Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΔιεθνήΤο μαζικό κίνημα Black Lives Matter εξαπλώνεται διεθνώς - Η άρχουσα τάξη...

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Το μαζικό κίνημα Black Lives Matter εξαπλώνεται διεθνώς – Η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ σε θέση άμυνας

Ανάλυση για τις τελευταίες εξελίξεις γύρω από το κίνημα που συγκλονίζει τις ΗΠΑ και όχι μόνο.

Εκατοντάδες χιλιάδες συμμετείχαν σε εκατοντάδες πόλεις σε όλη την επικράτεια των ΗΠΑ το Σαββατοκύριακο, στις μαζικότερες διαδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν από την ημέρα της ρατσιστικής αστυνομικής δολοφονίας του Τζορτζ Φλόιντ στη Μινεάπολη στις 25 Μαΐου. Παγκοσμίως, έγιναν επίσης πορείες διαμαρτυρίας σε εκατοντάδες πόλεις, στις οποίες συμμετείχαν εκατοντάδες χιλιάδες νεολαίοι και εργάτες, διαδηλώνοντας ενάντια στον ρατσισμό και την αστυνομική βία, τόσο τοπικά όσο και σε ένδειξη αλληλεγγύης προς το μαζικό κίνημα στις ΗΠΑ.

Η άρχουσα τάξη, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι η καταστολή δεν μπορεί να σταματήσει το κίνημα, άλλαξε κατά κάποιον τρόπο ταχύτητα προς την κατεύθυνση του περιορισμού της ζημιάς και στη χρησιμοποίηση του «καρότου» αντί του «μαστιγίου».

Στις Ηνωμένες Πολιτείες και μόνο, το μαζικό κίνημα διαδηλώσεων που συνεχίζεται εδώ και δύο εβδομάδες, αντί να αποδυναμώνεται, γίνεται στην πραγματικότητα ισχυρότερο. Πλέον, έχουν πραγματοποιηθεί διαδηλώσεις και πορείες διαμαρτυρίας σε πάνω από 1.000 πόλεις και κωμοπόλεις σε ολόκληρη τη χώρα. Οι μεγαλύτερες διαδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν το Σάββατο και την Κυριακή ήταν σε ορισμένα από τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα, με δεκάδες χιλιάδες να διαδηλώνουν στο Λος Άντζελες, στο Σαν Φρανσίσκο, στη Νέα Υόρκη, στη Φιλαδέλφεια, στο Σικάγο και την Ουάσινγκτον – όλες μέσα στην πανδημία του κορονοϊού.

Όμως, το κίνημα έχει εξαπλωθεί ακόμα και σε μικρές κωμοπόλεις στον Νότο, σε μέρη που σε γενικές γραμμές θεωρούνται συντηρητικά ή ακόμα και οπισθοδρομικά. Η εφημερίδα New York Times αναφέρθηκε στην διάθεση που υπάρχει, στην πόλη Πέταλ του Μισισίπι, μια μικρή πόλη 10.000 κατοίκων, όπου εκατοντάδες διαδηλώνουν μετά τα κυνικά σχόλια του τοπικού δημάρχου, κυρίου Μαρξ (!!), ο οποίος είπε ότι «δεν είδε κάτι παράλογο» στο βίντεο που δείχνει τον Τζορτζ Φλόιντ να στραγγαλίζεται μέχρι θανάτου από τον αστυνομικό της Μινεάπολης, Σόβιν.

Η πόλη Πέταλ, σύμφωνα με τους Times, είναι ένα μόνο παράδειγμα:

«Η κατάσταση είναι παρόμοια και σε άλλες μικρότερες κοινότητες σε ολόκληρη τη χώρα, συμπεριλαμβανομένης της Τζόρτζια, της Αλαμπάμα, της Μοντάνα και της Βόρειας Ντακότα, αντικατοπτρίζοντας την έκταση, στην οποία έχει αντηχήσει ο θάνατος του κυρίου Φλόιντ και την υπερχειλισμένη δεξαμενή αγανάκτησης με την οποία συνδέεται. Σε ορισμένες κωμοπόλεις, οι άνθρωποι οργανώνονται ή συμμετέχουν σε διαδηλώσεις για πρώτη φορά».

Όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν συντριπτική υποστήριξη για το κίνημα. Μια από τις τελευταίες, την οποία διεξήγαγε η εφημερίδα Washington Post σε συνεργασία με την [σχολή] Schar (σ.τ.μ: του Πανεπιστημίου Τζορτζ Μέισον), έδειξε ότι ένα μαζικό 74% υποστηρίζει τις διαμαρτυρίες, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το 54% των Ρεπουμπλικάνων. Υπάρχει ακόμα ευρεία εναντίωση προς τον χειρισμό των διαδηλώσεων από τον Τραμπ, με το 61% να λέει πως «αποδοκιμάζει», στο οποίο συμπεριλαμβάνεται ένα 47% που «αποδοκιμάζει έντονα».

Αυτές οι μαζικές διαδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν μετά από δέκα ημέρες βάναυσης αστυνομικής καταστολής, απαγορεύσεων κυκλοφορίας, με την Εθνοφρουρά στους δρόμους, με δακρυγόνα, αστυνομικούς να οδηγούν τα οχήματά τους προς τα πλήθη και σε ορισμένες περιπτώσεις πυροβολισμούς και δολοφονίες κι άλλων αθώων. Τίποτα από όλα αυτά δεν απέτρεψε τους νέους και τους εργάτες – μαύρους, λευκούς, Λατίνους, Ασιάτες, Άραβες – να βγαίνουν στους δρόμους κατά εκατοντάδες χιλιάδες.

Περιορισμός της ζημιάς από την άρχουσα τάξη

Αντιμέτωποι με αυτή τη χωρίς προηγούμενο επίδειξη ανυπακοής, η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ έχει αναγκαστεί να εγκαταλείψει τις πιο ανοιχτές μορφές καταστολής και πλέον προσπαθεί να αφοπλίσει το κίνημα, εμπλέκοντας τον εαυτό της σε μια άσκηση περιορισμού της ζημιάς και προσπαθώντας να προσφέρει παραχωρήσεις, προκειμένου να εμποδίσει την εξέγερση να κλιμακωθεί περαιτέρω.

Σε πολλές πόλεις η απαγόρευση κυκλοφορίας έχει αρθεί, η Εθνοφρουρά προοδευτικά αποσύρεται, ενώ ακόμα και ο Τραμπ, παρότι εξακολουθεί να κάνει όλων των ειδών τις εμπρηστικές δηλώσεις, δεν μιλάει πια για χρησιμοποίηση του στρατού ενάντια στον λαό.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η καταστολή έχει τελειώσει. Υπήρξαν πολλά περιστατικά ακόμα αστυνομικής βαναυσότητας, συμπεριλαμβανομένου ενός περιστατικού χρήσης δακρυγόνων ενάντια σε ειρηνικούς διαδηλωτές στο Σιάτλ, όμως είναι ξεκάθαρο ότι η άρχουσα τάξη έχει συνειδητοποιήσει ότι η καταστολή δεν λειτουργούσε, και στην πραγματικότητα είχε το αντίθετο από το επιθυμητό αποτέλεσμα. Αποφάσισαν ότι έχει έρθει η ώρα να χαλιναγωγήσουν τα «επιθετικά σκυλιά» τους.

Το Δημοκρατικό Κόμμα, το οποίο έχει την εξουσία σε πολλά από τα σημαντικότερα αστικά κέντρα, με αστυνομικά τμήματα διαβόητα για δολοφονίες και παρενόχληση των μαύρων, συμπεριλαμβανομένης της Μινεάπολης, έχει πλέον κινητοποιηθεί σε μια απόπειρα να περιορίσει και να αφοπλίσει το κίνημα. Η Washington Post δημοσίευσε ρεποσρτάζ σχετικά με «διοργανωτές που παρενέβησαν, προκειμένου να υπάρξει πειθαρχία στις πορείες, δουλεύοντας στο παρασκήνιο με την Εθνική Επιτροπή των Δημοκρατικών (ΕΕΔ). Ανάμεσα στα γεγονότα που βοήθησαν να προγραμματιστούν ήταν μια πορεία την Πέμπτη από την Πλατεία Farragut προς τον Λευκό Οίκο και το Μνημείο του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, στην οποία συμμετείχε ο Πρόεδρος της ΕΕΔ, Τομ Περέζ». Η αυθόρμητη, σε μεγάλο βαθμό, φύση του κινήματος και η έλλειψη κάποιας ξεκάθαρης ηγεσίας επέτρεψε στο Δημοκρατικό Κόμμα να παρέμβει – και πάλι προσπαθώντας να κρατήσει τη δυσαρέσκεια μέσα σε κανάλια που παραμένουν ασφαλή για τον καπιταλισμό.

Έχουμε δει τις απαίσιες, κυνικές εικόνες των Δημοκρατικών της Βουλής των Αντιπροσώπων, με ηγέτιδα τη Νάνσι Πελόζι, να γονατίζουν, τη στιγμή που το κόμμα τους βρισκόταν στην πρώτη γραμμή της βάναυσης καταστολής ενάντια στους διαδηλωτές στη Νέα Υόρκη, για να δώσουμε ένα απλό παράδειγμα.

