Ταυτότητα

Θεμελιώδεις Ιδέες

Συχνές Ερωτήσεις

Επικοινωνία

ΑρχικήΕπικαιρότηταΔιεθνήΚαταλονία: η αστική αντίδραση και η αυξανόμενη διάθεση υπέρ της ανεξαρτησίας

Αγωνίσου μαζί μας!

Η Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση, το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Μαρξιστικής Τάσης (IMT), χρειάζεται τη δική σου ενεργή στήριξη στον αγώνα της υπεράσπισης και διάδοσης των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών.

Ενίσχυσε οικονομικά τον αγώνα μας!

Καταλονία: η αστική αντίδραση και η αυξανόμενη διάθεση υπέρ της ανεξαρτησίας

Μια ανάλυση για τις σημαντικές πολιτικές εξελίξεις στην Καταλονία, που έχει γραφτεί λίγο πριν τις πρόσφατες εκλογές εκεί, αλλά διατηρεί όλη της την πολιτική αξία.

Ένα πρωτοφανές κρεσέντο επιθέσεων και απειλών από όλους του αντιδραστικούς ισπανικούς θεσμούς εναντίον οποιουδήποτε προασπιζόταν την ανεξαρτησία της Καταλονίας, ήταν το βασικό χαρακτηριστικό της εκστρατείας που προηγήθηκε των εκλογών στην Καταλονία, την Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου.

Σύσσωμη η αστική τάξη επιδόθηκε σ’ αυτό, από τον Υπουργό Άμυνας, που απειλούσε ότι θα χρησιμοποιήσει τις ένοπλες δυνάμεις, μέχρι και τον πρώην Ισπανό πρόεδρο Φελίπε Γκονζάλες, ο οποίος συνέκρινε το κίνημα υπέρ της ανεξαρτησίας με το φασιστικό κίνημα του 1930 στην Ιταλία και τη Γερμανία. Τόσο οι τραπεζίτες της Ισπανίας, όσο και ο μεγαλύτερος εγχώριος οίκος με νυφικά – Pronovias – απείλησαν να μεταφέρουν αλλού τις επιχειρήσεις τους, αν η Καταλονία γίνει ανεξάρτητη. Η αντιδραστική ισπανική κυβέρνηση του Ραχόι επιστράτευσε τη Μέρκελ, τον Ομπάμα και τον Γιούνκερ να προβούν σε δηλώσεις για την υπεράσπιση της ενότητας της Ισπανίας. Ανάμεσα σε όλους, ο αρχιεπίσκοπος της Βαλένθια κάλεσε σε συλλαλητήριο για να «προσευχηθούν όλοι για την Ισπανία και την ενότητά της». «Αν η Καταλονία γίνει ανεξάρτητη, θα πρέπει να βγει εκτός ΕΕ», απειλούσε ο Ραχόι. «Θα κλείσουν οι τράπεζες, όπως στην Ελλάδα και την Αργεντινή», προσέθετε ο πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας της Ισπανίας.

«Η αυτοδιάθεση ήταν η πολιτική του Στάλιν για να στέλνει εκατομμύρια στα γκουλάγκ», ανταπαντούσε ο Φελίπε Γκονζάλες. Ακόμη και οι ηγέτες των δύο κύριων συνδικάτων της Ισπανίας, CCOO και UGT, οι οποίοι δεν έχουν αντιταχθεί ενάντια στις πολιτικές λιτότητας του Ραχόι και υποστηρίζουν την κυβέρνηση, έβαλαν το λιθαράκι τους δηλώνοντας κυνικά ότι η ανεξαρτησία δεν είναι προς το συμφέρον των εργαζομένων. Κάθε αντιδραστικό θεσμικό όργανο επιστρατεύθηκε, για να μην ταραχθεί η υπεράσπιση της «ιερής ενότητας της Ισπανίας».

Η απειλή για την οποία ανησυχούν, προέρχεται από το JxS (Junts pel Si-Μαζί για το Ναι), σε μια κοινή λίστα υποψηφίων που στηρίζεται στην ιδέα, ότι οι εκλογές αυτές δεν θα πρέπει να θεωρούνται φυσιολογικές εκλογές για το καταλανικό κοινοβούλιο, αλλά μάλλον ένα δημοψήφισμα σχετικά με το ζήτημα της ανεξαρτησίας. Το JxS, το οποίο ήταν πρώτο σε όλες τις δημοσκοπήσεις, είχε δηλώσει ότι, εάν κέρδιζε τις εκλογές, θα προχωρούσε σε μονομερή δήλωση ανεξαρτησίας εντός 18 μηνών.

Το JxS υποστηρίζεται από δύο κύρια κόμματα, το αστικό εθνικιστικό CDC του σημερινού προέδρου της Καταλονίας Αρτούρ Μας και το αριστερό εθνικιστικό ERC. O Αρτούρ Μας είναι πρόεδρος της Καταλονίας από το 2010 και σ’ όλο αυτό το διάστημα έχει εφαρμόσει μια πολιτική βάναυσων περικοπών, μέτρων λιτότητας, ιδιωτικοποιήσεων, καταστολής των κοινωνικών κινημάτων, ενώ το κόμμα του έχει εμπλακεί και σε διάφορα σκάνδαλα διαφθοράς. Το πιο πρόσφατο απ’ αυτά αφορούσε στις δωροδοκίες με προμήθεια της τάξεως του 3% που λάμβαναν από τις κατασκευαστικές εταιρείες, με αντάλλαγμα συμβάσεις για δημόσια έργα.

Το 2011, όταν το κοινοβούλιο της Καταλονίας συζητούσε τον προϋπολογισμό των περικοπών (από κοινού συμφωνηθείς μεταξύ του Mας και του δεξιού Ισπανικού ΡΡ) δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι περικύκλωσαν το κτήριο, αναγκάζοντας τον πρόεδρο της Καταλονίας να φυγαδευτεί αεροπορικώς με ελικόπτερο. Αυτή η εικόνα, αντικατοπτρίζει το τεράστιο κίνημα ενάντια στις περικοπές και τα μέτρα λιτότητας που λαμβάνουν χώρα αυτή τη χρονική στιγμή και η οποία απειλεί με ανατροπή τόσο την καταλανική όσο και την ισπανική κυβέρνηση.

Αυτό συνέβαινε τότε. Σήμερα, ο Άρτουρ Μας και η λίστα JxS είναι στην κορυφή των δημοσκοπήσεων και κατά πάσα πιθανότητα θα πάρουν τη συνολική πλειοψηφία των βουλευτών την Κυριακή. Αυτός είναι ένας πολιτικά έξυπνος ελιγμός. Καθώς πλησίαζαν οι εκλογές ξεκίνησε η ιδέα μιας “λίστας προέδρου”, με τη συμμετοχή όλων εκείνων που τάσσονταν υπέρ της ανεξαρτησίας. Βέβαια, αυτό ήταν υπερβολικό για ορισμένους. Στο τέλος, επικράτησε μια λίστα «μη-κομματική», στην οποία δεν θα είναι στην κορυφή της λίστας, αλλά παρ ‘όλα αυτά θα μπορούσε να εκλεγεί πρόεδρος, αν κερδίσει. Σε αντάλλαγμα, συμφώνησε να έχει κάποιους με αριστερό προφίλ ως κορυφαίους υποψήφιους του: τον Ραούλ Ρομέβα, πρώην ευρωβουλευτή του ICV (πρώην καταλανική πτέρυγα της Ενωμένης Αριστεράς). Έχουν προστεθεί μια σειρά από υποψηφίους από διαφορετικές υπέρ της ανεξαρτησίας οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών για να γίνει πιο εύπεπτο κοινωνικά.

Ο σχηματισμός CiU του Μας είχε ήδη μια διάσπαση σε δύο κόμματα: το πρώτο υπέρ της ανεξαρτησίας CDC και το δεύτερο εναντίον της ανεξαρτησίας UDC που το καθένα επέλεξε τον δικό του δρόμο. Ο Μας κατάφερε να τραβήξει το «μαλακό» αριστερό εθνικιστικό κόμμα ERC (Δημοκρατική Αριστερά της Καταλονίας) στον κοινό κατάλογο. Στην πραγματικότητα, σε όλες τις δημοσκοπήσεις το ERC ήταν πιο ψηλά από το CiU, αλλά τους δόθηκε μόνο το 40% των θέσεων στη λίστα, ενώ το CDC( προϊόν της διάσπασης του CiU) πήρε το 60%.

Ο Άρτουρ Μας, ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να ισχυροποιήσει και να καθοδηγήσει το κύμα υπέρ της ανεξαρτησίας, ενώ ταυτόχρονα πόλωνε την όλη συζήτηση γύρω από αυτό το θέμα (με πολλή βοήθεια, βέβαια, από τους αντιδραστικούς Ισπανούς δεξιούς εθνικιστές και τις σταθερές προκλήσεις τους). Αυτό, ωστόσο δεν εξηγεί από μόνο του την όλο και αυξανόμενη υποστήριξη της ανεξαρτησίας.

Η ανοδική τάση υπεράσπισης της ανεξαρτησίας, η οποία το 2010 ήταν περίπου 25%, ενώ σήμερα αγγίζει το 40%, μπορεί να εξηγηθεί ως συνδυασμός των εθνικών παραπόνων και της δυσαρέσκειας πάνω σε κοινωνικά κυρίως ζητήματα. Το 2005, η αριστερή καταλανική κυβέρνηση συνέταξε μια αναθεωρημένη έκδοση του Estatut της χώρας (το καταστατικό της καταλανικής αυτονομίας) και απέσπασε ευρεία υποστήριξη από όλα τα κόμματα της Καταλονίας, με εξαίρεση το ακροδεξιό εθνικιστικό ισπανικό PP. Μ’ αυτό αναγνωρίστηκε η Καταλονία ως έθνος και καθιερώθηκε ένας υψηλότερος βαθμός αυτοδιοίκησης με αποκεντρωμένες εξουσίες. Αυτό το αναθεωρημένο καταστατικό, επικυρώθηκε με δημοψήφισμα από το 74% των ψηφισάντων, αλλά με εξαιρετικά χαμηλή προσέλευση στις κάλπες(μόλις 49%). Το θέμα φαινόταν τότε να μην απασχολούσε πολύ τους πολίτες.

Για το νέο αυτό καταστατικό ασκήθηκε προσφυγή στην αστική δικαιοσύνη από το δεξιό ΡΡ και το 2010, το Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάσισε να κηρύξει 14 από τα άρθρα του ως «αντισυνταγματικά» και να τροποποιήσει άλλα 27.

Η απόφαση αυτή, οδήγησε σε μια διαδήλωση στη Βαρκελώνη, που υποστηρίχθηκε από όλα τα καταλανικά κόμματα με εξαίρεση το PP και το δεξιό λαϊκίστικο Ciudadanos («Πολίτες», Cs), όπου πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι διαδήλωναν υπό το σύνθημα «Είμαστε ένα έθνος – Θα Αποφασίσουμε». Ήταν η αρχή μιας σειράς μαζικών κινητοποιήσεων, που έλαβαν χώρα στην καταλανική Εθνική Ημέρα, την 11η Σεπτεμβρίου κάθε έτους.

Αποκλεισμένο από αυτό το μέτωπο, το εθνικό κίνημα, ενέτεινε τις πιέσεις για τη σύγκλιση ενός δημοψηφίσματος που θα αφορούσε στην ανεξαρτησία. Παγιώθηκε πλέον μια διαδεδομένη πλειοψηφία στην Καταλονία υπέρ του δημοκρατικού δικαιώματος, με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν σταθερά μια πλειοψηφία δύο τρίτων υπέρ της πραγματοποίησης ενός δημοψηφίσματος. Το 2012 το καταλανικό κοινοβούλιο ενέκρινε ένα ψήφισμα (με 84 ψήφους υπέρ, 21 κατά και 25 αποχές), δηλώνοντας την πρόθεση του να διεξάγει ένα τέτοιο δημοψήφισμα. Τα CiU, ERC, ICV ψήφισαν υπέρ, το σοσιαλδημοκρατικό Καταλανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSC) απείχε και τα δεξιά εθνικιστικά ισπανικά κόμματα PP και Cs καταψήφισαν. Περίπου 1,5 με 2 εκατομμύρια άνθρωποι διαδήλωσαν , στις 11 Σεπτεμβρίου αυτού του έτους, αυτή τη φορά με σαφή συνθήματα υπέρ της ανεξαρτησίας. Ήταν τέτοια η υποστήριξη της ανεξαρτησίας που ξεπέρασε το 40% και πλησίασε ακόμη και το 50% σε ορισμένες περιπτώσεις.

Βλέποντας την ευκαιρία να επωφεληθεί πολιτικά του κινήματος, ο Άρτουρ Μας αποφάσισε να προκηρύξει πρόωρες εκλογές το Νοέμβρη του 2012. Μέχρι εκείνο το σημείο, είχε βασιστεί στις ψήφους του ΡΡ για να περάσει τον προϋπολογισμό. Ήθελε όμως, μια συνολική πλειοψηφία για να του δοθεί ελευθερία κινήσεων. Αλλά εν τω μεταξύ, το θέμα της λιτότητας και των περικοπών ήρθε ξανά στην ημερήσια διάταξη, με την ισπανική 24ωρη γενική απεργία στις 14 Νοεμβρίου, λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές της Καταλονίας. Έτσι αντί το CiU να κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία, έχασε 12 έδρες (από 62 έπεσε στις 50), ενώ το πιο αριστερό εθνικιστικό ERC ανέβηκε από 10 στις 21 έδρες και το ριζοσπαστικό, αντικαπιταλιστικό, υπέρ της ανεξαρτησίας κόμμα, κέρδισε 3 θέσεις για πρώτη φορά.

Το αριστερό ICV-EUiA αύξησε τα ποσοστά του από το 10% στο 13%, αλλά οι ηγέτες της έκαναν το λάθος απλά να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Mας για το εθνικό ζήτημα. Αντί να πουν, ναι, είμαστε υπέρ του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης, αλλά δεν έχουμε σε τίποτα να κάνουμε με το δεξιό κόμμα, το υπέρ της λιτότητας, υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων, παρείχαν στην καταπιεστική και διεφθαρμένη κυβέρνηση του Mας, αριστερό κάλυμμα.

Το νέο καταλανικό κοινοβούλιο ψήφισε άλλο μια διακήρυξη σχετικά με κάλεσμα σε δημοψήφισμα τον Ιανουάριο του 2013. Αυτή τη φορά, πήρε 85 ψήφους υπέρ (CiU, ERC, ICV και κριτική υποστήριξη από το CUP), 41 κατά (PP, Cs και ένα τμήμα του PSC) και 2 αποχές. Για άλλη μια φορά, το Λαϊκό Κόμμα χρησιμοποίησε το Συνταγματικό Δικαστήριο για να αναστείλει τη διακήρυξη, εν αναμονή περαιτέρω έρευνας σχετικά με τη συνταγματικότητα της.

Με βάση αυτή την ανάλυση, το καταλανικό κοινοβούλιο αποφάσισε να καλέσει σε δημοψήφισμα για την αυτοδιάθεση στις 9 του Νοεμβρίου του 2014. Παρά το γεγονός ότι το δημοψήφισμα είχε απαγορευτεί από την Ισπανία και χρησιμοποιήθηκαν όλα τα είδη των απειλών για να αποτραπεί, 2.3 εκατομμύρια πολίτες βγήκαν στους δρόμους (περίπου το 37% της απογραφής του πληθυσμού) για την ανεπίσημη διαβούλευση, με το 80% τελικά να ψηφίζει για την ανεξαρτησία.

Όπως εξηγήσαμε τότε, το κίνημα υπέρ της ανεξαρτησίας ήταν σε μεγάλο βαθμό το προϊόν της τεράστιας δυσαρέσκειας ενάντια στη λιτότητα, τις περικοπές, τη διαφθορά και τον αντίκτυπο της κρίσης του καπιταλισμού, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα αριστερά κόμματα στάθηκαν εντελώς ανίκανα να προσφέρουν μία σοβαρή εναλλακτική λύση (και στην περίπτωση της Καταλονίας κατέληξαν να αποτελούν την ουρά των αστών εθνικιστών).

Αυτό φαίνεται καθαρά και στις τακτικές δημοσκοπήσεις που πραγματοποιούνται από το Catalan Centre d’Estudis d’Opinió (Καταλανικό Κέντρο Μελέτης της Κοινής Γνώμης). Στην πιο πρόσφατη έρευνα τους (η οποία πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2015), όταν οι άνθρωποι ρωτήθηκαν ποιό είναι το κύριο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Καταλονία, το 42% ανέφερε την ανεργία και την ελαστικοποίηση της εργασίας, το 14,5% ανέφερε δυσαρέσκεια για την πολιτική, το 10% για τον τρόπο που λειτουργεί η οικονομία, και μόνο το 9,9% για τις σχέσεις μεταξύ της Καταλονίας και της Ισπανίας. Όταν ρωτήθηκαν ποιο κόμμα νομίζουν ότι μπορεί να λύσει αυτό το πρόβλημα καλύτερα, ένα επιβλητικό 31% είπε κανένα, και ένα επιπλέον 14% δεν γνωρίζει. Το πρώτο κόμμα που αναφέρθηκε ότι μπορεί να λύσει το πρόβλημα, ήταν το Podemos, κατά 9,7%.

Εκείνη την εποχή, τον Ιούνιο, πάνω από το 58% δήλωνε ότι θα ψηφίσει στις προσεχείς εκλογές κρίνοντας με βάση τις προτάσεις του κάθε κόμματος για την επίλυση της οικονομικής κρίσης, και μόνο το 20% με βάση τις προτάσεις των κομμάτων όσον αφορά τις σχέσεις με την Ισπανία. Αυτό ήταν πριν από τη δημιουργία της λίστας JxS.

Σαφώς, ο Mας κατανόησε ότι δεν θα μπορούσε να κερδίσει εκλογές βασισμένος απλά στην πολιτική που είχε ακολουθήσει μέχρι τότε δηλαδή, την ιδιωτικοποίηση της υγειονομικής περίθαλψης και άλλων υπηρεσιών, την καταστολή των κοινωνικών κινημάτων, τη μεταφορά χρημάτων σε ιδιωτικά σχολεία, τα σκάνδαλα διαφθοράς, κ.λπ. Ως εκ τούτου, ήταν προς το συμφέρον του το να μετατοπίσει το σύνολο του άξονα της εκστρατείας του προς το εθνικό ζήτημα, εκμεταλλευόμενος τα γνήσια αισθήματα για την εθνική δυσαρέσκεια από πολλούς Καταλανούς για τη συνεχή επίθεση κατά των δημοκρατικών δικαιωμάτων τους από τα ισπανικούς θεσμούς και ιδιαίτερα από το αντιδραστικό ΡΡ.

Καθώς κανείς δεν παρέχει μια σαφή εξήγηση για τους λόγους της οικονομικής κρίσης και των επακόλουθων περικοπών και των μέτρων λιτότητας (της κρίσης του καπιταλισμού), η ιδέα ότι αυτά τα προβλήματα προκαλούνται από την αθέμιτη σχέση με την Ισπανία και ότι η ανεξαρτησία θα αποδεσμεύσει τα αναγκαία κεφάλαια για να θέσει τέλος στις πολιτικές λιτότητας, άρχισε να αποκτά αξιοπιστία. Ωστόσο, η ιδέα αυτή είναι εσφαλμένη και περιέχει τους σπόρους ενός αντιδραστικού συμπεράσματος: αν η Καταλονία δεν «επιδοτούσε» τις φτωχότερες περιφέρειες στην Ισπανία, τότε θα είχε «επίπεδα ευημερίας στα πρότυπα της Σουηδίας ή της Ολλανδίας». Αυτό είναι το είδος του αντιδραστικού εθνικισμού της λίγκας της βόρειας Ιταλίας.

Για την ακρίβεια, αυτό που πρέπει να υποστηριχθεί είναι ότι στην πραγματικότητα δεν είναι διακύβευμα, το αν το ένα τμήμα της Ισπανίας θα επιδοτήσει το άλλο, αλλά το ότι όλος ο πλούτος δημιουργείται από τους εργαζόμενους, αλλά ιδιοποιείται από τους καπιταλιστές. Υπάρχουν αρκετοί πόροι στην Καταλονία και την Ισπανία για την παροχή στέγης, εκπαίδευσης, υγειονομικής περίθαλψης και θέσεων εργασίας για όλους, με βάση μια θεμελιώδη οικονομική αναδιοργάνωση της κοινωνίας στην οποία όλα τα μέσα παραγωγής θα βρίσκονται στα χέρια των εργαζόμενων και θα είναι δημοκρατικά σχεδιασμένη προς όφελος της πλειοψηφίας.

Η άλλη πλευρά του νομίσματος είναι ότι το κίνημα υπέρ της ανεξαρτησίας εκφράζει, αν και με ένα διαστρεβλωμένο τρόπο, μια θεμελιώδη απόρριψη της λιτότητας και των περικοπών, καθώς και απόρριψη των αντιδραστικών ισπανικών θεσμών, συμπεριλαμβανομένης και της μοναρχίας.

Το εθνικό ζήτημα στην Καταλονία περιπλέκεται περαιτέρω από το γεγονός ότι η στήριξη της ανεξαρτησίας είναι χαμηλότερη στα προπύργια της εργατικής τάξης, στην κόκκινη ζώνη της Βαρκελώνης και στις εργατικές γειτονιές γύρω από την Ταραγκόνα. Πολλοί από τους ανθρώπους που ζουν σε αυτές τις περιοχές είναι ισπανόφωνοι και μετανάστες πρώτης ή δεύτερης γενιάς από την υπόλοιπη Ισπανία, που λόγω της ακραίας φτώχειας στις αγροτικές περιοχές, αναγκάστηκαν να μετακινηθούν στην Καταλονία το 1960 και το 1970 προσελκυσμένοι από την βιομηχανική της ανάπτυξη. Αυτά τα στρώματα της εργατικής τάξης είναι λιγότερο πιθανό να υποστηρίξουν την ανεξαρτησία, όπως φάνηκε στη διαβούλευση της 9ης Νοεμβρίου 2014.

Οι Καταλανοί εργαζόμενοι και ο λαός έδωσαν μια επαναστατική μάχη στη δεκαετία του 1970 για τα δημοκρατικά δικαιώματα εναντίον της δικτατορίας του Φράνκο (την οποία είχαν υποστηρίξει και βασικά τμήματα της αστικής τάξης της Καταλονίας). Αυτή η κίνηση συνδύαζε τον αγώνα για τη δημοκρατία, το δικαίωμα της απεργίας και την αμνηστία για τους πολιτικούς κρατούμενους, με την υπεράσπιση των εθνικών δικαιωμάτων της Καταλονίας (άρση της απαγόρευσης της γλώσσας και του πολιτισμού της Καταλονίας), συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης.

Τα αριστερά κόμματα PSUC και PSC (οι καταλανικές πτέρυγες του Κομμουνιστικού και του Σοσιαλιστικού Κόμματος) είχαν τη συντριπτική πλειοψηφία των ψήφων και την απόλυτη ηγεμονία στην εργατική τάξη. Ήταν η προδοσία των ηγετών τους κατά τη διάρκεια της λεγόμενης «μετάβασης» στη δημοκρατία, που έθεσε τις βάσεις για τη μεγάλη επικράτηση του καταλανικού εθνικιστικού αστικού CiU στο κοινοβούλιο της Καταλονίας. Οι ηγέτες των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κομμάτων πρόδωσαν τις επαναστατικές και δημοκρατικές προσδοκίες των μαζών και των εργαζόμενων, με ένα εξευτελιστικό συμβιβασμό με το καθεστώς του Franco, που έληξε με το σύνταγμα του 1978.

Το σύνταγμα του 1978 θεσμοθέτησε πλέον την ατιμωρησία για τα εγκλήματα της δικτατορίας , τη μοναρχία που είχε αποκατασταθεί από τον Φράνκο, την κόκκινη-κίτρινη-κόκκινη εθνική σημαία με την οποία είχε αντικαταστήσει τη δημοκρατική τρίχρωμη σημαία, τη χρηματοδότηση της Εκκλησίας από το κράτος και το ρόλο της στο εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά και την άρνηση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των καταπιεσμένων εθνικοτήτων. Αυτό σφραγίστηκε από το Σύνταγμα με την πρόφαση της διατήρησης της ιερή ενότητας της Ισπανίας και διασφαλίζεται από τις Ένοπλες Δυνάμεις.

Ο αντιδραστικός αντιδημοκρατικός ισπανικός εθνικισμός (και οι δεσμοί του με την Εκκλησία και το Στρατό) αποτελεί βασικό πυλώνα της ηγεμονίας της ισπανικής καπιταλιστικής τάξης και ιδιαίτερα του δεξιού ΡΡ. Για το λόγο αυτό, οι όποιες κινήσεις προς τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος μπλοκάρονται συνεχώς.

Για την ακρίβεια, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι αν οι Καταλανοί είχαν τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ του status quo, και μιας ομοσπονδιακής λύσης με αποκεντρωμένες εξουσίες για την Καταλονία και ευθεία ανεξαρτησία, η πλειοψηφία τους τάσσεται υπέρ της ομοσπονδιακής λύσης. Για τους λόγους που εξηγήθηκαν παραπάνω, είναι πολύ πιθανό ότι το PP δε θα προσφέρει ποτέ κάτι τέτοιο. Ακόμα περισσότερο, αφού στην πορεία προς τις γενικές εκλογές του Δεκεμβρίου στην Ισπανία, το ΡΡ είναι πιθανό να χάσει περίπου το 50% των ψήφων που πήρε το 2011. Το να ξεσηκώσουν λοιπόν τον ισπανικό εθνικισμό είναι προς το συμφέρον τους, αν θέλουν να συσπειρώσουν τους ψηφοφόρους, ή τουλάχιστον έτσι νομίζουν. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, PSOE, είναι διχασμένο όσον αφορά στο ζήτημα, με την κυρίαρχη πλευρά του να τάσσεται πλήρως με τον ισπανικό εθνικισμό και ένα μικρότερο τμήμα του να παίζει με την ιδέα του φεντεραλισμού.

Ο νέος παράγοντας στην εξίσωση είναι η άνοδος του Podemos. Το νέο κόμμα έχει μια αξιοπρεπή θέση για το εθνικό ζήτημα. Υποστηρίζει ότι μια διαδικασία ψηφοφορίας στην Ισπανία θα θέσει τα πάντα υπό συζήτηση, συμπεριλαμβανομένης της εδαφικής οργάνωσης της χώρας. Σε πολλές περιπτώσεις, και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας της Καταλονίας, ο Πάμπλο Ιγκλέσιας έχει ταχθεί σαφώς υπέρ του δικαιώματος της Καταλονίας να αποφασίσει για το μέλλον της σε δημοψήφισμα. Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του, το έθεσε κάπως έτσι: «Μπορούμε να κατανοήσουμε ότι θέλετε να γίνετε ανεξάρτητοι από το Ραχόι. Αυτό που σας προσφέρουμε είναι να μείνετε και να μας βοηθήσετε να τον πετάξουμε έξω».

Η αδυναμία αυτής της θέσης βρίσκεται στο ότι το Podemos περιορίζει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος σε αυστηρά νομικές και συνταγματικές μεθόδους. Για πολλούς Καταλανούς αυτό δεν φαίνεται να αποτελεί πιθανή προοπτική. Τα τελευταία 10 χρόνια έχουν δοκιμάσει όλα τα νόμιμα μέσα και έχουν αποκλειστεί. Για να αλλάξει το Σύνταγμα θα χρειαζόταν μια πλειοψηφία δύο τρίτων στο ισπανικό κοινοβούλιο και το Podemos απέχει πολύ από αυτό, έχοντας περάσει από το να είναι το πρώτο κόμμα πριν από ένα χρόνο, τώρα να είναι το τρίτο.

Στις εκλογές της Καταλονίας, το Podemos είναι μέρος μιας κοινής λίστας με τα αριστερά κόμματα ICV και EUiA, που ονομάζεται “Catalunya Si Que Es Pot” (CSQP – Καταλονία Ναι, Μπορούμε, ενσωματώνοντας το σύνθημα της εκστρατείας κατά των εξώσεων). Αν και αυτό είναι παρόμοιο με το ψηφοδέλτιο “Barcelona en Comú” (BEC- Βαρκελώνη από Κοινού) που ήρθε πρώτο στις δημοτικές εκλογές του Μαΐου στην πρωτεύουσα της Καταλονίας, οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του CSQP ήταν από πάνω προς τα κάτω και γραφειοκρατικές. Αυτό σημαίνει ότι σε αντίθεση με το BEC, που στηρίχθηκε στη συμμετοχή των απλών ανθρώπων, το CSQP δεν έχει ακόμη κατορθώσει να δημιουργήσει τα ίδια επίπεδα ενθουσιασμού και συμμετοχής.

Η κεντρική γραμμή του επιχειρήματος της εκστρατείας του CSQP (στην οποία έχουν εμπλακεί πλήρως οι κύριοι ηγέτες του Podemos, Πάμπλο Ιγκλέσιας και Ερεχόν) είναι ότι η εθνική κυριαρχία δεν είναι απλώς ένα θέμα που αφορά στις σημαίες, αλλά μάλλον ζήτημα σχολείων, νοσοκομείων και θέσεων εργασίας. Έχουν επιτεθεί στον Μας και έχουν επικρίνει το ERC για την ένταξή του σε κοινή λίστα με τον ίδιο και το κόμμα του.

Τέλος, οι υποψηφιότητες της Unitat Popular (CUP-Λαϊκή Ενότητα) χρεώνονται με τριπλασιασμό 3 βουλευτών τους στο καταλανικό κοινοβούλιο. Το CUP δέχτηκε μεγάλη πίεση για να ενταχθεί στο «Junts pel Si» (JxS -Μαζί για το Ναι), αλλά ορθώς αρνήθηκε. Υποστηρίζουν ότι είναι υπέρ της ανεξαρτησίας, αλλά και υπέρ μιας ουσιαστικής ρήξης με το σύστημα. Οι ίδιοι δηλώνουν ότι είναι αντικαπιταλιστές και έχουν προσελκύσει ένα ριζοσπαστικοποιημένο στρώμα της νεολαίας.

Είναι σαφές ότι εντός του μπλοκ υπέρ της ανεξαρτησίας, υπάρχει μια στροφή προς τα αριστερά. Πρώτα από το CiU στο ERC και τώρα από αυτά τα κόμματα προς το πιο ριζοσπαστικό CUP. Έτσι, οι δημοσκοπήσεις δίνουν στο JxS 60 -67 έδρες (τα CiU + ERC είχαν 71) με 38-41% των ψήφων, ενώ το CUP, το οποίο είχε 3, αναμένεται να πάρει 7-10. Η συνολική πλειοψηφία των εδρών είναι 68, οπότε αυτό σημαίνει ότι θα χρειαστούν κατά πάσα πιθανότητα τις ψήφους του CUP για να σχηματίσουν κυβέρνηση.

Ενώ οι δημοσκοπήσεις προβλέπουν μια γενική πλειοψηφία των εδρών για τα κόμματα που τάσσονται υπέρ της ανεξαρτησίας, σε αυτό το σημείο δεν υπάρχει πρόβλεψη ότι θα πάρουν την απόλυτη πλειοψηφία των ψήφων (οι εκλογικές περιφέρειες παραμορφώνονται στις αραιοκατοικημένες περιοχές). Αυτό θα ήταν το ιδανικό αποτέλεσμα για τον Αρτούρ Μας, δεδομένου ότι δε θα θεωρηθεί ως εντολή για ανεξαρτησία. Τα κρίσιμα τμήματα της καταλανικής αστικής τάξης δεν είναι πραγματικά υπέρ της ανεξαρτησίας, καθώς αυτό θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις για τις επιχειρήσεις τους. Ένα αποτέλεσμα οριακής πλειοψηφίας υπέρ της ανεξαρτησίας, θα επιτρέψει στον Μας να σχηματίσει κυβέρνηση και στη συνέχεια να διαπραγματευτεί περισσότερες εξουσίες για την Καταλονία.

Ένα αποτέλεσμα στο οποίο το JxS θα πρέπει να βασιστεί στο CUP για να σχηματίσει κυβέρνηση, θα βάλει το τελευταίο σε πολύ δύσκολη θέση. Θα δεχτεί πίεση «να μην ταράξει τα νερά στο δρόμο προς την ανεξαρτησία», ενώ την ίδια στιγμή θα πρέπει να κρατήσει και τα διαπιστευτήρια της αριστεράς. Έχουν ήδη δηλώσει ότι δεν θα ψηφίσουν τον Αρτούρ Μας για νέο πρόεδρο, αλλά έχουν αποδεχθεί την ιδέα μιας «κυβέρνησης εθνικής ενότητας» με κάποιον «συναινετικό πρόεδρο» (ίσως τον Raül Romeva, ή τον ηγέτη του ERC, Junqueras). Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και με μια «κυβέρνηση εθνικής ενότητας» θα δούμε το CUP να κάθεται δίπλα-δίπλα ή να υποστηρίζει υπουργούς του CDC που είναι άμεσα υπεύθυνοι για ιδιωτικοποιήσεις, περικοπές, καταστολή, στιγματισμένοι με σκάνδαλα διαφθοράς, κ.λπ.

Το CSQP έχει σωστά απευθύνει έκκληση, να μην ενταχθούν σε μια τέτοια κυβέρνηση και να υποστηρίξουν μια κυβέρνηση με επικεφαλής τον υποψήφιο του CSQP Rabell (ένας βετεράνος ακτιβιστής του κινήματος των δικαιωμάτων στις γειτονιές). Το CUP επέμενε πάντα στο ότι γι ‘αυτούς εθνική και κοινωνική απελευθέρωση δεν μπορούν να διαχωριστούν και έτσι, ανάλογα με τα αποτελέσματα, θα εκτεθεί σε μεγάλη πίεση.

Οι μαρξιστές της Lucha de Clases (Πάλη των Τάξεων) έχουν εκδώσει μια ανακοίνωση με τίτλο «Η Καταλονία χρειάζεται μια κοινωνική επανάσταση». Σ ’αυτήν εξηγούν γιατί τόσοι πολλοί Καταλανοί θα ψηφίσουν το JxS θέλοντας κοινωνική αλλαγή και πρόοδο, αλλά στη συνέχεια εξηγούν τον πραγματικό χαρακτήρα των πολιτικών του CDC που ηγούνται της λίστας και τον τρόπο με τον οποίο αντιπροσωπεύουν ακριβώς το αντίθετο. Εξηγούν την ανάγκη το Podemos και το CSQP να υπερασπιστούν άνευ όρων το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία, ανεξάρτητα από το αν αυτό θα ήταν νόμιμο ή συνταγματικό, ως το μόνο τρόπο για να κερδηθεί η εμπιστοσύνη των ανθρώπων στην Καταλονία. Τέλος, υποστηρίζουν ότι ο μόνος δρόμος για μια «νέα χώρα» είναι να απαλλαγούν τόσο από τον Μας και τον Ραχόι, όσο και από τους Καταλανούς και Ισπανούς καπιταλιστές.

Μετάφραση από την ιστοσελίδα www.marxist.com

Μαριάννα Σπηλιωτάκη – Απόστολος Δαγρές

Πρόσφατα Άρθρα

Σχετικά άρθρα