Μέρος 1ο | Μέρος 2ο
Το βιβλίο του Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν με τίτλο «Κράτος και Επανάσταση: η διδασκαλία του μαρξισμού για το κράτος και τα καθήκοντα του προλεταριάτου στην επανάσταση» γράφτηκε κατά το δίμηνο Αυγούστου – Σεπτεμβρίου 1917, δηλαδή κατά τις παραμονές της Οκτωβριανής Επανάστασης, όταν ο μπολσεβίκος ηγέτης κρυβόταν στη Φινλανδία για να ξεφύγει από τις διώξεις της αστικής Προσωρινής Κυβέρνησης. Οι συνθήκες και η χρονική στιγμή που ο Λένιν επέλεξε να γράψει αυτό το έργο, δείχνουν το πόσο μεγάλη σημασία έδινε στο ζήτημα του κράτους. Έγραφε χαρακτηριστικά στον πρόλογο της πρώτης ρωσικής έκδοσης του βιβλίου (1918) ότι «η πάλη για την απαλλαγή των εργαζόμενων μαζών από την επιρροή της αστικής τάξης είναι αδύνατη χωρίς την καταπολέμηση των οπορτουνιστικών αντιλήψεων για το κράτος».
Σήμερα που οι κλασικές οπορτουνιστικές ιδέες για το κράτος είναι κυρίαρχες στην Αριστερά (ακόμα και την «κομμουνιστική»), εμφανίζοντάς το σαν έναν ουδέτερο «δημόσιο τομέα», σαν μια ανεξάρτητη «δημόσια διοίκηση» ή «πολιτεία» κ.ά, η γνώση των βασικών ιδεών αυτού του έργου του Λένιν είναι ζωτικής σημασίας για κάθε αντικαπιταλιστή αγωνιστή και αγωνίστρια. Έτσι, στο πλαίσιο του αφιερώματός μας στο έργο του Λένιν με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τον θάνατό του, δημοσιεύουμε εδώ μια σύνοψη-περίληψη του κλασικού αυτού έργου του, με την ελπίδα ότι θα γίνει αφορμή για να μελετηθεί σε βάθος το ίδιο το βιβλίο.
Σύνοψη-περίληψη: Σταμάτης Καραγιαννόπουλος
Πηγές:
1) Η αγγλική μετάφραση του βιβλίου που δημοσιεύεται στο Marxist Internet Archive (MIA) και είναι παρμένη από το Lenin Collected Works, Volume 25, p. 381-492.
2) Η ελληνική μετάφραση όπως δημοσιεύεται στο ελληνικό τμήμα του MIA.
3) Η ελληνική έκδοση του βιβλίου από τη «Σύγχρονη Εποχή» (Αθήνα, 1996).
***
Το κράτος ως αποτέλεσμα του ασυμφιλίωτου ανταγωνισμού των τάξεων
Ενώ κατά τη διάρκεια της ζωής των μεγάλων επαναστατών, οι κυρίαρχες τάξεις τους επιφυλάσσουν αδιάκοπες καταδιώξεις και την πιο άγρια εχθρότητα, μετά το θάνατο τους, προσπαθούν να τους παραστήσουν σαν αβλαβείς αγίους, με σκοπό να εξαφανίσουν το επαναστατικό περιεχόμενο των ιδεών τους. Αυτό συνέβη και με τον Καρλ Μαρξ και τον Φρίντριχ Ένγκελς.
Στο έργο της διαστρέβλωσης των ιδεών αυτών των μεγάλων επαναστατών, η άρχουσα τάξη συνεργάζεται με τους οπορτουνιστές ηγέτες μέσα στα εργατικά κόμματα. Οι οπορτουνιστές, ενώ αυτοαποκαλούνται «μαρξιστές», αποσιωπούν ή και διαστρεβλώνουν το επαναστατικό περιεχόμενο της διδασκαλίας του Μαρξ και του Ένγκελς. Περίοπτη θέση σε αυτές τις διαστρεβλώσεις έχουν οι αληθινές ιδέες τους σχετικά με το κράτος.
Στο έργο του Ένγκελς «Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους» (1884) εκτίθενται οι θεμελιώδεις θέσεις του μαρξισμού για τα αίτια γέννησης και τον ιστορικό ρόλο του κράτους. Εκεί ο Ένγκελς γράφει: «Το κράτος δεν είναι μια δύναμη που επιβλήθηκε στην Κοινωνία απ’ έξω. Ούτε είναι “η ενσάρκωση της Ηθικής Ιδέας”, “η μορφή και η πραγματοποίηση του Ορθού Λόγου”, όπως ισχυρίζεται ο Χέγκελ. Το κράτος είναι προϊόν της κοινωνίας σ’ ένα ορισμένο στάδιο της εξέλιξής της, είναι η επίσημη απόδειξη ότι αυτή η κοινωνία έπεσε σε μια αξεδιάλυτη αντίφαση με τον εαυτό της, ότι έφτασε σε ένα σημείο ασυμφιλίωτου ανταγωνισμού, από τον οποίον είναι ανίκανη να απαλλαγεί. Και για να μη αλληλο-εξολοθρευτούν αυτές οι τάξεις με τα αντίθετα οικονομικά συμφέροντα και να μη καταστρέψουν την κοινωνία μέσα από έναν άκαρπο αγώνα, γεννήθηκε μια δύναμη που φαινομενικά στέκει πάνω από την κοινωνία για να αμβλύνει τη σύγκρουση και για να την κρατά μέσα στα όρια της “τάξεως”. Και η δύναμη αυτή που γεννιέται από την ίδια την κοινωνία, άλλα επιβάλλεται επάνω της, που σιγά-σιγά αποξενώνεται από αυτήν, είναι το κράτος».Το κράτος λοιπόν είναι προϊόν και εκδήλωση του ασυμφιλίωτου ανταγωνισμού των τάξεων. Η ύπαρξη του κράτους αποδεικνύει ότι οι ανταγωνισμοί των τάξεων είναι ασυμφιλίωτοι.
Υπάρχουν δύο ειδών επιθέσεις στον μαρξισμό σχετικά με το ζήτημα του κράτους. Το πρώτο είδος επιθέσεων είναι αυτές που προέρχονται από τους δηλωμένους ιδεολόγους της αστικής τάξης που προσπαθούν ανοικτά να αντικρούσουν τον Μαρξ και τον Ένγκελς, υποστηρίζοντας ότι το κράτος ότι είναι ο διαιτητής μεταξύ των τάξεων. Όμως το κράτος δεν θα μπορούσε, ούτε να γεννηθεί, ούτε να διατηρηθεί, αν ήταν δυνατή η συμφιλίωση των τάξεων.
Το δεύτερο είδος επίθεσης είναι η διαστρέβλωση των ιδεών τους, από εκείνους που δηλώνουν «πιστοί στον μαρξισμό», με χαρακτηριστική τη σχολή του Γερμανού σοσιαλδημοκράτη ηγέτη, Καρλ Κάουτσκι. Οι οπαδοί της σχολής αυτής δεν αρνούνται το ότι το κράτος είναι όργανο κυριαρχίας μιας τάξης ή το ότι οι ανταγωνισμοί των τάξεων είναι αδύνατο να συμφιλιωθούν. Αλλά παραβλέπουν τα επαναστατικά πολιτικά καθήκοντα που απορρέουν από αυτές τις εκτιμήσεις, δηλαδή την πολιτική θέση ότι, αφού το κράτος είναι προϊόν του ανταγωνισμού των τάξεων, η απελευθέρωση των καταπιεσμένων τάξεων είναι αδύνατη χωρίς μια επανάσταση η οποία θα καταστρέψει την κρατική εξουσία που δημιουργήθηκε από την άρχουσα τάξη. Αντίθετα όμως, το συμπέρασμα αυτό, στα έργα τους ο Μαρξ και ο Ένγκελς το διατυπώνουν με τη μεγαλύτερη σαφήνεια.
Ειδικά ένοπλα σώματα, φυλακές, κ.τ.λ.
Τα βασικά γνωρίσματα του κράτους σύμφωνα με την «Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους» του Ένγκελς είναι τα ακόλουθα. Το πρώτο γνώρισμα είναι η συγκέντρωση των υπηκόων του σε συγκεκριμένες εδαφικές διαιρέσεις. Το δεύτερο γνώρισμα είναι η επιβολή μιας δημόσιας εξουσίας που διαχωρίζεται εντελώς από τον πληθυσμό και που είναι οργανωμένη σε ένοπλα σώματα (αστυνομία και μόνιμος στρατός).
Η ένοπλη αυτή δύναμη έγινε αναγκαία, όχι γιατί τάχα, όπως λένε οι οπορτουνιστές η κοινωνική ζωή έγινε περίπλοκη, αλλά γιατί με τον χωρισμό της κοινωνίας σε ανταγωνιζόμενες τάξεις μια ελεύθερη ένοπλη οργάνωση του πληθυσμού θα οδηγούσε στην ανατροπή της άρχουσας τάξης.
Η δημόσια αυτή εξουσία εμφανίζεται, όχι μόνο με τα ένοπλα σώματα, αλλά και με υλικά εξαρτήματα, όπως οι φυλακές, και με άλλους δεσμευτικούς θεσμούς διαφόρων ειδών (δικαστήρια κ.λπ.), που ήταν άγνωστοι στην παλιά κοινωνία των γενών. Ο Ένγκελς, τονίζει ότι η ίδια η ουσία αυτής της νέα δημόσιας δύναμης, της κρατικής εξουσίας, συνίσταται στην ύπαρξη αυτών των ειδικών ένοπλων σωμάτων και ότι «ο μόνιμος στρατός και η αστυνομία είναι τα κυριότερα όργανα της κρατικής εξουσίας».
Μέσα στην Ιστορία, κάθε επανάσταση των εκμεταλλευόμενων συγκρούεται με αυτά τα ειδικά ένοπλα σώματα του κράτους και προσπαθεί να δημιουργήσει μια νέα ένοπλη οργάνωση, η οποία να είναι κατάλληλη για να υπηρετήσει την επανάσταση.
Το κράτος όργανο για την εκμετάλλευση της καταπιεζόμενης τάξης
Για τη διαχείριση της κρατικής εξουσίας προκύπτει η ανάγκη ύπαρξης αξιωματούχων που στέκουν πάνω από την κοινωνία. Για να συντηρηθούν αυτοί, είναι απαραίτητοι οι φόροι και τα κρατικά δάνεια.
Σχετικά με την εξουσία αυτών των κρατικών αξιωματούχων γράφει ο Ένγκελς στην «Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και τού Κράτους»: «Ο τελευταίος αστυνομικός υπηρέτης έχει σήμερα μεγαλύτερη εξουσία από τον αντιπρόσωπο ενός παλιού γένους, αλλά από την άλλη, ο ανώτερος αξιωματούχος ενός πολιτισμένου κράτους θα ζήλευε τον Γέροντα ενός γένους που απολάμβανε έναν αυθόρμητο και αβίαστο σεβασμό από την πρωτόγονη κοινότητα».
Η κεντρική θέση του Ένγκελς για το κράτος είναι ότι αφού γεννήθηκε από την ανάγκη ελέγχου του ανταγωνισμού των τάξεων και αφού συγχρόνως γεννήθηκε ως αποτέλεσμα των συγκρούσεων αυτών των τάξεων, είναι κατά κανόνα το κράτος της ισχυρότερης και της οικονομικά κυρίαρχης τάξης, η οποία μέσω του κράτους γίνεται και η πολιτικά κυρίαρχη τάξη.
Ο Ένγκελς ξεκαθαρίζει ότι δεν ήταν μόνο τα παλιά φεουδαρχικά κράτη όργανα για την εκμετάλλευση των δούλων και των δουλοπάροικων, αλλά και το σύγχρονο κράτος στον καπιταλισμό «είναι επίσης μέσο για την εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο». Αυτό συμβαίνει και στα κράτη που φέρουν τον τίτλο «Δημοκρατίες»: «Σε ένα Δημοκρατικό κράτος», εξακολουθεί ο Ένγκελς, «ο πλούτος χρησιμοποιεί τη δύναμή του εμμέσως, αλλά με τρόπο αποτελεσματικό, πρώτον με διάφορες δωροδοκίες των αξιωματούχων, και δεύτερον μέσω μιας συμμαχίας μεταξύ κυβέρνησης και Χρηματιστηρίου».
Η παντοδυναμία του πλούτου είναι πολύ περισσότερο ασφαλής σε μια αστική δημοκρατία, γιατί εκεί το κεφάλαιο επιβάλλει την εξουσία του τόσο σταθερά, που καμία αλλαγή προσώπων ή κομμάτων δεν μπορεί να την κλονίσει. Ασφαλώς, για το προλεταριάτο, η αστική δημοκρατία είναι η καλύτερη μορφή κράτους μέσα στο καπιταλισμό, αλλά η μισθωτή δουλεία περιφρουρείται ακόμα και μέσα στο πιο δημοκρατικό αστικό πολίτευμα.
Βέβαια, οι ρεφορμιστές και οι αστοί δημοκράτες μας αντιτείνουν πως δεν είναι δυνατό να μιλάμε για κράτος της αστικής τάξης στην αστική δημοκρατία, όταν όλοι έχουν δικαίωμα ψήφου. Αλλά όπως έγραφε χαρακτηριστικά ο Ένγκελς στην Εισαγωγή του στο έργο του Μαρξ «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία», στον καπιταλισμό η καθολική ψηφοφορία είναι απλώς ένα μέσο αστικής κυριαρχίας. Γράφει: «Οι εκλογές με καθολική ψηφοφορία», είναι απλά ένας δείκτης ωριμότητας της εργατικής τάξης, δεν μπορεί και ούτε θα μας δώσει ποτέ, τίποτε περισσότερο μέσα στο σημερινό κράτος».
Μήπως όμως το κράτος θα υπάρχει για πάντα; Στο έργο του με τίτλο «Αντί Ντίρινγκ» (1878), ο Ένγκελς θέτει μια κεντρική ιδέα του μαρξισμού που οι ρεφορμιστές πάντα αποσιωπούν: «Τώρα βαδίζουμε με ταχύτητα αστραπιαία σ’ ένα στάδιο εξέλιξης της παραγωγής, στο οποίο η ύπαρξη των τάξεων όχι μόνο δεν είναι πια αναγκαία, αλλά γίνεται άμεσο εμπόδιο για την παραγωγή. Οι τάξεις θα εξαφανιστούν μοιραία, όπως μοιραία γεννήθηκαν και στο παρελθόν. Μαζί με την εξαφάνιση των τάξεων, μοιραία επίσης θα εξαφανισθεί και το κράτος. Όταν αρχίσει η νέα οργάνωση της παραγωγής πάνω στη βάση της ελεύθερης της δίκαιης συνεννόησης των παραγωγών, η κοινωνία δεν θα αργήσει να τοποθετήσει ολόκληρη την κρατική μηχανή στη θέση που θα είναι τότε η καταλληλότερη γι’ αυτήν, δηλαδή στο μουσείο των αρχαιοτήτων, δίπλα στα πέτρινα εργαλεία και το μπρούτζινο τσεκούρι».
Η απονέκρωση-μαρασμός του κράτους και η βίαιη επανάσταση
Στο ίδιο έργο του, το «Αντί Ντίρινγκ», ο Ένγκελς περιγράφει τη διαδικασία μέσα από την οποία η ανθρωπότητα θα απαλλαγεί από το κράτος και την ονομάζει απονέκρωση (ή «μαρασμό») του κράτους: «Το προλεταριάτο αναλαμβάνει τον έλεγχο της κρατικής μηχανής και πρώτα απ’ όλα, μετατρέπει τα μέσα τής παραγωγής σε ιδιοκτησία του κράτους. Μ’ αυτή όμως την ίδια πράξη εξαφανίζει τον εαυτό του ως προλεταριάτο, εξαφανίζοντας συγχρόνως όλες τις διαφορές και τους ανταγωνισμούς των τάξεων και συνεπώς και αυτό το κράτος….Όταν όμως στο τέλος, το κράτος γίνει πραγματικά ο αντιπρόσωπος του συνόλου της κοινωνίας, γίνεται πια περιττό… Η πρώτη πράξη του κράτους, στην οποία ενεργεί πραγματικά σαν αντιπρόσωπος του συνόλου της κοινωνίας, δηλαδή η επιβολή έλεγχου στα μέσα της παραγωγής εξ ονόματος της κοινωνίας, είναι επίσης και η τελευταία του ανεξάρτητη πράξη ως κράτους. Η επέμβαση της κρατικής εξουσίας στις κοινωνικές σχέσεις θα γίνει τότε περιττή σε όλες τις εκδηλώσεις της, και στο τέλος, θα εκλείψει μόνη της. Η εξουσία της κυβέρνησης επί των προσώπων θα αντικατασταθεί από την διαχείριση των πραγμάτων και τη διεύθυνση των παραγωγικών μέσων. Το κράτος δεν θα καταργηθεί (όπως λένε οι αναρχικοί), αλλά θα μαραθεί από μόνο του, θα απονεκρωθεί.»
Ο Ένγκελς υπερασπίζει την καταστροφή του καπιταλιστικού κράτους από την προλεταριακή επανάσταση και μιλάει για τον σταδιακό μαρασμό-απονέκρωση όχι του αστικού αλλά του προλεταριακού κράτους, του κράτους δηλαδή, που θα προκύψει μετά την καταστροφή του αστικού κράτους και τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Το προλεταριακό κράτος, η δικτατορία του προλεταριάτου ή αλλιώς η εργατική δημοκρατία, είναι η πιο πλατιά και αυθεντική μορφή δημοκρατίας, γιατί εκφράζει τα συμφέροντα της πλειονότητας της κοινωνίας ενάντια σε μια εκμεταλλευτική μειονότητα. Ωστόσο, και αυτό ως κράτος, παρότι δεν είναι ένα κανονικό κράτος αλλά ένα ημι-κράτος, είναι όργανο ταξικής κυριαρχίας.
Η τοποθέτηση του συνθήματος για ένα «Ελεύθερο λαϊκό κράτος» στο πρόγραμμα των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών ύστερα από το 1870, όπως έγραψε και ο Μαρξ στην περίφημη «Κριτική στο Πρόγραμμα της Γκότα» (1875), μαρτυρούσε πλήρη έλλειψη κατανόησης ή σκόπιμη αποσιώπηση της μαρξιστικής άποψης για το κράτος. Γιατί κάθε κράτος, ακόμα και το εργατικό, είναι μια «ειδική δύναμη καταπίεσης». Κανένα κράτος δεν είναι ούτε «ελεύθερο», ούτε «λαϊκό».
Ο Ένγκελς διαψεύδοντας την απόπειρα των ρεφορμιστών να εμφανίσουν τον μαρξισμό ως μια διδασκαλία ειρηνικής στάσης έναντι του αστικού κράτους, έγραφε, επίσης στο «Αντί Ντίρινγκ»: «Η βία παίζει επίσης και έναν άλλο ρόλο στην Ιστορία.. ένα ρόλο επαναστατικό..είναι το όργανο και το μέσο με το οποίο τα κοινωνικά κινήματα ανοίγουν το δρόμο τους και συντρίβουν τις νεκρές και αποστεωμένες πολιτικές μορφές..». Με τα λόγια του αυτά, ο Ένγκελς συμφωνεί πλήρως με τις θέσεις του Μαρξ στο τελευταίο μέρος του έργου του «Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας» (1847) και στην «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα» (1875), ενώ και στο κοινό τους έργο το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» (1848), επίσης διακηρύσσεται φανερά η αναπόφευκτη ανάγκη της βίαιης επανάστασης.
Η πείρα των ετών 1848-51
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς ανέπτυξαν τις απόψεις του επιστημονικού σοσιαλισμού για το κράτος, όχι αφηρημένα, αλλά αναλύοντας την Ιστορία και συγκεκριμένα, τα διδάγματα της πείρας κάθε προλεταριακής επανάστασης.
Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ο Μαρξ και ο Ένγκελς, πριν ακόμα βγάλουν συμπεράσματα από την πείρα των επαναστατικών ετών 1848-51, έγραφαν: «…Το πρώτο βήμα της εργατικής επανάστασης είναι να στερεώσει το προλεταριάτο σε κυρίαρχη τάξη, να κατακτήσει το δημοκρατικό σύστημα. Το προλεταριάτο θα μεταχειριστεί την πολιτική του κυριαρχία για να αφαιρέσει σιγά- σιγά από την αστική τάξη όλα της τα κεφάλαια, για να συγκεντρώσει στα χέρια του κράτους, δηλαδή του προλεταριάτου ανυψωμένου σε κυβερνώσα τάξη, τα όργανα της παραγωγής, για να μεγαλώσει όσο το δυνατό γρηγορότερα την ποσότητα των παραγωγικών δυνάμεων».
Εδώ έχουμε έναν ορισμό του εργατικού κράτους ως «το προλεταριάτο ανυψωμένο σε άρχουσα τάξη». Το προλεταριάτο έχει ανάγκη από ένα κράτος για να συντρίψει την αντίδραση των εκμεταλλευτών, αλλά και για να οδηγήσει τη υπόλοιπη μεγάλη μάζα του πληθυσμού – τους χωρικους και γενικότερα τα χαμηλότερα μικροαστικά στρώματα – στη διαδικασία της σοσιαλιστικής αναδιοργάνωσης της κοινωνίας.
Μαρξιστής λοιπόν, μπορεί να χαρακτηρίζεται μόνο όποιος αναγνωρίζει την αναγκαιότητα της δικτατορίας του προλεταριάτου και κανένας άλλος. Αλλά μπορεί η δικτατορία αυτή να δημιουργηθεί χωρίς την καταστροφή του κρατικού μηχανισμού που δημιουργήθηκε από την καπιταλιστική τάξη; Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο δεν έχει ακόμα μια σαφή απάντηση σε αυτό. Ο Μαρξ, για να απαντήσει σαφώς, χρειάστηκε να εξετάσει τα πρακτικά αποτελέσματα της επαναστατικής πείρας των ετών 1848 έως 1851.
Ο Μαρξ συνοψίζει τα σχετικά πορίσματα της επανάστασης του 1848 – 1851 στο έργο του «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη» (1852): «Αυτή η εκτελεστική εξουσία, με την τεράστια γραφειοκρατική και στρατιωτική οργάνωση της, με τον εκτεταμένο και τεχνητό κρατικό της μηχανισμό, με μια στρατιά από μισό εκατομμύριο υπαλλήλους, δίπλα σ’ έναν στρατό από άλλο μισό εκατομμύριο, αυτό το τρομαχτικό παρασιτικό σώμα που τυλίγεται σαν δίχτυ γύρω από το σώμα της γαλλικής κοινωνίας και φράζει όλους τους πόρους της… θεωρούταν από τα αστικά κόμματα σαν η κυριότερη λεία του νικητή». Και συνεχίζει: «Όλες οι προηγούμενες επαναστάσεις τελειοποιούσαν την κρατική μηχανή, ενώ αντίθετα αυτή πρέπει να καταστραφεί, να συντριβεί».
Με αυτή τη θέση ο μαρξισμός κάνει ένα τεράστιο βήμα μπροστά σε σύγκριση με το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», όπου το ζήτημα του τι θα κάνει το προλεταριάτο με το κράτος αντιμετωπιζόταν πιο αφηρημένα, με τις πιο γενικές εκφράσεις. Ο Μαρξ πλέον, υποστηρίζει ότι η κρατική εξουσία που χαρακτηρίζει την αστική κοινωνία πρέπει να καταστραφεί, γιατί περιλαμβάνει δύο θεσμούς – παράσιτα πάνω στο σώμα της κοινωνίας: τη υπαλληλοκρατία-γραφειοκρατία και τον μόνιμο στρατό. Στην πορεία της εξέλιξης του καπιταλισμού έχουμε την τελειοποίηση, το δυνάμωμα αυτών των δυο παρασίτων. Μετά την εμπειρία της επανάστασης 1848-1851, ο Μαρξ τονίζει πως η κρατική μηχανή που συγκροτείται από αυτά τα δύο παράσιτα πρέπει να συντριβεί, να τσακιστεί, να καταστραφεί.
Το 1852 δεν είχε ακόμα αναδειχθεί συγκεκριμένα το παράδειγμα που θα αντικαταστήσει την κρατική μηχανή που πρόκειται να καταστραφεί. Ο Μαρξ κρατιέται αυστηρά πάνω στη βάση της υπάρχουσας ιστορικής πείρας. Για να λυθεί αυτό το ζήτημα, χρειαζόταν η ιστορική εμπειρία του 1871 με την Κομμούνα του Παρισιού.
Η εμπειρία της Παρισινής Κομμούνας του 1871
Ο Μαρξ υποδέχτηκε την προλεταριακή επανάσταση στη Γαλλία, την Παρισινή Κομμούνα του 1871, με τον μεγαλύτερο ενθουσιασμό, και συνειδητοποίησε την ανάγκη να κάνει μια διόρθωση στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, στη βάση της εμπειρίας της Κομμούνας. Έτσι στον τελευταίο, υπογεγραμμένο και από τους δύο συγγραφείς του, Πρόλογο στη γερμανική έκδοση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου το 1872, αυτοί έγραφαν ότι «η Κομμούνα αποδεικνύει ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί απλώς να καταλάβει την έτοιμη κρατική μηχανή και να την θέσει σε λειτουργία για τους δικούς της σκοπούς».
Επιπλέον, στις 12 Απριλίου 1871, δηλαδή ακριβώς στην εποχή της Κομμούνας, ο Μαρξ έγραφε στον Κούγκελμαν: «Αν κοιτάξετε στο τελευταίο κεφάλαιο του έργου μου “Η 18η Μπρυμαίρ” θα δείτε ότι διακηρύσσω πως η προσπάθεια της Γαλλικής Επανάστασης πρέπει να είναι όχι η κατάληψη της γραφειοκρατικής και στρατιωτικής μηχανής, όπως έγινε έως σήμερα, αλλά η συντριβή της, και αυτό ακριβώς είναι ο προκαταρκτικός όρος κάθε πραγματικής λαϊκής επανάστασης στην Ευρώπη. Και ακριβώς αυτή είναι η προσπάθεια των ηρωικών Παρισινών συντρόφων μας».
Τι θα αντικαταστήσει όμως την αστική κρατική μηχανή; Για να απαντήσει σε αυτό ο Μαρξ, ανέλυσε την πείρα της Παρισινής Κομμούνας στο έργο του «Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία» (1871): «Η Κομμούνα» έγραψε ο Μαρξ, αντιπροσώπευε τη «μορφή δημοκρατίας που θα καταργούσε όχι μόνο την μορφή του μοναρχικού καθεστώτος στη Γαλλία, αλλά και κάθε καθεστώς τάξεων».
Ποιο ήταν συγκεκριμένα το καθεστώς της Κομμούνας; «Το Συμβούλιο της Κομμούνας αποτελούταν από δημοτικούς αντιπροσώπους εκλεγμένους με καθολική ψηφοφορία στα διάφορα διαμερίσματα του Παρισιού. Ήταν υπεύθυνοι και μπορούσαν να ανακληθούν σε κάθε στιγμή. Η πλειοψηφία αποτελούταν φυσικά από εργάτες ή αναγνωρισμένους αντιπροσώπους της εργατικής τάξης».
Μέρος 1ο | Μέρος 2ο