Σε έναν μεταμοντέρνο ελιγμό, πολιτικοί που δεν είχαν προφέρει ποτέ ούτε μία λέξη σχετικά με τον συστημικό ρατσισμό και τη βία στην επιβολή του νόμου, συμπεριλαμβανομένων πολλών που καταδίκαζαν τη «βια» των διαδηλωτών, τώρα κάνουν ουρές για να πραγματοποιήσουν «συμβολικές κινήσεις» και να εκμεταλλευτούν ευκαιρίες να ποζάρουν στο φακό: γονατίζοντας, γράφοντας συνθήματα στα οδοστρώματα και αφαιρώντας αγάλματα για να αποτρέψουν την ανατροπή τους από τους διαδηλωτές. Οι μεγάλες επιχειρήσεις φτιάχνουν την εικόνα τους ως αντιρατσιστικές, σε μια απόπειρα να εκμεταλλευτούν οικονομικά το κίνημα. Ακόμα κι η αστυνομία γονατίζει με κυνικό τρόπο μπροστά στους διαδηλωτές, λίγο προτού εξαπολύσει εναντίον τους επίθεση με δακρυγόνα.

Αρκετά αστυνομικά τμήματα και πολιτείες έχουν πλέον απαγορεύσει τις «λαβές στραγγαλισμού». Παρόμοια νομοθεσία έχει προταθεί από τους Δημοκρατικούς της Βουλής των Αντιπροσώπων. Φυσικά, τίποτα απ’ όλα αυτά δε θα είχε συμβεί, αν δεν είχε προηγηθεί η μαζική εξέγερση ενάντια στην αστυνομική βία. Προσπαθούν να κατευνάσουν το κίνημα με συμβολικές κινήσεις και ψίχουλα. Ο Τζορτζ Φλόιντ στραγγαλίστηκε μέχρι θανάτου, όμως μονάχα την τελευταία εβδομάδα πυροβόλησαν και σκότωσαν δύο Λατίνους νεολαίους. Ο Έρικ Σαλγάδο από το Όκλαντ πυροβολήθηκε 40 φορές από την Περίπολο Εθνικών Οδών της Καλιφόρνια δίπλα στην έγκυο γυναίκα του. Ο Σον Μοντερόσα από το Σαν Φρανσίσκο πυροβολήθηκε πέντε φορές από αστυνομικό που υπηρετεί στο Αστυνομικό Τμήμα Βαλέχο την ώρα που ήταν γονατιστός, άοπλος και με τα χέρια πάνω από το ύψος της μέσης του. Ο Eteng Ettah, ένας εκ των οργανωτών της κοινότητας Black Youth Project 100 (στ.μ: σε ελεύθερη μετάφραση Πρόγραμμα Μαύρης Νεολαίας 100), λόγια του οποίου χρησιμοποίησε η Washington Post, έδωσε μια ξεκάθαρη ετυμηγορία σχετικά με τις προσπάθειες των πολιτικών να εισάγουν «μεταρρυθμίσεις στην αστυνομία»: «Τον λαό δεν τον ενδιαφέρει πλέον η μεταρρύθμιση. Το σύστημα δεν παίρνει μεταρρύθμιση. Όλα όσα περιλαμβάνονται (σ.τ.μ: στις προτάσεις μεταρρύθμισης) είναι μόνο αυτοκόλλητα επιθέματα. Λίγη διαφορετική εκπαίδευση εδώ ή ένα διαφορετικό πρωτόκολλο εκεί δεν αρκούν για να σταματήσει η αστυνομική βία στην πόλη».

Έχει απόλυτο δίκιο και το ξέρουμε, διότι αυτό ακριβώς συνέβη μετά το πρώτο κύμα του κινήματος Black Lives Matter.

Το κίνημα δυναμώνει

Το επίπεδο των παραχωρήσεων, το οποίο είναι διατεθειμένη να προσφέρει η άρχουσα τάξη σε ένα συγκεκριμένο κίνημα, είναι ευθέως ανάλογο προς την ισχύ του. Το γεγονός ότι μία πλειοψηφία των μελών του συμβουλίου της πόλης στη Μινεάπολη έχει δεσμευτεί να «διακόψει τη χρηματοδότηση και να καταργήσει» το Αστυνομικό Τμήμα αποτελεί απόδειξη της ισχύος της εξέγερσης στην πόλη, από την οποία ξεκίνησε. Το καπιταλιστικό κατεστημένο έχει συνειδητοποιήσει ότι υποσχέσεις αποσπασματικών μεταρρυθμίσεων δεν θα έχουν καμία επίπτωση στους διαδηλωτές, οι οποίοι κατέστησαν ξεκάθαρα τα αισθήματά τους όταν έκαιγαν το τρίτο κτίριο (σ.τ.μ: της αστυνομίας).

Ακόμα σημαντικότερο: οι διαδηλωτές στη Μινεάπολη όχι απλά έκαψαν ένα από τα αστυνομικά κτίρια, αλλά επιπλέον άρχισαν να σχηματίζουν επιτροπές άμυνας και περιπολίες στις γειτονιές, τις περισσότερες φορές ένοπλες, προκειμένου να παράσχουν προστασία τοπικά, αντί για τη μισητή αστυνομία. Η Washington Post ανέφερε:

«Σε ολόκληρη τη Μινεάπολη, έχουν εμφανιστεί τις τελευταίες εβδομάδες επιτροπές πολιτών οργανωμένες από την κοινότητα, καθώς η εμπιστοσύνη προς το Αστυνομικό Τμήμα της Μινεάπολης έχει καταρρεύσει».

Το άρθρο περιγράφει την κατάσταση στη Βόρεια Μινεάπολη, όπου «το τοπικό παράρτημα της Εθνικής Ένωσης για την Πρόοδο των Έγχρωμων Ανθρώπων (ΕΕΠΕΑ) έχει ξεκινήσει να κάνει ακριβώς αυτό: να δημιουργεί μια εναλλακτική προς την αστυνομία, από την κοινότητα, με ένοπλες περιπολίες πολιτών. Αποκαλούν την ομάδα τους Minnesota Freedom Riders (σ.τ.μ: σε ελεύθερη μετάφραση “Αναβάτες της Ελευθερίας της Μινεσότα”), αναφερόμενοι στους ακτιβιστές πολιτικών δικαιωμάτων που επέβαιναν σε λεωφορεία όταν υπήρχε διαχωρισμός στο Νότο το 1961». Δεκάδες έχουν μπει σε αυτή την ομάδα, κι οι περισσότεροι είναι οπλισμένοι: «Γράφτηκαν μέσω μιας γυναίκας που κρατούσε ένα ντοσιέ, η οποία συγκέντρωσε τις πληροφορίες επικοινωνίας τους, ρώτησε πόσοι από αυτούς ήταν από τη συνοικία τους, και σημείωσε αν ήταν οπλισμένοι ή όχι. Σχεδόν όλοι τους είπαν ότι ήταν οπλισμένοι». Μετά την εγγραφή τους, τους δόθηκαν οδηγίες και εκπαίδευση για τους ρόλους και τα καθήκοντά τους.

Η Πρόεδρος της ΕΕΠΕΑ της Μινεάπολης, Λέσλι Ρέντμοντ, η οποία συντόνισε αυτή την πρωτοβουλία, τους είπε:

«Πολύ συχνά, όταν οι έγχρωμοι προσπαθούν να κάνουν το σωστό και να παλέψουν, μένουμε ανυπεράσπιστοι, και η Αμερική μας έχει αποδείξει ξανά και ξανά ότι δεν θα έρθει κανείς να μας προστατέψει, πρέπει να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας μόνοι μας».

Η Ρέντμοντ εξηγούσε πως ενημέρωσε τον Αρχηγό της Αστυνομίας της Μινεάπολης και την Εθνοφρουρά για τις περιπολίες πολιτών που έχουν στήσει. «Δεν τους ζητούσε άδεια», επιμένει· απλά τους ενημέρωσε: «Ενεργοποιούμε την κοινότητά μας». Πρόκειται για αξιοσημείωτες εξελίξεις, οι οποίες συμβαίνουν στην πιο προηγμένη καπιταλιστική χώρα του πλανήτη και αποκαλύπτουν το τεράστιο άλμα στη συνείδηση μετά τα σφυροκοπήματα των γεγονότων.

«Διακοπή της χρηματοδότησης της αστυνομίας», η φράση αυτή έχει γίνει ένα από τα συνθήματα του κινήματος Black Lives Matter, αυτή τη φορά όμως το σύνθημα αυτό μπορεί να σημαίνει διαφορετικά πράγματα για διαφορετικούς ανθρώπους. Για τους διαδηλωτές σημαίνει ξεκάθαρα ότι δεν θεωρούν πως το πρόβλημα είναι πρόβλημα μερικών «σάπιων μήλων», ούτε πρόβλημα το οποίο είναι δυνατό να λυθεί με μέτρα «ελέγχου» και «ευθύνης». Το σύνθημα δείχνει την ανάγκη να καταργηθεί από τη ρίζα ένας οργανισμός, ο οποίος δικαίως θεωρείται εγγενώς ρατσιστικός και βίαιος, καθώς και ανάξιος της εμπιστοσύνης για την υπεράσπιση της ζωής και της περιουσίας των πολιτών.

Πρόκειται για ένα δυνητικά επαναστατικό συμπέρασμα. Η αστυνομία είναι συστατικό μέρος του καπιταλιστικού κράτους: ένοπλα σώματα ανδρών και γυναικών στην υπεράσπιση της ιδιωτικής περιουσίας. Το γεγονός ότι η νομιμοποίησή τους έχει διαβρωθεί στο βαθμό που ένα μαζικό κίνημα έχει θέσει αιτήματα – παρότι δεν είναι ακόμα ανεπτυγμένα – για τη διάλυσή τους, είναι εξαιρετικά σημαντικό.

Όμως, όταν οι Δημοκρατικοί στο συμβούλιο της πόλης στη Μινεάπολη λένε πως δεσμεύονται να σταματήσουν την χρηματοδότηση της αστυνομίας, στην πραγματικότητα παίζουν με τις λέξεις. Όταν ο δήμαρχος ήρθε αντιμέτωπος σε απόσταση αναπνοής με τους διαδηλωτές, αρνήθηκε να υποστηρίξει το αίτημά τους. Αυτό που εννοούν είναι κάτι σαν αυτό: «εγκαθίδρυση μιας επιτροπής, με διάρκεια ζωής ορισμένων ετών, η οποία θα κληθεί να μελετήσει ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να πραγματοποιείται η αστυνόμευση». Ενώ το μέλος του συμβουλίου της πόλης στη Μινεάπολη Τζερεμάια Έλισον έγραφε στο Twitter «Σκοπεύουμε να καταργήσουμε το Αστυνομικό Τμήμα της Μινεάπολης», η πρόεδρος του συμβουλίου της πόλης, Λίζα Μπέντερ, ήταν πιο προσεκτική στην επιλογή των λέξεών της: «Η δέσμευσή μας είναι να σταματήσουμε την αστυνόμευση όπως την γνωρίζουμε και να δημιουργήσουμε εκ νέου συστήματα δημόσιας ασφάλειας που πραγματικά θα μας κρατούν ασφαλείς».

Το μέλος τους συμβουλίου, Φιλπ Κάνινγκχαμ, επίσης έδωσε μια «διευκρίνιση», με στόχο να χαμηλώσει τις προσδοκίες του λαού: «Διευκρίνιση: δεν ψηφίσαμε τη διάλυση της αστυνομίας χθες. Μια διευρυμένη πλειοψηφία του Συμβουλίου της Πόλης ανακοίνωσε επίσημα την υποστήριξή της για την εκκίνηση της διαδικασίας να γίνει αυτό, προκειμένου να χτιστούν νέα συστήματα δημόσιας ασφάλειας. Αυτή η διάκριση έχει σημασία, διότι πρέπει πρώτα να τεθεί σε εφαρμογή ένα σχέδιο». Οπότε, δεν θα καταργηθεί η αστυνομία. Προσέθεσε, ακόμα, τα παρακάτω κρίσιμα σημεία: «Η δημιουργία σχεδίου για να χτίσουμε νέα συστήματα δημόσιας ασφάλειας είναι ΤΟ κρίσιμο συστατικό για να το πετύχουμε αυτό. Πρέπει να εργαστούμε μαζί με τον υπέροχο Αρχηγό της Αστυνομίας, Ρόντο, και την κοινότητά μας για να χτίσουμε αυτά τα νέα συστήματα και να σχεδιάσουμε την μετάβαση σε αυτά» (η έμφαση είναι από τον συντάκτη του άρθρου).

Δηλαδή ξεκινήσαμε από μια ανακοίνωση άξια για πρωτοσέλιδο: «διάλυση του αστυνομικού τμήματος» … και καταλήξαμε στο «να δουλέψουμε μαζί» με τον νυν επικεφαλής της αστυνομίας, προκειμένου να δημιουργήσουμε ένα καινούργιο αστυνομικό τμήμα με διαφορετικό όνομα. Πρόκειται για ένα παράδειγμα για εγχειρίδιο αυτού που είναι γνωστό ως «ξέπλυμα», μιας διαδικασίας παρόμοιας με αυτή του να περαστεί πάνω σε κάτι μια στρώση λευκής μπογιάς, ενώ διατηρείται η παλιά σάπια δομή από κάτω.

Ελπίζουν ότι, μόλις οι μάζες φύγουν από τους δρόμους και το κίνημα ησυχάσει, θα ξεχαστούν όλα. Στην καλύτερη περίπτωση, αν υπάρχει αρκετή παρατεταμένη πίεση, μπορεί να περικόψουν ουσιαστικά τις αποδόσεις προς το Αστυνομικό Τμήμα, με συνέπεια τη μείωση του προϋπολογισμού του, να δώσουν κάποιες από τις λειτουργίες του σε άλλα σώματα και να διατηρήσουν έναν πυρήνα αστυνομικής υπηρεσίας, ενδεχομένως με διαφορετικό όνομα.

Ακόμα κι η ιδέα της διάλυσης του υπάρχοντος Αστυνομικού Τμήματος πρόκειται να είναι κάτι εξαιρετικά περίπλοκο για το συμβούλιο. Το Αστυνομικό Τμήμα είναι εξαιρετικά ισχυρό και δεν πρόκειται να πέσει χωρίς μάχη – μια μάχη, για την οποία οι Δημοκρατικοί του συμβουλίου ούτε είναι προετοιμασμένοι, ούτε είναι διατεθειμένοι να δώσουν. Άλλοι ήδη έχουν αρχίσει να κρατάνε δημοσίως αποστάσεις από το σύνθημα «διακοπή τη χρηματοδότησης της αστυνομίας». Σε αυτούς συμπεριλαμβάνεται και ο μελλοντικός Δημοκρατικός υποψήφιος πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν.

Φυσικά, οι καπιταλιστές, τα μέσα ενημέρωσης και οι αυτοαποκαλούμενοι ειδικοί θα μας πουν με λεπτομέρειες πως δεν είναι δυνατό να καταργηθεί η αστυνομία. «Το έγκλημα θα αυξηθεί», κραυγάζει η εφημερίδα Wall Street Journal. «ΝΟΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑΞΗ», κατακεραυνώνει ο Τραμπ μέσω του Twitter. Σ’ αυτή την περίπτωση, προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τους αγνούς φόβους των απλών ανθρώπων, που έχουν πλήρη επίγνωση ότι το μικρό έγκλημα υπάρχει και τους απειλεί σε καθημερινή βάση. Στην πράξη, οι περιπολίες της κοινότητας που έχουν εγκαθιδρυθεί στις γειτονιές είναι ένδειξη ότι οι απλοί άνθρωποι αισθάνονται την ανάγκη για κάποιο είδος προστασίας. Το ζήτημα είναι ότι πλέον δεν εμπιστεύονται την αστυνομία.

Κατάργηση – διακοπή χρηματοδότησης της αστυνομίας: τι σημαίνει

Είναι δυνατό να καταργηθεί η αστυνομία; Η αστυνομία αποτελεί κρίσιμο τμήμα του καπιταλιστικού κράτους. Όσο η κοινωνία είναι χωρισμένη σε τάξεις, μια άρχουσα τάξη που είναι μειονότητα και μια εργατική τάξη που αποτελεί την πλειονότητα, αλλά εξαιρείται από την πολιτική και οικονομική ισχύ, μια αστυνομική δύναμη με κάποια μορφή θα υπάρχει πάντα. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να υπερασπιζόμαστε την ύπαρξη της αστυνομίας. Ακριβώς το αντίθετο! Αυτό που σημαίνει είναι ότι θα πρέπει να εξάγουμε όλα τα απαραίτητα συμπεράσματα από αυτή την κατάσταση. Αν θέλουμε να καταργήσουμε την αστυνομία, χρειάζεται να καταργήσουμε την ταξική κοινωνία.

Οι περιπολίες υπεράσπισης γειτονιάς στη Μινεάπολη δείχνουν τι θα μπορούσε να είναι δυνατό. Μια μεγάλη πλειονότητα εγκλημάτων που διαπράττονται σε μια καπιταλιστική κοινωνία είναι το αποτέλεσμα της ύπαρξης ενός τεράστιου χάσματος μεταξύ των φτωχών και των πλουσίων· οι συνθήκες στέρησης στις οποίες υπόκεινται οι φτωχές γειτονιές· ο ρατσισμός ενάντια στους μαύρους, στους Λατίνους και άλλες μειονότητες. Η πλειονότητα από αυτά τα εγκλήματα θα μπορούσε να εξαλειφθεί, αν όλοι είχαν πρόσβαση σε αξιοπρεπή δουλειά, εκπαίδευση καλής ποιότητας, αξιοπρεπή στέγη, υγειονομική περίθαλψη και μια δίκαιη σύνταξη. Τα υπόλοιπα θα μπορούσαν να τα αντιμετωπίζουν περιπολίες υπεράσπισης από πολίτες, χρηματοδοτούμενες από το κοινό, εκλεγμένες, υπεύθυνες και ελεγχόμενες από συνελεύσεις γειτονιάς.

Όμως, το καπιταλιστικό σύστημα δεν μπορεί να τα εγγυηθεί αυτά (δουλειές, στέγη, εκπαίδευση, υγειονομική περίθαλψη). Για να συμβεί αυτό, ο πλούτος που βρίσκεται στα χέρια μιας χούφτας δισεκατομμυριούχων, οι οποίοι ελέγχουν το κύριο μέρος της οικονομίας, θα πρέπει να απαλλοτριωθεί και να τον διαχειρίζονται οι εργάτες μέσω ενός δημοκρατικού σχεδίου παραγωγής, το οποίο να ικανοποιεί τις ανάγκες της πλειονότητας. Αυτές είναι οι πραγματικές συνέπειες του αιτήματος για κατάργηση της αστυνομίας και ο μόνος τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε ποτέ να εγκαθιδρυθεί μια δύναμη υπό τον έλεγχο των εργαζόμενων μαζών. Κι αυτό απαιτεί μια επανάσταση.

Το κίνημα, το οποίο παρακολουθούμε στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν είναι ακόμα επανάσταση, όμως δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι έχει επαναστατικές επιπτώσεις. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η άρχουσα τάξη είναι τόσο ανήσυχη και για τον οποίο θα προσπαθήσει, με κάθε μέσο που έχει στη διάθεσή της – το «μαστίγιο» της καταστολής, αλλά επίσης και το «καρότο» των υποχωρήσεων – να το τερματίσει, να λειάνει τα πιο ριζοσπαστικά του άκρα, να το σπρώξει προς τα ασφαλή κανάλια των συμβουλιακών επιτροπών και των προεδρικών εκλογών.

Το εργατικό κίνημα είναι η δύναμη που μπορεί, όχι μόνο να παρέχει την απαραίτητη οργανωτική ισχύ για ενδεχόμενη ανάπτυξη περιπολιών προστασίας γειτονιάς, αλλά έχει επίσης τη δύναμη να σταματήσει την παραγωγή και να χτυπήσει τους δισεκατομμυριούχους εκεί που πονάνε. Έχουν υπάρξει μεμονωμένα περιστατικά συμμετοχής συνδικαλιστών στο κίνημα, με τους εργαζόμενους στα μέσα μεταφοράς να αρνούνται να συνεργαστούν με την αστυνομία στη Μινεάπολη και στη Νέα Υόρκη, με την υποστήριξη του συνδικάτου τους.

Την ημέρα της κηδείας του Τζορτζ Φλόιντ στο Χιούστον, υπήρξε ένα ακόμα περιστατικό. Εργάτες στις αποβάθρες σε όλα λιμάνια σε ολόκληρη τη χώρα, στη Δυτική Ακτή, στην Ανατολική Ακτή και τον Κόλπο, σταμάτησαν να εργάζονται για 8 λεπτά και 46 δευτερόλεπτα, δηλαδή όσο χρόνο βρισκόταν ο Φλόιντ κάτω από το γόνατο του Σόβιν, σε ένδειξη αλληλεγγύης με τα θύματα του «συστημικού ρατσισμού και του αστυνομικού τρόμου». Είναι μια μικρή, συμβολική δράση, με πολύ μεγάλη όμως σημασία. Τώρα, το Διεθνές Συνδικάτο Αποβαθρών και Αποθηκών (ILWU) θα απεργήσει για οχτώ ώρες σε 29 διαφορετικά λιμάνια στη Δυτική Ακτή την Ημέρα της Ελευθερίας, τη γιορτή της 19ης Ιουνίου, στην οποία γιορτάζεται η Διακήρυξη της Απελευθέρωσης του 1865.

Το κάλεσμα για απεργία γίνεται «με απαίτηση να σταματήσει η λευκή κυριαρχία, να σταματήσει ο αστυνομικός τρόμος, καθώς επίσης και να σταματήσουν τα σχέδια για ιδιωτικοποίηση του λιμανιού του Όκλαντ – κάτι που θα στερήσει απαραίτητες θέσεις εργασίας από τους Αφροαμερικανούς της εργατικής τάξης της Περιοχής του Κόλπου του Σαν Φρανσίσκο», είπε ο Κλάρενς Τόμας, ο πρώην ταμίας του 10ου τοπικού του Διεθνούς Συνδικάτου Αποβαθρών και Αποθηκών. Πρόκειται για παράδειγμα προς μίμηση, και όπως είπε ο Τόμας: «καλούμε τα συνδικάτα σε ολόκληρη τη χώρα να συμμετάσχουν σε αυτή τη δράση την Ημέρα της Ελευθερίας. Έχει έρθει η ώρα. Οι εργάτες πρέπει να αρχίσουν να αναλαμβάνουν ηγετικό ρόλο στην μάχη ενάντια στον ρατσιστικό αστυνομικό τρόμο». Η Ημέρα της Ελευθερίας μπορεί και πρέπει να γίνει επίκεντρο οργανωμένης εργατικής δράσης ως μέρος του κινήματος Black Lives Matter.

Απρόβλεπτη διάθεση

Ο τρόπος με τον οποίο το κίνημα έχει εξαπλωθεί διεθνώς είναι επίσης πολύ σημαντικός. Αποκαλύπτει αρκετά πράγματα. Ένα είναι το γεγονός ότι σε όλες τις χώρες, χωρίς εξαίρεση, ο ρατσισμός και η αστυνομική βία αποτελούν πρόβλημα, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό. Τελικά, η κατάληξη είναι το γεγονός ότι το καπιταλιστικό κράτος έχει το μονοπώλιο της βίας για λογαριασμό της άρχουσας τάξης. Το κίνημα σε ολόκληρο τον κόσμο, συνεπώς, δεν είναι μόνο για αλληλεγγύη προς τον Τζορτζ Φλόιντ και την πάλη στις ΗΠΑ. Είναι επιπλέον ένα κίνημα που αναδεικνύει τα ζητήματα της αστυνομικής βίας και του ρατσισμού σε κάθε μία από τις χώρες όπου αναπτύσσεται.

Είναι ακόμα περισσότερα από τα παραπάνω. Καθώς στις ΗΠΑ η εκρηκτική φύση του κινήματος, με διαδηλώσεις δεκάδων χιλιάδων να πραγματοποιούνται σε συνθήκες περιορισμών στην κυκλοφορία, αποκαλύπτει μια βαθιά εδραιωμένη διάθεση οργής και δυσαρέσκειας, η οποία ξεφεύγει από το άμεσο ζήτημα της ρατσιστικής αστυνομικής δολοφονίας του Τζορτζ Φλόιντ.

Συνδέεται με τον τρόπο που η πανδημία της ασθένειας COVID-19 έχει αποκαλύψει το πραγματικό πρόσωπο του καπιταλιστικού συστήματος, τον τρόπο με τον οποίο οι ανθρώπινες ζωές έχουν χαμηλότερη προτεραιότητα από το ατελείωτο κυνήγι του κέρδους εκ μέρους μιας παρασιτικής μειονότητας. Αν έχεις χρήματα, μπορείς να κάνεις τεστ για τον ιό, αν δεν έχεις, δεν μπορείς. Δεν υπάρχουν χρήματα για προστατευτικό εξοπλισμό για τους εργαζόμενους στην υγεία, όμως υπάρχουν για τον εξοπλισμό της αστυνομίας. Θα έπρεπε να μείνεις στο σπίτι για να αποτρέψεις την μετάδοση, όμως αν είσαι εργαζόμενος, πρέπει να πας στη δουλειά για να συνεχίσουν να ρέουν τα κέρδη των αφεντικών σου.

Συνδέεται, επιπλέον, με το άγχος και την αβεβαιότητα που προκαλείται από την έφοδο μιας ακόμα οικονομικής ύφεσης, με δεκάδες εκατομμύρια να χάνουν τις δουλειές τους, δεκάδες εκατομμύρια να βλέπουν τα εισοδήματά τους να μειώνονται, και δεκάδες εκατομμύρια να φοβούνται για το μέλλον τους.

Όλα τα παραπάνω έχουν δημιουργήσει μια πολύ απρόβλεπτη κοινωνική διάθεση, η οποία τώρα ξεχύνεται στους δρόμους.

Με τον ίδιο τρόπο που έχουμε δει μαζικά κινήματα για τα δικαιώματα των γυναικών και ενάντια στη βία, για ίσα δικαιώματα στο γάμο ομόφυλων ζευγαριών, υπάρχει μια γενιά νεολαίας, η οποία ενστικτωδώς επαναστατεί ενάντια στις καταπιεστικές νόρμες και τις προσβολές ενός συστήματος σε κρίση, το οποίο δεν τους παρέχει καθόλου προοπτικές για το μέλλον. Αυτή η γενιά αυξανόμενα κερδίζει την πλειονότητα των εργαζομένων στο πλευρό της.

Το παγκόσμιο κίνημα το οποίο βλέπουμε είναι απλά προάγγελος όσων θα έρθουν. Το γεγονός ότι ξεκίνησε με μια εξέγερση στη Μινεάπολη, στην καρδιά της ιμπεριαλιστικής υπερδύναμης του κόσμου, αποτελεί πηγή έμπνευσης για τους εργάτες και τη νεολαία σε ολόκληρο τον κόσμο. Ναι, οι ΗΠΑ μπορεί να έχουν έναν από τους πιο αντιδραστικούς Προέδρους στον κόσμο, όμως έχει επίσης και ένα ζωηρό, οργισμένο και ανυποχώρητο κίνημα, του οποίου ηγείται η νεολαία, με τα πιο καταπιεσμένα στρώματα του μαύρου πληθυσμού στην πρώτη γραμμή: ένα κίνημα, το οποίο ανάγκασε τον Τραμπ να κρυφτεί πανικόβλητος σε καταφύγιο, ένα κίνημα που έκαψε ένα αστυνομικό τμήμα, ένα κίνημα που αψήφησε την αστυνομική καταστολή.

Καθήκον των μαρξιστών είναι να συμμετέχουν δραστήρια και ενεργητικά στο κίνημα, όπως ήδη κάνουμε: «κατανοώντας ξεκάθαρα την κατεύθυνση της πορείας, τις συνθήκες και τα τελικά γενικά αποτελέσματα» του κινήματος και, μέσα σε αυτό, «να φέρουν στο προσκήνιο ως κυρίαρχο ζήτημα […], το ζήτημα της ιδιοκτησίας», όπως συμβούλευαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς στις σελίδες από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο.

Χόρχε Μαρτίν
Αρχική δημοσίευση 10 Ιουνίου 2020 στην ιστοσελίδα In Defence of Marxism  
Μετάφραση: Γιώργος Λάλας

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα