Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΕλληνική ΕπικαιρότηταΗ κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος και η αναγκαία ανασυγκρότηση του

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Διεθνούς (RCI), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Η κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος και η αναγκαία ανασυγκρότηση του

Μια ανάλυση για την κρίσιμη σημερινή κατάσταση των συνδικάτων και τον δρόμο για την αναγκαία ανασυγκρότησή τους.

 

Η προηγούμενη τετραετία, πάνω στο έδαφος της βαθιάς οικονομικής κρίσης και με όχημα τα μνημόνια, αποτέλεσε κορύφωση της επίθεσης ενάντια στην εργατική τάξη. Η εργατική τάξη προσπάθησε να ανακόψει την επίθεση με τα όπλα της, δηλαδή τις οργανώσεις της, συνδικαλιστικές και πολιτικές. Σε τι κατάσταση βρήκε όμως το συνδικαλιστικό κίνημα η έλευση της κρίσης και των μνημονίων με την άγρια επίθεση που εξαπολύθηκε στην εργατική τάξη;

Χαμηλή συνδικαλιστική πυκνότητα – έλλειψη εκπροσώπησης

Σύμφωνα με στατιστικές έρευνες η συνδικαλιστική πυκνότητα, η συμμετοχή δηλαδή των εργαζόμενων στις συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι σχετικά χαμηλή (κυμαίνεται από 15% έως 30% σε διάφορες έρευνες, σύμφωνα με τη συμμετοχή στις αρχαιρεσίες των σωματείων – δείκτης που από μόνος του είναι σχετικά προβληματικός για τον υπολογισμό τουλάχιστον της ενεργής συμμετοχής). Ταυτόχρονα, οι συνδικαλισμένοι εργαζόμενοι προέρχονται κατά 55% από τον στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα, ενώ ο τομέας αυτός αντιστοιχεί μόνο στο 34% των μισθωτών της χώρας. Από τα 130 μέλη των διοικήσεων της ΓΣΕΕ και της ΑΕΔΥ, οι 122 εργάζονται σε δημόσιες επιχειρήσεις και υπηρεσίες και μόλις 8 σε ιδιωτικές. Την ίδια στιγμή καταγράφεται απουσία συλλογικής εκπροσώπησης στο 98% των ιδιωτικών επιχειρήσεων, ενώ σε έρευνα του Εργατικού Κέντρου Αθήνας το 2008, το 52% των εργαζόμενων δήλωσε ότι δεν υπάρχει σωματείο στο χώρο του και σε έρευνα του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ το 2010, το 38% των μισθωτών του Δημοσίου και το 77% των ιδιωτικών υπαλλήλων απάντησαν ότι δεν είναι μέλη κανενός σωματείου.
Αυτά τα στοιχεία δείχνουν ανάγλυφα μια έλλειψη εκπροσώπησης ή υποεκπροσώπηση ολόκληρων κομματιών της εργατικής τάξης και κυρίως των γυναικών, των μεταναστών και των εργαζόμενων με ελαστικές εργασιακές σχέσεις, στους οποίους κυρίως εντάσσονται οι νεότεροι ηλικιακά εργαζόμενοι.

Είναι χαρακτηριστικό ότ, η εικόνα του μέσου συνδικαλιστή -άνδρας, μεσήλικας, µε μονιμότητα, 100% Έλληνας- μοιάζει όλο και λιγότερο µε την εικόνα του μέσου μισθωτού -νεότερος σε ηλικία και προϋπηρεσία, χωρίς μονιμότητα, µε πιθανότητα 40% να είναι γυναίκα και 12% να είναι μετανάστης.

Κατακερματισμός και εξάρτηση

Αν μάλιστα κοιτάξουμε σε τι σωματεία είναι οργανωμένοι οι λιγοστοί ούτως ή άλλως συνδικαλισμένοι εργαζόμενοι, θα διαπιστώσουμε την δομική παθογένεια του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος που διακρίνεται από τον οργανωτικό πολυκερματισμό με 3.500 πρωτοβάθμιες και 200 δευτεροβάθμιες οργανώσεις, μεταξύ των οποίων κυριαρχεί η επιχειρησιακή και η τοπική κλαδική οργάνωση και λιγότερο η ομοιοεπαγγελματική, ενώ είναι λιγοστά τα παραδείγματα των πανελλαδικών κλαδικών σωματείων. Στην πιο ακραία περίπτωση έχουν καταγραφεί ακόμα και 12 ομοσπονδίες σε έναν κλάδο! Έτσι έχουμε το παράδοξο, να υπάρχουν 3.500 οργανώσεις για μόλις 750.000 περίπου οργανωμένους εργαζόμενους.

Εκτός από τον οργανωτικό πολυκερματισμό, το άλλο μεγάλο πρόβλημα του συνδικαλιστικού κινήματος είναι η εξάρτηση από το κράτος και την εργοδοσία. Ενώ θεωρητικά οι συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι ανεξάρτητες, στην πράξη η χρηματοδότηση τους από τον θεσμό της Εργατικής Εστίας ή της παρακράτησης των συνδικαλιστικών εισφορών από τον εργοδότη και η απόδοση τους στο συνδικάτο αντί για την άμεση εισφορά από τα μέλη, κάνει τις οργανώσεις άμεσα και έμμεσα εξαρτημένες από το κράτος και τους εργοδότες.

Η κατάσταση αυτή, σε συνδυασμό με την κυριαρχία του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού και της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας πάνω στο συνδικαλιστικό κίνημα, έχει οδηγήσει σε μια εδραιωμένη έλλειψη εμπιστοσύνης από τους εργαζόμενους προς τα συνδικάτα που μπορεί να ερμηνευθεί ως έλλειψη εμπιστοσύνης προς τις συνδικαλιστικές ηγεσίες (γραφειοκρατία), όμως δεν παύει να επιδρά στην χαλάρωση των δεσμών των εργαζόμενων με τα συνδικάτα εν γένει και άρα στην αποδυνάμωση και απαξίωση τους. Σε έρευνα του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ και της VPRC το 2008, το 44% των συνδικαλισμένων εργαζόμενων απάντησε ότι δεν έχει εμπιστοσύνη στα συνδικάτα και το 53% του συνόλου (συνδικαλισμένων και μη), ενώ στην ίδια ερώτηση το 2010 τα ποσοστά ήταν 65% και 69% αντίστοιχα. Την ίδια στιγμή όμως στις ίδιες έρευνες, το 72% (2008) και το 77% (2010), απάντησε ότι εξακολουθούν να θεωρούν τα συνδικάτα απαραίτητα και τα κατατάσσουν πρώτα με διαφορά στη λίστα των φορέων που μπορούν να εγγυηθούν την προάσπιση των συμφερόντων των εργαζόμενων. Από αυτά τα στοιχεία βγαίνει ξεκάθαρα το συμπέρασμα ότι δεν αμφισβητείται από την πλειοψηφία των εργαζόμενων ο ρόλος των συνδικάτων και η αναγκαιότητα τους, συνεπώς η έλλειψη εμπιστοσύνης σε αυτά, αποτελεί ευθεία μομφή προς τις υπάρχουσες ηγεσίες και τον ρόλο που παίζουν στην απαξίωση του συνδικαλιστικού κινήματος, γεγονός που μπορεί να δικαιολογηθεί εύκολα αν δούμε την απόσταση που χωρίζει τον μέσο όρο των μισθωτών από τις ηγεσίες των συνδικάτων, όπως φαίνεται από τα παραπάνω στοιχεία.

Σε αυτή, λοιπόν, την αρνητική κατάσταση βρήκαν το συνδικαλιστικό κίνημα η κρίση και τα μνημόνια. Με την επίθεση όμως που ακολούθησε στο εργατικό δίκαιο από τις αστικές κυβερνήσεις της τετραετίας των μνημονίων, η κατάσταση επιδεινώθηκε πολύ περισσότερο, τσακίστηκε η ραχοκοκαλιά του συνδικαλιστικού κινήματος με την κατάργηση επί της ουσίας των κλαδικών συμβάσεων. Σε μια χώρα, που το 87% των εργαζομένων απασχολείται σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και το 58% σε μικρές και συνεπώς μπορούν να προστατευθούν μόνο από κλαδική σύμβαση, έμειναν χωρίς λόγο ύπαρξης τα κλαδικά σωματεία που αποτελούν παραδοσιακά τον κορμό του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος και σε μια χώρα όπως η Ελλάδα την μόνη αποτελεσματική και ίσως και τη μόνη δυνατή μορφή συνδικαλισμού για το μεγαλύτερο τμήμα των εργαζομένων. Αυτό οδήγησε σε μια κατάσταση, όπου το 2014 μόνο το 7% των εργαζόμενων καλύπτεται από συλλογική σύμβαση- ένα στοιχείο που δείχνει από μόνο του την αδυναμία του συνδικαλιστικού κινήματος να επιτελέσει το ρόλο του!

Η ανάγκη ανασυγκρότησης του συνδικαλιστικού κινήματος

Από τα παραπάνω προκύπτει ξεκάθαρα η ανάγκη ριζικής ανασυγκρότησης του συνδικαλιστικού κινήματος σε όλα τα επίπεδα. Συγκεκριμένα μέτρα μιας τέτοιας ανασυγκρότησης πρέπει να επιδιωχθούν πρώτα απ’ όλα με την παρέμβαση των δυνάμεων της Αριστεράς στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα με κατεύθυνση τον περιορισμό και την εξάλειψη της αστικής επιρροής στα συνδικάτα, την ανεξαρτησία τους από το κράτος και την εργοδοσία, την οργανωτική ανασυγκρότηση τους, τον ταξικό προσανατολισμό και τον έλεγχο τους από τη βάση και όχι από τη γραφειοκρατία.

Η πρώτη κατεύθυνση για την ισχυροποίηση και τη μαζικοποίηση των συνδικάτων είναι η ανασυγκρότηση του κινήματος στη βάση της αρχής του ενιαίου κλαδικού συνδικάτου κατά τομέα/κλάδο παραγωγής. Αυτή η μορφή οργάνωσης είναι η καλύτερη δυνατή, γιατί επιτρέπει την οργάνωση όλων των εργαζόμενων του κλάδου, ανεξαρτήτως θέσης και επαγγέλματος και την ενιαία εκπροσώπηση τους απέναντι στην εργοδοσία. Στο ενιαίο συνδικάτο κατά κλάδο μπορούν να οργανωθούν εργάτες και υπάλληλοι, ανεξάρτητα από τη θέση τους στην παραγωγή, από την σχέση τους με την επιχείρηση (ορισμένου ή αορίστου χρόνου, νοικιασμένοι, μπλοκάκια κλπ), από τις τοπικές ιδιαιτερότητες κλπ. Στο ενιαίο συνδικάτο οργανώνονται και λειτουργούν τοπικά παραρτήματα κατά πόλη συνοικία ή νομό και κατά επιχείρηση/ υποκατάστημα, ανάλογα με τον αριθμό των συμμετεχόντων εργαζόμενων. Τα τοπικά παραρτήματα, λειτουργούν με δικές τους γενικές συνελεύσεις και τοπικά διοικητικά συμβούλια, έχουν τη δυνατότητα κήρυξης απεργίας και αυτόνομης δράσης, αλλά αποτελούν τμήματα των κεντρικών συνδικάτων. Έτσι διευκολύνεται η οργάνωση των εργατών κατά χώρο δουλειάς και τόπο, με ευθύνη των τοπικών παραρτημάτων, αλλά αποτρέπεται ο κατακερματισμός και διαφυλάσσεται η ισχύς με την κεντρική συνένωση. Έτσι διευκολύνεται επίσης ο έλεγχος της ηγεσίας από τη βάση και η πιο αποτελεσματική οργάνωση των αγώνων, με εκλογή απεργιακών επιτροπών σε κάθε χώρο δουλειάς σε περίοδο απεργίας.

Σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει να οικοδομηθούν νέα συνδικάτα εκεί που δεν υπάρχουν και να επιδιωχθεί η συνένωση των παλιών (επιχειρησιακών, τοπικών κλαδικών κλπ). Αυτή η μορφή ομογενοποιεί τις εργασιακές σχέσεις και τις συνθήκες εργασίας κατά κλάδο και αυξάνει την διαπραγματευτική και αγωνιστική δύναμη των εργατών. Σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει να υπάρξει πρωτοβουλία των συνδικαλιστικών δυνάμεων της Αριστεράς για συνένωση των επιμέρους σωματείων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όπου δεν είναι δυνατό κάτι τέτοιο, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν, οι άλλες μορφές (επιχειρησιακό, ομοιοεπαγγελματικό κλπ).
Στην κατεύθυνση αυτή, πρέπει να επιδιωχθεί και η κατάργηση της αναχρονιστικής διάκρισης των δημοσίων υπαλλήλων από τους άλλους εργαζόμενους και η ενοποίηση των δύο συνομοσπονδιών (ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ) σε μία, μέσα από ένα ενοποιητικό συνέδριο.

Επίσης, οι δυνάμεις της Αριστεράς πρέπει να επιδιώξουν να εξασφαλιστεί η οργάνωση στα συνδικάτα όλων των εργαζόμενων, ανεξάρτητα από τη σχέση εργασίας, με την οποία εργάζονται (ορισμένου χρόνου, μερικής απασχόλησης, έργου, «ανεξαρτήτων υπηρεσιών», «ωφελούμενοι», μπλοκάκια, νοικιασμένοι κλπ) και η κάλυψη τους από τις συλλογικές συμβάσεις που υπογράφουν τα σωματεία ώστε να απαλειφθούν οι διακρίσεις. Οι εργαζόμενοι με ελαστικές σχέσεις πρέπει να οργανώνονται στα ίδια σωματεία με τους μόνιμους και όχι σε ξεχωριστά για να μην αποδυναμώνονται οι οργανώσεις τους και να μην έρχονται σε αντιπαράθεση μεταξύ τους, διευκολύνοντας τα σχέδια της εργοδοσίας.

Σε όλα τα σωματεία, πρέπει να συγκροτηθούν ειδικές επιτροπές για τις ειδικές και ιδιαίτερα πληττόμενες κατηγορίες εργαζομένων (μετανάστες, ελαστικές μορφές εργασίας, γυναίκες, νέοι) με σκοπό την συνένωση όλων των εργαζόμενων ανά κλάδο και την εξάλειψη του ανταγωνισμού μεταξύ τους. Για τον σκοπό της οργάνωσης των ανέργων στα σωματεία, συγκρότηση εδικών επιτροπών ανέργων και εξασφάλιση της δυνατότητας των ανέργων να γίνονται μέλη των σωματείων ανά κλάδο ή επάγγελμα. Η παρέμβαση στις επί μέρους οργανώσεις των ανέργων και των επισφαλώς εργαζόμενων πρέπει να κατευθύνεται σε αυτό τον σκοπό.
Οι δυνάμεις της Αριστεράς πρέπει, επίσης, να αναλάβουν πρωτοβουλίες για την αναδιαμόρφωση των καταστατικών των συνδικάτων στην κατεύθυνση της δημοκρατικής λειτουργίας με τακτικές γενικές συνελεύσεις και αρχαιρεσίες, λογοδοσία των εκλεγμένων οργάνων στη βάση και πρόβλεψη δικαιώματος ανάκλησης όλων των αιρετών στις διοικήσεις.

Επίσης, πρέπει να αναλάβουν πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση της λειτουργίας των συνδικάτων στη βάση της ταξικής αλληλεγγύης. Παραδείγματα έχει να προσφέρει πολλά η ιστορική εμπειρία του εργατικού κινήματος από τα απεργιακά ταμεία αλληλεγγύης έως τις οργανώσεις όπως η «Εργατική Βοήθεια» και η «Κοινωνική Αλληλεγγύη», που λειτούργησαν τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας, αναπτύσσοντας πολύπλευρη δράση αλληλεγγύης, που ενίσχυσε το κύρος και τη δύναμη των σωματείων, μαζί με την αποτελεσματικότητα τους. Από οργάνωση συσσιτίων για τους απεργούς, νομική βοήθεια των διωκόμενων για την συνδικαλιστική και πολιτική τους δράση, υλική ενίσχυση των φυλακισθέντων και εξόριστων, μέχρι συσσίτια ανέργων και απόρων και παιδικές κατασκηνώσεις για τα παιδιά των εργατών, με πρωταγωνιστικό ρόλο των σωματείων σε αυτή τη δραστηριότητα. Σε μια εποχή μαζικής εξαθλίωσης μεγάλων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας, τα συνδικάτα μπορούν και πρέπει να πρωταγωνιστήσουν ξανά στην οργάνωση της ταξικής κοινωνικής αλληλεγγύης.

Τέλος, σε μια περίοδο που ανοίγει έντονα το ζήτημα του εργατικού ελέγχου μέσα από τα κλεισίματα επιχειρήσεων, τις ομαδικές απολύσεις κλπ, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στις επιτροπές εργατικού ελέγχου, στα εργοστάσια που κλείνουν και τα παίρνουν στα χέρια τους οι εργάτες ή απειλούν να κλείσουν ή να προβούν σε μαζικές απολύσεις. Η Αριστερά πρέπει να προβάλλει το ζήτημα της κατάληψης των χώρων εργασίας και τη λειτουργία τους με εργατικό έλεγχο, σε κάθε τέτοια περίπτωση με το παράλληλο αίτημα της εθνικοποίησης των συγκεκριμένων μέσων παραγωγής. Οι επιτροπές εργατικού ελέγχου μπορούν να δώσουν ιδιαίτερη ώθηση στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα και την ριζοσπαστικοποίηση του και πρέπει να λειτουργήσουν συμπληρωματικά και αλληλέγγυα και όχι ανταγωνιστικά στα επίσημα συνδικάτα. Τέτοιου είδους οργανώσεις έχουν ιδιαίτερη σημασία, γιατί εκπαιδεύουν τους εργαζόμενους να ελέγξουν και να οργανώσουν την παραγωγή, απαραίτητη προϋπόθεση για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.

 

Παναγιώτης Κολοβός 17/06/2015

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα