Ο χαρακτήρας της εποχής μας και η αναγκαιότητα του σοσιαλισμού
Η παρούσα κρίση είναι η σοβαρότερη από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Για να κατανοήσουμε το χαρακτήρα της, καθώς και τη φύση της ίδιας της εποχής μας, είναι ανάγκη να κάνουμε μια σύντομη ιστορική αναδρομή.
Η μακρά μεταπολεμική ανάπτυξη που γνώρισε η καπιταλιστική Δύση την περίοδο 1948-1973, στηρίχθηκε κύρια στην τρομερή επέκταση του παγκόσμιου εμπορίου, που έδωσε μια πρωτοφανή ώθηση στη βιομηχανία, στην επιστήμη και την τεχνολογία. Παράλληλα, οι καπιταλιστές στη Δύση, σαν αποτέλεσμα της τεράστιας πίεσης από την απώλεια της μισής Ευρώπης, την οικονομική ανάπτυξη της ΕΣΣΔ και την ισχυροποίηση του εργατικού κινήματος, αναγκάστηκαν να κάνουν σημαντικές κοινωνικές παραχωρήσεις με τη μορφή του «κράτους πρόνοιας».
Η κρίση του 1973-74 έθεσε ξανά σε αμφισβήτηση τη βιωσιμότητα του καπιταλισμού και έφερε στο φως πιο καθαρά την αντιδραστική του φύση. Καθώς η παραγωγή συρρικνωνόταν, οι αυξημένες κρατικές δαπάνες δημιουργούσαν ελλείμματα και πληθωρισμό και έτσι παντού οι αστοί εγκατέλειπαν την πολιτική του «κεϋνσιανισμού», δηλαδή της στήριξης στην κρατική παρέμβαση και στρέφονταν στο νεοφιλελευθερισμό, για να συγκρατήσουν τα κέρδη σε βάρος των κοινωνικών κατακτήσεων.
Τις δύο επόμενες δεκαετίες, οι αυξημένες πολεμικές δαπάνες στις ΗΠΑ, η παραπέρα ανάπτυξη της παγκόσμιας αγοράς μέσα από την ένταση της εκμετάλλευσης των πρώην αποικιακών χωρών, η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και των άλλων σταλινικών καθεστώτων και η στροφή της Κίνας στον καπιταλισμό, δημιούργησαν τη βάση για μια νέα περίοδο ανάκαμψης. Η ανάπτυξη του πεδίου της υψηλής τεχνολογίας, της βιομηχανίας των κομπιούτερ και του ιντερνέτ, έδωσε νέα ώθηση στην παγκόσμια οικονομία. Όμως η άνθιση των δεκαετιών 1990 και 2000, με διαλύματα ύφεσης στις αρχές τους, είχε έναν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα από τη μεταπολεμική ανάπτυξη. Αντί να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης, παντού το καταβαράθρωσε.
Η ανάπτυξη επιχειρήθηκε να επιμηκυνθεί τεχνητά μέσα από την τρομερή επέκταση της πίστης, στη οποία πρωταγωνίστησαν οι ΗΠΑ με μια πολιτική σχεδόν μηδενικών επιτοκίων. Όμως όπως ήδη αναφέραμε, η πίστη δεν μπορεί να αποτελέσει μέσο για την αποφυγή των κρίσεων. Η αυξανόμενη καταναλωτική αδυναμία των μαζών, μέσα από τη διατήρηση σε υψηλά επίπεδα της ανεργίας και την αυξανόμενη φτώχεια, σηματοδότησε το ξέσπασμα μιας κλασσικής κρίσης υπερπαραγωγής, που αποτυπώθηκε αρχικά και πιο έντονα στο τραπεζικό σύστημα με την αδυναμία αποπληρωμής των στεγαστικών δανείων, η οποία απείλησε με κατάρρευση μια πλειάδα τραπεζών αναμεμιγμένων στα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια «χαμηλής εξασφάλισης».
Οι αστοί έχοντας δει την αυταπάτη του «απρόσβλητου» του συστήματός τους από τις κρίσεις να καταρρέει, πανικόβλητοι και χωρίς ξεκάθαρη στρατηγική, επιχειρούν σε παγκόσμιο επίπεδο απλά να μεταθέσουν το βάρος της κρίσης στις πλάτες της εργατικής τάξης.
Στις ΗΠΑ η κυβέρνηση Ομπάμα ρίχνοντας «πακτωλούς» δολαρίων στην οικονομία και κρατικοποιώντας τις ζημιές των καπιταλιστών, έχει δημιουργήσει μια βραδυφλεγή βόμβα κρατικών χρεών, χωρίς να έχει καταφέρει ακόμα να επαναφέρει την οικονομία στους προηγούμενους ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ παράλληλα, η ανεργία είναι η μεγαλύτερη στη μεταπολεμική αμερικάνικη Ιστορία.
Στην Ευρώπη η ίδια τάση διόγκωσης των κρατικών ελλειμμάτων, θέτει την προοπτική της κρατικής χρεοκοπίας στο προσκήνιο για τις χώρες του Νότου, αλλά και την Ιρλανδία και την Βρετανία, συνιστώντας μια τεράστια απειλή για το ευρώ, αλλά και την ίδια τη βιωσιμότητα του εγχειρήματος της οικονομικής ενοποίησης της ηπείρου σε καπιταλιστική βάση. Παντού, οι αργοί ρυθμοί μια αναιμικής ανάκαμψης, συνοδεύονται από μαζική ανεργία και αυξανόμενη εξαθλίωση των εργατικών μαζών.
Όπως και ο «κεϋνσιανισμός» παλαιότερα, έτσι και ο νεοφιλελευθερισμός, με την παρούσα κρίση απέδειξε ότι δεν μπορεί να δώσει διέξοδο στον καπιταλισμό. Η εκρηκτική ανάδειξη στο προσκήνιο των θεμελιωδών αντιφάσεων του συστήματος, σύρει τους αστούς σε μια απελπισμένη απόπειρα ανάμιξης των δύο «συνταγών», δηλαδή ενός συνδυασμού χρησιμοποίησης των υψηλών ελλειμμάτων για την διάσωση και επιδότηση των κερδών, με μια παράλληλη πολιτική έντασης των περικοπών σε βάρος των εργαζόμενων. Αυτό αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε μια εκρηκτική αντανάκλαση των αντιφάσεων του καπιταλισμού, με τη μορφή μιας μεγάλης όξυνσης της σύγκρουσης ανάμεσα στις τάξεις.
Όλα αυτά, δείχνουν ότι η σημερινή κρίση δεν είναι μια περιστασιακή κρίση. Σηματοδοτεί μια αποφασιστική στροφή στην πραγματικότητα του καπιταλισμού. Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των 4-5 δεκαετιών που ακολούθησαν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στην καπιταλιστική Δύση, δηλαδή η σχετική κοινωνική σταθερότητα και η διατήρηση ενός ανεκτού βιοτικού επιπέδου για την εργατική τάξη, ανήκουν οριστικά στον παρελθόν. Την ώρα που οι υλικές και τεχνολογικές προϋποθέσεις για μια κοινωνία αφθονίας έχουν δημιουργηθεί, ολόκληρος ο καπιταλιστικός κόσμος αποκτά ξανά την όψη του μεσοπολέμου, με τη μαζική ανεργία, τη φτώχεια, την πρωτοφανή ένταση στις διεθνείς σχέσεις και – πάνω απ’ όλα – στις σχέσεις ανάμεσα στις τάξεις, να αποτελούν πλέον τον κανόνα.
Σε αυτές τις συνθήκες το ιστορικό καθήκον της Αριστεράς δεν είναι να αναπολεί την περίοδο του «κοινωνικού κράτους» και να αντανακλά στην πολιτική της τις αυταπάτες ενός «ανθρώπινου καπιταλισμού» που συντρίβονται. Πρέπει να δείχνει στις εργαζόμενες μάζες το δρόμο για την ανατροπή του καπιταλισμού, ενός συστήματος παρηκμασμένου και βαθειά παρασιτικού.
Αφού δώσει την κατάλληλη εξήγηση για τα αίτια της κρίσης, η Αριστερά οφείλει να βγάλει και τα ιδεολογικά και πολιτικά συμπεράσματα που απορρέουν από αυτή : οι κρίσεις φέρνουν στην επιφάνεια τον ιστορικά ξεπερασμένο χαρακτήρα του καπιταλισμού, το γεγονός ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δεν συμβιβάζεται πλέον με το καπιταλιστικό τους περίβλημα. Αναδεικνύουν την ανάγκη για την εγκαθίδρυση της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και τον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας με σκοπό την ικανοποίηση των ολοένα και διευρυνόμενων κοινωνικών αναγκών. Με άλλα λόγια, αναδεικνύουν τη ζωτική αναγκαιότητα του σοσιαλισμού.
Η απελευθέρωση της δυνατότητας της κοινωνίας να αναπτύσσει την παραγωγική δραστηριότητα με στόχο να ικανοποιεί τις ανάγκες του συνόλου των εργαζομένων, είναι απόλυτα ταυτισμένη με την απελευθέρωσή της από το ζυγό του κεφαλαίου. Και επειδή το κεφάλαιο ποτέ δε θα παραιτηθεί από μόνο του, μοναδική λύση για τους εργαζόμενους είναι να απαλλαγούν από το κεφάλαιο και να οικοδομήσουν τον σοσιαλισμό.
Ο Ένγκελς έγραφε σχετικά στο «Αντί-Ντύρινγκ» :
«…οι κρίσεις ξεσκεπάζουν την ανικανότητα της αστικής τάξης να συνεχίσει τη διεύθυνση των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων…Από τη μια ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής αποκαλύπτεται, εξαιτίας της ανικανότητάς του, ότι δεν μπορεί να συνεχίσει να διευθύνει τις παραγωγικές δυνάμεις και από την άλλη, αυτές οι παραγωγικές δυνάμεις σπρώχνουν με ολοένα και μεγαλύτερη ταχύτητα τα γεγονότα προς την άρση της αντίφασης, δηλαδή την απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων από τον καπιταλιστικό τους χαρακτήρα και την αναγνώριση του χαρακτήρα τους ως κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων, όπως και πραγματικά είναι… Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν η κοινωνία ανοιχτά και χωρίς περιστροφές πάρει στην κατοχή της τις παραγωγικές δυνάμεις, που έχουν τόσο μεγαλώσει ώστε να μην υπακούουν σε καμία άλλη διεύθυνση εκτός από τη δική της. Έτσι οι παραγωγοί, με πλήρη συνείδηση της αποστολής τους ελευθερώνουν τις τεράστιες δυνατότητες, που προέρχονται από τον κοινωνικό χαρακτήρα των μέσων παραγωγής και των προϊόντων, που σήμερα στρέφονται εναντίον τους, που διασπούν κατά περιόδους την κανονική συνέχεια της παραγωγής και ανταλλαγής και που επιβάλλονται πάνω σε αυτούς μόνο βίαια και καταστροφικά σαν τυφλός νόμος και από αιτία διαταραχών και περιοδικών καταστροφών που ήταν άλλοτε, ο κοινωνικός τους χαρακτήρας μετατρέπεται τώρα σε ένα τεράστιο μοχλό της ίδιας της παραγωγής… Με μια τέτοια χρησιμοποίηση των σημερινών παραγωγικών δυνάμεων που η φύση και ο χαρακτήρας τους είναι πια γνωστοί, τη θέση της κοινωνικής αναρχίας στην παραγωγή θα την πάρει η κοινωνική σχεδιοποίηση της παραγωγής σύμφωνα με τις ανάγκες του συνόλου και του ατόμου».