Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΘεωρία - ΙστορίαΒ.Ι. Λένιν: Κράτος και Επανάσταση – Σύνοψη των βασικών ιδεών, μέρος 2ο

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Β.Ι. Λένιν: Κράτος και Επανάσταση – Σύνοψη των βασικών ιδεών, μέρος 2ο

Στο πλαίσιο του αφιερώματος για τα 100 χρόνια από το θάνατο του Λένιν δημοσιεύουμε το δεύτερο μέρος της σύνοψης του κλασικού του έργου «Κράτος και Επανάσταση», από το ένθετο «Κομμουνισμός» του τεύχους 116 της «Κομμουνιστικής Επανάστασης».

Μέρος 1ο | Μέρος 2ο

«Το πρώτο διάταγμα της Κομμούνας ήταν η κατάργηση του μόνιμου στρατού και η αντικατάσταση του από το ίδιο τον ένοπλο λαό… Η αστυνομία αποστερήθηκε αμέσως όλες τις πολιτικές λειτουργίες της και έγινε ένα υπεύθυνο και ανακαλούμενο όργανο της Κομμούνας… Το ίδιο εφαρμόσθηκε και για τους δημόσιους υπαλλήλους όλων των άλλων τομέων της διοίκησης. Από τα μέλη του Συμβουλίου της Κομμούνας, έως τον τελευταίο εργάτη, όλοι στις δημόσιες υπηρεσίες πληρώνονταν με τον μισθό του εργάτη. Όλα τα προνόμια και οι ιδιαίτερες επιχορηγήσεις που προσφέρονταν στις υψηλές θέσεις του κράτους εξαφανίσθηκαν μαζί με τις θέσεις αυτές». Επίσης, «οι δικαστικοί λειτουργοί έχασαν την ψευτο-ανεξαρτησία τους…» και «…έπρεπε να εκλέγονται φανερά, να είναι υπεύθυνοι και να μπορούν να ανακληθούν».

Η Κομμούνα με αυτά τα μέτρα μετέτρεψε την τυπική δημοκρατία που υπήρχε στο προηγούμενο αστικό καθεστώς σε πραγματική, άλλαξε με επαναστατικά μέσα το ποιοτικό περιεχόμενο της δημοκρατίας, αύξησε με ένα επαναστατικό άλμα την ποσότητα δημοκρατίας σε τέτοιο βαθμό που δημιούργησε μια μια νέα ποιότητα, μεταβαίνοντας έτσι από ένα κράτος αστικό σε ένα κράτος εργατικό.

Η διαφορά με την Κομμούνα ήταν ότι πλέον επιβλήθηκε στην κοινωνία η θέληση της πλειοψηφίας του πληθυσμού και όχι της μειοψηφίας, όπως συνέβαινε στην εποχή της δουλοκτητικής κοινωνίας, της φεουδαρχίας και του καπιταλισμού. Και όταν η πλειοψηφία του έθνους εξαφανίζει τους τυράννους της, δεν χρειάζεται πια μια ειδική καταπιεστική δύναμη. Έτσι, το κράτος αρχίζει να χάνεται.

Στη θέση πλέον των ειδικών θεσμών μιας προνομιούχου μειοψηφίας (των προνομιούχων κρατικών αξιωματούχων και των αξιωματικών του μόνιμου στρατού), η πλειοψηφία μπορεί μόνη της, αμέσως να εκπληρώσει όλες αυτές τις λειτουργίες. Και όσο περισσότερο οι κρατικές λειτουργίες ανατίθενται στη μάζα του λαού, τόσο λιγότερο είναι αναγκαία η ύπαρξη του ίδιου του κράτους.

Το πέρασμα από την αστική δημοκρατία στην προλεταριακή, εκφράζεται πιο ξεκάθαρα με την κατάργηση όλων των επιχορηγήσεων και όλων των ειδικών μισθών για τους ανωτέρους υπαλλήλους, στην εξίσωση της πληρωμής όλων των δημοσίων υπαλλήλων στο επίπεδο του εργατικού ημερομισθίου.

Αυτή η διδασκαλία του Μαρξ λησμονήθηκε σκόπιμα από τους ρεφορμιστές και κάθε φορά που προβάλλονται τέτοια αιτήματα χαρακτηρίζονται απλοϊκά ή πρωτόγονα. Αλλά η μετάβαση από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό, είναι αδύνατη χωρίς την «επιστροφή», έως ένα ορισμένο σημείο, στην «πρωτόγονη» δημοκρατία. Αλλά αυτή η επιστροφή δεν θα μοιάζει με την πρωτόγονη δημοκρατία των προκαπιταλιστικών χρόνων. Γιατί ο καπιταλιστικός πολιτισμός δημιούργησε τεχνολογία, η οποία απλοποιεί πλέον τις λειτουργίες του «παλιού κράτους» και έτσι όλες γίνονται πλέον απλές λειτουργίες διαχείρισης και ελέγχου. Δεν απαιτούν την παρουσία κρατικών «διανοουμένων» και είναι δυνατό να αμειφθούν και αυτές με ένα κοινό «εργατικό ημερομίσθιο». Η τεχνολογία απογυμνώνει από την παλιά τους αίγλη τις κρατικές λειτουργίες.

Ο έλεγχος των αξιωματούχων με την γενική εφαρμογή της αρχής της εκλογής και της δυνατότητας ανάκλησης σε κάθε στιγμή, καθώς και η ελάττωση των μισθών τους στο κοινό εργατικό ημερομίσθιο, είναι δημοκρατικά μέτρα από τα οποία έχουν κοινό συμφέρον και οι εργάτες, αλλά και η πλειοψηφία των χωρικών, και χρησιμεύουν ως γέφυρα από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό.

Ο Μαρξ δεν δίσταζε να μιλήσει για την κατάργηση μια άλλης «ιερής αγελάδας» για τους μικροαστούς δημοκράτες και τους σοσιαλδημοκράτες, αυτής του αστικού κοινοβουλευτισμού, δείχνοντας κι εδώ σαν μορφή αντικατάστασής του, τους θεσμούς της Κομμούνας.

Σε όλα τα αστικά πολιτεύματα, τα κοινοβούλια χρησιμοποιούνται απλά για να αποφασίζεται μια φορά κάθε 4-5 χρόνια ποια από τα μέλη της κυρίαρχης τάξης θα καταπιέζουν τον λαό. Αντίθετα,η Κομμούνα δεν ήταν κοινοβουλευτικό, αλλά εργαζόμενο σώμα, δηλαδή και νομοθετούσε, αλλά και εφάρμοζε τους νόμους που ψήφιζε. Τα μέλη της εκλέγονταν σαν υπάλληλοι για να υπηρετούν τις κοινωνικές ανάγκες και όχι σαν φλύαροι παχυλά αμειβόμενοι καριερίστες, όπως συμβαίνει με τους βουλευτές στα αστικά κοινοβούλια.

Προσοχή όμως! Εδώ δεν μιλάμε φυσικά για την κατάργηση των δημοκρατικών αντιπροσωπευτικών θεσμών και της δημοκρατικής αρχής της εκλογής. Χωρίς τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς δεν μπορεί να υπάρξει μια προλεταριακή δημοκρατία. Μιλάμε για τη μετατροπή των αντιπροσωπευτικών θεσμών από «αερολογικούς» οργανισμούς σε οργανισμούς κοινωνικής υπηρεσίας, όπου τα εκλεγμένα μέλη τους θα είναι απευθείας υπεύθυνα μπροστά στους εκλογείς τους. Οι δημοκρατικοί αντιπροσωπευτικοί θεσμοί παραμένουν, αλλά παύουν να υπάρχουν διαστρεβλωμένα, δηλαδή ως ανεύθυνοι, προνομιούχοι και διεφθαρμένοι θεσμοί.

Το τι θα πρέπει να γίνει με τους υπαλλήλους και τη γραφειοκρατία, επίσης άρχισε να μας το δείχνει η Κομμούνα. Δεν μπορεί να υπάρξει εργατικό κράτος χωρίς πειθαρχία, χωρίς έλεγχο, χωρίς διαχειριστές και λειτουργούς. Αλλά στο εργατικό κράτος θα έχουμε πειθαρχία στη θέληση της εργαζόμενης πλειονότητας της κοινωνίας. Όλοι οι κρατικοί αξιωματούχοι θα τεθούν σε ρόλο απλών εκτελεστών των δημοκρατικά αποφασισμένων οδηγιών, θα ανακαλούνται ανά πάσα στιγμή, και θα αμείβονται με έναν μέσο εργατικό μισθό.

Η νέα τεχνολογία σε συνδυασμό με την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου της εργατικής τάξης, έχουν φέρει την απλοποίηση των λειτουργιών της διαχείρισης και του ελέγχου, έτσι ώστε να μην δικαιολογείται πλέον καμία ιδιαίτερη αμοιβή και προνόμιο για την κρατική γραφειοκρατία.

Ο Μαρξ συνεχίζοντας να περιγράφει στον «Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία» τη μορφή πολιτεύματος της Κομμούνας αναφέρει ότι «από το μικρό σχέδιο της εθνικής οργάνωσης που η Κομμούνα δεν πρόφθασε να αναπτύξει, φαίνεται καθαρά ότι αυτή θα γινόταν η πολιτική μορφή και του μικρότερου χωριού…. Από τις Κομμούνες αυτές θα εκλεγόταν η Εθνική Αντιπροσωπεία στο Παρίσι. Οι λίγες, αλλά σημαντικότατες λειτουργίες που θα έμεναν ακόμη για την κεντρική κυβέρνηση, θα εκτελούνταν από κοινοτικούς, δηλαδή, αυστηρά υπεύθυνους υπαλλήλους. Η ενότητα του έθνους δεν θα καταστρεφόταν, αλλά απεναντίας θα οργανωνόταν με το σύστημα της Κομμούνας.» Από ένα κράτος που αξίωνε να στέκει πάνω από το έθνος, θα μεταβαίναμε πραγματικά στην ενότητα κράτους και έθνους.

Ο προδότης του μαρξισμού Μπερνστάιν, με θράσος, στο βιβλίο του «Τα θεμέλια του Σοσιαλισμού και τα Προβλήματα της Σοσιαλδημοκρατίας», υποστηρίζει ότι το πρόγραμμα της Κομμούνας όπως το εμφανίζει ο Μαρξ, έχει «ομοιότητα με τον Φεντεραλισμό του Προυντόν….». Αυτό είναι ψεύδος τερατώδες. Ο Μαρξ δεν μιλάει καθόλου για τον Φεντεραλισμό σε αντίθεση με τον Συγκεντρωτισμό, αλλά για την καταστροφή του παλιού κρατικού μηχανισμού που υπάρχει σε όλες τις αστικές χώρες. Ο οπορτουνιστής όμως, ταυτίζει κάθε συγκεντρωτικό, κεντρικό κράτος με το αστικό κράτος.

Στην ανάλυση του για την εμπειρία της Κομμούνας, ο Μαρξ διαφωνεί με τον Προυντόν (και με τον Μπακούνιν), ίσα-ίσα στο σημείο που ο Μπερνστάιν βλέπει τη συμφωνία τους: στον Φεντεραλισμό. Ο Φεντεραλισμός είναι αρχή για την μικροαστική αναρχική άποψη. Ο Μαρξ είναι υπέρ του συγκεντρωτισμού που θα έχουμε όταν το προλεταριάτο και οι φτωχοί αγρότες πάρουν στα χέρια τους την εξουσία, όταν οργανωθούν ελεύθερα σε κομμούνες και συνδυάσουν την δράση όλων των κομμούνων με τον σκοπό να χτυπήσουν το κεφάλαιο, με τον σκοπό να συντρίψουν την αντίσταση των καπιταλιστών για να πραγματοποιήσουν την μεταβίβαση της ατομικής ιδιοκτησίας των εργοστασίων, της γης, των τραπεζών και των μεταφορών, στα χέρια του συνόλου της κοινωνίας. Αυτός είναι ο εθελοντικός προλεταριακός συγκεντρωτισμός που υπερασπίζει ο Μαρξ, σε αντίθεση με τον καπιταλιστικό, στρατιωτικό, γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό.

Ο Μαρξ γράφοντας για την Κομμούνα σε σχέση με το κράτος χρησιμοποιούσε τις εκφράσεις «εκμηδένιση της κρατικής εξουσίας», η οποία είναι μια «παρασιτική απόφυση», «καταστροφή της εξουσίας αυτής», «η κρατική εξουσία καταντά πια περιττή».

Οι ουτοπιστές σοσιαλιστές ασχολήθηκαν με την εφεύρεση των πολιτικών μορφών με τις οποίες θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί η σοσιαλιστική κοινωνία. Οι αναρχικοί απορρίπτουν το ζήτημα οποιασδήποτε πολιτικής μορφής, «κανένα κράτος, καμία εξουσία» λένε. Οι ρεφορμιστές ισχυρίζονται ότι η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι το όριο και κάθε τι άλλο το αποκηρύσσουν ως «αναρχισμό».

Αντίθετα, ο Μαρξ εξετάζοντας την ίδια την ιστορία του επαναστατικού κινήματος, έβγαλε το συμπέρασμα ότι το κράτος θα εξαφανισθεί και ότι η μεταβατική μορφή της εξαφάνισής του (η μετάβαση από το κράτος στο μη κράτος) θα είναι «το προλεταριάτο ανυψωμένο σε κυβερνώσα τάξη». Η Παρισινή Κομμούνα ήταν αυτός ο νέος τύπος κράτους.

Η καταστροφή του αστικού κράτους φέρνει επίσης και την καταστροφή της αστικής δημοκρατίας και ο μαρασμός του εργατικού κράτους σημαίνει επίσης και μαρασμό της Δημοκρατίας. Εκ πρώτης όψεως αυτό φαίνεται πολύ παράξενο και ακατανόητο. Ίσως αρχίσει κανείς να φοβάται μήπως οι μαρξιστές περιμένουμε μια τέτοια κοινωνία, στην οποία δεν θα είναι σεβαστή η αρχή της διοίκησης της πλειοψηφίας.

Όμως η Δημοκρατία είναι κι αυτή κράτος που αναγνωρίζει την υποδούλωση της μειοψηφίας στην πλειοψηφία, δηλαδή μια κρατική οργάνωση για τη συστηματική χρήση βίας από μια τάξη εναντίον άλλης, από ένα μέρος του πληθυσμού κατά του άλλου. Τελικός μας σκοπός είναι η καταστροφή του κράτους, δηλαδή, η καταστροφή κάθε οργανωμένης και συστηματικής βίας, κάθε μορφής της βίας εν γένει εναντίον οποιουδήποτε. Επιδιώκοντας τον σοσιαλισμό, έχουμε την πεποίθηση ότι αυτός θα εξελιχθεί έπειτα σε κομμουνισμό, και τότε θα λείψει κάθε ανάγκη βίας για την υποταγή ενός ανθρώπου σε άλλον, μιας μερίδας της κοινωνίας σε άλλη, γιατί οι άνθρωποι θα συνηθίσουν σιγά-σιγά να δέχονται τους στοιχειώδεις όρους τής κοινωνικής ζωής, χωρίς βία και υποταγή.

Ο Ένγκελς μιλάει για μια νέα γενιά της εργατικής εξουσίας που θα «μεγαλώνει μέσα σε νέους και ελεύθερους κοινωνικούς όρους και θα είναι ικανή να συντρίψει όλα τα άχρηστα σκουπίδια της κρατικής οργάνωσης», κάθε είδος κράτους, επομένως και το δημοκρατικό κράτος.

Ο Μαρξ στην «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα» έγραφε: «Μεταξύ της καπιταλιστικής και της κομμουνιστικής κοινωνίας υπάρχει μια περίοδος επαναστατικής μετάβασης από την παλιά στην νέα μορφή. Ένα στάδιο πολιτικής μετάβασης ανταποκρίνεται σ’ αυτήν την περίοδο, όπου το κράτος δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά μόνο η επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου».

Μαζί με την τεράστια επέκταση της δημοκρατίας, η οποία στην πρώτη περίοδο γίνεται δημοκρατία για τους φτωχούς, δημοκρατία για τον λαό, και όχι δημοκρατία για τους πλούσιους, η δικτατορία του προλεταριάτου θα φέρει μια σειρά περιορισμών της ελευθερίας ΜΟΝΟ των καταπιεστών, των εκμεταλλευτών και καπιταλιστών. Η αντίσταση αυτών στην επανάσταση πρέπει να συντριβεί, για να ελευθερωθεί η ανθρωπότητα από την μισθωτή δουλεία. Είναι φανερό ότι εκεί που υπάρχει καταπίεση, θα υπάρξει επίσης και βία.

Μόνο στην κομμουνιστική κοινωνία, όταν η αντίσταση των καπιταλιστών θα έχει πια συντριβεί και αυτοί ως τάξη θα έχουν πια εκλείψει και δεν θα υπάρχουν πια καθόλου τάξεις (δηλαδή δεν θα υπάρχει διαφορά μεταξύ των μελών της κοινωνίας έναντι των κοινωνικών μέσων παραγωγής), μόνο τότε το κράτος εξαφανίζεται και μπορεί να γίνει λόγος περί ελευθερίας. Μόνο τότε θα είναι δυνατή, και θα πραγματοποιηθεί μια δημοκρατία αληθινά τέλεια, μια δημοκρατία χωρίς εξαιρέσεις.

Και μόνο τότε η δημοκρατία θα αρχίσει και αυτή να μαραίνεται, για τον λόγο και μόνο ότι ελευθερωμένος από την καπιταλιστική δουλεία, από τις αμέτρητες φρικαλεότητες, αγριότητες, ηλιθιότητες και ατιμίες της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, ο λαός θα συνηθίσει σιγά-σιγά να σέβεται τους στοιχειώδεις νόμους της κοινωνικής ζωής, που είναι γνωστοί από αιώνες και περιέχονται σε όλους τους νομικούς κώδικες. Θα συνηθίσει να τους σέβεται χωρίς βία, χωρίς εξαναγκασμό, χωρίς υποταγή, χωρίς τον ειδικό μηχανισμό επιβολής που ονομάζεται κράτος.

Στην εποχή της μετάβασης από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, η καταπίεση είναι ακόμη αναγκαία, αλλά ΜΟΝΟ ως καταπίεση της μειοψηφίας των εκμεταλλευτών από την πλειοψηφία των χθεσινών θυμάτων της εκμετάλλευσης. Ένα ειδικό όργανο, μια ειδική μηχανή καταπίεσης, δηλαδή το «κράτος», είναι αναγκαίο, αλλά τώρα είναι κράτος μεταβατικό, και όχι πια κράτος με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης. Γιατί ο περιορισμός της μειοψηφίας των εκμεταλλευτών από την πλειοψηφία αυτών που έως χθες ήταν μισθωτοί δούλοι, είναι κάτι σχετικά ευκολότερο, απλούστερο και φυσικότερο και θα στοιχίσει πολύ λιγότερες αιματοχυσίες σε σύγκριση με την άδικη βία της κατάπνιξης των εξεγέρσεων των δούλων, των δουλοπάροικων και των εργατών.

Η ανάγκη οποιουδήποτε ειδικού μηχανισμού καταπίεσης, βαθμιαία παύει να υπάρχει. Οι εκμεταλλευτές είναι ανίκανοι να καταπιέζουν τον λαό χωρίς μια πολύπλοκη μηχανή που θα εκτελεί αυτό το έργο, αλλά ο λαός μπορεί να περιορίσει τους εκμεταλλευτές ακόμη και με μια απλούστατη «μηχανή» -μάλιστα και χωρίς καμιά «μηχανή» χωρίς κανένα ειδικό οργανισμό- με την απλή οργάνωση των ενόπλων μαζών (όπως είναι τα Σοβιέτ των Αντιπροσώπων Εργατών και Στρατιωτών).

Δεν είμαστε ουτοπιστές, δεν αρνούμαστε καθόλου ότι διάφορα παραπτώματα από μεμονωμένα άτομα είναι πιθανά και αναπόφευκτα, και ότι επίσης είναι ανάγκη να κατασταλούν τα παραπτώματα αυτά. Αλλά γι’ αυτόν τον σκοπό δεν χρειάζεται κάποιος ειδικός μηχανισμός, ένα ειδικό όργανο καταπίεσης. Αυτό θα γίνεται από το ίδιο το οπλισμένο έθνος, τόσο απλά και τόσο εύκολα, όπως οι πολιτισμένοι άνθρωποι, ακόμα και στην σημερινή κοινωνία, χωρίζουν δυο άλλους που φιλονικούν ή δεν αφήνουν να προσβάλουν μία γυναίκα. Η θεμελιώδης αιτία που προκαλεί τις παραβάσεις των νόμων της κοινωνικής ζωής, είναι η εκμετάλλευση των μαζών, οι στερήσεις και η δυστυχία τους. Όταν απομακρύνουμε αυτή τη βασική αιτία, τότε και η παραβατικότητα θα αρχίσει μοιραία να «μαραίνεται». Δεν ξέρουμε σε πόσο καιρό και σε ποια στάδια, αλλά ξέρουμε ότι θα μαραθεί. Με τον μαρασμό αυτών των παραβάσεων θα μαραίνεται επίσης και το κράτος.

Στην «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», ο Μαρξ αντικρούει λεπτομερώς την ιδέα του Λασάλ ότι οι εργάτες στο σοσιαλιστικό καθεστώς θα παίρνουν «ολόκληρο» το προϊόν της εργασίας τους». Ο Μαρξ εξηγεί ότι από ολόκληρο το προϊόν της εργασίας της κοινωνίας θα είναι ανάγκη να ξεχωρίσουμε ένα αποθεματικό, δηλαδή ένα ποσό για την ανάπτυξη της βιομηχανίας, για την αντικατάσταση των φθαρμένων μηχανών, ένα πόσο για τα έξοδα της διαχείρισης, για σχολεία, νοσοκομεία, γηροκομεία κ.τ.λ. Έτσι, ύστερα από το ξεχώρισμα του μέρους αυτού της εργασίας που πηγαίνει στο δημόσιο ταμείο, κάθε εργάτης, θα έχει λαμβάνειν από την κοινωνία ανάλογα με αυτό που της προσέφερε.

Ωστόσο και πάλι, η «ισότητα» των εργατών θα βασιλεύει φαινομενικά. Θα έχουμε την ισότητα ως ένα ακόμα «αστικό δικαίωμα», το οποίο όπως κάθε δικαίωμα, προϋποθέτει ανισότητα. Γιατί κάθε μορφής «δίκαιο» αποτελεί εφαρμογή του ίδιου μέτρου σε διαφορετικά άτομα, τα οποία δεν είναι όμοια και ίσα μεταξύ τους. Έτσι το «ίσο δικαίωμα» στην πράξη είναι παραβίαση της ισότητας και αδικία. Διότι μπορεί κάθε άνθρωπος που εκτελεί ίση κοινωνική εργασία με έναν άλλο να παίρνει ίσο με εκείνον μέρος απ’ τα κοινωνικά προϊόντα, αλλά οι άνθρωποι δεν είναι όμοιοι μεταξύ τους σε δυνατότητες και ανάγκες. Ο ένας είναι δυνατός, ο άλλος πιο αδύνατος. Ο ένας είναι παντρεμένος, ο άλλος όχι. Ο ένας έχει πολλά παιδιά, ο άλλος λιγότερα κ.ο.κ. Έτσι, ο ένας θα παίρνει στην πράξη περισσότερο από τον άλλο, θα γίνεται πλουσιότερος, κ.τ.λ. Άρα τα «δικαιώματα» αντί να είναι ίσα, θα είναι άνισα».

«Οι αδικίες όμως αυτές» εξηγεί ο Μαρξ στην «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», «είναι μοιραίες στην πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, με την μορφή που αυτή εμφανίζεται ύστερα από την περίοδο της εγκυμοσύνης της μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία. Η δικαιοσύνη δεν μπορεί ποτέ να προπορευθεί από το αντίστοιχο στάδιο τής οικονομικής εξέλιξης και της ανάπτυξης του πολιτισμού της κοινωνίας που καθορίζεται από την οικονομική αυτή εξέλιξη».

Η πρώτη φάση τού κομμουνισμού (που στην ολοκληρωμένη της μορφή ονομάζεται γενικά σοσιαλισμός) δεν θα μπορεί λοιπόν ακόμη να φέρει την πλήρη ισότητα. Διαφορές, και μάλιστα άδικες, στην περιουσία θα υπάρχουν ακόμη. Αλλά η μεγαλύτερη σύγχρονη κοινωνική πληγή, η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, θα είναι πια αδύνατη, γιατί θα είναι αδύνατο να κρατηθούν ως ατομική ιδιοκτησία τα μέσα τής παραγωγής, τα εργοστάσια, οι μηχανές, τα χωράφια κ.τ.λ. Έτσι, το «αστικό δίκαιο» δεν καταργείται τελείως, αλλά μόνο εν μέρει, μόνο σε αναλογία προς τη συντελούμενη οικονομική μεταβολή, δηλαδή, μόνο σε σχέση με τα μέσα της παραγωγής. Το «αστικό δίκαιο» αναγνωρίζει αυτά τα μέσα ως ατομική ιδιοκτησία ορισμένων προσώπων. Ο σοσιαλισμός τα μετατρέπει σε κοινωνική ιδιοκτησία και ως προς αυτό, και μόνο αυτό, το σημείο εξαφανίζεται το «αστικό δίκαιο». Το «αστικό δίκαιο» εξακολουθεί όμως να ζει από τις άλλες του απόψεις, και να λειτουργεί ακόμη ως ρυθμιστής στην διανομή της εργασίας και στη διανομή των προϊόντων της κοινωνικής εργασίας μεταξύ των μελών της κοινωνίας.

Αυτή η «αδικία», λέει ο Μαρξ, είναι μοιραία στην πρώτη φάση του κομμουνισμού. Μόνο αν βρισκόμαστε στο νησί τής Ουτοπίας μπορούμε να φαντασθούμε ότι ανατρέποντας τον καπιταλισμό ο κόσμος θα μάθει αμέσως να εργάζεται για την κοινωνία χωρίς κανένα νομοθετικό κανονισμό. Η κατάργηση του καπιταλισμού δεν παρέχει αμέσως τις αναγκαίες οικονομικές βάσεις για μια τέτοια αλλαγή. Αυτή η αναγκαία οικονομική βάση είναι οι αναπτυγμένες παραγωγικές δυνάμεις που θα προκύψουν μόνο από τον σοσιαλισμό, δηλαδή στα τέλη της πρώτης φάσης της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Ο Μαρξ γράφει ακόμα στο ίδιο κείμενό του: «Στην ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, ύστερα από την εξαφάνιση της υποδούλωσης του ανθρώπου που δημιουργείται από την υποταγή του στην αρχή της διανομής της εργασίας, όταν συγχρόνως θα έχει εξαφανισθεί η αντίθεση μεταξύ της διανοητικής και της χειρωνακτικής εργασίας, όταν η εργασία δεν θα είναι πια ένα μέσο συντήρησης της ζωής, αλλά θα γίνει μια από τις πρώτες ανάγκες της ζωής, όταν με την γενική ανάπτυξη του ατόμου θα ωριμάσουν επίσης και οι παραγωγικές δυνάμεις, και όλες οι δυνάμεις του κοινωνικού πλούτου θα κυλούν σ’ έναν αδιάκοπο χείμαρρο, μόνο τότε θα είναι δυνατό να βγούμε έξω από τον στενό ορίζοντα του αστικού δικαίου και μόνο τότε θα είναι ικανή η κοινωνία να γράψει στη σημαία της τον κανόνα “από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του”».

Η οικονομική βάση για τον πλήρη μαρασμό του κράτους είναι το ανώτερο αυτό στάδιο της εξέλιξης του κομμουνισμού, στο οποίο η διάκριση μεταξύ διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας εκλείπει, στο οποίο κατά συνέπεια, μια από τις κυριότερες πηγές των νεωτέρων κοινωνικών ανισοτήτων θα έχει εξαφανισθεί -μια πηγή που είναι αδύνατο να λείψει αμέσως, με την απλή μετατροπή των μέσων της παραγωγής σε κοινωνική ιδιοκτησία.

Αυτή η τελευταία θα οδηγήσει σε ένα χρονικό διάστημα σε μια γιγάντια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Βλέποντας σε τι απίστευτο βαθμό σήμερα ο καπιταλισμός επιβραδύνει την ανάπτυξη αυτή, κατανοούμε πόσο πολύ αυτή θα προχωρήσει στον σοσιαλισμό. Το πόσο ακριβώς θα χρειαστεί για να καταργήσει αυτή η ανάπτυξη τον ανταγωνισμό μεταξύ διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας και να μετατρέψει την εργασία σε «πρώτη ανάγκη της ζωής», δεν μπορούμε να το προβλέψουμε εκ των προτέρων.

Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να μιλάμε παρά μόνο για τον αναπόφευκτο μαρασμό του κράτους, χωρίς να προσδιορίζουμε με ακρίβεια το ζήτημα του χρόνου ή των συγκεκριμένων μορφών του μαρασμού. Το κράτος θα μπορέσει να μαραθεί πλήρως όταν η κοινωνία θα μπορεί να εφαρμόσει την αρχή «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του», δηλαδή όταν η εργασία θα έχει γίνει τόσο παραγωγική, ώστε όλοι να εργάζονται προαιρετικά και ανάλογα με τις ικανότητές τους.

Σταμάτης Καραγιαννόπουλος

Μέρος 1ο | Μέρος 2ο

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα