Ο παγκόσμιος καπιταλισμός συνεχίζει να μοιάζει με ένα αχαρτογράφητο ναρκοπέδιο, πάνω στο οποίο βαδίζει η ανθρωπότητα γεμάτη αγωνία για το πότε θα πέσει θύμα μια νέας έκρηξης. Την ώρα που οι νεκροί από την πανδημία έχουν ξεπεράσει τα 5 εκατομμύρια παγκόσμια, οι αστικές άρχουσες τάξεις είναι απορροφημένες από τις αγαπημένες τους ασχολίες: ακραίος παρασιτισμός και αχαλίνωτη κερδοσκοπία.
Τον ακραίο καπιταλιστικό παρασιτισμό ανέδειξε πρόσφατα το σκάνδαλο «Pandora Papers». Εκεί εκτέθηκαν αντιπροσωπευτικά οι βρώμικες οικονομικές συναλλαγές της άρχουσας τάξης. Η σχετική διαρροή δεδομένων περιέχει εκατομμύρια έγγραφα με πληροφορίες για περιουσιακά στοιχεία περισσότερων από 100 δισεκατομμυριούχων, κρατικών ηγετών και στελεχών. Αυτή η διαρροή αποκάλυψε την ύπαρξη υπεράκτιας περιουσίας συνολικού ύψους έως και 32 τρισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή ενός ποσού που ισοδυναμεί με το άθροισμα του ετήσιου ΑΕΠ των ΗΠΑ, της Κίνας, της Ιαπωνίας και της Γερμανίας μαζί!
Μετά την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας στο διάστημα Απριλίου – Αυγούστου 2021, οι δομικές αντιφάσεις του συστήματος εκδηλώνονται στο προσκήνιο με αυτό που οι αστοί αναλυτές περιγράφουν ως «τέλεια καταιγίδα». Από τη μία πλευρά έχουμε τις επιπτώσεις από την παράταση της πανδημίας κύρια εξαιτίας του απάνθρωπου φαινομένου του ελλιπούς εφοδιασμού των φτωχότερων χωρών σε εμβόλια, και γενικότερα ως αποτέλεσμα της οργανικής ανικανότητας του καπιταλισμού και των αστικών κυβερνήσεων να διαχειριστούν κατάλληλα την υγειονομική κρίση. Από την άλλη, έχουμε σε εξέλιξη ένα παγκόσμιο κύμα πληθωρισμού, κύρια με μια μεγάλη αύξηση των τιμών στην ενέργεια, στο πλαίσιο του οποίου αυξάνονται αλυσιδωτά οι τιμές σε όλα τα βασικά αγαθά και υπηρεσίες. Χαρακτηριστικά, ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ τον Οκτώβριο ανήλθε σε 6,2%, φτάνοντας σε επίπεδο ρεκόρ για τα τελευταία 31 χρόνια. Τον ίδιο μήνα, ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη ανέβηκε στο 4,1% από 3,4% τον Σεπτέμβριο.
Ο πληθωρισμός, σε τελική ανάλυση είναι το προϊόν της ίδιας της κερδοσκοπικής και άναρχης φύσης του καπιταλισμού. Όπως δείξαμε στην ειδική ανάλυση για το θέμα που δημοσιεύσαμε πρόσφατα στην ιστοσελίδα μας, μια σειρά στοιχεία και γεγονότα φανερώνουν ότι ο σημερινός πληθωρισμός είναι πληθωρισμός αχαλίνωτης καπιταλιστικής κερδοσκοπίας και κλασικής εκδήλωσης των συνεπειών της αναρχίας της καπιταλιστικής αγοράς, και όχι ένα φαινόμενο που πηγάζει απλώς από την «αυξημένη ζήτηση» των τελευταίων μηνών, όπως υποστηρίζουν οι αστοί αναλυτές. Και αυτό το φαινόμενο, ασφαλώς ενισχύεται από τις μεγάλες ποσότητες χρήματος που «ρίχνουν» οι κυβερνήσεις (πάνω από 16 τρισ. δολάρια) και οι κεντρικές τράπεζες (πάνω από 7,5 τρισ. δολάρια), κυρίως στις τράπεζες και τις μεγάλες επιχειρήσεις, από τον Μάρτιο του 2020 και μετά, στο όνομα της αντιμετώπισης της πανδημίας.
