Το Κείμενο Θέσεων που προτείνει στο ιδρυτικό συνέδριο η απερχόμενη ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί ένα μανιφέστο των σοσιαλδημοκρατικών αντιλήψεων που κυριαρχούν σήμερα στην ηγεσία του κόμματος.
Η Κομμουνιστική Τάση του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθώντας να συνεισφέρει ουσιαστικά στην συζήτηση που διεξάγεται στο πλαίσιο του ιδρυτικού συνεδρίου, παραθέτει εδώ μια κριτική στα βασικότερα σημεία του Κειμένου Θέσεων, πάντοτε από τη σκοπιά του μαρξισμού.
Συμπτωματολογική προσέγγιση της κρίσης
Το Κείμενο Θέσεων (διαβάστε το εδώ) υιοθετεί μια ρηχή προσέγγιση της κρίσης, που δίνει έμφαση στα συμπτώματά της και όχι στην εξήγηση των αιτιών και του χαρακτήρα της. Η προσέγγιση αυτή επίσης, χαρακτηρίζεται από χτυπητές αντιφάσεις, σε μια απόπειρα να «θολώσουν τα νερά» και να υπάρξει μια τυπική θωράκιση από μια απόπειρα μαρξιστικής κριτική. Διαβάζουμε στη σχετική ενότητα Β1: «…Η κρίση που ζούμε ξέσπασε μετά από τρεις δεκαετίες συσσώρευσης κερδών, μέσα από μια τεράστια αναδιανομή πλούτου και εξουσιών υπέρ του κεφαλαίου που οργάνωσε ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτή τείνει να προσλάβει σήμερα οικουμενικές διαστάσεις, θίγοντας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο κάθε χώρα και αγγίζοντας κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής.»
Είναι ξεκάθαρο ότι εδώ στο στόχαστρο μπαίνει όχι ο καπιταλισμός γενικά, αλλά ένα υποτιθέμενο είδος του, ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός. Σύμφωνα με το απόσπασμα αυτό, ο μαρξισμός σφάλει. Η κρίση δεν είναι το προϊόν των δομικών αντιφάσεων του καπιταλισμού, αλλά της αναδιανομής πλούτου και «εξουσιών», που με τη σειρά της «οργανώθηκε» από το νεοφιλελεύθερο μοντέλο.
Στην επόμενη φράση όμως, οι συγγραφείς σκέφθηκαν ότι η θέση αυτή για την κρίση θα περάσει ευκολότερα αν έχει ένα «μίνιμουμ» μαρξιστικού περιβλήματος. Έτσι παρατίθεται ο μαρξιστικός όρος «κρίση υπερσυσσώρευσης», χωρίς βεβαίως να έχει στην ουσία του καμία σχέση με ότι υποστηρίχθηκε στην προηγούμενη φράση και φυσικά, χωρίς ανάλυση για το ακριβώς σημαίνει: «…Πρόκειται κατά βάσιν για δομική κρίση του καπιταλισμού, για κρίση υπερσυσσώρευσης με κύριο χαρακτηριστικό την υπερδιόγκωση του χρηματιστικού τομέα και τον άνευ όρων και ορίων πολλαπλασιασμό των εξεζητημένων κερδοσκοπικών στοιχημάτων άμεσης απόδοσης, με όλα τα συναφή παρελκόμενα (σύνθετα τραπεζικά παράγωγα, οίκοι αξιολόγησης, ασφάλιστρα κινδύνου, εξωχώριες εταιρείες, ξέπλυμα χρήματος και φοροδιαφυγή τεράστιας κλίμακας, κλπ).»
Σε αυτό το απόσπασμα αφήνεται καθαρά να εννοηθεί – παρά την επίκληση των όρων «δομική κρίση» και «κρίση υπερσυσσώρευσης», που όπως προαναφέραμε δεν εξηγείται τι σημαίνουν – ότι το πρόβλημα εντοπίζεται στις τράπεζες και τις κερδοσκοπικές υπερβολές και όχι στην ίδια την καπιταλιστική παραγωγή και τις αστικές σχέσεις ιδιοκτησίας. Αυτή η προσέγγιση της κρίσης δεν έχει τίποτα κοινό με τον μαρξισμό. Είναι υποταγμένη στη σκοπιμότητα της υπεράσπισης ενός αντι-νεοφιλελεύθερου προγράμματος, στη θέση ενός αντι-καπιταλιστικού και σοσιαλιστικού.
Ένοχος ο νεοφιλελευθερισμός και όχι ο καπιταλισμός
Το κείμενο, αντανακλώντας πιστά τις αντιλήψεις που χαρακτηρίζουν σταθερά όλα αυτά τα χρόνια την ηγεσία του κόμματος, αποδίδει τα δεινά των εργαζόμενων μαζών στο νεοφιλελευθερισμό. Έτσι ουσιαστικά αμνηστεύεται ο καπιταλισμός και υπονοείται ότι μπορεί να λάβει μια άλλη, πιο ανθρώπινη μορφή, μέσα από μη νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Η ενοχοποίηση του νεοφιλελευθερισμού γίνεται ξεκάθαρη ιδιαίτερα στις ενότητες Α1 «Οι καταβολές μας» και Α 3 « Οι αρχές της στρατηγικής μας».
Εθνική και όχι ταξική ματιά στη διεθνή κατάσταση
Στη ενότητα Β2 με τίτλο «Η τρέχουσα διεθνής κατάσταση και οι τάσεις που διαφαίνονται», αφού περιγράφεται σχεδόν δημοσιογραφικά η διεθνής κατάσταση, οι Θέσεις τοποθετούνται ξεκάθαρα από τη σκοπιά της καπιταλιστικής πατρίδας και όχι των εκμεταλλευόμενων: «…Σε αυτό το ασταθές γεωπολιτικό πλαίσιο η χώρα μας οφείλει όχι μόνο να ενδυναμώσει τις σχέσεις της με τις χώρες του ευρωπαϊκού πολιτικού Νότου και όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς, αλλά και να κινηθεί με νηφάλια αποφασιστικότητα και τολμηρή σύνεση σε ένα διεθνές περιβάλλον που αλλάζει ραγδαία. Γιατί η χώρα μας δεν είναι μόνο χώρα της Ευρώπης και του ευρωπαϊκού πολιτικού Νότου. Είναι ταυτόχρονα μέρος των Βαλκανίων και κρίκος που συνδέει την Ευρώπη με τη Μέση Ανατολή…». Ο καθένας μπορεί να καταλάβει ότι το κείμενο εδώ κάνει λόγο για τη σημερινή καπιταλιστική Ελλάδα και για τις σχέσεις της με τις άλλες καπιταλιστικές χώρες και τις κυβερνήσεις τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων απουσιάζει και αντικαθίσταται από τον πολιτικό εκπρόσωπο της αστικής πατρίδας.
Το «θόλωμα των νερών» κατά την προσφιλή ηγετική τακτική, επιχειρείται να γίνει στην αμέσως επόμενη φράση: «…Ταυτόχρονα, μόνιμο και ενεργό μέλημά μας οφείλει να είναι η ταξική και διεθνική αλληλεγγύη που αναγνωρίζει τον άλλον και τη διαφορετικότητά του και καταπολεμά συστηματικά τον εθνικισμό αντιτάσσοντας έναν καλώς εννοούμενο πατριωτισμό…». Φυσικά η τοποθέτηση από τη σκοπιά του εκπροσώπου της αστικής πατρίδας είναι ασυμβίβαστη με την ταξική αλληλεγγύη και τον διεθνισμό. Όμως εδώ ξεκαθαρίζεται ότι δεν γίνεται λόγος για αγωνιζόμενους εργάτες πέρα από εθνικότητα. Γίνεται λόγος αφηρημένα για αναγνώριση του αταξικά προσδιορισμένου «άλλου» και της «διαφορετικότητάς του» και για καταπολέμηση του εθνικισμού – αλίμονο, όχι αντιτάσσοντας τον προλεταριακό διεθνισμό – αλλά έναν… «καλώς εννοούμενο πατριωτισμό». Τι διαφορετικό από αυτό υπερασπίζει ο κλασσικός αστικός φιλελευθερισμός; Θα μας επιτρέψει η ηγεσία να μην απαρνηθούμε τον προλεταριακό διεθνισμό για χατίρι του.
Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι «από τις τάσεις που διαφαίνονται» απουσιάζει παντελώς η κύρια τάση: η σταθερή ανάπτυξη των διεργασιών της παγκόσμιας επανάστασης! Η αραβική επανάσταση, η ταχύτατη εξάπλωση του κινήματος των αγανακτισμένων και οι μαζικές γενικές απεργίες στην Ευρώπη και ολόκληρη της καπιταλιστική Δύση, η άσβεστη ριζοσπαστικοποίηση στην Λατινική Αμερική, είναι ασήμαντα γεγονότα σύμφωνα με τις Θέσεις που προτιμούν δημοσιογραφικού τύπου σχόλια. Φυσικά με μια μέθοδο τέτοιου τύπου δεν είναι δυνατό να προβλεφθεί καμία «διαφαινόμενη τάση». Γι’ αυτό, δεν εκπλήσσει κανέναν η παταγώδης διάψευση της εκτίμησης ότι η Τουρκία «ξεπέρασε την οικονομική κρίση της και άρχισε να διευθετεί τις σχέσεις πολιτικής εξουσίας και στρατιωτικού κατεστημένου με πρόταγμα έναν ήπιο ισλαμισμό», ακριβώς τις παραμονές του ξεσπάσματος μιας μαζικής λαϊκής εξέγερσης στη χώρα, που εκτός των άλλων, απέδειξε ότι καθόλου δεν ξεπέρασε την οικονομική κρίση και ότι το καθεστώς της δεν είναι καθόλου «ήπιο».
Αταξική προσέγγιση της καπιταλιστικής ΕΕ
Στο σημείο Β1 οι Θέσεις αναφέρουν για την Ε.Ε: «…Έτσι, η κοινή πολιτική των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, όχι μόνον καταπατά ανενδοίαστα τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και υποτάσσει την Ευρώπη ολόκληρη σε ολιγομελή διευθυντήρια που δεν απολογούνται πουθενά, όχι μόνον περιστέλλει τη δημοκρατία σε κάθε χώρα χωριστά, αλλά ταυτόχρονα διαγράφει από το οπτικό πεδίο των ευρωπαϊκών λαών τόσο τη μεγάλη υπόσχεση της σύγκλισης μισθών, συντάξεων και εισοδημάτων όσο και το αίτημα της μόνιμης ειρήνης που πρυτάνευσε της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ο λόγος ύπαρξης μιας ενωμένης Ευρώπης αρχίζει να χάνεται από τον ορίζοντα ενώ το ευρώ αντιμετωπίζεται απλώς ως όχημα της γερμανικής πολιτικής, και μάλιστα για όσο καιρό το θελήσει η ίδια. Το μέλλον της Ευρωζώνης αλλά και της ίδιας της ενωμένης Ευρώπης καθίσταται διαρκώς περισσότερο επισφαλές…».
Οι θεσμοί της ΕΕ γίνονται ξεκάθαρα αντικείμενο υπεράσπισης. Όμως οι θεσμοί αυτοί, αντανακλούν την καπιταλιστική βάση της ΕΕ. Τα αιτήματα και οι υποσχέσεις που αναφέρει το κείμενο, ήταν απλά, τα στοιχεία της δημαγωγίας των ευρωπαίων καπιταλιστών για να υποστηριχθεί η καπιταλιστική ενοποίηση της Ευρώπης. Ο λόγος για την ύπαρξη μιας ενωμένης Ευρώπης κάθε άλλο παρά έχει πάψει να υφίσταται. Αντίθετα, αυτό που αποδεικνύεται στην πράξη, είναι ότι ο καπιταλισμός είναι ανίκανος να την επιτύχει αυτό τον ιστορικά προοδευτικό σκοπό και ότι η μόνη κοινωνική δύναμη που μπορεί να τον επιτύχει είναι η εργατική τάξη, μέσα από την εφαρμογή του προγράμματος του σοσιαλισμού.
Πολιτική κατάσταση και «συντηρητικοί πολίτες»
Στο σημείο Β4 με τίτλο «Η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα» οι Θέσεις αναφέρουν: «…Οι πολίτες της χώρας που τοποθετούνται στο ιστορικό κέντρο ή παραμένουν συντηρητικοί δεν έχουν ανάγκη έναν στρογγυλεμένο λόγο που θα κολακεύει τον συντηρητισμό τους, δηλαδή θα τους υποτιμά. Έχουν ανάγκη από παρρησία και σαφήνεια: ποια είναι σήμερα η Αριστερά, τι θέλει και πώς επιδιώκει να το πετύχει. Όσο ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ και οι δυνάμεις που στρατεύονται μαζί του διατυπώνει έναν λόγο που αποκαλύπτει και δεν κρύβει, που εξηγεί και δεν συσκοτίζει, που αποσαφηνίζει τι ζητάει τόσο από τον εαυτό του όσο και από τον καθένα και την καθεμιά στους οποίους απευθύνεται, τόσο θα στρατεύει στον αγώνα του τους έντιμους συντηρητικούς πολίτες της χώρας…».
Όπως δείχνουν καθαρά όλες οι δημοσκοπήσεις, σαν αποτέλεσμα της ταξικής πόλωσης το πολιτικό «κέντρο» καταρρέει και οι μάζες στρέφονται στα άκρα. Όπως έδειξε το κίνημα στις πλατείες και οι επαναλαμβανόμενες κινητοποιήσεις διαφόρων μικροαστικών στρωμάτων τα τελευταία χρόνια, οι πρώην «έντιμοι συντηρητικοί πολίτες» είναι σήμερα περισσότερο από ποτέ, ανοικτοί στις επαναστατικές ιδέες και στο επαναστατικό πρόγραμμα. Την ίδια στιγμή όμως, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αντί να προτείνει έναν τέτοιο, στρέφεται σταθερά προς τα δεξιά και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, το ρεύμα υποστήριξης του κόμματος στην κοινωνία δείχνει να έχει ανακοπεί.
Κοινοβουλευτική στήριξη και κίνημα
Στο σημείο Α4 με τίτλο «Οι πολιτικοί άξονες της δράσης μας» αναφέρεται: «…Από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ ήδη μάχεται και θα εξακολουθήσει να μάχεται ενάντια σε κάθε αντιλαϊκό και αντιδημοκρατικό μέτρο ή νομοσχέδιο, ασκώντας εξαντλητικό κοινοβουλευτικό έλεγχο. Ήδη διατυπώνει και θα εξακολουθήσει να διατυπώνει τις δικές του αντιπροτάσεις και νομοθετικές πρωτοβουλίες που αφορούν τα επείγοντα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας. Ήδη στηρίζει και θα εξακολουθήσει να στηρίζει κοινοβουλευτικά τους εργατικούς και λαϊκούς αγώνες, εντάσσοντας συστηματικά τα δίκαια αιτήματά τους, όπως και όλες τις δικές του παρεμβάσεις, στο εναλλακτικό του πρόγραμμα…».
Η κοινοβουλευτική στήριξη των αγώνων είναι σε τελική ανάλυση μια συμβολική και όχι ουσιαστική πολιτική πράξη. Ο ΣΥΡΙΖΑ μέσα από τις προγραμματικές του θέσεις πρέπει με να δίνει πολιτική διέξοδο και προοπτική στους εργαζόμενους. Η απλή αναπαραγωγή των εργατικών αιτημάτων στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί ένδειξη απουσίας ενός ολοκληρωμένου προγράμματος εξουσίας.
Τι γίνεται όμως με το κίνημα; «…Σε συνδυασμό με την κοινοβουλευτική δράση, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ επιδιώκει να συμβάλει με όλες του τις δυνάμεις στη συγκρότηση και την ανάπτυξη ενός ισχυρού λαϊκού, μαζικού και ενωτικού κινήματος, ενός κινήματος αντίστασης στα αντιλαϊκά μέτρα που επιδιώκουν να επιβάλουν τα μνημόνια, ενός κινήματος ανυπακοής στον εντεινόμενο κρατικό και εργοδοτικό αυταρχισμό, ενός κινήματος γνήσιας και αποτελεσματικής αλληλεγγύης προς τα θύματα της κρίσης…».
Ποιά είναι όμως συγκεκριμένα τα μέχρι τώρα αποτελέσματα; Γιατί δεν αναφέρονται; Ποιο είναι το σχέδιο της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ για να ανατραπεί η κυβέρνηση; Οι απαντήσεις είναι αυτονόητες, γιατί απλά δεν υπάρχει κανένα τέτοιο σχέδιο, όπως φάνηκε πρόσφατα στο μαζικό κίνημα της ΕΡΤ.
Φασισμός: μέτωπο με τους δημοκράτες και την Εκκλησία
Στο ίδιο σημείο το κείμενο Θέσεων αναφέρει σχετικά με τον φασισμό και τον αντι-φασιστικό αγώνα: «…Οφείλουμε να οικοδομήσουμε ένα πλατύ αντιφασιστικό και δημοκρατικό κίνημα που θα περιλαμβάνει όλους εκείνους και όλες εκείνες που εναντιώνονται σε τέτοιες ιδέες και τέτοιες πρακτικές, ανεξάρτητα από πολιτικές εντάξεις ή ιδεολογικές αναφορές. Το κίνημα αυτό -με σαφείς διεθνείς αναφορές και διαστάσεις που καλούμαστε να διερευνήσουμε και να αξιοποιήσουμε- οφείλει να αρθρώνεται στο σχολείο και στη γειτονιά, στις πόλεις και στα χωριά, στους τόπους δουλειάς και στα μέσα ενημέρωσης, έντυπα και ηλεκτρονικά. Το κίνημα αυτό οφείλει να κινητοποιεί θεσμούς και οργανώσεις στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, τους δήμους και την Εκκλησία, τις δυνάμεις της τέχνης και της διανόησης, να εμφορείται από τις αξίες του ανθρωπισμού και να διδάσκει ιστορία. Η ύπαρξη μιας δημοκρατικής κοινωνίας και η ενότητα του λαού μας απαιτεί να εξαλειφθούν πλήρως οι ναζιστικές ιδέες και οι ναζιστικές πρακτικές…».
Ο φασισμός είναι πολιτικό παιδί του καπιταλισμού. Είναι η πιο αντιδραστική μορφή που μπορεί να πάρει ένα αστικό καθεστώς. To μέτωπο που θα αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον φασισμό, δεν μπορεί να συγκροτείται «ανεξάρτητα από πολιτικές εντάξεις ή ιδεολογικές αναφορές». Θα πρέπει να συγκεντρώνει όλες εκείνες τις δυνάμεις που έχουν συμφέρον να τσακίσουν τον φασισμό και τον καπιταλισμό που τον γέννησε. Σε αυτό το μέτωπο, δεν μπορούν να συμμετάσχουν ούτε αστικά πολιτικά κόμματα, ούτε θεσμοί και μηχανισμοί της άρχουσας τάξης όπως η Εκκλησία. Η ίδια η ιστορία της Ελλαδικής Εκκλησίας φανερώνει το βαθμό αντιδραστικότητάς της, καθώς έχει «ευλογήσει» και γίνει το πρόθυμο εξάρτημα ακραία αντιδραστικών καθεστώτων όπως η δικτατορία των συνταγματαρχών. Η Εκκλησία αντικειμενικά, δεν αποτελεί έναν σύμμαχο της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος, αλλά του φασισμού. Το μέτωπο ενάντια στον φασισμό πρέπει να είναι ένα μέτωπο ταξικό. Το ενιαίο μέτωπο όλων των μαζικών πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων της εργατικής τάξης.
Για να είναι αποτελεσματικό στον αγώνα ενάντια στις φασιστικές συμμορίες δολοφόνων, το ταξικό αυτό μέτωπο, θα πρέπει να χρησιμοποιεί αναπόφευκτα βίαιες μεθόδους για να υπερασπιστεί τις εργατικές οργανώσεις και τις εργατικές γειτονιές και να εκκαθαρίσει τους φασιστικούς πυρήνες. Το κομμάτι αυτό κάνει σαφείς υπαινιγμούς για την ενότητα με τους αστούς και την υπεράσπιση του διεφθαρμένου αστικού κοινοβουλευτισμού, που στην πραγματικότητα αποτελεί επίφαση δημοκρατίας. Μια τέτοια μορφή «αντιφασιστικής πάλης», αυτό που κάνει είναι να ωθεί την εργατική τάξη σε παραίτηση από το δικό της ταξικό πρόγραμμα διεκδικήσεων και έτσι διατηρώντας τον καπιταλισμό άθικτο να την αφοπλίζει και να δίνει χώρο στην αστική αντίδραση να επιτεθεί και να τσακίσει το κίνημα.
Πολιτικός απολογισμός εξωραϊσμού
Ο απολογισμός που κάνει το κείμενο για την δράση του ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές εξωραΐζει την πραγματικότητα. Αναφέρεται μεταξύ άλλων στο σημείο Β5: «…Οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ ανέπτυξαν και αναπτύσσουν μια πλούσια δράση στο πεδίο του συνδικαλισμού ενώ παράλληλα προσπαθούν να συμβάλουν όσο καλύτερα μπορούν στο εξαιρετικά δύσκολο πρόβλημα του να οργανωθούν οι άνεργοι. …Είναι, επιπλέον, το να διαμορφωθούν υποδείγματα κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας που θα περιορίζουν όλο και περισσότερο τα πεδία λειτουργίας της οικονομίας του κέρδους και θα ασκούν πίεση στους συναφείς θεσμούς -από την αγορά και την διακίνηση των προϊόντων μέχρι τα νοσοκομεία και τα σχολεία- ώστε αυτοί να αλλάξουν ριζικά προς όφελος των λαϊκών τάξεων. Το κίνημα κοινωνικής αλληλεγγύης βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη, με ιδιαίτερα ελπιδοφόρες προοπτικές…».
Η δράση του ΣΥΡΙΖΑ στο συνδικαλιστικό κίνημα ήταν «πλούσια», αλλά φτωχή σε αποτελέσματα, όπως δείχνει η αδυναμία αλλαγής συσχετισμών στα συνδικάτα. Κουβέντα δεν αναφέρεται για την ανυπαρξία οποιουδήποτε σχεδίου κλιμάκωσης του αγώνα του εργατικού κινήματος με σκοπό την ανατροπή της συγκυβέρνησης. Επίσης, κανένας απολογισμός δεν γίνεται για την μάχη των καθηγητών που προδόθηκε πριν ακόμα δοθεί και ιδιαίτερα, για την απαράδεκτη στάση των συνδικαλιστικών δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ. Όσο για το περίφημο «κίνημα» κοινωνικής αλληλεγγύης, εδώ περιγράφονται οι αποσπασματικές πράξεις φιλανθρωπίας, οι οποίες έχουν εν μέρει υποκαταστήσει την ίδια την πολιτική δράση σε πολλές οργανώσεις μελών. Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως, υπάρχει όχι για να «ελεεί», αλλά για να οργανώνει τους φτωχούς και τους ανέργους στον αγώνα για την εξουσία και την αλλαγή της κοινωνίας.
Η κυβέρνηση της Αριστεράς και η καραμέλα «της μη ανάθεσης»
Στην εισαγωγή των Θέσεων διαβάζουμε:«…Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ βρίσκεται εδώ για να οργανώσει τη δημοκρατική ανατροπή του πολιτικού συστήματος και των δομών που το στηρίζουν, για να ανοίξει τον δρόμο σε μια κυβέρνηση της Αριστεράς, στηριγμένης σε ένα ευρύ μέτωπο κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, μιας κυβέρνησης που, χωρίς να είναι το τέρμα του δρόμου, θα θέσει τη χώρα σε νέα τροχιά…». Πάνω στο πιο σημαντικό ζήτημα, δηλαδή τη λύση εξουσίας που υπερασπίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, βλέπουμε μια γλώσσα θολή ταξικά και πολιτικά, με εκφράσεις όπως «ευρύ μέτωπο», «νέα τροχιά».
Το κείμενο συνεχίζει πάνω στο ίδιο θέμα: «…Αλλά η κατάσταση που βρισκόμαστε σήμερα απαιτεί κάτι περισσότερο από ένα προγραμματικό πλαίσιο, ακόμη και από ένα πλήρες πρόγραμμα, ακόμη και αν αυτά είναι διαμορφωμένα με τέτοιους συλλογικούς και δημοκρατικούς όρους. Απαιτεί τη δημιουργία και την έκφραση ενός ευρύτατου και μαχητικού πολιτικού ρεύματος δημοκρατικής ανατροπής… Μόνον ένα τέτοιο ρεύμα μπορεί να οδηγήσει σε μια κυβέρνηση της Αριστεράς και μόνον ένα τέτοιο ρεύμα μπορεί να εγγυηθεί την παραπέρα πορεία αυτής της κυβέρνησης…» Tο θεμελιώδες λάθος που γίνεται εδώ, είναι ότι το ζήτημα του πολιτικού προγράμματος εξετάζεται χωριστά από το κίνημα. Αλλά το πολιτικό πρόγραμμα είναι διαλεκτικά δεμένο με την υπόθεση ενός ισχυρού κινήματος. Ένα ξεκάθαρο επαναστατικό πρόγραμμα από τον ΣΥΡΙΖΑ θα συντελούσε αποφασιστικά στην διαμόρφωση ενός μαζικού πολιτικού κινήματος ανατροπής της κυβέρνησης. Αντίθετα σήμερα, η απουσία ενός τέτοιου προγράμματος, ενισχύει την ψευδαίσθηση ότι δεν υπάρχει πραγματική εναλλακτική πολιτική λύση και δημιουργεί έλλειψη εμπιστοσύνης στους ταξικούς αγώνες και στη δυνατότητά τους να δώσουν αποτελέσματα.
Λίγο πιο κάτω αναφέρεται: «…Μια κυβέρνηση της Αριστεράς δεν συνιστά από μόνη της λύση των προβλημάτων της χώρας. Μια κυβέρνηση της Αριστεράς μπορεί να σταματήσει τον κατήφορο, να καθαρίσει το τραπέζι και να θέσει τη χώρα σε νέα τροχιά. Αλλά χωρίς τη λαϊκή συνέργεια και τη λαϊκή διαθεσιμότητα, χωρίς την αυτενέργεια και τη λαϊκή πρωτοβουλία, χωρίς τη διάχυση της ενεργού δημοκρατίας σε κάθε πόρο του κοινωνικού ιστού δεν μπορεί να πράξει περισσότερα ενώ θα κινδυνεύει κάθε στιγμή να ανατραπεί από ισχυρούς εχθρούς που θα συνεχίσουν να καραδοκούν και θα συνεχίσουν να επιμένουν…». Αυτό όμως που και πάλι παραλείπεται εδώ, είναι να τονιστεί ότι «η λαϊκή συνέργεια», «η λαϊκή διαθεσιμότητα», «η αυτενέργεια» και η «λαϊκή πρωτοβουλία», εξαρτάται από το είδος της πολιτικής της κυβέρνησης της Αριστεράς. Με μια διαχειριστική και άτολμη πολιτική δεν πρόκειται να υπάρξει καμία διαθεσιμότητα και αυτενέργεια υπέρ της κυβέρνησης της Αριστεράς.
Οι Θέσεις σημειώνουν έπειτα: «…Μια κυβέρνηση δεν ταυτίζεται ποτέ με την καθαυτό εξουσία, όπως η τελευταία διαχέεται στον κοινωνικό ιστό και όπως στηρίζεται σε παγιωμένες σχέσεις και νοοτροπίες, στην καλλιέργεια της παθητικότητας και στη δύναμη της αδράνειας.». Πράγματι, η κυβέρνηση δεν ταυτίζεται με την εξουσία. Κατάκτηση της εξουσίας όμως, δεν σημαίνει «αλλαγή νοοτροπιών», αλλά πρωτίστως εγκαθίδρυση της κοινωνικής ιδιοκτησίας στους βασικούς μοχλούς της οικονομίας, διεκδίκηση που δεν υπάρχει στις Θέσεις.
Και οι Θέσεις καταλήγουν: «…Για αυτό το λόγο, εκείνα που επιδιώκει μια κυβέρνηση της Αριστεράς δεν μπορούν να επιτευχθούν με βάση τη λογική της ανάθεσης. Μόνον το ευρύτατο ρεύμα δημοκρατικής ανατροπής που θα φέρει την Αριστερά στην κυβέρνηση μπορεί να εγγυηθεί την παραπέρα πορεία, όχι απλώς της κυβέρνησης, αλλά της ίδιας της χώρας…». Η χιλιομασημένη από την ηγεσία καραμέλα της «μη ανάθεσης», είναι ξεκάθαρο ότι χρησιμοποιείται σαν υπεκφυγή με σκοπό να αποφευχθεί μια ρητή δέσμευση πάνω στο κατάλληλο επαναστατικό πρόγραμμα. Το επαναλαμβάνουμε: για να δημιουργηθεί το συντομότερο δυνατό ένα «μαζικό ρεύμα ανατροπής» ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται πάνω από όλα, ένα πρόγραμμα ανατροπής. Αυτό το συγκεκριμένο πρόγραμμα, εκτός των άλλων, πρέπει να περιλαμβάνει και συγκεκριμένες θέσεις για το τι σημαίνει αυτή η περίφημη «μη ανάθεση». Στις προγραμματικές θέσεις όμως που προτείνει το Κείμενο Θέσεων, δεν υπάρχει ούτε μια σχετική αναφορά.
Άτολμο πρόγραμμα σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης
Στο σκέλος του προγράμματος, βρίσκουμε θέσεις άτολμες και διαχειριστικές, σοσιαλδημοκρατικού τύπου. Οι Θέσεις αναφέρουν: «…Είναι πρόγραμμα που αποσκοπεί πρώτα από όλα στο να σταματήσει η κοινωνική καταστροφή και να αναστραφεί η πορεία προς την κοινωνική διάλυση, είναι πρόγραμμα που θέτει τις βάσεις για την αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος, την παραγωγική ανασυγκρότηση, την οικονομική ανόρθωση και την πολιτιστική αναγέννησης της χώρας, είναι πρόγραμμα που ταυτόχρονα ανοίγει δρόμο προς τον σοσιαλισμό…».
Η Αριστερά όμως, δεν πρέπει να αναμορφώσει το αστικό πολιτικό σύστημα, αλλά να το ανατρέψει. Είναι σάπιο και διεφθαρμένο. Επίσης, η παραγωγική ανασυγκρότηση και η οικονομική ανόρθωση της χώρας προς όφελος του λαού, δεν μπορεί να επιτευχθεί σε καπιταλιστική βάση. Αν πιστεύουμε ότι αυτό μπορεί να γίνει, τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος να υιοθετήσουμε τον «στρατηγικό στόχο» του σοσιαλισμού. Ο λόγος είναι ότι το καπιταλιστικό σύστημα βρίσκεται σε μια βαθειά ιστορική κρίση και καταστρέφει την παραγωγή για να μπορέσει να διατηρηθεί στη ζωή. Την ανασυγκρότηση της παραγωγής μπορεί να την εγγυηθεί μόνο η κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και ο δημοκρατικός σχεδιασμός. Το δίλλημα δεν είναι συνεπώς, ύφεση ή ανασυγκρότηση, αλλά καπιταλισμός ή σοσιαλιστικός μετασχηματισμός. Οι προγραμματικές θέσεις του κειμένου δεν ανοίγουν τον δρόμο για τον σοσιαλισμό. Ο δρόμος για τον σοσιαλισμό δεν ανοίγει με ευχές, αλλά μόνο με επαναστατικά μέτρα. Τέτοια όμως, δεν υπάρχουν στο πρόγραμμα.
Ας δούμε μια – μια τις θέσεις του προτεινόμενου προγράμματος:
«1. Να υψώσουμε την ασπίδα κοινωνικής προστασίας που θα αποσοβήσει την ανθρωπιστική καταστροφή. Να μην υπάρχει πολίτης χωρίς το αναγκαίο για την επιβίωσή του ελάχιστο εισόδημα, χωρίς περίθαλψη και κοινωνι¬κή προστασία, χωρίς πρόσβα¬ση στα βασικά αγαθά. Να μην υπάρχει παιδί που πεινάει, να μην υπάρχει νοικοκυριό που χάνει το σπίτι του, να μην υπάρχει άνεργος χωρίς επίδομα ανεργίας. Η αποκατάσταση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας σε όλες της τις διαστάσεις βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο των προτεραιοτήτων μας.»
Όλα αυτά είναι αναγκαία, αλλά δεν μπορούν να γίνουν χωρίς ο πλούτος της χώρας να περάσει στην ιδιοκτησία της κοινωνίας. Οι άνεργοι δεν ζητούν επίδομα, αλλά μια θέση εργασίας. Το πρόγραμμά μας μπορεί και πρέπει να τους την εξασφαλίσει μέσα από την επιβολή της κινητής κλίμακας ωρών εργασίας (ενιαία μείωση του εργάσιμου χρόνου όσο απαιτείται για να αξιοποιηθούν όλα τα διαθέσιμα εργατικά χέρια, χωρίς μείωση μισθών) και την εγκαθίδρυση μια κοινωνικοποιημένης δημοκρατικά σχεδιασμένης οικονομίας.
«2. Να ακυρώσουμε τα μνημόνια και τους εφαρμοστικούς τους νόμους στη Βουλή όπου ψηφίστηκαν και να τα αντικαταστήσουμε με ένα εθνικό σχέδιο οικονομικής και κοινωνικής ανόρθωσης και παραγωγικής ανασυγκρότησης, με ενίσχυση κατά προτεραιότητα επιλεγμένων βιομηχανικών κλάδων και του αγροτοδιατροφικού τομέα, σχέδιο που θα εντάσσει ταυτόχρονα στο πλαίσιό του την κοινωνικά δίκαιη δημοσιονομική εξισορρόπηση και την πολιτιστική αναγέννηση της χώρας. Η υλοποίηση του σχεδίου αυτού θα επουλώνει τα τραύματα που έχουν δεχθεί οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα και θα αποκαθιστά σταδιακά τους όρους ασφαλούς εργασίας και αξιοπρεπούς διαβίωσης με τους ανάλογους μισθούς και συντάξεις ενώ θα δημιουργεί συστηματικά προϋποθέσεις ένταξης νέων εργαζομένων.»
To προτεινόμενο «εθνικό σχέδιο οικονομικής και κοινωνικής ανόρθωσης και παραγωγικής ανασυγκρότησης», χωρίς την κοινωνικοποίηση των μεγάλων εταιρειών των βιομηχανικών κλάδων που αναφέρονται, δεν πρόκειται να δώσει κανένα αποτέλεσμα. Η «δημοσιονομική εξισορρόπηση» είναι ένας όρος που υπονοεί σαφώς τη λιτότητα. Όσες φορές κι αν μπροστά από αυτή την έκφραση μπουν οι λέξεις «κοινωνικά δίκαιη», το νόημά της δεν αλλάζει.
«…3. Να επαναδιαπραγματευτούμε τις δανειακές συμβάσεις και να ακυρώσουμε τους επαχθείς όρους τους με βασικό δεδομένο ότι το ζήτημα του δημοσίου χρέους συνιστά πανευρωπαϊκό και όχι στενά ελληνικό πρόβλημα. Με πρόσθετο δεδομένο το ότι δεν πρόκειται να επιτρέψουμε ποτέ το να μετατραπεί η χώρα σε αποικία χρέους, στόχος της επαναδιαπραγμάτευσης οφείλει να είναι η διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του ενώ εκείνο που απομένει οφείλει να αποπληρωθεί, μετά από μια περίοδο χάριτος, με δικαιότερους όρους και μέσω μιας ρήτρας που θα συνδέει τον ρυθμό αποπληρωμής με τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Ενδέχεται να διατυπωθούν κατά τη διαπραγμάτευση απειλές, ίσως και εκβιασμοί, περί διακοπής της χρηματοδότησης, περί εξόδου από το ευρώ, ίσως και άλλα. Αλλά, όπως ήθελε να συμπυκνώσει το σύνθημα που χρησιμοποιήσαμε «καμιά θυσία για το ευρώ», απόλυτη προτεραιότητα για μας είναι η αποτροπή της ανθρωπιστικής καταστροφής και η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, και όχι η υπαγωγή σε υποχρεώσεις που άλλοι ανέλαβαν υποθηκεύοντας τη χώρα. Κατά συνέπεια, δεσμευόμαστε ότι θα αντιμετωπίσουμε το ενδεχόμενο τέτοιων απειλών ή εκβιασμών με όλα ανεξαιρέτως τα όπλα που μπορούμε να επιστρατεύσουμε ενώ είμαστε ήδη έτοιμοι να αναμετρηθούμε ακόμη και με τη χειρότερη έκβαση. Είμαστε βέβαιοι ότι σε μια τέτοια απευκταία περίπτωση ο ελληνικός λαός θα μας στηρίξει ανεπιφύλακτα…»
Από τη ρητή δέσμευση για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, η ηγεσία διολίσθησε στην επαναδιαπραγμάτευση με στόχο τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους. Η λογική της επαναδιαπραγμάτευσης είναι λαθεμένη, γιατί αντικειμενικά αναγνωρίζει το χρέος σαν οφειλή που πρέπει να αποπληρώσουν οι εργαζόμενοι. Με εύσχημο τρόπο, το καθήκον της διαγραφής, από μονομερές μετατρέπεται σε «ευρωπαϊκό», για να προετοιμαστεί το έδαφος για έμπρακτες πιθανές υποχωρήσεις από την αρχική δέσμευση της διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του χρέους.
Οι εκβιασμοί έχουν ήδη διατυπωθεί. Δεν «ενδέχεται». Η τρόικα δεν μπορεί να ανεχθεί ουσιαστικές παραχωρήσεις σε μια αριστερή κυβέρνηση, γιατί έτσι θα στείλει έμμεσα το μήνυμα για την ανάγκη μιας πανευρωπαϊκής στροφής στ’ αριστερά. Για να στηρίξει ο λαός «ανεπιφύλακτα», πρέπει να ξέρει συγκεκριμένα το πως η Κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει τον πόλεμο. Άλλος δρόμος από την εγκαθίδρυση εργατικού ελέγχου και την εφαρμογή ενός σχεδίου κοινωνικοποιήσεων δεν υπάρχει. Αυτό τον δρόμο πρέπει να εμφανίσει ο ΣΥΡΙΖΑ στους εργαζόμενους ανοικτά και όχι σαν ένα κρυφό σχέδιο, γιατί η επιτυχία του απαιτεί την ενεργή τους κινητοποίηση.
«4. Να επιτύχουμε μια αποτελεσματική και κοινωνικά δίκαιη αντιμετώπιση των ελλειμμάτων προτάσσοντας την αναδιανομή και την περιβαλλοντικά ασφαλή ανάπτυξη. Προς αυτήν την κατεύθυνση, πρέπει να μη μειώνονται αλλά σταδιακά να αυξάνουν οι μισθοί και οι κοινωνικές δαπάνες ενώ τα κρατικά έσοδα να αυξάνουν παράλληλα. Ο στόχος μπορεί να επιτευχθεί μέσω της φορολόγησης, επιτέλους, του πλούτου, των καθαρών κερδών, των υψηλών εισοδημάτων, της μεγάλης ακίνητης περιουσίας και της περιουσίας της εκκλησίας και βεβαίως μέσα από την αύξηση της πρωτογενούς παραγωγής. Απαιτείται εν προκειμένω η σύνταξη ενός αναλυτικού περιουσιολογίου που θα περιλαμβάνει την κινητή και ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό κάθε φορολογούμενου, η συγκρότηση του εθνικού κτηματολογίου και ένα σταθερό, ταξικά μεροληπτικό υπέρ των εργαζομένων, αναδιανεμητικό και δίκαιο φορολογικό σύστημα, όπου κάθε πολίτης θα φορολογείται ανάλογα με το συνολικό πραγματικό του εισόδημα και τη φοροδοτική του ικανότητα. Η μελετημένη μείωση των στρατιωτικών δαπανών χωρίς μείωση της καθαρά αποτρεπτικής ικανότητας των ενόπλων δυνάμεων και η πάταξη της φοροκλοπής, της φοροδιαφυγής, της εισφοροδιαφυγής, της διαφθοράς και του πάσης φύσεως λαθρεμπορίου, όπως και τα αποτελέσματα που θα επιφέρει η επιδίωξη της επιστροφής των καταθέσεων με σαφείς και δίκαιους κανόνες, θα συνεισφέρουν σημαντικούς πρόσθετους πόρους.»
Η ανάπτυξη και η αναδιανομή δεν μπορεί να γίνουν πραγματικότητα μόνο με τη δίκαιη φορολόγηση. Ανεξάρτητα από την έκβαση του εγχειρήματος να καταπολεμηθεί η φοροδιαφυγή (που θα είναι σίγουρα αποτυχημένη αν δεν στηριχτεί στον εργατικό έλεγχο και διεκπεραιωθεί μέσω των διεφθαρμένων μηχανισμών του αστικού κράτους), τα έσοδα δεν φτάνουν. Χρειάζεται όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις να περάσουν στα χέρια του κράτους και να λειτουργήσουν με εργατικό έλεγχο και διαχείριση, δηλ. να κοινωνικοποιηθούν. Μόνο έτσι θα έχουμε μια αποφασιστική αύξηση των εσόδων και γενικότερα των πόρων για επενδύσεις και αναδιανομή. Όπως ήδη αναφέραμε, δεν μπορεί να υπάρξει πάταξη της φοροδιαφυγής, της εισφοροδιαφυγής και της διαφθοράς, χωρίς εργατικό έλεγχο στις επιχειρήσεις.
«5. Να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για την παραγωγική και οικολογική ανασυγκρότηση της χώρας με βασικό κριτήριο την απασχόληση και την κοινωνική ασφάλεια για όλους και γνώμονα την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών, αλλά και την κριτική ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών και των νέων επιστημονικών επιτευγμάτων υπό όρους δημοκρατικού και κοινωνικού ελέγχου. Το αντίστοιχο αναλυτικά επεξεργασμένο πρόγραμμα πρέπει να αφορά τη χώρα συνολικά, αλλά και να εξειδικεύεται ανά τομέα παραγωγικής δραστηριότητας και ανά περιφέρεια. Τα συνεταιριστικά και αυτοδιαχειριστικά σχήματα, οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και οι καινοτόμες επιχειρηματικές δραστηριότητες που συμβάλλουν στο δημόσιο όφελος θα βοηθηθούν, υπό σταθερούς και κοινωνικά δίκαιους κανόνες, ώστε να ορθοποδήσουν. Οι αναγκαίοι πόροι για την ανάπτυξη, αλλά και για την αποφασιστική αντιμετώπιση της καλπάζουσας ανεργίας, θα βρεθούν, όπως είπαμε, από ένα νέο ριζοσπαστικό όσο και δίκαιο φορολογικό σύστημα, από την αμείλικτη πάταξη της παραοικονομίας στο σύνολό της, και βεβαίως από την περιβαλλοντικά ασφαλή αξιοποίηση του φυσικού και ορυκτού πλούτου της χώρας και την αύξηση της πρωτογενούς παραγωγής. Άλλωστε, ένας λαός ενωμένος που αισθάνεται ότι οι κόποι που καταβάλλει δεν πάνε χαμένοι, που απολαμβάνει ένα νέο σύστημα πρωτογενούς διανομής εισοδήματος και που διαπιστώνει ότι οι φόροι που πληρώνει αξιοποιούνται πλήρως και με απόλυτη διαφάνεια για τη δική του προκοπή, μπορεί να μεγαλουργήσει: το υψηλό συλλογικό φρόνημα γίνεται το ίδιο πανίσχυρη παραγωγική δύναμη.»
Το κυρίαρχο ερώτημα εδώ είναι το ακόλουθο: μπορούν όλα αυτά να επιτευχθούν πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού; Αν ναι, τότε ποια η ανάγκη προσήλωσης στον «στρατηγικό στόχο» του σοσιαλισμού;
Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις – παρά τον μεγάλο τους αριθμό – διαδραματίζουν αντικειμενικά δευτερεύοντα ρόλο στην οικονομία. Το πιο σημαντικό ζήτημα είναι να δούμε τι θα γίνει με τις μεγάλες επιχειρήσεις. Το ζήτημα αυτό αποφεύγεται γιατί η προγραμματική λογική της ηγεσίας θέλει ουσιαστικά να τις αφήσει άθικτες, στα χέρια των καπιταλιστών. Ταυτόχρονα, όπως εξηγούμε στην Κομμουνιστική Πλατφόρμα, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις μπορούν να στηριχθούν ουσιαστικά μόνο μέσα από την κοινωνικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων, σε ένα συγκεκριμένο πλάνο συμπληρωματικής λειτουργίας με τους κοινωνικοποιημένους τομείς της οικονομίας.
«6. Να θέσουμε το τραπεζικό σύστημα υπό την ιδιοκτησία και τον έλεγχο του δημοσίου, με ριζική τροποποίηση του τρόπου λειτουργίας του και των στόχων που σήμερα υπηρετεί, με αναβάθμιση του ρόλου των εργαζομένων και των καταθετών. Να ιδρύσουμε δημόσιες τράπεζες ειδικού σκοπού με αντικείμενο την αγροτική πίστη, την μικρή και μεσαία επιχείρηση και τη λαϊκή στέγη.»
Δεν διευκρινίζεται αν αυτό συνιστά κοινωνικοποίηση του συνόλου του τραπεζικού συστήματος. Κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος σημαίνει όχι απλά την ίδρυση «τραπεζών ειδικού σκοπού», αλλά μιας ενιαίας, αποκλειστικά κρατικής τράπεζας (με πιθανά παραρτήματα «ειδικού σκοπού»), που θα διοικείται από εκλεγμένους εκπροσώπους των εργαζόμενων και της αριστερής κυβέρνησης, αποτελώντας ένα στρατηγείο ορθολογικού σχεδιασμού της οικονομίας.
«7. Να ακυρώσουμε τις προβλεπόμενες ιδιωτικοποιήσεις και τη λεηλασία του δημόσιου πλούτου, να επαναφέρουμε υπό δημόσιο έλεγχο, αλλά ταυτόχρονα να ανασυγκροτήσουμε πλήρως, τις επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας που έχουν ιδιωτικοποιηθεί ή βρίσκονται σε διαδικασία ιδιωτικοποίησης ώστε να διαμορφώσουμε έναν ισχυρό, παραγωγικό, αποτελεσματικό και ανοιχτό σε συνεργασίες δημόσιο τομέα νέου τύπου, υπό καθεστώς πλήρους διαφάνειας και υπό τις κατάλληλες μορφές κοινωνικού ελέγχου, μακριά από τη λογική του κρατισμού, της κομματικοποίησης και των πελατειακών σχέσεων.»
Ποιες και πόσες ιδιωτικοποιήσεις πρέπει να «αναστείλουμε»; Τι σημαίνει δεν «πρέπει να επανέρθουμε στην πρότερη κατάσταση»; Τι σημαίνει συγκεκριμένα επιχειρήσεις «στρατηγικής σημασίας»; Ποιες είναι οι «κατάλληλες μορφές κοινωνικού ελέγχου»; Κρίσιμα αλλά αναπάντητα από τις Θέσεις, όλα αυτά τα ερωτήματα.
«8. Να προωθήσουμε μια νέα ριζοσπαστική πολιτική στο χώρο της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής, με άμεσο στόχο τη διατροφική επάρκεια της χώρας και την πρόσβαση σε υγιεινά τρόφιμα, με σταθερές και δίκαιες τιμές. Επιβάλλεται η στροφή στην παραγωγή επώνυμων πιστοποιημένων προϊόντων, στην ενίσχυση της ολοκληρωμένης διαχείρισης και της βιολογικής γεωργίας, με παράλληλη διασφάλιση της απασχόλησης και ενός σταθερού και ικανοποιητικού εισοδήματος στην οικογενειακή αγροτική εκμετάλλευση και στους μικρομεσαίους αγρότες, ιδιαίτερα στους νέους. Η μορφή γεωργίας και κτηνοτροφίας που θα προωθούμε είναι πιο ήπια, σέβεται το περιβάλλον, προστατεύει τους φυσικούς πόρους και τη βιοποικιλότητα ενώ προϋπόθεση για την υλοποίηση των παραπάνω είναι ο κριτικός επαναπροσδιορισμός των περιορισμών που επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Αποσκοπούμε στην εκ βάθρων ανασυγκρότηση του συνεργατισμού και των συνεταιρισμών, των ομάδων παραγωγών, των επαγγελματικών οργανώσεων των αγροτών και άλλες συλλογικές μορφές αγροτικής δραστηριότητας, με την ενεργό συμμετοχή των άμεσα ενδιαφερομένων και την εξασφάλιση δημοκρατικών διαδικασιών.»
Κανένας από τους παραπάνω στόχους δεν μπορεί να επιτευχθεί αν δεν κοινωνικοποιηθούν οι μεγάλες γεωργικές και κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις και η βιομηχανία των τροφίμων. Όσο για τον «κριτικό επαναπροσδιορισμό των περιορισμών που επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Ένωση» είναι το αντίστοιχο των αυταπατών για το χρέος, με την επαναδιαπραγμάτευση των δανειακών συμβάσεων. Δεν υπάρχουν περιθώρια για έναν τέτοιο επαναπροσδιορισμό από τη στιγμή που αυτοί οι περιορισμοί επιβάλλονται από τα συμφέροντα των μεγάλων μονοπωλίων της αγοράς τροφίμων. Τον ζυγό των καπιταλιστικών μονοπωλίων δεν τον «επαναπροσδιορίζεις κριτικά». Τον καταργείς!
«9. Να αποκαταστήσουμε και να ενισχύσουμε το κοινωνικό κράτος και να συμβάλουμε στον εκδημοκρατισμό όλων των δράσεων και λειτουργιών του: προστασία της εργασίας, των ανέργων, της περίθαλψης, της πρόνοιας, της παιδείας και της κοινωνικής ασφάλισης. Το ασφαλιστικό σύστημα, που αντιμετωπίζει πλέον πρόβλημα ύπαρξης, απαιτεί μια τεράστια αναγεννητική προσπάθεια, με άξονες την ενίσχυση της απασχόλησης, τον έλεγχο της εισφοροδιαφυγής και τη διεύρυνση της ασφαλιστικής βάσης και αρχές την καθολικότητα, την αλληλεγγύη και τον δημόσιο κοινωνικό χαρακτήρα υπό την εγγύηση του κράτους. Να εγγυηθούμε πλήρως τη λειτουργία των δημόσιων νοσοκομείων και των δομών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και από κει και πέρα να διατηρήσουμε και να αναπτύξουμε ένα δημόσιο σύστημα υγείας και δομών πρόνοιας υψηλής ποιότητας, προσιτό σε όλους στο κέντρο και στην περιφέρεια. Να εγγυηθούμε πλήρως τη λειτουργία των δημόσιων σχολείων και πανεπιστημίων και από κει και πέρα να κατοχυρώσουμε και να αναπτύξουμε τη δημόσια δωρεάν παιδεία σε όλες τις βαθμίδες, από τον παιδικό σταθμό μέχρι τις μεταπτυχιακές σπουδές.»
Καμία συγκεκριμένη δέσμευση δεν βλέπουμε εδώ πάνω στα ζητήματα της ανεργίας, της Πρόνοιας, της Παιδείας και της κοινωνικής ασφάλισης. Για το πώς θα εξασφαλιστούν θέσεις εργασίας για τους ανέργους, το σημαντικότερο πρόβλημα των μαζών, το κείμενο δεν αναφέρει τίποτα! Η ηγεσία μέχρι σήμερα δεν έχει μπει στον κόπο να απαντήσει γιατί την περίοδο της ανάπτυξης με την ανεργία σε μονοψήφιο νούμερο η Αριστερά πάλευε για μια – έστω ανεπαρκή – μορφή της κινητής κλίμακας ωρών εργασίας με την διεκδίκηση του 35ωρου, ενώ σήμερα, με την ανεργία στο 30%. αυτή τη διεκδίκηση την έχει εγκαταλείψει.
Για την κοινωνική ασφάλιση, επίσης δεν διαβάζουμε τίποτα συγκεκριμένο. Θα ανατραπούν οι ασφαλιστικοί νόμοι ναι ή όχι; Που θα πάνε τα όρια ηλικίας; Πως θα παταχθεί η εισφοροδιαφυγή; Ερωτήματα αναπάντητα. Επίσης καμία δέσμευση δεν υπάρχει για την Υγεία και την Παιδεία; Ποιο θα είναι το μέγεθος των δαπανών, πόσες προσλήψεις θα γίνουν; Τίποτα δεν μαθαίνουμε για αυτά. Η μόνη δέσμευση είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα εγγυηθεί τη λειτουργία των σχολείων και των νοσοκομείων… Με άλλα λόγια, ο πήχης των προσδοκιών κατεβαίνει τόσο χαμηλά, μέχρι τα επίπεδα των «δεσμεύσεων» που κάλλιστα θα μπορούσε να αναλάβει κι ένα αστικό κόμμα.
«10. Να λάβουμε άμεσα μέτρα κατά της ακρίβειας, με έλεγχο των τιμών στις πηγές διαμόρφωσης του κόστους προϊόντων και υπηρεσιών, με παράλληλα μέτρα κατά των μονοπωλιακών και ολιγοπωλιακών καταστάσεων στην αγορά και με καθιέρωση ενός γνήσιου τιμάριθμου που θα αποτυπώνει τις πραγματικές αυξήσεις στα είδη πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης. Να εφαρμόσουμε ιδιαίτερα αυστηρό κοστολογικό έλεγχο στα πετρελαιοειδή. Να μειώσουμε τη διαφορά μεταξύ των τιμών που εισπράττει ο παραγωγός και εκείνων που καταβάλλει ο καταναλωτής. Να ενισχύσουμε το παραγωγικό ιστό της χώρας ενάντια στον μεταπρατισμό.»
Για τον έλεγχο των τιμών απαιτείται ο εργατικός έλεγχος. Για τη ριζική πάταξη της ακρίβειας στα είδη πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης, απαιτείται η κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων των αντίστοιχων παραγωγικών κλάδων. Χωρίς αυτά, οι παρά πάνω στόχοι είναι εντελώς ανέφικτοι.
«11. Να καταργήσουμε όλες τις ρυθμίσεις και κρατικές δομές έκτακτης ανάγκης που έχουν οικοδομηθεί στο όνομα των “υποχρεώσεων” της χώρας, με προτεραιότητα πάντοτε την πολιτική έναντι της οικονομίας και τη νομιμότητα έναντι της σκοπιμότητας. Να καταργήσουμε τα αυταρχικά και κατασταλτικά νομοθετήματα και να αναδιοργανώσουμε εις βάθος το πολιτικό σύστημα, εξαλείφοντας πλήρως κάθε εστία διαφθοράς και διαπλοκής, τηρώντας με συνέπεια τη διάκριση των εξουσιών και τον διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους και αποκαθιστώντας την εύρυθμη και διαφανή λειτουργία όλων των συναφών θεσμών. Να αναβαθμίσουμε τη δημοκρατική δομή και λειτουργία των αντιπροσωπευτικών θεσμών σε επίπεδο τόσο κεντρικής διοίκησης όσο και τοπικής αυτοδιοίκησης, θεσπίζοντας την απλή αναλογική και εισάγοντας μορφές άμεσης δημοκρατίας, (ανακλητότητα αιρετών, νομοθετικές πρωτοβουλίες από τα κάτω, διαδικασίες αρνησικυρίας, δημοψηφίσματα κλπ) και θεσμούς εργατικού και κοινωνικού ελέγχου σε όλες τις βαθμίδες.. ….Η αναθεώρηση του Συντάγματος προς δημοκρατική κατεύθυνση και η συναφής πολιτειακή αναθεμελίωση αποτελούν στόχους μας.»
Οι νόμοι και οι ρυθμίσεις «έκτακτης ανάγκης» είναι στοιχείο του εποικοδομήματος, που με τη σειρά του, είναι το προϊόν της καπιταλιστικής βάσης της κοινωνίας. Ενός καπιταλισμού σε βαθιά κρίση. Ο διαχωρισμός αυτών των στοιχείων από την βάση τους είναι τεχνητός. Η «προτεραιότητα της πολιτικής έναντι της οικονομίας» είναι ένα σοσιαλδημοκρατικό εφεύρημα, που μελετά την πολιτική και την οικονομία αταξικά. Το αστικό κράτος πρέπει να ξεριζωθεί και να αντικατασταθεί από νέους θεσμούς αληθινής δημοκρατίας, με την ενεργή συμμετοχή των εργαζόμενων, δηλαδή από μια εργατική, σοσιαλιστική δημοκρατία στηριγμένη στους περίφημους 4 όρους που περιέγραφε ο Λένιν στο έργο του «Κράτος και Επανάσταση». Οι Θέσεις δεν σκοπεύουν στην κατάργηση του αστικού κράτους, αλλά στη διάνθισή του με θεσμούς «άμεσης δημοκρατίας».
Η αναθεώρηση του Συντάγματος πρέπει να είναι όχι απλά προς «δημοκρατική», αλλά προς σοσιαλιστική κατεύθυνση! Να προασπίζει την κοινωνική ιδιοκτησία και τη σχεδιασμένη οικονομία, να κατοχυρώνει την άσκηση της εξουσίας από τους ίδιους τους εργαζόμενους.
«…12. Να επαναφέρουμε και να αναβαθμίσουμε ολόκληρο το θεσμικό πλαίσιο που ρύθμιζε τις εργασιακές σχέσεις και το πλαίσιο συλλογικής διαπραγμάτευσης και που κατέστρεψαν ανενδοίαστα οι κυβερνήσεις των μνημονίων. Οι ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις, η προστασία από τις απολύσεις, η αναβάθμιση των ελεγκτικών μηχανισμών, η κατάργηση της μαύρης και επισφαλούς εργασίας, η ενίσχυση του ρόλου των συνδικάτων και η ελεύθερη και ακώλυτη άσκηση της συνδικαλιστικής δραστηριότητας αποτελούν πυλώνες της ίδιας της παραγωγικής διαδικασίας. Η προώθηση της δημοκρατίας στους τόπους εργασίας, η καθιέρωση θεσμών εργατικού και κοινωνικού ελέγχου ανεξάρτητων από το συνδικαλιστικό κίνημα, αλλά που θα περιλαμβάνουν εκπροσώπους των εργαζομένων που θα εκλέγονται και θα ανακαλούνται από εκείνους, αποτελούν αδιαπραγμάτευτους στόχους μας…».
Τα εργατικά δικαιώματα δεν αποτελούν αφηρημένα «πυλώνες της παραγωγικής διαδικασίας», αλλά κατακτήσεις του εργατικού κινήματος.
Ο εργατικός έλεγχος επίσης, εδώ εμφανίζεται με έναν θολό τρόπο. Κάποιοι «θεσμοί», με κάποιους «εκπροσώπους» που θα εκλέγονται και θα ανακαλούνται. Τα πιο σημαντικά ζητήματα παραλείπονται. Σε ποιά έκταση και με ποιά προοπτική θα εφαρμοστεί ο εργατικό έλεγχος; Σύμφωνα με την Κομμουνιστική Πλατφόρμα, ο εργατικός έλεγχος θα πρέπει να εισαχθεί καθολικά στις μεγάλες επιχειρήσεις και τους κρατικούς οργανισμούς σαν ένα μέσο για την δημοκρατική διοίκηση ολόκληρης της οικονομίας. Οι Θέσεις όμως δεν μας διαφωτίζουν. Συνεπώς είναι ξεκάθαρο, ότι έχουν συμπεριλάβει τον εργατικό έλεγχο σαν ριζοσπαστική «γαρνιτούρα» σε ένα άτολμο σοσιαλδημοκρατικο πρόγραμμα.
«13. Να αλλάξουμε ριζικά τον τρόπο λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και της τοπικής αυτοδιοίκησης καθιερώνοντας τη δημοκρατία, την αποκέντρωση, τη διαφάνεια και την αξιοκρατία, ανεξαρτήτως ιδεολογικών και πολιτικών φρονημάτων, και πατάσσοντας αμείλικτα τη διαπλοκή, τη διαφθορά τον κομματισμό και το ρουσφέτι που ενδημούν σε κορυφές του κράτους, σε τμήματα της αυτοδιοίκησης και σε ποικίλες εστίες δημόσιων υπηρεσιών, εισάγοντας παράλληλα την έννοια και την πρακτική του δημοκρατικού προγραμματισμού και του κοινωνικού ελέγχου σε όλες της βαθμίδες της κεντρικής διοίκησης και της αυτοδιοίκησης. Υπό τις παρούσες συνθήκες, οι δημόσιοι λειτουργοί και οι δημόσιοι ή δημοτικοί υπάλληλοι στην πλειοψηφία τους ασφυκτιούν ενώ ταυτόχρονα απειλούνται πλέον με απόλυση. Η καθιέρωση ενός τέτοιου νέου πλαισίου με κατοχύρωση της μονιμότητας και με σταθερές εργασιακές σχέσεις θα αναζωογονήσει το λανθάνον δυναμικό, θα δράσει καταλυτικά για την ανάπτυξη πρωτοβουλιών, θα γεννήσει καινοτομίες και θα καταστήσει τη δημόσια διοίκηση και αυτοδιοίκηση πραγματικό μοχλό για τη δημοκρατική ανασυγκρότηση της χώρας. Η δημόσια διαχείριση θα αποδείξει έτσι την υπεροχή της έναντι της ιδιωτικής ακόμη και σε επίπεδο αποτελεσματικότητας.»
Το σύγχρονο κράτος σύμφωνα με τις θεμελιώδεις ιδέες του επιστημονικού σοσιαλισμού είναι αστικό και δεν μπορεί να αποκαλείται «δημόσια διοίκηση». Η διαφθορά είναι δομικό χαρακτηριστικό των αστικών κρατικών θεσμών. Οι δημόσιοι υπάλληλοι πρέπει να ελέγχονται δημοκρατικά και όλες οι θέσεις αξιωματούχων να είναι εκλεγμένες και ανακλητές. Αυτό είναι το καθήκον μας και όχι το «να απελευθερώσουμε» τους «δημόσιους λειτουργούς», δηλαδή την αστική, κρατική γραφειοκρατία.
«…16. Απαιτείται η άμεση αλλαγή της ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής με κύρια κριτήρια την ευρωπαϊκή συν-ευθύνη, τη φέρουσα ικανότητα κάθε χώρας, την αποτροπή φαινομένων υπο-αμειβόμενης μεταναστευτικής εργασίας. Απαιτείται η κατάργηση της συμφωνίας «Δουβλίνο ΙΙ» και του Συμφώνου Μετανάστευσης για να απεγκλωβιστούν από τη χώρα μας οι πρόσφυγες ή μετανάστες που δεν επιθυμούν να παραμείνουν εδώ. Απαιτείται, παραπέρα, ο εξανθρωπισμός του θεσμικού πλαισίου νομιμοποίησης, παροχής ασύλου και παραχώρησης ταξιδιωτικών εγγράφων στους μετανάστες και στους πρόσφυγες, Απαιτείται η επανάκτηση των αδειών παραμονής και εργασίας από τους μετανάστες και πρόσφυγες που τις στερήθηκαν λόγω των διαδικασιών απονομιμοποίησης που ακολουθήθηκαν τα τελευταία χρόνια, καθώς και μια νέα διαδικασία νομιμοποίησης για όσους μετανάστες “χωρίς χαρτιά” ζουν και εργάζονται επί χρόνια στην Ελλάδα. Απαιτείται η ισότιμη και δίκαιη αντιμετώπιση των μεταναστών που εργάζονται. Απαιτείται η δημιουργία ανοικτών κέντρων διαβίωσης με αξιοπρεπείς όρους, με κατάργηση των σημερινών απάνθρωπων κέντρων κράτησης αλλοδαπών, όπως και το να δοθεί αμέσως ιθαγένεια σε όσα παιδιά γεννιούνται στην Ελλάδα. Επιπλέον στόχος είναι η εξάρθρωση των κυκλωμάτων εγκληματικότητας που εμπλέκουν πολλούς, οι κορυφές των οποίων κατά κανόνα δεν καταλαμβάνονται από μετανάστες ή πρόσφυγες αλλά από το εγχώριο οργανωμένο έγκλημα, κάποιες φορές με “υψηλές” διασυνδέσεις. Το εμπόριο ναρκωτικών και όπλων, η πορνεία και το τράφικινγκ, η εργασία υπό συνθήκες δουλείας, η υπερεκμετάλλευση της στέγης, αποτελούν αντικείμενο κρατικών υπηρεσιών και των δυνάμεων ασφαλείας, οι οποίες, δημοκρατικά εκπαιδευμένες και αφοσιωμένες αποκλειστικά στο έργο της αρμοδιότητάς τους, μπορούν να παίξουν και εδώ τον ρόλο που θα δίνει επιτέλους σωστό περιεχόμενο στο όνομά τους, ρόλο που θα διασφαλίζει παράλληλα τον ομαλό ρυθμό ζωής όλων, ιδιαίτερα στις υποβαθμισμένες σήμερα γειτονιές των μεγάλων πόλεων.»
Έναντι των προβλημάτων των μεταναστών βλέπουμε από τις Θέσεις τη ματιά του αστικού φιλελευθερισμού και όχι μια ταξική προσέγγιση. Οι μετανάστες δεν αντιμετωπίζονται σαν ταξικά αδέλφια των γηγενών εργατών που πρέπει να ενωθούν μαζί τους σε κοινό αγώνα και κοινές μαζικές οργανώσεις ενάντια στον καπιταλισμό, αλλά αφηρημένα σαν «άνθρωποι με δικαιώματα». Η νομιμοποίηση των μεταναστών τίθεται σαν άμεσο καθήκον μόνο για όσους «ζουν και εργάζονται επί χρόνια», χωρίς να διευκρινίζεται το πόσα χρόνια, το τι θα γίνει με εκείνους που εργάζονται σε καθεστώς «μαύρης απασχόλησης» και με εκείνους που είναι άνεργοι. Μέσα στο πλαίσιο της καπιταλιστικής ΕΕ, υπονοείται σαφώς ότι μπορεί να επιτευχθεί μια άλλη μεταναστευτική πολιτική («άμεση αλλαγή της ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής»), ενώ επίσης, δεν εξηγείται καθόλου το πώς μπορεί να επιτευχτεί το θαύμα που θα μεταβάλει τις υφιστάμενες δυνάμεις κρατικής καταστολής σε «δημοκρατικά εκπαιδευμένες και αφοσιωμένες αποκλειστικά στο έργο τους».
«17. Να προβάλουμε την ανάγκη και να διεκδικήσουμε με όλα τα πρόσφορα μέσα το αίτημα για ανατροπή της σημερινής μορφής ολοκλήρωσης της Ευρώπης, της σημερινής αρχιτεκτονικής του ευρώ και της νεοφιλελεύθερης λογικής που διέπει το κοινό νόμισμα ώστε να επαναθεμελιωθεί συνολικά το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι στην κατεύθυνση της δημοκρατικής συγκρότησης και λειτουργίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και του σοσιαλισμού…»
Για άλλη μια φορά, βλέπουμε την κλασσική σοσιαλδημοκρατική αντίληψη που ενοχοποιεί τη σημερινή «αρχιτεκτονική» της καπιταλιστικής ΕΕ και όχι την ίδια : να ανατρέψουμε την σημερινή αρχιτεκτονική του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, όχι τον ίδιο. Αυτό μας προτείνει το Κείμενο Θέσεων. Κι η Ευρώπη του σοσιαλισμού βρίσκεται σε κάποια «κατεύθυνση» στο μέλλον. Η Κομμουνιστική Πλατφόρμα εξηγεί αντίθετα, ότι το ιστορικά προοδευτικό βήμα της ενοποίησης της Ευρώπης μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σαν αποτέλεσμα του αγώνα της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης, που συνδέεται με το νήμα κοινών συμφερόντων σε όλες τις χώρες και πάνω στα θεμέλια του σοσιαλισμού. Το μόνο σύνθημα που μπορεί να εκφράσει αυτό το ιστορικό αίτημα είναι οι Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης.
«18. Να νοηματοδοτήσουμε ξανά, έμπρακτα και θεωρητικά, τις έννοιες “εθνικό” και “πατριωτικό”, συνδέοντάς τις με το γνήσια “λαϊκό”. Ο εθνικισμός και η πατριδοκαπηλία, το τελευταίο καταφύγιο των πολιτικών απατεώνων, βρίσκεται σε διαρκή αντιπαράθεση με τον δημοκρατικό-διεθνιστικό πατριωτισμό των λαϊκών τάξεων και της Αριστεράς. Οφείλουμε να συγκροτήσουμε στην παραπάνω βάση την άμυνα και την ασφάλεια της χώρας και των κατοίκων της. Ελεύθεροι από οποιεσδήποτε επιβουλές ή πιέσεις άλλων κρατών, παρούσες ή μελλοντικές, και πάντοτε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τους σχετικούς κινδύνους, θα μπορούμε να καθορίζουμε ειρηνικά και δημοκρατικά το μέλλον μας και το μέλλον των παιδιών μας…»
Τίποτα το «Μαρξικό» δεν υπάρχει σε αυτή την απαράδεκτη ανάμιξη πατριωτισμού και διεθνισμού. Πρόκειται για μια ακόμα παραχώρηση στην αστική ιδεολογία, σύμφωνα με τα σοσιαλδημοκρατικά πρότυπα. Μια παραχώρηση που ιστορικά χαρακτήρισε το ρεύμα του σταλινισμού σε όλες του τις εκφράσεις, «ορθόδοξη» ή «ευρωπαϊκή». Οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα, μέχρι τη στιγμή που θα πάρουν την εξουσία και θα ξεκινήσουν τη συνειδητή σοσιαλιστική αναδιοργάνωση της κοινωνίας. Μόνο τότε θα μπορούν να καθορίσουν «ειρηνικά και δημοκρατικά το μέλλον τους και το μέλλον των παιδιών τους».
«19. Να αναπτύξουμε μια άλλου τύπου ένταξη στο διεθνές γίγνεσθαι μέσω μιας ανεξάρτητης, πολυδιάστατης και φιλειρηνικής εξωτερικής πολιτικής που θα εδράζεται, στην ισότιμη συνεργασία, στην εθνική ανεξαρτησία και στην προστασία της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας μας. Εθνική ανεξαρτησία και εδαφική-εθνική ακεραιότητα είναι τα αφετηριακά, σταθερά και μη διαπραγματεύσιμα σημεία της εξωτερικής μας πολιτικής. …Στην εκπλήρωση αυτού του στόχου συμβάλλουν ουσιαστικά ένοπλες δυνάμεις αξιόμαχες, αποκλειστικά εντεταλμένες στον αποτρεπτικό και αμυντικό τους ρόλο. …Οι δεσμοί φιλίας και καλής γειτονίας με όλες ανεξαιρέτως τις χώρες με βάση τον σεβασμό των συνόρων και των κυριαρχικών δικαιωμάτων και οι εγκάρδιες σχέσεις με τα προοδευτικά κινήματα και τις προοδευτικές κυβερνήσεις παντού στον κόσμο μπορούν να αποτελέσουν ασπίδα προστασίας απέναντι στην εξαιρετικά επισφαλή παγκόσμια κατάσταση, αλλά και φιλειρηνική ενεργό παρέμβαση στις διεθνείς εντάσεις που αναπτύσσονται…»
Ένα αριστερό κόμμα που εκφράζει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, με τον ερχομό του στην εξουσία οφείλει να εφαρμόσει μια διεθνιστική και όχι «εξωτερική» πολιτική. Αρχή αυτής της πολιτικής είναι ότι σύμμαχος της Ελλάδας του σοσιαλισμού, είναι οι εργαζόμενοι σε ολόκληρο τον κόσμο και οι κυβερνήσεις που εκφράζουν τα συμφέροντά τους. Αυτή μπορεί να είναι η μόνη «ασπίδα προστασίας». Τέλος, με μια αριστερή κυβέρνηση στην εξουσία, για να είναι οι ένοπλες δυνάμεις «αποκλειστικά εντεταλμένες στον αποτρεπτικό και αμυντικό τους ρόλο», απαιτείται η ριζική, επαναστατική, δημοκρατική αναμόρφωση του στρατού σε βάρος των προνομίων και του αντιδραστικού ρόλου των μεγαλόσχημων αξιωματικών καριέρας, με έξοδο από το ΝΑΤΟ, όπως περιγράφεται αναλυτικά στην Κομμουνιστική Πλατφόρμα.
Σοσιαλισμός: ένας «στρατηγικός» στόχος που αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας
Για τον γνήσιο μαρξισμό, ο σοσιαλισμός δεν είναι ένα μακρινό «όραμα», αλλά μια επείγουσα αναγκαιότητα, οι κοινωνικοί όροι για την οποία έχουν ωριμάσει παγκόσμια εδώ και πάνω από έναν αιώνα. Οι παραγωγικές δυνάμεις είναι επαρκώς ανεπτυγμένες για ένα ανώτερο κοινωνικό σύστημα που θα εξασφαλίσει ευημερία για όλους, ενώ η κοινωνική δύναμη που μπορεί να επιβάλει αυτή την αλλαγή είναι επίσης υπαρκτή και είναι η παγκόσμια εργατική τάξη, πλειοψηφούσα πλέον στον πληθυσμό σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες.
Οι Θέσεις όμως δεν ασχολούνται με τέτοιες λεπτομέρειες…για αυτές ο σοσιαλισμός είναι ένας «στρατηγικός στόχος», όχι όμως για το σήμερα, αλλά για ένα αφηρημένο αύριο. Η επιχειρηματολογία που χρησιμοποιείται για να «διαολοσταλθεί» κομψά ο σοσιαλισμός στους θολούς ορίζοντες του μέλλοντος, δεν είναι καθόλου πρωτότυπη. Είναι βγαλμένη από το διαχρονικό πολιτικό οπλοστάσιο της σοσιαλδημοκρατίας, που πάντα εμφάνιζε κάτι πιο επείγον από την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού, στο βωμό του οποίου η ίδια θα έπρεπε να θυσιαστεί.
Ας την ακολουθήσουμε βήμα – βήμα στο σημείο Α2: «…Αλλά η στρατηγική στόχευση επιμερίζεται σε άμεσους στόχους και στις αντίστοιχες τακτικές κινήσεις ή πρωτοβουλίες που εξαρτώνται πάντα από πραγματικά προσφερόμενες δυνατότητες και πραγματικούς συσχετισμούς δύναμης. Και εδώ ο πολιτικός φορέας είναι υποχρεωμένος να πλέει με όλη την απαιτούμενη ευελιξία ανάμεσα στη Σκύλλα του καιροσκοπισμού, που τείνει να αγνοήσει τον στρατηγικό στόχο υποκύπτοντας στο εκάστοτε θεωρούμενο ως εφικτό, και στη Χάρυβδη του τυχοδιωκτισμού, που τείνει να αγνοήσει τους πραγματικούς συσχετισμούς δύναμης και το πράγματι εφικτό, απλώς εκφωνώντας στεντόρεια τον στρατηγικό στόχο και τα εν γένει χαρακτηριστικά του. Η πολιτική πρακτική του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ υπόκειται καταστατικά σε αυτούς τους περιορισμούς.»
Αυτό που μαθαίνουμε εδώ, είναι ότι ο σοσιαλισμός…αναβάλλεται λόγω «αρνητικών συσχετισμών». Έτσι, χωρίς δεύτερη κουβέντα… Ποιοι είναι όμως αυτοί οι συσχετισμοί, ανάμεσα σε ποιούς και γιατί είναι αρνητικοί; Σιγή ιχθύος από τις Θέσεις, με μια μάλλον προσβλητική για τα μέλη βεβαιότητα από τον συγγραφέα ότι κανείς δεν πρόκειται να ρωτήσει.
Ποιοι συσχετισμοί όμως μας ενδιαφέρουν πραγματικά σε αυτό το ζήτημα και πόσο αρνητικοί είναι; Ο αντικειμενικός συσχετισμός δύναμης ανάμεσα στις δυο βασικές τάξεις της κοινωνίας, την εργατική και την αστική τάξη, είναι εξαιρετικά ευνοϊκός. Τα μεσαία στρώματα, παραδοσιακά στηρίγματα των πολιτικών της άρχουσας τάξης, τις τελευταίες δεκαετίες έχουν υποχωρήσει αριθμητικά και ο ρόλος τους στην κοινωνία έχει αποδυναμωθεί. Η εργατική τάξη συγκριτικά με το παρελθόν είναι πολυπληθέστερη σε απόλυτους αριθμούς, πιο μορφωμένη και διαθέτει ισχυρές μαζικές πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις. Τα απανωτά μαζικά κινήματα με τις 28 ημέρες γενικής απεργίας τα τελευταία 3 χρόνια, που επηρέασαν σε αποφασιστικό βαθμό τις εξελίξεις στη χώρα, έδειξαν ότι αν η εργατική τάξη της χώρας διέθετε την κατάλληλη ηγεσία και το κατάλληλο πρόγραμμα θα μπορούσε να έχει ήδη καταλάβει την εξουσία και να αρχίζει να οργανώνει την οικονομία και την κοινωνία πάνω σε σοσιαλιστικές βάσεις.
Και αφού ο σοσιαλισμός αναβάλλεται, ένα άλλος «κεντρικός στόχος» θα πρέπει να τον αντικαταστήσει: «…Ο κεντρικός στόχος που θέτει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ είναι η ανατροπή της κυριαρχίας των δυνάμεων του νεοφιλελευθερισμού και των μνημονίων, των δυνάμεων της κοινωνικής καταστροφής, της διαπλοκής, της διαφθοράς και της σήψης, είναι η ανάδειξη μιας κυβέρνησης της συμπαραταγμένης Αριστεράς στηριγμένης σε μια πλατιά συμμαχία κοινωνικών δυνάμεων. Η επιτυχία αυτού του στόχου θα αποτελέσει τομή σε σχέση με την ελληνική ιστορία, τομή που θα δημιουργήσει νέες, άγνωστες σήμερα, δυνατότητες, τομή που θα ανοίξει μια νέα σελίδα για την κοινωνία μας και θα δώσει σημαντική ώθηση σε μια δυναμική που ξεπερνά τα σύνορά μας…».
Η ανατροπή του καπιταλισμού λοιπόν, μπορεί να περιμένει. Αλλά για να αντικαταστήσεις την πολιτική του νεοφιλελευθερισμού με μια άλλη, πρέπει αυτή να υπάρχει και να μπορεί να δώσει αποτελέσματα. Ο Κευνσιανισμός όμως, ή άλλη παραδοσιακή συνταγή καπιταλιστικής διαχείρισης, όπως εξηγούμε στην Κομμουνιστική Πλατφόρμα, ιστορικά έχει εφαρμοστεί και έχει αποτύχει, καθώς οδηγεί σε έκρηξη χρεών και πληθωρισμού. Άλλος δρόμος για την εξάλειψη φτώχειας και ανεργίας από την εφαρμογή ενός σοσιαλιστικού προγράμματος, δεν υπάρχει.
Οι Θέσεις βέβαια, προχωρούν σε μια περιγραφή του σοσιαλισμού: «…Για μας ο σοσιαλισμός δεν είναι ο εξωραϊσμός του καπιταλισμού ούτε η δήθεν ‘φιλολαϊκή’ διαχείρισή του. Ο καπιταλισμός συνιστά σύστημα εκμετάλλευσης που στηρίζεται στην κοινωνική παραγωγή με στόχο και κίνητρο το ιδιωτικό κέρδος, σύστημα που εμείς αντιμαχόμαστε στον ίδιο τον πυρήνα του. Για μας ο σοσιαλισμός είναι μορφή οργάνωσης της κοινωνίας που βασίζεται στην κοινωνική -και όχι κρατική- ιδιοκτησία και διαχείριση των παραγωγικών μέσων ενώ απαιτεί τη δημοκρατία σε όλα τα κύτταρα και όλους τους αρμούς της δημόσιας ζωής προκειμένου οι εργαζόμενοι να είναι σε θέση να σχεδιάζουν, να διευθύνουν, να ελέγχουν και να προστατεύουν με τα εκλεγμένα όργανά τους την παραγωγή κατευθύνοντάς την στην ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών…».
Δεν θα θέλαμε να διαφωνήσουμε με την ουσία αυτού του πολύ γενικού ορισμού, για την αμεσότητα και τη σαφήνεια του οποίου δεν μπορεί να υπερηφανεύεται ο συγγραφέας των Θέσεων. Όμως ποια είναι η γέφυρα για να πλησιάσουμε σε αυτό το σοσιαλιστικό μοντέλο; Ποιες διεκδικήσεις οικονομικές, ταξικές και πολιτικές θα την δημιουργήσουν; Ποιο είναι το καθήκον του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με τη δημιουργία της και την υπεράσπισή της; Τίποτα δεν μαθαίνουμε για αυτά τα κρίσιμα ζητήματα.
Η περιγραφή του «οράματος» συνεχίζει: «…Αλλά ταυτόχρονα, ο σοσιαλισμός δεν είναι για μας η αντιγραφή μοντέλων που επεδίωξαν να στηριχθούν σε τέτοιες ιδέες, αλλά τις παρερμήνευσαν, τις διαστρέβλωσαν και τελικά, για πολλούς και σύνθετους λόγους, αυτοκαταστράφηκαν. Οφείλουμε, επί ποινή επανάληψης των ίδιων λαθών, να μάθουμε όσα περισσότερα και όσο πληρέστερα μπορούμε από αυτό το μεγάλο τόλμημα και από αυτήν τη μεγάλη ιστορική εμπειρία, με τα καινοτόμα επιτεύγματα και τις καταλυτικές, τελικά, αποτυχίες…»
Οι Θέσεις είναι τόσο έγκυρο και σοβαρό κείμενο που για ένα εξαιρετικής σημασίας ζήτημα όπως είναι ο σταλινισμός, περιορίζονται σε υπονοούμενα για κάποια «λάθη». Για τον προφανώς φιλοσταλινικό συγγραφέα του κειμένου, ο σταλινισμός ήταν ένα λάθος που δεν πρέπει να το επαναλάβουμε! Η «μαρξικότητα» αυτής της μεθόδου σίγουρα αφήνει άφωνο τον αναγνώστη.
Οι Θέσεις συνεχίζουν: «…Ο σοσιαλισμός είναι άρρηκτα δεμένος με τη δημοκρατία. Δημοκρατία όχι απλώς τυπική, αλλά πάντοτε ουσιαστική, δημοκρατία έμμεση που βασίζεται στην εκπροσώπηση, αλλά και δημοκρατία άμεση με την ενεργό συμμετοχή όλων. Οι πάσης φύσεως εκλογές είναι απολύτως αναγκαίες, αλλά οι εκλεγμένοι -και οι διάφοροι ειδικοί που αυτοί επιστρατεύουν- δεν πρέπει να παραμένουν ανεξέλεγκτοι μέχρι τις επόμενες εκλογές. Πλήθος θεμάτων είναι αρμοδιότητα και οφείλουν να αφεθούν στην ευθύνη των άμεσα ενδιαφερομένων υπό καθεστώς άμεσης δημοκρατίας ενώ η απευθείας ενεργός συμμετοχή όχι μόνον ελέγχει τους θεσμούς, την πρακτική και τους φορείς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αλλά διευρύνει συνεχώς τα πεδία όπου οι πολλοί παρεμβαίνουν συστηματικά, δημιουργικά και υπεύθυνα. Η δημοκρατία συνιστά αφ’ εαυτής παραγωγική δύναμη, όπου η συλλογικότητα αναδεικνύει έμπρακτα την υπεροχή της έναντι της ατομικότητας και η αλληλεγγύη την ισχύ της έναντι του ανταγωνισμού…».
Είναι ξεκάθαρη εδώ η αταξική προσέγγιση της δημοκρατίας. Κανένας διαχωρισμός δεν γίνεται ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και την εργατική δημοκρατία, το μόνο καθεστώς που μπορεί να βάλει τις βάσεις του σοσιαλισμού. Η δημοκρατία εξιδανικεύεται και εμφανίζεται σαν να είναι μια μόνιμη, απόλυτη και υπερ-ιστορική αρχή. Παραλείπεται να αναφερθεί ότι ακόμα και αυτή, όπως εξηγούσε ο Λένιν στο «Κράτος και Επανάσταση», αποτελεί μια μορφή διακυβέρνησης, μια μορφή επιβολής της θέλησης ενός τμήματος της κοινωνίας πάνω σε ένα άλλο, που η οικοδόμηση του σοσιαλισμού θα απονεκρώσει μαζί με το ίδιο το κράτος.
Η προοπτική απονέκρωσης του ίδιου του κράτους απουσιάζει και από την υπόλοιπη περιγραφή του «οράματος»: «…Για μας ο σοσιαλισμός αποσκοπεί τελικά στην κατάργηση των μεγάλων διακρίσεων ανάμεσα σε χειρωνακτική και διανοητική εργασία, σε διεύθυνση και εκτέλεση, σε πόλη και ύπαιθρο, στα κοινωνικά προσδιορισμένα φύλα. Αποσκοπεί τελικά στην απάλειψη των σχέσεων εκμετάλλευσης, στην κατάργηση των κοινωνικών τάξεων και των πατριαρχικών σχέσεων και στην αρμονική συμβίωση κοινωνίας και φύσης. Αντιμετωπίζει την τεχνολογία και τις καινοτομίες εκεί λελογισμένα, έχοντας στόχο την εξυπηρέτηση των κοινωνικών αναγκών και όχι τη διεύρυνση των ανισοτήτων και την εμπέδωση των τεχνικών κυριαρχίας των λίγων πάνω στους πολλούς…».
Το πιο εντυπωσιακό για τις αντιφάσεις του απόσπασμα της περιγραφής, είναι το ακόλουθο: «…Για μας ο σοσιαλισμός δεν είναι ουτοπικό όραμα που στηρίζεται σε αφηρημένα ιδεώδη και απλώς σε ηθικές αξίες, αλλά αποτελεί κοινωνικά και πολιτικά εφικτό στρατηγικό στόχο…». Ωραία ως εδώ, αν και όπως ήδη έχουμε εξηγήσει ο σοσιαλισμός αντιμετωπίζεται από τις Θέσεις ακριβώς σαν ένας άκαιρος για το σήμερα στόχος. Τι ακολουθεί αμέσως μετά από αυτή την αποκήρυξη της προσέγγισης του σοσιαλισμού σαν δέσμη αξιών; Μα φυσικά η παράθεση μιας δέσμης αξιών! «…Οι αξίες που τον διέπουν -αλληλεγγύη, ισότητα, ελευθερία και η υπέρβαση της μόνιμης έντασης μεταξύ ισότητας και ελευθερίας που μπορεί να ονομαστεί καθολική δικαιοσύνη- συνιστούν κοινωνική παραγωγή των εργαζόμενων τάξεων, αιτήματα που διαμορφώνονται στον αγώνα και απαιτούν την υλοποίησή τους, οδηγό δράσης και αρχές οργάνωσης των κινημάτων που τα ασπάζονται. Οι αξίες αυτές εκφράζουν κάθε φορά διαφορετικά ιστορικά περιεχόμενα, διαφορετικές ανάγκες και διαφορετικές δυνατότητες, γιατί είναι διαφορετική η δομή των ταξικών κοινωνιών, αλλά διατηρούν τα ίδια ονόματα, αποτυπώνοντας έτσι τη συνέχεια της ιστορίας των λαϊκών τάξεων, τη συνέχεια της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης, αλλά και τη συνέχεια των αντιστάσεων και των αιτημάτων χειραφέτησης…»
Ακόμα εντυπωσιακότερη όμως, είναι η αναφορά στη δύναμη εκείνη που θα φέρει πιο κοντά την προοπτική του σοσιαλισμού: «…Σήμερα, η οικονομική, η ενεργειακή και η διατροφική κρίση, όπως και ο άμεσος κίνδυνος για το φυσικό περιβάλλον που απειλεί την ίδια την ύπαρξη της ανθρωπότητας, καθιστούν απολύτως αναγκαία τη συστηματική δημόσια παρέμβαση. Αυτή η ανάγκη θέτει τον ριζικό μετασχηματισμό των κοινωνιών στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού στην ημερήσια διάταξη». Στο ιστορικό δίλημμα μεταρρύθμιση ή επανάσταση, οι Θέσεις μας απαντούν: συστηματική δημόσια παρέμβαση!
Και η πρωτότυπη αυτή αποκήρυξη της σοσιαλιστικής επανάστασης αναλύεται περαιτέρω: «…Για μας ο σοσιαλισμός δεν είναι καθεστώς που μπορεί να καθιερωθεί μέσω μιας εξελικτικής διαδικασίας σταδιακών αλλαγών του καπιταλισμού, αλλά ούτε καθεστώς που εγκαθιδρύεται μια και έξω κάποια μοναδική στιγμή. Ο σοσιαλισμός είναι στόχος αλλά και δρόμος συνεχούς αγώνα, με περιόδους έντασης και περιόδους ύφεσης, με ρήξεις, άλματα και μεγάλες τομές. Είναι δρόμος που αποσκοπεί σε μακροπρόθεσμους στόχους, αλλά ξεκινά πάντοτε από το σήμερα. Είναι δρόμος που περπατάμε οι πολλοί από κοινού, σταθερά προσανατολισμένοι στον στόχο, υλοποιώντας καθημερινά τα αιτήματα που τον συγκροτούν και μαχόμενοι για να εμπεδώσουμε τις αντίστοιχες κατακτήσεις. Είναι δρόμος όπου προσπαθούμε να άρουμε κάθε στιγμή τις διαχρονικά κυρίαρχες διακρίσεις που αναφέραμε, αρχίζοντας από τους δικούς μας κόλπους. Είναι δρόμος που αποσκοπεί σε συγκεκριμένο στόχο, αλλά που δεν μπορεί να απαντήσει προκαταβολικά σε όλα τα μεγάλα ερωτήματα που τίθενται γιατί οι απαντήσεις δεν μπορούν να διατυπωθούν σε όλες τους τις διαστάσεις ανεξάρτητα από την κοινωνική κίνηση…»
Τι θλιβερή για τον πολιτικαντισμό της και αδέξια ταυτόχρονα, απόπειρα απολογητικής του ρεφορμισμού… Ο σοσιαλισμός λοιπόν δεν χρειάζεται την επανάσταση. Είναι δρόμος! Ας μας απαντήσουν καθαρά οι συγγραφείς των Θέσεων και εκείνοι που τις υπερασπίζουν: πως συγκεκριμένα οι εκμεταλλευόμενοι θα αφαιρέσουν την εξουσία από την άρχουσα τάξη για να αρχίσουν να οικοδομούν τον στρατηγικό στόχο; Οι κομμουνιστές επιλέγουμε τον τρόπο του Μαρξ και του Λένιν, τον δρόμο της σοσιαλιστικής επανάστασης. Οι «δρομείς» των «Θέσεων» τι επιλέγουν; Αν κρίνουμε από τα γραφόμενα στις Θέσεις επιλέγουν τον τρόπο του Μπερνστάιν: το κίνημα ή αλλιώς ο «δρόμος» είναι το παν, ο τελικός σκοπός είναι ένα τίποτα.
Η ταξική συνεργασία φυσικά δεν θα μπορούσε να λείψει από τον Μπερνσταινισμό των Θέσεων: «…Ο δρόμος του σοσιαλισμού δεν είναι ούτε εύκολος ούτε ευθύγραμμος. Καθορίζεται κάθε στιγμή από τις λαϊκές ανάγκες, τα λαϊκά αιτήματα, τη λαϊκή ενέργεια, τη λαϊκή οργάνωση και τη λαϊκή διαθεσιμότητα, σηματοδοτείται από επιτεύγματα, αλλά και οπισθοχωρήσεις, χαρακτηρίζεται από συγκρούσεις τόσο στα μικρά όσο και στα μεγάλα, υποχρεώνει σε διακοπές της συνέχειας, προβαίνει σε μεγάλες αλλαγές…». Είναι εμφανής εδώ η δια-ταξική προσέγγιση της υπόθεσης της οικοδόμησης του σοσιαλισμού: «λαϊκές» ανάγκες, «λαϊκά» αιτήματα, «λαϊκή» οργάνωση κλπ. Ο σοσιαλισμός για τις Θέσεις είναι τόσο ευρύχωρος που χωράει και τους αστούς.
Σε αυτό το σημείο, η απόπειρά μας για μια συνοπτική κριτική στις Θέσεις ολοκληρώνεται. Ελπίζουμε να βοηθήσαμε όλους τους καλόπιστους συντρόφους μας να κατανοήσουν την απόσταση που χωρίζει αυτό το κείμενο από τις ιδέες που θεμελίωσαν το κομμουνιστικό κίνημα, του οποίου ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί οργανικό τμήμα.
Η συνειδητοποίηση του χαρακτήρα αυτού του κειμένου είναι μόνο το ένα σκέλος του καθήκοντος για έναν αποτελεσματικό αγώνα ενάντια στην σοσιαλδημοκρατικοποίηση του κόμματος. Το άλλο είναι η διαμόρφωση και υποστήριξη μια αληθινά κομμουνιστικής εναλλακτικής πρότασης. Η Κομμουνιστική Πλατφόρμα, το κείμενο που κατέθεσε η Κομμουνιστική Τάση του ΣΥΡΙΖΑ στο συνέδριο, συνιστά αυτή την αναγκαία εναλλακτική πρόταση. Μια πρόταση που στηρίζεται στα ακλόνητα θεμέλια των ιδεών του Μαρξ και του Λένιν, που είναι πιο επίκαιρες από ποτέ, σε αντίθεση με τα παρωχημένα σοσιαλδημοκρατικά σχήματα του Μπερνστάιν που ξανασερβίρονται στη βάση του ΣΥΡΙΖΑ με το μανδύα των «νέων αριστερών ιδεών».
Σταμάτης Καραγιαννόπουλος
{fcomment}