Το μονοπάτι του Κόκκινου Στρατού
Τα προβλήματα που συνδέονται με τη δημιουργία των ένοπλων δυνάμεων της επανάστασης είναι τεράστιας σημασίας για τα Κομμουνιστικά Κόμματα όλων των χωρών. Η παράβλεψη αυτών των προβλημάτων ή, ακόμα χειρότερα, μια αρνητική στάση απέναντί τους, κρυμμένη πίσω από μια ανθρωπιστική πασιφιστική φρασεολογία, είναι πραγματικά εγκληματική. Επιχειρήματα του τύπου: «κάθε μορφή βίας, συμπεριλαμβανομένης της επαναστατικής βίας, είναι κακή και γι’ αυτό οι Κομμουνιστές δεν πρέπει να μπαίνουν στη διαδικασία να “δοξάζουν” την ένοπλη πάλη και τον επαναστατικό στρατό», ισοδυναμούν με μια φιλοσοφία αντάξια των Κουακέρων και των νεανίδων του Στρατού της Σωτηρίας. Επιτρέποντας τέτοιου είδους προπαγάνδα σε ένα Κομμουνιστικό Κόμμα, είναι σαν να επιτρέπεται Τολστοϊκή προπαγάνδα στη φρουρά ενός πολιορκημένου οχυρού. Αυτός που επιθυμεί τον σκοπό, πρέπει να επιθυμεί και τα μέσα. Το μέσο για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης είναι η επαναστατική βία. Από τη στιγμή της κατάκτησης της εξουσίας, η επαναστατική βία παίρνει τη μορφή ενός οργανωμένου στρατού. Ο ηρωισμός του νεαρού εργάτη που πεθαίνει πάνω στο πρώτο οδόφραγμα της επανάστασης όταν αυτή βρίσκεται στην αρχή της, δεν διαφέρει κατά κανέναν τρόπο από τον ηρωισμό του Κόκκινου στρατιώτη που πεθαίνει στα μέτωπα της επανάστασης μετά την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας. Μονάχα συναισθηματικά ηλίθιοι μπορούν να υποθέσουν ότι το προλεταριάτο των καπιταλιστικών χωρών κινδυνεύει να υπερβάλλει στο ρόλο της επαναστατικής βίας, δείχνοντας υπερβολικό θαυμασμό για τις μεθόδους της επαναστατικής τρομοκρατίας. Αντιθέτως, αυτό ακριβώς που λείπει από το προλεταριάτο είναι η κατανόηση του απελευθερωτικού ρόλου της επαναστατικής βίας. Ουσιαστικά αυτός είναι και ο λόγος που το προλεταριάτο παραμένει ακόμα σκλαβωμένο. Η πασιφιστική προπαγάνδα ανάμεσα στους εργάτες οδηγεί μόνο στην εξασθένιση της θέλησης του προλεταριάτου και βοηθάει την αντεπαναστατική βία να συνεχίσει, οπλισμένη μέχρι τα δόντια.
Πριν την επανάσταση, το Κόμμα μας διέθετε στρατιωτική οργάνωση. Ο σκοπός ήταν διπλός: να αναπτυχθεί η επαναστατική προπαγάνδα στις ένοπλες δυνάμεις και να δημιουργηθούν οι δυνάμεις εκείνες που θα προετοιμάζονταν για την κατάληψη της εξουσίας. Από τη στιγμή που ο επαναστατικός ενθουσιασμός διαπέρασε ολόκληρο το στράτευμα, ο καθαρά οργανωτικός ρόλος των Μπολσεβίκικων πυρήνων στα συντάγματα, δεν ήταν ιδιαίτερα αισθητός. Αλλά ήταν πολύ σημαντικός, δεδομένης της δυνατότητας που υπήρχε για επιλογή στοιχείων τα οποία, αν και μικρά σε αριθμούς, ήταν αποφασισμένα – στοιχεία των οποίων η αξία αποδείχτηκε στις πιο κρίσιμες ώρες της επανάστασης. Τη στιγμή της εξέγερσης του Οκτώβρη, αυτοί οι άντρες κράτησαν τους ρόλους των διοικητών, των κομισάριων κ.λπ. Αργότερα, συναντήσαμε πολλούς από αυτούς στο ρόλο της Κόκκινης Φρουράς και του Κόκκινου Στρατού (1).
Η επανάσταση αναπτύχθηκε μέσα από τον πόλεμο και ένα από τα πιο σημαντικά της συνθήματα ήταν ο τερματισμός του, το οποίο ανταποκρίνονταν στα φαινόμενα κόπωσης και σιχασιάς από τον ίδιο τον πόλεμο. Ωστόσο, η επανάσταση έφερε στην επιφάνεια νέους κινδύνους για πόλεμο, οι οποίοι συνέχισαν να αυξάνονται. Από αυτό προκύπτει και η εξαιρετική αδυναμία της επανάστασης την πρώτη περίοδο. Η σχεδόν καθολική έλλειψη άμυνας από την πλευρά της επανάστασης, αποκαλύφθηκε τη στιγμή των διαπραγματεύσεων στο Μπρεστ-Λιτόφσκ. Θεωρώντας ότι ο πόλεμος ανήκε πλέον στο παρελθόν, οι άντρες δεν ήθελαν να πολεμήσουν: οι αγρότες έπαιρναν τη γη, οι εργάτες έχτιζαν τις οργανώσεις τους και έλεγχαν τη βιομηχανία.
Από εκεί προέκυψε και το κολοσσιαίο πείραμα στον πασιφισμό την περίοδο του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Η Σοβιετική Δημοκρατία δήλωσε ότι δεν θα μπορούσε να υπογράψει την επιβεβλημένη συνθήκη, αλλά ούτε θα πολεμούσε και εξέδωσε διαταγή για διάλυση του Στρατού. Αυτό ήταν ένα πολύ επικίνδυνο βήμα, ήταν όμως συνέπεια των συνθηκών της περιόδου. Οι Γερμανοί ξανάρχισαν την επίθεση και αυτό ήταν το σημείο εκκίνησης για μια βαθιά στροφή στη συνείδηση των μαζών: άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι ήταν σημαντικό να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας με όπλα. Η πασιφιστική μας δήλωση δημιούργησε προϋποθέσεις αποσύνθεσης στον στρατό του Χοεντσόλερν. Η επίθεση του Στρατηγού Χόφμαν μας βοήθησε να ξεκινήσουμε να εργαζόμαστε σοβαρά για τη δημιουργία του Κόκκινου Στρατού.
Ωστόσο, δεν αποφασίσαμε από την αρχή να προσφύγουμε στην υποχρεωτική κατάταξη: δεν υπήρχαν ούτε οι πολιτικές, ούτε οι οργανωτικές προϋποθέσεις για κινητοποίηση των αγροτών, που μόλις είχαν αποστρατευθεί. Ο Στρατός χτιζόταν σε εθελοντική βάση. Όπως είναι φυσικό, επανδρωνόταν όχι μόνο με νέους εργάτες έτοιμους να θυσιαστούν, αλλά και με ασταθή και περιθωριακά στοιχεία, τα οποία δεν ήταν και λίγα εκείνη την περίοδο, και βέβαια, δεν ήταν και της καλύτερης ποιότητας. Τα νέα μας συντάγματα, που δημιουργούνταν την περίοδο της αυθόρμητης διάλυσης του παλιού στρατεύματος, είχαν έλλειψη σταθερότητας και δεν ήταν πολύ αξιόπιστα. Αυτό έγινε απόλυτα εμφανές σε φίλους και εχθρούς όταν ξέσπασε η εξέγερση των Τσεχοσλοβάκων στον Βόλγα, εμπνευσμένη από Σοσιαλεπαναστάτες και άλλους Λευκούς (2).
Η δυνατότητα των συνταγμάτων μας για αντίσταση ήταν απειροελάχιστη: κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1918, η μία πόλη μετά την άλλη έπεφταν στα χέρια των Τσεχοσλοβάκων και των Ρώσων αντεπαναστατών, που τους υποστήριζαν. Το κέντρο τους ήταν η Σαμάρα. Κατέλαβαν το Σιμπίρσκ και το Καζάν. Το Νίζνι-Νόβγκοροντ απειλήθηκε. Πέρα από τον Βόλγα, προετοιμάζονταν να χτυπήσουν τη Μόσχα. Εκείνη τη στιγμή (Αύγουστος 1918), η Σοβιετική Δημοκρατία, κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες να αναπτύξει και να ενισχύσει τον Στρατό της. Από την πρώτη στιγμή εφαρμόστηκε η μέθοδος της μαζικής κινητοποίησης των Κομμουνιστών. Δημιουργήθηκε ένας συγκεντρωτικός μηχανισμός πολιτικής ηγεσίας και εκπαίδευσης για τα στρατεύματα στο μέτωπο του Βόλγα. Ταυτόχρονα, στην περιοχή της Μόσχας και του Βόλγα έγινε προσπάθεια κινητοποίησης συγκεκριμένων ηλικιακών ομάδων από εργάτες και αγρότες. Μικρές μονάδες Κομμουνιστών ανέλαβαν την κινητοποίηση. Στις επαρχίες της περιοχής του Βόλγα καθιερώθηκε ένα αυστηρό καθεστώς, ανάλογο με το μέγεθος και την οξύτητα του κινδύνου. Παράλληλα, εξελισσόταν μια έντονη προπαγάνδα, τόσο με τον γραπτό όσο και με τον προφορικό λόγο, με ομάδες Κομμουνιστών να πηγαίνουν από το ένα χωριό στο άλλο. Μετά από τον αρχικό δισταγμό, η κινητοποίηση αναπτύχθηκε σε μεγάλη κλίμακα. Υποβοηθήθηκε από τη μεγάλη μάχη ενάντια στη λιποταξία και ενάντια σε αυτές τις κοινωνικές ομάδες που υποστήριζαν και ενέπνεαν τη λιποταξία – κουλάκοι, μέρος του κλήρου και τα απομεινάρια της παλιάς γραφειοκρατίας. Οι νέες μονάδες ενώνονταν με εργάτες – Κομμουνιστές από την Πετρούπολη, τη Μόσχα, το Ιβάνοβο κ.λπ. Για πρώτη φορά, οι κομισάριοι στις μονάδες είχαν τον ρόλο του επαναστάτη ηγέτη και ήταν οι άμεσοι εκπρόσωποι της Σοβιετικής Εξουσίας. Μέσα από λίγες παραδειγματικές προτάσεις, τα επαναστατικά δικαστήρια προειδοποιούσαν τους πάντες ότι η σοσιαλιστική πατρίδα, η οποία βρισκόταν σε θανάσιμο κίνδυνο, απαιτούσε την άνευ όρων υπακοή όλων. Αυτός ο συνδυασμός μέτρων προπαγάνδας, οργάνωσης και πίεσης, μέσα σε λίγες μόλις εβδομάδες, έφερε τη στροφή που χρειαζόταν. Μέσα από μια κλονιζόμενη, ασταθή και αποσυντιθέμενη μάζα, ένας πραγματικός στρατός δημιουργήθηκε. Πήραμε το Καζάν στις 10 Σεπτεμβρίου 1918 και την επόμενη μέσα ανακαταλάβαμε το Σιμπίρσκ. Αυτή η μέρα ήταν μέρα-σταθμός στην ιστορία του Κόκκινου Στρατού. Αμέσως νιώσαμε να πατάμε σε σταθερό έδαφος. Αυτές δεν ήταν πλέον οι πρώτες απέλπιδες προσπάθειες. Πλέον μπορούσαμε να πολεμήσουμε και να νικήσουμε.
Ο μηχανισμός στρατιωτικής διοίκησης χτιζόταν εκείνη τη στιγμή κατά μήκος όλης της χώρας, σε άμεση σύνδεση με τα τοπικά Σοβιέτ κάθε επαρχίας, κάθε πόλης και κάθε χωριού. Το έδαφος της Δημοκρατίας, αν και τεμαχισμένο από τους εχθρούς, εξακολουθούσε να είναι τεράστιο: χωρίστηκε σε περιφέρειες, και η κάθε περιφέρεια αποτελούνταν από έναν αριθμό επαρχιών. Με τον τρόπο αυτό επιτεύχθηκε η αναγκαία συγκεντροποίηση της διοίκησης.
Οι πολιτικές και οργανωτικές δυσκολίες ήταν αδιανόητα τεράστιες. Η ψυχολογική αλλαγή από την καταστροφή του παλιού στρατού στη δημιουργία του νέου, επιτεύχθηκε μονάχα με το κόστος εσωτερικών τριβών και συγκρούσεων. Στον παλιό στρατό, ως μορφή αντίστασης, είχαν δημιουργηθεί επιτροπές εκλεγμένες από τους στρατιώτες, με εκλεγμένους διοικητές, οι οποίοι, στην πραγματικότητα, ήταν υπόλογοι στις επιτροπές. Αυτό, φυσικά, δεν ήταν στρατιωτικό, αλλά επαναστατικό – πολιτικό μέτρο. Ωστόσο, από την άποψη του ελέγχου των στρατευμάτων στη μάχη και της προετοιμασίας τους για τη μάχη, αυτό το μέτρο ήταν απαράδεκτο, τερατώδες και μοιραίο. Δεν υπήρχε -και δεν μπορούσε να υπάρξει- καμία δυνατότητα ελέγχου των στρατευμάτων μέσα από εκλεγμένες επιτροπές και διοικητές υπόλογους σε αυτές, που να μπορούσαν να αντικατασταθούν ανά πάσα στιγμή. Αλλά ο στρατός δεν ήθελε να πολεμήσει. Είχε φέρει σε πέρας μια κοινωνική επανάσταση εντός του ίδιου του τού εαυτού, βάζοντας στην άκρη τους διοικητές από τις τάξεις των γαιοκτημόνων και των αστών, εγκαθιδρύοντας όργανα επαναστατικής αυτο-κυβέρνησης, υπό τη μορφή των Σοβιέτ των Στρατιωτών Αντιπροσώπων. Αυτά τα οργανωτικά και πολιτικά μέτρα ήταν σωστά και αναγκαία από την άποψη της διάλυσης του παλιού στρατού. Αλλά, ένας νέος στρατός ικανός να πολεμήσει, σίγουρα δεν μπορούσε να γεννηθεί απευθείας μέσα από τέτοια μέτρα. Τα Τσαρικά συντάγματα, μετά την εμπειρία της περιόδου του Κερένσκυ και μετά τον Οκτώβρη, διαλύθηκαν και μειώθηκαν στο ελάχιστο. Η προσπάθεια να εφαρμόσουμε τις παλιές οργανωτικές μας μεθόδους στο χτίσιμο του Κόκκινου Στρατού, απειλούσε να υπονομεύσει το όλο εγχείρημα από την πρώτη στιγμή. Η εκλεξιμότητα των διοικητών στον Τσαρικό στρατό, ήταν ένας τρόπος να τον καθαρίσουμε από πιθανούς πράκτορες που θα δούλευαν για την παλινόρθωσή του. Αλλά το σύστημα της εκλογής, δεν θα μπορούσε με κανέναν τρόπο να εξασφαλίσει κατάλληλους και ικανούς διοικητές για τον επαναστατικό στρατό.
Ο Κόκκινος Στρατός χτίστηκε από τα πάνω, σε συμφωνία με τις αρχές της δικτατορίας του προλεταριάτου. Οι διοικητές επιλέγονταν και ελέγχονταν από τα όργανα της Σοβιετικής εξουσίας και του Κομμουνιστικού Κόμματος. Η εκλογή των διοικητών από τις ίδιες τις μονάδες -οι οποίες ήταν πολιτικά ανεκπαίδευτες και η σύνθεσή τους αποτελούνταν κυρίως από νεαρούς αγρότες, που μόλις είχαν κινητοποιηθεί- χωρίς αμφιβολία, θα οδηγούσε την όλη διαδικασία σε ένα παιχνίδι της τύχης και, επί της ουσίας, θα δημιουργούσε ιδανικές συνθήκες για κάθε είδους μηχανορραφίες από διάφορους ραδιούργους και τυχοδιώκτες. Παρομοίως, ο επαναστατικός στρατός, ως στρατός με σκοπό τη δράση και όχι ως ένα πεδίο προπαγάνδας, ήταν ασύμβατος με ένα καθεστώς εκλεγμένων επιτροπών, οι οποίες, στην πραγματικότητα, θα πετύχαιναν απλώς να καταστρέψουν κάθε μορφή κεντρικού ελέγχου, επιτρέποντας σε κάθε μονάδα να αποφασίζει για τον εαυτό της το αν θα δεχόταν να προχωρήσει στην επίθεση ή να παραμείνει στην άμυνα. Οι αριστεροί Σοσιαλ-επαναστάτες οδήγησαν αυτή τη χαοτική ψευδο-δημοκρατία ως το σημείο του παραλογισμού όταν κάλεσαν μεμονωμένα συντάγματα να αποφασίσουν αν θα εκπλήρωναν τους όρους της ανακωχής με τους Γερμανούς ή αν θα πέρναγαν στην επίθεση. Κάνοντας κάτι τέτοιο, οι αριστεροί Εσέροι, στην ουσία προσπαθούσαν να τοποθετήσουν τον Στρατό απέναντι στη Σοβιετική εξουσία που τον είχε δημιουργήσει.
Η αγροτιά, από μόνη της, είναι ανίκανη να δημιουργήσει έναν συγκεντρωτικό στρατό. Δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από τις κατά τόπους αντάρτικες μονάδες, την πρωτόγονη μορφή δημοκρατίας, η οποία συχνά γίνεται ο ιδανικός τόπος για την προσωπική δικτατορία του κάθε αταμάνου (3). Αυτές οι αντάρτικες τάσεις, αντανακλώντας το στοιχείο του αυθορμητισμού των αγροτών στην επανάσταση, βρήκαν την πιο ολοκληρωμένη τους έκφραση ανάμεσα στους αριστερούς Εσέρους και τους Αναρχικούς, αλλά επηρέασαν και ένα σημαντικό μέρος των Κομμουνιστών, ιδιαίτερα αυτούς που προέρχονταν από αγροτικά στρώματα ή ήταν προηγουμένως στρατιώτες.
Την πρώτη περίοδο, ο ανταρτοπόλεμος ήταν ένα αναγκαίο και επαρκές όπλο. Ο αγώνας ενάντια στην αντεπανάσταση, που δεν είχε ακόμα συγκροτηθεί σε σώμα, ενώνοντας και εξοπλίζοντας τις δυνάμεις της, διεξάγονταν από μικρές, ανεξάρτητες ομάδες στρατιωτών. Αυτό το είδος πολέμου απαιτούσε αυτοθυσία, πρωτοβουλία και ανεξαρτησία. Αλλά, όσο η έκταση του πολέμου μεγάλωνε, μεγάλωναν και οι απαιτήσεις για οργάνωση και πειθαρχία. Οι συνήθειες του ανταρτοπόλεμου άρχισαν να δείχνουν την αρνητική τους όψη προς την επανάσταση. Η μετατροπή των μονάδων σε συντάγματα, η τοποθέτηση των συνταγμάτων σε μεραρχίες και η προαγωγή υφιστάμενων διοικητών μεραρχιών σε διοικητές στρατευμάτων και μετώπων, ήταν ένα πολύ δύσκολο έργο και δεν εκπληρώνονταν πάντα χωρίς απώλειες.
Η αγανάκτηση απέναντι στον γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό της Τσαρικής Ρωσίας, δημιούργησε ένα πολύ σημαντικό συστατικό στοιχείο της επανάστασης. Περιοχές, επαρχίες και πόλεις, συναγωνίζονταν μεταξύ τους προσπαθώντας να τονίσουν την ανεξαρτησία τους. Η ιδέα της «εξουσίας σε κατά τόπους περιοχές», προσέλαβε έναν εξαιρετικά χαοτικό χαρακτήρα στην αρχική περίοδο. Από την πλευρά των αριστερών Εσέρων και των Αναρχικών συνδέθηκε με τον αντιδραστικό ομοσπονδιακό δογματισμό, αλλά για τις ίδιες τις μάζες ήταν μια αδιαμφισβήτητη και υγιής αντίδραση απέναντι στο παλιό καθεστώς, το οποίο είχε καταπνίξει την πρωτοβουλία. Ωστόσο, από μια συγκεκριμένη στιγμή και μετά, όσο πιο σφικτή γινόταν η ενοποίηση των αντεπαναστατικών δυνάμεων και όσο μεγάλωναν οι εξωτερικές απειλές, αυτές οι πρωτόγονες τάσεις για αυτονομία, γίνονταν όλο και πιο επικίνδυνες, από την πολιτική, αλλά ιδιαίτερα από τη στρατιωτική, οπτική. Αυτό το πρόβλημα, αναμφίβολα θα παίξει σημαντικό ρόλο στη Δυτική Ευρώπη, ιδιαίτερα στη Γαλλία, όπου οι προκαταλήψεις υπέρ της αυτονομίας και του φεντεραλισμού, είναι δυνατότερες από παντού. Βασική προϋπόθεση για μια μελλοντική νίκη απέναντι στην αστική τάξη, είναι το ταχύτερο δυνατό ξεπέρασμα αυτών των προκαταλήψεων, υπό τη σημαία του επαναστατικού προλεταριακού συγκεντρωτισμού.
Το έτος 1918 και ένα μέρος του 1919 δαπανήθηκαν σε μια διαρκή και επίμονη πάλη για τη δημιουργία ενός συγκεντρωτικού και πειθαρχημένου στρατού, εφοδιαζόμενου και ελεγχόμενου από ένα και μόνο κέντρο. Στη στρατιωτική σφαίρα, αυτός ο στρατός αντανακλούσε, αν και σε πιο αιχμηρές μορφές, τη διαδικασία που λάμβανε χώρα σε όλες τις σφαίρες της οικοδόμησης της Σοβιετικής Δημοκρατίας.
Η δημιουργία διοικητικού προσωπικού και η επιλογή των κατάλληλων προσώπων, εμπεριείχαν έναν αριθμό πολύ μεγάλων δυσκολιών. Είχαμε στη διάθεσή μας ό,τι είχε απομείνει από τα παλιά σώματα μόνιμων αξιωματικών, ένα ευρύ στρώμα αξιωματικών που ανέλαβε καθήκοντα κατά τη διάρκεια του πολέμου και, τελικά, διοικητές που η ίδια η επανάσταση γέννησε κατά τη διάρκεια της πρώτης, αντάρτικης περιόδου.
Από τα παλιά σώματα των αξιωματικών έμειναν μαζί μας είτε οι πιο ιδεαλιστές, που καταλάβαιναν ή τουλάχιστον, ένιωθαν το νόημα της νέας εποχής (αυτοί, βέβαια, ήταν μια πολύ μικρή μειοψηφία), είτε οι χαρτογιακάδες, παθητικοί και χωρίς πρωτοβουλία, άντρες στους οποίους έλειπε η ενέργεια να επιτεθούν στους Λευκούς: τελικά, δεν ήταν λίγοι οι ενεργοί αντεπαναστάτες, τους οποίους τα γεγονότα είχαν πιάσει στον ύπνο.
Όταν κάναμε τα πρώτα μας βήματα προς τη δημιουργία του στρατού, το ζήτημα των αξιωματικών του τσαρικού στρατού προέκυψε με συγκεκριμένο τρόπο. Τους χρειαζόμασταν σαν εκπροσώπους της τέχνης τους, ως ανθρώπους που ήταν εξοικειωμένοι με τη στρατιωτική ρουτίνα και χωρίς τους οποίους, θα έπρεπε να ξεκινήσουμε από το μηδέν. Σε αυτή την περίπτωση, οι εχθροί μας δεν θα μας άφηναν ούτε να καταπιαστούμε με την αυτο-εκπαίδευση, αν δεν είχαμε φτάσει το απαιτούμενο επίπεδο. Δεν θα μπορούσαμε να χτίσουμε έναν συγκεντρωποιημένο στρατιωτικό μηχανισμό και έναν αντίστοιχο στρατό, χωρίς να τραβήξουμε στη δουλειά πολλούς εκπροσώπους από τα παλιά σώματα των αξιωματικών. Αυτοί, τώρα μπήκαν στον στρατό όχι σαν εκπρόσωποι των παλιών κυρίαρχων τάξεων, αλλά σαν ακόλουθοι της νέας επαναστατικής τάξης. Πολλοί από αυτούς, ας είμαστε ξεκάθαροι, μας πρόδωσαν, προσχωρώντας στις τάξεις του εχθρού ή λαμβάνοντας μέρος σε εξεγέρσεις, το βασικό όμως είναι ότι το πνεύμα της ταξικής αντίστασης έσπασε. Ωστόσο, το μίσος που ένιωθαν για τις μάζες ήταν ακόμα έντονο και αποτελούσε μια από τις βασικές πηγές της αντάρτικης αντίληψης: εντός του πλαισίου μιας μικρής τοπικής μονάδας, δεν υπήρχε ανάγκη για στρατιωτικά εκπαιδευμένους εργάτες. Ήταν αναγκαίο, συντρίβοντας την αντίσταση των αντεπαναστατικών στοιχείων ανάμεσα στους παλιούς αξιωματικούς, βήμα-βήμα, να εξασφαλίσουμε για τα πιστά στοιχεία μεταξύ αυτών, τη δυνατότητα να δουλέψουν ως μέρος του Κόκκινου Στρατού.
Οι αντιπολιτευόμενες τάσεις της «Αριστεράς» (κατά κύριο λόγο ομάδες διανοούμενων και αγροτών), στη σφαίρα χτισίματος του στρατού, προσπάθησαν να βρουν μια γενικευμένη θεωρητική φόρμουλα να υπηρετεί τους σκοπούς τους: Ο συγκεντρωτικός στρατός υποτίθεται ότι ήταν ο στρατός ενός ιμπεριαλιστικού κράτους. Η επανάσταση θα έπρεπε, αν ήθελε να είναι συνεπής προς την ίδια της τη φύση, να εγκαταλείψει για τα καλά, όχι μόνο τον πόλεμο των θέσεων (4), αλλά και τον συγκεντρωτικό στρατό. Η επανάσταση θα ήταν εξολοκλήρου βασισμένη στην κινητικότητα, σε τολμηρά απρόσμενα χτυπήματα και σε ελιγμούς. Η μαχητική της δύναμη θα ήταν μικρές, ανεξάρτητες μονάδες, χωρίς να είναι ενωμένες σε κανενός είδους βάση, αποτελούμενες από κάθε είδους όπλα, στηριζόμενες στη συμπάθεια του πληθυσμού, κινούμενες ελεύθερα στα μετόπισθεν του εχθρού κ.λπ. Με λίγα λόγια, η τακτική της επανάστασης θα έπρεπε να είναι η τακτική του ανταρτοπόλεμου. Η σοβαρή εμπειρία του εμφύλιου πολέμου πολύ σύντομα διέψευσε αυτές τις προκαταλήψεις. Τα πλεονεκτήματα του συγκεντρωποιημένου οργανισμού και της στρατηγικής έναντι του τοπικού αυτοσχεδιασμού και της ομοσπονδοποίησης των δυνάμεων, αποκαλύφθηκαν τόσο γρήγορα και ζωντανά, που σήμερα, οι βασικές αρχές χτισίματος του Κόκκινου Στρατού να μη χωρούν καμία αμφιβολία.
Πολύ σημαντικό ρόλο στη δημιουργία του διοικητικού μηχανισμού για τον Στρατό έπαιξε ο θεσμός των κομισάριων. Επιλέχθηκαν ειδικά από επαναστάτες εργάτες, Κομμουνιστές και ως ένα βαθμό, την πρώτη περίοδο, και από αριστερούς Εσέρους (ως τον Ιούλιο του 1918). Από αυτή την άποψη, ο ρόλος του διοικητή διχοτομήθηκε. Στα χέρια των διοικητικών δόθηκε η ευθύνη αποκλειστικά και μόνο της στρατιωτικής ηγεσίας. Η πολιτική και εκπαιδευτική δουλειά συγκεντρώθηκε στα χέρια του κομισάριου. Αλλά το πιο βασικό ήταν ότι ο κομισάριος αποτελούσε τον άμεσο εκπρόσωπο της Σοβιετικής εξουσίας στον Στρατό. Το καθήκον του ήταν, χωρίς να παρεμβαίνει στο καθαρά στρατιωτικό έργο του διοικητή, και χωρίς με κανέναν τρόπο, να υποβαθμίζει το κύρος του ως διοικητή, να δημιουργεί τις προϋποθέσεις, ώστε αυτό το κύρος να μην χρησιμοποιείται ενάντια στα συμφέροντα της επανάστασης. Η εργατική τάξη έδωσε τους καλύτερους γιούς της στην εκπλήρωση αυτού του σκοπού. Εκατοντάδες και χιλιάδες από αυτούς έπεσαν στα πόστα τους ως κομισάριοι. Στη συνέχεια, όχι μικρός αριθμός διοικητών αναδείχθηκε από τις τάξεις των κομισάριων.
Ήδη από την πολύ αρχή, ξεκινήσαμε τη δημιουργία διχτύου στρατιωτικών εκπαιδευτικών σχολών. Αρχικά, η κίνηση αυτή αντανακλούσε την αδυναμία μας στη στρατιωτική οργάνωση. Μικρές περίοδοι εκπαίδευσης που διαρκούσαν μόλις μερικούς μήνες, δημιουργούσαν στην καλύτερη περίπτωση, όχι διοικητές, αλλά απλούς στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού. Ωστόσο, μιας και οι περισσότεροι που πήγαιναν στο μέτωπο εκείνη την περίοδο, ήταν άνθρωποι που κρατούσαν όπλο για πρώτη φορά στη ζωή τους, οι στρατιώτες του Kόκκινου Στρατού που είχαν περάσει τετράμηνη εκπαίδευση, συχνά αναλάμβαναν τη διοίκηση όχι μονάχα μονάδων, αλλά διμοιριών και λόχων. Επίμονα στρατολογήσαμε πρώην αξιωματικούς του Τσαρικού στρατού. Ωστόσο, πρέπει να πούμε, ότι αντλήσαμε έναν σημαντικό αριθμό αυτών από τους καλύτερους τομείς στο χωριό και την πόλη. Ήταν κυρίως μορφωμένοι γιοί αγροτικών οικογενειών κουλάκων. Την ίδια στιγμή, η εχθρότητά τους προς τους «άντρες με τις χρυσές επωμίδες», δηλαδή τους ανώτερους αξιωματικούς και διανοούμενους, με την ευγενική καταγωγή, ήταν πάντα ένα βασικό τους χαρακτηριστικό. Από εκεί προκύπτει και ο διαχωρισμός που προέκυψε σε αυτή την κατηγορία ανδρών: από τη μία μας έδωσαν εξαιρετικούς διοικητές και επικεφαλής του στρατού, με το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα να είναι ο Μπουτιόνι και από την άλλη παρείχαν πολλούς διοικητές σε αντεπαναστατικές εξεγέρσεις και στους Λευκούς.
Η δημιουργία ενός σώματος επαναστατών διοικητών είναι ένα από τα πιο δύσκολα καθήκοντα. Και παρ’ όλο που η ανώτερη ηγεσία του Κόκκινου Στρατού έχει επιλεχθεί σύμφωνα με αυτό το πνεύμα μέσα στα τρία, τέσσερα χρόνια ύπαρξής του, δεν μπορούμε να πούμε ότι έχουμε τα ίδια αποτελέσματα και για τις χαμηλότερες βαθμίδες του διοικητικού προσωπικού, ακόμα και σήμερα. Οι βασικές μας προσπάθειες αυτή τη στιγμή κατευθύνονται στο να παρέχουμε στον στρατό διοικητές τμημάτων, απολύτως ικανούς να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους με υπευθυνότητα. Μπορούμε να είμαστε περήφανοι για τη δουλειά που κάνουμε και τις επιτυχίες που σημειώνουμε στη στρατιωτική εκπαίδευση. Η εκπαίδευση και η επιμόρφωση των Κόκκινων διοικητών βελτιώνεται με σταθερά βήματα.
Είναι ευρέως γνωστός ο ρόλος που παίζει η προπαγάνδα στον Κόκκινο Στρατό. Η πολιτική δουλειά που προηγήθηκε σε κάθε βήμα προς τα μπρος που σημειώσαμε, στη στρατιωτική σφαίρα όπως και αλλού, μας οδήγησε στην ανάγκη να δημιουργήσουμε έναν εκτενή πολιτικό μηχανισμό για τον Στρατό. Τα πιο σημαντικά όργανα γι’ αυτή τη δουλειά, όπως ήδη αναφέραμε, είναι οι κομισάριοι. Ωστόσο, ο αστικός τύπος της Ευρώπης, επίμονα παρερμηνεύει το ζήτημα όταν παρουσιάζει την προπαγάνδα ως μια διαβολική εφεύρεση των Μπολσεβίκων. Η προπαγάνδα παίζει τεράστιο ρόλο στους στρατούς όλου του κόσμου. Ο πολιτικός μηχανισμός της αστικής προπαγάνδας είναι πολύ πιο δυνατός και πλούσιος τεχνικά από τον δικό μας. Η υπεροχή της δικής μας προπαγάνδας βρίσκεται στο περιεχόμενό της. Η προπαγάνδα μας, κατά κανόνα, ένωσε τον Κόκκινο Στρατό, ενώ διασπούσε τις δυνάμεις του εχθρού, όχι μέσω κάποιων ειδικών τεχνικών μεθόδων ή διαδικασιών, αλλά από την ίδια την Κομμουνιστική ιδέα, που αποτελούσε το περιεχόμενο της προπαγάνδας. Αποκαλύπτουμε αυτό το στρατιωτικό μας μυστικό, χωρίς να φοβόμαστε τη λογοκλοπία από τους εχθρούς μας.
Η τεχνική του Κόκκινου Στρατού αντανακλάται και αντανακλά τη γενική οικονομική κατάσταση της χώρας μας. Την πρώτη περίοδο της επανάστασης είχαμε στη διάθεσή μας την υλική κληρονομιά του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Με τον τρόπο της, ήταν τεράστια, αλλά τελείως χαοτική. Σε κάποια πράγματα υπήρχε πληθώρα, σε κάποια άλλα μεγάλη έλλειψη και πέρα από αυτό, κι εμείς οι ίδιοι, δεν ξέραμε τι ακριβώς διαθέτουμε. Οι επικεφαλής των διοικήσεων, που δημιουργούνταν σε εθελοντική βάση αρχικά, έκρυβαν με πολύ επιδέξιο τρόπο τα ελάχιστα που γνώριζαν. Η «κατά τόπους εξουσία» ήταν στα χέρια οποιουδήποτε τύχαινε να βρίσκεται σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Οι επαναστάτες επικεφαλής των αντάρτικων ομάδων, έπαιρναν προμήθειες από οπουδήποτε και από οποιονδήποτε βρισκόταν στον δρόμο τους. Οι αρχές των σιδηροδρόμων, με πονηρία οδηγούσαν βαγόνια γεμάτα πυρομαχικά σε άλλους προορισμούς από τους προκαθορισμένους. Έτσι λοιπόν, η πρώτη περίοδος ήταν περίοδος τρομακτικής δαπάνης των αποθεμάτων που ήταν διαθέσιμα από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Μεμονωμένες στρατιωτικές μονάδες, κυρίως συντάγματα, κουβαλούσαν μαζί τους εξοπλισμένα οχήματα, ακόμα και αεροπλάνα, ενώ δεν είχαν καν ξιφολόγχες για τα τουφέκια τους, και συχνά είχαν και έλλειψη από σφαίρες. Η πολεμική βιομηχανία είχε σταματήσει την παραγωγή ήδη από το τέλος του 1917. Μονάχα στα 1919, όταν οι παλιές προμήθειες έφτασαν στα όρια της εξάντλησης, ξεκίνησε η εργασία επανεκκίνησης της παραγωγής όπλων. Το 1920, ολόκληρη σχεδόν η βιομηχανία δούλευε για τις ανάγκες του πολέμου. Δεν είχαμε καθόλου αποθέματα. Κάθε τουφέκι, κάθε φυσίγγιο, κάθε ζευγάρι άρβυλα, αποστέλλονταν από τη μηχανή που το παρήγαγε, στο μέτωπο. Υπήρχαν περίοδοι –που διαρκούσαν ακόμα και ολόκληρες εβδομάδες– όπου το απόθεμα φυσιγγίων του κάθε στρατιώτη είχε τη σημασία του και όταν υπήρχε καθυστέρηση στην άφιξη ειδικού τρένου με πυρομαχικά, αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να υποχωρούν ολόκληρες μεραρχίες για δεκάδες βέρστια (5) στο μέτωπο.
Παρά το γεγονός ότι η διαρκής εξέλιξη του εμφυλίου πολέμου οδηγούσε στην κατάρρευση της οικονομίας, ο ανεφοδιασμός του στρατού – από τη μία, χάριν στις οδηγίες που είχαν δοθεί στις δυνάμεις της βιομηχανίας, και από την άλλη χάριν στον αυξανόμενο βαθμό οργάνωσης της ίδιας της πολεμικής βιομηχανίας – έγινε, και συνεχίζει να γίνεται, αυτό ακριβώς που χρειάζεται να είναι.
Ειδική θέση στην ανάπτυξη του Κόκκινου Στρατού κατέχει η δημιουργία του ιππικού. Χωρίς να χρειάζεται να επιχειρηματολογήσουμε για τον ρόλο που θα παίζει το ιππικό σε μελλοντικούς πολέμους, μπορούμε να πούμε ότι στο παρελθόν, οι καθυστερημένες χώρες διέθεταν το καλύτερο ιππικό: Ρωσία, Πολωνία, Ουγγαρία και, ακόμα νωρίτερα, η Σουηδία. Για το ιππικό είναι αναγκαίες οι στέπες, μεγάλα ανοιχτά διαστήματα. Σε μας, όπως ήταν φυσικό, αναπτύχθηκε στο Κουμπάν και στο Ντον και όχι στην Πετρούπολη και τη Μόσχα. Στον αμερικανικό εμφύλιο, το πλεονέκτημα του ιππικού ανήκε εξολοκλήρου στους νότιους, κατόχους φυτειών. Μονάχα στο δεύτερο μισό του πολέμου κατάφεραν οι Βόρειοι να κατακτήσουν αυτό το όπλο. Ήταν το ίδιο με εμάς. Η αντεπανάσταση εδραιώθηκε στη μεθόριο και προσπαθούσε, πιέζοντας από εκεί προς τα μέσα, να μας πιέσει όλο και περισσότερο προς το κέντρο, στην περιοχή γύρω από τη Μόσχα. Το σημαντικότερο όπλο που κατείχαν ο Ντενίκιν και ο Βράνγκελ ήταν οι Κοζάκοι και γενικά, το ιππικό. Συχνά, οι τολμηρές τους επιδρομές, την πρώτη περίοδο, μας δημιουργούσαν πολύ μεγάλες δυσκολίες. Ωστόσο, αυτό το πλεονέκτημα που κατείχε η αντεπανάσταση –πλεονέκτημα που προέκυπτε από την καθυστέρηση της χώρας- αποδείχτηκε ότι ανήκε και στην επανάσταση, από τη στιγμή που αντιληφθήκαμε τη σημασία του ιππικού σε έναν εμφύλιο πόλεμο ελιγμών και θέσαμε στον εαυτό μας το καθήκον δημιουργίας μιας τέτοιας δύναμης ανεξαρτήτως του όποιου κόστους. Το σύνθημα του Κόκκινου Στρατού το 1919 ήταν: «Προλετάριοι στα άλογα!». Λίγους μήνες μετά, το ιππικό μας μπορούσε να συγκριθεί επάξια με αυτό του εχθρού και, αμέσως μετά, να διαθέτει το προβάδισμα των κινήσεων μια για πάντα.
Η ενότητα και η αυτοπεποίθηση του Στρατού σταδιακά αυξάνονταν. Την πρώτη περίοδο, όχι μόνο οι αγρότες, αλλά και οι εργάτες ήταν απρόθυμοι να καταταγούν στο Στρατό. Μονάχα ένα πολύ μικρό στρώμα αφοσιωμένων προλεταρίων μπήκε συνειδητά στη διαδικασία δημιουργίας ένοπλων δυνάμεων της Σοβιετικής Δημοκρατίας. Κι αυτό ήταν το στρώμα που έφερε το βάρος της δουλειάς την πρώτη και πιο δύσκολη περίοδο. Η διάθεση της αγροτιάς ταλαντεύονταν ασταμάτητα. Ολόκληρα συντάγματα που αποτελούνταν από αγρότες -η αλήθεια είναι πως στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν αρκετά απροετοίμαστα και πολιτικά και τεχνικά- την πρώτη περίοδο παραδίνονταν, μερικές φορές και χωρίς μάχη, και αργότερα, όταν οι Λευκοί τους στρατολογούσαν, πέρναγαν και πάλι με το μέρος μας. Μερικές φορές, οι μάζες των αγροτών προσπάθησαν να δείξουν την ανεξαρτησία τους και εγκατέλειψαν τόσο τους Λευκούς, όσο και τους Κόκκινους, καταφεύγοντας στα δάση για να δημιουργήσουν τις «Πράσινες» μονάδες. Αλλά ο κατακερματισμός και η πολιτική ανικανότητα αυτών των ομάδων, τις καταδίκασε στην ήττα. Έτσι λοιπόν, στα μέτωπα του εμφυλίου πολέμου, η σχέση μεταξύ των βασικών τάξεων της επανάστασης, βρήκε την πιο ζωντανή της έκφραση: οι αγροτικές μάζες, την υποταγή των οποίων επιδίωκε η αντεπανάσταση των γαιοκτημόνων -αστών- διανοούμενων, μαζί με αυτή της εργατικής τάξης, πήγαιναν από τη μια μεριά στην άλλη, ώσπου στο τέλος, έδωσαν την υποστήριξή τους στην εργατική τάξη. Στις πιο καθυστερημένες επαρχίες, όπως στο Κουρσκ και το Βορονέζ, όπου οι αριθμοί αυτών που απέφευγαν να καταταγούν, ανέρχονταν σε πολλές χιλιάδες, η άφιξη των Λευκών στα σύνορα αυτών των επαρχιών, δημιουργούσε μια αποφασιστική αλλαγή στάσης και ωθούσε τις μάζες στις τάξεις του Κόκκινου Στρατού. Ο αγρότης υποστήριξε τον εργάτη ενάντια στον γαιοκτήμονα και τον καπιταλιστή. Σε αυτό το κοινωνικό γεγονός βρίσκεται και η βασική αιτία των νικών μας.
Ο Κόκκινος Στρατός δημιουργήθηκε μέσα στη φωτιά και, κατά συνέπεια, χωρίς να υπάρχει πάντα κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο και συνήθως μέσα από αυτοσχεδιασμούς. Ο μηχανισμός του ήταν εξαιρετικά δυσκίνητος και σε πολλές περιπτώσεις αδέξιος. Χρησιμοποιήσαμε κάθε δυνατότητα για να συσφίξουμε, να απλοποιήσουμε και να καθαρίσουμε τον στρατιωτικό μας οργανισμό. Ως προς αυτόν τον στόχο, έχουμε σημειώσει αναμφισβήτητη πρόοδο τα τελευταία δύο χρόνια. Στην περίοδο του πολέμου με τον Βράνγκελ και με την Πολωνία, το 1920, ο Κόκκινος Στρατός είχε στις τάξεις του περισσότερους από πέντε εκατομμύρια άντρες. Σήμερα (6), μαζί με το ναυτικό, περιλαμβάνει γύρω στο ενάμισι εκατομμύριο άντρες και εξακολουθεί να μικραίνει ο αριθμός. Αυτή η μείωση εξελισσόταν και συνεχίζει να εξελίσσεται με πιο αργό ρυθμό από ότι θα θέλαμε, γιατί πηγαίνει ταυτόχρονα με τη διαδικασία βελτιστοποίησης της ποιότητας. Η βελτίωση των δυνάμεων στα μετόπισθεν είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη από τις μάχιμες μονάδες, ωστόσο, ο στρατός δεν είναι πιο αδύναμος, αλλά πιο δυνατός. Η ικανότητά του για ανάπτυξη, σε ενδεχόμενο πολέμου, αυξάνεται σταθερά. Η πίστη του στον σκοπό της κοινωνικής επανάστασης είναι αναμφίβολη.
Μόσχα,
21 Μαΐου 1922
Mετάφραση: Σάββας Στρούμπος
Υποσημειώσεις
1. Η Στρατιωτική Οργάνωση του Κόμματός μας, ξεκίνησε τη δράση της το 1905 και έπαιξε αξιοσημείωτο στην ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος στον στρατό. Η πρώτη προσπάθεια ενοποίησης της δουλειάς των πυρήνων του Κόμματος στο στρατό έγινε στο τέλος Μάρτη του 1906, όταν ένα συνέδριο «στρατιωτικών οργανώσεων» έλαβε χώρα στη Μόσχα. Μετά τη σύλληψη όσων πήραν μέρος, το συνέδριο μεταφέρθηκε στο Τάμεφορς τον χειμώνα του 1906. Το 1917, μετά την επανάσταση του Φλεβάρη, η Στρατιωτική Οργάνωση ανέπτυξε την επιρροή της πρώτα στην Πετρούπολη και αργότερα στο μέτωπο (ειδικά στον βόρειο τομέα και στον στόλο της Βαλτικής). Στις 15 Απριλίου εμφανίστηκε το πρώτο τεύχος της εφημερίδας «Στρατιωτική αλήθεια» (правду солдата), το κεντρικό όργανο της οργάνωσης. Στο συνέδριο της Στρατιωτικής Οργάνωσης στην Πετρούπολη, στις 16 Ιουλίου, περισσότερες από 500 μονάδες εκπροσωπούνταν, με συνολικό αριθμό όχι μικρότερο από 30.000 Μπολσεβίκους. Η Στρατιωτική Οργάνωση ξεκίνησε την προετοιμασία για την εξέγερση και έστειλε κάποιους από τους πιο δραστήριους συντρόφους στη Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή της Πετρούπολης και αργότερα στο Τμήμα Πολέμου.
2. Τα σώματα των Τσεχοσλοβάκων δημιουργήθηκαν στην Τσαρική Ρωσία από κρατούμενους του πολέμου. Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση οι στρατιώτες ήθελαν να «γυρίσουν σπίτι» και η διαδρομή που επιλέχθηκε για την επιστροφή τους ήταν κατά μήκος του Υπερ-Σιβηρικού Σιδηρόδρομου και μέσα από το Βλαδιβοστόκ.
3. Αταμάνος ή Χατμάνος ήταν ο αρχηγός κάθε οικισμού των Κοζάκων ή της περιοχής που έλεγχαν αυτοί. Ο Αταμάνος εκλέγονταν από τους ομοεθνείς του και ήταν αιρετός. Από το 1715 οι Αταμάνοι των κοζάκων ορίζονταν απευθείας από τον Τσάρο αλλά η εξουσία τους και η μακροημέρευσή τους σ’ αυτή τη θέση ήταν εξασφαλισμένη μόνο αν είχαν την αποδοχή των συμπατριωτών τους.
4. Μορφή πολέμου που διεξάγεται κατά μήκος μόνιμων και οχυρωμένων γραμμών.
5. Το ένα βέρστι είναι 1067 μέτρα.
6. Το κείμενο γράφτηκε τον Μάιο του 1922.