Η ελληνική ανάκαμψη σε αμφισβήτηση
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ, ο πληθωρισμός τον Οκτώβριο ανήλθε στο 3,4% από 2,2% τον Σεπτέμβριο. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, σε ετήσια βάση το φυσικό αέριο αυξήθηκε κατά 108,5%, το πετρέλαιο θέρμανσης κατά 28,9% και η βενζίνη κατά 18,1%. Επίσης, μεγάλες αυξήσεις καταγράφηκαν και στα είδη διατροφής. Ενδεικτικά, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το μήνα Σεπτέμβριο σε ετήσια βάση η τιμή του ελαιόλαδου αυξήθηκε κατά 18,4%, των νωπών λαχανικών κατά 21,1%, του αρνιού και του κατσικιού κατά 17,5%. Ανοδική πορεία ακολούθησαν και οι τιμές βασικών οικοδομικών υλικών όπως οι σωλήνες χαλκού, οι οποίοι στο ίδιο διάστημα αυξήθηκαν κατά 15,7% και τα τούβλα που αυξήθηκαν κατά 8,7%.
Παρά τις προαναφερθείσες ανατιμήσεις, η κυβέρνηση της Δεξιάς «επισήμως» δεν φέρεται να ανησυχεί για την προοπτική της ελληνικής οικονομίας. Τα καθησυχαστικά λόγια της όμως, δεν έχουν καμία πραγματική βάση. Αν ο πληθωρισμός είναι πρόβλημα για χώρες που έχουν ισχυρή βιομηχανική παραγωγή και έχουν ένα πολύ πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο (σχέση εξαγωγών-εισαγωγών) όπως η Γερμανία, τότε για τις πιο αδύναμες βιομηχανικά χώρες της Ευρωζώνης που έχουν ένα πολύ αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο όπως η Ελλάδα, ο πληθωρισμός αντιπροσωπεύει έναν εν δυνάμει εφιάλτη. Χαρακτηριστικά, το εμπορικό έλλειμμα της Ελλάδας ανήλθε σε πάνω από 16 δισ. ευρώ για την περίοδο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου του 2021, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ, όντας αυξημένο κατά 21,1% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2020. Με δεδομένη την ύπαρξη ενός τέτοιου μεγάλου εμπορικού ελλείμματος, μια ενδεχόμενη περαιτέρω ενδυνάμωση του διεθνούς πληθωριστικού κύματος θα βρει στην Ελλάδα ένα εξαιρετικά ευνοϊκό πεδίο ανάπτυξης.
Επιπλέον, η Ελλάδα είναι βασική υποψήφια να βιώσει μια επώδυνη μελλοντική φάση στασιμοπληθωρισμού, δηλαδή του «θανατηφόρου» συνδυασμού πληθωρισμού και στάσιμων ρυθμών εξέλιξης του ΑΕΠ. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, δεν έχουν ακόμα κοπάσει οι κυβερνητικοί πανηγυρισμοί από τις ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ για τον ρυθμό εξέλιξης του ΑΕΠ κατά το β’ τρίμηνο, όπου είχαμε αύξηση 16,2% σε σχέση με το ίδιο περσινό διάστημα. Αυτό που δεν αναφέρει η κυβέρνηση όμως, είναι πως αυτό το διψήφιο ποσοστό σημειώθηκε σε σύγκριση με το χειρότερο τρίμηνο της περσινής χρονιάς, όπου είχαμε το πρώτο και πιο σκληρό λοκντάουν της πανδημίας.
Βλέποντας την αληθινή, «μεγάλη εικόνα», δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αξία του ετήσιου ελληνικού ΑΕΠ, κλείνοντας το 2020 στα 165,83 δισ. ευρώ, έχει επιστρέψει κάτω και από τα επίπεδα του 1999! Από την αρχή της κρίσης, το 2008, το ελληνικό ΑΕΠ έχει χάσει το 30% της αξίας του. Αντίθετα, το συνολικό ΑΕΠ της Ευρωζώνης, παρά την κρίση του 2020 είναι σήμερα αυξημένο κατά 2,27% σε σχέση με το 2008, με το ΑΕΠ της Γερμανίας το ίδιο χρονικό διάστημα να είναι αυξημένο κατά 8,66%.
Η κυβέρνηση και τα λοιπά στρατηγικά επιτελεία του ελληνικού κεφαλαίου εμφανίζονταν μέχρι πρότινος να ποντάρουν για να διατηρηθεί η ανάκαμψη στη συνέχιση της απελευθέρωσης της «καταπιεσμένης» από τα λοκντάουν κατανάλωσης, επικαλούμενοι την αύξηση στις καταθέσεις κατά 24 δισ. ευρώ (10 δισ. από τις επιχειρήσεις και 14 δισ. ευρώ από τα νοικοκυριά). Αλλά αυτή η διαδικασία έχει ημερομηνία λήξης. Τώρα πλέον, το διεθνές κύμα πληθωρισμού αρχίζει και πιέζει την κατανάλωση προς την αντίθετη κατεύθυνση και απειλεί να κάνει την ανάκαμψη παρελθόν.
Η άγρια λιτότητα επιστρέφει σύντομα
Επιπλέον, η αύξηση του πληθωρισμού απειλεί με έναν παραπέρα εκτροχιασμό το δημοσιονομικό έλλειμμα και το χρέος, μεγέθη που ήδη έχει επιδεινώσει δραματικά η κρίση από το 2020 έως σήμερα. Το έλλειμμα σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ βρίσκεται κοντά σε διψήφια ποσοστά, κινούμενο στα επίπεδα της προ Μνημονίων περιόδου. Από ένα πλεόνασμα σχεδόν 2,1 δισ. ευρώ το 2019, μέσα σε ένα χρόνο, το 2020 φτάσαμε σε έλλειμμα 16,13 δισ. ευρώ και 9,7% του ΑΕΠ! Και στο τέλος του 2021, μετά τη συμπλήρωση ενός συνολικού ποσού σχεδόν 42 δισ. ευρώ που θα έχει χορηγηθεί αυτή τη διετία κυρίως στις επιχειρήσεις με τη μορφή χρηματοδότησης των απωλειών των κερδών τους και κρατικής ανάληψης δικών τους υποχρεώσεων, το έλλειμμα αναμένεται να φτάσει στο 10% του ΑΕΠ.
Το κρατικό χρέος κατά το επτάμηνο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2021 εκτοξεύθηκε εξαιτίας των ελλειμμάτων αλλά και του νέου δανεισμού με έκδοση ομολόγων. Ξεπέρασε τα 388,49 δισ. ευρώ τον Ιούλιο και διαμορφώθηκε στο 236% του ΑΕΠ, φτάνοντας σε επίπεδα παγκόσμιου ρεκόρ, έναντι ποσοστού 233% της Ιαπωνίας, η οποία έχει τον επόμενο χειρότερο δείκτη. Αξίζει να θυμίσουμε ότι στις αρχές της κρίσης το 2009, το ελληνικό κρατικό χρέος ανερχόταν σε 299, 68 δισ. ευρώ και σε ποσοστό 129.7% του ΑΕΠ. Έχει δηλαδή αυξηθεί κατά 90 δισ. ευρώ και κατά 110 ποσοστιαίες μονάδες επί του ΑΕΠ, με μια επιδείνωση που επιβεβαιώνει ξεκάθαρα τη διαπίστωση ότι η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού όχι μόνο δεν έχει ξεπεραστεί, αλλά έχει επιδεινωθεί σε ακραίο βαθμό. Το ιδιαίτερα ανησυχητικό στοιχείο σχετικά με το ελληνικό κρατικό χρέος είναι ότι πλέον περνά όλο και πιο πολύ στα χέρια διαφορετικών ιδιωτών κατόχων ομολόγων και όχι της τρόικας (δάνεια ΕΤΧΣ, ΕΜΣ και ΔΝΤ), γεγονός που το κάνει δυσκολότερα διαχειρίσιμο, με το «ιδιωτικό» τμήμα του πλέον να ισοδυναμεί με 79,81 δισ. ευρώ, από 66,88 δισ. ευρώ που ήταν τον περασμένο Δεκέμβριο.
Η μεγάλη εκτόξευση ελλείμματος και χρέους είναι μια πραγματικότητα που προαναγγέλλει σκληρή λιτότητα μόλις τελειώσει η περίοδος της λεγόμενης γενικής ρήτρας διαφυγής του «Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης» και των σκληρών δημοσιονομικών του στόχων. Από το 2023 επιστρέφουν για το ελληνικό κράτος οι στόχοι για υψηλά πλεονάσματα. Σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2022-2025, που κατατέθηκε τον Ιούνιο στη Βουλή, το 2023 θα πρέπει να επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα στο 2% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να υπάρξει μια εξοικονόμηση πόρων ύψους 16 δισ. ευρώ, ενώ για το 2024 ο στόχος ανεβαίνει στο 2,8% και το 2025 στο 3,7%. Αυτοί οι στόχοι, πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού και με μια αστική κυβέρνηση στην εξουσία, δεν μπορεί παρά να σημαίνουν νέες περικοπές σε μισθούς, συντάξεις και κοινωνικές δαπάνες.
Αστική αντίδραση και εργατική δράση
Η αντιδραστική κυβέρνηση Μητσοτάκη, με τη σχετική σταθερότητα που της δίνει η μετάθεση της σκληρότερης λιτότητας για το 2023, συνεχίζει να αξιοποιεί τις ειδικές συνθήκες της πανδημίας για να αφαιρεί δικαιώματα από τον εργαζόμενο λαό και τη νεολαία προς όφελος της άρχουσας τάξης. Μετά το χτύπημα του δικαιώματος στη διαδήλωση και τη συνδικαλιστική δράση και την νομιμοποίηση της εγκαθίδρυσης της αστυνομίας στα Πανεπιστήμια, είχαμε το περασμένο καλοκαίρι το χτύπημα του 8ωρου και τη νομιμοποίηση των απλήρωτων υπερωριών, την ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, ενώ έφτασαν ακόμα και στο σημείο να νομιμοποιήσουν την παιδική εργασία σε ξενοδοχειακές μονάδες με το μανδύα της «μαθητείας».
Μέσα στο γενικό πλαίσιο της αντιδραστικής επίθεσης της ελληνικής άρχουσας τάξης στα εργατικά και δημοκρατικά δικαιώματα, έκαναν την εμφάνισή τους και οι νεοναζί με τις γνωστές θρασύδειλες επιθέσεις εναντίον αριστερών αγωνιστών σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Η προκλητική αστυνομική ανοχή που απολάμβαναν κατά τις επιθέσεις αυτές και η δικαστική αντιμετώπιση – χάδι που είχαν οι πρωταγωνιστές τους, σε συνδυασμό με την απόπειρα να αφεθεί ελεύθερος ο οργανωτής της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, Πατέλης, φανερώνουν για μία ακόμα φορά τη διαπλοκή κράτους-φασιστών και υπογραμμίζουν τη διαχρονική ανάγκη για την ενωτική, μαχητική αντιφασιστική δράση όλων των δυνάμεων του εργατικού κινήματος, της νεολαίας και της Αριστεράς.
Κυρίαρχος παράγοντας στην αντιδραστική πραγματικότητα που βιώνει ο εργαζόμενος λαός και η νεολαία όμως, είναι η εδραιωμένη μαζική φτώχεια. Είναι χαρακτηριστικό το αποτέλεσμα έρευνας που διεξήγαγε ο ιστότοπος «Compare the Market» και δημοσιεύθηκε στις 12/9/21, η οποία έδειξε ότι η Ελλάδα είναι στην τρίτη θέση των χωρών με τους «περισσότερο οικονομικά πιεσμένους κατοίκους», πίσω από την Κόστα Ρίκα και την Κολομβία.
Η γενικευμένη επίθεση στα δικαιώματα του εργαζόμενου λαού, σε συνδυασμό με τη μαζική φτώχεια την ώρα που στο όνομα της αντιμετώπισης των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας διοχετεύονται ή σχεδιάζεται να διοχετευθούν, ιδιαίτερα μέσω του λεγόμενου Ταμείου Ανάκαμψης, τεράστια κρατικά ποσά στις μεγάλες επιχειρήσεις, έχουν προκαλέσει τα πρώτα αξιοσημείωτα δείγματα μαζικής εργατικής-απεργιακής δράσης τα τελευταία 6-7 χρόνια.
Έχοντας ως προάγγελους μαζικές νεολαιίστικες κινητοποιήσεις όπως εκείνη έξω από το Εφετείο στη δίκη της Χρυσής Αυγής, τις μαθητικές καταλήψεις το ίδιο διάστημα, τις διαδηλώσεις ενάντια στην αστυνομοκρατία τον περασμένο Μάρτιο σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, το εργατικό κίνημα μπήκε στο προσκήνιο στις 10 Ιουνίου με μια μεγάλη 24ωρη γενική απεργία ενάντια στο «νόμο Χατζηδάκη». Μετά από αυτήν, κι ενώ στο κίνημα και την Αριστερά είχαν πληθύνει οι συνήθεις πεσιμιστικές κραυγές για «ήττα-ορόσημο», είχαμε τονίσει πως η 10η Ιουνίου δεν αντιπροσώπευε μια «τελευταία λέξη» για το εργατικό κίνημα, αλλά το ξεκάθαρο σημάδι μιας νέα αφύπνισης, με μπροστάρη τη νέα γενιά εργαζόμενων.
Είχαμε γράψει συγκεκριμένα στις 12/6: «Η μαζική γενική απεργία δημιούργησε μια νέα κατάσταση στο συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στην κυβέρνηση της άρχουσας τάξης και τον εργαζόμενο λαό δεν υπάρχει πλέον μια κυβέρνηση που διανύει την αντιδραστική θητεία της ανενόχλητη από ένα “παραλυμένο” εργατικό κίνημα. Τώρα το εργατικό κίνημα αναδείχθηκε στο προσκήνιο και πάλι ως υπολογίσιμο “αντίπαλο δέος”». Απαντώντας στις πεσιμιστικές φωνές συγκεκριμένα τονίζαμε ότι «η ψήφιση του νομοσχεδίου και όλα όσα περνά η κυβέρνηση αναπόφευκτα θα φέρει και μια ορισμένη ποσότητα απογοήτευσης, ιδιαίτερα στα παλαιότερα στρώματα της εργατικής τάξης που έχουν ήδη κουραστεί και απογοητευθεί από τις απανωτές ήττες της περασμένης δεκαετίας. Όμως δεν ήταν αυτή η γενιά εργαζόμενων που έδωσε τον τόνο στις 10 Ιουνίου. Η επιτυχία της γενικής απεργίας στηρίχθηκε στα πιο φρέσκα και νεαρότερα στρώματα της εργατικής τάξης. Και εδώ, δεν αναφερόμαστε μόνο σε όσους από αυτά τα στρώματα κινητοποιήθηκαν, αλλά και σε εκείνους που λόγω της τρομοκρατικής απειλής της άμεσης απόλυσης δεν απέργησαν τελικά. Ακόμα και σε αυτούς τους νέους εργαζόμενους η γενική απεργία και οι διεκδικήσεις της έγιναν ένα σημαντικό σημείο αναφοράς για μελλοντικούς αγώνες»
Η ζωή δικαίωσε πλήρως αυτές τις εκτιμήσεις. Έτσι αυτό το Φθινόπωρο μας έδωσε ήδη 3 μεγάλες εργατικές μάχες, που δείχνουν την αλλαγή της διάθεσης μέσα στο κίνημα, με 2 από αυτές μάλιστα να είναι νικηφόρες, Οι εργαζόμενοι στην e-food, μέσα από την τεράστια υποστήριξη που συγκέντρωσε στο σύνολο του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας ο αγώνας τους, μετέτρεψαν τις μαζικές απολύσεις σε προσλήψεις αορίστου χρόνου. Οι εργαζόμενοι στην COSCO αντιδρώντας στα εξοντωτικά, φονικά ωράρια, με μια απεργία διαρκείας κατέκτησαν τα περισσότερα από τα αιτήματά τους. Αλλά και η μη νικηφόρα, αλλά εντυπωσιακή για τον όγκο συμμετοχής απεργία των εκπαιδευτικών ενάντια στο νόμο για την «αξιολόγηση», αποτέλεσε επίσης μια απόδειξη για τη νέα μαχητική διάθεση που αναπτύσσεται σήμερα στο εργατικό κίνημα.
Επιπρόσθετα, μια ριζοσπαστική διάθεση συνεχίζει να εξαπλώνεται μέσα στη νεολαία, καθώς φέτος είδαμε μαθητικές καταλήψεις από τον αγιασμό, και μάλιστα με πολιτικά αιτήματα. Το πόσο φοβάται μάλιστα, την αφύπνιση της νεολαίας η ελληνική άρχουσα τάξη, το δείχνει η απόφαση της κυβέρνησης για αναβολή της εγκατάστασης της πανεπιστημιακής αστυνομίας στις σχολές.
Αυτή η νέα διάθεση που αναπτύσσεται στο εργατικό κίνημα και τη νεολαία, είναι η στοιχειώδης προϋπόθεση για να επιτευχθεί η απαραίτητη κομβική νίκη που θα ανοίξει το δρόμο για τη ριζική αλλαγή της μοίρας του εργαζόμενου λαού, δηλαδή η πτώση της αντιδραστικής κυβέρνησης της Δεξιάς. Ωστόσο, η απουσία από την Αριστερά μιας αποτελεσματικής τακτικής για την εξάπλωση και τη νίκη των μαζικών αγώνων και μιας διακριτής εναλλακτικής λύσης εξουσίας, υπονομεύει αυτή την υπόθεση.
Η Αριστερά εγκλωβισμένη σε αδιέξοδες πολιτικές
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να τηρεί μια παθητική στάση έναντι του βασικού καθήκοντος που έχει το κόμμα σαν η κύρια δύναμη στην αντιπολίτευσης, που είναι το να συμβάλει στην εξάπλωση των αγώνων και στην επιτάχυνση της πτώσης της αντεργατικής, αντιλαϊκής κυβέρνησης της Δεξιάς. Το ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ «σπρωγμένη» από την αναπτυσσόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια για την κυβέρνηση προβαίνει σε «δεσμεύσεις» για κατάργηση του ενός ή του άλλου κυβερνητικού νόμου και υπόσχεται 35ωρο («πειραματικά») και αύξηση του βασικού μισθού στα 800 ευρώ, δεν αρκεί για να ενθουσιάσει τους εργαζόμενους και να τους δώσει ένα στόχο πάλης που να αντιπροσωπεύει μια ουσιαστική αλλαγή στη σημερινή τους μοίρα. Εκτός από το μεγάλο πρόβλημα αξιοπιστίας που έχει στα μάτια των μαζών λόγω του πρόσφατου μνημονιακού της παρελθόντος, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δίνει διαρκώς στους εργαζόμενους την εικόνα μιας παθητικής αναμονής για να φθαρεί η κυβέρνηση από τη λαϊκή δυσαρέσκεια και τους εργατικού αγώνες, χωρίς η ίδια να θέλει «να κουνήσει ούτε το μικρό της δαχτυλάκι».
Η ηγεσία του ΜέΡΑ25, φαίνεται ότι αρχίζει να κατανοεί – έστω και καθυστερημένα – ότι για να δημιουργήσει ένα βιώσιμο και μαζικό αριστερό κόμμα πρέπει να ριζοσπαστικοποιήσει τη πολιτική και προγραμματική της γραμμή. Έτσι, στην πρόσφατη εισήγηση του Γραμματέα και της Πολιτικής Γραμματείας, στη συνεδρίαση της ΚΕ του ΜέΡΑ25 με την οποία προκηρύχθηκε το «1ο Διαβουλευτικό Συνέδριο» του κόμματος (20-23/1/22) αναφέρθηκε ότι «σε μια περίοδο που η ολιγαρχία έχει βρει ριζοσπαστικούς τρόπους να κερδίζει βουλιάζοντας την πλειοψηφία στην χρεοκοπία το ΜέΡΑ25 έχει ευθύνη να ριζοσπαστικοποιηθεί ανάλογα». Τονίστηκε επίσης ότι «οι οικονομικές εξελίξεις ακυρώνουν τον Πράσινο Κεϋνσιανισμό» και ότι «σήμερα, απαιτείται πολύ πιο ριζοσπαστικό πρόγραμμα από εκείνο που προτείναμε το 2019.»
Ωστόσο, αυτές οι γενικά σωστές διαπιστώσεις συνοδεύτηκαν από ένα θολό προγραμματικό «όραμα», τη «Συμμετοχική Αποκεντρωμένη Κοινωνία», που θα είναι «απελευθερωμένη τόσο από την εκμεταλλευτική εξουσία του καπιταλιστή όσο και από την συγκεντρωτική εξουσία του γραφειοκράτη». Εδώ, μπορεί κάποιος ξεκάθαρα να διακρίνει το φόβο μιας ρεφορμιστικής ηγεσίας να υιοθετήσει τους ξεκάθαρους προλεταριακούς επαναστατικούς σκοπούς του επιστημονικού σοσιαλισμού. Ποιο θα είναι το κοινωνικό υποκείμενο που θα πρωτοστατήσει στην οικοδόμηση αυτού του οράματος; Με ποια μέσα μπορούμε να φτάσουμε σε αυτό, με επαναστατικά ή «θεσμικά» μέσα; Τι σημαίνει «απελευθέρωση από την εκμεταλλευτική εξουσία του καπιταλιστή»; Είναι αυτό μια δήλωση υπέρ της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής την οποία πρεσβεύει ο σοσιαλισμός; Τι σημαίνει συγκεκριμένα η «Συμμετοχική και αποκεντρωμένη Κοινωνία» για την τύχη του αστικού κράτους και των αντιλαϊκών θεσμών και μηχανισμών του; Θα υπάρχει κεντρικός οικονομικός σχεδιασμός; Θα υπάρχει εθνική ή διεθνής προοπτική, εθνικό ή διεθνές περιεχόμενο οικοδόμησης αυτής της κοινωνίας; Σε όλα αυτά τα κρίσιμα ερωτήματα ο επαναστατικός μαρξισμός έχει σαφείς και ξεκάθαρες απαντήσεις. Το χρέος κάθε αγωνιστή του κόμματος είναι να τις γνωρίσει και να τις λάβει υπόψη του στην αναγκαία απόπειρα το κόμμα να αποκτήσει ριζοσπαστικό προσανατολισμό, ξεκόβοντας οριστικά από τις φιλοκαπιταλιστικές αυταπάτες της σοσιαλδημοκρατίας.
Η ηγεσία του ΚΚΕ, ήδη αρχίζει να αισθάνεται την πίεση από την αγωνιστική αφύπνιση των εργαζόμενων και της νεολαίας, η οποία όπως πάντα συνοδεύεται από ενωτικές διαθέσεις. Αυτή η πίεση δοκιμάζει τη γνωστή σεχταριστική γραμμή της ηγεσίας του ΚΚΕ στο εργατικό κίνημα και τη νεολαία, η οποία είχε καταστήσει το κόμμα ανίκανο να αξιοποιήσει την πολύ ευνοϊκή περίοδο 2010-2016 για να αναπτύξει την επιρροή του μέσα στις μάζες. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, η ανταπόκριση της ηγετικής πολιτικής στις ενωτικές διαθέσεις είναι εντελώς άτολμη. Περιορίζεται σε ορισμένες ημι-καμουφλαρισμένες αναφορές στις συνεδριακές αποφάσεις και σε κάποιες σκόρπιες ακόμα, παρουσίες σε κοινές συγκεντρώσεις με τις υπόλοιπες δυνάμεις του εργατικού κινήματος.
Ένα γνήσιο επαναστατικό μαρξιστικό κόμμα κόμμα, στις παρούσες συνθήκες αγωνιστικής αφύπνισης της εργατικής τάξης και της νεολαίας και πλειοψηφικής επιρροής του ρεφορμισμού στις μάζες, θα πρέπει να υιοθετήσει και να εφαρμόσει με συνέπεια τη λενινιστική τακτική του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου, ώστε να αρχίζει να αλλάζει τον αρνητικό συσχετισμό δύναμης με τον ρεφορμισμό. Ταυτόχρονα, χρειάζεται να προβάλει υπομονετικά, ως στόχο προς διεκδίκηση για το σήμερα και όχι για ένα αφηρημένο και αδιόρατο μέλλον, τον σκοπό της εργατικής εξουσίας και του σοσιαλισμού, συνδέοντάς τον με τις καθημερινές και θεμελιώδεις διεκδικήσεις των μαζών και εξηγώντας ότι αυτός αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για τη σταθερή τους κατάκτηση. Δυστυχώς, σήμερα το ΚΚΕ, εξαιτίας της λαθεμένης πολιτικής γραμμής της φιλοσταλινικής ηγεσίας του, δεν είναι ένα τέτοιο κόμμα. Και αντικειμενικά, το πρόσφατο 21ο του συνέδριό του, ήταν μια ακόμα χαμένη ιστορική ευκαιρία για να αρχίσει να προσεγγίζει αυτό το πρότυπο.
Ωστόσο, η δημιουργία ενός αληθινά επαναστατικού σοσιαλιστικού κόμματος αποτελεί σήμερα ένα καθήκον που δεν παίρνει αναβολή. Γι’ αυτόν το λόγο, καλούμε όλους εσάς που αντιλαμβάνεστε την επείγουσα σημασία αυτού του καθήκοντος να οργανωθείτε στις γραμμές της Κομμουνιστικής Τάσης και της Νεολαίας Ενάντια στον Καπιταλισμό, χτίζοντας σήμερα τα θεμέλια ενός τέτοιου κόμματος, στη βάση της διαρκούς επιδίωξης για συνεργασία και συντροφικό διάλογο με τους καλύτερους αγωνιστές των μαζικών κομμάτων της Αριστεράς και για διάδοση των επαναστατικών μαρξιστικών ιδεών στις δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους και νέους που αποτελούν τη βάση και τους υποστηρικτές τους.
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος