμενοι, και των εργολαβιών, να παραμείνουμε στην εργασία μας προετοιμάζοντας την επαναλειτουργία της».

Ο αγώνας στη ΛΑΡΚΟ είναι σημείο αναφοράς όχι μόνο για τους εργαζόμενους εκεί αλλά για όλο το εργατικό κίνημα. Μία ήττα τους θα επιδράσει αρνητικά στο εργατικό κίνημα, ενώ μία νίκη μπορεί να γίνει σημείο αναφοράς για νέους νικηφόρους αγώνες. Ο αγώνας των εργαζομένων της ΛΑΡΚΟ είναι επίσης σημαντικός για έναν ακόμα λόγο. Η φάση ασθενικής ανάκαμψης του ελληνικού καπιταλισμού φτάνει στο τέλος της. Το ένα εργοστάσιο μετά το άλλο θα αρχίσουν να βάζουν λουκέτο. Χιλιάδες εργαζόμενοι θα αντιμετωπίσουν το ίδιο ερώτημα: τι κάνουμε τώρα; Η απάντηση θα είναι είτε παθητική αποδοχή της ανεργίας, είτε κατάληψη και επαναλειτουργία του εργοστασίου με εργατική διαχείριση με αίτημα την κρατικοποίησή του με εργατικό έλεγχο και πάλη για την άνοδο μίας εργατικής κυβέρνησης, η οποία θα εντάξει τα κατειλημμένα εργοστάσια στο πλαίσιο μίας κοινωνικοποιημένης σχεδιασμένης οικονομίας.

Ηλίας Κυρούσης

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα